Η συντριβή των ταγματασφαλιτών στον Μελιγαλά, 13-15 Σεπτεμβρίου 1944

Ο Χίλτερ ευχαριστεί τα ντόπια σκυλιά του για τις υπηρεσίες τους (μέσα από τις πάντοτε φιλόξενες στήλες της Καθημερινής)

Ο Χίλτερ ευχαριστεί τα ντόπια σκυλιά του για τις υπηρεσίες τους (μέσα από τις πάντοτε φιλόξενες στήλες της Καθημερινής)

Επί δεκαετίες ακροδεξιές ομάδες, με την ανοχή επίσημων εκπροσώπων της αστικής τάξης, συναθροίζονται στο Μελιγαλά, για να «τιμήσουν» τους «ηρωικούς» όπως λένε νεκρούς, που σφαγιάστηκαν από τους «κομμουνιστοσυμμορίτες»! Φέτος, μάλιστα, επιχειρείται να διοργανωθούν διάφορες εκδηλώσεις με τη συμμετοχή και ξένων νεοφασιστικών οργανώσεων από διάφορες χώρες της ΕΕ, όπου διώκονται οι κομμουνιστές ενώ οι νεοφασίστες δρουν ελεύθερα.

Για τη μάχη του Μελιγαλά έχουν γραφτεί και γράφονται από τους αντιπάλους του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ πάρα πολλά, παραποιώντας τα γεγονότα και την ιστορική αλήθεια. Πρόκειται για μια προσπάθεια συγκάλυψης της εγκληματικής και αντιλαϊκής πολιτικής της αστικής τάξης και σε εκείνα τα χρόνια. Κανενός Ελληνα εργαζόμενου δεν μπορεί να πονάει η καρδιά του για τους ταγματασφαλίτες. Πληρώθηκαν όπως τους άξιζε.

Τα «Τάγματα Ασφαλείας», που είχαν συγκροτηθεί προς το τέλος του 1943 από την κατοχική κυβέρνηση Ι. Ράλλη για την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύνου» και την «προστασίαν του κοινωνικού καθεστώτος», είχαν συγκεκριμένη αποστολή κατά τη στιγμή της αποχώρησης των Γερμανών, να αποτελέσουν την οπισθοφυλακή και πλαγιοφυλακή τους, ώστε να κρατήσουν τις θέσεις τους και να απασχολήσουν και φθείρουν τον ΕΛΑΣ. Ετσι, όχι μόνο θα στερούσαν τον ΕΛΑΣ από τα ηθικά και υλικά οφέλη που θα αποκόμιζε από το χτύπημα των Γερμανών, αλλά θα του προξενούσαν και απώλειες.

Κυρίως, όμως, τα «Τάγματα Ασφαλείας», όπως προαναφέρθηκε, συγκροτήθηκαν ως ένα ένοπλο χέρι της αστικής τάξης, ενταγμένο στους σχεδιασμούς της για τη μεταπολεμική εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης. Γι’ αυτό και στη συγκρότηση των «Ταγμάτων Ασφαλείας» συμμετείχαν οι Βενιζελικοί Θ. Πάγκαλος και Στυλ. Γονατάς, καθώς και άλλοι.

Στον απελευθερωτικό αγώνα

Εγραψε σχετικά με τα «Τάγματα Ασφαλείας» ο ιδρυτής τους Ι. Ράλλης: «Κατορθώσαμεν να έχωμεν εις τη διάθεσιν της Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος, δύναμιν εγγυωμένην πλήρως την ασφάλεια και την τάξιν. Κατορθώσαμεν τέλος να εύρουν οι κ.κ. Παπανδρέου, Κανελλόπουλος, κλπ. ενταύθα αποβιβαζόμενοι, ΕΛΛΑΔΑ». «Ο κίνδυνος του κομμουνισμού είναι εγγύς. Η εξουθένωσις της Ελληνικής Φυλής και ημών αυτών έσεται βέβαια αν δεν ετοιμασθώμεν και αντιδράσωμεν». («Ο Ιωάννης Δ. Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου», Αθήναι 1947, σελ. 70 και 92).

Εξάλλου πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι Γερμανοί είχαν εγκαταλείψει την Πελοπόννησο όταν διαδραματίστηκαν τα γεγονότα στο Μελιγαλά.

Η απόφαση της κυβέρνησης της λεγόμενης «Εθνικής Ενότητας», που ενώ κατάγγειλε τα «Τάγματα Ασφαλείας» στην πράξη τα προστάτευε, δεν ήταν παρά μια καταδολίευση του ΕΑΜ. Οι μυστικές οδηγίες των Αγγλων και των παλαιοκομματικών προς τα «Τάγματα Ασφαλείας» ήταν να μην παραδοθούν και να πολεμήσουν τον ΕΛΑΣ. Ο ΕΛΑΣ δεν είχε άλλη διέξοδο από το βίαιο αφοπλισμό και τη διάλυση των «Ταγμάτων Ασφαλείας», τα οποία, όμως, προσπαθούσαν να κρατηθούν ως τον ερχομό των Αγγλων, που όπως αποδείχτηκε αργότερα, θα τα μετατρέπανε σε «συμμαχικό» στρατό.

Επομένως η βίαιη διάλυση των «Ταγμάτων Ασφαλείας», ήταν βέβαιο ότι θα προσέκρουε στις επιδιώξεις των Αγγλων και της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας». Ο Γ. Παπανδρέου άλλωστε είχε αρχίσει από παλιά (και οι Αγγλοι ιμπεριαλιστές το ίδιο), να κάνει λόγο ευθέως για τρομοκρατία του ΕΑΜ ή της «ΕΑΜικής μειοψηφίας κατά της πλειοψηφίας», και το επισημοποίησε στο Λίβανο.

