Αλβέρτου Αϊνστάιν «Γιατί Σοσιαλισμός»

(Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο 1 τεύχος του Αμερικανικού περιοδικού Monthly Review, το 1949)

Ας εξετάσουμε πρώτ’ απ’ όλα το ζήτημα αυτό από την άποψη της επιστημονικής γνώσης. Μπορεί να φανεί ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές μεθοδολογικές διαφορές ανάμεσα στην αστρονομία και την οικονομία: οι επιστήμονες και στους δύο τομείς προσπαθούν να ανακαλύ­ψουν τους νόμους, που έχουν γενική εφαρμογή σε ορισμένες ομάδες φαινομένων; για να κά­νουν την αμοιβαία σχέση των φαινομένων αυτών όσο γίνεται πιο κατανοητή. Αλλά τέτοιες με­θοδολογικές διαφορές υπάρχουν στην πραγματικότητα. Η ανακάλυψη των γενικών νόμων στον τομέα της οικονομίας είναι δυσκολότερη γιατί τα υπό παρατήρηση οικονομικά φαινόμε­να, επηρεάζονται συχνά από πολλούς παράγοντες, που είναι πάρα πολύ δύσκολο να εκτιμη­θούν ξεχωριστά. Εκτός από αυτό, η πείρα που συγκεντρώθηκε από την αρχή της λεγόμενης πολιτισμένης περιόδου της ανθρώπινης ιστορίας, υποβάλλονταν και υποβάλλεται, ως γνω­στόν, σε σοβαρές επιδράσεις και περιορισμούς όχι μόνο οικονομικού χαρακτήρα. Για παρά­δειγμα, οι περισσότερες μεγάλες δυνάμεις στην ιστορία οφείλουν την ύπαρξη τους στις κατα­κτήσεις. Οι λαοί κατακτητές εδραιώνονταν νομικά και οικονομικά ως προνομιούχα τάξη στην κατακτημένη χώρα… Πουθενά δεν έχει ξεπεραστεί πραγματικά εκείνο που ο Βέμπλεν απο­καλεί «ληστρική φάση» ανάπτυξης της ανθρωπότητας. Ορισμένα οικονομικά γεγονότα, που παρατηρούμε, αφορούν τη φάση αυτή και μάλιστα οι νόμοι, που μπορούμε να εξάγουμε από αυτά, δεν είναι εφαρμόσιμοι σε καμιά άλλη φάση. Δεδομένου ότι ο πραγματικός σκοπός του σοσιαλισμού είναι ακριβώς να ξεπεράσει τη «ληστρική φάση» στην ανάπτυξη της ανθρωπότη­τας και να προχωρήσει προς τα εμπρός, η οικονομική επιστήμη στη σημερινή κατάστασή της μπορεί να ρίξει μόνο ένα πολύ ασήμαντο φως στη σοσιαλιστική κοινωνία του μέλλοντος.

Δεύτερο, ο σκοπός του σοσιαλισμού είναι κοινωνικοηθικός. Η επιστήμη δεν μπορεί να δη­μιουργεί σκοπούς και είναι ακόμη λιγότερο ικανή να τους εμφυσήσει στους ανθρώπους. Το μέγιστο που μπορεί να κάνει η επιστήμη είναι να προσφέρει τα μέσα για την επίτευξη ορισμέ­νων σκοπών. Αλλά αυτοί καθαυτοί οι σκοποί επιτυγχάνονται από προσωπικότητες με υψηλά ηθικά ιδανικά και, αν οι σκοποί αυτοί δεν είναι θνησιγενείς αλλά βιώσιμοι και ισχυροί, τους υπo­στηρίζουν και τους αναπτύσσουν πολλοί άνθρωποι, που καθορίζουν εν μέρει υποσυνείδητα την αργή εξέλιξη της κοινωνίας.

Λόγω των αιτίων αυτών οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί και να μην υπερεκτιμούμε την επιστήμη και τις επιστημονικές μεθόδους, όταν η υπόθεση αφορά ανθρώπινα προβλήματα. Δεν πρέπει επίσης να σκεφτόμαστε ότι μόνο οι ειδικοί έχουν το δικαίωμα να διατυπώνουν τη γνώμη τους για τα ζητήματα οργάνωσης της κοινωνίας.

Τελευταία ακούγονται πάρα πολλές φωνές ότι η ανθρώπινη κοινωνία περνάει κρίση, ότι η σταθερότητά της έχει κλονιστεί σοβαρά. Η κατάσταση αυτή χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι τα άτομα αδιαφορούν ή ακόμα και εχθρεύονται τις μικρές ή μεγάλες ομάδες όπου ανή­κουν. Για να δείξω τι εννοώ, επιτρέψτε να επικαλεστώ την προσωπική μου πείρα. Πρόσφατα, συζητώντας με έναν έξυπνο και αξιόπιστο άνθρωπο για την απειλή πολέμου που, κατά τη γνώμη μου, θα αποτελούσε σοβαρό κίνδυνο για την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας, διαπί­στωσα ότι μόνο μια υπερεθνική οργάνωση μπορεί να μας προφυλάξει από τον κίνδυνο αυτό. Σχετικά με αυτό ο συνομιλητής μου, μου είπε πολύ ήρεμα και ψυχρά: «Μα γιατί φοβόσαστε τόσο την εξαφάνιση της ανθρώπινης φυλής;».

