Η γένεση της ελληνικής αστικής τάξης και του κράτους της

111cebe

Ορισμένες πλευρές των οικονομικών δραστηριοτήτων της και τα μεθοδολογικά προβλήματα που γεννούν, σε μια μαρξιστική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας

της Δώρας Μόσχου

Το πρόβλημα της μετάβασης των πληθυσμών του ελλαδικού χώρου από τις φεουδαρχικές στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής έχει αρκετές φορές τεθεί – και όχι μόνο από τη μαρξιστική ιστοριογραφία – αλλά ενδεχομένως δεν έχει ακόμα διερευνηθεί όσο θα έπρεπε ούτε – πολύ περισσότερο – έχει απαντηθεί με επάρκεια. Οπωσδήποτε, οι μαρξιστές ιστορικοί και ιστοριοδίφες ήταν και οι πρώτοι που διατύπωσαν τη θέση περί διαμόρφωσης αστικής τάξης στον οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό χώρο κατά τις παραμονές της μεγάλης επανάστασης του 1821, ορίζοντας ακριβώς αυτή τη διαδικασία ως εκ των ουκ άνευ προϋπόθεσή της. Σε αυτό το σημείο, η συμβολή του Γιάννη Κορδάτου, αλλά και του Γιάννη Ζεύγου (θα τολμούσα να συμπεριλάβω και τον καθηγητή Σβορώνο) είναι ιδιαίτερα σημαντική. Η συμβολή αυτή έγκειται, κατά τη γνώμη μας, στο εξής: έχει καταστεί πια ευρέως αποδεκτή η συμβολή και η καθοδηγητική λειτουργία της αστικής τάξης στην εκδήλωση της μεγάλης ελληνικής επανάστασης. Νομίζουμε δε ότι, όπως η μεγάλη γαλλική επανάσταση του 1789 αποτελεί το πρότυπο αστικοδημοκρατικής επανάστασης με σκοπό την κατάληψη από την αστική τάξη και της πολιτικής εξουσίας, κατά τον ίδιο τρόπο η ελληνική επανάσταση αποτέλεσε πρότυπο επαναστατικής διαδικασίας, καθοδηγημένης από την αστική τάξη, στην προοπτική της διαμόρφωσης ενιαίας εσωτερικής αγοράς και συγκρότησης έθνους – κράτους.

Οι διαδικασίες οι οποίες οδήγησαν στην έκρηξη της επανάστασης του 1821 είναι, στην ουσία τους, διαδικασίες μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, στον οθωμανοκρατούμενο βαλκανικό χώρο (οπωσδήποτε και έξω από αυτόν, αλλά πάντα σε συνάρτηση με αυτόν). Ο 19ος αιώνας, εποχή τελείωσης του καπιταλιστικού συστήματος, είναι εξ άλλου, οπουδήποτε στον κόσμο, εποχή εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και διαμόρφωσης εθνών-κρατών, με κινητήρια δύναμη την αστική τάξη. Εάν δεχτούμε αυτό το σχήμα, οφείλουμε να δώσουμε μεγάλο βάρος στον ενδογενή χαρακτήρα των διαδικασών αυτών, αντιμετωπίζοντας κατ αρχήν την υπό διαμόρφωση ελληνική αστική τάξη σαν συστατικό στοιχείο της ίδιας της δομής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πιστεύω λοιπόν ότι βασικό καθήκον για μια μαρξιστική προσέγγιση της διαμόρφωσης της ελληνικής αστικής τάξης, είναι μια ευρεία ματιά πάνω στα οικονομικά δρώμενα της ίδιας της αυτοκρατορίας, μια συνοπτική αναδρομή στις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις που αναπτύχθηκαν στο χώρο της (οπωσδήποτε και σε σχέση με το διεθνές πλαίσιο). Σε αυτή την αναδρομή, βαρύτητα θα δώσουμε στο σκέλος εκείνο των οικονομικών λειτουργιών και δραστηριοτήτων που είναι γνωστές ως «αστικές», δηλαδή στο εμπόριο, τη ναυτιλία, τη βιοτεχνία – βιομηχανία, αλλά και στις σχέσεις παραγωγής τις οποίες διαμορφώνουν και μέσα από τις οποίες αυτές αναπτύσσονται.

Συνοπτική παρουσίαση των οικονομικών δομών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Οι Οθωμανοί Τούρκοι, πριν την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, βρίσκονταν ακόμη στο στάδιο της μετάβασης από την κοινωνία των γενών, στο φεουδαρχικό σύστημα. Η ώσμωση της διαδικασίας αυτής με τις προϋπάρχουσες δομές του κατακτημένου βυζαντινού χώρου οδήγησε στη διαμόρφωση μιας πρώιμης οθωμανικής φεουδαρχίας, με κυρίαρχο στοιχείο το ότι ο Σουλτάνος (όχι ως πρόσωπο, αλλά ως εκπρόσωπος του κράτους) έχει την ψιλή κυριότητα της γης, την οποία εκχωρεί στους αξιωματούχους του. Οι παραχωρημένες αυτές εκτάσεις γης (των οποίων οι δικαιούχοι έχουν τη νομή και την καλλιέργεια, αλλά όχι και την πραγματική ιδιοκτησία) ονομάζονται τιμάριο, για τούτο και το σύστημα αυτό είναι γενικά γνωστό ως τιμαριωτικό. Τηρουμένων των αναλογιών, το γαιοκτητικό σύστημα των οθωμανών θυμίζει πολύ περισσότερο το αντίστοιχο των χρόνων της Βυζαντινής ακμής και λιγώτερο εκείνο της όψιμης φάσης της αυτοκρατορίας, την πιο ολοκληρωμένη δηλαδή μορφή του φεουδαρχικού συστήματος στον ανατολικό χώρο.

Ο περιορισμός της ισχύος και των εξουσιών των μεγάλων γαιοκτημόνων (πολύ ισχυρών κατά την όψιμη βυζαντινή περίοδο) εξ αιτίας της αφαίρεσης της πραγματικής κυριότητας της γης, δημιούργησε ικανοποίηση στους χωρικούς και βελτίωσε τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη των καλλιεργειών και της γεωργίας. Οι περισσότεροι περιηγητές της εποχής συμφωνούν στο ότι η οθωμανική ύπαιθρος εμφανίζει πολύ καλύτερη εικόνα από την αντίστοιχη της Δυτικής Ευρώπης, όπου η φεουδαρχία πνέει τα λοίσθια, παρά μάλιστα τις ερημώσεις και λεηλασίες που υπήρξαν τα αποτελέσματα των οθωμανικών κατακτήσεων και των βενετοτουρκικών πολέμων. Η τόνωση της γεωργίας (αυτή η πλευρά μας ενδιαφέρει, σε σχέση με το ζήτημα που διερευνούμε εδώ) βοηθά και την αντίστοιχη τόνωση των αστικών κέντρων και των αστικών οικονομικών δραστηριοτήτων. Επίσης, η οθωμανική διοίκηση μεριμνά ώστε να κατασκευαστούν δρόμοι, πράγμα που διευκολύνει τη μεταφορά των αγροτικών και των βιοτεχνικών προϊόντων, ενώ ακολουθεί και μια πολιτική εποικισμών και αναγκαστικών μετεγκαταστάσεων που συντελούν ριζικά στο να ξανακατοικηθεί η ερημωμένη ύπαιθρος αλλά και οι πόλεις. Εδώ, σημειώνουμε το γεγονός ότι παρατηρείται και ένα είδος αναδίπλωσης του πληθυσμού της ελληνικής χερσονήσου (από τα παράλια και τις πεδιάδες μετακινείται προς τα βουνά και τα νησιά), κάτι που όμως όχι μόνο δεν αλλάζει επί της ουσίας τους όρους για την άσκηση των οικονομικών του δραστηριοτήτων, αλλά αντίθετα τους εδραιώνει. Και οι δύο χώροι – ο ορεινός και ο νησιωτικός – χαρακτηρίζονται από την έλλειψη μεγάλων εκτάσεων γης και από τη μειωμένη δυνατότητα ανάπτυξης της γεωργίας. Ενα πρώτο αποτέλεσμα αυτού του αντικειμενικού γεγονότος είναι ότι οι ισχνές αυτές «γαίες» δεν συμπεριλαμβάνονται σε μεγάλες γαιοκτησίες και ότι σε αυτές τις περιοχές επικρατεί ο μικρός, ελεύθερος κλήρος. Ενα δεύτερο αποτέλεσμα – και ίσως σημαντικότερο – είναι το ότι οι κάτοικοι τόσο των ορεινών περιοχών, όσο και των νησιών αποκόπτονται από την καλλιέργεια της γης και ασχολούνται με δραστηριότητες αστικού – βιοτεχνικού χαρακτήρα: βιοτεχνία, εμπόριο, ναυτιλία.

Οσον αφορά αυτή την τελευταία, ήδη από το τέλος του 15ου αιώνα, δείχνει την τάση που αργότερα την κατέστησε ουσιαστικό αιμοδότη της οικονομίας της αυτοκρατορίας. Στο μέσο και όψιμο Βυζάντιο η ναυτιλία του ανατολικού χώρου δεν ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη, καθώς δεν μπορούσε να συναγωνιστεί την αντίστοιχη βενετική. Οι αλλεπάλληλοι όμως τουρκοβενετικοί πόλεμοι εξασθένισαν, (μεταξύ άλλων παραγόντων) το βενετικό ναυτιλιακό εμπόριο, που δεν μπορούσε πια να μονοπωλήσει τους δρόμους της Αδριατικής. Μπορούμε λοιπόν να παρατηρήσουμε ότι ήδη, σε μια αρκετά πρώιμη περίοδο, τίθενται οι οικονομικές βάσεις για την ανάπτυξη των κοινωνικών στρωμάτων που θα μετεξελιχθούν στην ελληνική αστική τάξη: την τάξη που θα γίνει φορέας και κήρυκας της ελληνικής εθνικής ιδέας και της συγκρότησης ελληνικού κράτους.

Οι συντηρητικότερες οικονομικές δομές λοιπόν οι οποίες επανεδραιώνονται στον οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό χώρο, τους δύο τουλάχιστον πρώτους αιώνες της κυριαρχίας, διαμορφώνουν όχι μόνο πολύ καλύτερους όρους διαβίωσης για τους ντόπιους πληθυσμούς, αλλά και γεννούν τα σπέρματα της οριστικής αποσύνθεσης τόσο του συστήματος όσο και της ίδιας της αυτοκρατορίας, με τη δημιουργία των βαλκανικών εθνών και των κινημάτων τους.

Μετά το πέρας των Οθωμανικών κατακτήσεων, στα τέλη του 16ου αιώνα, στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας συντελούνται βασικές αλλαγές, με κυριώτερη την εδραίωση του συστήματος των τσιφλικιών, που αποτελεί στην πραγματικότητα την εδραίωση και ολοκλήρωση του φεουδαρχικού συστήματος. Είδαμε ότι, κατά τη διάρκεια των κατακτήσεων, όσο η οθωμανική «γη» μεγάλωνε, ο σουλτάνος είχε τη δυνατότητα να παραχωρεί στους αξιωματούχους του εκτάσεις για νομή και καλλιέργεια. Οταν οι κατακτήσεις σταμάτησαν μπροστά στην πύλη της Βιέννης (με σημαντική εξαίρεση την κατάληψη της Κρήτης, το 1669), τότε το πεπερασμένο πλέον των οθωμανικών εδαφών σταμάτησε και αυτή τη διαδικασία παραχώρησης γης. Την επέκταση των τιμαρίων διαδέχεται τώρα μια ουσιαστική μεταβολή στην ιδιοκτησία τους: από κρατικές παραχωρημένες γαίες, τα τιμάρια μετατρέπονται σε ιδιωτικές κληρονομητές εκτάσεις, οι καλλιεργητές των οποίων βαρύνονται με συγκεκριμένες αποδόσεις απέναντι στο χωροδεσπότη κατά τα φεουδαρχικά πρότυπα. Αυτό είναι το σύστημα των τσιφλικιών, με τις πολλές επιπτώσεις στην οικονομική και πολιτική ζωή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Το πέρασμα του συστήματος στην «τσιφλικάδικη» φάση του προκαλεί ραγδαία επιδείνωση στη θέση των άμεσων παραγωγών, στο βαθμό τουλάχιστον που αυτοί είναι εξαρτημένοι από τους τσιφλικούχους. Από την άλλη όμως, σηματοδοτεί και μια περαιτέρω ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου της αυτοκρατορίας. Το γεγονός ότι τα έσοδα από το τσιφλίκι είναι πλέον ατομικά και ο τσιφλικούχος δεν «τελεί» προς την Πύλη, αποτελεί ένα ισχυρό κίνητρο για τη μεταβολή των καλλιεργειών και τον προσανατολισμό τους σε προϊόντα που έχουν μεγάλη ζήτηση στις διεθνείς αγορές, κυρίως το σιτάρι και το βαμβάκι.

Ούτως ή άλλως πάντως, η αυτοκρατορία υπάρχει μέσα σε ένα διεθνές πλαίσιο το οποίο βαδίζει με ταχύτητα προς τον καπιταλισμό. Η αναγκαιότητα να συναλλάσσεται με εχρηματισμένες οικονομίες έχει δύο ειδών επιπτώσεις: από τη μία δομεί ένα φορολογικό σύστημα στηριγμένο όχι στους έγγειους αλλά στους χρηματικούς φόρους, κάτι που, σε μια κοινωνία έντονα αγροτική, γίνεται δυσβάσταχτο γι αυτούς που πρέπει να τους πληρώσουν. Από την άλλη, η Οθωμανική αυτοκρατορία έχει όλο και περισσότερη ανάγκη από τις βιοτεχνικές, εμπορικές και, κυρίως, ναυτιλιακές δραστηριότητες του ελληνικού αστικού στοιχείου. Για τούτο και απονέμει προνόμια στα νησιά, για τούτο και ευνοεί τη βιοτεχνική παραγωγή των συντεχνιών.

Το οθωμανικό κράτος συντελεί στην ανάπτυξη ελληνικής αστικής τάξης και την ίδια στιγμή την παρεμποδίζει. Την ευνοεί γιατί τη χρειάζεται, γιατί οι ελληνικοί πληθυσμοί είναι εκείνοι που κατ εξοχήν ασκούν τις δραστηριότητες αυτές. Την παρεμποδίζει όμως γιατί οι βασικές οικονομικές δομές της αυτοκρατορίας και το βασικό θεσμικό πλαίσιο που τις αντανακλά παραμένει φεουδαρχικό, άρα εξ ορισμού εχθρικό στην αστική ανάπτυξη.

Οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη αστικών οικονομικών δραστηριοτήτων εντείνονται λοιπόν, την ίδια ιστορική στιγμή που η Οθωμανική Αυτοκρατορία ολοκληρώνει τη μετάβασή της στη φεουδαρχία. Οπουδήποτε στον κόσμο, κατά τη διάρκεια της μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, το εμπορικό κεφάλαιο προηγείται του βιομηχανικού. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και εδώ. Εάν, σε αυτή την περίπτωση, μπορούμε να εντοπίσουμε μία ιδιαιτερότητα, αυτή θα είναι η ακόλουθη: το εμπόριο διεξάγεται, κατά κύριο λόγο, όχι από τον κυρίαρχο φυλετικά πληθυσμό (από τους μωαμεθανούς Τούρκους) αλλά από ένα «γένος» υπηκόων: τους Ελληνες.

