Το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ (Β’ τόμος) για τη Χούντα και τα αίτιά της

Τανκς έξω από τη Βουλή

Τανκς έξω από τη Βουλή

21 Απρίλη 1967. Επιβολή της 7χρονης στρατιωτικοφασιστικής δικτατορίας στην Ελλάδα. Μια περίοδος στη νεότερη Ιστορία, η μνήμη της οποίας ξύνει τις ίδιες πληγές της σύγχρονης πραγματικότητας, για τους ίδιους ακριβώς λόγους που η δικτατορία του κεφαλαίου με κοινοβουλευτικό μανδύα, έχει εξαπολύσει τον πιο βάρβαρο ταξικό πόλεμο, προκειμένου να αντιμετωπίσει την καπιταλιστική οικονομική κρίση σε όφελος του κεφαλαίου, στέλνοντας την εργατική τάξη και τ’ άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα στην κόλαση. Η εξουσία του κεφαλαίου είναι η μήτρα της χούντας. Σχετικά με το γιατί επιβλήθηκε η χούντα, μια άποψη της κυρίαρχης προπαγάνδας απαντά ότι επιβλήθηκε για να μην ανέβει στην κυβερνητική εξουσία η Ενωση Κέντρου, με τις εκλογές, που θα διεξάγονταν στις 28 Μάη 1967, αποτέλεσμα που θεωρούσαν πιο πιθανό. Ποιοι όμως δεν ήθελαν την Ενωση Κέντρου στην κυβέρνηση; Το Παλάτι κατανοούσε ότι το νόημα της λαϊκής ψήφου προς την Ενωση Κέντρου θα ήταν ταυτόχρονα, σε μεγάλο βαθμό, και ψήφος ενάντιά του, ιδιαίτερα με τις εξελίξεις μετά τα Ιουλιανά, το 1965. Επίσης, το άλλο αστικό κόμμα, η ΕΡΕ, που διεκδικούσε τη δική του άνοδο στην κυβερνητική εξουσία, δεν ήθελε την άνοδο της Ενωσης Κέντρου στην κυβέρνηση. Ισως αυτά να εξηγούν, γιατί το Παλάτι σχεδίαζε την επιβολή δικτατορίας με τη «χούντα των στρατηγών». Η επιβολή της δικτατορίας δικαιολογήθηκε από τη χούντα με τον «κομμουνιστικό κίνδυνο», που δήθεν απειλούσε την Ελλάδα. Βεβαίως, μετά το παλατιανό πραξικόπημα (Ιούλης 1965), τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις και τις δυσκολίες στη λειτουργία του αστικού πολιτικού συστήματος (αδυνατούσε για σχεδόν δύο χρόνια να σχηματίσει σταθερή κυβέρνηση), είχαν προκηρυχτεί εκλογές για το Μάη του 1967. Βεβαίως, τα ίδια τα λαϊκά προβλήματα συνέβαλαν στην ανάπτυξη των αγώνων εκείνης της εποχής, που ήταν μαζικοί, μαχητικοί και, αναμφίβολα, θα επιδρούσαν και στο εκλογικό αποτέλεσμα. Αλλά αυτοί οι αγώνες δε δικαιολογούσαν άμεσα «κομμουνιστικό κίνδυνο» για την άρχουσα τάξη και τους ξένους συμμάχους της. Είναι δε γεγονός ότι εκείνη την περίοδο το ΚΚΕ, χωρίς κομματικές οργανώσεις στην Ελλάδα, και προπαντός η ΕΔΑ, δεν είχαν στον προσανατολισμό τους την προετοιμασία της εργατικής τάξης και του λαού γενικότερα, ακόμη και για να αντισταθούν στο πραξικόπημα, δεν είχαν προβλέψει τον κίνδυνο. Ετσι, παρά τους ηρωικούς αγώνες του ΚΚΕ, που ηγήθηκε της πάλης του λαϊκού κινήματος, για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του λαού, δεν ανετράπη ούτε το παλατιανό πραξικόπημα, ούτε απετράπη η δικτατορία.

