Ιστορία του ΔΣΕ, μέρος 11: Η Συμφωνία της Βάρκιζας (Α)

Μπροστά στη Βάρκιζα

Το «παιχνίδι» ήταν στημένο από την αρχή….

Οι Αγγλοι εμμένουν στη συντριβή του ΕΑΜικού κινήματος και βρίσκουν έναν απρόσμενο …σύμμαχο

Αμέσως μετά την υπογραφή της συμφωνίας στο υπουργείο Εξωτερικών: Διακρίνονται στην πρώτη σειρά, από αριστερά προς τα δεξιά, ο στρατηγός Στ. Σαράφης, ο Γ. Σιάντος, ο Ηλ. Τσιριμώκος, ο Ι. Σοφιανόπουλος, ο Ν. Ασκούτης και ο Μ. Παρτσαλίδης

Meros12_Photo1_small.jpg

Η λήξη των εχθροπραξιών ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τους Εγγλέζους, με την υπογραφή στρατιωτικής συμφωνίας ανακωχής, εκ των πραγμάτων, οδηγούσε στην αναζήτηση πολιτικής συμφωνίας που θα έθετε και το οριστικό τέλος στις πολεμικές σύγκρουσης. Οι σχετικές βολιδοσκοπήσεις άρχισαν αμέσως μετά την έναρξη εφαρμογής της ανακωχής. Το κράτος των Αθηνών, το «κρατίδιο της Σκομπίας», όπως εύστοχα το ονόμαζε ο λαός, από την πρώτη στιγμή, άρχισε να βομβαρδίζει το ΕΑΜικό κίνημα με προτάσεις για διαπραγματεύσεις. Ο αντιβασιλέας – αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, με δηλώσεις του στο ραδιόφωνο, αλλά και οι Εγγλέζοι, με προκηρύξεις που έριχναν τα αεροπλάνα τους, εκδήλωναν την πρόθεση ότι ήταν έτοιμοι να δεχτούν ΕΑΜική αντιπροσωπεία για την αναζήτηση πολιτικής λύσης στο ελληνικό ζήτημα. Αλλά και το ΕΑΜικό κίνημα ανταποκρίθηκε, δηλώνοντας την επιθυμία να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις με ευρεία αντιπροσωπεία, στην οποία θα εκπροσωπούνταν όλες οι πολιτικές δυνάμεις που το απάρτιζαν.

Τα πρώτα σύννεφα

Η σύνθεση της ΕΑΜικής αντιπροσωπείας υπήρξε το πρώτο σημείο τριβής μεταξύ των δύο πλευρών πριν την έναρξη των διαπραγματεύσεων για πολιτική συμφωνία, στο οποίο έχει αξία να σταθούμε λίγο περισσότερο. Ο Δαμασκηνός – προφανώς σε συνεννόηση με τους Αγγλους – από την πρώτη στιγμή, με δημόσιες δηλώσεις του και τηλεγράφημα που έστειλε στην ΚΕ του ΕΛΑΣ, εκδήλωσε την επιθυμία η ΕΑΜική αντιπροσωπεία να αποτελείται μόνο από κομμουνιστές!!! Επρόκειτο δηλαδή για μια προσπάθεια που αποσκοπούσε να εμφανίσει το ΕΑΜ αποκλειστικά ως μια κομμουνιστική οργάνωση ή, ακόμη καλύτερα, να δημιουργηθεί η εντύπωση πως το ΚΚΕ ήταν εντελώς απομονωμένο από τους συμμάχους του. Η προσπάθεια αυτή της αντίδρασης να πλαγιοκοπήσει το ΕΑΜ δεν ήταν στον αέρα, αν αναλογιστούμε ότι η αρχική πρόθεση του ΕΑΜικού κινήματος να έχει επικεφαλής στην αντιπροσωπεία του τον καθηγητή και πρώην πρόεδρο της ΠΕΕΑ (Κυβέρνηση του Βουνού) Αλ. Σβώλο προσέκρουσε στον ίδιο. Ο Αλ. Σβώλος γνωστοποίησε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ ότι δε δεχόταν να αναλάβει αυτή την αποστολή και, απ’ ό,τι φαίνεται, την πρόθεσή του αυτή γνωστοποίησε και στους παράγοντες του κράτους των Αθηνών. Οι Εγγλέζοι και η ντόπια αντίδραση, που, όπως φαίνεται, γνώριζαν τι συνέβαινε, εκμεταλλεύτηκαν δεόντως τις διαφοροποιήσεις παραγόντων στο εσωτερικό του ΕΑΜ. Π.χ., στις 23/1/1945 η ΕΑΜική αντιπροσωπεία ξεκίνησε για τις διαπραγματεύσεις στην Αθήνα, αλλά όταν έφτασε στη Λιβαδειά εμποδίστηκε από τους Αγγλους να συνεχίσει το ταξίδι της. Οι εγγλέζικες δυνάμεις κατοχής ξεκαθάρισαν στους εκπροσώπους του ΕΑΜ ότι είχαν διαταγές να επιτρέψουν την πρόσβαση στην πρωτεύουσα μόνο τριμελούς αντιπροσωπείας και μάλιστα αποκλειστικά κομμουνιστικής συνθέσεως. Τα ίδια γνωστοποίησε, με τηλεγράφημά του προς την ΚΕ του ΕΛΑΣ, και ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, προτείνοντας μάλιστα ότι στην ΕΑΜική αντιπροσωπεία έπρεπε να συμμετέχουν οι Γ. Σιάντος και Μ. Παρτσαλίδης («Λευκή Βίβλος ΕΑΜ», σελ. 100).

Σε μια προσπάθεια εξεύρεσης λύσης, η ΚΕ του ΕΑΜ συμφώνησε με τις αξιώσεις της άλλης πλευράς, αλλά μόνο σε ό,τι αφορούσε τον αριθμό των μελών της αντιπροσωπείας. Ταυτόχρονα, απέρριψε κατηγορηματικά την αξίωση, στη σύνθεσή της να βρίσκονται αποκλειστικά κομμουνιστές. Με τηλεγράφημά της προς τον Δαμασκηνό, καθόριζε ότι την αντιπροσωπεία θα αποτελούσαν ο Γ. Σιάντος, Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ, ο Μ. Παρτσαλίδης, Γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ και ο Ηλ. Τσιριμώκος, μέλος της ΚΕ του ΕΑΜ. Στρατιωτικός σύμβουλος της αντιπροσωπείας ορίστηκε ο αρχηγός του ΕΛΑΣ, στρατηγός Στ. Σαράφης. Τέλος, την αντιπροσωπεία θα συνόδευαν, χωρίς δικαίωμα να παρίστανται στις συνεδριάσεις, οι Κ. Γαβριηλίδης, Γ. Γεωργαλάς και Δ. Στρατής. («Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης», Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, τόμος Α`, σελ. 158).