Το είπαμε και προηγουμένως: οι Ελληνες ασκούν πολλαπλού χαρακτήρα αστικές δραστηριότητες. Οι Φαναριώτες, για παράδειγμα, μπορεί να είναι ευρέως γνωστοί σαν διοικητική αριστοκρατία, αλλά πολλοί από αυτούς ασκούν με επιτυχία και το εμπόριο. Πέρα από αυτό, με την ιδιότητά τους ως διπλωμάτες χειρίζονται πολλές φορές και τις εμπορικές υποθέσεις της αυτοκρατορίας, κάτι που φανερώνει τη διαπλοκή των δύο ιδιοτήτων αυτού του στρώματος. Οι έλληνες όμως είναι και βιοτέχνες στις πόλεις, αλλά και, κυρίως, έμποροι, στεριανοί ταξιδιώτες ή ναυτικοί. Αυτό το τελευταίο θα έλεγα ότι έχει μια ιδιάζουσα σημασία στα πλαίσια της ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού. Πράγματι, το ζήτημα της ναυτιλίας είναι, κατά τη γνώμη μου, κομβικό, για δύο λόγους: πρώτα – πρώτα επειδή οι μεταφορές αποτελούν βιομηχανικό κλάδο (ίσως μάλιστα εδώ θα έπρεπε να δούμε και το ζήτημα της ανάπτυξης των χερσαίων μεταφορών, μια και οι Ελληνες μονοπώλησαν, κάποια στιγμή, και τους χερσαίους δρόμους της Ανατολής). Επειτα, η ναυτιλία συνδέεται άμεσα και με έναν κλάδο του οποίου τη «βιομηχανική» ιδιότητα δε θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει. Αναφέρομαι βέβαια στη ναυπηγική, για την οποία θα μιλήσουμε εκτενέστερα παρακάτω.

Εκδηλώσεις της μετάβασης στον ελλαδικό χώρο κατά το 18ο και 19ο αιώνα

Ο 18ος αιώνας είναι καθοριστικός από πολλές απόψεις: στον οθωμανοκρατούμενο χώρο (κάποτε και έξω από αυτόν αλλά σε συνάρτηση με αυτόν) συντελείται η διαμόρφωση της αστικής τάξης των ελλήνων, κυρίως μέσα από την ένταση και την επέκταση των εμπορικών και ναυτιλιακών δραστηριοτήτων, αλλά και την ανάπτυξη της βιοτεχνίας σε ορισμένα – όχι λίγα – αστικά κέντρα. Αναφέρουμε εδώ χαρακτηριστικά τα παραδείγματα των Ιωαννίνων και των Αμπελακίων στη Θεσσαλία, της Αρτας, της Θήβας, της Πάτρας, της Θεσσαλονίκης (σπουδαιότατο κέντρο εμπορίου), αλλά και εκτός ελλαδικής χερσονήσου της Σμύρνης και της Μοσχόπολης. Οι Ελληνες έμποροι ελέγχουν τόσο τους χερσαίους όσο και τους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους και, στην πραγματικότητα, διεξάγουν το εμπόριο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την Κεντρική και με τη Δυτική Ευρώπη. Το εξαγωγικό εμπόριο είναι κυρίως εμπόριο αγροτικών προϊόντων. Τα κύρια βιοτεχνικά προϊόντα που εξάγονται είναι τα βαμβακερά νήματα που προορίζονται κυρίως για τις γερμανικές αγορές, τα οποία όμως αποτελούν πολύ μικρό ποσοστό των εξαγωγών, αφού στις ευρωπαϊκές αγορές κυριαρχούν τα αντίστοιχα προϊόντα της Αιγύπτου ή της Αμερικής.

Το εισαγωγικό εμπόριο αφορά κυρίως βιομηχανικά προϊόντα από τη Γαλλία, την Αγγλία, τις ιταλικές πόλεις, τη Γερμανία, τη Ρωσία, την Πολωνία. Ενα μέρος από τα προϊόντα αυτά προορίζεται για την εσωτερική κατανάλωση, ενώ ένα άλλο επανεξάγεται προς τρίτες χώρες.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι το ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο διαδέχτηκε στην Ανατολική Ευρώπη την κυριαρχία του βενετικού (μετά την οριστική αναδίπλωση της Βενετίας από τον Αιγαιακό χώρο) αλλά και του γαλλικού, που το ακολούθησε. Οι Ελληνες έμποροι εργάζονταν στην αρχή στην υπηρεσία γαλλικών οίκων, μέχρι που η οικονομική τους ακμή τους κατέστησε ικανούς να δουλεύουν για τη στήριξη των δικών τους συμφερόντων. Από αυτή την άποψη, είναι χαρακτηριστικά τα όσα αποδελτιώνει ο καθηγητής Σβορώνος από τον πρόξενο της Θεσσαλονίκης και επιθεωρητή εμπορίου Μπωζούρ, σχετικά με το εμπόριο της πόλης: «Οι Γάλλοι έμποροι δεν μπορούν πλέον να ισχυριστούν ότι διατηρούν έστω και ένα φαινομενικό ανταγωνισμό με τα καινούργια σπίτια της χώρας της οποίας, κατά τη διάρκεια των πολιτικών μας αναστατώσεων, αφυπνίσαμε την οικονομική δραστηριότητα σε βάρος μας. Ολες τους οι προσπάθειες σήμερα τείνουν κυρίως στο να μας εμποδίσουν να αναλάβουμε από τις απώλειές μας. Ενα από τα ελληνικά σπίτια αυτής της πόλης, ο Οίκος του κυρίου Νάνου Καυταντζόγλου, κατευθύνεται ανοιχτά προς αυτό το σκοπό και για να τον πετύχει, δεν φαίνεται να φοβάται κανενός είδους θυσία. Αυτός ο Οίκος μόνος του φορτώνει και στέλνει στη Μασσαλία όλα τα γαλλικά καράβια που προορίζονται γι αυτό το λιμάνι. Ικανοποιημένοι από την οικονομία στα έξοδα προμήθειας και από τη συνεργασία με έναν οίκο τόσο επιχειρηματικό και με μεγάλες εξαγωγικές δυνατότητες, οι έμποροί μας και οι καπεταναίοι μας εγκαταλείπουν σιγά – σιγά και συνηθίζουν να ξεχνούν τους δικούς μας εμπορευόμενους που είναι εγκατεστημένοι στον τόπο, οι οποίοι με τη σειρά τους κατηγορούν το κράτος για την εγκατάλειψη και την αδυναμία όπου μας έφεραν οι διευκολύνσεις που παραχωρήθηκαν στα λιμάνια μας στο ξένο εμπόριο και ξαναζητούν με όλη τους τη δύναμη τα παλιά προστατευτικά μέτρα σαν πηγή της περασμένης τους ευημερίας και σαν τελευταία ελπίδα στο σημερινό ναυάγιο» (1818).

Εξι χρόνια πριν, ο πρόξενος της Θεσσαλονίκης Φουρκάντ έγραφε σχετικά με το ίδιο θέμα: «Γενικά, τα ελληνικά σπίτια συμμετείχαν πολύ ενεργητικά στο εμπόριο των αποικιακών. Δεν αναφέρω παρά τα κυριότερα από αυτά … Οι Ελληνες έχουν πιο πολλές υποθέσεις για λογαριασμό τους, παρά με προμήθεια. Οι Ελληνες είναι οι πιο δραστήριοι παράγοντες αυτού του εμπορίου και οι μεγαλύτεροι μας εχθροί, συνδεδεμένοι με τα αγγλικά και τα γερμανικά σπίτια, που έχουν συμφέροντα στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες, απωθούν και εξευτελίζουν τα βιομηχανικά μας προϊόντα. Η επίδρασή τους από αυτή την άποψη μας είναι θανάσιμη. Πλεονέχτες και ζηλότυποι, πιο πλούσιοι από τους δικούς μας εμπόρους, τους παίρνουν από τα χέρια το εμπόριο των βαμβακιών της Ανατολής που περνάει από το δρόμο της Κοστανίτσας…».

Στο σημείο αυτό οφείλουμε να κάνουμε ορισμένες παρεκβάσεις: η πρώτη σχετίζεται με το είδος των οικονομικών σχέσεων που έδεναν τη Γαλλία με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πρόκειται για τις περίφημες «διομολογήσεις», τα ειδικά εμπορικά και τελωνειακά προνόμια που παρείχε η αυτοκρατορία από τον καιρό ακόμα του Σουλεϊμάν του Νομοθέτη, σε Γάλλους υπηκόους – φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Συνηθίζεται να εκτιμώνται τα προνόμια αυτά ως ιμάντες πρόσδεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Γαλλία, με ημιαποικιακό τρόπο. Και είναι αλήθεια ότι οι Γάλλοι αξιοποίησαν με τον καλύτερο τρόπο τα προνόμια αυτά για να ενισχύσουν τη θέση της οικονομίας τους στην ανατολική Μεσόγειο. Είναι όμως επίσης αλήθεια – κάτι που φαίνεται όχι μόνο από τις δύο μαρτυρίες που παραθέσαμε αλλά και από πολλές άλλες – ότι οι ελληνικοί εμπορικοί οίκοι, το 18ο τουλάχιστον αιώνα (καθώς και στις αρχές του 19ου), μπορούσαν να τους ανταγωνίζονται όχι απλά επί ίσοις όροις αλλά και πολλές φορές από θέση προνομιακή.

Ενα άλλο ζήτημα που προκύπτει είναι το γεγονός ότι το αγγλικό κεφαλαίο δεν φαίνεται να εκπροσωπείται με τέτοια ισχύ στην Ανατολή, ώστε να δικαιώνεται κατ αρχήν η συνήθης θεωρία περί στενής πρόσδεσης του αντίστοιχου ελληνικού με αυτό. Ωστόσο, αυτήν ακριβώς την εποχή – 18ος αιώνας – παρατηρείται μια πρώτη στροφή της αγγλικής εμπορικής δραστηριότητας προς την Ανατολή. Το γεγονός αυτό σχετίζεται, μεταξύ άλλων, και με τη δημιουργία των ΗΠΑ – την απόσπαση δηλαδή από τη Μεγάλη Βρετανία της τέως αποικίας της που αποτελούσε και το βασικό της τροφοδότη σε σημαντικότατες πρώτες ύλες. Πάντως από τον ανταγωνισμό του αγγλικού και του γαλλικού εμπορίου, φαίνεται να βγαίνει κερδισμένο το … ελληνικό που αξιοποιεί, κατά πώς δείχνουν οι παραπάνω μαρτυρίες, τις μεταξύ τους αντιθέσεις.

Η περίπτωση της ναυτιλίας

Βαρύνουσα οικονομική σημασία στον ελλαδικό χώρο κατέχει το ναυτιλιακό κεφάλαιο. Η ναυτιλία, κλάδος βιομηχανικός (και που, εξ άλλου, προϋποθέτει και την ανάπτυξη άλλων, βιομηχανικού χαρακτήρα κλάδων, όπως της ναυπηγικής) η οποία ευνοήθηκε από ένα πλέγμα διεθνών και εσωτερικών οικονομικών και πολιτικών συγκυριών, αποτέλεσε το βασικό κύτταρο των ελληνικών αστικών δραστηριοτήτων.

Αναφερθήκαμε προηγουμένως σε ορισμένα αίτια της μεγάλης ανάπτυξης της ελληνικής ναυτιλίας. Ας επιχειρήσουμε τώρα να τα κωδικοποιήσουμε:

Η αναδίπλωση των ελληνικών πληθυσμών προς τα νησιά, με τις περιορισμένες πλουτοπαραγωγικές τους πηγές, αλλά και με τη ναυτική παράδοση, συντέλεσε ώστε η οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων τους να στραφεί προς το θαλασσινό εμπόριο. Η διαδικασία αυτή ευνοήθηκε από τους Οθωμανούς τούρκους, μεταξύ άλλων και επειδή η ναυσιπλο? α δεν ανήκε στις παραδόσεις του νομαδικού και πολεμικού αυτού λαού.

Η αναδίπλωση των Βενετών από το Αιγαίο άφησε ελεύθερο το πεδίο στους οθωμανούς υπηκόους που επιτηδεύονταν σε αυτόν τον τομέα (δηλαδή στους Ελληνες) για την ανάπτυξη ναυτιλιακών δραστηριοτήτων.

Σοβαρός παράγοντας για την ανάπτυξη της ναυτιλίας των Ελλήνων σε πρωιμότερες περιόδους – όσο και αν αυτό, με σημερινούς όρους μας φαίνεται μη «ηθικά» αποδεκτό και περίεργο – ήταν η πειρατεία στην οποία επιδίδονταν με επιτυχία και η οποία χαρακτηρίζεται από πολλούς μελετητές ως «εξωοικονομικός τρόπος συσσώρευσης κεφαλαίου».

Δύο πολιτικά γεγονότα του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα συντέλεσαν ακόμη περισσότερο στη διαδικασία αυτή. Το πρώτο είναι η περίφημη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Ρωσία. Σύμφωνα με αυτήν, τα ελληνικά πλοία μπορούσαν να μεταφέρουν ρωσικό σιτάρι με ρωσική σημαία, χωρίς να παρενοχλούνται από την Οθωμανική διοίκηση (αν βέβαια υποθέσουμε ότι αυτή η δεύτερη είχε καμμία πρόθεση να το κάνει). Το δεύτερο γεγονός είναι ο λεγόμενος «ηπειρωτικός αποκλεισμός»: το 1812 η Αγγλία επέβαλε αποκλεισμό στα γαλλικά και γαλλοκρατούμενα λιμάνια, στα πλαίσια των ναπολεόντειων πολέμων. Οι Ελληνες ναυτικοί έσπαγαν με πραγματικό ηρωισμό αυτόν τον αποκλεισμό, όχι για λόγους οιασδήποτε αλληλεγγύης προς τη ναπολεόντεια Γαλλία, αλλά για να διεξάγουν … μαύρη αγορά, στην οποία επιδόθηκαν με χαρακτηριστική επιτυχία.

Η ίδια η οθωμανική διοίκηση έδρασε πολλές φορές προστατευτικά σε σχέση με το εμπόριο των Ελλήνων. Τα διοικητικά και φορολογικά προνόμια που απολάμβαναν τα νησιά του Αιγαίου είναι χαρακτηριστικό δείγμα μιας πολιτικής όχι απλώς ανοχής, αλλά και ενθάρρυνσης των ναυτιλιακών δραστηριοτήτων των Ελλήνων από την πλευρά της Πύλης.