Στην καρδιά της οργάνωσης του αντιδικτατορικού αγώνα βρέθηκε εξαρχής το ΚΚΕ με τις παράνομες Οργανώσεις του. Από την πρώτη κιόλας μέρα του πραξικοπήματος, και χωρίς διακοπή, μέχρι την πτώση της δικτατορίας, οι κομμουνιστές αγωνίζονταν για την αποτίναξη του ζυγού. Το ΚΚΕ ήταν ο μεγάλος κίνδυνος για το καθεστώς της πιο άγριας τρομοκρατίας, των φυλακών, των βασανιστηρίων, της κατάλυσης κάθε δημοκρατικού δικαιώματος, για το καθεστώς της υποτέλειας.

Την πρώτη μέρα του πραξικοπήματος, η «Φωνή της Αλήθειας» μετέδιδε προκήρυξη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, που ανάμεσα στα άλλα τόνιζε: «Κατέλυσαν κατά τον πιο στυγνό τρόπο το Σύνταγμα της χώρας. Διέπραξαν έγκλημα εναντίον του λαού. Δημιουργούν άμεση σοβαρότατη απειλή για την Κύπρο, για την εμπλοκή της χώρας στο βρώμικο πόλεμο του Βιετνάμ, για την ειρήνη στο χώρο της ΝΑ Μεσογείου». Την ώρα που εκατοντάδες κομμουνιστές μαζί με πολλούς δημοκράτες συναγωνιστές είχαν συλληφθεί και έπαιρναν το δρόμο για τις φυλακές, μόνο η φωνή του ΚΚΕ, η «Φωνή της Αλήθειας», έφθανε στα αυτιά του λαού. Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, με την ίδια προκήρυξη, απηύθυνε κάλεσμα ενότητας και αντίστασης: «Καλούμαστε όλοι, πάνω από οποιεσδήποτε διαφορές, να υψώσουμε υπερήφανο το εθνικό μας ανάστημα και να αντιτάξουμε το ΟΧΙ στη δικτατορία. Περιφρονήστε τα φασιστικά στρατοκρατικά μέτρα και αντιταχθείτε με την πιο μεγάλη αποφασιστικότητα στη βασιλοφασιστική δικτατορία. (…) Η Ελλάδα θα προχωρήσει. Η θέληση του ελληνικού λαού θα επιβληθεί». Οι πραξικοπηματίες άρχισαν το πογκρόμ κατά των κομμουνιστών. Καραβιές ολόκληρες αγωνιστών μετέφεραν στα ξερονήσια. Σειρές ήταν οι κλούβες, που μετέφεραν μέλη, φίλους κι οπαδούς του ΚΚΕ στις φυλακές. Κι όμως, η αντίσταση των κομμουνιστών δε σταμάτησε.

Μαζί στις επάλξεις σημαία του αγώνα και ο παράνομος «Ριζοσπάστης». Με την κυκλοφορία του, ο παράνομος «Ρ» του Μάρτη του 1968, έγραψε μια από τις σημαντικότερες σελίδες της Ιστορίας του.

