Γιάννης Κορδάτος: ένας από τους σημαντικότερους μαρξιστές ιστορικούς-διανοούμενους του αιώνα που μας πέρασε

Ο Γιάννης Κορδάτος

ΕΝΑΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ

Η εποχή μας -για μας τους κομμουνι­στές- δεν είναι εποχή της ήρεμης ερ­γασίας και σπουδαστηρίου. Άγνωστο για πόσον καιρό, λόγω της επαναστατι­κής περιόδου που περνούμε, για μας θα είναι άγνωστη η ησυχία, αφού ζού­με μέσα στο Εργατικό Κίνημα, που παίρνει στη χώρα μας μιαν επαναστα­τική και συνειδητή κατεύθυνση». Όταν το 1924, ο τριαντάχρονος τότε Γιάν­νης Κορδάτος έγραφε τα παραπάνω, μεταξύ άλλων στον πρόλογο του βιβλίου του «Η Κοι­νωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821», είχε ήδη μια σημαντική θητεία στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα της ε­ποχής του. Γόνος μεσοαστικής οικογένειας από τη Ζαγορά του Πηλίου, ο Κορδάτος είχε παρακολουθήσει δημοτικό και γυμνάσιο στο Βόλο, τη Σμύρνη -με δάσκαλο το νεαρό Δημήτρη Γληνό- και την Κωνσταντινούπολη, για να κα­ταλήξει στην Αθήνα, όπου φοίτησε στη Νομι­κή Σχολή. Κομμουνιστής και δημοτικιστής, μέλος της «Φοιτητικής Συντροφιάς» και του «Εκπαιδευτικού Ομίλου», ο Κορδάτος εξέδω­σε την πρώτη του μπροσούρα το 1918, στην Αλεξάνδρεια, υπό τον τίτλο «Η κατήχηση των χωρικών», με το ψευδώνυμο Πέτρος Χαλκός. Με το ίδιο ψευδώνυμο αρθρογραφούσε από το 1917 στο «Ριζοσπάστη», του οποίου ανέλαβε τη διεύθυνση, από το 1921 έως και το 1924. Ήταν ιδρυτικό στέλεχος, το 1917, του ΣΕΚΕ, το οποίο μετεξελίσσεται το 1920 σε ΚΚΕ, ανέλαβε το ύψιστο κομματικό αξίωμα, γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής, το 1922, και παρέ­μεινε στη θέση αυτή έως το 1924, οπότε απο­χώρησε διαφωνώντας με τη θέση του κόμματος για το Μακεδονικό. Λίγους μήνες αργότερα η έκδοση του βιβλίου του για την Επανάσταση του 1821, στο οποίο, όπως ο ίδιος έγραφε, εισή­γαγε τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού, προκά­λεσε πολυπληθείς και έντονες αντιδράσεις, που επέσυραν ακόμη και την ποινή του αφορι­σμού από την Ιερά Σύνοδο.

Το 1927 ο Γ. Κορδάτος διεγράφη από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, με το οποίο διατήρησε, σε όλη του τη ζωή, μια αμφιθυμική σχέση, η οποία αποτέλεσε έναν από τους βασι­κούς παράγοντες διαμόρφωσης της σκέψης και των μελετών του. Τα επόμενα χρόνια αφιερώ­θηκε στο συγγραφικό του έργο. Έως και το θά­νατο του, στις 28 Απριλίου 1961, εξέδωσε ένα πλήθος βιβλίων, ενώ αρθρογράφησε με μεγάλη πυκνότητα στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Στο διάστημα 1938-1941 διηύθυνε τη «Βιβλιοθήκη Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων και Ποιητών» των αδελφών Ζαχαρόπουλου, γράφοντας προλόγους σε αρκετούς τόμους της σειράς. Την περίοδο της γερμανικής κατοχής οργανώθηκε στην αντίσταση μέσα από τις τά­ξεις του ΕΑΜ. Από το 1956, κλείνοντας και τον κύκλο των σχέσεων του με την Αριστερά, συμ­μετείχε στο Γενικό Συμβούλιο της ΕΔΑ.