Ο σκοτεινός ρόλος του Τσιριμώκου

Η ΕΑΜική αντιπροσωπεία ξεκίνησε για την Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου και έφτασε στον προορισμό της αυθημερόν. Από τη στιγμή της άφιξής της και μετά, ξετυλίγεται ένα ολόκληρο κουβάρι σκοτεινών παρασκηνιακών διαβουλεύσεων, με πρωταγωνιστές τον Τσιριμώκο, τους Εγγλέζους και την ντόπια αντίδραση, η κατάληξη του οποίου υπήρξε οδυνηρή για το μέλλον του λαϊκού κινήματος. Οπως αναφέρει ο δημοσιογράφος και ερευνητής Φ. Οικονομίδης στο βιβλίο του «Ελλάδα ανάμεσα σε δύο κόσμους» (εκδόσεις ΟΡΦΕΑΣ, σελ. 28 – 34), ο Τσιριμώκος ήρθε σε επαφή με τον επικεφαλής του κλιμακίου της Ιντέλιντζενς Σέρβις στην Αθήνα Ντέιβιντ Μπάλφουρ (Ο Μπάλφουρ ήταν ο περίφημος πατήρ Δημήτριος στο παρεκκλήσι του «Ευαγγελισμού» στον καιρό της Κατοχής) και με τον στενό συνεργάτη του Δαμασκηνού καθηγητή Ιωάννη Γεωργάκη, εκδηλώνοντας την επιθυμία να συναντηθεί με τον αρχιεπίσκοπο – αντιβασιλέα. Η συνάντηση συμφωνήθηκε και για να μην δημιουργηθούν υποψίες στα υπόλοιπα μέλη της ΕΑΜικής αντιπροσωπείας, ο Τσιριμώκος ζήτησε να κατέβει από τη Βάρκιζα στην Αθήνα για να δει την άρρωστη γιαγιά του ή, όπως λέει ο καθηγητής Γεωργάκης, σε συνέντευξή του στον Π. Βενάρδο, για να δει την άρρωστη μητέρα του (Π. Βενάρδου: «Η Συμφωνία της Βάρκιζας», εκδόσεις ΠΟΝΤΙΚΙ, σελ. 103). Οι Βρετανοί, στην αρχή, έκαναν πως αντιδρούν στο ενδεχόμενο απομάκρυνσης του Τσιριμώκου από το χώρο των διαπραγματεύσεων, αλλά αυτή η αντίδρασή τους ήταν μέρος του σχεδίου να πέσει στάχτη στα μάτια των υπόλοιπων μελών της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ. Και το σχέδιο στέφθηκε με επιτυχία.

Η συνάντηση Τσιριμώκου – Δαμασκηνού πραγματοποιήθηκε στο σπίτι του τελευταίου στο Χαλάνδρι και υπήρξε ιδιαίτερα καρποφόρα για τα σχέδια της αντίδρασης, σύμφωνα με όσα μαρτυρεί ο τότε εκπρόσωπος της βρετανικής κυβέρνησης στην Αθήνα Χ. Μακμίλαν, στο βιβλίο του «War Diaries», και παραθέτει ο Φ. Οικονομίδης. Σύμφωνα με τον Μακμίλαν, στις 2/2/45 ο Δαμασκηνός ενημέρωνε τον ίδιο, τον Αγγλο πρεσβευτή Λίπερ και τον Σοφιανόπουλο για τα αποτελέσματα αυτής της συνάντησης, λέγοντας τα εξής: «Ο Τσιριμώκος ήταν ένα μεγάλο πλεονέκτημα για μας, αφού μας είχε δώσει πληροφορίες από τα πριν σχετικά με τη γραμμή που θα ακολουθούσαν (σ.σ. που θα ακολουθούσε δηλαδή η ΕΑΜική αντιπροσωπεία στις διαπραγματεύσεις) και ήταν διατεθειμένος την κατάλληλη στιγμή να τους προδώσει» (Φ. Οικονομίδη, στο ίδιο, σελ. 29). Η προδοσία του Τσιριμώκου, για την οποία γίνεται λόγος, αφορούσε το ζήτημα της χορήγησης γενικής αμνηστίας και της συμμετοχής του ΕΑΜ στην κυβέρνηση, ως προϋποθέσεις για την υπογραφή συμφωνίας.

Στις 3 Φεβρουαρίου, το Φόρεϊν Οφις ενημέρωνε τον Τσόρτσιλ στη Γιάλτα για τα διαδραματιζόμενα στην Ελλάδα: «Ο κ. Λίπερ – έλεγε το τηλεγράφημα – αναφέρει ότι συζητήσεις σχετικά με τη συμμετοχή του Τσιριμώκου ανέβαλαν την έναρξη της Διάσκεψης (σ.σ. εννοεί τις διαπραγματεύσεις στη Βάρκιζα) μέχρι το απόγευμα της 2 Φεβρουαρίου. Ο αντιβασιλιάς κάλεσε τον Τσιριμώκο, ο οποίος, όχι μόνο του είπε ότι οι συνάδελφοί του είχαν έρθει για να επιτύχουν μια συμφωνία, αλλά αποκάλυψε τους όρους που προτίθονταν να θέσουν και δεσμεύτηκε να ψηφίσει εναντίον τους στα δύο βασικά σημεία, δηλαδή τη γενική αμνηστία και την είσοδο των κομμουνιστών στην κυβέρνηση… Ο κ. Μακμίλαν, ο κ. Λίπερ και ο αντιβασιλιάς έπεισαν τον Σοφιανόπουλο και τους άλλους αντιπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης να συμφωνήσουν για τη συμμετοχή του Τσιριμώκου στη διάσκεψη» (Φ. Οικονομίδη, στο ίδιο, σελ. 30).

Το σκοτεινό ρόλο του Τσιριμώκου επιβεβαιώνει ουσιαστικά και ο καθηγητής Ι. Γεωργάκης, με όσα κατέθεσε σε συνέντευξή του στον Π. Βενάρδο. Στο ερώτημα «πώς ξεπεράστηκε τελικά η κρίσιμη φάση των διαπραγματεύσεων στο θέμα της αμνηστίας;», αναφέρει συγκεκριμένα: «Τελικά υποχώρησαν οι κομμουνιστές. Και υποχώρησαν, όταν ο Ηλίας Τσιριμώκος πείστηκε από μένα την κρίσιμη εκείνη νύχτα (σ.σ. εννοεί την τελευταία νύχτα των διαπραγματεύσεων στη Βάρκιζα) να έρθει «από δω»» (Π. Βενάρδου, στο ίδιο). Βεβαίως, ο Τσιριμώκος – όπως προκύπτει απ’ όσα αναφέραμε – δεν πείστηκε από τον καθηγητή Γεωργάκη και φυσικά δεν πείστηκε τότε που λέει ο καθηγητής, απαλύνοντας την ουσία του θέματος. Αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία. Σημασία έχει η ομολογία του γεγονότος, ότι ο Τσιριμώκος έπαιξε βρώμικο ρόλο στη Βάρκιζα.