Μαζί με το ΚΚΕ, στην πρώτη γραμμή του αντιδικτατορικού αγώνα, και η ΚΝΕ. Η πορεία της, στα πρώτα της βήματα, είναι συνυφασμένη με τον αντιδικτατορικό αγώνα, με την οργάνωση της πρωτοπόρας πάλης της νεολαίας κατά της χούντας. Η ΚΝΕ ιδρύθηκε στα τέλη του ’68. Από την πρώτη μέρα της ίδρυσής της, έβαλε σαν άμεσους στόχους την οργάνωση, την ενότητα, την κινητοποίηση της δημοκρατικής νεολαίας για το γκρέμισμα της δικτατορίας. Η ΚΝΕ ανέπτυξε δραστηριότητα σε όλα τα τμήματα της νεολαίας, στους φοιτητές, στους μαθητές, στα εργοστάσια, στα νυχτερινά σχολεία. ΚΝίτικες Οργανώσεις στήθηκαν σε όλους τους χώρους της νεολαίας. Πήρε την πρωτοβουλία για τη δημιουργία της αντι-ΕΦΕΕ, που δημιουργήθηκε για να συντονίσει και να συνενώσει σε ενιαία οργάνωση την αντιδικτατορική δράση των φοιτητών. Η δράση της ΚΝΕ είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη συμμετοχή των φοιτητών και άλλων τμημάτων της νεολαίας στον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου.

Για όλα τα παραπάνω ιστορικά ζητήματα, το ΚΚΕ έχει κάνει εκτιμήσεις στο «Δοκίμιο Ιστορίας, Β’ τόμος, 1949 – 1968 απ’ όπου δημοσιεύουμε σήμερα τα σχετικά κεφάλαια και τον «Επίλογο» του Δοκιμίου.

***
3.Β.11.β. Το «Κίνημα των 70 ημερών». Οι θέσεις του ΚΚΕ

Η παρέμβαση του βασιλιά, που στόχευε στον έλεγχο του υπουργείου Αμυνας (δηλαδή του στρατού), προκάλεσε μαζικές λαϊκές αντιδράσεις που για ορισμένες μέρες πήραν πρωτοφανείς διαστάσεις για τα χρόνια μετά από τον εμφύλιο πόλεμο και χαρακτηρίστηκαν ως «κίνημα των 70 ημερών» (15.7-25.9.1965). Στη διαδήλωση της 21.7.1965 δολοφονήθηκε από την αστυνομία ο φοιτητής της Ανωτάτης Εμπορικής Σωτήρης Πέτρουλας, ενώ υπήρχαν και πολλοί τραυματίες.

Στο «κίνημα των 70 ημερών» πήραν μέρος τρεις γενιές: Της ΕΑΜικής Αντίστασης, της μεταπολεμικής εργατικής τάξης, της φοιτητικής και σπουδάζουσας νεολαίας, ακόμα και μαθητές. Πολιτικά κυριαρχούσε το αίτημα για ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτισμού, απαλλαγμένου από σκουριές του μετεμφυλιακού πλέγματος καταστολής.

Οι λαϊκές αντιδράσεις που ακολούθησαν μετά από την παραίτηση της κυβέρνησης του «Κέντρου» δημιούργησαν έντονο προβληματισμό και ανησυχία στο ΣΕΒ, επειδή:

«Η κυβερνητική κρίσις παρετάθη επί πολύ, παρετάθη καθ’ υπερβολήν, παρετάθη πέραν παντός ορίου» (1057)

Σε κοινωνικό επίπεδο, το «κίνημα των 70 ημερών» τροφοδοτήθηκε από την πολύχρονη αντιλαϊκή πολιτική. Περιέκλειε ανικανοποίητους λαϊκούς πόθους δεκαετιών. Ομως σε πολιτικό επίπεδο επικεντρωνόταν αποκλειστικά στην αντίθεση με τη λεγόμενη «Δεξιά» και το Παλάτι, στους «προδότες της δημοκρατίας», καθώς και με τον ξένο παράγοντα. Στο «κίνημα των 70 ημερών» κυριαρχούσαν οι πολιτικές αυταπάτες και οι χίμαιρες για την επικείμενη φιλολαϊκή διέξοδο που ανακόπηκε.