Τα πρώτα δείγματα της μεγάλης ανάπτυξης της ελληνικής ναυτιλίας ωστόσο, δε σημειώνονται στο Αιγαίο, αλλά στη Δυτική Ελλάδα (εννοούμε τη Δυτική Στερεά και όχι βέβαια τα βενετοκρατούμενα Ιόνια που βιώνουν κάτω από ιδιότυπο κοινωνικό – οικονομικό καθεστώς). Ενδεχομένως, η μεγαλύτερη ευκολία επαφής με τις σαφώς πιο πλούσιες και αναπτυγμένες αγορές της Δύσης ήταν και η αιτία για την ανάπτυξη αυτή. Οι πρώτες πόλεις οι οποίες δημιούργησαν σημαντικό εμπορικό στόλο (ναυπηγημένο μάλιστα κατά μεγάλο μέρος σε τοπικούς ταρσανάδες) είναι το Γαλαξίδι και το Μεσολόγγι. Παραθέτω ορισμένα ενδεικτικά στοιχεία: το 1764, ο εμπορικός στόλος της πόλης του Μεσολογγίου αριθμούσε 75 πλοία, από τα οποία τα 57 είχαν μάλιστα ναυπηγηθεί σε ελληνικούς ταρσανάδες. Σύμφωνα με τον Pouqueville, στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 19ου αιώνα, τα πλοία «ελληνικών» συμφερόντων ανέρχονταν σε 615, συνολικής χωρητικότητας 153.590 τόνων, ενώ τα πληρώματα αποτελούνταν από 37.526 άτομα.

Σε αυτό το σημείο, εισάγονται άλλα δύο ζητήματα, πολύ σημαντικά για τους συνολικούς προβληματισμούς μας: το ζήτημα των σχέσεων ιδιοκτησίας στις ναυτιλιακές και ναυπηγικές επιχειρήσεις και το ζήτημα της ανάπτυξης της βιοτεχνίας – βιομηχανίας στον ελλαδικό χώρο, με αφορμή ακριβώς την ανάπτυξη της ναυπηγικής. Κατ αρχήν, θα πρέπει να τονίσουμε ότι τα πλοία δεν αναλάμβαναν μόνο τη μεταφορά προϊόντων ξένης ιδιοκτησίας, αλλά οι πλοιοκτήτες τα χρησιμοποιούσαν για να διεξαγάγουν εμπόριο με δικά τους προϊόντα. Γενικά, θεωρείται ότι η ιδιοκτησία στα πλοία ήταν εταιρικής μορφής και ότι σε αυτή την «εταιρεία» συμμετείχε και το πλήρωμα, το οποίο αναλογικά μοιραζόταν τόσο τα κέρδη όσο και τις ζημίες. Φαίνεται ωστόσο, ότι ο «αναλογικός» χαρακτήρας των εισπράξεων των κερδών από την πλευρά του πληρώματος, καλύπτει στην πραγματικότητα μια μορφή μισθοδοσίας. Είναι πολύ πιθανό κάτω από παλιότερες μορφές, να υπάρχει συγκαλυμμένη μισθωτή εργασία.

Στα ναυπηγεία πάντως, φαίνεται να ισχύει το σύστημα της μισθωτής εργασίας. Οι ελληνικοί ταρσανάδες θεωρούνταν πολύ αξιόλογοι και οι Ελληνες ναυπηγοί ιδιαίτερα ικανοί τεχνίτες. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στους ελληνικούς ταρσανάδες μπορούσαν να ναυπηγηθούν μεγάλα πλοία, ανάλογης χωρητικότητας με αυτά που ναυπηγούνταν στην Ευρώπη. Δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία ούτε για το ύψος των μισθών ούτε και για τον τρόπο με τον οποίο γινόταν η μισθοδοσία, αλλά πάντως δεν υπάρχουν επίσης στοιχεία που να πιστοποιούν συνιδιοκτησία στο σώμα του καραβιού, ως αμοιβή για τη συμμετοχή στη ναυπήγησή του.

Πέρα όμως, από το γεγονός αυτό, πρέπει να σημειώσουμε ότι η ανάπτυξη της ναυτιλίας αντανακλά και μια γενικότερη ένταση της επενδυτικής δραστηριότητας των Ελλήνων κεφαλαιούχων. Σύμφωνα με το Γ. Λεονταρίτη, ειδικά η ναυτιλιακή δραστηριότητα των Μεσολογγιτών συνδεόταν άμεσα με τις επιχειρηματικές και παραγωγικές δραστηριότητες της Ηπείρου (περιοχής με υψηλό βαθμό αστικής ανάπτυξης). Φαίνεται ότι Ηπειρώτες έμποροι έκαναν επενδύσεις στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις του Μεσολογγίου ενώ μια άλλη, ενδιαφέρουσα πλευρά είναι ότι το ίδιο έκαναν και έμποροι από τη Κεφαλλονιά, την Ιθάκη και τη Ζάκυνθο, με σκοπό κυρίως να ξεφύγουν από τον ασφυκτικό παρεμβατισμό της βενετικής διοίκησης. Αντίθετα, το εμπόριο της άλλης ναυτικής δύναμης της Στερεάς Ελλάδας, του Γαλαξιδίου, συνδεόταν ιδιαίτερα με τις παραγωγικές δραστηριότητες και το εμπόριο της Πελοποννήσου.

Η βιοτεχνία και η βιομηχανία
Ορισμένα προβλήματα που αφορούν τη σχετική υστέρησή τους

Η σχέση της ανάπτυξης της ναυτιλίας με την ανάπτυξη άλλων παραγωγικών δραστηριοτήτων, μας περνά σε ένα άλλο ζήτημα, εξ ίσου σημαντικό: το θέμα των μη εμπορικού χαρακτήρα αστικών οικονομικών λειτουργιών των ελληνικών πληθυσμών. Κατά το 18ο και το 19ο αιώνα, φαίνεται ότι η οργάνωση της βιοτεχνικής παραγωγής ξεπερνά το στάδιο της μεσαιωνικού τύπου συντεχνίας. Λίγα είναι ωστόσο τα παραδείγματα που έχουν μελετηθεί με επάρκεια και, μάλιστα, με μια δόση ρομαντισμού (π.χ. τα Αμπελάκια της Θεσσαλίας που εμφανίζονται ως συνεταιρισμός, αλλά στην πραγματικότητα, πρόκειται για καπιταλιστική επιχείρηση). Πάντως, είναι πλέον πιστοποιημένο γεγονός ότι τα κεφάλαια που συσσωρεύονταν από το εμπόριο επενδύονταν και σε βιοτεχνικές-βιομηχανικές οικονομικές δραστηριότητες, αλλά και ότι πολλά από τα εμπορεύσιμα προϊόντα προέρχονταν από βιοτεχνίες «ελληνικών» συμφερόντων. Ο Β. Κρεμμυδάς μιλά για πραγματική βιομηχανική «έκρηξη» στο μεταίχμιο του 18ου και του 19ου αιώνα, αναφέροντας ως κύριες βιομηχανίες του ελλαδικού χώρου τη θαλάσσια βιομηχανία (στην οποία, κακώς κατά τη γνώμη μας, δε συμπεριλαμβάνει τη ναυτιλία, αλλά μόνο τη ναυπήγηση πλοίων), την υφαντουργία – νηματουργία και τη σαπωνοποι? α. Σύμφωνα με τον ίδιο, γύρω στα 1800 η βιομηχανική – βιοτεχνική παραγωγή θα πρέπει να ξεπερνούσε το 30% της συνολικής παραγωγής. Ο Β. Κρεμμυδάς ισχυρίζεται ότι η άνθιση αυτή διακόπτεται λίγο πριν από την επανάσταση, κάτι που έχει την αντανάκλασή του και στη ναυτιλία και στο εμπόριο.

Το ζήτημα αυτό – της οπισθοδρόμησης στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και των αιτίων που οδήγησαν σε αυτήν – είναι υπαρκτό και σημαντικό. Ισως δεν έχει διερευνηθεί ακόμη στην έκταση που πρέπει, καθώς, εξ άλλου και πολλά άλλα ζητήματα που σχετίζονται με την ανάπτυξη της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας στον οθωμανοκρατούμενο χώρο. Οι πηγές, έμμεσες και άμεσες, σε σχέση με τις δραστηριότητες αυτές είναι σαφώς λιγώτερες από εκείνες που σχετίζονται με τη ναυτιλία και το εμπόριο.

Πάντως, ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες, η εικόνα του οθωμανοκρατούμενου ελλαδικού χώρου πριν από την επανάσταση δεν είναι εικόνα ενός χώρου που δε συμμετέχει στις διαδικασίες της μετάβασης στον καπιταλισμό. Αντίθετα, υπάρχουν ισχυρά φανερώματα αστικής ανάπτυξης και μια δραστήρια αστική τάξη που μπαίνει με αξιώσεις στο διεθνή χώρο και ανταγωνίζεται επί ίσοις όροις τις αστικές τάξεις της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας. Μόνο που από αυτή την αστική τάξη λείπει κάτι βασικό για την περαίωση του ιστορικού της ρόλου: λείπει το εθνικό κράτος και η εσωτερική αγορά. Η αστική τάξη των Ελλήνων λειτουργεί μέσα στα πλαίσια της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Από την άλλη όμως, ακριβώς επειδή αναπτύσσει την εθνική της συνείδηση, σαν αποτέλεσμα των οικονομικών της δραστηριοτήτων, τείνει όλο και περισσότερο να αποκοπεί από αυτήν. Το ευρύτερα οικονομικό και θεσμικό της πλαίσιο καθίσταται προοδευτικά ασφυκτικό. Ετσι λοιπόν, η ελληνική αστική τάξη αποκτά ιδεολογικούς προσανατολισμούς σαφώς επηρεασμένους από το γαλλικό διαφωτισμό όχι όμως τόσο με την έννοια της εξωτερικής επίδρασης όσο επειδή οι ανάγκες της εγγράφονται μέσα στο συνολικό πλαίσιο των αναγκών της αστικής τάξης εκείνης της εποχής οπουδήποτε στον κόσμο. Οι δυνάμει συμμαχίες της σχετίζονται οπωσδήποτε με αυτούς τους προσανατολισμούς: δεν είναι τυχαία η πίστη πολλών εκπροσώπων του ελληνικού διαφωτισμού στην επαναστατική, ακόμα και στη ναπολεόντεια Γαλλία ούτε και η μετέπειτα ιδεολογική και πολιτική στροφή προς τη Μεγάλη Βρετανία, για την οποία θα μιλήσουμε παρακάτω.

Το ζήτημα των παροικιών

Μέχρι στιγμής δεν έχουμε αναφερθεί καθόλου στις ελληνικές παροικίες στην Ευρώπη. Υπάρχει μια διάχυτη άποψη που θέλει την αστική τάξη του ελληνισμού να διαμορφώνεται όχι μόνο εκτός ελλαδικού χώρου, αλλά και εκτός Οθωμανικής αυτοκρατορίας, παραγνωρίζοντας τη γένεση καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής μέσα σε αυτό το χώρο. Πάνω σε αυτή την αντίληψη, στηρίζεται και μία θεωρία που θέλει την Επανάσταση του 21 «εισαγόμενη», με την έννοια ότι υποκινήθηκε από τους έλληνες των παροικιών, για ιδεολογικούς κυρίως λόγους, αφού αυτοί ήρθαν εξ αντικειμένου πρώτοι σε επαφή με το γαλλικό διαφωτισμό.

Πιστεύουμε ότι τα στοιχεία που αναφέραμε προηγουμένως δε στοιχειοθετούν μια τέτοια αντίληψη, δεδομένης της σημαντικής οικονομικής δραστηριότητας των Ελλήνων αστών, μέσα στον ίδιο τον ελλαδικό χώρο (αλλά και τον ευρύτερο βαλκανικό). Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να αρνηθούμε την πραγματικά πλούσια παρουσία και οικονομική ζωή των Ελλήνων της διασποράς. Ωστόσο, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αυτές οι παροικίες λειτουργούσαν ξεκομμένα και σε αντιπαράθεση με τα οικονομικά δρώμενα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι γεγονός ότι οι Ελληνες, για να ξεφύγουν πολλές φορές από τις ασφυκτικές δεσμεύσεις του οθωμανικού νομοθετικού πλαισίου, κατέφευγαν σε χώρες εκτός αυτοκρατορίας (όπου αντίθετα έχαιραν πολλών προνομίων). Η δραστηριότητά τους όμως δεν ήταν αποκομμένη από το οθωμανικό κέντρο. Πολλές φορές έχουμε την περίπτωση επιχειρήσεων που λειτουργούν τόσο εντός αυτοκρατορίας, όσο και στο εξωτερικό. Αρκεί να παραθέσουμε την περίπτωση του πατρός Κοραή, ο οποίος είχε την έδρα των επιχειρήσεών του στη Σμύρνη (ήταν έμπορος υφασμάτων), αλλά σημαντικά παραρτήματα στο Αμστερνταμ και αλλού. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια «εμφύτευση» αστικών δραστηριοτήτων και αστικής ιδεολογίας «απ έξω», αλλά για μια εξακτίνωση στις παροικίες δραστηριοτήτων που διενεργούνται και αναπτύσσονται μέσα στα πλαίσια της ίδιας της αυτοκρατορίας.

Μια άλλη πλευρά του ζητήματος των παροικιών είναι και η ακόλουθη: το γεγονός ότι το ελληνικό αστικό στοιχείο βρίσκεται και δρα τόσο μέσα στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και έξω από αυτήν, δημιουργεί την εικόνα ενός πληθυσμού που, μέσα από τις κοινές οικονομικές του λειτουργίες, διαμορφώνει ενιαία εθνική συνείδηση, δεν παρουσιάζει όμως εδαφική συνοχή. Με αυτόν τον τρόπο, δυσκολεύει, για τους έλληνες, η επίλυση του εθνικού τους ζητήματος (είναι, εξ άλλου, ένα πρόβλημα που κληροδοτήθηκε και στον αιώνα μας και δεν επιλύθηκε οριστικά πριν από το 1923). Από την άλλη όμως, οι παροικίες συντελούν στη διευρυμένη αναπαραγωγή του ελληνικού κεφαλαίου, συντελώντας στην πρόοδο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, τόσο πριν όσο και – κυρίως – μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Σύμφωνα δε με τον καθηγητή Σβορώνο, στο βαθμό που οι ελληνικές παροικίες και οι ελληνικές αστικές δραστηριότητες εκδηλώνονται στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, οι έλληνες λειτουργούν ως «μια διαβαλκανική αστική τάξη», συντελώντας στην εθνική αφύπνιση και των άλλων εθνών της περιοχής.