Ο Τσιριμώκος αυτοαποκαλύπτεται

Για το ρόλο που έπαιξε στις συνομιλίες στη Βάρκιζα, έχει μιλήσει και ο ίδιος ο Τσιριμώκος, όχι βεβαίως τόσο αποκαλυπτικά, όσο μιλούν τα αγγλικά αρχεία και οι τότε εκπρόσωποι της Μ. Βρετανίας στην Ελλάδα. Η μαρτυρία όμως του Τσιριμώκου – που αποκαλύπτει και τις διαθέσεις του Σβώλου, για τις οποίες μιλήσαμε παραπάνω – είναι άκρως ενδιαφέρουσα ως στοιχείο προσέγγισης της ιστορικής αλήθειας. «Το ΚΚΕ – λέει στη μαρτυρία του ο Τσιριμώκος – είχε ζητήσει με τηλεγράφημα από τον Σβώλο να πάρει μέρος στην Αντιπροσωπεία του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, που θα διαπραγματευόταν με την κυβέρνηση Πλαστήρα, στη Βάρκιζα, τους όρους με τους οποίους θα έληγε η ένοπλη σύρραξη. Ο Σβώλος αρνήθηκε. Εκρινε ότι, αφού είχε ακολουθηθεί ένας δρόμος αντίθετος προς τη δική του γνώμη, σωστό ήταν να διαπραγματευθούν εκείνοι που είχαν διαλέξει το δρόμο αυτό. Και τέτοιοι ήταν μόνο οι αντιπρόσωποι του ΚΚΕ. Σ’ αυτούς είχα προστεθεί εγώ, εκφράζοντας τα μη – κομμουνιστικά μέλη του ΕΑΜ, που είχαν αιφνιδιαστεί από τα Δεκεμβριανά, ήταν αντίθετα στην τακτική του ΚΚΕ και έβλεπαν στην παρουσία μου την εγγύηση πως οι συνομιλίες θα γίνουν – τουλάχιστον από μέρους του ΕΑΜ – με ειλικρινή πρόθεση συμφωνίας. Οταν η αντιπροσωπεία έφτασε στη Βάρκιζα, ανέβηκα στην Αθήνα, όπου ήρθα σε μια προκαταρκτική συνεννόηση με τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό. Συνάντησα, φυσικά, και το Σβώλο. Και μου έδωσε ένα γράμμα προς τον Σιάντο, όπου διατύπωνε μια θερμή έκκληση, να στέρξη το ΚΚΕ τις υποχωρήσεις που έπρεπε, για να επέλθει η ειρήνευση» (Η. Τσιριμώκου: «Αλ. Σβώλος – Η δική μας αλήθεια», εκδόσεις ΔΙΦΡΟΣ, 1962, σελ. 79 – 80). Χρειάζεται, άραγε, να αναφέρουμε τίποτα περισσότερο, για να αποδειχτεί, ότι το παιχνίδι στη Βάρκιζα ήταν στημένο από την αρχή, πριν καλά καλά ξεκινήσει;

Η Συμφωνία της Βάρκιζας

Με πόνο παραδίνουν τα όπλα τους…

Meros12_Photo2_small.jpg

Η Διάσκεψη της Βάρκιζας άρχισε στις 2/2/1945, ημέρα Παρασκευή και τελείωσε στις 12 του μηνός, ημέρα Δευτέρα με την υπογραφή της πιο πολυσυζητημένης και πιο ακριβοπληρωμένης από το λαό συμφωνίας στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Τις δύο πλευρές εκπροσώπησαν τριμελείς αντιπροσωπείες. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ ήταν ο Γ. Σιάντος και συμμετείχαν σ’ αυτήν – όπως έχουμε με άλλη ευκαιρία αναφέρει – ο Μ. Παρτσαλίδης και ο Ηλ. Τσιριμώκος. Στρατιωτικός σύμβουλος της αντιπροσωπείας ήταν ο στρατηγός και αρχηγός του ΕΛΑΣ, Στ. Σαράφης. Στην αντιπροσωπεία της κυβέρνησης των Αθηνών επικεφαλής ήταν ο υπουργός Εξωτερικών Ι. Σοφιανόπουλος – που ορίστηκε και πρόεδρος της Διάσκεψης – ενώ συμμετείχαν, επίσης, ο υπουργός Εσωτερικών Περικλής Ράλλης (ανήκε στο δεξιό Λαϊκό Κόμμα) και ο υπουργός Γεωργίας Ι. Μακρόπουλος. Στρατιωτικός σύμβουλος της κυβερνητικής αντιπροσωπείας ήταν ο στρατηγός Παυσανίας Κατσώτας. Τέλος, παρατηρητής εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου – αντιβασιλιά Δαμασκηνού ήταν ο διευθυντής του Πολιτικού του Γραφείου Ι. Γεωργάκης, μετέπειτα καθηγητής της Παντείου και στενός συνεργάτης του Ωνάση.

Οι θέσεις του ΕΑΜικού κινήματος

Η ΕΑΜική αντιπροσωπεία πήγε στη Βάρκιζα με σαφείς και συγκεκριμένες θέσεις, τις οποίες ανέλυσε ο Γ. Σιάντος, στις 3/2, κατά τη δεύτερη μέρα των εργασιών της διάσκεψης. Οι θέσει αυτές είχαν καθοριστεί σε συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ, προς το τέλος του Γενάρη και επιβεβαιώθηκαν σε σύσκεψη που ακολούθησε, παρουσία ηγετικών στελεχών του Κόμματος και του Ηλ. Τσιριμώκου. Οπως μαρτυρεί ο Β. Μπαρτζιώτας στο βιβλίο του «Εθνική Αντίσταση και Δεκέμβρης 1944» (σελ. 427) τόσο στη συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ, όσο και στη σύσκεψη που ακολούθησε, συμφωνήθηκε να μην υπογραφεί, σε καμιά περίπτωση, συμφωνία στην οποία δε θα συμπεριλαμβανόταν ο όρος της χορήγησης Γενικής Αμνηστίας. Μάλιστα, αποφασίστηκε να αποχωρήσει η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ από τη Διάσκεψη, αν η αντίπαλη πλευρά δε δεχόταν αυτόν τον όρο.

Οι θέσεις του ΕΑΜ για την υπογραφή συμφωνίας, όπως αναλύθηκαν από το Γ. Σιάντο στη Διάσκεψη έχουν ως εξής:

– Σε ό,τι αφορά το στρατιωτικό ζήτημα γινόταν αποδεχτή η διάλυση του ΕΛΑΣ, υπό την προϋπόθεση ότι θα συγκροτούνταν εθνικός στρατός μέσα από τακτική στρατολογία, με κριτήριο την ηλικία και χωρίς τη συμμετοχή δοσίλογων, φασιστικών στοιχείων ή δήθεν εθελοντών. Ο στρατός αυτός θα ήταν πλαισιωμένος από στελέχη που δεν ήταν ένοχα δοσιλογισμού ή φασιστικών αντιλήψεων και με τη συμμετοχή, βεβαίως, των στρατιωτικών στελεχών του ΕΛΑΣ, αλλά και των απλών μαχητών του που πληρούσαν τους ηλικιακούς όρους στράτευσης.