Στις 8/9/1944, ο ΕΛΑΣ έδωσε τη μάχη για την απελευθέρωση της Καλαμάτας από τους ταγματασφαλίτες. Αιχμαλώτισε το μεγαλύτερο μέρος, ένα τμήμα όμως, με επικεφαλής τον κατοχικό Νομάρχη Μεσσηνίας Περωτή, διέφυγε προς Μελιγαλά. Στο δρόμο προς το χωριό Ασπρόχωμα, οι ταγματασφαλίτες έσφαξαν 30 πολίτες και 4 ΕΛΑΣίτες, οι οποίοι εκτελούσαν τηλεφωνική υπηρεσία σ’ αυτό το χωριό.

Η μάχη του Μελιγαλά
Αντάρτες του ΕΛΑΣ

Οι εκκλήσεις του ΕΛΑΣ να σταματήσουν οι συγκρούσεις δε βρήκαν καμιά ανταπόκριση, εξαιτίας των ραδιουργιών των Αγγλων και της κυβέρνησης του Καΐρου, που πίστευαν ότι μ’ αυτά θα μπορέσουν να καταβάλουν τις ισάριθμες σχεδόν δυνάμεις της ΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ και να κρατήσουν υπό τον έλεγχό τους την Πελοπόννησο ως την άφιξη των αγγλικών στρατευμάτων.

Για την τριήμερη σκληρή μάχη που έδωσε ο ΕΛΑΣ στο Μελιγαλά, όπου είχαν συγκεντρωθεί γύρω στους 1.000 ταγματασφαλίτες, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το «Ματωμένο και ένδοξο χρονικό» του γιατρού Στάθη Κανναβού, Επάρχου διοικητικού αντιπροσώπου της ΠΕΕΑ, εκείνη την εποχή. Το χρονικό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εθνική Αντίσταση» (τεύχος 21, 1979).

«11 Σεπτέμβρη. Στην οχυρωμένη μ’ όλα τα μέσα της πολεμικής τέχνης από τους Γερμανούς κωμόπολη του Μελιγαλά, έχουν συγκεντρωθεί να δώσουν την αποφασιστική δολοφονική τους μάχη, οι πιο αιμασταγείς ταγματαλήτες 2 επαρχιών. Οι βάσεις Βελίκας, Καλαμάτας, Μελιγαλά, Διαβολιτσιού, Δώριου, Κοπανακιού. Αποβραδίς, οι ηρωικοί ΕΛΑΣίτες του 8ου και 9ου Συντάγματος, έχουν δέσει γύρω από το άντρο αυτό της εθνοπροδοσίας ασφυκτικό κλοιό. Εφεδροελασίτες και από τις 3 επαρχίες πλαισιώνουν κι εδώ, στις πρώτες γραμμές, τον ΕΛΑΣ, ενεργούν αναγνωρίσεις, δίνουν πληροφορίες. Και τρεις μέρες και τρεις νύχτες, από το χάραμα της 12 Σεπτέμβρη, ο μικρός κάμπος και τριγύρω τα βουνά κρατούν την ανάσα τους στο ασταμάτητο σάλαγο της φονικής σύρραξης. Για τον ΕΛΑΣ, χάρη στις Καζέρτες και στα Λίβανα, κάθε σφαίρα, είναι ακριβότερη κι από το χρυσό. Είσαι υποχρεωμένος χίλιες να σφυρίζουν στ’ αυτιά σου και ν’ απαντάς με μία. Μονάχα που διαθέτει κανόνι! Είναι μια σκέτη κάννη, ψαρεμένη από το ΕΛΑΝ στ’ απομεινάρια κάποιου ναυαγίου. Για να ψευτοσταθεί στον τόπο της, ύστερα από κάθε βολή, φορτώνεται μ’ έναν αρμακά πέτρες. Μα κι έτσι, πάλι κλοτσοπηδάει και τα φέρνει όλα γύρω της, άνω – κάτω. Και οι άντρες για σιγουριά έχουν δέσει από τη σκανδάλη της ένα καραβόσκοινο, κι αυτό τραβάνε από καμιά δεκαριά μέτρα μακριά κάθε φορά που θέλουν να πυροβολήσουν!

Νεολαίοι τηλεβοϊστες στα βουνά του αγώνα

14 Σεπτέμβρη. Μια εγγλέζικη αποστολή έρχεται καταϊδρωμένη και ζητάει να περάσει στις γραμμές της εθνοπροδοσίας. Θα έπειθε λέει, τους αλήτες να σταματήσουν την αιματοχυσία, να παραδοθούν στον ΕΛΑΣ και να περιμένουν να κριθούν από την Κυβέρνηση. Οταν το παράλλο πρωινό, αιχμάλωτοι πια του ΕΛΑΣ, οι διπλοπουλημένοι αυτοί στους ξένους επιδρομείς «εθνικόφρονες» ρωτήθηκαν γιατί έστω και την τελευταία στιγμή δε δέχτηκαν να σταματήσουν την αιματοχυσία, η απάντησή τους ήταν και πάλι αυτή του αναίσθητου, επαγγελματία προδότη.

– Οι Εγγλέζοι μας πίεσαν να συνεχίσουμε…

Για το Μεσσηνιακό λαό για μια ακόμη τώρα φορά ενισχύονταν οι ανησυχίες του για το αύριο, ενώ οι ταγματαλήτες με τις ευλογίες τώρα γερμανών, εγγλέζων, της κυβέρνησης συνέχιζαν με πιο πολλή λύσσα, και αναισθησία το αιματοκύλισμα του λαού. Ο ΕΛΑΣ έχασε όσα σε καμιά μάχη του με τους Γερμανούς, κάπου 200 διαλεχτά παλικάρια. Οι ταγματαλήτες ως την τελευταία στιγμή, έβγαλαν από το Μπεζεστένι ομήρους τους και τους εκτελούσαν.

