ΕΝΑΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ
Η εποχή μας -για μας τους κομμουνιστές- δεν είναι εποχή της ήρεμης εργασίας και σπουδαστηρίου. Άγνωστο για πόσον καιρό, λόγω της επαναστατικής περιόδου που περνούμε, για μας θα είναι άγνωστη η ησυχία, αφού ζούμε μέσα στο Εργατικό Κίνημα, που παίρνει στη χώρα μας μιαν επαναστατική και συνειδητή κατεύθυνση». Όταν το 1924, ο τριαντάχρονος τότε Γιάννης Κορδάτος έγραφε τα παραπάνω, μεταξύ άλλων στον πρόλογο του βιβλίου του «Η Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821», είχε ήδη μια σημαντική θητεία στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα της εποχής του. Γόνος μεσοαστικής οικογένειας από τη Ζαγορά του Πηλίου, ο Κορδάτος είχε παρακολουθήσει δημοτικό και γυμνάσιο στο Βόλο, τη Σμύρνη -με δάσκαλο το νεαρό Δημήτρη Γληνό- και την Κωνσταντινούπολη, για να καταλήξει στην Αθήνα, όπου φοίτησε στη Νομική Σχολή. Κομμουνιστής και δημοτικιστής, μέλος της «Φοιτητικής Συντροφιάς» και του «Εκπαιδευτικού Ομίλου», ο Κορδάτος εξέδωσε την πρώτη του μπροσούρα το 1918, στην Αλεξάνδρεια, υπό τον τίτλο «Η κατήχηση των χωρικών», με το ψευδώνυμο Πέτρος Χαλκός. Με το ίδιο ψευδώνυμο αρθρογραφούσε από το 1917 στο «Ριζοσπάστη», του οποίου ανέλαβε τη διεύθυνση, από το 1921 έως και το 1924. Ήταν ιδρυτικό στέλεχος, το 1917, του ΣΕΚΕ, το οποίο μετεξελίσσεται το 1920 σε ΚΚΕ, ανέλαβε το ύψιστο κομματικό αξίωμα, γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής, το 1922, και παρέμεινε στη θέση αυτή έως το 1924, οπότε αποχώρησε διαφωνώντας με τη θέση του κόμματος για το Μακεδονικό. Λίγους μήνες αργότερα η έκδοση του βιβλίου του για την Επανάσταση του 1821, στο οποίο, όπως ο ίδιος έγραφε, εισήγαγε τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού, προκάλεσε πολυπληθείς και έντονες αντιδράσεις, που επέσυραν ακόμη και την ποινή του αφορισμού από την Ιερά Σύνοδο.
Το 1927 ο Γ. Κορδάτος διεγράφη από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, με το οποίο διατήρησε, σε όλη του τη ζωή, μια αμφιθυμική σχέση, η οποία αποτέλεσε έναν από τους βασικούς παράγοντες διαμόρφωσης της σκέψης και των μελετών του. Τα επόμενα χρόνια αφιερώθηκε στο συγγραφικό του έργο. Έως και το θάνατο του, στις 28 Απριλίου 1961, εξέδωσε ένα πλήθος βιβλίων, ενώ αρθρογράφησε με μεγάλη πυκνότητα στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Στο διάστημα 1938-1941 διηύθυνε τη «Βιβλιοθήκη Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων και Ποιητών» των αδελφών Ζαχαρόπουλου, γράφοντας προλόγους σε αρκετούς τόμους της σειράς. Την περίοδο της γερμανικής κατοχής οργανώθηκε στην αντίσταση μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ. Από το 1956, κλείνοντας και τον κύκλο των σχέσεων του με την Αριστερά, συμμετείχε στο Γενικό Συμβούλιο της ΕΔΑ.