– Αυστηρότατη εκκαθάριση των Σωμάτων Ασφαλείας από τα δοσίλογα και φασιστικά στοιχεία, σύμφωνα με τη δέσμευση του Γ. Παπανδρέου στο λόγο του στο Σύνταγμα στις 18/10/1944.

– Εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους δοσίλογους και σταμάτημα των διώξεων, που άρχισαν με αφορμή τα Δεκεμβριανά, σε βάρος δημοκρατικών – αριστερών δημοσίων υπαλλήλων, με την κατηγορία ότι «ηυνόησαν το κίνημα».

– Χορήγηση Γενικής Αμνηστίας.

– Συγκρότηση αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης με τη συμμετοχή εκπροσώπων όλων των παρατάξεων.

– Ταχύτατη διενέργεια εκλογών και δημοψηφίσματος. «Κατά τη γνώμη μας – είπε γι’ αυτό το θέμα ο Γ. Σιάντος – η καλύτερη λύση θα ήταν να ορίζονταν από τώρα οι σχετικές ημερομηνίες». (Η ομιλία του Γ. Σιάντου στη Διάσκεψη της Βάρκιζας είναι δημοσιευμένη στο «Ριζοσπάστη» 6/2/1945).

Οπως έχουμε ήδη αναφέρει στο μόνο ζήτημα που δε θα δεχόταν την παραμικρή συζήτηση η ΕΑΜική αντιπροσωπεία ήταν η Γενική Αμνηστία. Κι όμως δέχτηκε.

Η συνθηκολόγηση

Μετά την ομιλία του Γ. Σιάντου οι εργασίες της Διάσκεψης διακόπηκαν για δύο μέρες στο διάστημα των οποίων λειτούργησε, όπως δείχνουν τα πράγματα ένα οργιώδες παρασκήνιο, με στόχο να συρθεί η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ στη συνθηκολόγηση. Το θέμα που φαίνεται ότι δέσποσε αφορούσε τη Γενική Αμνηστία. Οι Εγγλέζοι και η αντίδραση γνώριζαν από τον Ηλ. Τσιριμώκο, που φρόντισε να τους ξεφουρνίσει τα πάντα, ότι το ζήτημα αυτό μπορούσε να οδηγήσει σε ρήξη. Δεν είχαν, όμως, καμιά διάθεση να υποχωρήσουν και να δεχτούν τη δίκαιη απαίτηση του λαϊκού κινήματος, γιατί επιδίωκαν μια κουτσουρεμένη αμνηστία, που θα τους έλυνε τα χέρια, ώστε, μετά την υπογραφή της συμφωνίας, να βάλουν, με δήθεν νόμιμα μέσα, το ΕΑΜικό κίνημα στο στόχο και να διευκολύνουν τη συντριβή του. Ετσι διάλεξαν το μόνο δρόμο που είχαν πέραν της ρήξης. Κι αυτός ο δρόμος περνούσε μέσα από την αλλαγή της θέσης που εξέφρασε διά στόματος Σιάντου η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ.

Στις 4/2 η κυβερνητική αντιπροσωπεία, με επιστολή της προς την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ, γνωστοποιούσε στα μέλη της τελευταίας πως η θέση τους για Γενική Αμνηστία «κατόπιν συμφώνου γνώμης της κυβερνήσεως… είναι απολύτως απαράδεκτος». Και το επιθυμητό για την αντίδραση αποτέλεσμα επήλθε. Την επομένη οι ΕΑΜίτες αντιπρόσωποι, με απαντητική επιστολή τους, γνωστοποιούσαν στους συνομιλητές τους ότι «εφόσον η κυβέρνησις εμμένει εις την άποψη της, η αντίστοιχη επιμονή στην ορθή γνώμη μας θα οδηγούσε σε ρήξη που, ανεξάρτητα από την ευθύνη, θα οδηγήσει τον τόπο σε συμφορά. Για τον λόγον αυτόν δεχόμαστε να λυθή το ζήτημα των διώξεων, με βάση την αρχή που έθεσεν η Κυβερνητική Αντιπροσωπεία και με τη θέσπιση εγγυήσεων, ικανών να περιορίσουν τους κινδύνους που σας έχομεν εκθέσει». (Για τις επιστολές αυτές Βλέπε: Εφημερίδα «Ελεύθερη Ελλάδα», 7/2/1945 και Π. Βενάρδου: «Η Συμφωνία της Βάρκιζας», σελίδες 45 – 46). Για το πώς έγινε αυτή η μεταστροφή μια μικρή, ελάχιστη, γεύση έδωσε πολύ αργότερα ο Μ. Παρτσαλίδης: «Είναι αλήθεια – μαρτυρεί ο Παρτσαλίδης – ότι ο Τσιριμώκος ήταν αυτός που περισσότερο ήθελε να υποχωρήσουμε. Και να ζητήσουμε εγγυήσεις, για να περιοριστεί όσο ήταν δυνατόν ο κίνδυνος να επεκταθούν οι διώξεις. Προσωπικά είχα προτείνει στον Σιάντο όχι να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις, αλλά να δηλώσουμε ότι πάνω στο θέμα αυτό, επειδή έχουμε δέσμευση από το ΕΑΜ και την ΚΕ του Κόμματος που αντιπροσωπεύαμε, πρέπει να μας δοθεί η δυνατότητα να συζητήσουμε την άρνηση της κυβέρνησης υπεύθυνα και στην ΚΕ του ΕΑΜ και στην ΚΕ του ΚΚΕ στα Τρίκαλα… Τελικά, όμως, ο Σιάντος κατέληξε στο ότι μια καθυστέρηση της υπογραφής της συμφωνίας δεν επρόκειτο να μας ωφελήσει… και συμφωνήσαμε ότι θα έπρεπε να κάνουμε την υποχώρηση, για να μην τρεναριστεί άλλο η υπόθεση. Κακώς βέβαια… «. (Π. Βενάρδου, στο ίδιο, σελίδα 98).

Η αρχή της συνθηκολόγησης είχε γίνει κι αφού οι ΕΑΜίτες αντιπρόσωποι υποχώρησαν σ’ αυτό που είχαν θέσει ως αδιαπραγμάτευτη αρχή δεν είχαν πλέον κανένα πρόβλημα να πάρουν την κάτω βόλτα, υπαναχωρώντας και στις υπόλοιπες διεκδικήσεις τους. Ετσι φτάσαμε στην υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας.