Ο Γ. Κορδάτος αποτελεί έναν από τους πο­λυγραφότατους και πλέον γνωστούς διανοού­μενους στην Ελλάδα του 20ού αιώνα. Η έκδο­ση της πολύτομης «Ιστορίας της Νεότερης Ελλάδας», αλλά και η συγγραφή ιστοριών για την αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο, καθώς και επιμέρους εργασιών, είναι ενδεικτικές της ανά­γκης του να συγκροτήσει ένα μεγάλο αφήγη­μα για τηv ελληνική Ιστορία, μια μαρξιστική σύνθεση, με τους όρους κατανόησης και επε­ξεργασίας της μαρξιστικής σκέψης στον καιρό του Μεσοπολέμου, αντίθετο στο κυρίαρχο σχή­μα του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Για το σκοπό αυτό συνέγραψε χιλιάδες σελίδες, υ­ποπίπτοντας συχνά σε πολλά από τα ελαττώ­ματα που αποδόθηκαν και στο έργο του κορυφαίου ιστορικού του 19ου αιώνα: πολιτική στοχοθεσία, ιδεολογική χρήση της Ιστορίας, ελλι­πής χρήση των πηγών, απλουστεύσεις και α­ποσιωπήσεις.

Το συγγραφικό ιστορικό έργο του Γ. Κορδά­του εκτείνεται σε μεγάλο θεματολογικό και χρονολογικό εύρος: από την αρχαία Ελλάδα και τη Σαπφώ έως την αγροτική εξέγερση του 1910 στο Κιλελέρ και από την αρχαία τραγωδία έως την ελληνική κεφαλαιοκρατία και το δημοτικισμό. Ένα ογκώδες και επιβλητικό έργο, με αναθεωρήσεις και επανεκδόσεις, το οποίο α­κολούθησε την πνευματική πορεία του δημιουργού του, εκκινώντας από τη μαρξιστική θε­ωρία σε ιδιότυπους και μοναχικούς δρόμους. Ο Κορδάτος είχε την τύχη να δει τα βιβλία του να γνωρίζουν πολύ σημαντική εκδοτική επιτυχία, που βρισκόταν σε αναντιστοιχία με τη σκληρή κριτική με την οποία τα υποδέχθηκαν οι δια­νοούμενοι της εποχής του. Η κριτική δεν αφο­ρούσε μόνο τα λάθη, τις απλουστεύσεις και τα θεωρητικά σχήματα χωρίς επαρκή τεκμηρίω­ση, που εύκολα θα αναγνώριζε κανείς στις σε­λίδες των βιβλίων του, αλλά συνδεόταν, κυ­ρίως, με την εκάστοτε πολιτική του τοποθέτη­ση, με τη διαφωνία προς τις απόψεις του, είτε από αριστερά είτε από δεξιά. Η νεότερη ιστο­ριογραφία αγνόησε, σε μεγάλο βαθμό, το έργο του Κορδάτου, με κύρια εξαίρεση τις μελέτες του για το εργατικό και αγροτικό κίνημα στη χώρα μας, μοναδικά σημεία αναφοράς για τα σχετικά ζητήματα επί πολλές δεκαετίες.

Σαράντα χρόνια μετά το θάνατο του, η συζή­τηση για το έργο του Γιάννη Κορδάτου, την υ­ποδοχή που συνάντησε αλλά και τους επιγόνους του, σε μεγάλο βαθμό, εκκρεμεί. Και εάν ο Κορδάτος, και λόγω του πρωτοποριακού χαρα­κτήρα του έργου του και της αποδοχής του, έχει σε σημαντικό βαθμό διαβαστεί και μελετηθεί -σημειώνω δύο ανέκδοτες διδακτορικές διατρι­βές για το έργο του (βλ. βιβλιογραφία)-, δεν συμβαίνει το ίδιο με έναν σεβαστό αριθμό μαρ­ξιστών διανοουμένων του τέλους του 19ου και του 20ού αιώνα. Οι επιρροές που δέχτηκαν και κυρίως η πρόσληψη του μαρξισμού, το συγ­γραφικό τους έργο, η πολιτική λειτουργία τους, αλλά και η εξέλιξη της σκέψης τους, ιδιαίτερα στα μεταπολεμικά χρόνια, αποτελούν ζητούμε­να μιας συζήτησης που θα μας επέτρεπε να κα­τανοήσουμε τους δρόμους της μαρξιστικής σκέψης στη χώρα μας, σε συνδυασμό με τις δια­δρομές του κομμουνιστικού κινήματος (βλ. και το πρόσφατο αφιέρωμα του περιοδικού «Αρχειοτάξιο», έκδοσης των Αρχείων Σύγχρονης Κοινω­νικής Ιστορίας, στον Σεραφείμ Μάξιμο).