15 Σεπτέμβρη. Λίγο μετά το ηλιβάρεμα, οι δολοφόνοι του Μελιγαλά, σηκώνουν από παντού λευκές σημαίες. Πετούν στα φυλάκια τα άτιμα όπλα τους και μπουλούκια – μπουλούκια, τρέχουν να κλειστούν στο Μπεζεστένι. Λίγες στιγμές πριν την παράδοσή τους, στις ανατολικές παρυφές της κωμόπολης είχε φτάσει χωρίς να προλάβει να πάρει μέρος στη μάχη το 11ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ μαζί με το θρυλικό καπετάνιο του Λαϊκού μας στρατού – τον Αρη Βελουχιώτη. Ο πόνος, η οργή και το αίσθημα της πιο άγριας εκδίκησης των χιλιάδων μαυροφορεμένων από τα γύρω χωριά που πλημμύρισαν την κωμόπολη ήταν ολόκληρο βουνό. Και μ’ όλα αυτά, ο πατριωτισμός και η ανθρωπιά του εθνικολαϊκού μας κινήματος δεν υστέρησε. Από την πρώτη ημέρα με τη βοήθεια του ΕΛΑΣ διώχτηκαν στα χωριά τους εκατοντάδες ανοργάνωτοι, που περιφέρονταν στην πόλη, λεηλατούσαν και προκαλούσαν ανεύθυνα. Από τις πρώτες στιγμές οι κατά τόπους οργανώσεις ξεκαθάρισαν από το Μπεζεστένι πάνω ίσως κι από χίλιους Γερμανοντυμένους που υποτίθονταν ότι δε βαρύνονταν μ’ εγκλήματα και τους έστειλαν στα σπίτια τους. Από την ίδια ημέρα το Λαϊκό Συμβούλιο Αυτοδιοίκησης συνέρχονταν και με εισήγηση του υποφαινόμενου αποφάσιζε την οργάνωση συσσιτίου για τις οικογένειες των ταγματαλητών!

Και μέσα σ’ ένα τέτοιο αιμοσταγές περιβάλλον το ανθρώπινο πρόσωπο του Λαϊκού μας αγώνα, εύρισκε και πάλι την αντοχή του να εκδηλωθεί.

16 Σεπτέμβρη. Ενα μετά το άλλο τα 3 Συντάγματα του Λαϊκού Στρατού αποσύρονται από το Μελιγαλά και προχωρούν από την απάνω Τριφυλία, την Ιθώμη, την Εύα, τη Βουφράδα, σ’ ένα μέτωπο που πιάνει όλο το μάκρος του Νομού. Ολες οι δυνάμεις θα συγκλίνουν στους Γαργαλιάνους, τη μεγάλη αντάρτισσα πόλη του Μωρηά, με τους 600 αντάρτες της και τους χιλιάδες κυνηγημένους της. Εδώ έχει φωλιάσει ο αρχιδολοφόνος Στούπας και με τις ορδές του συνεχίζει και μετά την αποχώρηση των Γερμανών τις επιδρομές και τη σφαγή στα χωριά της Κάτω Τριφυλίας και της Πυλίας.

Στη σύρραξή του αυτή με τα τελευταία υπολείμματα της εθνοπροδοσίας, ο ΕΛΑΣ πληρώνει και πάλι μ’ ακριβές απώλειες. Οι δολοφόνοι του Στούπα, ηττημένοι, σκορπίζονται στις σταφίδες και στην πορεία τους προς την Πύλο αιματοκύλησαν την περιοχή, σκοτώνοντας άνανδρα, κάθε χωριάτη που δούλευε ανύποπτος στα χτήματά του. Ο αρχιπροδότης Στούπας κλείνεται στο Κάστρο της Πύλου να γλιτώσει. Μα κάποτε αποκάνει από την αντιλαϊκή λύσσα του και αυτοκτονεί.

Ετσι, στις 20 Σεπτέμβρη η Μεσσηνία είναι λεύτερη. Ο ηρωικός καπετάνιος του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα Αρης Βελουχιώτης προχωρεί σ’ όλο το μάκρος, από Πύλο – Μεσσήνη, Αρκαδικά σύνορα, αποχαιρετάει το λαό και με τα 3 Συντάγματα του ΕΛΑΣ τραβάει για το κέντρο του Μωρηά.

Εκεί, στα τέλη του Σεπτέμβρη, έφτανε στην Καλαμάτα και ο αντιπρόσωπος της Κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας» κ. Παναγ. Κανελλόπουλος. Από την πρώτη κι όλας στιγμή φάνηκε ότι μοναδική έγνοια και αγωνία της Κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου ήταν το πώς θα περιμαζέψει, θα διατηρήσει οπλισμένους και θα μεταφέρει στην Αθήνα τους ταγματαλήτες, για τη νέα αιματοχυσία που ετοίμαζε με τους Αγγλους πάτρωνές της. Λαϊκές επιτροπές από όλα τα στρώματα ανεβοκατεβαίνουν κάθε μέρα στο ξενοδοχείο που στάθμευε ο Αντιπρόσωπος της κυβέρνησης, χωρίς να παίρνουν έστω μια αόριστη απάντηση για τα προβλήματα ζωής ή θανάτου, που τους πίεζαν. Κι ήταν πάλι και τότε η πρωτοβουλία και πίεση των λαϊκών οργανώσεων, που έδινε μια άμεση και σωστική λύση σε πολλά αδιέξοδα. Με την υπογραφή του κ. Κανελλόπουλου του Διοικητ. Αντιπροσώπου Επαρχίας Καλαμάτας και του υποφαινόμενου σαν Διοικητικού αντιπροσώπου της Επαρχίας Μεσσήνης, εκδίδονταν για το Νομό και κυκλοφορούσαν ειδικά χαρτονομίσματα, εγγυημένα από το κράτος που θα δημιουργούνταν. Μ’ αυτά πληρώθηκαν χιλιάδες υπάλληλοι που ένα δυο μήνες έμειναν απλήρωτοι και νηστικοί. Μ’ αυτά άνοιξε και κινήθηκε η αγορά κι ο λαός ένιωσε ξανά ότι μπορεί μόνος του να κουμαντάρει κάθε πλευρά της ζωής του».