Τι προέβλεπε η συμφωνία

Για το ζήτημα της αμνηστίας η συμφωνία προέβλεπε στο άρθρο 3 ότι αμνηστεύονται μόνο «τα πολιτικά αδικήματα τα τελεσθέντα από τις 3 Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της υπογραφής του παρόντος. Εξαιρούνται της αμνηστίας τα συναφή κοινά αδικήματα, κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχία του πολιτικού αδικήματος». Το άρθρο αυτό, με τη διατύπωση που είχε, έδωσε τη δυνατότητα στην αντίδραση να εξαπολύσει άγριο διωγμό εναντίον των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης, χαλκεύοντας κατηγορίες για διάπραξη δήθεν κοινών αδικημάτων στην περίοδο της κατοχής.

Για τα άλλα, κύρια, ζητήματα η συμφωνία προέβλεπε:

Αποστράτευση του ΕΛΑΣ και συγκρότηση εθνικού στρατού μέσα από κανονική στρατολογία. Εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από δοσίλογους και φασιστικά στοιχεία. Διενέργεια δημοψηφίσματος και στη συνέχεια εκλογών μέσα στο 1945. Τέλος, η συμφωνία δεν προέβλεπε συγκρότηση αντιπροσωπευτικής κυβέρνηση, αλλά ούτε και έθιγε το θέμα της παρουσίας των βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα (Βλέπε ολόκληρη τη Συμφωνία στα «Επίσημα κείμενα ΚΚΕ», τόμος Ε` σελίδες 411 – 416).

Πηγή: Ειδικό αφιέρωμα Ριζοσπάστη

Πίσω στα περιεχόμενα

https://erodotos.wordpress.com/istoria-dse/

Ιστορία του ΔΣΕ, μέρος 10: Ο Δεκέμβρης του 1944-απόψεις

ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 1944

Καταγραφή και κριτική ορισμένων απόψεων (Α)

Μπορούσε να είχε αποφευχθεί ο Δεκέμβρης; Το ερώτημα έχει βασανίσει πολλούς, ενώ ορισμένοι το έχουν αξιοποιήσει, για να γυρίσουν την ιστορία με το κεφάλι κάτω

Οι Αγγλοι φρόντισαν με όλους τους τρόπους, ακόμη και με τη μαζική δολοφονία άοπλων διαδηλωτών, να κάνουν καθαρό, πως οι επιλογές για τον ελληνικό λαό ήταν δυό: υποταγή ή σύγκρουση

Meros10_Photo1_small.jpg

Αναμφισβήτητα τα Δεκεμβριανά υπήρξαν σταθμός στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας και – φυσικό επόμενο – αποτέλεσαν θέμα, με το οποίο ασχολήθηκαν πολλοί ιστορικοί, ερευνητές, απομνημονευματογράφοι πολιτικοί και κάθε λογής δημοσιολόγοι. Τα δημοσιεύματά τους – μικρά ή μεγάλα, δεν έχει σημασία – δεν ασχολούνται μόνο με την καταγραφή των ιστορικών γεγονότων, αλλά εμπεριέχουν συμπεράσματα και κρίσεις. Θα ήταν παράδοξο, άλλωστε, να μη συμβαίνει κάτι τέτοιο. Πρόκειται, δηλαδή, για δημοσιεύματα ιστορικά, που συνήθως συνοδεύονται από τη φιλοδοξία των συγγραφέων τους να λειτουργήσουν διαπαιδαγωγητικά στο σήμερα και το αύριο. Κι αυτό, στη γενική του κατεύθυνση, δεν είναι αθέμιτο, αφού πάντα η εξέταση ενός ιστορικού γεγονότος, εξ αντικειμένου εδράζεται στη διαλεκτική σχέση παρελθόντος – παρόντος, με την έννοια ότι το παρελθόν δεν είναι ποτέ νεκρό γράμμα, αλλά βαραίνει πάνω στις συνειδήσεις και στην υλική ζωή των σημερινών και μελλοντικών ανθρώπων. Πρόβλημα καθίσταται από τη στιγμή που αυτοί που ασχολούνται με το παρελθόν επιχειρούν να το ανατρέψουν, το διαστρεβλώνουν, το περιφρονούν και ταυτόχρονα το χρησιμοποιούν κατά το δοκούν.

Μια κριτική εξέταση των απόψεων αυτών είναι, αναντίρρητα, ένας πιεστικός πειρασμός και σ’ ό,τι μάς αφορά θεωρήσαμε αδικαιολόγητη οποιαδήποτε απόπειρα αποφυγής του πειρασμού αυτού. Δεν ήταν, βεβαίως, δυνατό να καταπιαστούμε με όλες τις απόψεις που θα άξιζαν κριτικής. Σταθήκαμε σ’ εκείνες τις εξόφθαλμα αντιιστορικές, που περιφρονούν την ιστορική αλήθεια και με εφαλτήριο το ιστορικό γεγονός – χωρίς κανένα σεβασμό προς αυτό – έχουν ως στόχο να διαμορφώσουν κριτήρια πολιτικής συμπεριφοράς και συνείδησης στο παρόν και στο μέλλον.

Μπορούσαν να αποφευχθούν τα Δεκεμβριανά;

Υποστηρίζουν αρκετοί πως ο Δεκέμβρης του 1944 μπορούσε να αποφευχθεί, ότι το ΚΚΕ δεν έπρεπε να πάρει τα όπλα, πως οι ευθύνες είναι μοιρασμένες ή ότι φέρνει και το ΚΚΕ ευθύνες επειδή δεν απέφυγε – ενώ μπορούσε – τη σύγκρουση. Στους υπέρμαχους αυτής της άποψης έχουν προστεθεί με βιβλία που έγραψαν τα τελευταία χρόνια και δύο πρώην κομμουνιστές: Ο Λ. Κύρκος και ο Γρ. Φαράκος. Μπορούσαν, όμως, να αποφευχθούν τα Δεκεμβριανά; Ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν το ερώτημα αντιιστορικό και αντεπιστημονικό. Αποφεύγουμε την πρόκληση να επιχειρηματολογήσουμε για το αντίθετο. Δεν είναι η στιγμή για φιλοσοφία της ιστορίας. Αποδεχόμαστε το ερώτημα και υπογραμμίζουμε: Αν αποδειχτεί πως το ΚΚΕ και το λαϊκό κίνημα, πέραν την ένοπλης πάλης ή της υποταγής στις διαθέσεις του αντιπάλου, είχαν και μια τρίτη, αξιοπρεπή, επιλογή για το μέλλον του ελληνικού λαού την οποία δεν ακολούθησαν, τότε τα Δεκεμβιανά μπορούσαν να αποφευχθούν. Είχαν όμως;