Είμαι βέβαιος ότι μόλις έναν αιώνα πριν κανείς δε θα έκανε παρόμοια παρατήρηση με τό­ση ευκολία. Πρόκειται για δήλωση ανθρώπου που μάταια προσπαθούσε να βρει ισορροπία μέ­σα του και έχασε πρακτικά την ελπίδα για επιτυχία. Ποια όμως είναι η αιτία; Υπάρχει διέξοδος;

Ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα προσωπικότητα και κοινωνικό ον. Ως προσωπικότητα πρo­σπαθεί να προστατεύσει τη δική του ύπαρξη και την ύπαρξη των οικείων του, να ικανοποιήσει τις προσωπικές τους επιθυμίες και να αναπτύξει τις ικανότητές του. Σαν κοινωνικό ον επιδιώ­κει να κερδίσει την αναγνώριση και την αγάπη των άλλων ανθρώπων, να συμμεριστεί τις χαρές τους, να τους παρηγορήσει στη λύπη, να καλυτερέψει τους όρους ζωής τους. Μόνο η ύπαρξη αυτών των διαφόρων, συχνά αντιφατικών επιδιώξεων καθορίζει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ανθρώπου και από τους ιδιόμορφους συνδυασμούς τους εξαρτάται ο βαθμός που το άτομο μπορεί να πετύχει την εσωτερική ισορροπία και να συμβάλει στην ευημερία της κοινωνίας. Εί­ναι εντελώς δυνατό η σχετική δύναμη των δυο αυτών επιδιώξεων να είναι βασικά προσδιορι­σμένη από την κληρονομικότητα. Αλλά η προσωπικότητα διαμορφώνεται οριστικά στο περι­βάλλον, όπου ο άνθρωπος βρίσκεται στη διαδικασία της ανάπτυξής του, από τη διάρθρωση της κοινωνίας όπου μεγαλώνει, από τις παραδόσεις της κοινωνίας αυτής, από το πώς εκτιμά τους διάφορους τύπους συμπεριφοράς. Η αφηρημένη έννοια «κοινωνία» σημαίνει για το ατo­μικό ανθρώπινο ον το σύνολο των άμεσων και έμμεσων αμοιβαίων σχέσεων με τους σύγχρο­νούς του και με όλες τις προηγούμενες γενεές. Το άτομο είναι σε θέση να σκέπτεται, να νοι­ώθει, να προσπαθεί να εργαστεί αυτοτελώς, αλλά εξαρτάται τόσο πολύ από την κοινωνία στη φυσική, διανοητική και συναισθηματική ύπαρξή του, που είναι αδύνατο να σκέπτεται γι’ αυτήν ή να την κατανοεί εκτός των πλαισίων της κοινωνίας. Η «κοινωνία» αυτή εξασφαλίζει στον άν­θρωπο τροφή, ενδυμασία, κατοικία, εργαλεία εργασίας, τον προικίζει με γλώσσα, με τις μορ­φές και το βασικό περιεχόμενο των σκέψεων. Η ζωή του είναι δυνατή χάρη στην εργασία και στα επιτεύγματα πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων στο παρελθόν και στο παρόν, όλων εκεί­νων που κρύβονται πίσω από τη μικρή λέξη «κοινωνία» …

0 άνθρωπος κατά τη γέννησή του χάρη στην κληρονομικότητα αποκτά βιολογική σύστα­ση, που πρέπει να τη θεωρούμε καθορισμένη και αμετάβλητη, η οποία περιλαμβάνει φυσικές επιδιώξεις που είναι χαρακτηριστικές για τα ανθρώπινα όντα. (Όπως αναφέραμε παραπάνω, η βιολογική φύση του ανθρώπου δεν μπορεί να αλλάξει για πρακτικούς λόγους). Εκτός από αυ­τό, στη διάρκεια της ζωής του αποκτά πολιτιστική ψυχοσύνθεση, που την παίρνει από την κοι­νωνία μέσω της επικοινωνίας και με πολλά άλλα είδη επίδρασης… Η κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπινων υπάρξεων μπορεί να διαφέρει πολύ ανάλογα με τα επικρατούντα πολιτιστικά πρότυπα και τύπους οργάνωσης που κυριαρχούν στην κοινωνία. Σε αυτό ακριβώς βασίζουν τις ελπίδες όσοι επιδιώκουν να καλυτερέψουν την τύχη του ανθρώπου: οι άνθρωποι δεν είναι κα­ταδικασμένοι λόγω της βιολογικής τους ψυχοσύνθεσης να αλληλοεξοντώνονται ή να παραδί­δονται στο έλεος της σκληρής και αναπόφευκτης μοίρας.

Αν αναρωτηθούμε πώς πρέπει να αλλάξουμε τη διάρθρωση της κοινωνίας και του πολιτι­σμού της για να γίνει πιο ευνοϊκή η ανθρώπινη ζωή, πρέπει να θυμούμαστε ότι πάντα υπάρ­χουν ορισμένες συνθήκες που δεν μπορούμε να τις αλλάξουμε. Πολύ περισσότερο, οι τεχνo­λογικές και δημογραφικές διαδικασίες μερικών τελευταίων αιώνων δημιούργησαν συνθήκες που είναι επίσης αμετάβλητες. Στις περιοχές με μόνιμο και πυκνό πληθυσμό η παραγωγή των αναγκαίων για τη ζωή αγαθών προϋποθέτει υποχρεωτικά τον καταμερισμό της εργασίας και μια μεγάλη συγκέντρωση παραγωγικού μηχανισμού. Η εποχή που τα άτομα ή συγκριτικά μι­κρές ομάδες μπορούσαν να έχουν πλήρη επάρκεια, η οποία όταν κοιτάμε στα περασμένα μας φαίνεται τόσο ειδυλλιακή, έφυγε μια για πάντα. θα είναι απλώς μια μικρή υπερβολή αν πούμε ότι από την άποψη της παραγωγής και κατανάλωσης η ανθρωπότητα αποτελεί σήμερα κιόλας μια παγκόσμια κοινότητα.