«Προσοχή νάρκες»

Η μάχη του Μελιγαλά Δεν τελείωσε με τη νικηφόρα έκβαση που είχε η μάχη για τον ΕΛΑΣ. Δημιουργήθηκε ένα φοβερό κλίμα που μύριζε θανατικό. Ο λαός της περιοχής ζητούσε με κάθε τρόπο να εκδικηθεί, ξεπαστρεύοντας τις εγκληματικές αυτές μορφές των ταγματασφαλιτών που είχαν διαπράξει ανήκουστα κακουργήματα σε βάρος του.

Η κατάληψη της μισητής εχθρικής εστίας από τον ΕΛΑΣ και μετά μάλιστα από τέτοιο φοβερό κόστος σε αίμα, είχε εξαγριώσει τα πράγματα. Κάποιοι αντάρτες είχαν αρχίσει να καίνε σπίτια απ’ τα οποία τους χτυπούσαν και χρειάστηκε να επέμβει ο καπετάνιος Φώτης Αποστολόπουλος, για να συγκρατήσει την εκδικητική τους ορμή (1).

Για την εκδικητική μανία του κόσμου, ο Αρίστος Καμαρινός λέει σχετικά: «Είχα την ευθύνη της συγκέντρωσης των αιχμαλώτων στο Μπεζεστένι. Το έργο μας ήταν πολύ δύσκολο. Επρεπε να συγκρατήσουμε ομάδες εξοργισμένων πολιτών, οι οποίοι οπλισμένοι με τσεκούρια ορμούσαν να εκδικηθούν για τα θύματά τους. Για να περιφρουρήσουμε τους αιχμαλώτους, βάλαμε ισχυρή φρουρά στο Μπεζεστένι και γράψαμε με μεγάλα γράμματα: «Προσοχή Νάρκες!»» (2).

«Τους αιχμαλώτους», διηγείται ο Βαγγέλης Μαχαίρας, «σε πρώτη φάση τους μεταφέραμε στις αρχικές μας θέσεις. Συγκεντρώθηκαν εκεί εκατοντάδες αγανακτισμένοι Μεσσήνιοι, που φώναζαν: «Δολοφόνοι, προδότες, σκοτώσατε τους δικούς μας». Και απειλούσαν λιντσαρίσματα. Με το πιστόλι στ’ αριστερό μου χέρι (το δεξί το είχα στο γύψο), τους είπα: «Δεν θα επιτρέψω να θιγεί ούτε ένας αιχμάλωτος» και τους εξήγησα: «1. Δεν ξέρουμε ποιοι κάνανε εγκλήματα. Χρειάζεται ανάκριση και 2. Αν θέλατε να εκδικηθείτε ας ερχόσαστε να λάβετε μέρος στη μάχη. Τρεις μέρες κράτησε»». (3)

Συνεχίζει ο Στάθης Κανναβός: «Οπως και στη Μεσσηνία, η ιστορία στην ένδοξη για το λαό εκείνη περίοδο περπάτησε με βήματα βαριά και απαραχάρακτα. Σπιθαμή με σπιθαμή το χώμα της έχει ποτιστεί με το αίμα χιλιάδων αγνών πατριωτών και ηρώων. Στη μνήμη του Κώστα Ξυδέα, του Νικήτα Σούμπλη, του Αντώνη Δημόπουλου, του Γιώργη Ζερμπίνου, της Ελένης Πιερράκου, του Τάκη Μουντζουρέα, του Κώστα Μπασακίδη, του Κώστα Κανελλόπουλου, του Μήτσου Κανελλόπουλου, του Γιάννη Δρυνέα, του Θόδωρου Κορμά, του Τάκη Αλεβιζάτου, του Μήτσου Οικονομόπουλου, του Πούλου Πουλόπουλου, του Τάκη Κουλαμπά, του Νίκου Μητρόπουλου, του Κώστα Σταθόπουλου, του Κλέαρχου Συρράκου, του Χρίστου Αντωνόπουλου, του Κώστα Νέζη, του Αντώνη Νέζη, του Βασίλη Μπράβου, του Νίκου Ανδριανόπουλου, του Παναγιώτη Κατσώλη, του Παναγιώτη Μπάρτζιου, του γιατρού Ματζή, του Μήτσου Κούκλινου, του Θόδωρου Μπουμπού, του Κούτρη, του Παναγιωτακάκη και των άλλων δεκάδων νεκρών κι αθάνατων στελεχών του»(4).

Η μάχη του Μελιγαλά ήταν μια μάχη ταξική μεταξύ των δυνάμεων της λευτεριάς και κοινωνικής προόδου και της πιο μαύρης αντίδρασης.

Συμπεράσματα

Είναι θεμελιακής σημασίας το γενικότερο συμπέρασμα που προκύπτει, τόσο από τα γεγονότα στο Μελιγαλά όσο και από τα ανάλογα σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, που αφορούσαν σε συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τα «Τάγματα Ασφαλείας», με τον ΕΔΕΣ, με την ΕΚΚΑ και άλλες οργανώσεις: Εχθρός όλων των αστικών δυνάμεων (και των Γερμανόφιλων και Αγγλόφιλων) ήταν το λαϊκό κίνημα (ΕΑΜ) και φυσικά το ΚΚΕ, παρά τις οξύτατες αντιθέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις, αντιθέσεις που τις έφεραν να μάχονται μεταξύ τους και με τα όπλα.