Μεθοδολογικά ζητήματα σχετικά με το χαρακτήρα της ελληνικής αστικής τάξης, του κράτους της και των διεθνών συμμαχιών της

Στη μέχρι τώρα αναδρομή μας, αναφερθήκαμε στις βασικές οικονομικές δραστηριότητες που ανέπτυξαν οι Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κυρίως στο εσωτερικό της, με αντανάκλαση και στις παροικίες του εξωτερικού. Από ένα ιστορικό σημείο και μετά, η διαμορφούμενη ελληνική αστική τάξη (και το νεοσύστατο ελληνικό κράτος) συνεργάστηκε πολύ στενά με την ισχυρότερη καπιταλιστική δύναμη της εποχής, τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία, μετά και τη γαλλική επανάσταση και τους ναπολεόντειους πολέμους, πέτυχε να εκτοπίσει από την ανατολική Μεσόγειο την ανταγωνίστριά της Γαλλία και να τη διαδεχθεί ως κυρίαρχη οικονομικά και πολιτικά δύναμη της περιοχής. Η συνεργασία αυτή ήταν αποτέλεσμα των οξυμένων αναγκών των επαναστατημένων ελλήνων – και αργότερα του ελληνικού κράτους – να αποκτήσουν ισχυρά διεθνή ερείσματα, σε μια εποχή κατά την οποία δεν είχε λυθεί ούτε το εθνικό πρόβλημα ούτε το λεγόμενο «ανατολικό ζήτημα». Ταυτόχρονα, η ίδια η επανάσταση κινδύνευε πολλές φορές να καταπνιγεί, αφού η παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία διατηρούσε ωστόσο αρκετά ισχυρή στρατιωτική μηχανή, δεχόμενη και τη βοήθεια του Μωχάμετ Αλυ της Αιγύπτου. Μέσα σε ένα διαμορφωμένο πλέγμα διεθνών συμφερόντων και συγκρούσεων, η ελληνική αστική τάξη επέλεξε ως ισχυρό «σύμμαχο» και «εταίρο» τη Μεγάλη Βρετανία, θεωρώντας ότι διασφαλίζει έτσι καλύτερα τα συμφέροντά της και, χωρίς αυτό το στοιχείο, ειδωμένο με βάση τις ανάγκες της εποχής, να αποτελεί κάποιου είδους ηθική «μομφή».

Κάτω από αυτούς τους όρους, η «συνεργασία» υπήρξε αναμφίβολα ετεροβαρής, δεδομένης της διαφοράς στην οικονομική δυναμικότητα των δύο αστικών τάξεων (και των δύο κρατών αργότερα). Ο ετεροβαρής αυτός χαρακτήρας επιτάθηκε λόγω της σύναψης δανείων από τη Μεγάλη Βρετανία, στην οποία προέβησαν οι επαναστατικές κυβερνήσεις. Η Ελλάδα μπήκε λοιπόν ως χώρα στο καπιταλιστικό σύστημα και στη νέα εποχή από θέση εξ ορισμού δυσχερή και εξαρτημένη. Η θέση αυτή την κατέστησε πολύ πιο ευάλωτη στις πολιτικές και στρατιωτικές επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων που έγιναν φανερές ήδη από τη διαδικασία συγκρότησης του ελληνικού κράτους, με την επιβολή ενός ιδιότυπου καθεστώτος τριεθνούς «προστασίας» από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Η προϊστορία αυτή αντανακλάται και στις κατά καιρούς επιλογές διακρατικών συμμαχιών από την άρχουσα τάξη της Ελλάδας και τα κόμματα που την εκπροσωπούσαν, ενώ ερμηνεύει και τη θέση της χώρας μας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Ομως, σε καμμία περίπτωση η διαδικασία αυτή δεν αναιρεί τον εγγενή χαρακτήρα των μεταβολών στις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία, μεταβολών που οδήγησαν στη δημιουργία ελληνικής αστικής τάξης και τη συγκρότηση ελληνικού κράτους σαφώς αστικού χαρακτήρα. Η αλληλοσύνδεση των αρχουσών τάξεων των εθνών-κρατών δεν αφορά μόνο τις σχέσεις Ελλάδας-Μεγάλης Βρετανίας ούτε γενικά τη σχέση ανάμεσα σε ισχυρότερες οικονομικά και ασθενέστερες καπιταλιστικές χώρες. Αφορά όλες τις χώρες που συμμετέχουν στο καπιταλιστικό σύστημα και, πολύ περισσότερο, στο σύστημα του ιμπεριαλισμού, χωρίς να αναιρεί το αυθύπαρκτο και τις πρωτοβουλίες (οικονομικές, πολιτικές, εν τέλει ιστορικές) κάθε εθνικής αστικής τάξης. Ούτε, βέβαια, από την άλλη πλευρά, αναιρεί τον «ετεροβαρή» όπως περιγράψαμε πιο πάνω, χαρακτήρα αυτών των διακρατικών σχέσεων.

Παρ όλα αυτά τα προβλήματα, ο έντονα αστικός χαρακτήρας της επανάστασης και του κράτους που προέκυψε από αυτήν, φάνηκε από πολύ νωρίς: από τα ίδια τα συντάγματα που ψηφίστηκαν κατά τη διάρκεια της επανάστασης τα οποία ήταν τα προοδευτικότερα και ριζοσπαστικότερα της εποχής. Αρκετή συζήτηση γίνεται και για την παρουσία ισχυρών φεουδαρχικών καταλοίπων στο ελληνικό κράτος. Αν προσεγγίσουμε όμως το ζήτημα με όρους οικονομικούς και κοινωνικούς, με όρους σχέσεων παραγωγής, θα δούμε το εξής: Στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, το 1832, κυρίαρχη παραγωγική μονάδα στην αγροτική οικονομία ήταν ο μικρός ελεύθερος κλήρος και όχι η εκτεταμένη γαιοκτησία φεουδαρχικού τύπου (με εξαίρεση ορισμένα τσιφλίκια στην Αττική και τη Βοιωτία). Το δε αγροτικό πρόβλημα που αντιμετώπισε το 1881, με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας είναι ζήτημα που συνδέεται περισσότερο με τη βίαιη αποσύνθεση του φεουδαρχικού συστήματος που επέβαλε η ένταξη της θεσσαλικής έγγειας ιδιοκτησίας στο αστικό ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο, καταργώντας την πρόσδεση του χωρικού στη γη και δημιουργώντας στρατιές ακτημόνων ή ενοικιαστών των κλήρων.

Ωστόσο, το ίδιο αυτό ζήτημα (της κυριαρχίας του μικρού ελεύθερου κλήρου) έχει και μια άλλη πλευρά. Ο καλλιεργητής δεν αφήνει εύκολα τη γη του: το γεγονός αυτό υπήρξε ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες εξ αιτίας των οποίων δε δημιουργήθηκε μαζική εργατική τάξη, μέχρι τουλάχιστον το τέλος του περασμένου αιώνα, «μπλοκάροντας» ενδεχομένως τις διαδικασίες εκβιομηχάνισης της χώρας. Ολα αυτά όμως είναι ζητήματα τα οποία απαιτούν ουσιαστική και βαθεία μελέτη που, πιστεύουμε, θα βοηθήσει και σε μια αρτιότερη εκτίμηση όχι μόνο των ιστορικών γεγονότων από μαρξιστική σκοπιά, αλλά και των σημερινών δρώμενων και απαιτήσεων της ελληνικής κοινωνίας. Εμείς, σε αυτή τη σύντομη παρουσίαση, απλώς επιδιώξαμε να θέσουμε ορισμένους μεθοδολογικούς προβληματισμούς, υποσχόμενοι να επανέλθουμε σε αυτούς σε προσεχή τεύχη του περιοδικού μας ώστε να συμβάλουμε, στα μέτρα των δυνατοτήτων μας, στην καλύτερη διερεύνησή τους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ιστορία του Ελληνικού Εθνους (Εκδοτική Αθηνών): Τόμοι Ι΄ και ΙΑ΄ («Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία – Λατινοκρατία, Τουρκοκρατία, 1453-1821»).

Νίκος Γ. Σβορώνος: «Ανάλεκτα Νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας», Ιστορική Βιβλιοθήκη, Θεμέλιο, 1982.

Βασίλης Κρεμμυδάς: «Εισαγωγή στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας (1700 – 1821)», εκδ. Εξάντας, 1988.

Γ. Λεονταρίτης: «Ελληνική εμπορική ναυτιλία (1453-1850)». Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού – Μνήμων, 1981 (Θεωρία και Μελέτες Ιστορίας 1).

Βασ. Βλ. Σφυρόερα: «Επισκόπηση -Οικονομική και Δημογραφική- του Τουρκοκρατούμενου ελληνικού χώρου (1669-1821)». Αθήνα, 1979.

Σπ. Ασδραχά: «Ζητήματα ιστορίας». (Ιστορική Βιβλιοθήκη), εκδ. «Θεμέλιο».

Ν. Τοντόροφ: «Η βαλκανική πόλη (15ος-19ος αιώνας)», τόμος Β΄. (Ιστορική Βιβλιοθήκη), εκδ. «Θεμέλιο», 1986.

Γ. Ζεύγου: «Σύντομη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας», μέρος Α΄ – «Τα νέα βιβλία Α.Ε.». Αθήνα, 1945.

Πηγή: ΚΟΜΕΠ, τεύχος 1, 2001

Ορθοδοξία και ελληνική εθνική συνείδηση

της Δώρας Μόσχου

gizis_kryfo_skoleio

Το ζήτημα με το οποίο επιχειρούμε να καταπιαστούμε στο παρόν άρθρο είναι αρκετά ευρύ και πολυσυζητημένο, ιδιαίτερα στις μέρες μας, μέσα από μια πλούσια φιλολογία -και παραφιλολογία- που αναπτύσσεται, με αφορμή κυρίως τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στα δελτία των αστυνομικών ταυτοτήτων. Η άποψη της εκκλησίας πάνω σε αυτό είναι σαφής: η ορθοδοξία ως δόγμα αλλά και ως δομημένη εκκλησία αποτέλεσε την κιβωτό των παραδόσεων του «γένους» (η ορολογία δεν είναι οπωσδήποτε δική μας) και συντέλεσε τα μέγιστα στη διάσωση της γλώσσας, της πνευματικής ζωής, της συνείδησης, σε τελευταία ανάλυση, του Ελληνα. Από μια άλλη πλευρά, μια διαφορετική άποψη θεωρεί ότι το ελληνικό έθνος είναι κυρίως απότοκο της πνευματικής κίνησης του Διαφωτισμού.

Φοβόμαστε ότι, όπως σε πολλές ανάλογες διαμάχες με ιστορικό υπόβαθρο, αλλά με αντανάκλαση σε σημερινά προβλήματα και σύγχρονες πραγματικότητες,(1) δε λαμβάνονται υπ όψη δύο σοβαροί παράγοντες: ο πρώτος είναι το γεγονός ότι η θρησκεία αποτελεί στοιχείο του εποικοδομήματος και ότι ως τέτιο μπορεί βεβαίως να επιδράσει στη διαμόρφωση της βάσης μιας κοινωνίας, αλλά κυρίως εδράζεται σε αυτήν και κατά μείζονα λόγο ρυθμίζεται από αυτήν. Ο δεύτερος είναι το ότι η θρησκεία και τα κοσμικά της μορφώματα (εκκλησίες και ιερατεία) συνιστά ένα φαινόμενο που, όπως εξ άλλου και όλες οι εκδηλώσεις της κοινωνικής συνείδησης, χαρακτηρίζεται από ιστορικότητα: ο ρόλος, η λειτουργία της, η επίδρασή της μεταβάλλεται ανάλογα με τις εποχές και τις ιστορικές αναγκαιότητες.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια θα επιχειρήσουμε μια προσέγγιση του ρόλου της ορθοδοξίας και της εκκλησίας στη διαμόρφωση της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης, εντάσσοντας τις εκάστοτε λειτουργίες της μέσα στα πλαίσια των ιστορικών εποχών στις οποίες έδρασε.

Ενα πρώτο, μεθοδολογικό πρόβλημα που ενδέχεται να αντιμετωπίσουμε σε μια τέτια προσέγγιση, είναι η χρονολογική – ιστορική αφετηρία από την οποία θα πρέπει να ξεκινήσουμε. Η ορθόδοξη εκκλησία είναι σαφέστατα – και πολύ – παλιότερη από το ελληνικό έθνος. Το ορθόδοξο δόγμα και η ορθόδοξη εκκλησία υπήρξε ένα από τα κυρίαρχα στοιχεία του εποικοδομήματος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οχι μόνο υπήρξε η κυρίαρχη – έως απόλυτα κυρίαρχη – μορφή κοινωνικής συνείδησης, αλλά και επηρέασε βαθύτατα κάθε μορφή τέχνης και πολιτισμού, διατηρώντας παράλληλα μια ιδιότυπη σχέση με την πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας, σαφώς διαφορετική από εκείνη που διατηρούσε η παπική έδρα με τις κοσμικές εξουσίες στη δύση. Ομως, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν είναι κοιτίδα ούτε και κιβωτός του ελληνικού έθνους. Ο βυζαντινός υπήκοος είναι «Ρωμαίος», απόγονος και νόμιμος κληρονόμος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Χρειάστηκαν άλλες διαδικασίες ώστε ο όρος «Ρωμαίος» («Ρωμιός» στη λαϊκή νεοελληνική συνείδηση) να μεταλλαχτεί σε Γραικό ή Έλληνα. Αυτές οι διαδικασίες είναι κυριότατα οικονομικές (διαμόρφωση αστικής τάξης) και συντελέστηκαν σε συνθήκες κυριαρχίας του ελλαδικού χώρου από αλλόδοξες ή αλλόθρησκες δυνάμεις. Αυτό το τελευταίο στοιχείο μας οδηγεί στο να ορίσουμε ως αφετηρία της αναφοράς μας το σωτήριο έτος 1204, όταν η Κωνσταντινούπολη -και πολύ μεγάλο μέρος του βυζαντινού χώρου- κατελήφθη από τους Φράγκους της Γ΄ Σταυροφορίας.

Δεν μπορούμε ωστόσο να μην κάνουμε και μια αναφορά στα πριν, στο Βυζάντιο. Δε μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα η δογματική πλευρά της Ορθοδοξίας. Μας ενδιαφέρει εδώ κυρίως το ότι συστατικό στοιχείο της φιλολογίας της υπήρξε η διαρκής αντιπαράθεσή της με τη δυτική χριστιανοσύνη, μια αντιπαράθεση που γνώρισε οξύτατες στιγμές με τα δύο σχίσματα και που ολοκληρώθηκε με το δεύτερο, στα 1054, επί Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου, όταν οι δύο ποντίφηκες, ο ανατολικός και ο δυτικός, αφόρισαν ο ένας τον άλλο. Τα βαθύτερα και ουσιαστικότερα αίτια του σχίσματος δεν ήταν οπωσδήποτε το «filioque».(2) Ας κάνουμε μια προσπάθεια να κωδικοποιήσουμε τα αίτια αυτά:

Το ζήτημα των πρωτείων του Πάπα σε σχέση με τους υπόλοιπους χριστιανούς πατριάρχες έχει μία σπουδαιότητα, με τη σειρά του όμως και αυτό, υποκρύπτει σοβαρότερες πλευρές του ζητήματος. Πρόκειται, στην ουσία, για μια από τις εκδηλώσεις της σύγκρουσης ανάμεσα στο βυζαντινό και στο φραγκικό – λατινικό κόσμο (για να αρχίσουμε επί τέλους να αποφεύγουμε τους όρους «ανατολικός» και «δυτικός») σε σχέση με το ποιος είναι ο γνήσιος κληρονόμος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας – ποιος είναι, σε τελική ανάλυση, ο κυρίαρχος του τότε γνωστού κόσμου.

