Μαρξισμός και Θρησκεία

 Από το έργο του Β. Ι. Λένιν «Σχετικά με τη στάση του Εργατικού Κόμματος απέναντι στη θρησκεία» (Άπαντα, τόμος 17, σελίδες 423-434)

 marx-eng6

 

«Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού» (Μαρξ Κ. «Κριτική της χεγκελιανής φιλοσοφίας του δικαίου», Εισαγωγή.)

 

«Αυτό το απόφθεγμα του Μαρξ είναι ο ακρογωνιαίος λίθος όλης της κοσμοθεωρίας του μαρξισμού στο ζήτημα της θρησκείας. Ο Μαρξισμός όλες τις σύγχρονες θρησκείες και εκκλησίες, όλες τις κάθε λογής θρησκευτικές οργανώσεις τις βλέπει πάντα σαν όργανα της αστικής αντίδρασης, που χρησιμεύουν για την υπεράσπιση της εκμετάλλευσης και την αποχαύνωση της εργατικής τάξης…»

 

«Ο Ένγκελς…χαρακτηρίζει ανοησία τη θορυβώδη κήρυξη πολέμου από μέρους των Μπλανκιστών (Παρισινή Κομμούνα) κατά της θρησκείας, και δηλώνει πως μια τέτοια κήρυξη πολέμου είναι ο καλύτερος τρόπος να ζωντανέψει το ενδιαφέρον προς την θρησκεία και να δυσκολευτεί η πραγματική απονέκρωση της θρησκείας…

…Η ανακήρυξη σε πολιτικό καθήκον του εργατικού κόμματος του πολέμου κατά της θρησκείας είναι αναρχική λογοκοπία.»

Επίσης, ο Φ. Ένγκελς «καταδικάζει…την δήθεν επαναστατική ιδέα του Ντύρινγκ για απαγόρευση της θρησκείας στη σοσιαλιστική κοινωνία.»

Το εργατικό κόμμα πρέπει «να είναι ικανό να δουλεύει υπομονετικά για το έργο της οργάνωσης και της διαφώτισης του προλεταριάτου, έργο που οδηγεί στην απονέκρωση της θρησκείας, και όχι να ρίχνεται στους τυχοδιωκτικού πολέμου κατά της θρησκείας.»

 

«Η σοσιαλδημοκρατία θεωρεί την θρησκεία ιδιωτική υπόθεση σε σχέση με το κράτος, μα κάθε άλλο σε σχέση με τον εαυτό της, σε σχέση με τον μαρξισμό, σε σχέση με το εργατικό κόμμα.»

 

«Ο μαρξισμός λέει: πρέπει να ξέρουμε να αγωνιζόμαστε κατά της θρησκείας και γιαυτό πρέπει να εξηγήσουμε υλιστικά την πηγή της πίστης και της θρησκείας μέσα στις μάζες. Την πάλη κατά της θρησκείας δεν μπορούμε να την περιορίζουμε σε ένα αφηρημένο ιδεολογικό κήρυγμα, δεν μπορούμε να την ανάγουμε σε ένα τέτοιο κήρυγμα. Την πάλη αυτή πρέπει να την συνδέσουμε με την συγκεκριμένη πρακτική του ταξικού κινήματος που αποβλέπει στην εξάλειψη των κοινωνικών ριζών της θρησκείας.

Γιατί διατηρείται η θρησκεία στις συνειδήσεις των μαζών; Εξαιτίας της αμορφωσιάς του λαού απαντάει ο αστός προοδευτικός, ο ριζοσπάστης, ή ο αστός υλιστής. Μια τέτοια απάντηση όμως είναι επιφανειακή. Στις σύγχρονες καπιταλιστικές χώρες οι ρίζες είναι κυρίως κοινωνικές. Η κοινωνική εξάρτηση των εργαζόμενων μαζών, η καταφανής απόλυτη αδυναμία τους μπροστά στις τυφλές δυνάμεις του καπιταλισμού, που προξενεί κάθε μέρα χίλιες φορές φρικτότερα βάσανα, αγριότερα μαρτύρια στους απλούς ανθρώπους της δουλειάς από ότι οποιαδήποτε έκτακτα γεγονότα όπως πόλεμοι, σεισμοί κλπ. Να που βρίσκεται η σύγχρονη ρίζα της θρησκείας: στο φόβο…