Ωστόσο, κι ενώ συγκρούονταν μεταξύ τους, ταυτόχρονα συνεργάζονταν για την αντιμετώπιση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.

Το γεγονός εξηγείται: «… η αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας περιέχονταν στον αντιφασιστικό χαρακτήρα του πολέμου» (5). Και εκδηλώθηκε με ακόμη πιο ανοιχτό και οξύτατο τρόπο μετά την άνοιξη του 1943, όταν είχε επέλθει η στροφή στον πόλεμο σε βάρος της Γερμανίας και υπέρ της Σοβιετικής Ενωσης. Από τότε ακριβώς αναπροσαρμόστηκε πιο συγκροτημένα η στρατηγική των αστικών δυνάμεων (Εγγλέζων – ντόπιων) κατά του ΕΑΜ (όχι όμως και η στρατηγική του ΕΑΜικού κινήματος), με τις γνωστές εξελίξεις που ακολούθησαν.

Πηγές:

  • Κωνσταντίνος Μπρούσαλης: «Η Πελοπόννησος στο Πρώτο Αντάρτικο 1941-1945», εκδόσεις «Επικαιρότητα», σελ. 469.
  • Γρηγόρη Κριμπά: «Η Εθνική Αντίσταση στη Μεσσηνία και τους γύρω νομούς», σελ. 334.
  • Στο ίδιο, σελ. 333.
  • Περιοδικό «Εθνική Αντίσταση», τεύχος 21, 1979.
  • «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 60 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη των λαών», σελ. 12.

«Ρ» 11/9/2005

Οι δύο κόσμοι: Η Ελλάδα στις 5 Μαρτίου 1943 (ένα άρθρο του Γιώργου Μαργαρίτη)

5 Μαρτίου 1943: Ο λαϊκός ξεσηκωμός κατά της επιστράτευσης

5 Μαρτίου 1943: Ο λαϊκός ξεσηκωμός κατά της επιστράτευσης

Στις 5 Μαρτίου του 1943 ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο μεγάλος αντιφασιστικός αγώνας των λαών, μαινόταν σε όλα τα μέτωπα. Για τις δυνάμεις του Αξονα οι ειδήσεις από τα πολεμικά μέτωπα δεν ήταν οι καλύτερες δυνατές, το ρεύμα είχε αρχίσει να γυρίζει πίσω. Πριν μόλις ένα μήνα, η επιθετική αιχμή του δόρατος των ναζιστικών στρατευμάτων είχε σπάσει στο Στάλινγκραντ, όπου, στις 2 Φεβρουαρίου, συνθηκολόγησαν οι τελευταίοι 90.000 άνδρες της 6ης γερμανικής στρατιάς μετά από μία τιτάνια μάχη που κράτησε μήνες και κόστισε δύο εκατομμύρια νεκρούς και τραυματίες. Στην άλλη άκρη του κόσμου, οι Αμερικανοί ολοκλήρωναν, στις 9 Φεβρουαρίου, την κατάληψη της Γκουανταλκανάλ, θέτοντας τέλος σε μία δεκάμηνη σύγκρουση. Στη Μεσόγειο ο Αξονας μπορούσε να πανηγυρίζει ακόμα. Στη μάχη της Κασερίν, οι Αμερικανοί γνώρισαν την καταστροφή και έχασαν 16.000 στρατιώτες. Η Κασερίν, όμως, ήταν ήδη στις προσβάσεις της Τυνησίας και επρόκειτο να είναι η τελευταία στρατιωτική επιτυχία του Αξονα στη βόρεια Αφρική.

Στην Ελλάδα, τον ίδιο καιρό, η εικόνα της Κατοχής άλλαζε με καταιγιστικούς ρυθμούς. Η ανατίναξη της γέφυρας στον Γοργοπόταμο, όπως γρήγορα αποδείχθηκε, δεν ήταν παρά το προοίμιο των σημαντικών εξελίξεων που θα ακολουθούσαν. Τις πρώτες ημέρες του Μαρτίου πολλές περιοχές της χώρας βρίσκονταν ήδη σε κατάσταση ανοικτής εξέγερσης ενάντια στον κατακτητή και στα αρπακτικά μέτρα του κατοχικού κράτους. Στη δυτική Μακεδονία οι ανατροπές είχαν ήδη πάρει δραματικές διαστάσεις. Στις 6 Μαρτίου, ολόκληρο ιταλικό τάγμα – η φρουρά της πόλης των Γρεβενών – παραδόθηκε στους αντάρτες του ΕΛΑΣ και στους εξεγερμένους αγρότες στον Φαρδύκαμπο. Η Αθήνα βρισκόταν σε συνεχή αναβρασμό: Στις 23 του Φλεβάρη μία νέα οργάνωση Αντίστασης έκανε δυναμικά την εμφάνισή της. Ηταν η ΕΠΟΝ, η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νεολαίας. Στις 24 ξέσπασε το πρώτο κύμα των εκδηλώσεων ενάντια στα κυβερνητικά σχέδια για Πολιτική Επιστράτευση. Στις 28 η πόλη συγκλονίστηκε από την κηδεία του ποιητή Κωστή Παλαμά, που μετατράπηκε από τους δεκάδες χιλιάδες συγκεντρωμένους σε αγωνιστικό σάλπισμα.