Τι λένε οι Κύρκος – Φαράκος

Meros10_Photo2_small.jpg

«Ο Δεκέμβρης ως πολιτική επιλογή – λέει ο Λ. Κύρκος – ήταν θανάσιμο λάθος… Η ηγεσία του ΚΚΕ έπρεπε να μείνει χωρίς καμιά ταλάντευση, στην πάση θυσία εξασφάλιση της προσφυγής στις κάλπες για την ανάδειξη του πρώτου μεταπολεμικού κοινοβουλίου και στη διεξαγωγή αδιάβλητου δημοψηφίσματος για την οριστική κατάργηση της μοναρχίας». («Ανατρεπτικά» σελ. 119 και σελ. 128). Επίσης, επικρίνει την τότε ηγεσία του ΚΚΕ, γιατί δεν έδειξε την απαιτούμενη ελαστικότητα και θεώρησε κεντρικό ζήτημα για ρήξη την απαίτηση των Εγγλέζων και των ντόπιων εκφραστών τους να διαλυθεί ο ΕΛΑΣ. «Θεώρησε – γράφει για την τότε ηγεσία του ΚΚΕ – πως κεντρικό σημείο, ακόμα και για μια ρήξη με τις άλλες δυνάμεις και με τους Εγγλέζους, ήταν η λύση του στρατιωτικού προβλήματος μετά την απελευθέρωση. Και μολονότι στην Καζέρτα είχε δεχτεί την ανάθεση της αρχηγίας των ενόπλων δυνάμεων – τακτικού στρατού και ΕΛΑΣ – στον Βρετανό στρατηγό Σκόμπι, στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην κρίση του Δεκέμβρη του ’44 δεν έδειξε την απαιτούμενη ελαστικότητα, ώστε η λύση του πράγματι σοβαρότατου προβλήματος να μην εμποδίσει την πορεία προς την ομαλή διεξαγωγή των εκλογών, που έπρεπε να είναι ο σαφέστατος και αμετακίνητος στόχος». («Ανατρεπτικά» σελ. 128).

Ο Γρ. Φαράκος έχει κατά καιρούς παρουσιάσει διάφορες αλληλοαναιρούμενες απόψεις γύρω από το θέμα και φυσικά δεν είναι εύκολο να παρακολουθήσει κανείς τις μεταλλαγές του. Η τελευταία, δημόσια γνωστή, άποψή του γύρω από το θέμα, που πιθανόν να είναι και τωρινή, διατυπώθηκε στα τέλη του 1994 σ’ ένα συμπόσιο για τα Δεκεμβριανά. Εκεί έθεσε το ερώτημα: «Ηταν αναπόφευκτη η σύγκρουση;». Να πώς απάντησε: «Κατ’ αρχήν έπρεπε να αποφευχθεί… μπορούσε να αποφευχθεί. Φυσικά, θα είχαμε υποχωρήσεις, παραχωρήσεις. Μήπως λιγότερες υποχωρήσεις έγιναν αργότερα στη Βάρκιζα και κατοπινά; Και ποιος ο λόγος να υπάρχουν όλες αυτές οι θυσίες;… Αν κρίνεις πολιτικά το θέμα, ως τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας, δημιουργίας μιας δημοκρατικής εξουσίας, όπως απαιτούσε η μεταπολεμική Ελλάδα, τότε κατηγορηματικά θα απαντήσεις: Επρεπε να αποφευχθεί ο Δεκέμβρης και ήταν δυνατόν να αποφευχθεί. («Δεκέμβρης του ’44», εκδόσεις φιλίστωρ, σελ. 159).

Ορισμένες αξιοσημείωτες αντιφάσεις

Ενα πρώτο αξιοσημείωτο στοιχείο στις τοποθετήσεις Κύρκου – Φαράκου είναι ότι αυτές συνοδεύονται κατ’ αρχήν από τραγελαφικές αντιφάσεις και κατά δεύτερο λόγο από έλλειψη στοιχειώδους σεβασμού στο ιστορικό γεγονός, αφού πρόκειται για απόψεις αποστασιοποιημένες από την πραγματικότητα, έξω από τον τόπο και το χρόνο, όπου το γεγονός έλαβε χώρα. Ας δούμε τις αντιφάσεις:

Ο Δεκέμβρης – ισχυρίζεται ο Λ. Κύρκος – μπορούσε να αποφευχθεί και ο ΕΛΑΣ έπρεπε να διαλυθεί, γιατί υπήρχε και άλλη επιλογή: Η προσφυγή στις κάλπες, για την ανάδειξη της μεταπολεμικής Βουλής και για την απαλλαγή από τη μοναρχία. Ο ίδιος, βεβαίως, στη σελίδα που λέει αυτά, λίγες γραμμές πιο κάτω, παραδέχεται πως κι αν ακόμη δε γινόταν ο Δεκέμβρης οι Εγγλέζοι «πάλι θα έκαναν το παν, για να εμποδίσουν την ομαλή πορεία προς τις εκλογές» («Ανατρεπτικά», σελ. 128). Αλλά, αν οι Εγγλέζοι θα έκαναν το παν για να εμποδίσουν την ομαλή πορεία προς τις εκλογές, τι θα μπορούσε να περιμένει απ’ αυτές ο λαός, ώστε να αξίζει τον κόπο να παραδοθεί αμαχητί στους αντιπάλους του; Με την ουσία αυτού του ερωτήματος ο Λ. Κύρκος αποφεύγει να ασχοληθεί. Ετσι εμμέσως πλην σαφώς, στο δίλημμα «αντίσταση στους Εγγλέζους και την ντόπια αντίδραση ή συνθηκολόγηση», απαντάει, προτείνοντας τη συνθηκολόγηση και ουσιαστικά την πλήρη υποταγή. Τρίτη, αξιοπρεπή, εναλλακτική λύση για το ΕΑΜικό κίνημα δεν καταφέρνει να παρουσιάσει.

Ο Γρ. Φαράκος που στα τέλη του ’94 υποστήριξε όσα προαναφέραμε, ένα χρόνο πριν, στο βιβλίο του «Μαρτυρίες και στοχασμοί» (σελ. 61) – το οποίο εκδόθηκε το Μάρτη του 1993 – υποστήριζε τα ακριβώς αντίθετα. «Η χωρίς αντίσταση παράδοση – έλεγε – θα αμαύρωνε το έπος της εθνικής αντίστασης… Το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν έπρεπε να υπερασπιστούμε την τιμή και την αξιοπρέπειά μας με τα όπλα. Επρεπε, δε γινόταν αλλιώς». Αν και είναι δικαίωμα του Γρ. Φαράκου να αλλάζει θέσεις, οφείλουμε να σημειώσουμε πως οι μεταλλάξεις του είναι εντυπωσιακές όπως εντυπωσιακό είναι και το γεγονός πως όσα επί της ουσίας υποστηρίζει δεν τόλμησαν να τα υποστηρίξουν, μ’ αυτό τον τρόπο, ούτε οι πιο φανατικοί αντίπαλοι του ΕΑΜικού κινήματος. Πώς π. χ. να κρίνει κανείς την άποψη του Γρ. Φαράκου ότι ο Δεκέμβρης μπορούσε και έπρεπε να αποφευχθεί, όταν ο ίδιος άνθρωπος έχει υποστηρίξει, πως κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με αμαύρωση του έπους της εθνικής αντίστασης; Γιατί, την αμαύρωση και τον εξανδραποδισμό του ΕΑΜικού κινήματος υποστηρίζει με τις νέες του απόψεις ο Γρ. Φαράκος, αν τις συγκρίνουμε με όσα έγραφε παλιότερα. Δικαίωμά του. Με τη μόνη διαφορά ότι αν ο καθένας έχει το δικαίωμα να εξανδραποδίζεται και να αμαυρώνει την προσωπική του ιστορία – όσο λυπηρό κι αν είναι αυτό για τους γύρω του – δε δικαιούται από πουθενά να ζητά τον εξανδραποδισμό και την αμαύρωση της ιστορίας ενός ολόκληρου λαϊκού κινήματος και μάλιστα, εκ των υστέρων, με τη δικαιολογία ότι εξάγει δήθεν ιστορικά συμπεράσματα.

