Ιστορία του φασισμού-εθνικοσοσιαλισμού στην Ελλάδα – μέρος Ε: Η περίπτωση του Σεβαστιανού Φουλίδη, στελέχους των γερμανικών Ειδικών Δυνάμεων (Μεραρχία Brandenburg)

Με τους Ελληνοπόντιους του ΡΟΑ είχε σχέση και ένα ικανότατο στέλεχος των γερμανικών Ειδικών Δυνάμεων (Μεραρχία Brandenburg), ο συμπατριώτης μας Σεβαστιανός Φουλίδης, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε από το γερμανικό επιτελείο στις   πιο  δύσκολες αποστολές.

Ο Φουλίδης καταγόταν από τον Πόντο και ήταν  φανατικός αντικομμουνιστής. Στη γερμανική αντικατασκοπεία είχε ενταχθεί το 1938, με μοναδικό σκοπό να πλήξει τους Μπολσεβίκους με οποιονδήποτε τρόπο. Αφού φοίτησε σε μια σχολή πρακτόρων και εκπαιδεύτηκε στο Quenz, εντάχθηκε  στο τμήμα της Brandenburg που είχε την ευθύνη των βαλκανικών χωρών.

Ο Κανάρης που συνδεόταν φιλικά  με τον Φουλίδη ζήτησε από τον Έλληνα πράκτορα να του μεταφέρει πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε  στη νότια Ρωσία και στα παράλια της Μαύρης θάλασσας. Επειδή όμως η τουρκική αστυνομία τον καταζητούσε, απ΄την εποχή του Μικρασιατικού πολέμου, (1919 – 1922), ο Φουλίδης μετέφερε την έδρα του στην Αθήνα. Στη συμφωνία που έκανε με τον Κανάρη τόνισε πως η δράση του και οι πληροφορίες που θα συγκέντρωνε θα αφορούσαν  αποκλειστικά τη Σοβιετική Ένωση και σε καμιά περίπτωση την Ελλάδα, την οποία θεωρούσε πατρίδα του και υπεραγαπούσε. Άλλωστε σε προσωπικές του συζητήσεις με τον αρχηγό της Abwehr ανέφερε πως ότι έκανε το έκανε για να δει τον Πόντο ενωμένο με τη μητροπολιτική Ελλάδα, μετά τον νικηφόρο αγώνα του Άξονα εναντίον των Σοβιετικών.

 Επί δύο ολόκληρα χρόνια ο Φουλίδης συνεργαζόταν στενά  -εκτός από τη γερμανική Abwehr-  και με τον αστυνόμο Σπύρο Παξινό της υπηρεσίας Αλλοδαπών. Είχε συμφωνήσει με τον Παξινό, με την έγκριση του Κανάρη, να παραχωρεί στις ελληνικές αρχές όλα τα έγγραφα και τα δελτία των πρακτόρων του, τα οποία αφού θα φωτογραφίζονταν, θα του επιστρέφονταν για να σταλούν στο Βερολίνο. Με τη βοήθεια του Παξινού ο Φουλίδης οργάνωσε το δίκτυό του, πο το αποτελούσαν κυρίως Ρωσομαθείς Έλληνες. Κατόρθωσε να τους ναυτολογήσει σε τουρκικά καράβια που επισκέπτονταν τα ρωσικά λιμάνια του Εύξεινου Πόντου. Παράλληλα αποκατέστησε επαφή με τους πράκτορες του οι οποίοι δρούσαν στη νότια Ρωσία.