Οι κατακτητές τα είχαν χαμένα, το σύστημα που είχαν οργανώσει έτριζε και χρειαζόταν επειγόντως προσαρμογές. Στην Αθήνα κυβερνούσε ακόμα ο γερμανόφιλος γιατρός, ο Λογοθετόπουλος, στα παρασκήνια, όμως, οι Γερμανοί και οι Ιταλοί αναζητούσαν μία πιο δυναμική δοσιλογική κυβερνητική παρουσία. Οι διαπραγματεύσεις με τον Ιωάννη Ράλλη, πρύτανη μεγάλης πολιτικής οικογένειας, συνεχίζονταν στα παρασκήνια. Ο Ράλλης ζητούσε δυναμικό κράτος με δικές του ένοπλες δυνάμεις ικανές να αναλάβουν σταυροφορία ενάντια στους κομμουνιστές. Οι ιδέες του συγκινούσαν ιδιαίτερα τους Γερμανούς, οι οποίοι έσπευδαν να κλείσουν τις όποιες εκκρεμότητες υπήρχαν πριν εγκαταστήσουν το νέο τους εκλεκτό στην εξουσία. Οι πρώτες αποστολές Εβραίων της Θεσσαλονίκης στα στρατόπεδα εξόντωσης προετοιμάζονταν με πυρετώδεις ρυθμούς, έτσι ώστε να μη βρει η νέα κυβέρνηση το πρόβλημα αυτό μπροστά της στο επικείμενο ξεκίνημα του βίου της. Οι αποστολές ξεκίνησαν στις 15 Μαρτίου με το πρώτο σιδηροδρομικό φορτίο από 2.600 μελλοθάνατους ανθρώπους. Ακολούθησαν άλλα σε τακτά διαστήματα. Η κυβέρνηση Ράλλη έμελλε να ορκιστεί στις 7 Απριλίου του 1943.

Με τη στροφή που είχε πάρει ο πόλεμος, η ένταση της εκμετάλλευσης του φυσικού πλούτου, του βιομηχανικού και κατασκευαστικού δυναμικού και, προπαντός, του εργατικού δυναμικού της χώρας προέκυψε ως ζωτική ανάγκη για τον Αξονα και τις αρχές κατοχής. Στα κυβερνητικά παρασκήνια απεργάζονταν νομοσχέδια για την «πολιτική επιστράτευση», για τη χωρίς όρους και υποχρεώσεις στρατολόγηση εργατικού δυναμικού για τις ανάγκες του στρατού κατοχής και της οικονομίας της Νέας Ευρώπης του Ράιχ. Θα ήταν πρέπον να «φορτωθεί» η κυβέρνηση Λογοθετόπουλου τα νομοσχέδια αυτά και να αναλάβει μετά ο Ράλλης να τα εφαρμόσει.
 

Τα σχέδια διέρρευσαν. Μετά από τις πρώτες – διερευνητικές – εκδηλώσεις του Φεβρουαρίου, στις 5 Μαρτίου του 1943, το ΕΑΜ οργάνωσε τεράστιες διαδηλώσεις στην Αθήνα ενάντια στην επαπειλούμενη στρατολόγηση των Ελλήνων στα κάτεργα του Ράιχ. Οι δεκάδες χιλιάδες – για 200.000 κάνουν λόγο οι πηγές – των διαδηλωτών βρήκαν απέναντί τους δύο ειδών αντίδραση: Εκείνη των σαστισμένων κατακτητών και εκείνη την απροσδόκητα φανατική και λυσσαλέα των «οργάνων της τάξης» – της Αστυνομίας Πόλεων, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Αγγελος Εβερτ, και της Χωροφυλακής. Οι διαδηλωτές παρ’ όλα αυτά νίκησαν. Κυβέρνηση και κατακτητές έσπευσαν την ίδια κιόλας ημέρα να διαψεύσουν την ύπαρξη προθέσεων επιστράτευσης. Εμεινε το αίμα και τα ερωτηματικά. Τρεις ημέρες μετά τη σφαγή μερικοί από τους πλέον επιφανείς ανθρώπους των Γραμμάτων της πρωτεύουσας έστειλαν στον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό το παρακάτω γράμμα:1

«Ο συγγραφικός κόσμος της Ελλάδος και εν γένει ο κόσμος των γραμμάτων με βαθυτάτην οδύνην έρχεται δι’ Υμών να εκφράση την πικρίαν και αγανάκτησίν του διά τα τραγικά γεγονότα της 5 Μαρτίου. Κόσμος εξ όλων των κοινωνικών στρωμάτων αποτελούμενος κατά πλειοψηφίαν από νέους και νέας, προφανώς φοιτητάς και φοιτητρίας, είχον εκχυθή εις τους δρόμους των Αθηνών και με ανατάσεις των χειρών και επιφωνήματα εξέφραζον τη δυσφορίαν των διά το κατ’ εκείνας τας ημέρας συζητούμενον διάταγμα της Πολιτικής Επιστρατεύσεως. Ισως ο κόσμος αυτός κάπως εντονώτερον να εξεδήλωνε τα συναισθήματά του, οπωσδήποτε όμως επρόκειτο περί αόπλων πολιτών, οίτινες, όσον και αν εφώναζον, όσον και αν χειρονομούσαν, ήσαν ακίνδυνοι. Ουδενός η ζωή εκινδύνευεν από αυτούς. Τι συνέβη όμως; Οταν έφθασαν εις τας παρόδους του Πολυτεχνείου – ως διηγούνται αυτόπται μάρτυρες, αγαθοί νοικοκυραίοι που παρηκολούθησαν τας σκηνάς από τα σπίτια τους – εδέχθησαν την αδικαιολόγητον, την λυσσαλέαν επίθεσιν των οργάνων της τάξεως.