Καταγραφή και κριτική ορισμένων απόψεων (Β)

Η λατρεία του τύπου

Ο Λ. Κύρκος φαίνεται πως δε διδάσκεται καθόλου από την ιστορία ή δε θέλει να διδαχτεί. Υποστηρίζει πως το στρατιωτικό ζήτημα δεν ήταν το κύριο ζήτημα κι ότι κακώς το ΚΚΕ το θεώρησε κύριο και απάντησε ενόπλως στην απαίτηση των Εγγλέζων για διάλυση του ΕΛΑΣ. Επικρίνει μάλιστα την τότε ηγεσία του ΚΚΕ ότι δεν έδειξε την απαιτούμενη ευλυγισία για την εξεύρεση λύσης σ’ αυτό το πρόβλημα, ώστε να μην εμποδιστεί η ομαλή πορεία προς τις εκλογές. Αποστασιοποιείται πλήρως από την πραγματικότητα εκείνης της εποχής και περιφρονεί προκλητικά τα ιστορικά γεγονότα, ξεχνώντας ότι για τους Εγγλέζους και την ντόπια αντίδραση μία ήταν η λύση στο στρατιωτικό: Η διάλυση του ΕΛΑΣ και μόνο του ΕΛΑΣ. Αλλά πέραν αυτού, το κύριο για τον Λ. Κύρκο ήταν η διεξαγωγή των εκλογών – του τύπου, όμως, και της διαδικασίας και όχι της ουσίας τους – που τάχα θα έδινε τις λύσεις σε όλα τα φλέγοντα προβλήματα. Τι λέει όμως η ιστορική πραγματικότητα;

Είναι γνωστό ότι ο Δεκέμβρης κατέληξε στην ήττα του ΕΛΑΣ και στη Συμφωνία της Βάρκιζας. Είναι επίσης γνωστό πως αυτή η συμφωνία έλυσε με συγκεκριμένο τρόπο το στρατιωτικό ζήτημα: Ο ΕΛΑΣ διαλύθηκε και το λαϊκό κίνημα αφοπλίστηκε. Ανεξαρτήτως του αν τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν διαφορετική εξέλιξη, ο αφοπλισμός – που ο Λ. Κύρκος θα τον ήθελε να γίνει αμαχητί – ήταν μια σοβαρή εξέλιξη, που βάρυνε στη συνέχεια των πραγμάτων. Τι είχαμε, όμως, ως εξέλιξη στο θέμα της περιβόητης προσφυγής στις κάλπες, που όλα τάχα θα τα έλυνε κατά την άποψη του Λ. Κύρκου; Αμέσως μετά τη Βάρκιζα, άρχισε ο καθοδηγημένος από τους Αγγλους και την ντόπια αντίδραση μονόπλευρος εμφύλιος πόλεμος σε βάρος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Ενας πόλεμος, που είχε ξεκινήσει πριν τα Δεκεμβριανά και μετά την απελευθέρωση, σε μικρή όμως έκταση, επειδή ο ΕΛΑΣ ήταν παρών. Χιλιάδες οι καταδιωκόμενοι, οι εξορισμένοι, οι φυλακισμένοι, οι κυνηγημένοι, οι δολοφονημένοι της μεταβαρκιζιανής μαύρης τρομοκρατίας. Αυτή είναι η μία πλευρά. Η δεύτερη έχει να κάνει με την προετοιμασία των εκλογών. Ηταν μήπως μία προετοιμασία για γνήσιες και ανόθευτες εκλογές; Οχι, βέβαια. Το ακριβώς αντίθετο έγινε. Κι όταν πραγματοποιήθηκαν οι εκλογές, πραγματοποιήθηκαν κάτω από το καθεστώς της βίας, της νοθείας και της μοναρχοφασιστικής τρομοκρατίας ντόπιων και ξένων. Οι εκλογές του ’46 ήταν παρωδία και τρανταχτή απόδειξη αυτής της παρωδίας είναι το γεγονός ότι η επιτροπή του ΟΗΕ – οι «κουκουβάγιες» όπως εύστοχα τους ονόμασε ο λαός – μέτρησε δήθεν τότε την αποχή του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και μια σειράς κομμάτων του Κέντρου και την έβγαλε 9,3%!!!

Αυτά όμως δεν έχουν σημασία για τον Λ. Κύρκο. Γι’ αυτόν οι όποιες εκλογές ήταν το παν. Χάριν των όποιων εκλογών, ο λαός έπρεπε να δεχτεί να τον δολοφονούν, να τον καταδιώκουν, να τον φυλακίζουν, να τον εξορίζουν, να καίνε το σπίτι και την περιουσία του, να σκοτώνουν τα παιδιά του, να βιάζουν τις γυναίκες του, να παραχαράζουν τη θέλησή του με εκλογικά πραξικοπήματα και νοθείες, να κάθονται με οποιοδήποτε κόστος στο σβέρκο του. Ετσι αντιμετωπίζει ο Λ. Κύρκος την επιλογή του Δεκέμβρη. Το γεγονός πως ο λαός πήρε τα όπλα. Οτι αντιστάθηκε, ότι πολέμησε και δεν υποτάχτηκε. Κι αυτή η επιλογή ήταν – κατά τη γνώμη του – θανάσιμο λάθος!!! Αν όμως ο λαός συνθηκολογούσε κάθε φορά που του ζητούσαν να υποταχτεί και να παραδοθεί, δε θα είχε γίνει ποτέ το 1821, η Εθνική Αντίσταση και τόσα άλλα. Αναμφισβήτητα, στη μάχη του Δεκέμβρη, και πολύ περισσότερο πριν απ’ αυτήν, διαπράχτηκαν σοβαρότατα λάθη. Ομως δε βρίσκονται εκεί που τα αναζητάει ο Λ. Κύρκος, γιατί η άρνηση της επιλογής της συνθηκολόγησης και της υποταγής στους ντόπιους και ξένους δυνάστες του λαού ουδέποτε υπήρξε λάθος για οποιοδήποτε λαϊκό κίνημα, σ’ οποιοδήποτε μέρος της Γης.