Την εποχή κατά την οποία συντελείται το οριστικό σχίσμα των εκκλησιών, στο μεν Βυζάντιο ολοκληρώνονται οι φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής, ενώ στο φραγκικό – λατινικό κόσμο υπάρχουν ήδη τα πρώτα φανερώματα αστικής ανάπτυξης, στις ιταλικές πόλεις του βορρά, οι οποίες απολαμβάνουν σοβαρά εμπορικά προνόμια στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, κυρίως στην ίδια την Κωνσταντινούπολη.(3) Είναι το προανάκρουσμα εκείνης της πλευράς της σύγκρουσης ανάμεσα στους δύο χώρους που θα κορυφωθεί με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, το 1204.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι το πρώτο συγκροτησιακό – συνειδησιακό στοιχείο του χώρου που προβάλλεται και τονίζεται από την ορθόδοξη εκκλησία είναι εκείνο της αντίληψης της διαφοράς από το φραγκικό – λατινικό κόσμο. Αν και άλλα, όπως είδαμε πριν, ήσαν τα αίτια της διαφοροποίησης αυτής, ωστόσο δεν πρέπει να αφαιρούμεθα από το γεγονός ότι στον όψιμο Μεσαίωνα οι πολιτικές έριδες εύρισκαν την έκφρασή τους μέσα από τη θεολογία, την πίστη και τις αιρέσεις. Αξίζει επίσης να σημειώσουμε το εξής: έχει ενδιαφέρον να δει κανείς το πώς ένας πολιτισμός αντιλαμβάνεται και εκφράζει ο ίδιος τον εαυτό του και πώς τον αντιλαμβάνεται και εκφράζεται γι αυτόν ο περίγυρός του. Την ίδια αυτή εποχή, που ο βυζαντινός ονομάζει τον εαυτό του «Ρωμαίο» και που ο όρος «Ελληνας» είναι, κατά το μάλλον ή ήττον, απαξιωτικός (με σαφείς τις «ευθύνες» για τούτο της ορθόδοξης εκκλησίας), ο φραγκικός – λατινικός κόσμος αποκαλεί τους βυζαντινούς «Ελληνες», τόσο σε επίπεδο κρατικών και διπλωματικών εγγράφων, όσο και σε επίπεδο λαϊκής κουλτούρας. «Πάμε για να συντρίψουμε τους Ελληνες (i grechi) και τους Μαύρους» (Σαρακηνούς), λέει το μεσαιωνικό λαϊκό βενετσιάνικο τραγούδι.

Με την άλωση -και την πολύ σκληρή λεηλασία- της Κωνσταντινούπολης, το 1204, η ορθόδοξη εκκλησία είχε σοβαρούς λόγους να θριαμβολογήσει: ήταν πολύ εύκολο να θεωρηθεί υπεύθυνος, στη συνείδηση των βυζαντινών, ο Πάπας για τις φραγκικές αγριότητες (αν και ο πραγματικός υποκινητής της κατάληψης και της λεηλασίας ήταν οι Βενετοί). Το γεγονός ότι στις φραγκικές – λατινικές ηγεμονίες που ιδρύθηκαν στα βυζαντινά εδάφη, οι κατακτητές, με την εφαρμογή των «Ασσιζών της Ρωμανίας»(4) επιτάχυναν δραστικά την πλήρη φεουδαρχοποίηση του βυζαντινού χώρου, το ότι εγκατέστησαν Λατίνο πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη και έδωσαν προνόμια στο λατινικό κλήρο δημιούργησε ένα ευρύ λαϊκό έρεισμα για την ορθόδοξη εκκλησία που εμφανιζόταν ως ο νόμιμος καθοδηγητής των αντιφραγκικών κινημάτων. Με την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης όμως από το βυζαντινής προέλευσης μόρφωμα της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας (1261), την ανασύσταση της αυτοκρατορίας και την εμφάνιση και ενδυνάμωση του οθωμανικού κινδύνου, αλλάζουν, μεταξύ άλλων, και οι ισορροπίες ανάμεσα στις δύο εκκλησίες. Ας σταθούμε κάπως αναλυτικότερα στο ζήτημα.

Είναι η εποχή κατά την οποία εμφανίζεται η βαθιά διαμάχη που ξέσπασε στους κόλπους της ορθόδοξης εκκλησίας ανάμεσα σε «ενωτικούς» και «ανθενωτικούς». Η διαμάχη αυτή σχετίζεται με τη διαδικασία ένωσης των δύο εκκλησιών και στην οποία εμπλέκεται η κοσμική βυζαντινή εξουσία, αποσκοπώντας σε δύο πράγματα: το ένα είναι η διαφύλαξη των νώτων της από πιθανές λατινικές βλέψεις εναντίον της (εννοούμε κοσμικές, όχι εκκλησιαστικές) και το άλλο είναι η εξεύρεση συμμάχων, από τους κόλπους της δυτικής χριστιανοσύνης, ώστε να αποκόψει τη ραγδαία εξάπλωση των Οθωμανών. Δύο είναι οι σημαντικότεροι σταθμοί στην προσπάθεια ένωσης των εκκλησιών: η Σύνοδος της Λυών, το 1247 (πριν ακόμα από την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης) και η περίφημη Σύνοδος της Φερράρας – Φλωρεντίας, το 1438 με 1439, λίγο πριν από τη δεύτερη άλωση.

Και οι δύο σύνοδοι έληξαν με περιφανή νίκη του καθολικισμού. Και οι δύο Σύνοδοι, παρά τη στήριξη της κοσμικής εξουσίας, αντιμετωπίστηκαν με καταφανή δυσανεξία από τον κλήρο και το λαό. Βιώθηκαν ως υποχώρηση των «Ρωμαίων» απέναντι στους σφετεριστές της πολιτικής και πολιτισμικής παράδοσης της ενιαίας αυτοκρατορίας, όπως αντιλαμβανόταν ο βυζαντινός άνθρωπος το φραγκικό – λατινικό κόσμο. Με τη διαμάχη ανάμεσα σε ενωτικούς και ανθενωτικούς βαθαίνει η διάκριση ανάμεσα στον κάτοικο του βυζαντινού χώρου (εμφανώς πια περιορισμένου στον κορμό της Ελλάδας και στη Μικρά Ασία) και το δυτικό (Φράγκο, Λατίνο, Ιταλό) χριστιανό. Ομως, όπως είπαμε και πριν, αυτή η διάκριση έχει βαθύτερα αίτια που σχετίζονται με τους διαφορετικούς ρυθμούς μετάβασης των δύο χώρων στο επόμενο κοινωνικό σύστημα και τις αναπόφευκτες αντιπαλότητες που δημιουργούσε η συνύπαρξη κοινοτήτων – φορέων των δύο συστημάτων, πολλές φορές στον ίδιο χώρο, αν και με διαφορετικούς τρόπους και για διαφορετικούς λόγους.(5)

Ωστόσο, το Ισλάμ, με το νέο κρατικό σχηματισμό που κυρίως το εξέφραζε, τους Οθωμανούς Τούρκους, δε φαινόταν το ίδιο απειλητικό, στο μέσο βυζαντινό άνθρωπο. Για να δώσουμε, τέλος, μια κάπως πληρέστερη εικόνα της πνευματικής ζωής της εποχής, θα πρέπει να συμπληρώσουμε τούτο: για πρώτη φορά, μετά από αιώνες, από διανοούμενους ελληνόφωνους, ορθόδοξους και κατοίκους του ελλαδικού χώρου, επαναδιατυπώνεται και όχι πια απαξιωτικά, η προσφώνηση «Ελληνας». Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι ο Γεώργιος Γεμιστός, αυτοαποκαλούμενος «Πλήθων». Με σχετική βεβαιότητα, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η ανάσυρση στοιχείων που παραπέμπουν στην κλασική αρχαιότητα του χώρου δεν είναι άσχετη από μια σύντομη «Αναγέννηση» που βίωσε η αυτοκρατορία στην περίοδο των Παλαιολόγων, μια «Αναγέννηση» που οι οικονομικοί της όροι είναι ανάλογοι με εκείνους της Δύσης (πρώιμη άνθιση της αστικής τάξης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται). Αυτή η τάση δεν έχει καθόλου καλές σχέσεις με τη μονίμως στραμμένη στο ρωμαιοβυζαντινό παρελθόν ορθόδοξη εκκλησία, της οποίας οι δομές και η φιλοσοφία εξακολουθούν να ανταποκρίνονται σε μια κοινωνία με φεουδαρχική βάση.

Τη λύση στη διαμάχη ανάμεσα σε «ενωτικούς» και «ανθενωτικούς» δίνει ο …Αλλάχ. Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, ο Μεχμέτ Β΄ εγκαθιστά στον Πατριαρχικό θρόνο το φανατικό ανθενωτικό Γεώργιο Σχολάριο, που έγινε γνωστός ως Πατριάρχης Γεννάδιος. Από δω και πέρα, αρχίζει η πραγματική ιστορία του ζητήματος.

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ
ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ

Η περίοδος από το 1453 έως και 1821 είναι η εποχή μέσα στην οποία διαμορφώνεται το ελληνικό έθνος και, ως εκ τούτου, καθόλου ανάξια λόγου. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το έθνος είναι ιστορική κατηγορία της εποχής του καπιταλισμού και ότι υπάρχουν τέσσερις προϋποθέσεις για τη συγκρότησή του: ο ενιαίος γεωγραφικός χώρος στον οποίο ζει μια ανθρώπινη κοινότητα, η ενιαία οικονομική ζωή, η ενιαία γλώσσα και η ενιαία συνείδηση. Οι ξενικές κυριαρχίες στον ελλαδικό χώρο συνετέλεσαν, με έναν ιδιόμορφο τρόπο που δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε, στη διαμόρφωση αυτών των παραγόντων. Μέσα στις συνθήκες αυτές, η ορθόδοξη εκκλησία επιδρά στη διαμόρφωση της συνείδησης, με τρόπο διαφορετικό στις οθωμανοκρατούμενες από τις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές.

Ο οθωμανικός κόσμος μπορεί να παρασταθεί με μία πυραμίδα, διαιρεμένη κατά τρόπο οριζόντιο και κάθετο. Η οριζόντια διάκριση είναι η σαφής και πάγια διαίρεση των κοινωνιών σε τάξεις και δε μας αφορά εδώ. Η κάθετη διαίρεση σχετίζεται με τη διαίρεση της αυτοκρατορίας σε «έθνη» (millet), όπου ο όρος δεν έχει καθόλου τη σημερινή του έννοια. Ως «έθνος» οι Οθωμανοί εννοούσαν την ευρεία θρησκευτική κοινότητα και αναγνώριζαν επισήμως τρεις τέτοιες: τη μουσουλμανική, την εβραϊκή και τη χριστιανική που, εκ των πραγμάτων του γεωγραφικού χώρου, ήταν ταυτόχρονα και ορθόδοξη. Το Ισλάμ υπήρξε γενικά ανεκτικό απέναντι στις «θρησκείες της βίβλου» και ακόμα περισσότερο ανεκτική από την αραβική εκδοχή του υπήρξε η οθωμανική. Η διαίρεση λοιπόν της αυτοκρατορίας σε τρία έθνη θεσμοθετήθηκε και επικεφαλής κάθε έθνους (millet basi) ορίστηκε ο αντίστοιχος θρησκευτικός ηγέτης. Στην περίπτωση, δηλαδή, των ορθοδόξων, ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης. Ο αρχηγός του «έθνους» θεωρούνταν υψηλόβαθμος αξιωματούχος της αυτοκρατορίας και έφερε τον τίτλο του πασά με τις τρεις ουρές αλόγων στη σημαία του.

Στην ορθόδοξη εκκλησία απονεμήθηκε από τους Οθωμανούς μια ευρεία δικαιοδοσία, όχι μόνο αντιπροσώπευσης, αλλά και διοίκησης, σε επί μέρους ζητήματα (π.χ. οικογενειακό δίκαιο) πάνω στους ορθόδοξους χριστιανούς υπηκόους τους. Δεδομένου ότι, στα χρόνια του Βυζαντίου, ο κλήρος είχε περιορισμένη πολιτική εξουσία και ο πατριάρχης εξαρτιόνταν πολιτικά από τον αυτοκράτορα, η ορθόδοξη εκκλησία άρχισε για πρώτη φορά να παίζει τόσο ουσιαστικό πολιτικό ρόλο αλλά και, στην ουσία, να ασκεί εξουσία πάνω στους ελληννόφωνους – ορθόδοξους πληθυσμούς. Ετσι, πέρα από τα διαφοροποιητικά στοιχεία αυτών που αντιπροσωπεύει σε σχέση με το περίγυρο (λατινικό ή οθωμανικό) λειτουργεί πλέον και σαν στοιχείο συγκρότησης μιας κοινότητας, με την έννοια ότι αποτελεί το διάμεσό της με τη διοίκηση και το φορέα που η ίδια η κοινότητα αντιλαμβάνεται πιο άμεσα ως φορέα εξουσίας.

Εξ άλλου, από τη βυζαντινή ακόμη εποχή, η ορθόδοξη εκκλησία έπαιζε και οικονομικό ρόλο, που συνίστατο στο ότι η ίδια (κυρίως μέσω των μονών) είχε εκτεταμένους κλήρους στην κατοχή της και λειτουργούσε, επί της ουσίας, σαν φεουδάρχης. Αυτή της η λειτουργία συνεχίστηκε και μέσα στα πλαίσια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεδομένου ότι τα θρησκευτικά – εκκλησιαστικά κτήματα (βακούφια) τελούσαν υπό ειδικό καθεστώς και δε θεωρούνταν ψιλή κυριότητα του οθωμανικού κράτους.

Μέσα στο ορθόδοξο «μιλλέτ» όμως, εκτός από τους ελληνόγλωσσσους πληθυσμούς, συμπεριλαμβάνονταν ακόμη και σλάβοι, Βούλγαροι, Αρβανίτες, Αρμένιοι κ.ά.. Οι άλλοι λοιπόν παράγοντες που συντελούν στη διαμόρφωση του έθνους είναι εκείνοι οι οποίοι ενεργοποιούνται κατ εξοχήν και οδηγούν στην οριστική διαφοροποίηση και το σχηματισμό του νέου ελληνισμού. Κυρίως, οι οικονομικές δραστηριότητες, με αιχμή στην ανάπτυξη του εμπορίου και, κατά δεύτερο λόγο, της βιοτεχνίας. Υπάρχουν ωστόσο και άλλα, σοβαρά στοιχεία του εποικοδομήματος που βοηθούν στο σχηματισμό του ελληνικού έθνους. Κυρίαρχο ανάμεσά τους είναι οπωσδήποτε η γλώσσα, μια γλώσσα της οποίας οι ρίζες ανάγονται στη βαθιά αρχαιότητα και η οποία υπήρξε γλωσσική αντανάκλαση του πλουσιότερου και αρτιότερου πολιτισμού που ανέδειξε ο δουλοκτητικός κόσμος. Εδώ, θα πρέπει να τονίσουμε ότι η ορθόδοξη εκκλησία στάθηκε, κατά το μάλλον ή ήττον, εχθρικά απέναντι στη ζωντανή εξέλιξη αυτής της γλώσσας, τη λαϊκή νέα ελληνική γλώσσα. Η επίσημη γλώσσα της εκκλησίας, όπως εξ άλλου και σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ήταν αττικίζουσα.