»Ο προ του υπουργείου Εργασίας χώρος μετεβλήθη εις πεδίον μάχης. Ολα τα είδη του οπλισμού, όλα τα μέσα: οπλοπολυβόλα, χειροβομβίδες, πιστόλια, αντλίες, ετέθησαν εις εφαρμογήν. Μίαν ώραν διήρκεσεν η σύρραξις. Οταν όμως το πλήθος διελύθη, εκ των αποτελεσμάτων απεδεικνύετο ότι ό,τι είχε συμβεί υπερέβαινε κατά πολύ την προοπτικήν μιας συνήθους μάχης. Νεκροί έμεναν ξαπλωμένοι καταγής, τους δε τραυματίας, που άλλοι ανεβάζουν εις εκατόν και άλλοι εις εκατόν πεντήκοντα,2 δεν επρόφθαιναν τα συνεργεία του Ερυθρού Σταυρού να μετακομίζουν εις ιατρεία και νοσοκομεία. Πολλοί εξ αυτών βαρέως τραυματισθέντες με διαμπερή της κοιλίας ή των πνευμόνων, υπέκυψαν αργότερον εις τα τραύματά των ή χαροπαλεύουν ακόμη εις τα νοσοκομεία και τας ιδιωτικάς κλινικάς. Σημειωτέον ότι πολλοί εκ των τραυματιών είναι κορίτσια δέκα έξι και δέκα οκτώ ετών.

»Διερωτώμεθα, δε θα ήτο δυνατόν, αντί των όπλων, να τοποθετηθή εις το μέσον εκεί, ένα μεγάφωνον, το οποίον να καθησύχαζε τα πλήθη διά την μη εφαρμογήν του διατάγματος της Επιστρατεύσεως, αφού άλλωστε η Πολιτική Επιστράτευσις, ως εδηλώθη υπό της Κυβερνήσεως, δεν επρόκειτο να εφαρμοσθή;

»Μάχην εάν συνήπτε ο ελληνικός λαός προς εχθρούς του πραγματικούς, δε θα αριθμούσε τόσα θύματα. Η σκληροτέρα μάχη του αλβανικού μετώπου δεν έστειλε στον Αδη τόσα παλικάρια όσα η τραγική αυτή ημέρα της 5ης Μαρτίου. Το έγκλημα όμως αυτό, οι ομαδικές αυτές δολοφονίες αόπλων πολιτών, νομίζομε πως δεν είναι σωστό, πως δεν πρέπει να μείνουν έτσι. Θα πρέπει να ζητηθούν ευθύναι και να επιβληθούν κυρώσεις εις τα όργανα εκείνα της τάξεως, τα οποία, με το να έχουν όπλα, νομίζουν ότι μπορούν και να τα χρησιμοποιούν εις βάρος της ζωής αθώων αόπλων πολιτών.

»Εχομεν απόλυτον πεποίθησιν εις την ευθυκρισίαν με την οποίαν αντιμετωπίζετε εκάστοτε τα διάφορα ζητήματα και αφιέμεθα με εμπιστοσύνην και επί του προκειμένου εις τας Υμετέρας ενεργείας. Ναι μεν ό,τι και αν κάμωμε, δε θα κατορθώσωμε να επαναφέρωμε στη ζωή τους χαμένους – ακόμη και τραυματίαι, ακόμη και ανάπηροι του ιταλικού πολέμου, τους οποίους εσεβάσθησαν οι εχθρικαί σφαίρες, επέπρωτο να πάνε από σφαίρες ελληνικές! – πάντως με τη δίκαιη και αυστηρή τιμωρία των ενόχων ίσως περισώσωμε τους πολίτας από μελλοντικάς παρομοίας πράξεις – τας οποίας αποφεύγομεν εσκεμμένως να χαρακτηρίσωμεν – των λεγομένων οργάνων της τάξεως.

»Μετά βαθυτάτου σεβασμού και ευλαβείας,

Σπ. Θεοδωρόπουλος, Ι. Κακριδής, Ι. Κοκκινάκης, Μεν. Λουντέμης, Λουκής Ακρίτας, Ελένη Σαμίου, Κ. Μιμήκος, Λ. Κουκούλας, Σ. Παπαδάκη, Β. Βαρίκας, Α. Ανδρεόπουλος, Π. Χάρης, Κ. Σούκας, Χρ. Λεβάντας, Ν. Προεστόπουλος, Μ. Αργυρόπουλος, Στρ. Μυριβήλης, Φ. Κόντογλου, Ι. Λαμπρινός, Μ. Καραγάτσης, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Κ. Θεοδωρόπουλος, Θ. Ξύδης, Γ. Κατσίμπαλης, Γ. Φουσάρας, Φ. Μιχαλόπουλος, Στρ. Δούκας, Γ. Αηδονόπουλος, Κατίνα Παΐζη, Γ. Γεραλής, Ολμος Περάνθης, Ι. Σφακιανάκης, Νικ. Βρεττάκος, Κ. Καρθαίος, Β. Ρώτας, Μ. Αναστασίου, Μ. Αυγέρης, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Σωτήρης Σκίπης, Γ. Θεοτοκάς, Μελ. Νικολαΐδης, Αγγ. Τερζάκης, Β. Δασκαλάκης, Ν. Καρούζος, Δ. Μηλιάδης, Απ. Μελαχρινός, Ελλη Αλεξίου, Γερ. Σπαταλάς, Γ. Χατζίνης, Χ. Λαγοπάτης και Β. Βακαλό».