Ο Γ. Κορδάτος αποτελεί έναν από τους πολυγραφότατους και πλέον γνωστούς διανοούμενους στην Ελλάδα του 20ού αιώνα. Η έκδοση της πολύτομης «Ιστορίας της Νεότερης Ελλάδας», αλλά και η συγγραφή ιστοριών για την αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο, καθώς και επιμέρους εργασιών, είναι ενδεικτικές της ανάγκης του να συγκροτήσει ένα μεγάλο αφήγημα για τηv ελληνική Ιστορία, μια μαρξιστική σύνθεση, με τους όρους κατανόησης και επεξεργασίας της μαρξιστικής σκέψης στον καιρό του Μεσοπολέμου, αντίθετο στο κυρίαρχο σχήμα του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Για το σκοπό αυτό συνέγραψε χιλιάδες σελίδες, υποπίπτοντας συχνά σε πολλά από τα ελαττώματα που αποδόθηκαν και στο έργο του κορυφαίου ιστορικού του 19ου αιώνα: πολιτική στοχοθεσία, ιδεολογική χρήση της Ιστορίας, ελλιπής χρήση των πηγών, απλουστεύσεις και αποσιωπήσεις.
Το συγγραφικό ιστορικό έργο του Γ. Κορδάτου εκτείνεται σε μεγάλο θεματολογικό και χρονολογικό εύρος: από την αρχαία Ελλάδα και τη Σαπφώ έως την αγροτική εξέγερση του 1910 στο Κιλελέρ και από την αρχαία τραγωδία έως την ελληνική κεφαλαιοκρατία και το δημοτικισμό. Ένα ογκώδες και επιβλητικό έργο, με αναθεωρήσεις και επανεκδόσεις, το οποίο ακολούθησε την πνευματική πορεία του δημιουργού του, εκκινώντας από τη μαρξιστική θεωρία σε ιδιότυπους και μοναχικούς δρόμους. Ο Κορδάτος είχε την τύχη να δει τα βιβλία του να γνωρίζουν πολύ σημαντική εκδοτική επιτυχία, που βρισκόταν σε αναντιστοιχία με τη σκληρή κριτική με την οποία τα υποδέχθηκαν οι διανοούμενοι της εποχής του. Η κριτική δεν αφορούσε μόνο τα λάθη, τις απλουστεύσεις και τα θεωρητικά σχήματα χωρίς επαρκή τεκμηρίωση, που εύκολα θα αναγνώριζε κανείς στις σελίδες των βιβλίων του, αλλά συνδεόταν, κυρίως, με την εκάστοτε πολιτική του τοποθέτηση, με τη διαφωνία προς τις απόψεις του, είτε από αριστερά είτε από δεξιά. Η νεότερη ιστοριογραφία αγνόησε, σε μεγάλο βαθμό, το έργο του Κορδάτου, με κύρια εξαίρεση τις μελέτες του για το εργατικό και αγροτικό κίνημα στη χώρα μας, μοναδικά σημεία αναφοράς για τα σχετικά ζητήματα επί πολλές δεκαετίες.
Σαράντα χρόνια μετά το θάνατο του, η συζήτηση για το έργο του Γιάννη Κορδάτου, την υποδοχή που συνάντησε αλλά και τους επιγόνους του, σε μεγάλο βαθμό, εκκρεμεί. Και εάν ο Κορδάτος, και λόγω του πρωτοποριακού χαρακτήρα του έργου του και της αποδοχής του, έχει σε σημαντικό βαθμό διαβαστεί και μελετηθεί -σημειώνω δύο ανέκδοτες διδακτορικές διατριβές για το έργο του (βλ. βιβλιογραφία)-, δεν συμβαίνει το ίδιο με έναν σεβαστό αριθμό μαρξιστών διανοουμένων του τέλους του 19ου και του 20ού αιώνα. Οι επιρροές που δέχτηκαν και κυρίως η πρόσληψη του μαρξισμού, το συγγραφικό τους έργο, η πολιτική λειτουργία τους, αλλά και η εξέλιξη της σκέψης τους, ιδιαίτερα στα μεταπολεμικά χρόνια, αποτελούν ζητούμενα μιας συζήτησης που θα μας επέτρεπε να κατανοήσουμε τους δρόμους της μαρξιστικής σκέψης στη χώρα μας, σε συνδυασμό με τις διαδρομές του κομμουνιστικού κινήματος (βλ. και το πρόσφατο αφιέρωμα του περιοδικού «Αρχειοτάξιο», έκδοσης των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, στον Σεραφείμ Μάξιμο).
Οι περισσότερες από τις συμβολές του σημερινού αφιερώματος επικεντρώνονται στο πρώτο βιβλίο που εξέδωσε, το 1924, ο Κορδάτος. Το γεγονός δεν είναι τυχαίο. Συνδέεται, αφ’ ενός, με τη σπουδαιότητα και τον πρωτοποριακό χαρακτήρα αυτού του βιβλίου, που προκάλεσε ποικίλες και αντιδιαμετρικά τοποθετημένες αντιδράσεις. Αφ’ ετέρου είναι ενδεικτική των ιστοριογραφικών επεξεργασιών που αφορούν το έργο του κομμουνιστή αυτού συγγραφέα και διανοούμενου, επεξεργασίες που εστιάζονται στην πρώτη περίοδο της δράσης του. Τόσο το κείμενο του Κώστα Σταμάτη για το νομικό Γιάννη Κορδάτο όσο και οι συμβολές του Γιώργου Μπουμπού, του Παναγιώτη Νούτσου και της Ρένας Σταυρίδη – Πατρικίου αφορούν τον Κορδάτο του Μεσοπολέμου, τον κομμουνιστή νεαρό διανοούμενο, ο οποίος δεν ενδιαφέρθηκε μόνο, σύμφωνα με τη γνωστή ρήση του Καρλ Μαρξ, να εξηγήσει τον κόσμο αλλά και να τον αλλάξει.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Συμπληρώνονται φέτος σαράντα χρόνια από τo θάνατο του Γ. Κορδάτου (Ζαγορά Πηλίου 1891- Αθήνα 1961), ενός από τα λιγοστά διανοούμενα στελέχη του ΣΕΚΕ(Κ), με μακρά θητεία στα διαδοχικά σχήματα της ηγεσίας του και με αξιόλογο συγγραφικό έργο που ξεπερνά το επίπεδο της επικαιρότητας για να διεισδύσει στο ιστορικό βάθος των προβλημάτων της. Στις συντεταγμένες της κομματικής ζωής εμπλουτίζει τη θεωρητική του σκευή, δείγματα της οποίας είχαν εμφανισθεί στο Ριζοσπάστη από το 1919 και στα Γράμματα το 1920 και αναδεικνύεται στον πρώτο αυτοδίδακτο ιστορικό που έχει κατανοήσει την ανάγκη των φιλοσοφικών και επιστημολογικών θεμελίων της έρευνας του. Ως υπεύθυνος «επί της πολιτικής» του Ριζοσπάστη (1920) και ως διευθυντής του (1921-1924) δεν αφομοιώθηκε από τις ιδιάζουσες απαιτήσεις της καθημερινής δημοσιογραφίας, αλλά βρήκε την αντοχή να συνθέσει ευρύτερες μελέτες για το αγροτικό ζήτημα, που δημοσιεύθηκαν στην Κομμουνιστικήν Επιθεώρησιν, όπου βέβαια θα καταχωρισθούν και άλλες μικρότερες εργασίες του (πολιτικές αναλύσεις, ιδεολογικές παρεμβάσεις, επισκοπήσεις της τρέχουσας πολιτικής ζωής και βιβλιοκριτικές). Λίγο πριν παραμερισθεί από την ηγεσία του ΚΚΕ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βασιλείου» η Κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, η πρώτη ιστορική μονογραφία με την οπτική του «ιστορικού υλισμού» και χωρίς την «ήρεμη εργασία του σπουδαστηρίου», όπως σημείωνε ο δημιουργός της στον επίλογο.
Το θέμα αυτό και ειδικότερα ο χαρακτήρας της Επανάστασης του Εικοσιένα απασχόλησε, στο περιθώριο συναφών προσεγγίσεων, και άλλα στελέχη του ΣΕΚΕ(Κ) ανακαλώντας κυρίως την πρόταση ερμηνείας του Σκληρού, προς τον οποίο ήδη είχε στραφεί και ο Κορδάτος επιδοκιμάζοντας τις αναλύσεις του Κοινωνικού μας ζητήματος που είχαν προκύψει με την «πιο θετική μέθοδο της αντικειμενικής κοινωνιολογίας». Εννοείται ότι η ιδρυτική γενιά του ΣΕΚΕ ξεχωρίζει το πρωτόλειο του Σκληρού από τα Σύγχρονα προβλήματα του Ελληνισμού, στα οποία διέκρινε τη θεωρητική δικαίωση του βενιζελισμού και τη συρρίκνωση της αυτοτελούς πολιτικής του αρτιγέννητου κόμματος της εργατικής τάξης. Πάντως, το ιστοριογραφικό πεδίο, από τις εύστοχες νύξεις του Κοινωνικού μας ζητήματος και τη μακρά συζήτηση που προκάλεσαν, φάνηκε ιδιαίτερα προνομιακό για την αντιπαράθεση των οπαδών της υλιστικής θεώρησης της Ιστορίας, με την αντίστοιχη ιδεαλιστική που ως τότε κατείχε στην ελληνική ιστορική έρευνα αδιαφιλονίκητα κυρίαρχη θέση.
Στην «Εισαγωγή» του βιβλίου του ο Κορδάτος οριοθετεί τη μέθοδο του σε σχέση με τους «ακοινωνιολογήτους» ιστορικούς ή τους «βατράχους της πατριδοκαπηλίας», που επιμένουν να εκτοπίζουν τον «υλιστικόν παράγοντα» για να προβάλλουν την «θέλησιν ωρισμένων προσώπων» ή «οιαδήποτε υποκειμενικά ιδεαλιστικά ελατήρια». Ο «ιστορικός υλισμός», όπως απέκτησε «επιστημονικήν» υπόσταση από τον Marx που αξιοποίησε τον «διαλεκτισμόν» του Hegel, μελετά τα στάδια που έχει διανύσει η ανθρώπινη κοινωνία («πρωτόγονος κομμουνισμός, δουλεία, φεουδαρχία, κεφαλαιοκρατία») ως αποτέλεσμα της «εξελίξεως των παραγωγικών σχέσεων των ανθρώπων», η εκάστοτε «μορφή της κοινωνίας, δηλαδή το πολιτειακόν καθεστώς, δεν είναι άλλο τι παρά η προσαρμογή των κοινωνικών σχέσεων των ανθρώπων μιας περιόδου προς τας εκάστοτε υλικάς συνθήκας». Τα «εργαλεία» (ή «μέσα παραγωγής» και «παραγωγικά μέσα»), με την τελειοποίηση τους προξενούν «δυσαναλογίαν» ανάμεσα στις οικονομικές και συνεπώς και τις κοινωνικές σχέσεις, με αναπόφευκτο «ορμητικόν ξέσπασμα» την κοινωνική επανάσταση. Η πάλη των τάξεων, έτσι, εκφράζει τον διαρκή πόλεμο ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, ιδίως όταν επέρχεται «τελεία διατάραξις της ισορροπίας των οικονομικών και κοινωνικών όρων». Στο σημείο αυτό ο Κορδάτος γνωστοποιεί τις πηγές του, οι οποίες άλλωστε είναι και προσιτές στην ελληνική γλώσσα: τον E. Ferri που συσχετίζει τον «νόμο» της πάλης των τάξεων με τη δαρβινική θεωρία τού «αγώνα υπάρξεως», τον Kautsky (Ηθική και υλιστική αντίληψις της Ιστορίας), τον Lafargue (Οικονομικός ντερμινισμός), τον Μπουχάριν (Η Θεωρία του ιστορικού υλισμού) και τον Λένιν (Τρία άρθρα για τον Μαρξισμό). Επισημαίνει επίσης τις παραποιήσεις του «ιστορικού υλισμού», μνημονεύοντας συνοπτικά την επιχειρηματολογία τους: για παράδειγμα, ο Ελευθερόπουλος που βλέπει τους μαρξιστές να διδάσκουν ότι η ανθρώπινη Ιστορία εξελίσσεται «εντελώς μηχανικώς» και ότι οι «μεγάλοι άνδρες» δεν παίζουν «απολύτως» κανένα ρόλο, αλλά και ο Σκληρός, που «πολλάκις δογματίζει κατά τρόπον αφόρητον» και στo επιθανάτιο έργο του διατυπώνει «τελείως» ιδεαλιστικές απόψεις για τον «ψυχικόν» και «ιστορικόν» παράγοντα της ανθρώπινης Ιστορίας.
Ως προς το κύριο πρόβλημα του Βιβλίου του, ο Κορδάτος παραπέμπει oto Κομμουνιστικό Μανιφέστο και δευτερευόντως στον Lafargue (Η εξέλιξις της ιδιοκτησίας) και διατείνεται ότι η αστική τάξη του τόπου μας, προϊόν των κεφαλαιοκρατικών παραγωγικών δυνάμεων κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, συγκρούεται με τις φεουδαρχικές παραγωγικές σχέσεις (που είχε επιβάλει η Τουρκοκρατία) και απελευθερώνει το μεγαλύτερο τμήμα της «τότε υποδούλου» Ελλάδος. Πολύ αργότερα, μετά το 1880, η «παλαιά αστική μετασχηματίζεται» «εις τάξιν κεφαλαιοκρατικήν» και συνακόλουθα η πάλη των τάξεων μετατίθεται «εντελώς προς το μέρος των κεφαλαιούχων και εργατών». Η σκοπιμότητα να μεταστοιχειωθεί η γνώση του άμεσου παρελθόντος σε διάγνωση των κινητήριων διεργασιών του παρόντος οδηγεί τον Κορδάτο στην αναμφίλογη βεβαιότητα, ότι στον καιρό του επαναστατική είναι «μόνον» η οργανωμένη εργατική τάξη, εφόσον
«δια της Κοινωνικής Επαναστάσεως» της θα καταστεί όχι απλώς ο «καταλύτης» των οικονομικών και πολιτικών δεσμών της, αλλά και ο «ελευθερωτής όλων των καταπιεζομένων μαζών».
Η Κοινωνική σημασία δημοσιεύεται σε μια περίοδο που ο Κορδάτος αρχίζει να αντιλαμβάνεται τις διαφορές του με τη νεότερη απ’ αυτόν γενιά της «μπολσεβικοποίησης» που ηγεμονεύει στο ΣΕΚΕ(Κ). Στο τρίτο έκτακτο συνέδριο του είχε αναλάβει τις εισηγήσεις για το αγροτικό και το πολιτικό πρόγραμμα, ενώ ήδη ήταν γνωστή η διαφωνία του για το «Μακεδονικό». Από την ανάλυση της «πολιτικοοικονομικής καταστάσεως», που είχε συντελεσθεί με το πρίσμα του «επαναστατικού μαρξισμού», είχε συναχθεί η ανάγκη να καταστεί το ΚΚ «κόμμα μαζών», χωρίς να παραμελήσει το «στάδιον της προπαγάνδας και της ζυμώσεως» σε μια χώρα που θέτει «πληθωρικήν» σειράν «καθηκόντων» στον πρόμαχο των διεκδικήσεων του «εργαζομένου λαού». Οι ενστάσεις, ήπιες ή όχι, επικεντρώνονται στον τρόπο εργασίας του Κορδάτου: απουσιάζει η «αναγλυφική μορφή του συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων», εφόσον ο εισηγητής «δεν είναι μπασμένος στη σύνθεση της αστικής κοινωνίας», αγνοούνται οι τρόποι με τους οποίους εκδηλώνεται η «κοινωνική κρίση» (όπως την εντείνουν οι πρόσφυγες και οι αγρότες) υπερτερεί η ιστορική αναδρομή σε βάρος της τωρινής «πολιτικής κρίσης» (δεν διευκρινίζεται το κοινωνικό περιεχόμενο του ανταγωνισμού των αστικών φατριών», δεν αποδίδεται η δέουσα προσοχή στον «φασισμό» και αποσιωπάται η ανάγκη της «παρανόμου προπαρασκευής» του κόμματος), υποβαθμίζεται η διεθνής θέση της χώρας και παρασιωπώνται οι «ιμπεριαλιστικές -επιρροές» που προεξοφλούν κινδύνους για νέα σύγκρουση στη Βαλκανική. Στο μείζον θέμα της «πολιτικής τακτικής» οι επικριτές δεν εμφανίζονται φειδωλοί σε διαπιστώσεις: η εισήγηση δεν απέχει «και πολύ» από την απόφαση του Φεβρουαρίου, εφόσον διέπεται από «υπολανθάνοντα σοσιαλδημοκρατισμόν» ή διαθέτει «πολύ ρεφορμισμό» και δεν εξετάζει «διαλεκτικώς» τη σχέση ανάμεσα στα «καθήκοντα» και τις υπάρχουσες δυνάμεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-
Ø Δημήτρης Δημητρόπουλος, «Γιάννης Κορδάτος καθοριστική παρουσία στη νεότερη ιστοριογραφία», στο Πρόσωπα του 20ού αιώνα, Έλληνες που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα, Αθήνα, Το Νέα «Νέα Σύνορα» 2000, σελ. 251-2S6.
-
Ø Άγγελος Ελεφάντης, Η Επαγγελία της Αδύνατης Επανάστασης. ΚΚΕ και Αστισμός στον Μεσοπόλεμο, 3η έκδοση, Αθήνα, Θεμέλιο, 2000.
-
Ø Φίλιππος Ηλίου, Η ιδεολογική χρήση της ιστορίας. Σχόλιο στη συζήτηση Κορδάτου-Ζεύγου, ανάτυπο από το περιοδικό Αντί, τεύχος 46 (1976)
-
Ø Δήμος Ν. Μέξης, Ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος και το Έργο του, Αθήνα, Μπουκουμάνης, 1975.
-
Ø Γιάννης Μηλιός. Ο Μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων, Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις Δοκίμια 5, 1996, σελ. 47-74.
-
Ø Γιώργος Δ. Μπουμπούς, Η ελληνική κοινωνία στην πρώιμη μαρξιστική σκέψη: Γ. Σκληρός, Γ. Κορδάτος (1907-1933/34), ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Αθήνα, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 1995.
-
Ø Παναγιώτης Νούτσος, Η Σοσιαλιστική Σκέψη στην Ελλάδα από το 1875 ως το 1974. Αθήνα. Γνώση, 1992, Β’ τόμος (β’ μέρος) και Γ΄ τόμος
-
Ø Zωή Σπανάκου, Η έννοια της ιστορικής νομοτέλειας στo μεσοπολεμικό έργο του Γιάννη Κορδάτου, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Αθήνα, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 1991
-
Ø Κώστας Σταμάτης, Ο νομικός Γιάννης Κορδάτος. Απόψεις Φιλοσοφία Δικαίου και Κράτους στο έργο του, Αθήνα, Οδυσσέας, 1989
Του ΠΑΛΛΑ ΒΑΓΓΕΛΗ
Δημοσιογράφου ΑΠΕ – ΜΠΕ