Ο Σεβαστιανός Φουλίδης

Για τη συνεργασία Φουλίδη-Παξινού έγραψε στα απομνημονεύματά του ο Αρθουρ Ζάιτς, ένας άλλος σημαντικός Γερμανός πράκτορας στην Ελλάδα: «Με αυτόν τον τρόπο η εναντίον της Ρωσίας κατασκοπευτική εργασία του Φουλίδη κατέληγε να γίνεται γνωστή και να επωφελούνται συγχρόνως η ελληνική, η αγγλική και η γερμανική υπηρεσία πληροφοριών. Τούτο το γνώριζε βέβαια η γερμανική κατασκοπεία, η οποία κατά κανόνα δεν επέτρεπε στους πράκτορές της παρόμοιες συνεργασίες. Και αυτό επετράπη μόνο στον Φουλίδη, επειδή αυτός είχε δηλώσει ότι, ως Έλληνας στην καταγωγή, δεν δεχόταν να εργασθεί στην Ελλάδα ως κατάσκοπος της Γερμανίας χωρίς τη συγκατάθεση των ελληνικών αρχών. Και ο ίδιος πρότεινε αυτού του είδους τη συνεργασία, την οποία τόσο ο Ναύαρχος Κανάρης, όσο και ο άμεσος προϊστάμενος του Φουλίδη στο Βερολίνο, συνταγματάρχης Μούντσιγκερ,  υιοθέτησαν απολύτως, διότι αφενός είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη και εκτίμηση στον χαρακτήρα του Φουλίδη και αφετέρου οι πληροφορίες αφορούσαν τη Ρωσία, εναντίον της οποίας στρέφονταν τότε όλοι».

 Αυτά βέβαια ίσχυαν ως την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, οπότε οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν ανάγκασαν τη γερμανική κατασκοπεία να τροποποιήσει το πρόγραμμα της. Η επίθεση στη Σοβιετική Ένωση ήταν θέμα χρόνου. Ο Φουλίδης ήταν ενημερωμένος από τους προϊσταμένους του στο Βερολίνο. Οργάνωσε λοιπόν ένα σώμα από αποφασισμένους Λευκορώσους μετανάστες που ζούσαν από καιρό στην Ελλάδα και τους έστειλε λίγους μήνες αργότερα πίσω από τις ρωσικές γραμμές για διενέργεια δολιοφθορών, συλλογή πληροφοριών και διασπορά ψευδών ειδήσεων.

 Ο ίδιος ο Φουλίδης έφυγε από την Ελλάδα τον Αύγουστο του 1941 και παρουσιάστηκε στον συ-ταγματάρχη φον Κλάουζεβιτς, αρχηγό της Υπηρεσίας Κατασκοπείας της Ομάδας Στρατιών του Νότου. Αποστολή του ήταν η συλλογή πληροφοριών  για την κατάσταση που επικρατούσε στα ρωσικά μετόπισθεν και ο κλονισμός του ηθικού των Ουκρανών οι οποίοι υπηρετούσαν στον Κόκκινο Στρατό. Ο Φουλίδης και η ομάδα του εφοδιάστηκαν με το κατάλληλο προπαγανδιστικό υλικό και μεταφέρθηκαν ενα βράδυ με γερμανικό αεροπλάνο πίσω από τις ρωσικές γραμμές.

 Ο τολμηρός Έλληνας κατάφερε πολύ περισσότερα από όσα περίμενε το γερμανικό στρατηγείο. Πρώτα από όλα ενημέρωσε με τον ασύρματο του τον Κλάουζεβιτς για την ακριβή θέση των αεροδρομίων τα οποία χρησιμοποιούσαν οι Σοβιετικοί, καθώς και για τον αριθμό και τη θέση των αρμάτων μάχης που υπεράσπιζαν το Κίεβο. Όταν άρχισε η γερμανική επίθεση ο Φουλίδης και οι σύντροφοι του πέρασαν πάλι μέσα  από τις ρωσικές γραμμές. Με κίνδυνο της ζωής τους ενημέρωσαν τον επιτελάρχη του γερμανικού στρατεύματος για τις κινήσεις των ρωσικών τεθωρακισμένων, τα οποία τελικά εξουδετερώθηκαν.