Τα συνθήματα που κυριάρχησαν και με την παρέμβαση της ΕΔΑ, της Ενωσης Κέντρου, καθώς και των μαζικών οργανώσεων που οργάνωσαν τις κινητοποιήσεις, ήταν: «114», «κάτω οι αυλόδουλοι», «αποσταCIA», «κάτω η Χούντα» κ.ά. Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε και η σάτιρα στη σκιτσογραφία και στις θεατρικές επιθεωρήσεις. Τα πιο προωθημένα συνθήματα ήταν «έξω οι Αμερικανοί», «κάτω η μοναρχία», «παρ’ τη μάνα σου και μπρος». Οι κινητοποιήσεις υποχώρησαν, σχεδόν σταμάτησαν, με τη σταθεροποίηση της κυβέρνησης Στεφανόπουλου.

Το χαρακτηριστικό των αντιφάσεων και των αδιεξόδων που εκδηλώθηκαν στο «κίνημα των 70 ημερών» ήταν ότι στο εργατικό και ευρύτερα στο λαϊκό κίνημα κυριάρχησαν πολιτικά συνθήματα δυνάμεων του συστήματος, βασικά της Ενωσης Κέντρου. Το ΚΚΕ, ακολουθώντας τη γραμμή της «δημοκρατικής ομαλότητας», με την αναφανδόν υποστήριξη της Ενωσης Κέντρου, στέρησε το κίνημα από έναν ταξικό προσανατολισμό. Βέβαια και η ΕΔΑ συμπαρατάχτηκε με την Ενωση Κέντρου στη γραμμή της λεγόμενης ομαλότητας.

Μεταγενέστερα ο Ανδρέας Παπανδρέου εκτίμησε:

«Η ΕΔΑ, που έπρεπε να είχε επωφεληθεί από τη διάσπαση του κόμματός μας, δεν ωφελήθηκε καθόλου. Αντίθετα, έχασε πολλούς από τους οπαδούς της, που εντάχθηκαν στις αναπτυσσόμενες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς στα πλαίσια της Ενωσης Κέντρου». (1058)

Βεβαίως η ΕΔΑ υλοποιούσε την πολιτική του ΚΚΕ, το οποίο με σχετική Απόφαση της 9ης Ολομέλειας της ΚΕ (12-15.8.1965) εκτίμησε για τα «Ιουλιανά»:

«Οξύτερα από κάθε άλλη φορά μπαίνει το δίλημμα: Θα προχωρήσει η χώρα προς τον εκδημοκρατισμό της εσωτερικής ζωής ή θα γυρίσει πίσω προς τον εκφασισμό (…).

3. Το παλατιανό πραξικόπημα, η συνεχιζόμενη ωμή καταπάτηση των δημοκρατικών ελευθεριών και της συνταγματικής τάξης και ομαλότητας σήκωσε στο πόδι όλο το Εθνος (…). (1059)

Οι κομμουνιστές επιβάλλεται να συγκεντρώσουν όλες τους τις δυνάμεις (…) για την επιβολή του σεβασμού της συνταγματικής τάξης και της δημοκρατικής διεξόδου από τη σημερινή ανωμαλία». (1060)

Για το ίδιο ζήτημα, η 10η Ολομέλεια της ΚΕ (25.12.1966 – 24.1.1967) εκτίμησε ανάμεσα σε άλλα:

«… Με το Ιουλιανό πραξικόπημα η Αντίδραση κατόρθωσε ν’ ανακόψει τη δημοκρατική πορεία. (…) Συντελέστηκε μια παραπέρα συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια του Παλατιού και της στρατοκρατικής χούντας. (…) Δεν μπόρεσαν, όμως, οι κύκλοι της ανωμαλίας, παρ’ όλες τις προσπάθειές τους, να επιτύχουν τον κύριο σκοπό τους: Να κάμψουν τη λαϊκή αντίσταση και ν’ απομονώσουν την Αριστερά». (1061)

Τα πιο προχωρημένα συνθήματα και οι διαθέσεις της περιόδου των «Ιουλιανών» εξέφραζαν ως προοπτική την αστική δημοκρατία που εγκαθιδρύθηκε αργότερα με τη συμβολή της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Η ίδρυση και η ανάπτυξη του ΠΑΣΟΚ πήγασε από τα χρόνια εκείνα. Τότε, με ευθύνη του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, πλατιές λαϊκές μάζες ακολούθησαν μια ρεφορμιστική λογική, εκείνη του «μικρότερου κακού», πιστεύοντας στον αστικό εκσυγχρονισμό που εξέφραζε το «Κέντρο» και κυρίως η «αριστερή» του πτέρυγα, με επικεφαλής τον Ανδρέα Παπανδρέου.