Τώρα μπορώ να προσδιορίσω σύντομα την ουσία της σημερινής κρίσης. Πρόκειται για τη στάση του ατόμου απέναντι στην κοινωνία. Το άτομο συνειδητοποιεί σε μεγαλύτερο βαθμό παρά ποτέ άλλοτε την εξάρτησή του από την κοινωνία. Όμως δεν εκλαμβάνει την εξάρτηση αυτή ως θετικό φαινόμενο, ως οργανική σχέση, ως προστατευτική δύναμη, αλλά μάλλον ως απειλή κατά των φυσικών του δικαιωμάτων ή ακόμα και κατά της οικονομικής του ύπαρξης. Πολύ περισσότερο, η θέση του στην κοινωνία είναι τέτοια που οι εγωιστικές επιδιώξεις του αυξάνουν συνεχώς, ενώ οι κοινωνικές, πιο αδύνατες από τη φύση τους επιδιώξεις του, όλο και πιο πολύ καταρρέουν. Όλοι οι άνθρωποι ανεξάρτητα από τη θέση τους στην κοινωνία υποφέ­ρουν από τη διαδικασία αυτή. Αιχμάλωτοι του εγωισμού τους, χωρίς οι ίδιοι να το αντιλαμβάνo­νrαι, νοιώθουν ανυπεράσπιστοι, μοναχικοί, στερημένοι από την ικανότητα, με αφέλεια, απλά και απερίσκεπτα να χαίρονται τη ζωή. 0 άνθρωπος μπορεί να βρει νόημα στη ζωή – που είναι τόσο σύντομη και γεμάτη κινδύνους – μόνο αφιερώνοντας τον εαυτό του στην κοινωνία.

Η οικονομική αναρχία της καπιταλιστικής κοινωνίας, όπως υπάρχει σήμερα, είναι κατά τη γνώμη μου η πραγματική πηγή του κακού. Βλέπουμε μια τεράστια μάζα παραγωγών που πα­σχίζουν ακατάπαυστα να αφαιρέσουν ο ένας από τον άλλο τους καρπούς της συλλογικής εργασίας τους – όχι με τη βία, αλλά σύμφωνα με τους νόμιμα καθιερωμένους κανόνες. Από την άποψη αυτή είναι σημαντικό ότι τα μέσα παραγωγής, δηλαδή όλες οι παραγωγικές δυνάμεις, απαραίτητα για την παραγωγή καταναλωτικών εμπορευμάτων, καθώς και οι ολοένα νέες επενδύσεις μπορούν να είναι νόμιμα και κατά το μεγαλύτερο μέρος αποτελούν ατομική ιδιοκτησία ξεχωριστών προσώπων.

Για απλοποίηση θα αποκαλώ στη συνέχεια «εργάτες» όσους δεν ανήκουν στους ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής, αν και αυτό δεν αντιστοιχεί πλήρως στη συνηθισμένη χρήση του όρου αυτού. 0 ιδιοκτήτης μέσων παραγωγής είναι σε θέση να αποκτά εργατική δύναμη. Χρησιμοποιώντας τα μέσα παραγωγής, ο εργάτης παράγει νέα εμπορεύματα που γίνονται ιδιοκτησία του καπιταλιστή. Εδώ έχει ακριβώς σημασία η συσχέτιση της πραγματικής αξίας αυτού που ο εργάτης παράγει και εκείνου που του πληρώνουν. Όσο καιρό η σύμβαση εργασίας είναι «ελεύθερη», αυτό που παίρνει ο εργάτης δεν καθορίζεται από την πραγματική αξία των παραγόμενων από αυτόν εμπορευμάτων, αλλά από τις ελάχιστες ανάγκες του και την προσφορά και ζήτηση εργατικής δύναμης από τους καπιταλιστές. Έχει σημασία να καταλάβουμε ότι ακόμη και στη θεωρία η αμοιβή του εργάτη δεν καθορίζεται από την αξία αυτού που έχει παράγει.

Βρισκόμαστε μπροστά στην τάση του ιδιωτικού κεφαλαίου προς την όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση. Εν μέρει λόγω του ανταγωνισμού των καπιταλιστών, εν μέρει γιατί η ανάπτυξη της τεχνολογίας και ο αυξανόμενος καταμερισμός της εργασίας ενθαρρύνουν το σχηματισμό μεγαλύτερων παραγωγικών μονάδων σε βάρος των μικρών. Αποτέλεσμα της ανάπτυξης αυτής είναι η ολιγαρχία του ιδιωτικού κεφαλαίου, η κολοσσιαία εξουσία του οποίου δεν μπορεί να ελέγχεται αποτελεσματικά ακόμη και σε μια δημοκρατική κοινωνία. Αυτό συμβαίνει, γιατί τα μέλη των νομοθετικών οργάνων εκλέγονται από τα πολιτικά κόμματα, τα οποία χρηματοδοτούνται και επηρεάζονται βασικά από τους ιδιώτες επιχειρηματίες, που επιδιώκουν για πρακτικούς σκοπούς να απομακρύνουν το εκλογικό σώμα από τους νομοθέτες. Σαν αποτέλεσμα οι αντιπρόσωποι του λαού δεν υπερασπίζονται αποτελεσματικά τα συμφέροντα των μη προνομιούχων ομάδων του πληθυσμού. Πολύ περισσότερο, στις υπάρχουσες συνθήκες οι ιδιώτες επιχειρηματίες ελέγχουν αναπόφευκτα τις κύριες πηγές πληροφόρησης (τύπο, ραδιόφωνο, εκπαίδευση). Για το λόγο αυτό, ο απλός πολίτης είναι πολύ δύσκολο και στις περισσότερες περιπτώσεις απλώς αδύνατο να καταλήξει σε αντικειμενικά συμπεράσματα και να ασκεί με εξυπνάδα τα πολιτικά του δικαιώματα.

Η κατάσταση που επικρατεί στην οικονομία, βασιζόμενη στην καπιταλιστική ατομική ιδιοκτησία, χαρακτηρίζεται επομένως από δυο κύριες αρχές: πρώτο, τα μέσα παραγωγής (κεφάλαιο), αποτελούν ατομική ιδιοκτησία και οι ιδιοκτήτες τα διαχειρίζονται κατά την κρίση τους. Δεύτερο, η σύμβαση εργασίας είναι ελεύθερη. Φυσικά από την άποψη αυτή δεν υπάρχει καθαρή καπιταλιστική κοινωνία.

Πρέπει ιδιαίτερα να σημειώσουμε ότι οι εργάτες, χάρη στη μακροχρόνια και έντονη πολιτική πάλη σημείωσαν επιτυχίες εξασφαλίζοντας σε ορισμένες κατηγορίες εργατών «βελτιωμένη» μορφή ελεύθερης σύμβασης εργασίας. Αλλά η σημερινή οικονομία στο σύνολό της διαφέρει κατά πολύ από τον «καθαρό» καπιταλισμό.

Η παραγωγή πραγματοποιείται για χάρη του κέρδους και όχι για το όφελος, αλλά δεν υπάρχει εγγύηση ότι όλοι, όσοι θέλουν και μπορούν να εργαστούν, θα μπορέσουν σίγουρα να βρουν δουλειά. Σχεδόν πάντα υπάρχει στρατιά ανέργων. 0 εργάτης φοβάται συνεχώς να μη χάσει τη δουλειά του. Επειδή οι άνεργοι και οι χαμηλόμισθοι εργάτες δεν αποτελούν προσο­δοφόρα αγορά, η παραγωγή καταναλωτικών εμπορευμάτων είναι περιορισμένη με αποτέλε­σμα να υπάρχουν σοβαρές δυσκολίες. Η τεχνική πρόοδος οδηγεί συχνά στην αύξηση της ανεργίας και όχι στην ελάφρυνση από τα βάρη της εργασίας. 0 προσανατολισμός στο κέρδος σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό των καπιταλιστών είναι η αιτία της αστάθειας στη συσσώ­ρευση και τη χρησιμοποίηση του κεφαλαίου, πράγμα που οδηγεί σε όλο και πιο σοβαρές κα­ταστάσεις ύφεσης. 0 απεριόριστος ανταγωνισμός οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη σπατάλη εργασίας και έτσι παραμορφώνει την κοινωνική συνείδηση των ανθρώπων, όπως ανάφερα πιο πάνω.

Θεωρώ την παραμόρφωση αυτή των προσωπικοτήτων το μεγαλύτερο κακό του καπιταλι­σμού. Ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα πάσχει από αυτό το κακό. Το υπέρμετρο αίσθημα του ανταγωνισμού εμφυτεύεται στους φοιτητές, που τους μαθαίνουν να θέτουν υπεράνω την επιτυχία, ως προετοιμασία για τη μελλοντική καριέρα.

Είμαι πεισμένος ότι μόνο ένας δρόμος υπάρχει για να μπει τέλος σε όλο αυτό το κακό, δη­λαδή τη δημιουργία της σοσιαλιστικής οικονομίας με το αντίστοιχο σε αυτή σύστημα παιδείας, προσανατολισμένης σε κοινωνικούς σκοπούς. Σε μια τέτοια οικονομία η κοινωνία κατέχει τα μέσα παραγωγής και τα διαχειρίζεται με βάση το σχεδιασμό. Η σχεδιασμένη οικονομία πρo­σαρμόζει την παραγωγή στις ανάγκες της κοινωνίας, κατανέμει την εργασία στους ικανούς για εργασία και εγγυάται τα μέσα προς το ζειν για κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί. Αντί για την εξύμνηση της εξουσίας και της επιτυχίας, όπως γίνεται στη σημερινή μας κοινωνία, η παιδεία που συμπληρώνεται με την ανάπτυξη των εσωτερικών ικανοτήτων της προσωπικότητας, θα αποβλέπει στην ανάπτυξη σε αυτή της συναίσθησης της ευθύνης για τους άλλους ανθρώ­πους.

Ωστόσο, πρέπει να θυμούμαστε ότι η σχεδιασμένη οικονομία δε σημαίνει ακόμα σοσιαλι­σμός. Η σχεδιασμένη οικονομία αυτή καθεαυτή μπορεί να συνοδεύεται από την πλήρη υπo­δούλωση της προσωπικότητας. Η επίτευξη του σοσιαλισμού απαιτεί την επίλυση ορισμένων εξαιρετικά δύσκολων κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων. Πώς, λόγου χάρη, παίρνοντας υπό­ψη το βάθεμα της συγκέντρωσης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας θα αποτραπεί η με­τατροπή της γραφειοκρατίας σε δύναμη που κατέχει την πλήρη εξουσία. Πώς θα προστατευ­τούν τα δικαιώματα του ατόμου και ταυτόχρονα να υπάρχει εγγύηση ενός δημοκρατικού αντί­βαρου στην εξουσία της γραφειοκρατίας. Οι σκοποί και τα προβλήματα του σοσιαλισμού δεν είναι τόσο απλά και η σαφής κατανόησή τους έχει μέγιστη σημασία στο μεταβατικό μας αιώ­να. Δεδομένου ότι στις σημερινές συνθήκες η ελεύθερη, ανεμπόδιστη συζήτηση των πρo­βλημάτων αυτών βρίσκεται πρακτικά υπό απαγόρευση, νομίζω ότι η έκδοση του περιοδικού αυτού («Monthy review») Θα προσφέρει στην κοινωνία μεγάλη υπηρεσία.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ για τη «Βία και Νομιμότητα» (14 Μαΐου 1902)

Παρά πολλά ειπώθηκαν, τον τελευταίο καιρό, για την οριστική πια αδυναμία μας να χρησιμοποιήσουμε «επα­ναστατικά μέσα παλιού τύπου». Μα ποτέ δε μας είπαν τι εννοούν μ’ αυτά τα μέσα, ούτε και με τι θα αντικαταστήσουν.

Έτσι, με την ευκαιρία της βελγικής μας ήττας[1], φέρνουν σε αντίθεση προς τα «επαναστατικά μέσα» – και πρώτα απ’ όλα, προς τη βίαιη επανάσταση, προς τις μάχες των δρόμων -την καθημερινή οργάνωση και μόρφωση των μαζών. Αλλά είναι παράλογο να θέτουμε έτσι το’ ζήτημα, για τον απλούστατο λόγο ότι η οργάνωση και η μόρφωση από μόνες τους δεν είναι ακόμη αγώνας, παρά είναι απλά προπαρα­σκευαστικά μέσα για τον αγώνα, και σαν τέτοια, είναι απαραίτητα τόσο στην επανάσταση, όσο και σε κάθε άλλη μορφή του εργατικού αγώνα. Η οργάνωση και η μόρφωση, αυτές καθεαυτές, δεν κάνουν περιττή την πολιτική πάλη, παρόμοια όπως η δημιουργία συνδικάτων και η είσπραξη των συνδρομών των μελών δεν κάνουν περιττούς τους αγώνες για το μεροκάματο ή τις απεργίες …

… Στην απόφαση που πήραν μερικοί ν’ αντικαταστήσουν μόνο με την κοινοβουλευτική δράση κάθε χρησιμοποίηση βίας στην προλεταριακή πάλη, το πιο παράξενο είναι η ιδέα ότι τάχα η επανάσταση μπορεί να γίνει αυθαίρετα. Ξεκι­νώντας από την αντίληψη αυτή, πιστεύουν ότι μπορούμε να κηρύξουμε ή να μην κηρύξουμε τις επαναστάσεις, να τις ετοιμάσουμε ή να τις αναβάλουμε, φθάνει μόνο να τις θεωρούμε ωφέλιμες ή περιττές ή βλαβερές, ότι αν θα γίνουν ή δε θα γίνουν επαναστάσεις στις καπιταλιστικές χώρες, εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από την πεποίθηση που θα επικρατεί στη σοσιαλδημοκρατία. Όσο περισσότερο η νομιμόφρονη θεωρία του σοσιαλισμού υποτιμάει τη δύναμη του εργατικού κόμματος σε άλλα ζητήματα, άλλο τόσο την υπερτιμάει σε τούτο το σημείο.

Η ιστορία όλων των επαναστάσεων που έγιναν στα περασμένα μας δείχνει ότι τα μεγάλα λαϊκά κινήματα δεν είναι καθόλου ένα αυθαίρετο και ενσυνείδητο δημιούργημα των λεγόμενων «αρχηγών» ή των «κομμάτων», καθώς φαντάζονται οι αστυνομικοί και οι επίσημοι αστοί ιστο­ριογράφοι, αλλά είναι αυθόρμητα κοινωνικά φαινόμενα, γεννημένα από μια δύναμη φυσική που πηγάζουν από τον ταξικό χαρακτήρα της σύγχρονης κοινωνίας. Η ανάπτυξη της σοσιαλδημοκρατίας σε τίποτε δεν άλλαξε τα πράγματα, και ο δικός της ρόλος δεν είναι να χαράζει νόμους στην ιστορική εξέλιξη της πάλης των τάξεων, αλλά ανίθετα να μπαίνει στην υπηρεσία αυτών των νόμων, χρησιμοποιώντας τους για τους σοσιαλιστικούς σκοπούς. Αν η σοσιαλδημοκρατία αντιστε­κόταν στις επαναστάσεις, που παρουσιάζονται σαν ιστορική ανάγκη, το μόνο αποτέλεσμα θα ήταν να μετατραπεί από εμπροσθοφυλακή σε οπισθοφυλακή, εμπόδιο ανίσχυρο στην πάλη των τάξεων. Μα η πάλη των τάξεων στο τέλος θα θριάμβευε είτε έτσι είτε αλλιώς, χωρίς τη σοσιαλδημοκρατία και, αν χρειαζόταν, ενάντια της.