Δύο μέρες μετά την κατάληψη του Κιέβου στο πολεμικό ανακοινωθέν της Wehrmacht  έγινε μνεία του ηρωισμού και της αυτοθυσίας της ομάδας Φουλίδη. Ο ίδιος από ανθυπολοχαγός προήχθη στον βαθμό του υπολοχαγού επ’ ανδραγαθία. Στη συνέχεια οι επιτυχίες του Φουλίδη, ιδιαίτερα στον Καύκασο, ξεπέρασαν και την πιο τολμηρή φαντασία, «αφού υπερέβη σε κατορθώματα και τη δράση του θρυλικού Άγγλου πράκτορα Λώρενς της Αραβίας», όπως έγραψε ο Ζάιτς. Με τα κηρύγματα και την προπαγάνδα του δαιμόνιου Έλληνα εξεγέρθηκαν χιλιάδες Πόντιοι, Γεωργιανοί και Αρμένιοι εναντίον των Σοβιετικών. Ηταν τόσο μεγάλη η ταραχή της ρωσικής κυβέρνησης ώστε και μετά το τέλος του πολέμου οι λαοί αυτοί θεωρήθηκε ότι δεν μπόρεσαν να αποβάλουν το «σπέρμα της προδοσίας» με το οποίο «διαβρώθηκαν» από τους Γερμανούς.

Το τέλος του Φουλίδη ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενο. Τον Δεκέμβριο του 1943 ο Κλαούζεβιτς του ανέθεσε να εισχωρήσει εκ νέου στις ρωσικές γραμμές για να εξακριβώσει τον αριθμό των Σοβιετικών και τη διάταξη των εχθρικών τεθωρακισμένων. Ο Φουλίδης έγινε όμως αντιληπτός από μια ρωσική περίπολο και άφησε την τελευταία του πνοή σε απόσταση μόλις 200 μέτρων από τις γερμανικές  γραμμές.

 Βλέπε επίσης:

Μέρος Α: Εισαγωγή – η πρώτη οργάνωση: “Ένωσις Ελλήνων Φασιστών” (1922)

Μέρος Β: η “Εθνική Ένωσις Ελλάς” (1927), τα εβραϊκά πογκρόμ & οι συγκρούσεις με το ΚΚΕ

Μέρος Γ: Έλληνες πολιτικοί με φιλο-φασιστικές θέσεις (Πλαστήρας, Πάγκαλος, Βενιζέλος, κ.α.)

Μέρος Δ: Έλληνες εθελοντές στο Ανατολικό Μέτωπο

Οι δύο κόσμοι: Η Ελλάδα στις 5 Μαρτίου 1943 (ένα άρθρο του Γιώργου Μαργαρίτη)

5 Μαρτίου 1943: Ο λαϊκός ξεσηκωμός κατά της επιστράτευσης

5 Μαρτίου 1943: Ο λαϊκός ξεσηκωμός κατά της επιστράτευσης

Στις 5 Μαρτίου του 1943 ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο μεγάλος αντιφασιστικός αγώνας των λαών, μαινόταν σε όλα τα μέτωπα. Για τις δυνάμεις του Αξονα οι ειδήσεις από τα πολεμικά μέτωπα δεν ήταν οι καλύτερες δυνατές, το ρεύμα είχε αρχίσει να γυρίζει πίσω. Πριν μόλις ένα μήνα, η επιθετική αιχμή του δόρατος των ναζιστικών στρατευμάτων είχε σπάσει στο Στάλινγκραντ, όπου, στις 2 Φεβρουαρίου, συνθηκολόγησαν οι τελευταίοι 90.000 άνδρες της 6ης γερμανικής στρατιάς μετά από μία τιτάνια μάχη που κράτησε μήνες και κόστισε δύο εκατομμύρια νεκρούς και τραυματίες. Στην άλλη άκρη του κόσμου, οι Αμερικανοί ολοκλήρωναν, στις 9 Φεβρουαρίου, την κατάληψη της Γκουανταλκανάλ, θέτοντας τέλος σε μία δεκάμηνη σύγκρουση. Στη Μεσόγειο ο Αξονας μπορούσε να πανηγυρίζει ακόμα. Στη μάχη της Κασερίν, οι Αμερικανοί γνώρισαν την καταστροφή και έχασαν 16.000 στρατιώτες. Η Κασερίν, όμως, ήταν ήδη στις προσβάσεις της Τυνησίας και επρόκειτο να είναι η τελευταία στρατιωτική επιτυχία του Αξονα στη βόρεια Αφρική.