Οι συλλογισμοί του Λ. Κύρκου αποδεικνύουν και κάτι άλλο ακόμη: Την περιφρόνησή του προς τη λαϊκή θέληση, όταν αυτή η θέληση αντιτάσσεται στο ντόπιο και ξένο κατεστημένο. Για τον Λ. Κύρκο δεν έχει καμιά σημασία ότι το ΕΑΜ και το ΚΚΕ συσπείρωναν γύρω τους τη λαϊκή πλειοψηφία. Γι’ αυτόν σημασία έχει ότι οι Εγγλέζοι, η ντόπια ολιγαρχία και οι πολιτικοί εκφραστές της ήταν αντίθετοι με τις προτιμήσεις του λαού. Αυτό θα πει σεβασμός στη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας. Αυτό θα πει σύγχρονη αριστερή σκέψη, την οποία ο Λ. Κύρκος περηφανεύεται ότι διαθέτει!!!

Η λευτεριά του υποδεκάμετρου…

Ο Γρ. Φαράκος ισχυρίζεται, χαλκεύοντας συνειδητά τα ιστορικά δεδομένα, ότι η δημοκρατία που απαιτούσε η μεταπολεμική Ελλάδα υπαγόρευε να μην πραγματοποιηθεί ο Δεκέμβρης. Ποια ήταν άραγε αυτή η δημοκρατία; Ηταν η δημοκρατία που κατακτήθηκε στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης με τους λαοκρατικούς θεσμούς; Ηταν η λαοκρατία που ζητούσε ο λαός, η λαϊκή δικαιοσύνη και η λαϊκή αυτοδιοίκηση; Αν γι’ αυτή τη δημοκρατία γίνεται λόγος, πώς αλλιώς θα τη στήριζε ο λαός, αν δεν πολεμούσε ενάντια στην αγγλική κατοχή και την ντόπια ολιγαρχία που την επιβουλεύονταν; Με ποιο τρόπο θα κατοχυρωνόταν αυτή η δημοκρατία και θα γινόταν σεβαστή; Προφανώς, ο Γρ. Φαράκος δε μιλάει γι’ αυτή τη δημοκρατία. Στην πραγματικότητα εκείνο που προασπίζει είναι η «δημοκρατία» της αστικής τάξης και των ξένων πατρώνων της. Κι επειδή αυτή η «δημοκρατία» δεν μπορούσε να συμπορευτεί με τους λαοκρατικούς θεσμούς της Εθνικής Αντίστασης, η συνταγή που προτείνει ο Γρ.Φαράκος είναι πολύ απλή: Κάποιος έπρεπε να υποχωρήσει, να συνθηκολογήσει και να υποταχτεί. Κι αυτός ήταν η συντριπτική πλειοψηφία του λαού που ακολουθούσε το ΕΑΜ και το ΚΚΕ. Ο Γρ. Φαράκος δε διδάσκεται από την ιστορία ή δε θέλει να διδαχτεί, όπως και ο Λ. Κύρκος, παρόλο που και οι δύο έζησαν τη «δημοκρατία» των νικητών του Δεκέμβρη και του Εμφυλίου στο πετσί τους. Ο Γρ. Φαράκος αναρωτιέται επίσης ποιος ήταν ο λόγος που είχαμε τόσες θυσίες. Συγκρίνει μάλιστα αυτές τις θυσίες με τις θυσίες των Βαλκανικών Πολέμων, του Α` Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής Καταστροφής και καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι θυσίες της Κατοχής και του Εμφυλίου ήταν περισσότερες («Δεκέμβρης του ’44», σελ. 13). Ετσι στα παραπάνω επιχειρήματά του ενάντια στην επιλογή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ να πάρουν τα όπλα στα Δεκεμβριανά και στον Εμφύλιο προσθέτει ένα ακόμη: Το βαρύ κόστος!!! «Το αληθινό μπόι του ανθρώπου – έλεγε ο Γ. Ρίτσος – μετριέται με τη λευτεριά» και δεν είναι καθόλου τυχαίος αυτός ο στίχος. Οπως δεν είναι καθόλου τυχαίες οι κρίσιμες και ηρωικές επιλογές που έκανε ο λαός μας – όπως και πολλοί άλλοι – όταν βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα της υποταγής ή της πάλης. Αν ο λαός μετρούσε το κόστος – όπως το μετρά ο Γρ. Φαράκος – δε θα έκανε ποτέ την Επανάσταση του ’21. Αν μετρούσε το κόστος, δε θα έκανε ποτέ την Εθνική Αντίσταση κατά του φασισμού. Αν οι κομμουνιστές κοστολογούσαν τη λευτεριά, υπολογίζοντας ότι έχουν απέναντί τους τη χιτλερική Γερμανία να κυριαρχεί σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, ότι έχουν στην Ελλάδα τριπλή κατοχή από Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους φασίστες, θα είχαν καταλήξει στη θέση των ταγματασφαλιτών. Θα ήταν δωσίλογοι. Είναι προσβολή στα εκατομμύρια των νεκρών Ελλήνων, που έπεσαν παλεύοντας για ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία από το 1821 ως τα σήμερα, όσα υποστηρίζει περί κόστους ο Γρ. Φαράκος. Είναι ιεροσυλία.

Ο Γρ. Φαράκος, κοστολογώντας τους αγώνες του ελληνικού λαού, υποστηρίζει ουσιαστικά πως τα πράγματα θα ήταν καλύτερα για την Ελλάδα αν το Δεκέμβρη του ’44 το λαϊκό κίνημα είχε συνθηκολογήσει. Αποφεύγει όμως και να μας πει τι στοίχισε στην Ελλάδα η αγγλοκρατία, που κυριαρχούσε από το 1821 μέχρι το 1947 τουλάχιστον, και η αμερικανοκρατία που υπάρχει ως τις μέρες μας και συνεχώς ενισχύεται. Αποφεύγει να πει τι κόστισε στο λαό η κυριαρχία της ξενοκρατίας και της ντόπιας ολιγαρχίας μετά το Δεκέμβρη και τον Εμφύλιο, με τις διώξεις, τις εκτελέσεις, τις φυλακίσεις και τις εξορίες, με τη δικτατορία και τα δεινά που αυτή έφερε. Αποφεύγει να πει τι θα είχε χάσει ο ελληνικός λαός, αν υποτασσόταν στην περίοδο που ακολούθησε μετά την απελευθέρωση. Τι θα σήμαινε δηλαδή η απόλυτη κυριαρχία των ξένων και της ντόπιας ολιγαρχίας πάνω σ’ ένα λαό δουλικά και συνειδητά υποταγμένο. Η σιωπή εδώ είναι χρυσός, γιατί η ντόπια ολιγαρχία και τα ξένα αφεντικά της πρέπει να βγουν λάδι για τα δεινά που έφεραν στον τόπο.

Οι φωτογραφίες είναι από το λεύκωμα του DMITRI KESSEL «ΕΛΛΑΔΑ του ’44»

Πηγή: Ειδικό αφιέρωμα Ριζοσπάστη

Πίσω στα περιεχόμενα

Ιστορία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ)