Πρόσφυγες και εργατικό-κομμουνιστικό κίνημα στην Κοκκινιά του Μεσοπολέμου. Μέρος Α: Δεκαετία 1920

«Η μεγάλη αυτή εργατούπολις…αποτελεί τον κυριότερον μοχλόν, ο οποίος κινεί την εμπορικήν και βιομηχανικήν ζωήν του Πειραιώς.» Έτσι περιέγραψε την Κοκκινιά η εφημερίδα «Ακρόπολις» στις 14 Φεβρουαρίου 1936. Και όχι άδικα. Η προσφυγούπολη της Κοκκινιάς δεν αποτελούσε απλά τον πολυπληθέστερο ίσως συνοικισμό της πρωτεύουσας, αλλά παρουσίαζε και ασυνήθιστα υψηλά –για την εποχή- ποσοστά συγκέντρωσης εργατικής τάξης. Πράγματι, στα μέσα της δεκαετίας του 1920, ο συνοικισμός της Κοκκινιάς, διέθετε περισσότερους «χειρώνακτες εργάτες» απ’ ότι οι συνοικισμοί του Βύρωνα, της Καισαριανής και της Νέας Ιωνίας μαζί!

Με το που πάτησαν το πόδι τους στις ελληνικές ακτές, οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και του Πόντου ήρθαν αντιμέτωποι με την πιο άγρια και στυγνή εκμετάλλευση από το κεφάλαιο, το οποίο είδε σε αυτούς ένα ιδιαίτερα ευάλωτο και χειραγωγήσιμο εργατικό δυναμικό, που καταναγκασμένο από τις ανάγκες της άμεσης επιβίωσης, θα ήταν έτοιμο να δεχθεί οποιασδήποτε όρους και συνθήκες εργασίας.

Ταυτόχρονα, οι εργοδότες προσέβλεπαν στο πλεονάζον προσφυγικό εργατικό δυναμικό προκειμένου να ξεφορτωθούν –ή τουλάχιστον να εξουδετερώσουν- ένα περισσότερο έμπειρο και μαχητικό προλεταριάτο, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί μέσα από τους εργατικούς αγώνες της προηγούμενης περιόδου.

Αντιμέτωπη με αυτή την κατάσταση η ΓΣΕΕ, που τότε βρισκόταν ακόμη υπό την ηγεσία των ταξικών δυνάμεων, έριξε ειδικό βάρος στην συνδικαλιστική οργάνωση των προσφύγων, ώστε να μπορέσουν και οι ίδιοι να διεκδικήσουν από καλύτερες θέσεις, πλάι στη ντόπια εργατική τάξη, λύσεις στο πλήθος των προβλημάτων που τους βασάνιζαν. Απευθυνόμενη στους πρόσφυγες εργαζομένους μέσα από τις στήλες του Ριζοσπάστη, η Συνομοσπονδία υπογράμμισε τη σημασία της οργάνωσής τους στα σωματεία: «Μέσα σε αυτά τα εργοστάσια που δουλεύετε 12 ώρες δουλειά σας δίνουνε ένα γελοίο ημερομίσθιο. Σας παύουνε χωρίς καμία δικαιολογία. Και με τα δυστυχήματα που σας συμβαίνουνε πολύ συχνά αρνούνται να σας αποζημιώσουνε. Η Γενική Συνομοσπονδία σαν ανώτερος οργανισμός της οργανωμένης εργατικής τάξεως δεν μπορεί να αδιαφορεί για τη σημερινή σας κατάσταση. Έχει υποχρέωση να σας βοηθήσει να οργανωθείτε και να διεκδικήσετε από το κεφάλαιον αυτά που κερδίσανε ως τώρα οι ντόπιοι εργάτες και ακόμα περισσότερα. Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται να ενδιαφερθείτε πρώτα εσείς οι ίδιοι για τον εαυτό σας. Είναι ανάγκη να οργανωθείτε…Είσαστε πολλοί και είναι λίγοι οι εκμεταλλευτές σας.»[i]

Πληθώρα στοιχείων γύρω από την συνδικαλιστική κίνηση, τις συνθήκες εργασίας και τους αγώνες στους χώρους δουλειάς, μπορεί να αντλήσει κανείς μέσα από τις συχνές και εκτεταμένες εργατικές ανταποκρίσεις του Ριζοσπάστη (γραμμένες μάλιστα πολλές φορές από τους ίδιους τους εργαζομένους). Μια ιδιαίτερα κατατοπιστική εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε στην βιομηχανία ταπητουργίας, για παράδειγμα, συναντάμε σε μια σειρά άρθρα που δημοσιεύτηκαν την περίοδο 1929-1931.

Ακολούθως, μαθαίνουμε πως, την εποχή εκείνη δραστηριοποιούνταν στη Κοκκινιά δύο μεγάλες επιχειρήσεις ταπητουργίας, η «Eastern Carpet» και η «Oriental Carpet». Οι εταιρίες αυτές διέθεταν ακόμη εργοστάσια στη Δραπετσώνα, τα Ταμπούρια και αλλού. Πρόκειται για σχετικά μεγάλες παραγωγικές μονάδες για τα δεδομένα της μεσοπολεμικής Ελλάδας, που απασχολούσαν από 300 έως 500 περίπου εργάτες-ιες η κάθε μία. Παράλληλα λειτουργούσαν και μικρότερες επιχειρήσεις με 20 έως 200 εργάτες-ιες. Συνολικά, ο αριθμός των εργαζομένων στον κλάδο ανέρχονταν σε 11.000.

Οι επιχειρήσεις αυτές απασχολούσαν τόσο προσφυγικό όσο και ντόπιο εργατικό δυναμικό. Το γεγονός δεν πέρασε ανεκμετάλλευτο από τους εργοδότες, οι οποίοι επέδειξαν ιδιαίτερη ευρηματικότητα στην αξιοποίηση των όποιων εθνικών-πολιτισμικών διαφορών μεταξύ τους, με σκοπό τη διάσπαση της ταξικής τους ενότητας: «ένα μέσο για να κρατούν τους εργάτες και τις εργάτριες χωρισμένους», δήλωσε ένας εργάτης στον Ριζοσπάστη, «οι επιχειρήσεις έχουν και την εθνικότητα. Έτσι ξεσηκώνουν τους Ρωμιούς ενάντια στους Αρμένηδες και τους Αρμένηδες ενάντια στους Ρωμιούς. Για να το πετύχουν αυτό μεταχειρίζονται το εξής κόλπο. Για επιστάτη των Ρωμιών βάζουν Αρμένη ευνοούμενό τους, για επιστάτη των Αρμενίων δε ένα Ρωμιό ευνοούμενό τους», κοκ.

Οφείλουμε σε αυτό το σημείο να τονίσουμε πως το Κομμουνιστικό Κόμμα έδωσε τότε μια τιτάνια μάχη με στόχο την κοινωνικοταξική χειραφέτηση των προσφυγικών λαϊκών μαζών, καταγγέλλοντας –στον αγώνα του να καταργήσει στην πράξη- τις διαχωριστικές γραμμές που επιδίωκε να επιβάλλει ο αστικός κόσμος μεταξύ των γηγενών και των προσφύγων εργαζομένων στη λογική του «διαίρει και βασίλευε». Στον αντίποδα, οι κομμουνιστές πρόβαλλαν την εξής θέση, που διατρανώθηκε σε όλους τους τόνους στον κομματικό Τύπο: «η Ελλάδα δεν διαιρείται σε ντόπιους και πρόσφυγες. Η Ελλάδα διαιρείται σε πλούσιους και φτωχούς, σε ανθρώπους που δε δουλεύουν και ζουν και σε ανθρώπους που ολημερίς και ολονυχτίς δουλεύουν και δεν μπορούν να ζήσουν…ο καθένας πρέπει να διαλέξει μεταξύ του πλουσίου πρόσφυγα που συνδυάζεται με τον πλούσιο ντόπιο και του φτωχού πρόσφυγα που σύντροφό του θα έχει το φτωχό ντόπιο εργάτη ή αγρότη.»[ii]

Επανερχόμενοι τώρα στις συνθήκες δουλειάς στη ταπητουργία: Η εργάσιμη μέρα για τους άντρες κυμαίνονταν από 9 έως 9½ ώρες, ενώ για τις γυναίκες έφτανε ακόμα και τις 15 ώρες με ελάχιστο μεροκάματο. Η πληρωμή δεν γινόταν ανάλογα με το χρόνο εργασίας (π.χ. με την ώρα, τη μέρα ή το μήνα), αλλά με βάση την ποσότητα που παρήγε ο κάθε εργαζόμενος (δηλαδή με το κομμάτι). Όσο για τους «νόμους περί προστασίας ανηλίκων», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ένας από τους εργάτες, «όπως και σε όλους τους εργατικούς κλάδους δεν υπάρχουν.»[iii]

Με αφορμή μια απεργιακή κινητοποίηση των ταπητουργών στη Κοκκινιά, τα Ταμπούρια και τη Δραπετσώνα το 1929, ο Ριζοσπάστης επανήλθε με ειδικό αφιέρωμα περιγράφοντας τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες δουλειάς, που ίσχυαν για τις γυναίκες εργαζόμενες. Ακολούθως, στο ρεπορτάζ συναντάμε «ολόκληρη την οικογένεια, από τα μικρότερα ως τις γριές να δουλεύουν όλες στα εργοστάσια, προ παντός οι ενήλικες και να φτάνουν στο σημείο να παίρνουν και τα παιδιά της αγκαλιάς με την κούνια τους και να την έχουν δίπλα τους για να μην υποχρεώνονται να σηκώνονται από τον αργαλειό…»[iv]

Το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι δεν αναγνωριζόταν στις εργάτριες, οι οποίες παρακολουθούνταν και ελέγχονταν συνεχώς από τους διάφορους επιστάτες, αρχιεργάτες ή άλλους ‘ευνοούμενους’ της εργοδοσίας. Για να εξασφαλίσουν τον έλεγχο ή τουλάχιστον να διασπάσουν τη συνοχή, την αλληλεγγύη και τις προσπάθειες οργάνωσης των γυναικών εργαζομένων, οι εργοδότες επιστράτευσαν διάφορα μέσα. Μια εργάτρια ανέφερε σχετικά: «Σύγχρονα, για να παραλύσουν κάθε κίνηση των εργατριών κοντά στα άλλα μέσα (π.χ. βαφτίζουν τα παιδιά μερικών εργατριών για να τις έχουν με το μέρος τους σε κάθε κίνηση) εξασκούν και τρομοκρατία και απειλούν με διώξιμο τις εργάτριες.»[v]

Η προσπάθεια συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργατριών στην ταπητουργία απέτυχε το 1927, για να επαναληφθεί δύο χρόνια αργότερα με περισσότερη επιτυχία.[vi]

Στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος συνέβαλλε αποφασιστικά και η παρέμβαση των κομμουνιστών σε επίπεδο κοινότητας. Τα πρώτα βήματα του ΚΚΕ στην Κοκκινιά την περίοδο 1925-1926 περιγράφονται στο βιογραφικό σημείωμα του Γ. Νικολαΐδη, ενός εκ των πρωταγωνιστών του εργατικού κινήματος της Κοκκινιάς του Μεσοπολέμου και υποψηφίου δημάρχου του ΚΚΕ στις τοπικές εκλογές. Ακολούθως, διαβάζουμε πως τα χρόνια εκείνα, ο Γ. Νικολαΐδης «παίρνει πρωτοβουλία και με τη βοήθεια ορισμένων συντρόφων δημιουργούν την Δημοκρατική Ένωση Προσφύγων με γραμματέα τον ίδιο…Η Ένωση αυτή έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη ανάπτυξη του Αριστερού Κινήματος» με παρουσία και παρέμβαση στα «προβλήματα τοπικά ή γενικότερα, σε επιστημονικές ή πολιτιστικές εκδηλώσεις», κλπ. Οι συνθήκες στις οποίες πραγματοποιήθηκε η πρώτη αυτή προσέγγιση του ΚΚΕ με στους πρόσφυγες δεν υπήρξαν οι ευνοϊκότερες. Ας μη λησμονούμε πως την ίδια περίοδο, στα πλαίσια της δικτατορίας του Πάγκαλου, οι διώξεις κατά των κομμουνιστών είχαν ενταθεί.[vii]

Δεν ήταν όμως αυτός ο μόνος αντίπαλος που είχε να αντιμετωπίσει το ΚΚΕ και το ταξικό εργατικό κίνημα τη δεκαετία του 1920.

Καταρχάς, είχαν να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις της ιδεολογικοπολιτικής ενσωμάτωσης που δρούσαν μέσα στους συνοικισμούς. Σχεδόν ταυτόχρονα με την άφιξη των προσφύγων, μια νέα «τάξη» εμφανίσθηκε μέσα από τις γραμμές τους, γνωστή και με τον λαοφιλή χαρακτηρισμό «προσφυγοπατέρες» ή «τζορμπατζίδες» (έλληνες πρόκριτοι και γαιοκτήμονες στην οθωμανική αυτοκρατορία). Τα μέλη της νέας αυτής κοινωνικής και οικονομικής «τάξης» ενσωματώθηκαν γρήγορα στο υπάρχον status quo, τοποθετούμενοι σε διευθυντικά πόστα τραπεζικών οργανισμών, Υπουργείων, της ΕΑΠ κ.α.[viii] Την ίδια στιγμή που η συντριπτική μάζα των συμπατριωτών τους, δοκιμαζόμενη από την πείνα και τη φτώχεια, πάλευε να λάβει έστω και ένα ελάχιστο μέρος των αποζημιώσεων που δικαιούταν, εκείνοι απολάμβαναν «ειδικής» μεταχείρισης, εξασφαλίζοντας προνομιακά δάνεια από την Εθνική Τράπεζα για την χρηματοδότηση επιχειρήσεων, κλπ. Διαμορφώθηκε έτσι μια «ελίτ» μεταξύ των προσφυγικών πληθυσμών. Η αποκατάσταση της ταξικής διάρθρωσης ανάμεσα στους πρόσφυγες (η αποκατάσταση της αστικής τάξης) προηγήθηκε κατά πολύ της αποκατάστασης των λαϊκών προσφυγικών μαζών σε μια στοιχειώδη «φυσιολογική» ζωή.[ix]

Η άρχουσα οικονομική, κοινωνική και πολιτική τους θέση στις προσφυγικές κοινότητες στηρίχθηκε εν πολλοίς στην εμφάνιση και λειτουργία δεκάδων προσφυγικών συλλόγων.

Οι προσφυγικοί σύλλογοι δεν αποτελούσαν ουσιαστικά υπολογίσιμες ομάδες πίεσης, ιδιαίτερα όσον αφορά αιτήματα, τα οποία ξεπερνούσαν τα όρια που τους επέτρεπε η ίδια τους η ενσωμάτωση στο υπάρχον πολιτικό σύστημα γενικά και στο Κόμμα των Φιλελευθέρων ειδικότερα. Ακόμη και όταν περιστασιακά αποστασιοποιούνταν, προσχηματικά ή μη, από μια ανοιχτά συμβιβαστική πολιτική, περιορίζονταν σε συστάσεις επιτροπών, διαβήματα διαμαρτυρίας και επισκέψεις σε βουλευτικά γραφεία. Η αποτελεσματικότητα τέτοιων πρακτικών ‘διεκδίκησης’ υπήρξε τουλάχιστον αμφίβολη. Προσφυγικές επιτροπές εμφανίζονταν συχνά στην πόρτα του ενός ή του άλλου Υπουργείου, ζητώντας ακρόαση από τον Υπουργό ή κάποιον ανώτερο υπάλληλο ώστε να εκθέσουν τα αιτήματά τους. Η απάντηση που εισέπρατταν ήταν συνήθως η ίδια: «την άλλη βδομάδα».[x]

Όλα τα παραπάνω αποτελούσαν πολιτικές δομές και μηχανισμούς, που είχαν ως κύρια λειτουργία τον περιορισμό και έλεγχο των αντιδράσεων των προσφύγων, την αποτροπή μετασχηματισμού των αποσπασματικών αντιδράσεων και διεκδικήσεών τους σε οργανωμένο, μαζικό, μαχητικό κίνημα, με πολιτικές προεκτάσεις και ταξικό περιεχόμενο. Ακόμα και η παραμικρή ‘παρέκκλιση’ από την καθιερωμένη οδό διοχέτευσης της λαϊκής δυσαρέσκειας αντιμετωπίζονταν με φόβο και καχυποψία. Γεγονός που διατυπώθηκε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο από την εφημερίδα Ελεύθερο Βήμα (φιλοκυβερνητική), η οποία με αφορμή τις προσφυγικές κινητοποιήσεις στα μέσα του 1930, έγραψε: «αι κυοφορούμεναι οχλαγογικαί σκηναί γύρω από τη προσφυγική δυσφορίαν πρέπει να ματαιωθούν χωρίς επιφυλάξεις. Υπάρχουν αρκεταί δεκάδες προσφύγων βουλευτών, αρμοδιοτάτων και επαρκεστάτων όπως ερμηνεύσουν τη κοινή γνώμη των εκλογέων τους. Οι δρόμοι δεν έχουν να κάμουν τίποτε εν προκειμένω.»[xi] Και όμως, με την πάροδο του χρόνου, οι «δρόμοι» θα αναδειχθούν σε πολύ αποτελεσματικότερο πεδίο διεκδίκησης από ότι οι δίοδοι των Υπουργείων, των πολιτικών γραφείων, των υπηρεσιών ή των κρατικά ενσωματωμένων και πολιτικά κηδεμονευόμενων προσφυγικών συλλόγων.

Εκτός των προαναφερθέντων όμως, το ΚΚΕ και το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα είχαν να αντιμετωπίσουν και τις δυνάμεις του συμβιβασμού, της ενσωμάτωσης στο συνδικαλιστικό κίνημα. Δυνάμεις, που αποθάρρυναν τους εργαζομένους από το να αγωνίζονται, αποδεχόμενοι μοιρολατρικά την εκμετάλλευση και ανάγοντας την ικανοποίηση των αιτημάτων τους σε ζήτημα φιλανθρωπίας των κρατούντων. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η επιστολή του Γενικού Γραμματέα της Ένωσης Εργατών Φορτοεκφορτωτών Λιμένος και Προλιμένων Πειραιά στην εφημερίδα Ακρόπολις, στην οποία, μεταξύ άλλων, ανέφερε: «Εμείς φυσικά δε ζητήσαμε να αντικατασταθεί το φτωχικό μας τραπέζι με το πλουσιοπάροχο των εφοπλιστών ή των μεγαλεμπόρων. Εμείς ζητάμε να μη μας αφαιρεθεί το λίγο μαύρο ψωμί που είναι και κείνο πένθιμο για να φαίνεται αρμονικό με το σύνολον της άλλης δυστυχίας μας…Η αξίωσίς μας περιορίζεται εις το λογικό όριο να μη μας στερήσουν το ψωμί μας…Και είναι άξιος αυτός ο λαός πάντα να θυσιάζεται, πάντα να λησμονιέται;…Κυβερνήτης καλός είναι εκείνος που δε χωρίζει τα παιδιά του σε ευνοούμενα και σε απόπαιδα, αλλά εκείνος που τα θεωρεί όλα παιδιά του και μοιράζει δίκαια τα αγαθά του σε αυτά για να μη γεννάει παράπονα…»[xii]

Οι όποιες επικλήσεις στα «αισθήματα φιλανθρωπίας» κράτους και εργοδοτών δεν φαίνεται να απέδωσαν. Τουναντίον, η ένταση της εκμετάλλευσης από τη μια και η αδιαφορία των αρμόδιων αρχών από την άλλη ήταν τέτοιας έκτασης, που συχνά προκάλεσε αντιδράσεις ακόμα και μεταξύ του αστικού Τύπου: «Κατά μήκος της Παλαιάς Κοκκινιάς, της μεγάλης αυτής συνοικίας του Πειραιώς, λειτουργούν τα βυρσοδεψία. Μέσα σε αυτά δουλεύει πλήθος εργατών υπό τας αθλιοτέρας συνθήκας, διότι τα κατ’ ευφημισμόν ονομαζόμενα εργοστάσια δεν είναι άλλο παρά τρώγλες, τάφοι εντός των οποίων είναι θαμμένοι οι βυρσοδέψαι ζωντανοί. Μέσα σε αυτούς τους τάφους οι εργάται δεν δουλεύουν 8 ώρες όπως ορίζουν οι συμβάσεις εργασίας, αι οποίαι αναπαύονται εις τα χρονοντούλαπα του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας άλλα όσας ώρας θέλουν οι εργοστασιάρχαι.» Όταν οι τελευταίοι δε πληροφορήθηκαν πως οι εργαζόμενοι αποφάσισαν να ιδρύσουν σωματείο «ηπείλησαν όσους θα γραφτούν στην οργάνωση ότι θα τους απολύσουν και θα τους πετάξουν στον δρόμο.» Να σημειωθεί πως οι εργοδότες ήταν επίσης προσφυγικής καταγωγής.[xiii]

Στο βαθμό που της αναλογούσε, η τοπική αυτοδιοίκηση μετείχε και αυτή στην προσπάθεια ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος, δίπλα στο κράτος, τους εργοδότες και τα ρεφορμιστικά συνδικάτα. Πράγματι, οι τοπικές αρχές, όπως και στη περίπτωση της Κοκκινιάς, ενέκριναν συχνά χρηματικά κονδύλια σε «φιλικά» προσκείμενα σωματεία, επιμελούνταν της στέγασής τους, γίνονταν χορηγοί στη συμμετοχή τους σε εργατικά συνέδρια, κοκ.[xiv]

Παρά τις αρχικές δυσκολίες, έως τα τέλη της δεκαετίας του 1920 οι πρώτοι σπόροι της ταξικής αφύπνισης είχαν ήδη τοποθετηθεί καλά μεταξύ των προσφύγων εργαζομένων της πόλης. Η εξέλιξη της σχέσης των προσφύγων με το εργατικό κίνημα κατά την πρώιμη αυτή περίοδο αποτυπώθηκε συνοπτικά σε άρθρο ενός πρόσφυγα κομμουνιστή στον Ριζοσπάστη (7 Μαρτίου 1928) με τίτλο τα «Εργατικά Συνέδρια και το καθήκον των προσφύγων».

«Είναι γνωστό», τόνισε ο συγγραφέας, «πως εμείς οι πρόσφυγες τα πρώτα χρόνια της εισροής μας, ποτισμένοι με το αφιόνι της μοιρολατρίας και φέρνοντας μαζί μας για μοναδικό εφόδιο τις θρησκοκοινωνικές μας προλήψεις και την άκρατο προσωπολατρία, συντρίμμια δε ως είμαστε, μπροστά στις άμεσες ανάγκες της συντήρησης μας, σταθήκαμε ξένοι ως προς τον εργατικό αγώνα, και πολλάκις διώχτες και εχτροί!! Και πρώτα-πρώτα οι πρόσφυγες εργάτες και μισθωτοί κατεβάσανε τα μεροκάματα και τους μισθούς γενικά, ζημιώνοντας έτσι γενικά τους ντόπιους, β) με την ανοργανωσιά μας αδυνατίσαμε και φέραμε περισπασμούς στο συνδικαλιστικό κίνημα σ’ όλη του την εξέλιξη. γ) Σπάσαμε τις απεργίες σε πολλούς κλάδους, δ) πολλάκις όργανα τυφλά των προσφυγοπατέρων μας στηρίζαμε την ίδρυση ξεχωριστών εργατοπροσφυγικών οργανώσεων (εθνικά καπνεργατικά σωματεία, Σιδηροδρομικοί Θεσσαλονίκης κλπ.).»

Τα δύο τελευταία χρόνια όμως «οι πρόσφυγες προλετάριοι πια, φύσει και θέσει, κάτω από την πίεση της πραγματικότητας μπήκαν αθρόα στις επαγγελματικές ενώσεις και πρωτοστάτησαν πολλάκις…». Κλείνοντας, υπογράμμισε: «Η μπουρζουαζία χτυπά γενικά την εργατική τάξη, μη ξεχωρίζοντας ντόπιους και πρόσφυγες.»[xv]

Στην αποτίμηση της συνδικαλιστικής δουλειάς του Κόμματος για την περίοδο από τον Γενάρη ως τον Απρίλη του 1927 αναφέρθηκαν πολλές περιπτώσεις οργάνωσης σε σωματεία ανοργάνωτων μέχρι τότε εργατών, όπως π.χ. στη βιομηχανία κλινών, στα πετρέλαια (Σελλ-Στάνταρ), στα λιμενικά έργα, στους καφεϋπαλλήλους, στους κουρείς και αλλού. Σε γενικές γραμμές παρατηρήθηκε «μια σταθερή ανύψωση του επαγγελματικού κινήματος.»[xvi] Την ίδια στιγμή, νέοι κομματικοί πυρήνες συγκροτήθηκαν σε κλάδους με μεγάλη συγκέντρωση προσφύγων εργατών, όπως για παράδειγμα στους υφαντουργούς και τους καπνεργάτες.[xvii]

Οι γενικότερες εξελίξεις στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα της χώρας μας δεν άφησαν ανεπηρέαστο τον Πειραιά. Κατά την πραξικοπηματική κατάληψη της ΓΣΕΕ στο 4ο Συνέδριο της Συνομοσπονδίας (Μάης 1928) ακυρώθηκαν συνολικά τα πληρεξούσια 12 σωματείων, ενώ η ψήφος άλλων 8 μετατράπηκε σε συμβουλευτική. Στα πλαίσια της νόθευσης του Συνεδρίου και της αλλαγής των συσχετισμών υπέρ της ρεφορμιστικής παράταξης μειώθηκαν ακόμη οι ψήφοι 12 εργατικών ενώσεων. Μεταξύ αυτών ήταν και τα σωματεία Υποδήσεως, Αρτεργατών «Περσεφόνη», Ταπητουργίας και Οικοδόμων Πειραιά. Συνολικά, οι ψήφοι των ταξικών σωματείων μειώθηκαν από 31 σε 12.[xviii]

Όταν ιδρύθηκε το Ενωτικό Εργατικό Κέντρο Πειραιά, μετρούσε στη δύναμή του 15 συνολικά εργατικές ενώσεις.[xix]

Το γεγονός αυτό έδωσε νέα ώθηση στους εργατικούς αγώνες. Το καλοκαίρι του 1929 ξέσπασε μεγάλη απεργία στον κλάδο της ταπητουργίας. Ο Γραμματέας της Ενωτικής Συνομοσπονδίας Η. Θωίδης κατέγραψε την εξέλιξη του απεργιακού αγώνα στην Κοκκινιά: «Στη συνοικία της Κοκκινιάς, που παρακολουθούσα προσωπικώς την απεργία…οι εργοστασιακές επιτροπές κάτω από την καθοδήγησή μας και με υποβοήθηση της πρωτοβουλίας τους εκ μέρους μας κατόρθωσαν να επεκτείνουν εντός δύο ημερών την απεργία σε όλα τα εργοστάσια της Κοκκινιάς, είκοσι τον αριθμό. Σημειωτέον ότι την δουλειά αυτή την κάναν πέντε εργοστασιακές επιτροπές.» Η απεργία έληξε με επιτυχία, αφού όχι μόνο πέτυχε τον αρχικό της σκοπό, ακυρώνοντας τη μείωση των ημερομισθίων που είχε ανακοινώσει η εργοδοσία, αλλά κατάφερε να αποσπάσει και σημαντικές αυξήσεις.[xx]

Μια ακόμη σημαντική παράμετρος της εν λόγω απεργίας υπήρξε η ουσιαστική συνδρομή εργατών από πιο πεπειραμένους στους αγώνες κλάδους (όπως π.χ. των υποδερματών) στην οργάνωση και διεξαγωγή της. Μια προχωρημένη πράξη ταξικής αλληλεγγύης, που δεν ήταν χωρίς προσωπικό κόστος, αφού σε πολλές περιπτώσεις οδήγησε στην απόλυση τους από τη δουλειά.[xxi]

Τα ταξικά συνδικάτα καλούσαν συχνά σε απεργίες αλληλεγγύης στο πλευρό συναδέλφων τους, που βρίσκονταν σε απεργιακή κινητοποίηση. Όταν για παράδειγμα η καπνοβιομηχανία «Γκλεν» προχώρησε σε απολύσεις στη Καβάλα, θέτοντας τη πόλη σε απεργιακό αναβρασμό, οι εργαζόμενοι του Πειραιά (καθώς και της Θεσσαλονίκης, κ.α.) κινητοποιήθηκαν άμεσα σε συμπαράσταση, οργανώνοντας συλλαλητήρια διαμαρτυρίας, κλπ.[xxii]

Σε περιόδους κινητοποιήσεων πραγματοποιούνταν οικονομικές εξορμήσεις με σκοπό την ενίσχυση ειδικών ‘απεργιακών ταμείων’, που στήνονταν προκειμένου να βοηθηθούν υλικά οι οικογένειες των απεργών ή να καλυφθούν έστω και μερικώς τα έξοδα διεξαγωγής του αγώνα. Ιδιαίτερα σημαντική ως προς αυτό υπήρξε η συνδρομή της Εργατικής Βοήθειας, η οποία πολλάκις παρείχε οικονομική και νομική κάλυψη στους απεργούς, καθώς επίσης στους συλληφθέντες, φυλακισθέντες ή εξορισθέντες εργαζομένους-θύματα της ταξικής πάλης.

Έτσι, όταν την 23η μέρα της απεργίας των κλωστοϋφαντουργών στο εργοστάσιο «Ρετσίνα» οι αρχές συγκρούστηκαν με τους εργάτες, με αποτέλεσμα την σύλληψη πέντε εξ αυτών, την οικονομική και νομική τους υποστήριξη ανέλαβε το τοπικό παράρτημα της Εργατικής Βοήθειας Κοκκινιάς.[xxiii] Το ίδιο συνέβη και κατά την απεργία των εργαζομένων του Πειραιά στο μέταλλο και αλλού.[xxiv]

 


[i] Ριζοσπάστης 19/10/1924

[ii] Ριζοσπάστης 7/9/1926

[iii] Ριζοσπάστης 22/3/1929

[iv] Ριζοσπάστης 1/7/1929

[v] Ριζοσπάστης 25/5/1931

[vi] Ριζοσπάστης 24/3/1929

[vii] Βιογραφικό Σημείωμα Γεωργίου Νικολαΐδη, στο Ηχογραφημένο Αρχείο ΠΕΑΕΑ Κοκκινιάς και ΚΟ Κοκκινιάς (Αρχείο ΚΚΕ)

[viii] Βλέπε Greek Refugee Settlement Commission (1926)

[ix] Ριζοσπάστης 25/4/1929, κ.α.

[x] Ριζοσπάστης 19/1/1929

[xi] Παρατίθεται στο Ριζοσπάστης 19/6/1930

[xii] Ακρόπολις 8/5/1929

[xiii] Ακρόπολις 13/8/1931

[xiv] Βλέπε σχετικά Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Ν Κοκκινιάς, 16η Συνεδρία, 28/12/1934, όπως και της 65ης Συνεδρίας, 4/2/1936, Αρχείο Δήμου Κοκκινιάς (Νίκαια)

[xv] Ριζοσπάστης 7/3/1928

[xvi] Έκθεση Δράσης της Τοπικής Επιτροπής Πειραιώς (Ιανουάριος-Απρίλης 1927), σελ.3 (Φάκελος 6), Αρχείο ΚΚΕ

[xvii] Έκθεση Δράσης της Τοπικής Επιτροπής Πειραιώς (Ιανουάριος-Απρίλης 1927), σελ.3 (Φάκελος 6), Αρχείο ΚΚΕ

[xviii] Ριζοσπάστης 11/5/1928

[xix] Ριζοσπάστης 14//4/1929

[xx] Ριζοσπάστης 2/7/1929

[xxi] Ριζοσπάστης 12/7/1929

[xxii] Ριζοσπάστης 23, 24, 25/7/1933. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε στο επόμενο κεφάλαιο.

[xxiii] Ριζοσπάστης 15/7/1933

[xxiv] Ριζοσπάστης 13/8/1935

*Το κείμενο είναι από παρουσίαση του βιβλίου «Ρήξη και Ενσωμάτωση» του Α. Γκίκα, που πραγματοποιήθηκε στις 13 Μαΐου στον πολιτιστικό πολυχώρο «Μάνος Λοΐζος» στη Νίκαια

Βλέπε επίσης:

Πρόσφυγες και εργατικό-κομμουνιστικό κίνημα στην Κοκκινιά του Μεσοπολέμου. Μέρος Β: Δεκαετία 1930

Βιβλίο: “Ρήξη και Ενσωμάτωση. Συμβολή στην Ιστορία του εργατικού-κομμουνιστικού κινήματος του Μεσοπολέμου, 1918-1936″