Στην Ελλάδα, τον ίδιο καιρό, η εικόνα της Κατοχής άλλαζε με καταιγιστικούς ρυθμούς. Η ανατίναξη της γέφυρας στον Γοργοπόταμο, όπως γρήγορα αποδείχθηκε, δεν ήταν παρά το προοίμιο των σημαντικών εξελίξεων που θα ακολουθούσαν. Τις πρώτες ημέρες του Μαρτίου πολλές περιοχές της χώρας βρίσκονταν ήδη σε κατάσταση ανοικτής εξέγερσης ενάντια στον κατακτητή και στα αρπακτικά μέτρα του κατοχικού κράτους. Στη δυτική Μακεδονία οι ανατροπές είχαν ήδη πάρει δραματικές διαστάσεις. Στις 6 Μαρτίου, ολόκληρο ιταλικό τάγμα – η φρουρά της πόλης των Γρεβενών – παραδόθηκε στους αντάρτες του ΕΛΑΣ και στους εξεγερμένους αγρότες στον Φαρδύκαμπο. Η Αθήνα βρισκόταν σε συνεχή αναβρασμό: Στις 23 του Φλεβάρη μία νέα οργάνωση Αντίστασης έκανε δυναμικά την εμφάνισή της. Ηταν η ΕΠΟΝ, η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νεολαίας. Στις 24 ξέσπασε το πρώτο κύμα των εκδηλώσεων ενάντια στα κυβερνητικά σχέδια για Πολιτική Επιστράτευση. Στις 28 η πόλη συγκλονίστηκε από την κηδεία του ποιητή Κωστή Παλαμά, που μετατράπηκε από τους δεκάδες χιλιάδες συγκεντρωμένους σε αγωνιστικό σάλπισμα.

Οι κατακτητές τα είχαν χαμένα, το σύστημα που είχαν οργανώσει έτριζε και χρειαζόταν επειγόντως προσαρμογές. Στην Αθήνα κυβερνούσε ακόμα ο γερμανόφιλος γιατρός, ο Λογοθετόπουλος, στα παρασκήνια, όμως, οι Γερμανοί και οι Ιταλοί αναζητούσαν μία πιο δυναμική δοσιλογική κυβερνητική παρουσία. Οι διαπραγματεύσεις με τον Ιωάννη Ράλλη, πρύτανη μεγάλης πολιτικής οικογένειας, συνεχίζονταν στα παρασκήνια. Ο Ράλλης ζητούσε δυναμικό κράτος με δικές του ένοπλες δυνάμεις ικανές να αναλάβουν σταυροφορία ενάντια στους κομμουνιστές. Οι ιδέες του συγκινούσαν ιδιαίτερα τους Γερμανούς, οι οποίοι έσπευδαν να κλείσουν τις όποιες εκκρεμότητες υπήρχαν πριν εγκαταστήσουν το νέο τους εκλεκτό στην εξουσία. Οι πρώτες αποστολές Εβραίων της Θεσσαλονίκης στα στρατόπεδα εξόντωσης προετοιμάζονταν με πυρετώδεις ρυθμούς, έτσι ώστε να μη βρει η νέα κυβέρνηση το πρόβλημα αυτό μπροστά της στο επικείμενο ξεκίνημα του βίου της. Οι αποστολές ξεκίνησαν στις 15 Μαρτίου με το πρώτο σιδηροδρομικό φορτίο από 2.600 μελλοθάνατους ανθρώπους. Ακολούθησαν άλλα σε τακτά διαστήματα. Η κυβέρνηση Ράλλη έμελλε να ορκιστεί στις 7 Απριλίου του 1943.