3.Β.11.γ. Μετά από τα «Ιουλιανά»

Η ψήφος εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Στεφανόπουλου από τη Βουλή αποτέλεσε προσωρινή αστική διέξοδο από την κοινοβουλευτική κρίση. Πράγματι, τα πιο εμφανή γεγονότα και όσα υπέβοσκαν μαρτυρούσαν ότι ήταν πολύ πιο βαθιές οι ανακατατάξεις και οι αλλαγές που χρειαζόταν το αστικό πολιτικό σύστημα.

Το κύριο ήταν ότι οξύνθηκαν οι ενδοαστικές αντιθέσεις, ενώ εμφανίστηκαν και νέες, στο φόντο των προσπαθειών εξεύρεσης της πιο συμφέρουσας για την αστική τάξη λύσης. Οι αντιθέσεις εκφράστηκαν ανάμεσα στις αστικές πολιτικές δυνάμεις (μεταξύ τους και των περισσότερων με τη βασιλεία), αλλά και στο εσωτερικό καθεμιάς από αυτές.

Οπως προκύπτει από παλιότερα και νεότερα στοιχεία, συνεχιζόταν η ψυχρότητα στις σχέσεις Κ. Καραμανλή και Ανακτόρων. Διαφωνίες υπήρχαν και ανάμεσα στον ιδρυτή της ΕΡΕ και στελέχη της (Κ. Τσάτσο, Π. Παπαληγούρα κ.ά.) με τον Παν. Κανελλόπουλο, που προσπαθούσε να συνεννοηθεί με τον Γ. Παπανδρέου. Ρήξη εκδηλώθηκε και στην Ενωση Κέντρου, ανάμεσα στον Γεώργιο και τον Ανδρέα Παπανδρέου, που αρχικά επέκρινε τον πατέρα του για συμβιβαστική πολιτική. Στο χώρο των «αποστατών» επίσης ήταν έντονη η κρίση, κυρίως επειδή δεν είχαν αποκτήσει λαϊκό έρεισμα.

Ηγετικά στελέχη της ΕΡΕ θεωρούσαν ως καλύτερη λύση τη δημιουργία κυβέρνησης «εθνικής ενότητας». Την ίδια θέση υιοθέτησαν και τα Ανάκτορα ένα χρόνο μετά από τα «Ιουλιανά», οπότε έστειλαν τον Δ. Μπίτσιο δύο φορές στο Παρίσι για τις σχετικές συνεννοήσεις με τον Καραμανλή. Στις συνεννοήσεις αντέδρασαν ο Π. Κανελλόπουλος και ο Κ. Μητσοτάκης που αργότερα τάχτηκε υπέρ της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας», όπως και ο Σπ. Μαρκεζίνης. Ωστόσο, ο Καραμανλής απέρριψε αυτήν την πρόταση και τάχτηκε υπέρ της κοινοβουλευτικής εκτροπής. Σε επιστολή του προς τον Κωνσταντίνο Τσάτσο από το Παρίσι (10.5.1966) έγραψε:

«… Ασπάζομαι (…) ανεπιφύλακτα τις σκέψεις σου. Εισηγούμεθα λοιπόν παρεκτροπήν από το πολίτευμα και μίαν προσωρινήν δικτατορίαν – ίσως ενός έτους». (1062)