Σ αυτό το σημείο, ανοίγουν δύο σημαντικά ζητήματα: το ένα έχει να κάνει με τη στάση της ορθόδοξης εκκλησίας απέναντι στους Οθωμανούς και το δεύτερο με τη στάση της ορθόδοξης εκκλησίας απέναντι στην παιδεία. Δεν είναι μάλιστα αυτά τα δύο ζητήματα άσχετα μεταξύ τους. Θα πρέπει να πούμε από την αρχή ότι η ορθόδοξη εκκλησία αποδέχτηκε καθ ολοκληρίαν την προστασία και τις διοικητικές εξουσίες που της είχαν απονεμηθεί από την Υψηλή Πύλη. Το γεγονός αυτό, τουλάχιστον για τους πρώτους αιώνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν εμπεριέχει καμία ιδιαίτερη ηθική μομφή. Ηταν ακόμη «φυσικό», σε σχέση με τα δεδομένα και τα αιτήματα της εποχής. Ο βασικός ρόλος της ορθόδοξης εκκλησίας – όπως τουλάχιστον η ίδια τον αντιλαμβανόταν – διασφαλιζόταν απόλυτα και αυτός δεν ήταν άλλος από τη διαφύλαξη της ορθής πίστης και της σωτηρίας του ποιμνίου της, ενώ επίσης διασφαλίζονταν και τα υλικά της αγαθά. Ακόμη και η εκκλησιαστική φιλολογία των πρώτων αυτών αιώνων, δεν έχει την τάση να αντιπαρατίθεται θεολογικά στο Ισλάμ. Η εκκλησία βέβαια αντιτάχθηκε, όπως ήταν φυσικό, στους – κάποτε – μαζικούς εξισλαμισμούς που, όμως, δεν ήταν πάντοτε αναγκαστικοί.(6) Η εκκλησία συνεχίζει επίσης αδιαλείπτως τη σκληρή πολεμική της εναντίον των «κακοδόξων» καθολικών, μια πολεμική που επιτείνεται, ορισμένες φορές, από την πολιτική των επικυρίαρχων απέναντι στον ορθόδοξο κλήρο στις βενετοκρατούμενες ελληνικές χώρες. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που έγραψε ο Πατριάρχης Μάξιμος ο Γ΄, στα 1483, στο δόγη της Βενετίας, για να παραπονεθεί για την κατάσταση του ορθόδοξου κλήρου στις βενετοκρατούμενες χώρες: «πάσχομεν υπό των Τούρκων συγχωρήσει θεού δια τας αμαρτίας ημών, πλην έχομεν πάσαν ελευθερίαν, ώστε …πάντα πράττειν ακωλύτως τα εκκλησιαστικά και εν μέσω τω τόπω των ασεβών»(7).

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, διαφαίνεται και μια προσπάθεια συνεννόησης και συνδιαλλαγής με τους διαμαρτυρόμενους, η οποία ξεκίνησε με τις προσπάθειες του περίφημου Γερμανού θεολόγου και ελληνιστή Φιλίππου Μελάγχθωνα (Philipp Schwarzerd, 1497-1560), ο οποίος απέστειλε στον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Ιερεμία Β΄ επιστολή στα ελληνικά και μια ελληνική μετάφραση της «Αυγουστιαίας Ομολογίας».(8) Τον επόμενο αιώνα (16ο) έγινε μια δεύτερη προσπάθεια συνεννόησης των δύο εκκλησιών, επί Πατριαρχίας Ιερεμία Β΄ του Τρανού, η οποία όμως κατέληξε σε πλήρη αποτυχία. Τα αίτια, πέρα από τα δογματικά ζητήματα, τα οποία δεν αντέχουν σε επιστημονική ανάλυση, βρίσκονταν πέρα από τις προθέσεις των δύο εκκλησιών. Το μόνο κοινό που είχαν ήταν ο αντικαθολικισμός τους. Από την άλλη, ενώ ο προτεσταντισμός ήταν σαφώς το δόγμα της πρωταρχικής συσσώρευσης και ανταποκρινόταν στις ανάγκες της ανερχόμενης αστικής τάξης, η ορθοδοξία ήταν ένα δόγμα προσκολλημένο σε μεσαιωνικά σχήματα (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο προτεσταντισμός ήταν πιο ανεκτικός ή πιο φιλάνθρωπος. Υπάρχουν πολλά στοιχεία που βεβαιώνουν για το αντίθετο).(9)

Η ορθόδοξη εκκλησία, τους πρώτους τουλάχιστον αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας, δεν ήταν αμέτοχη της παιδείας. Μιλάμε βέβαια για τον ανώτατο κλήρο. Όμως, πριν αναφερθούμε στις σχέσεις της με τις επιστήμες και τα γράμματα, καλό θα ήταν να αναφερθούμε σε ένα μύθο, από τους πιο διαδομένους της ελληνικής ιστοριογραφίας, που διαμορφώθηκε μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και που συντέλεσε στο να περιβληθεί η ορθοδοξία την αίγλη της «εθνεγερτικής» δύναμης. Αναφερόμαστε βεβαίως στο μύθο περί «Κρυφού Σχολειού». Είναι γνωστή σε όλους η εικόνα του καλόγερου που, μέσα στο σκοτάδι, διδάσκει γραφή και ανάγνωση στους μαθητές που έρχονται κρυφά στο κελί του, νύχτα και με τη βοήθεια του …φεγγαρακίου του γνωστού τραγουδιού. Καμία ιστορική τεκμηρίωση δεν υπάρχει για τούτη τη διαδικασία. Και δεν είναι μόνο η έλλειψη πηγών και κειμένων που συντελεί στη διάλυση αυτού του μύθου, αλλά και η ίδια η κοινή λογική που απορρέει από τη γνώση άλλων ιστορικών πραγματικοτήτων. Η Οθωμανική αυτοκρατορία οπωσδήποτε δε μεριμνούσε για την παροχή μαζικής μόρφωσης στους υπηκόους της, χριστιανούς και μουσουλμάνους. Ομως, οργανωμένο σύστημα λαϊκής παιδείας δεν υπήρχε σε καμία φεουδαρχική χώρα. Επί πλέον, οι διοικητικοί αξιωματούχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (στους οποίους ανήκε και ο ανώτατος ορθόδοξος κλήρος, καθώς και πολλά άλλα πρόσωπα «έλληνες το γένος») όφειλε να γνωρίζει κάτι περισσότερο (ίσως πολύ περισσότερο) από γραφή και ανάγνωση. Μεταξύ άλλων και αυτό το σκοπό επιτελούσε η «Μεγάλη του Γένους Σχολή» στην Κωνσταντινούπολη, η οποία λειτουργούσε ανοιχτά και υπό την πλήρη προστασία της Υψηλής Πύλης. Ακόμη, η ύπαρξη πολλών λογίων πατριαρχών και άλλων μορφωμένων ελλήνων, που ασκούσαν πολύ υψηλά διοικητικά αξιώματα, φανερώνει ότι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι πιο εγγράμματοι ήσαν, κατά το μάλλον ή ήττον, οι Ελληνες.

Αυτά όσον αφορά τους πρώτους αιώνες της Οθωμανικής κυριαρχίας. Το 18ο όμως πια αιώνα, συντελούνται ριζικές μεταβολές στην ίδια την ταξική θέση και διαστρωμάτωση των υποδούλων. Τότε, σχηματίζεται η αστική τάξη, η οποία αναζητά τις ρίζες του «γένους» στο παρελθόν, ανακαλύπτει την ελληνική αρχαιότητα και διαμορφώνει ελληνική εθνική συνείδηση. Ενα από τα σημαντικότερα φανερώματα της αστικής ανάπτυξης, είναι και η αγάπη για τη γνώση και την παιδεία. Μέσα στο 18ο αιώνα, στις πόλεις του ελλαδικού χώρου, όπου τουλάχιστον υπάρχουν σοβαρά συμπτώματα αστικής ανάπτυξης (π.χ. Γιάννενα) ιδρύονται συνολικά 400 σχολεία, καθόλου κρυφά, εντελώς φανερά και ανθούντα.(10)

Η συμβολή λοιπόν της εκκλησίας στην υπόθεση της παιδείας των υποδούλων δεν υπήρξε οπωσδήποτε ασήμαντη, βρίσκεται όμως πολύ μακριά από τις μυθοπλασίες της παραδοσιακής ιστοριογραφίας. Αφορά κυρίως τους πρώτους αιώνες της κατάκτησης και σχετίζεται με την εκπαίδευση ανώτατων κληρικών και διοικητικών αξιωματούχων, ώστε να μπορούν να ανταποκρίνονται στην άσκηση των καθηκόντων τους. Πρέπει ωστόσο να τονίσουμε ότι, μέχρι τουλάχιστον το 18ο αιώνα, οι μορφωμένοι κληρικοί δεν περιφρονούν τις επιστημονικές ανακαλύψεις της «δυτικής» επιστήμης και προάγουν τόσο τις θετικές όσο και τις πολιτικές επιστήμες.

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΙΣ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΧΩΡΕΣ

Το είπαμε και προηγουμένως: η ορθοδοξία θεωρούσε αντίπαλό της περισσότερο τη δυτική εκκλησία και λιγότερο το Ισλάμ. Βέβαια, από το 15ο αιώνα και μετά, η αντιπαλότητα αυτή αντανακλά παρωχημένα κοινωνικά και ιστορικά σχήματα. Στην ίδια τη Δυτική Ευρώπη, το κλασικό μεσαιωνικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο ο Πάπας είναι ο επί γης εκπρόσωπος του ανώτατου φεουδάρχη θεού, κλονίζεται, καθώς η διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης βρίσκει την ιδεολογική – δογματική της έκφραση στο νεοπαγές δόγμα που διατύπωσε ο Λούθηρος και την πολιτική στη διαμόρφωση του έθνους – κράτους. Στην Ανατολή, όπου οποιαδήποτε προσπάθεια αστικής ανάπτυξης ανακόπτεται κατ αρχήν εξ αιτίας της οθωμανικής κατάκτησης, η ορθόδοξη εκκλησία μένει προσκολλημένη στο φεουδαρχικό υπόβαθρο του βυζαντινού παρελθόντος και του οθωμανικού παρόντος. Εδώ όμως υπεισέρχεται ένας εξωγενής παράγων: η κατοχή σημαντικού μέρους του ελλαδικού χώρου, με κατ εξοχήν ελληνόγλωσσους και ορθόδοξους πληθυσμούς, από «δυτικές», λατινικές και φραγκικές δυνάμεις, κυρίως από Βενετία (Κρήτη, Πελοπόννησος, Κυκλάδες, Ιόνια νησιά) και από τη Γένοβα (Χίος, Μυτιλήνη). Υπάρχει και η ιδιάζουσα περίπτωση της Ρόδου, η οποία ανήκει στους μοναστικό – πολεμικό τάγμα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννου. Καθώς όμως το μεγαλύτερο μέρος του λατινοκρατούμενου ελλαδικού χώρου ανήκει στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, θα ασχοληθούμε κυρίως με τη δική της εκκλησιαστική πολιτική.

Η πολιτική της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας απέναντι στους ελληνορθόδοξους υπηκόους της καθορίζεται κατ εξοχήν από την πολιτική της απέναντι στη Ρώμη και τον Πάπα. Η Βενετία, «μόνη ιταλική πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε σαν Ελληνίδα», επιχείρησε από πολύ νωρίς μια σχετική εκκλησιαστική ανεξαρτησία από την Αγία Εδρα, θεωρώντας ότι έτσι μπορούσε πολύ πιο άνετα να θεμελιώσει την εμπορική κυριαρχία της στη Μεσόγειο. Μέσα στα πλαίσια αυτής της διαφοροποίησης εντάσσεται και η αρπαγή από την Αλεξάνδρεια ενός σώματος το οποίο βαπτίσθηκε «σκήνωμα του Αγίου Μάρκου», μεταφέρθηκε στη Βενετία και έγινε ο πολιούχος Αγιος της πόλης, προς τιμήν του οποίου κτίσθηκε και η περίφημη Βασιλική (εμπνευσμένη αρχιτεκτονικά από το Βυζάντιο). Δεν είναι επίσης τυχαίο το γεγονός ότι ο καθολικός επίσκοπος της Βενετίας φέρει ακόμα και σήμερα τον τίτλο του Πατριάρχη (Patriarca) και ότι αυτή η περίπτωση είναι η μοναδική που ο τίτλος αυτός συναντάται στην καθολική εκκλησία. Η Βενετία δε θέλει, στις περιοχές που κατέχει, να δυσαρεστήσει το «δικό της» καθολικό κλήρο ούτε να έρθει σε πλήρη ρήξη με την Αγία Εδρα. Δε θέλει όμως από την άλλη να δημιουργήσει ερείσματα που θα διευκολύνουν την καθολική προπαγάνδα, με την έννοια ότι θα δημιουργούνταν ταυτόχρονα ερείσματα για την ανάπτυξη της παπικής πολιτικής. Δεδομένου δε ότι εθνικό αίσθημα δεν υπάρχει τα χρόνια για τα οποία μιλάμε, η εκκλησιαστική πολιτική της Γαληνοτάτης ήταν μια πολιτική εξισορρόπησης πιθανών αντιθέσεων που θα μπορούσαν να οξυνθούν και να οδηγήσουν σε εξεγέρσεις.

Βεβαίως, ο καθολικός κλήρος ευνοήθηκε παντού και σε αυτόν αποδόθηκε η κτηματική περιουσία του ορθόδοξου. Η καθολική εκκλησία, σε πολλές περιπτώσεις , υπήρξε η ίδια φεουδάρχης, όχι όμως περισσότερο ή λιγότερο αντιπαθητικός από τους κοσμικούς χωροδεσπότες. Στην περίπτωση μάλιστα των Ιονίων νήσων, από το 16ο αιώνα και μετά, αρχίζει η αντίστροφη διαδικασία και τα κτήματα της καθολικής εκκλησίας επιστρέφονται στον ορθόδοξο κλήρο, ενώ υπάρχουν πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες ορθόδοξες εκκλησίες ή μοναστήρια που βρίσκονται μέσα σε φέουδα καθολικής ιδιοκτησίας θεωρούνται προστατευόμενα από τον ίδιο το φεουδάρχη (jus patronato).