Με τη στροφή που είχε πάρει ο πόλεμος, η ένταση της εκμετάλλευσης του φυσικού πλούτου, του βιομηχανικού και κατασκευαστικού δυναμικού και, προπαντός, του εργατικού δυναμικού της χώρας προέκυψε ως ζωτική ανάγκη για τον Αξονα και τις αρχές κατοχής. Στα κυβερνητικά παρασκήνια απεργάζονταν νομοσχέδια για την «πολιτική επιστράτευση», για τη χωρίς όρους και υποχρεώσεις στρατολόγηση εργατικού δυναμικού για τις ανάγκες του στρατού κατοχής και της οικονομίας της Νέας Ευρώπης του Ράιχ. Θα ήταν πρέπον να «φορτωθεί» η κυβέρνηση Λογοθετόπουλου τα νομοσχέδια αυτά και να αναλάβει μετά ο Ράλλης να τα εφαρμόσει.
 

Τα σχέδια διέρρευσαν. Μετά από τις πρώτες – διερευνητικές – εκδηλώσεις του Φεβρουαρίου, στις 5 Μαρτίου του 1943, το ΕΑΜ οργάνωσε τεράστιες διαδηλώσεις στην Αθήνα ενάντια στην επαπειλούμενη στρατολόγηση των Ελλήνων στα κάτεργα του Ράιχ. Οι δεκάδες χιλιάδες – για 200.000 κάνουν λόγο οι πηγές – των διαδηλωτών βρήκαν απέναντί τους δύο ειδών αντίδραση: Εκείνη των σαστισμένων κατακτητών και εκείνη την απροσδόκητα φανατική και λυσσαλέα των «οργάνων της τάξης» – της Αστυνομίας Πόλεων, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Αγγελος Εβερτ, και της Χωροφυλακής. Οι διαδηλωτές παρ’ όλα αυτά νίκησαν. Κυβέρνηση και κατακτητές έσπευσαν την ίδια κιόλας ημέρα να διαψεύσουν την ύπαρξη προθέσεων επιστράτευσης. Εμεινε το αίμα και τα ερωτηματικά. Τρεις ημέρες μετά τη σφαγή μερικοί από τους πλέον επιφανείς ανθρώπους των Γραμμάτων της πρωτεύουσας έστειλαν στον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό το παρακάτω γράμμα:1

«Ο συγγραφικός κόσμος της Ελλάδος και εν γένει ο κόσμος των γραμμάτων με βαθυτάτην οδύνην έρχεται δι’ Υμών να εκφράση την πικρίαν και αγανάκτησίν του διά τα τραγικά γεγονότα της 5 Μαρτίου. Κόσμος εξ όλων των κοινωνικών στρωμάτων αποτελούμενος κατά πλειοψηφίαν από νέους και νέας, προφανώς φοιτητάς και φοιτητρίας, είχον εκχυθή εις τους δρόμους των Αθηνών και με ανατάσεις των χειρών και επιφωνήματα εξέφραζον τη δυσφορίαν των διά το κατ’ εκείνας τας ημέρας συζητούμενον διάταγμα της Πολιτικής Επιστρατεύσεως. Ισως ο κόσμος αυτός κάπως εντονώτερον να εξεδήλωνε τα συναισθήματά του, οπωσδήποτε όμως επρόκειτο περί αόπλων πολιτών, οίτινες, όσον και αν εφώναζον, όσον και αν χειρονομούσαν, ήσαν ακίνδυνοι. Ουδενός η ζωή εκινδύνευεν από αυτούς. Τι συνέβη όμως; Οταν έφθασαν εις τας παρόδους του Πολυτεχνείου – ως διηγούνται αυτόπται μάρτυρες, αγαθοί νοικοκυραίοι που παρηκολούθησαν τας σκηνάς από τα σπίτια τους – εδέχθησαν την αδικαιολόγητον, την λυσσαλέαν επίθεσιν των οργάνων της τάξεως.