Από τα «όργανα της τάξεως» ουδείς τιμωρήθηκε για τη σφαγή της 5ης Μαρτίου του 1943. Αντίθετα, η Αστυνομία Πόλεων πρωταγωνίστησε με ακόμα πιο θλιβερό τρόπο στην καταστολή των εκδηλώσεων που θα ακολουθούσαν την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1943. Δύο σχεδόν χρόνια αργότερα, στις 3 Δεκεμβρίου του 1944, ο Αγγελος Εβερτ εξακολουθούσε να είναι επικεφαλής της Αστυνομίας, όταν τα «όργανά» της αιματοκύλησαν την ειρηνική διαδήλωση του ΕΑΜ στην Πλατεία Συντάγματος.

Γιατί τέτοιος φανατισμός, τέτοιο μίσος, τέτοια λύσσα; Ποιον κόσμο προάσπιζαν οι αστυνομικοί του κατοχικού κράτους στις 5 Μαρτίου 1943; Θα ήταν μάταιο να ανατρέξει κανείς σε ψυχολογικές ή άλλες ερμηνείες, ο κόσμος που προάσπιζαν λυσσαλέα τα «όργανα της τάξεως» ήταν πραγματικός και χειροπιαστός, είχε οικονομική, πολιτική, ταξική υπόσταση. Αυτοί που αργότερα ονομάστηκαν «οικονομικοί δοσίλογοι», οι μεγαλέμποροι και μεγαλοβιομήχανοι της χώρας, όσοι παλαιοί και νέοι επιχειρηματίες δούλευαν για τον κατακτητή είχαν ήδη φτιάξει έναν κόσμο που τα «όργανα της τάξεως» όφειλαν να προασπίσουν με κάθε μέσο.

Στις 4 Φεβρουαρίου 1943 οι γερμανικές οικονομικές αρχές έριξαν στο Χρηματιστήριο της Αθήνας 48.000 χρυσές λίρες και 1.250.000 χρυσά γαλλικά φράγκα.3 Επρόκειτο για ματωμένο χρυσάφι αρπαγμένο από τις χώρες που κατακτήθηκαν, από τις λεηλασίες και από τις περιουσίες των Εβραίων που είχαν σταλεί στα κρεματόρια. 4 Οι ενδιαφερόμενοι δεν ασχολούνταν με το αίμα που έσταζε από αυτόν τον χρυσό. Τα λαμπερά νομίσματα έγιναν ανάρπαστα από όλους εκείνους οι οποίοι έβλεπαν να αυγατίζουν τα εισοδήματά τους σε δραχμές και επιθυμούσαν διακαώς να μετατρέψουν τα κέρδη τους σε κάτι πιο σταθερό: σε χρυσάφι. Στις 28 Φεβρουαρίου, αυτή η διά του χρυσίου αναγνώριση των υπηρεσιών που ο ελληνικός καπιταλισμός πρόσφερε στη Νέα Τάξη του ναζισμού επαναλήφθηκε: 63.000 χρυσές λίρες έπεσαν στην αγορά. Στις 2 Μαρτίου ρίχτηκαν στην αγορά 33.000 ακόμα χρυσές λίρες, την επομένη, στις 3 Μαρτίου, δύο ημέρες πριν από το αιματοκύλισμα της Αθήνας, οι συνεργάτες των Γερμανών αμείφθηκαν διά του τρόπου αυτού με ακόμα 1.700.000 χρυσά γαλλικά φράγκα. Την ώρα που στους δρόμους της πρωτεύουσας οι διαδηλώσεις του ΕΑΜ πνίγονταν στο αίμα από τους κατακτητές και την Αστυνομία, αποτρέποντας την επικράτηση της δουλικής εργασίας, μερικοί είχαν άλλου τύπου ασχολίες: Μετρούσαν το χρυσάφι που οι υπηρεσίες τους στον κατακτητή και η συμμετοχή τους στην καταλήστευση της ίδιας τους της χώρας και του λαού της, τους εξασφάλισαν.

Αυτά τα «όργανα της τάξεως», που ανελέητα χτυπούσαν τις διαδηλώσεις του ΕΑΜ, είχαν πράγματι αφεντικά. Γνώριζαν τι είδους κόσμο προάσπιζαν: Εκείνο των κατακτητών, των καπιταλιστών, των κερδοσκόπων, των «οικονομικών δοσιλόγων». Και η αγριότητά τους ήταν ευθέως ανάλογη με την αγριότητα της λεηλασίας και της εκμετάλλευσης, μέσα στον αστερισμό των οποίων ζούσε τότε η Ελλάδα.

Ετσι ήταν ο κόσμος τον Μάρτιο του 1943: Κόσμος του κέρδους, κόσμος της αγοράς, κόσμος του ανθρώπινου σφαγείου. Και απέναντί του ο κόσμος της αξιοπρέπειας, του πατριωτισμού, του αγώνα, της Αντίστασης.

1. Το κείμενο της επιστολής μεταφέρθηκε εδώ από το βιβλίο του Γιάννη Καιροφύλα, Νεάπολις – Εξάρχεια, Αθήνα, 2002, σελ. 253 – 256.

2. Διαπιστωμένοι νεκροί εκείνης της ημέρας ξεπέρασαν τους δέκα.

3. Αναλυτικά στοιχεία στην έκθεση του επιτρόπου της Τράπεζας του Ράιχ (Reichsbank) για την Ελλάδα. Σχετικός πίνακας στο βιβλίο του Gotz Aly, Hitler’s Beneficiaries. Plunder, Racial War and the Nazi Welfare State, New York, 2007, σ. 262 – 263.

4. Τον ίδιο δρόμο πήρε και ο χρυσός που αρπάχθηκε από τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης.

 

Του
Γιώργου ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ*
*Ο Γ. Μαργαρίτης είναι καθηγητής της Σύγχρονης Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
*
Βλέπε επίσης του ιδίου:

65 χρόνια από τη Μάχη του Κιλκίς: Η αναμέτρηση δύο κόσμων