Περιπτώσεις διώξεων ιερέων δεν υπάρχουν ιδιαίτερα τρανταχτές, εκτός ίσως από την Κρήτη, επειδή αρκετοί ορθόδοξοι ιερείς συμμετείχαν στις αντιβενετικές εξεγέρσεις του Σήφη Βλαστού και του Καντανολέου (15ος και 16ος αιώνας αντίστοιχα).

Λατρευτικές εκδηλώσεις δεν απαγορεύτηκαν, εκτός από τη χειροτόνηση ιερέων και την ανάδειξη επισκόπων, σε συγκεκριμένες τουλάχιστον περιοχές (Κρήτη, Κέρκυρα). Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις, ο ορθόδοξος κλήρος όφειλε να τελεί λειτουργίες από κοινού με τον καθολικό,(11) πράγμα που άφησε αρκετές ιδιαιτερότητες στο τυπικό και στην αρχιτεκτονική των ορθόδοξων ναών, κυρίως στα Επτάνησα.

Μετά τη Σύνοδο του Τρέντο (1534 – 1565), με την οποία θεωρείται ότι ξεκινά η επιθετική πολιτική της Καθολικής Εκκλησίας απέναντι στους διαμαρτυρόμενους, εντείνεται η καθολική δραστηριότητα στον ελλαδικό χώρο. Παρ όλο που αυτή δεν μπορεί (για ευνόητους λόγους) να εκδηλωθεί στις οθωμανοκρατούμενες περιοχές, άρα αναγκαστικά διεξάγεται στις βενετοκρατούμενες, δε συναντά την εύνοια των βενετικών αρχών και δε γίνεται με δική τους πρωτοβουλία. Φορείς της επονομαζόμενης «propaganda fide» είναι κυρίως τα μοναστικά τάγματα τα οποία ασκούν και φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Ωστόσο, δε φαίνεται να εδραιώνονται ιδιαίτερα στη συνείδηση των κατοίκων των περιοχών στις οποίες ασκούν τις δραστηριότητές τους.

Γενικά, η αντιφατική αλλά μάλλον ήπια πολιτική των Βενετών σε ζητήματα θρησκείας λειτούργησε, προοπτικά, προς όφελος του ορθόδοξου δόγματος. Καθώς, όπως είπαμε και στην περίπτωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η έννοια του έθνους δεν υπήρχε την εποχή εκείνη, οι ελληνόγλωσσοι και ορθόδοξοι υπήκοοι των βενετοκρατούμενων χωρών, προσδιορίζονταν από τη διοίκηση ως «persone di rito greco ortodosso»,(12) σε αντιδιαστολή με τους Σέρβους και Δαλματούς που προσδιορίζονταν ως «persone di rito serbo ortodosso». Η μακρόχρονη συμβίωση ορθόδοξων και καθολικών πληθυσμών στον ίδιο χώρο λειτούργησε αφομοιωτικά ως προς τους δεύτερους και παρ όλο που οι περισσότεροι από αυτούς ανήκαν στην κυρίαρχη τάξη ή υπηρετούσαν τη διοίκηση. Τα παραδείγματα εξορθοδοξισμένων βενετικών οικογενειών είναι πολλά και επιφανή, αρκεί να αναφέρουμε ανάμεσά τους Σολωμούς και τους Καποδίστριες. Οι εντάσεις μεταξύ των κοινοτήτων δεν ήταν ποτέ μεγάλες, κυρίως στα Ιόνια νησιά. Πολλές φορές εξ άλλου, ο ορθόδοξος κλήρος ήταν αναπόσπαστο τμήμα της διοίκησης και τη βοηθούσε. Στην αγροτική Κέρκυρα του 18ου αιώνα, με τον ήχο της καμπάνας και την απειλή του αφορισμού, από τον ορθόδοξο κλήρο, διεξαγόταν η κατάρτιση των κατάστιχων των φέουδων.(13) Πάντως, περισσότερο ο μύθος και λιγότερο η ιστορία μαρτυρά ότι το 1797, ανάμεσα στο πλήθος που υποδέχτηκε τους δημοκρατικούς Γάλλους στην κεντρική πλατεία της Κέρκυρας, ήταν και ο Μεγάλος Πρωτοπαππάς, Χαλικιόπουλος – Μάντζαρος. Τούτο βέβαια είναι λίγο περίεργο, δεδομένης της πολύ κακής σχέσης του ορθόδοξου κλήρου με τα γαλλικά πράγματα και τα γαλλικά γράμματα (δηλαδή με το κίνημα του Διαφωτισμού και την Επανάσταση).

Μια σχετικά ιδιαίτερη περίπτωση είναι αυτή του καθολικισμού στις ανατολικές Κυκλάδες και ακόμα πιο ιδιάζουσα είναι η περίπτωση της Σύρου. Στις περιοχές που υπάγονταν απευθείας στη βενετική διοίκηση, όπως είδαμε και προηγουμένως, η διαδικασία αφομοίωσης λειτούργησε υπέρ των ορθοδόξων (και είναι, ακόμα και σήμερα, χαρακτηριστικά λίγος ο αριθμός των καθολικών στα Ιόνια νησιά). Αντίθετα στις Κυκλάδες που είχαν καταληφθεί από Βενετούς άρχοντες στο όνομα της Γαληνοτάτης, ο καθολικισμός επιβίωσε: στα περισσότερα από αυτά τα νησιά, ιδίως στη Νάξο, είναι φανερό, ακόμα και από την αρχιτεκτονική των πόλεων, ότι ο καθολικισμός είναι κατακτητικής προέλευσης: τα «φράγκικα» σπίτια βρίσκονται μέσα στα όρια του Κάστρου. Αντίθετα, στη Σύρο (και εδώ έγκειται η ιδιαιτερότητά της) οι καθολικοί του νησιού αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία, ισχυρίζονται ότι ακολουθούσαν ανέκαθεν το λατινικό τυπικό και η καθολική μητρόπολη του νησιού, ο Αγιος Γεώργιος, θεμελιώθηκε πριν από το 1204.(14)

18ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ
Η ΩΡΙΜΑΝΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ
ΕΘΝΟΥΣ – ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ ΑΝΑΔΙΠΛΩΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Εάν, στους προηγούμενους αιώνες, η παιδευτική συνεισφορά της εκκλησίας δεν ήταν ασήμαντη και έγινε κατορθωτή η ανάδειξη στον πατριαρχικό θρόνο σπουδαίων λογίων, όπως π.χ. του Κυρίλλου Λουκάρεως, κατά το 18ο, η ίδια η εκκλησία σαν δομή, λειτουργία και αντίληψη της πραγματικότητας ξεπερνιέται από την ίδια τη ζωή. Ο 18ος είναι ο αιώνας κατά τον οποίο ο «Ρωμιός» γίνεται Ελληνας, κυρίως μέσα από την ανάπτυξη καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και διαμόρφωσης αστικής τάξης. Αυτή η αστική τάξη ανασύρει μνήμες του – πολύ έντονου εξ άλλου – παρελθόντος του χώρου, ώστε να δημιουργήσει το θεωρητικό εκείνο υπόβαθρο που θα της επιτρέψει να διεκδικήσει το δικό της, «εθνικό» χώρο, τη δική της δηλαδή ενιαία αγορά, έξω από τις ισχυρές φεουδαρχικές δεσμεύσεις που επέβαλλε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η εκκλησία μένει πίσω από τις τρέχουσες οικονομικές και πολιτισμικές πραγματικότητες. Εχοντας τη συγκεκριμένη θέση, που αναλυτικά περιγράψαμε, σε σχέση με τη διοίκηση, εννοεί να μη χάσει αυτά της τα προνόμια. Στην καλύτερη περίπτωση, προσβλέπει στην «ελληνοποίηση» της αυτοκρατορίας, στη διάβρωσή της δηλαδή από τα μέσα, από το ακμαίο ελληνικό στοιχείο. Στη χειρότερη, είναι εντελώς αντίθετη με οποιαδήποτε επαναστατική κίνηση που θα αποσκοπούσε στη δημιουργία ελληνικού κράτους.(15) Αυτές τις κινήσεις μάλιστα τις δαιμονοποιεί, ταυτίζοντάς τις (με αρκετή δόση αλήθειας, οπωσδήποτε) με το κίνημα του διαφωτισμού, τα περίφημα «γαλλικά γράμματα» που τα θεωρεί προπύργιο αθεϊας. Είναι εξ άλλου, πολύ γνωστές οι άγριες ιδεολογικές – και όχι μόνο – συγκρούσεις ανάμεσα σε εκπροσώπους του κλήρου και σε επιφανείς εκπροσώπους του διαφωτισμού.(16) Ενδεικτικά αναφέρουμε την «Πατρική διδασκαλία», του πατριαρχικού λόγιου Αθανάσιου Πάριου, στην οποία η Οθωμανική κυριαρχία χαρακτηρίζεται τιμωρία εκ θεού και η οποία προκάλεσε την μήνιν και την οργισμένη απάντηση του Αδαμάντιου Κοραή, με τη δημοσίευση της «Αδελφικής Διδασκαλίας», ενός πραγματικά επαναστατικού κηρύγματος. Αλλά και η σύγκρουση ανάμεσα στο Ρήγα και στον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ (τον υπερτιμημένο από την αστική ιστοριογραφία, ο οποίος επί πλέον καταδίκασε και το κίνημα του Υψηλάντη) φανερώνει την αγκύλωση και την προσήλωση της εκκλησίας σε παρωχημένες δομές και αναγκαιότητες. Στην πιο επίσημη έκφρασή της λοιπόν, η Ορθόδοξη εκκλησία υπήρξε αντίθετη με τη διατύπωση του αιτήματος για συγκρότηση έθνους κράτους.

ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η ιστορική αυτή αναδρομή έγινε κυρίως για να καταδειχτεί το πώς και πότε, ιστορικά, η ορθόδοξη εκκλησία (και το δόγμα του οποίου αποτελεί την οργανωτική αποκρυστάλλωση) εξέφρασε την ανθρώπινη κοινότητα που αποτέλεσε αργότερα το ελληνικό έθνος. Θα πρέπει να πούμε ότι η ορθοδοξία, έχοντας ανθίσει στον ανατολικό χώρο, με τις πολύ έντονες κλασικές και ελληνιστικές μνήμες, διέσωσε στο τυπικό της πολλά στοιχεία της αρχαιοελληνικής κουλτούρας. Δεν εννοούμε μόνο τη γλώσσα, αλλά και τη δομή της λειτουργίας (η οποία απηχεί μνήμες αρχαίας τραγωδίας) καθώς και θεολογικούς συμβολισμούς οικείους στον αρχαίο ελληνικό χώρο, π.χ. την Ανάσταση, που αποτελεί πολύ σημαντικότερη γιορτή για την Ορθοδοξία, από ότι για τον καθολικισμό που προβάλλει περισσότερο τα Χριστούγεννα. Από την άποψη αυτή, ο συντηρητισμός της (με την έννοια της διάσωσης αυτών των στοιχείων) βοήθησε στη διατήρηση των πολιτισμικών εκείνων στοιχείων στα οποία κατέφυγε το διαμορφούμενο ελληνικό έθνος για να ολοκληρώσει τη συγκρότηση της συνείδησής του. Από την άλλη, στη μακραίωνη περίοδο των ξενικών κυριαρχιών στον ελλαδικό χώρο, η ορθοδοξία συντέλεσε ώστε το πρόπλασμα του ελληνισμού να λειτουργεί ως κοινότητα με ενιαία χαρακτηριστικά, αλλά και να διαφοροποιείται από τους αλλόδοξους και αλλόθρησκους. Μέχρι εκεί και μέχρι την εποχή που η πολιτική και η ιδεολογία αποκρυσταλλώνονταν κυρίως σε σχήματα θρησκευτικά, όντως η ιδιότητα του ορθοδόξου υπήρξε στοιχείο που βοήθησε στη συγκρότηση του ελληνικού έθνους. Από τη στιγμή όμως που το ελληνικό έθνος, διαμορφωμένο πια, αναζητά συνειδητά στην αρχαιότητα τις πηγές του και επενδύεται ιδεολογικά με τις θέσεις του διαφωτισμού (που, άλλωστε, ανταποκρίνονται στις διαδικασίες της βάσης και στην ανάπτυξη αστικής τάξης) ο ρόλος της ορθοδοξίας υποχωρεί. Ο Ελληνας (ή πιο συχνά Γραικός) του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα δεν είναι απαραίτητο να προάγει τη θρησκευτική του πίστη ως διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό.(17) Το «εν έθνος – Γραικογάλλοι» του Κοραή φανερώνει ότι ο ελληνικός διαφωτισμός θεωρεί ως συγκροτησιακό στοιχείο μιας κοινότητας περισσότερο την ιδεολογία και τα πολιτικά αιτήματα και λιγότερο τη θρησκεία.

Το ελληνικό κράτος που δημιουργήθηκε μετά το 1832 είναι κράτος αστικό ως προς τις προϋποθέσεις ύπαρξής του, τα αίτια δημιουργίας του, τους σκοπούς του. Θα τολμούσαμε μάλιστα να πούμε ότι η ελληνική επανάσταση υπήρξε υπόδειγμα εθνικής – απελευθερωτικής επανάστασης υπό την καθοδήγηση της αστικής τάξης και με σκοπό τη δημιουργία έθνους – κράτους. Ομως, από μια άλλη πλευρά, παλαιότερα κοινωνικά μορφώματα, κληρονομιά της Οθωμανικής τάξης πραγμάτων, παρέμειναν σε αυτό ζωντανά και ενεργά, με αποτέλεσμα ουκ ολίγους συμβιβασμούς από την πλευρά των αστών μαζί τους. Αυτά τα στρώματα εκφράζονταν κυρίως ιδεολογικά από την ορθόδοξη εκκλησία,(18) η οποία διαμόρφωσε για τον εαυτό της το μύθο της «κιβωτού του γένους» και τον περιεβλήθη, με όλη τη λάμψη που της προσπορίζει. Δε λέει ψέματα, αλλά οχυρωμένη πίσω από τη μεταφυσική – ιδεαλιστική αντίληψη της πραγματικότητας και από έναν καθόλου αθώο εκλεκτικισμό, δε λέει και όλη την ιστορική αλήθεια. Και όταν αναφερόμαστε στην ιστορική αλήθεια δεν εννοούμε την εύκολη ερμηνεία που δίνεται στα ιστορικά γεγονότα, σχετικά με «καλούς – αγωνιστές» ή «κακούς» ιερείς ή την πλούσια φιλολογία σχετικά με τον ανώτατο και τον κατώτερο κλήρο. Εννοούμε κυρίως εκείνη την ιστορική αλήθεια που διακριβώνει το πώς κάθε στοιχείο του εποικοδομήματος εδράζεται στη συγκεκριμένη οικονομικο – κοινωνική βάση, την εκφράζει και, με τη σειρά του, επιδρά σε αυτήν.