»Ο προ του υπουργείου Εργασίας χώρος μετεβλήθη εις πεδίον μάχης. Ολα τα είδη του οπλισμού, όλα τα μέσα: οπλοπολυβόλα, χειροβομβίδες, πιστόλια, αντλίες, ετέθησαν εις εφαρμογήν. Μίαν ώραν διήρκεσεν η σύρραξις. Οταν όμως το πλήθος διελύθη, εκ των αποτελεσμάτων απεδεικνύετο ότι ό,τι είχε συμβεί υπερέβαινε κατά πολύ την προοπτικήν μιας συνήθους μάχης. Νεκροί έμεναν ξαπλωμένοι καταγής, τους δε τραυματίας, που άλλοι ανεβάζουν εις εκατόν και άλλοι εις εκατόν πεντήκοντα,2 δεν επρόφθαιναν τα συνεργεία του Ερυθρού Σταυρού να μετακομίζουν εις ιατρεία και νοσοκομεία. Πολλοί εξ αυτών βαρέως τραυματισθέντες με διαμπερή της κοιλίας ή των πνευμόνων, υπέκυψαν αργότερον εις τα τραύματά των ή χαροπαλεύουν ακόμη εις τα νοσοκομεία και τας ιδιωτικάς κλινικάς. Σημειωτέον ότι πολλοί εκ των τραυματιών είναι κορίτσια δέκα έξι και δέκα οκτώ ετών.

»Διερωτώμεθα, δε θα ήτο δυνατόν, αντί των όπλων, να τοποθετηθή εις το μέσον εκεί, ένα μεγάφωνον, το οποίον να καθησύχαζε τα πλήθη διά την μη εφαρμογήν του διατάγματος της Επιστρατεύσεως, αφού άλλωστε η Πολιτική Επιστράτευσις, ως εδηλώθη υπό της Κυβερνήσεως, δεν επρόκειτο να εφαρμοσθή;

»Μάχην εάν συνήπτε ο ελληνικός λαός προς εχθρούς του πραγματικούς, δε θα αριθμούσε τόσα θύματα. Η σκληροτέρα μάχη του αλβανικού μετώπου δεν έστειλε στον Αδη τόσα παλικάρια όσα η τραγική αυτή ημέρα της 5ης Μαρτίου. Το έγκλημα όμως αυτό, οι ομαδικές αυτές δολοφονίες αόπλων πολιτών, νομίζομε πως δεν είναι σωστό, πως δεν πρέπει να μείνουν έτσι. Θα πρέπει να ζητηθούν ευθύναι και να επιβληθούν κυρώσεις εις τα όργανα εκείνα της τάξεως, τα οποία, με το να έχουν όπλα, νομίζουν ότι μπορούν και να τα χρησιμοποιούν εις βάρος της ζωής αθώων αόπλων πολιτών.

»Εχομεν απόλυτον πεποίθησιν εις την ευθυκρισίαν με την οποίαν αντιμετωπίζετε εκάστοτε τα διάφορα ζητήματα και αφιέμεθα με εμπιστοσύνην και επί του προκειμένου εις τας Υμετέρας ενεργείας. Ναι μεν ό,τι και αν κάμωμε, δε θα κατορθώσωμε να επαναφέρωμε στη ζωή τους χαμένους – ακόμη και τραυματίαι, ακόμη και ανάπηροι του ιταλικού πολέμου, τους οποίους εσεβάσθησαν οι εχθρικαί σφαίρες, επέπρωτο να πάνε από σφαίρες ελληνικές! – πάντως με τη δίκαιη και αυστηρή τιμωρία των ενόχων ίσως περισώσωμε τους πολίτας από μελλοντικάς παρομοίας πράξεις – τας οποίας αποφεύγομεν εσκεμμένως να χαρακτηρίσωμεν – των λεγομένων οργάνων της τάξεως.