Φτάνει να καταλάβουμε τα απλά αυτά πράγματα για να δούμε ότι το ζήτημα: επανάσταση ή νόμιμο πέρασμα στο σοσιαλισμό είναι καθαρά και κατά κύριο λόγο ζήτημα όχι σοσιαλδημοκρατικής τακτικής, αλλά ιστορικής εξέλιξης. Μ’ άλλα λόγια, βγάζοντας την επανάσταση έξω απ’ την ταξική πάλη του προλεταριάτου, οι οπορτουνιστές μας ισχυρίζονται, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ότι η βία έπαψε να είναι ένας συντελεστής της νεώτερης ιστορίας.

Αυτό είναι το θεωρητικό βάθος του ζητήματος. Φτάνει να διατυπώσουμε μόνο την ιδέα αυτή, για να γίνει ολοφάνερος ο παραλογισμός της. Η βία, από τότε που εμφανίστηκε η «αστική νομιμότητα», ο κοινοβουλευτισμός, όχι μονάχα δεν έπαψε να παίζει έναν ιστορικό ρόλο, αλλά είναι και σήμερα επίσης, όπως και σε όλες τις προηγούμενες εποχές, η βάση της κυρίαρχης πολιτικής τάξης. Το καπιταλιστικό κράτος στο σύνολο του βασίζεται στη βία. Η στρατιωτική του οργάνωση είναι αυτή καθεαυτή μια χειροπιαστή απόδειξη. Ο οπορτουνιστικός δογματισμός πρέπει πραγματικά να έχει θαυματουργά χαρίσματα για να μην το βλέπει αυτό.

Μα είναι οι ίδιες ακόμη οι εκδηλώσεις της «νομιμότη­τας» που δίνουν αρκετές αποδείξεις γι’αυτό. Ή καλύτερα: τι άλλο παρά βία είναι στην ουσία της η αστική νομιμότητα;

Όταν έναν «ελεύθερο πολίτη», παρά τη θέληση του, με τον εξαναγκασμό, τον κλείνει ένας άλλος πολίτης σ’ ένα μέρος στενό και ακατοίκητο, κι όταν τον κρατάν εκεί πέρα κάμποσο καιρό – όλοι καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι μια πράξη βίας. Μα από τη στιγμή που η ενέργεια αυτή θα γίνει δυνάμει ενός ενιαίου βιβλίου, που λέγεται Ποινικός Νόμος, και το μέρος αυτό ονομαστεί «Πρωσσική Βασιλική Φυλα­κή», μετατρέπεται αμέσως σε πράξη ειρηνικής νομιμότητας. Αν ένας άνθρωπος εξαναγκαστεί από ένα άλλο, παρά τη θέληση του, να σκοτώνει συστηματικά τους συνανθρώπους του, αυτό είναι πράξη βίας. Μα από τη στιγμή που αυτό θα ονομαστεί «στρατιωτική υπηρεσία», ο καλός πολίτης φαντάζεται ότι αναπνέει τον αέρα της ειρήνης και της νομιμότητας. Αν ένα πρόσωπο παρά τη θέληση του το στερήσουν άλλοι από ένα μέρος της ιδιοκτησίας του και του εισοδήματος του, κανένας δε θα διστάσει να πει ότι αυτό είναι μια πράξη βίας. Μα από τη στιγμή που αυτή η ληστεία θα ονομαστεί «είσπραξη άμεσων φόρων», πρόκειται μονάχα για εφαρμογή του νόμου.

Κοντολογής, ό,τι παρουσιάζεται στα μάτια μας για αστική νομιμότητα δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η βία της κυρίαρχης τάξης ανυψωμένη εκ των προτέρων σ’ επιτακτικό κανόνα. Από τη στιγμή που οι διάφορες πράξεις βίας καθορίστηκαν σαν υποχρεωτικός κανόνας, το πράγμα αντικαθρεπτίζεται από την ανάποδη στο κεφάλι των αστών νομομαθών, καθώς και στο κεφάλι των οπορτουνιστων σοσιαλιστών: η «έννομος» τάξη παρουσιάζεται σαν ένα ανεξάρτητο δημιούργημα της «δικαιοσύνης» και η βία του κράτους σα μια απλή της συνεπεία, σα μια «κύρωση» των νόμων. Στην πραγματικότητα η αστική νομιμότητα (και ο κοινοβουλευτισμός σα νομιμότητα εν τω γίγνεσθαι) είναι ίσα-ίσα μια ορισμένη μορφή, που παίρνει η πολιτική βία της αστικής τάξης, της βίας που πάλι φυτρώνει πάνω στο οικονομικό έδαφος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Έτσι λοιπόν βλέπουμε πως όλη η θεωρία του νομι-μόφρονος σοσιαλισμού είναι καθαρή φαντασιοκοπία. Ενώ οι άρχουσες τάξεις στηρίζονται σε κάθε τους ενέργεια στη βία, μόνο το προλεταριάτο θα έπρεπε να αρνηθεί από την αρχή και για πάντα τη χρησιμοποίηση της βίας στην πάλη του εναντίον αυτών των τάξεων. Ποιο λοιπόν τρομερό σπαθί θα χρησιμοποιήσει για να ανατρέψει τη βία που κυβερνάει; Την ίδια εκείνη νομιμότητα που δίνει στη βία της αστικής τάξης τη σφραγίδα του επιτακτικού και παντοδύναμου κοινωνικού κανόνα.