Οι περισσότερες από τις συμβολές του σημε­ρινού αφιερώματος επικεντρώνονται στο πρώτο βιβλίο που εξέδωσε, το 1924, ο Κορδάτος. Το γεγονός δεν είναι τυχαίο. Συνδέεται, αφ’ ενός, με τη σπουδαιότητα και τον πρωτοποριακό χα­ρακτήρα αυτού του βιβλίου, που προκάλεσε ποικίλες και αντιδιαμετρικά τοποθετημένες α­ντιδράσεις. Αφ’ ετέρου είναι ενδεικτική των ιστοριογραφικών επεξεργασιών που αφορούν το έργο του κομμουνιστή αυτού συγγραφέα και διανοούμενου, επεξεργασίες που εστιάζονται στην πρώτη περίοδο της δράσης του. Τόσο το κείμενο του Κώστα Σταμάτη για το νομικό Γιάννη Κορδάτο όσο και οι συμβολές του Γιώργου Μπουμπού, του Παναγιώτη Νούτσου και της Ρένας Σταυρίδη – Πατρικίου αφορούν τον Κορδάτο του Μεσοπολέμου, τον κομμουνι­στή νεαρό διανοούμενο, ο οποίος δεν ενδιαφέρθηκε μόνο, σύμφωνα με τη γνωστή ρήση του Καρλ Μαρξ, να εξηγήσει τον κόσμο αλλά και να τον αλλάξει.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Συμπληρώνονται φέτος σαράντα χρόνια από τo θάνατο του Γ. Κορδάτου (Ζαγορά Πηλί­ου 1891- Αθήνα 1961), ενός από τα λιγοστά διανοούμενα στελέχη του ΣΕΚΕ(Κ), με μακρά θητεία στα διαδοχικά σχήματα της η­γεσίας του και με αξιόλογο συγγραφικό έργο που ξεπερνά το επίπεδο της επικαι­ρότητας για να διεισδύσει στο ιστορικό βάθος των προβλημάτων της. Στις συντεταγμένες της κομματικής ζωής εμπλουτίζει τη θεωρητική του σκευή, δείγματα της οποίας είχαν εμφανισθεί στο Ριζοσπάστη από το 1919 και στα Γράμματα το 1920 και αναδεικνύεται στον πρώτο αυτοδίδακτο ιστορικό που έχει κατανοήσει την ανάγκη των φιλοσοφικών και επιστημολογικών θεμελίων της έρευνας του. Ως υπεύθυνος «επί της πολιτικής» του Ριζοσπάστη (1920) και ως διευθυντής του (1921-1924) δεν αφομοιώθηκε από τις ιδιάζουσες απαιτήσεις της καθημερινής δημοσιογραφίας, αλλά βρήκε την αντοχή να συνθέσει ευρύτερες μελέτες για το αγροτικό ζήτημα, που δημοσιεύθηκαν στην Κομμουνιστικήν Επιθεώρησιν, όπου βέβαια θα καταχωρισθούν και άλλες μικρότερες εργασίες του (πολιτικές αναλύσεις, ιδεολογικές παρεμβάσεις, επισκοπήσεις της τρέχουσας πολιτικής ζωής και βιβλιοκριτικές). Λίγο πριν παραμερισθεί από την ηγεσία του ΚΚΕ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βασιλείου» η Κοινω­νική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, η πρώτη ιστορική μονογραφία με την ο­πτική του «ιστορικού υλισμού» και χωρίς την «ή­ρεμη εργασία του σπουδαστηρίου», όπως σημείω­νε ο δημιουργός της στον επίλογο.