Στην προσπάθειά της αυτή, η εκκλησία συνεπικουρείται από το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι σχεδόν αμιγώς ορθόδοξη χώρα. Το σχεδόν όμως αυτό έχει δύο παραμέτρους: η πρώτη σχετίζεται με την ύπαρξη αλλόδοξων και αλλόθρησκων μειονοτήτων. Η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης συνιστά ένα ζήτημα αρκετά περίπλοκο και έξω από τις προθέσεις και τις δυνατότητες του παρόντος άρθρου. Οι εβραίοι της Ελλάδας, μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι χαρακτηριστικά λίγοι, ενώ πολλοί λίγους πιστούς έχουν και τα λογής ευαγγελικά δόγματα και οι λογής ευαγγελικές εκκλησίες. Σχετικά πιο πολυάριθμη, αντίθετα, είναι η καθολική κοινότητα (δεν αναφερόμαστε στην Ουνία, που θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα ολόκληρης πραγματείας). Οι Ελληνες καθολικοί προέρχονται, στην πλειοψηφία τους, από τα νησιά των ανατολικών Κυκλάδων και, κυρίως, από τη Σύρο (στην περίπτωση της οποίας κάναμε ειδική μνεία παραπάνω). Παρά τη διάχυτη αντίληψη ότι πάντοτε αυτοί έχαιραν της Παπικής προστασίας (κατηγορία που φτάνει στον ισχυρισμό ότι, κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαν ειδικά προνόμια από την ιταλική διοίκηση, την ίδια στιγμή που οι ορθόδοξοι επένοντο) ωστόσο δε στερούνται καθόλου ελληνικής εθνικής συνείδησης και, επί πλέον, υπήρξαν πάντα το ταξικά αδύνατο μέρος του πληθυσμού του νησιού. Πάντως, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει κανείς (χωρίς ίχνος ειρωνείας) την αναμφισβήτητη συμβολή της καθολικής κοινότητας της Σύρου στη διαμόρφωση ενός σημαντικού κομματιού του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, μέσω του επιφανέστερου τέκνου της του οποίου η προτομή με το χαρακτηριστικό μουσικό όργανο κοσμεί τη μικρή ομώνυμη πλατεία της Ανω Σύρου …

Είπαμε προηγουμένως ότι το «η Ελλάδα είναι σχεδόν αμιγώς ορθόδοξη χώρα» έχει δύο παραμέτρους. Η δεύτερη σχετίζεται με τον -μη καταγράψιμο- αριθμό των αθρήσκων ή αθέων Ελλήνων πολιτών. Πίσω από το περίφημο «Χ.Ο.» των ταυτοτήτων σαφώς δεν κρύβεται πάντα ένας πιστός. Κρύβονται και πολλοί άνθρωποι που -κάποτε και μέσα από διαφορετικούς ιδεολογικούς δρόμους- δεν προσδιορίζονται ως προσωπικότητες από τη σχέση τους με το θείο, αλλά από την απάρνησή του. Κυρίως οι μαρξιστές και οι κομμουνιστές (αλλά και ορισμένοι αστοί διανοητές) έχουν αποστασιοποιηθεί από το φαινόμενο «θρησκεία», χωρίς να έχουν απεμπολήσει και την εθνική τους συνείδηση. Από μια άλλη πλευρά, ακόμη και αυτή η κατηγορία προσδιορίζεται κατά μεγάλο μέρος πολιτισμικά από το «Η ζωή εν τάφω» ή από την αδίκως υποτιμημένη βυζαντινή αισθητική στις εικαστικές τέχνες, στοιχεία που κληρονομήθηκαν στο νέο ελληνικό πολιτισμό μέσω της λαϊκής αλλά και λαϊκότροπης λόγιας τέχνης.

Τι θέλουμε να πούμε με τούτο; Η θρησκεία είναι μια αντιεπιστημονική θεώρηση της πραγματικότητας που ανταποκρίνεται στους ταξικούς οικονομικοκοινωνικούς σχηματισμούς και στην επιστημονική και γνωστική ανεπάρκεια του ανθρώπου. Ωστόσο, όντας στοιχείο του ανθρώπινου πολιτισμού έχει δημιουργήσει τέχνη, φιλολογία και νοοτροπίες που έχουν επιδράσει βαθιά στη διαμόρφωση συνειδήσεων. Η ορθοδοξία, ως δόγμα και εκκλησία, δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτόν τον κανόνα. Η συμβολή της λοιπόν στη συγκρότηση της ελληνικής συνείδησης βρίσκεται σε τούτο: βοήθησε τη συγκρότηση της κοινότητας των ελληνοφώνων (με την ευρεία έννοια) και ενέτεινε τη διαφοροποίηση από τις άλλες ανθρώπινες ομάδες με τις οποίες αυτοί συμβίωσαν ιστορικά. Η συμβολή της είναι επίσης σημαντική σε επίπεδο τέχνης, κουλτούρας, νοοτροπίας. Ομως, σε επίπεδο ιδεολογικό – επιστημονικό, αντίληψης της ζωής (που αποκρυσταλλώνεται, μεταξύ άλλων, και ως αίσθηση ελληνικότητας) δεν ήταν, μετά το 18ο αιώνα και πολύ περισσότερο δεν είναι σήμερα στοιχείο «εκ των ουκ άνευ». Εκτός αν θεωρήσουμε – και ας μας συγχωρεθεί από τους αναγνώστες η προσέγγιση των παραδειγμάτων – ότι ο στίχος «τα ματόκλαδά σου λάμπουν σαν τα λούλουδα του κάμπου» δεν είναι κομμάτι του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Η ότι η συγκλονιστική πραγματικότητα που συμπυκνώθηκε στη φράση του Νίκου Μπελογιάννη «εμείς αγαπάμε την Ελλάδα με το αίμα μας» ειπώθηκε από τα χείλη ενός ανθρώπου βαθιά θρησκευόμενου.

Βιβλιογραφία

  1. «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους» (Εκδοτική Αθηνών, τόμοι Θ΄, Ι΄, ΙΑ΄).
  1. Στήβεν Ράνσιμαν: «Βυζαντινός Πολιτισμός» (εκδ. Γαλαξίας).
  1. Βασίλης Κρεμμυδάς: «Εισαγωγή στην Ιστορία της Νεοελληνικής Κοινωνίας (1700 – 1821) (εκδ. Εξάντας).
  1. Νίκος Γ. Σβορώνος: «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας» (εκδ. Θεμέλιο).
  1. Peter Sugar: «Η νοτιοανατολική Ευρώπη κάτω από Οθωμανική κυριαρχία (1354 – 1804)» (εκδ. Σμίλη)
  1. Επίσης, χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από ανέκδοτα βενετικά φεουδαρχικά κατάστιχα, προερχόμενα από το Archivio di Stato της Βενετίας.

——————————————————————————-

1.Παραπέμπουμε σε παλαιότερο άρθρο μας (ΚΟΜΕΠ, τεύχος 3, 1998) που αναφερόταν στη διαμάχη σε σχέση με την «Ανατολή» και τη «Δύση» και την ένταξη της Ελλάδας σε μία από τις δύο αυτές γεωγραφικές – πολιτικές – πολιτισμικές ενότητες.

2.«Και εκ του υιού»: δογματικό σημείο σύγκρουσης ανάμεσα στην ανατολική – ορθόδοξη και στη δυτική – καθολική εκκλησία. Σύμφωνα με την άποψη της πρώτης, οι καθολικοί πρόσθεσαν αυθαίρετα στο «Σύμβολο της Πίστεως» ότι το Αγιο Πνεύμα προέρχεται τόσο από τον Πατέρα όσο και από το γιο. Η σκέψη του Μεσαιωνικού ανθρώπου λεπτολογούσε κατά πολύ ιδιόρρυθμο τρόπο…

3.Την ίδια εποχή, αναπτύσσεται εμπόριο και βιοτεχνία και στις πόλεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Είναι όμως ζήτημα προς διερεύνηση κατά πόσο αυτού του είδους η αστική ανάπτυξη αποτελεί επιβίωση των αντίστοιχων σχέσεων παραγωγής στα πλαίσια του δουλοκτητικού συστήματος, που εξέπνευσε αργά στο βυζαντινό χώρο, ή προανάκρουσμα των νέων κοινωνικών σχέσεων.

4.Φεουδαρχικός κώδικας καταρτισμένος ειδικά για να εφαρμοστεί στις περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που κατέλαβαν οι Φράγκοι.

5.Για παράδειγμα, έχει διαφορετικό χαρακτήρα ο αντιλατινισμός στις φραγκοκρατούμενες ελληνικές χώρες – για τον οποίο θα μιλήσουμε αναλυτικότερα παρακάτω – και διαφορετικό ο αντιλατινισμός της Κωνσταντινούπολης, που εκδηλώνεται κυρίως με το μίσος έναντι των γενουατών, βενετών και πισατών εμπόρων, μονίμων τροφοδοτών της πόλης σε είδη πρώτης ανάγκης, που είχαν σχηματίσει μεγάλες περιουσίες, ενώ ταυτόχρονα πένονταν οι ορθόδοξοι βυζαντινοί.

6.Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις μαζικών εθελοντικών εξωμοσιών, καθώς και αρκετοί διάσημοι εξωμότες: αναφέρουμε ανάμεσά τους το Μεγάλο Βεζίρη Ιμπραήμ, επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς και το διασημότερο αρχιτέκτονα τζαμιών, Σινάν. Κατά μία εκδοχή, εξωμότης ήταν και ο διαβόητος πειρατής στην υπηρεσία της Πύλης, Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα.

7.«Υποφέρουμε από τους Τούρκους με την άδεια του θεού εξ αιτίας των αμαρτιών μας, όμως έχουμε κάθε ελευθερία ώστε … να τελούμε χωρίς εμπόδια όλες τις θρησκευτικές μας υποχρεώσεις, ακόμα και μέσα στη χώρα των απίστων».

8.«Αυγουστιαία Ομολογία»: η ολοκληρωμένη διατύπωση του προτεσταντικού δόγματος, από το Μαρτίνο Λούθηρο.

9.Ανάμεσα σε αυτά, η αρνητική στάση που κράτησε ο ίδιος ο Λούθηρος απέναντι στον «Πόλεμο των χωρικών», η άγρια πουριτανική πολιτεία που εφάρμοσε ο Καλβίνος, η στήριξη που παρείχε η προτεσταντική εκκλησία της Αγγλίας στη διαμόρφωση του αστικού κράτους και στη λεηλασία της γης των χωρικών στη διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης. Ακραία παραδείγματα προτεσταντικής αγριότητας, μπορούμε να βρούμε την εποχή κατά την οποία διαμορφωνόταν το αμερικανικό έθνος, όταν ο απηνής διωγμός όχι μόνο των ετεροδόξων, αλλά και των απλών αποκλινόντων, πήρε μορφή μαζικής υστερίας στην περίπτωση της πόλης Σάλεμ, της Νέας Αγγλίας.

10.Το μόνο μάλιστα σχολείο που κάηκε (κυριολεκτικά) στη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας ήταν το Φιλολογικό Γυμνάσιο της Σμύρνης, του Κωνσταντίνου Κούμα. Οχι από τους Οθωμανούς, αλλά από ένα φανατισμένο από την εκκλησία όχλο, επειδή σε αυτό διδάσκονταν τα «γαλλικά» (δηλαδή τα άθεα) γράμματα (αρχές 19ου αιώνα).

11.Χαρακτηριστικό είναι ότι καθολικοί και ορθόδοξοι όφειλαν από κοινού να εορτάζουν τη γιορτή του Αγίου Μάρκου, στις 25 Απριλίου, κυρίως ως ένδειξη σεβασμού προς τη Βενετία.

12.«Πρόσωπα ορθόδοξου ελληνικού δόγματος» και «πρόσωπα ορθόδοξου σερβικού δόγματος».

13.«…col timor del Signor Iddio, et anime loro, et in vigor della Scomunica …» «Με το φόβο του Κυρίου και Θεού, και των ψυχών τους και με την απειλή του αφορισμού», καλούνται οι πάροικοι να δηλώσουν τα υπάρχοντά τους, σύμφωνα με το βενετικό κατάστιχο του 18ου αιώνα.

14.Μία απάντηση για τη διατήρηση του καθολικού δόγματος στις Κυκλάδες, θα μπορούσε να είναι ότι αυτή οφείλεται στην αρκετά πρώιμη κατάληψη των νησιών αυτών από τους Οθωμανούς, δια …χειρός Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα (4η δεκαετία του 16ου αιώνα), που ανέτρεψε τις ισχύουσες ισορροπίες ανάμεσα στις δύο χριστιανικές κοινότητες. Δε συνέβη όμως το ίδιο και στην Κρήτη, όπου, μετά την κατάληψη του Χάνδακα από τους Οθωμανούς (1669), ακολούθησε ένα γιγαντιαίο κύμα εξισλαμισμών (και όχι αναγκαστικών).

15.Ωστόσο, κατά τον προηγούμενο αιώνα, αναπτύχθηκαν σημαντικά κινήματα όχι μόνο με τη συμμετοχή, αλλά, κάποτε, και με την καθοδήγηση κληρικών. Χαρακτηριστικότερο είναι το παράδειγμα των δύο επαναστατικών κινημάτων του μητροπολίτη Τρίκκης και Λαρίσης Διονυσίου, του επονομαζόμενου Φιλοσόφου ή Σκυλοσόφου (1600 και 1611) που είχαν το χαρακτήρα αγροτικής εξέγερσης. Και τα δύο κινήματα απέτυχαν: μετά την αποτυχία του πρώτου, ο Διονύσιος κατέφυγε στην Ιταλία, καθαιρεμένος από το Πατριαρχείο, ενώ, μετά το δεύτερο βρήκε τραγικό θάνατο και οι Οθωμανοί εξαπέλυσαν όργιο αντιποίνων.

16.Ωστόσο, προδρομικές μορφές του ελληνικού Διαφωτισμού θεωρούνται δύο κληρικοί: ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις (που κατηγορήθηκε από τον ίδιο τον κλήρο για προσέγγιση με τον προτεσταντισμό, καταδόθηκε στις οθωμανικές αρχές και εκτελέστηκε) και ο πρώτος μεταφραστής του Βολταίρου στην ελληνική γλώσσα, Ευγένιος Βούλγαρις.

17.Χωρίς, από την άλλη, αυτό να σημαίνει ότι απαραίτητα δεν το κάνει. Η αναφορά της θρησκείας ως εθνεγερτικής δύναμης σχετίζεται και με την ταξική θέση και με το βαθμό παιδείας του αυτού που την επικαλείται. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των αγωνιστών του 21. Χαρακτηριστική επίσης – έχουμε αναφερθεί σε παλαιότερο άρθρο μας – είναι η διαίρεση εκείνων που προσβλέπουν στην απελευθέρωση της Ελλάδας από μια ξένη δύναμη – σε εκείνους που προσβλέπουν στη Γαλλία και σε εκείνους που προσβλέπουν στην «ομόδοξη» Ρωσία.

18.Ειρήσθω εν παρόδω, σε μια προσπάθεια ολοκλήρωσης του αστικού χαρακτήρα του, το ελληνικό κράτος την κατέστησε αυτοκέφαλη, σε σχέση με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.

Αναδημοσιεύεται από την ΚΟΜΕΠ, τεύχος 4 του 2002