Το πεδίο της αστικής νομιμότητας, του κοινοβουλευ­τισμού είναι όχι μόνον πεδίο κυριαρχίας της καπιταλιστι­κής τάξης, μα και πεδίο μάχης που διασταυρώνονται οι ανταγωνισμοί μεταξύ προλεταριάτου και αστών. Μα όπως η «έννομος τάξις» δεν είναι για την αστική τάξη τίποτε άλλο παρά η έκφραση της δικής της βίας, έτσι και η κοινοβου­λευτική πάλη για το προλεταριάτο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η τάση του να ανεβάσει στην εξουσία τη δική του βία. Αν πίσω από τη νόμιμη και κοινοβουλευτική μας δράση δεν υπάρχει η βία της εργατικής τάξης, έτοιμη να μπει σ’ ενέργεια μόλις χρειαστεί, η κοινοβουλευτική δράση της σοσιαλδημοκρατίας καταντάει παιχνίδι τόσο έξυπνο, όσο και το κουβαλημα νερού με το κόσκινο. Οι ερασιτέχνες του ρεαλισμού που δεν κουράζονται να φωνάζουν για τις «θετικές επιτυχίες» της κοινοβουλευτικής δράσης της σοσιαλδημοκρατίας, για να τις χρησιμοποιήσουν ως όπλα κατά της αναγκαιότητας και σκοπιμότητας της βίας στον εργατικό αγώνα, δε βλέπουν καθόλου ότι οι επιτυχίες αυτές και οι πιο ασήμαντες, δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της αόρατης και λανθάνουσας δράσης της βίας.

Το ότι η βία πάντα βρίσκεται στη βάση της αστικής νομιμότητας, το βλέπουμε στις περιπέτειες της ίδιας της ιστορίας του κοινοβουλευτισμού. Η πρακτική πείρα απο­δεικνύει ολοφάνερα πως: όταν οι κυρίαρχες τάξεις πεισθούν ότι οι βουλευτές μας δεν υποστηρίζονται από πλατιές λαϊκές μάζες, έτοιμες να δράσουν όταν χρειαστεί, ότι οι επαναστα­τικές κεφαλές και επαναστατικές γλώσσες δεν είναι ικανές ή δε θεωρούν καλό να βάλουν σε κίνηση, μόλις χρειαστεί, τις επαναστατικές γροθιές – τότε και ο ίδιος ο κοινοβουλευ­τισμός και όλη η περίφημη νομιμότητα θα εξαφανισθούν, αργά ή γρήγορα, ως βάση του πολιτικού αγώνα.

Ύστερα, η νομιμότητα αποδεικνύεται ότι είναι προϊόν του συσχετισμού των δυνάμεων των διαφόρων τάξεων που συγκρούονται, και ότι πάντα ταλαντεύεται. Η Βαυαρία, η Σαξωνία, το Βέλγιο και η Γερμανία μας δίνουν αρκετά πρόσφατα παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι οι κοινο­βουλευτικές συνθήκες της πολιτικής πάλης παραχωρούνται ή αφαιρούνται από την κυρίαρχη τάξη, διατηρούνται ή αίρονται, ανάλογα με το βαθμό που οι θεσμοί αυτοί διασφαλίζουν τα ταξικά της συμφέροντα, ανάλογα με την επίδραση που ασκεί η υπόκωφη βία των λαϊκών μαζών, επιθετική ή αμυντική. Και πραγματικά, όπως σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις δεν είναι δυνατό να αποφύγουμε τη βία σα μέσο άμυνας των κοινοβουλευτικών δικαιωμάτων, έτσι επίσης σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις, η βία είναι μέσο επίθεσης αναντικατάστατο, εκεί οπού ακόμη πρόκειται ακόμη να κατακτήσουμε το νόμιμο πεδίο της πάλης των τάξεων …

… Οι οπορτουνιστές μας δηλώνουν πως ο σοσιαλισμός μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη δημοκρατία του αστικού κράτους. Δε βλέπουν ότι λέγοντας αυτό, απλώς επαναλαμβάνουν, με άλλα λόγια, τις παλιές θεωρίες που δίδασκαν ότι η αστική νομιμότητα και η αστική δημοκρατία είναι προορισμένες να πραγματοποιήσουν τη γενική ελευ­θερία, ισότητα και ευτυχία – όχι τις θεωρίες της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης, που τα συνθήματα της στάθηκαν μια αφελής πίστη, πριν από τη μεγάλη τους ιστορική δοκιμασία, αλλά τις θεωρίες των λογίων και φλύαρων δικηγόρων του 1848, των Οντιλόν Μπαρό, των Λαμαρτί-νων, των Γκαρνιέ Παζές, που ορκίζονταν να πραγματοποι­ήσουν όλες της επαγγελίες της Μεγάλης Επανάστασης με κοινοβουλευτικές φλυαρίες. Οι θεωρίες αυτές σημείωσαν καθημερινά αποτυχίες στη διάρκεια ενός ολόκληρου αιώνα, και η σοσιαλδημοκρατία τις έθαψε τόσο βαθειά, που χάθηκε ολότελ» η μνήμη τους. Ύστερα απ’ όλα αυτά έρχονται σήμερα να τις αναστήσουν και να μας τις παρουσιάσουν για ιδέες ολωσδιόλου καινούργιες, ικανές να μας οδηγήσουν στην πραγματοποίηση των σκοπών της σοσιαλδημοκρα­τίας. Ώστε λοιπόν βάση της διδασκαλίας των οπορτου-νιστών δεν είναι, όπως πολλοί φαντάζονται, η θεωρία της εξέλιξης, αλλά η θεωρία των περιοδικών επαναλήψεων της ιστορίας που η κάθε νέα τους έκδοση είναι πιο ανιαρή και πιο αηδιαστική από την προηγούμενη.

Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία εδώ και 15 χρόνια πραγματοποίησε, χωρίς αμφιβολία, μια εξαιρετικά σπουδαία αναθεώρηση της σοσιαλιστικής τακτικής και γι αυτό προσέφερε μια μεγάλη υπηρεσία στο διεθνές προλεταριάτο. Η αναθεώρηση αυτή συνίσταται στην καταστροφή της παλιας πίστης στη βίαιη επανάσταση ως τη μοναδική μέθοδο της ταξικής πάλης, ως το μέσο που θα μπορούσε να εφαρμοστεί ανά πασά στιγμή, για να εγκαθιδρυθεί το σοσιαλιστικό καθεστώς. Σήμερα η επικρατούσα αντίληψη, διατυπωμένη ξανά από τον Καουτσκυ στο συνέδριο του Παρισιού, δέχεται ότι η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη θα πραγματοποιηθεί ύστερα από μία πολύ ή λίγο μακρόχρονη περίοδο κανονικής και καθημερινής κοινωνικής πάλης, στην οποία η προσπάθεια για τον προοδευτικό εκδημοκρατισμό του κράτους και του κοινο­βουλευτισμού, είναι ένα μέσο εξαιρετικά αποτελεσματικό, για την ιδεολογική και, ως ένα μέρος, για την υλική εξύψωση της εργατικής τάξης.

Αυτά η γερμανική σοσιαλδημοκρατία τα απέδειξε στην πραξη. Ωστόσο αυτά καθόλου δε σημαίνουν ότι η βία παραμερίστηκε μια για πάντα, ούτε ότι οι βίαιες επαναστά­σεις αποκηρύχθηκαν ως μέσο πάλης του προλεταριάτου και ότι ο κοινοβουλευτισμός ανακηρύχθηκε μοναδική μέθοδος πάλης των τάξεων. Ίσα-ίσα το αντίθετο, η βία είναι και μένει το ύστατο μέσο της εργατικής τάξης, ο υπέρτατος νόμος της πάλης των τάξεων, άλλοτε λανθάνων, άλλοτε εμφανής. Αν με την κοινοβουλευτική μας δράση και με όλη μας την εργασία «επαναστατούμε» τα μυαλά, αυτό το κάνουμε για να κατέβει όταν χρειαστεί η επανάσταση από τα κεφάλια στις γροθιές.

Δεν είναι η αγάπη προς τη βία ή ο επαναστατικός ρομαντισμός, αλλά σκληρή ιστορική ανάγκη, εκείνο που υποχρεώνει τα σοσιαλιστικά κόμματα να προετοιμάζονται για βίαιες συγκρούσεις αργά ή γρήγορα με την αστική κοινωνία, στην περίπτωση που οι προσπάθειες μας σκοντά­ψουν σε ζωτικά συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων. Το να θεωρούμε τον κοινοβουλευτισμό ως αποκλειστικό μέσο πολιτικής πάλης της εργατικής τάξης, δεν είναι λιγότερο φαντασιοκοπικό και, κατά βάθος, λιγότερο αντιδραστικό, από το να δεχόμαστε τη γενική απεργία ή τα οδοφράγματα, ως αποκλειστικά μέσα πάλης.

Η βίαιη επανάσταση, στις σημερινές περιστάσεις, είναι δίχως άλλο δίκοπο μαχαίρι και δυσκολομεταχείριστο. Πιστεύω ότι το προλεταριάτο δε θα καταφύγει σ’ αυτό το μέσο παρά μόνον όταν αυτό θα είναι η μόνη διέξοδος που θα του απομένει, με την απαραίτητη πάντα προϋπόθεση ότι η πολιτική κατάσταση και ο συσχετισμός των δυνάμεων εξασφαλίζουν λιγότερο ή περισσότερο την πιθανότητα της επιτυχίας. Μα η σαφέστατη κατανόηση της ανάγκης να χρησιμοποιηθεί η βία τόσο στα διάφορα επεισόδια της πάλης των τάξεων, όσο και για την τελική κατάκτηση της εξουσίας, είναι εκ των προτέρων απαραίτητη, γιατί ίσα-ίσα η κατανόηση αυτή είναι που δίνει ορμή και αποφασιστικότητα στην ειρηνική και νόμιμη δράση μας.

Αν η σοσιαλδημοκρατία παρασυρόταν από τους οπορτουνιστές και αποφάσιζε να παραιτηθεί εκ των προτέρων και δια παντός από τη χρησιμοποίηση της βίας, αν αποφάσιζε να υποχρεώσει τις εργατικές μάζες να σεβαστούν την αστική νομιμότητα, τότε όλοι οι πολιτικοί της αγώνες, κοινοβουλευτικοί και άλλοι, θα χρεοκοπούσαν αξιοθρήνητα, αργά ή γρήγορα, για να δώσουν τη θέση τους στην αχαλίνωτη κυριαρχία της αντιδραστικής βίας.


[1] Ύστερα από τη γενική απεργία των βέλγων εργατών του 1902 που απάνθρωπα χτυπήθηκε από τις στρατιωτικές δυνάμεις της καθολι­κής κυβέρνησης και στην αποκορύφωση της λύθηκε από το οπορτουνιστικό Γενικό Συμβούλιο του Βελγικού Εργατικού Κόμματος (Βάντερβελντε), στη Διεθνή ξέσπασε μια μεγάλη ιδεολογική διαμάχη γύρω από την τακτική της σοσιαλδημοκρατίας.