…Το αθεϊστικό κήρυγμα μπορεί να είναι κάτω από αυτούς τους όρους και περιττό και βλαβερό, όχι από την άποψη των στενοκέφαλων υπολογισμών να μην τρομάξουν τα καθυστερημένα στρώματα, να μην χάσουμε την ψήφο στις εκλογές κλπ, μα από την άποψη της πραγματικής προόδου της ταξικής πάλης, που στις συνθήκες της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας οδηγεί εκατό φορές καλύτερα τους χριστιανούς εργάτες στη σοσιαλδημοκρατία και στον αθεϊσμό παρά το σκέτο αθεϊστικό κήρυγμα.»

Το τελευταίο μπορεί να οδηγήσει στο χωρισμό της εργατικής τάξης με βάση την πίστη στο θεό.

 

«Ο μαρξιστής πρέπει να ξέρει να υπολογίζει όλες τις συγκεκριμένες συνθήκες, να βρίσκει πάντα το σύνορο ανάμεσα στον αναρχισμό και τον οπορτουνισμό (αυτό το σύνορο είναι σχετικό, κινητό, μεταβλητό, όμως υπάρχει), να μην πέφτει ούτε στον αφηρημένο φραστικό στην πράξη κούφιο ‘επαναστατισμό’ του αναρχικού, ούτε στην στενοκεφαλιά και στον οπορτουνισμό του μικροαστού ή φιλελεύθερου διανοούμενου που φοβάται την πάλη με την θρησκεία, ξεχνάει αυτό το καθήκον του, συμβιβάζεται με την πίστη στο θεό, καθοδηγείται όχι από τα συμφέροντα της εργατικής τάξης αλλά από ένα μικροπρεπή, μίζερο μικροϋπολογισμό: να μην στεναχωρήσει, να μην αποδιώξει, να μην τρομάξει, και από τον πάνσοφο κανόνα «ζήσε και άσε και τους άλλους να ζουν».»

 

«Δεν επιτρέπεται μια για πάντα και για όλες τις συνθήκες να δηλώσουμε ότι οι παπάδες δεν μπορούν να είναι μέλη του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, αλλά και δεν επιτρέπεται μια για πάντα να προβάλλουμε και τον αντίστροφο κανόνα. Αν ο παπάς έρχεται σε μας για μια από κοινού πολιτική δουλειά και εκπληρώνει ευσυνείδητα την κομματική δουλειά, χωρίς να δρα ενάντια στο πρόγραμμα του κόμματος, μπορούμε να τον δεχτούμε στις γραμμές της σοσιαλδημοκρατίας, γιατί η αντίφαση του πνεύματος και τον βάσεων του προγράμματος μας με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του παπά θα μπορούσε να παραμείνει κάτω από αυτές τις συνθήκες μια αντίφαση που αφορά μονάχα αυτόν, προσωπικά αυτόν, και η πολιτική οργάνωση δεν μπορεί να υποβάλει τα μέλη της σε εξετάσεις για το αν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στις αντιλήψεις τους και στο πρόγραμμα του κόμματος.»

 

«Πρέπει όχι μονάχα να δεχόμαστε, μα και να τραβούμε με κάθε τρόπο στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα όλους τους εργάτες που διατηρούν την πίστη στο θεό, είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι στην παραμικρότερη προσβολή των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, μα τους τραβούμε για να τους διαπαιδαγωγήσουμε στο πνεύμα του προγράμματός μας και όχι για να το καταπολεμήσουν ενεργά. Δεχόμαστε μέσα στο κόμμα την ελευθερία γνωμών, μα σε ορισμένα όρια που καθορίζονται από την ελευθερία των ομάδων: δεν είμαστε υποχρεωμένοι να βαδίζουμε χέρι-χέρι με τους δραστήριους κήρυκες απόψεων που απορρίπτονται από την πλειοψηφία του κόμματος.»