Το θέμα αυτό και ειδικότερα ο χαρακτήρας της Επανάστασης του Εικοσιένα απασχόλησε, στο πε­ριθώριο συναφών προσεγγίσεων, και άλλα στελέ­χη του ΣΕΚΕ(Κ) ανακαλώντας κυρίως την πρότα­ση ερμηνείας του Σκληρού, προς τον οποίο ήδη είχε στραφεί και ο Κορδάτος επιδοκιμάζοντας τις αναλύσεις του Κοινωνικού μας ζητήματος που εί­χαν προκύψει με την «πιο θετική μέθοδο της α­ντικειμενικής κοινωνιολογίας». Εννοείται ότι η ι­δρυτική γενιά του ΣΕΚΕ ξεχωρίζει το πρωτόλειο του Σκληρού από τα Σύγχρονα προβλήματα του Ελληνισμού, στα οποία διέκρινε τη θεωρητική δικαίωση του βενιζελισμού και τη συρρίκνωση της αυτοτελούς πολιτικής του αρτιγέννητου κόμ­ματος της εργατικής τάξης. Πάντως, το ιστοριο­γραφικό πεδίο, από τις εύστοχες νύξεις του Κοι­νωνικού μας ζητήματος και τη μακρά συζήτηση που προκάλεσαν, φάνηκε ιδιαίτερα προνομιακό για την αντιπαράθεση των οπαδών της υλιστικής θεώρησης της Ιστορίας, με την αντίστοιχη ιδεαλιστική που ως τότε κατείχε στην ελληνική ιστορι­κή έρευνα αδιαφιλονίκητα κυρίαρχη θέση.

Στην «Εισαγωγή» του βιβλίου του ο Κορδάτος οριοθετεί τη μέθοδο του σε σχέση με τους «ακοινωνιολογήτους» ιστορικούς ή τους «βατράχους της πατριδοκαπηλίας», που επιμένουν να εκτοπίζουν τον «υλιστικόν παράγοντα» για να προβάλλουν την «θέλησιν ωρισμένων προσώπων» ή «οιαδή­ποτε υποκειμενικά ιδεαλιστικά ελατήρια». Ο «ιστορικός υλισμός», όπως απέκτησε «επιστημονικήν» υπόσταση από τον Marx που αξιοποίησε τον «διαλεκτισμόν» του Hegel, μελετά τα στάδια που έχει διανύσει η ανθρώπινη κοινωνία («πρωτόγο­νος κομμουνισμός, δουλεία, φεουδαρχία, κεφαλαιοκρατία») ως αποτέλεσμα της «εξελίξεως των παραγωγικών σχέσεων των ανθρώπων», η εκάστο­τε «μορφή της κοινωνίας, δηλαδή το πολιτειακόν καθεστώς, δεν είναι άλλο τι παρά η προσαρμογή των κοινωνικών σχέσεων των ανθρώπων μιας πε­ριόδου προς τας εκάστοτε υλικάς συνθήκας». Τα «εργαλεία» (ή «μέσα παραγωγής» και «παραγω­γικά μέσα»), με την τελειοποίηση τους προξενούν «δυσαναλογίαν» ανάμεσα στις οικονομικές και συνεπώς και τις κοινωνικές σχέσεις, με αναπό­φευκτο «ορμητικόν ξέσπασμα» την κοινωνική ε­πανάσταση. Η πάλη των τάξεων, έτσι, εκφράζει τον διαρκή πόλεμο ανάμεσα στις κοινωνικές τά­ξεις, ιδίως όταν επέρχεται «τελεία διατάραξις της ισορροπίας των οικονομικών και κοινωνικών ό­ρων». Στο σημείο αυτό ο Κορδάτος γνωστοποιεί τις πηγές του, οι οποίες άλλωστε είναι και προσιτές στην ελληνική γλώσσα: τον E. Ferri που συσχε­τίζει τον «νόμο» της πάλης των τάξεων με τη δαρ­βινική θεωρία τού «αγώνα υπάρξεως», τον Kautsky (Ηθική και υλιστική αντίληψις της Ιστορίας), τον Lafargue (Οικονομικός ντερμινισμός), τον Μπουχάριν (Η Θεωρία του ιστορικού υλισμού) και τον Λένιν (Τρία άρθρα για τον Μαρξισμό). Επισημαίνει επίσης τις παραποιήσεις του «ιστορικού υλισμού», μνημονεύοντας συνο­πτικά την επιχειρηματολογία τους: για παράδειγ­μα, ο Ελευθερόπουλος που βλέπει τους μαρξιστές να διδάσκουν ότι η ανθρώπινη Ιστορία εξελίσσε­ται «εντελώς μηχανικώς» και ότι οι «μεγάλοι άν­δρες» δεν παίζουν «απολύτως» κανένα ρόλο, αλ­λά και ο Σκληρός, που «πολλάκις δογματίζει κατά  τρόπον αφόρητον» και στo επιθανάτιο έργο του διατυπώνει «τελείως» ιδεαλιστικές απόψεις για τον «ψυχικόν» και «ιστορικόν» παράγοντα της ανθρώπινης Ιστορίας.