»Μετά βαθυτάτου σεβασμού και ευλαβείας,

Σπ. Θεοδωρόπουλος, Ι. Κακριδής, Ι. Κοκκινάκης, Μεν. Λουντέμης, Λουκής Ακρίτας, Ελένη Σαμίου, Κ. Μιμήκος, Λ. Κουκούλας, Σ. Παπαδάκη, Β. Βαρίκας, Α. Ανδρεόπουλος, Π. Χάρης, Κ. Σούκας, Χρ. Λεβάντας, Ν. Προεστόπουλος, Μ. Αργυρόπουλος, Στρ. Μυριβήλης, Φ. Κόντογλου, Ι. Λαμπρινός, Μ. Καραγάτσης, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Κ. Θεοδωρόπουλος, Θ. Ξύδης, Γ. Κατσίμπαλης, Γ. Φουσάρας, Φ. Μιχαλόπουλος, Στρ. Δούκας, Γ. Αηδονόπουλος, Κατίνα Παΐζη, Γ. Γεραλής, Ολμος Περάνθης, Ι. Σφακιανάκης, Νικ. Βρεττάκος, Κ. Καρθαίος, Β. Ρώτας, Μ. Αναστασίου, Μ. Αυγέρης, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Σωτήρης Σκίπης, Γ. Θεοτοκάς, Μελ. Νικολαΐδης, Αγγ. Τερζάκης, Β. Δασκαλάκης, Ν. Καρούζος, Δ. Μηλιάδης, Απ. Μελαχρινός, Ελλη Αλεξίου, Γερ. Σπαταλάς, Γ. Χατζίνης, Χ. Λαγοπάτης και Β. Βακαλό».

Από τα «όργανα της τάξεως» ουδείς τιμωρήθηκε για τη σφαγή της 5ης Μαρτίου του 1943. Αντίθετα, η Αστυνομία Πόλεων πρωταγωνίστησε με ακόμα πιο θλιβερό τρόπο στην καταστολή των εκδηλώσεων που θα ακολουθούσαν την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1943. Δύο σχεδόν χρόνια αργότερα, στις 3 Δεκεμβρίου του 1944, ο Αγγελος Εβερτ εξακολουθούσε να είναι επικεφαλής της Αστυνομίας, όταν τα «όργανά» της αιματοκύλησαν την ειρηνική διαδήλωση του ΕΑΜ στην Πλατεία Συντάγματος.

Γιατί τέτοιος φανατισμός, τέτοιο μίσος, τέτοια λύσσα; Ποιον κόσμο προάσπιζαν οι αστυνομικοί του κατοχικού κράτους στις 5 Μαρτίου 1943; Θα ήταν μάταιο να ανατρέξει κανείς σε ψυχολογικές ή άλλες ερμηνείες, ο κόσμος που προάσπιζαν λυσσαλέα τα «όργανα της τάξεως» ήταν πραγματικός και χειροπιαστός, είχε οικονομική, πολιτική, ταξική υπόσταση. Αυτοί που αργότερα ονομάστηκαν «οικονομικοί δοσίλογοι», οι μεγαλέμποροι και μεγαλοβιομήχανοι της χώρας, όσοι παλαιοί και νέοι επιχειρηματίες δούλευαν για τον κατακτητή είχαν ήδη φτιάξει έναν κόσμο που τα «όργανα της τάξεως» όφειλαν να προασπίσουν με κάθε μέσο.