Ως προς το κύριο πρόβλημα του Βιβλίου του, ο Κορδάτος παραπέμπει oto Κομμουνιστικό Μανιφέστο και δευτερευόντως στον Lafargue (Η εξέλιξις της ιδιοκτησίας) και διατείνεται ότι η αστική τάξη του τόπου μας, προϊόν των κεφαλαιοκρατικών παραγωγικών δυνάμεων κατά τις τελευταί­ες δεκαετίες του 18ου αιώνα, συγκρούεται με τις φεουδαρχικές παραγωγικές σχέσεις (που είχε ε­πιβάλει η Τουρκοκρατία) και απελευθερώνει το μεγαλύτερο τμήμα της «τότε υποδούλου» Ελλά­δος. Πολύ αργότερα, μετά το 1880, η «παλαιά αστική μετασχηματίζεται» «εις τάξιν κεφαλαιοκρατικήν» και συνακόλουθα η πάλη των τάξεων μετατίθεται «εντελώς προς το μέρος των κεφα­λαιούχων και εργατών». Η σκοπιμότητα να μετα­στοιχειωθεί η γνώση του άμεσου παρελθόντος σε διάγνωση των κινητήριων διεργασιών του παρόντος οδηγεί τον Κορδάτο στην αναμφίλογη βεβαιότητα, ότι στον καιρό του επαναστατική είναι «μόνον» η οργανωμένη εργατική τάξη, εφόσον
«δια της Κοινωνικής Επαναστάσεως» της θα κατα­στεί όχι απλώς ο «καταλύτης» των οικονομικών και πολιτικών δεσμών της, αλλά και ο «ελευθε­ρωτής όλων των καταπιεζομένων μαζών».