Στις 4 Φεβρουαρίου 1943 οι γερμανικές οικονομικές αρχές έριξαν στο Χρηματιστήριο της Αθήνας 48.000 χρυσές λίρες και 1.250.000 χρυσά γαλλικά φράγκα.3 Επρόκειτο για ματωμένο χρυσάφι αρπαγμένο από τις χώρες που κατακτήθηκαν, από τις λεηλασίες και από τις περιουσίες των Εβραίων που είχαν σταλεί στα κρεματόρια. 4 Οι ενδιαφερόμενοι δεν ασχολούνταν με το αίμα που έσταζε από αυτόν τον χρυσό. Τα λαμπερά νομίσματα έγιναν ανάρπαστα από όλους εκείνους οι οποίοι έβλεπαν να αυγατίζουν τα εισοδήματά τους σε δραχμές και επιθυμούσαν διακαώς να μετατρέψουν τα κέρδη τους σε κάτι πιο σταθερό: σε χρυσάφι. Στις 28 Φεβρουαρίου, αυτή η διά του χρυσίου αναγνώριση των υπηρεσιών που ο ελληνικός καπιταλισμός πρόσφερε στη Νέα Τάξη του ναζισμού επαναλήφθηκε: 63.000 χρυσές λίρες έπεσαν στην αγορά. Στις 2 Μαρτίου ρίχτηκαν στην αγορά 33.000 ακόμα χρυσές λίρες, την επομένη, στις 3 Μαρτίου, δύο ημέρες πριν από το αιματοκύλισμα της Αθήνας, οι συνεργάτες των Γερμανών αμείφθηκαν διά του τρόπου αυτού με ακόμα 1.700.000 χρυσά γαλλικά φράγκα. Την ώρα που στους δρόμους της πρωτεύουσας οι διαδηλώσεις του ΕΑΜ πνίγονταν στο αίμα από τους κατακτητές και την Αστυνομία, αποτρέποντας την επικράτηση της δουλικής εργασίας, μερικοί είχαν άλλου τύπου ασχολίες: Μετρούσαν το χρυσάφι που οι υπηρεσίες τους στον κατακτητή και η συμμετοχή τους στην καταλήστευση της ίδιας τους της χώρας και του λαού της, τους εξασφάλισαν.

Αυτά τα «όργανα της τάξεως», που ανελέητα χτυπούσαν τις διαδηλώσεις του ΕΑΜ, είχαν πράγματι αφεντικά. Γνώριζαν τι είδους κόσμο προάσπιζαν: Εκείνο των κατακτητών, των καπιταλιστών, των κερδοσκόπων, των «οικονομικών δοσιλόγων». Και η αγριότητά τους ήταν ευθέως ανάλογη με την αγριότητα της λεηλασίας και της εκμετάλλευσης, μέσα στον αστερισμό των οποίων ζούσε τότε η Ελλάδα.

Ετσι ήταν ο κόσμος τον Μάρτιο του 1943: Κόσμος του κέρδους, κόσμος της αγοράς, κόσμος του ανθρώπινου σφαγείου. Και απέναντί του ο κόσμος της αξιοπρέπειας, του πατριωτισμού, του αγώνα, της Αντίστασης.

1. Το κείμενο της επιστολής μεταφέρθηκε εδώ από το βιβλίο του Γιάννη Καιροφύλα, Νεάπολις – Εξάρχεια, Αθήνα, 2002, σελ. 253 – 256.

2. Διαπιστωμένοι νεκροί εκείνης της ημέρας ξεπέρασαν τους δέκα.

3. Αναλυτικά στοιχεία στην έκθεση του επιτρόπου της Τράπεζας του Ράιχ (Reichsbank) για την Ελλάδα. Σχετικός πίνακας στο βιβλίο του Gotz Aly, Hitler’s Beneficiaries. Plunder, Racial War and the Nazi Welfare State, New York, 2007, σ. 262 – 263.

4. Τον ίδιο δρόμο πήρε και ο χρυσός που αρπάχθηκε από τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης.

 

Του
Γιώργου ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ*
*Ο Γ. Μαργαρίτης είναι καθηγητής της Σύγχρονης Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
*
Βλέπε επίσης του ιδίου:

65 χρόνια από τη Μάχη του Κιλκίς: Η αναμέτρηση δύο κόσμων