Η Κοινωνική σημασία δημοσιεύεται σε μια  περίοδο που ο Κορδάτος αρχίζει να αντιλαμβάνε­ται τις διαφορές του με τη νεότερη απ’ αυτόν γενιά της «μπολσεβικοποίησης» που ηγεμονεύει στο ΣΕΚΕ(Κ). Στο τρίτο έκτακτο συνέδριο του εί­χε αναλάβει τις εισηγήσεις για το αγροτικό και το πολιτικό πρόγραμμα, ενώ ήδη ήταν γνωστή η δια­φωνία του για το «Μακεδονικό». Από την ανάλυ­ση της «πολιτικοοικονομικής καταστάσεως», που  είχε συντελεσθεί με το πρίσμα του «επαναστατι­κού μαρξισμού», είχε συναχθεί η ανάγκη να καταστεί το ΚΚ «κόμμα μαζών», χωρίς να πα­ραμελήσει το «στάδιον της προπαγάνδας και της ζυμώσεως» σε μια χώρα που θέτει «πληθωρικήν» σειράν «καθηκόντων» στον πρόμαχο των διεκδικήσεων του «εργαζομένου λαού». Οι ενστάσεις, ήπιες ή όχι, επικεντρώνονται στον τρό­πο εργασίας του Κορδάτου: απουσιάζει η «αναγλυφική μορφή του συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων», εφόσον ο εισηγητής «δεν είναι μπασμένος στη σύνθεση της αστικής κοινω­νίας», αγνοούνται οι τρόποι με τους οποίους εκ­δηλώνεται η «κοινωνική κρίση» (όπως την ε­ντείνουν οι πρόσφυγες και οι αγρότες) υπερτε­ρεί η ιστορική αναδρομή σε βάρος της τωρινής «πολιτικής κρίσης» (δεν διευκρινίζεται το κοι­νωνικό περιεχόμενο του ανταγωνισμού των αστικών φατριών», δεν αποδίδεται η δέουσα προσοχή στον «φασισμό» και αποσιωπάται η α­νάγκη της «παρανόμου προπαρασκευής» του κόμματος), υποβαθμίζεται η διεθνής θέση της χώρας και παρασιωπώνται οι «ιμπεριαλιστικές -επιρροές» που προεξοφλούν κινδύνους για νέα σύγκρουση στη Βαλκανική. Στο μείζον θέμα της «πολιτικής τακτικής» οι επικριτές δεν εμ­φανίζονται φειδωλοί σε διαπιστώσεις: η εισή­γηση δεν απέχει «και πολύ» από την απόφαση του Φεβρουαρίου, εφόσον διέπεται από «υπολανθάνοντα σοσιαλδημοκρατισμόν» ή διαθέτει «πολύ ρεφορμισμό» και δεν εξετάζει «διαλεκτικώς» τη σχέση ανάμεσα στα «καθήκοντα» και τις υπάρχουσες δυνάμεις.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Ø Δημήτρης Δημητρόπουλος, «Γιάννης Κορδάτος καθοριστική παρουσία στη νεότερη ιστοριογραφία», στο Πρόσωπα του 20ού αιώνα, Έλληνες που ση­μάδεψαν τον 20ό αιώνα, Αθήνα, Το Νέα «Νέα Σύνορα» 2000, σελ. 251-2S6.
  • Ø Άγγελος Ελεφάντης, Η Επαγγελία της Αδύνατης Επανάστασης. ΚΚΕ και Αστισμός στον Μεσοπόλεμο, 3η έκδοση, Αθήνα, Θεμέλιο, 2000.
  • Ø Φίλιππος Ηλίου, Η ιδεολογική χρή­ση της ιστορίας. Σχόλιο στη συζήτηση Κορδάτου-Ζεύγου, ανάτυπο από το περιοδικό Αντί, τεύχος 46 (1976)
  • Ø Δήμος Ν. Μέξης, Ο ιστορικός Γιάν­νης Κορδάτος και το Έργο του, Αθή­να, Μπουκουμάνης, 1975.
  • Ø Γιάννης Μηλιός. Ο Μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων, Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις Δοκίμια 5, 1996, σελ. 47-74.
  • Ø Γιώργος Δ. Μπουμπούς, Η ελληνική κοινωνία στην πρώιμη μαρξιστική σκέψη: Γ. Σκληρός, Γ. Κορδάτος (1907-1933/34), ανέκδοτη διδακτορι­κή διατριβή, Αθήνα, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 1995.
  • Ø Παναγιώτης Νούτσος, Η Σοσιαλιστική Σκέψη στην Ελλάδα από το 1875 ως το 1974. Αθήνα. Γνώση, 1992, Β’ τό­μος (β’ μέρος) και Γ΄ τόμος
  • Ø Zωή Σπανάκου, Η έννοια της ιστορικής νομοτέλειας στo μεσοπολεμικό έργο του Γιάννη Κορδάτου, ανέκδο­τη διδακτορική διατριβή, Αθήνα, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 1991
  • Ø Κώστας Σταμάτης, Ο νομικός Γιάννης Κορδάτος. Απόψεις Φιλοσοφία Δικαίου και Κράτους στο έργο του, Αθήνα, Οδυσσέας, 1989

Του ΠΑΛΛΑ ΒΑΓΓΕΛΗ

Δημοσιογράφου ΑΠΕ – ΜΠΕ

The URI to TrackBack this entry is: https://erodotos.wordpress.com/2011/02/03/giannis-kordatos/trackback/

RSS feed for comments on this post.

One CommentΣχολιάστε

  1. Υπέροχος Ιστορικός!!!Μα πάνω απ’ όλα ήταν τέλειος Άνθρωπος…Μέναμε στην ίδια γειτονιά,στην περιοχή Χαροκόπου.Τα σπίτι μου ήταν απέναντι στο δικό του.Τον θυμάμαι όταν ερχόταν και εμείς τα παιδάκια της γειτονιάς παίζαμε κουτσό,έξω από το σπίτι του πολλές φορές τρέχαμε να φύγουμε και εκείνος μας φώναζε και μας χάιδευε τα μαλλιά,μετά έλεγε στην Κυρία Αλεξάνδρανα μας κεράσει καραμέλες.Τον πατέρα μου στην κατοχή τον έσωσε από τους Γερμανούς.Αυτό μας το έλεγε ο πατέρας μου όταν μεγαλώσαμε.Η γυναίκα του έκανε τότε συσσίτια μέσα στο σπίτι και ερχόντουσαν τα παιδιά των πολυμελών οικογενειών και έτρωγαν.


Σχολιάστε