Στις 7.2.1966 η Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΔΑ απηύθυνε σε όλα τα κόμματα πρόταση – έκκληση συνεννόησης («τα 5 σημεία» 1063), προκειμένου να υιοθετήσουν κοινή κατεύθυνση προς τις βουλευτικές εκλογές. Οι προτάσεις της ΕΔΑ απορρίφτηκαν από την ΕΡΕ. Ο Π. Κανελλόπουλος δήλωσε ότι δεν κάνει διάλογο με την ΕΔΑ και ότι θα μπορούσε να δεχτεί την απελευθέρωση των 79 πολιτικών κρατουμένων για ανθρωπιστικούς λόγους. Ο Γ. Παπανδρέου βρήκε θετικά τα 5 σημεία της ΕΔΑ, δίχως να δώσει συνέχεια στο θέμα.

Ενώ η κυβέρνηση Στεφανόπουλου είχε συμπληρώσει ένα χρόνο στη διακυβέρνηση δίχως να επιφέρει αλλαγές στο συσχετισμό των δυνάμεων, από το Σεπτέμβρη του 1966 άρχισαν μυστικές επαφές Ανακτόρων – Ενωσης Κέντρου – ΕΡΕ (Παν. Κανελλόπουλου) για ομαλοποίηση των σχέσεων όλων των πλευρών. Ο Παπανδρέου πρότεινε στον Κανελλόπουλο το σχηματισμό κυβέρνησης που θα οδηγούσε σε εκλογές. Ο Κανελλόπουλος αποδέχτηκε την πρόταση. Ετσι σχηματίστηκε η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου με βάση το «μνημόνιο» που συντάχτηκε. Η νέα κυβέρνηση πήρε ψήφο εμπιστοσύνης στις 14.1.1967.

Το γεγονός προκάλεσε τις αντιδράσεις της «καραμανλικής» μερίδας της ΕΡΕ, ανεξάρτητα από το ότι υπερψήφισε τελικά την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου. Αντέδρασε και ο Π. Πιπινέλης που ήθελε βασιλική δικτατορία, αλλά και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Η «υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ» (1064) δε συμπεριλαμβανόταν στο «μνημόνιο», ενώ η δίκη στο Στρατοδικείο συνεχιζόταν.

Λίγο καιρό μετά από την ορκωμοσία της κυβέρνησης Παρασκευόπουλου, η «φιλοκαραμανλική» μερίδα της ΕΡΕ (Κωνσταντίνος Τσάτσος, Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου κ.ά.) άρχισε να αντιδρά και να επισείει τον «κίνδυνο του λαϊκού μετώπου», επειδή θεωρούσε ότι αθροιστικά η Ενωση Κέντρου και η ΕΔΑ θα συγκέντρωναν ίσως και το 60% των ψήφων.

Ετσι, στις 29.3.1967 η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου ανατράπηκε από την ΕΡΕ, η οποία στις 3 Απρίλη σχημάτισε δική της κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Π. Κανελλόπουλο, που προκήρυξε εκλογές για τις 28.5.1967.

Ταυτόχρονα, εντεινόταν ο αντικομμουνισμός από διάφορα κέντρα, κυρίως από το Παλάτι, την ΕΡΕ και το φιλικό της Τύπο, την ΚΥΠ, την πρεσβεία και άλλες υπηρεσίες των ΗΠΑ και βεβαίως από το στρατό. Στους Λαμπράκηδες και γενικά στην ΕΔΑ αποδίδονταν σχέδια ένοπλης κατάληψης της εξουσίας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου χαρακτηριζόταν «νέος Κερένσκι». Ταυτόχρονα, ομάδες «αντιφρονούντων πολιτών» έκαναν συχνή την παρουσία τους, με τραμπουκισμούς και διαμαρτυρίες για τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» που απειλούσε τον τόπο.

Ετσι, στην ενέργεια της στρατιωτικής χούντας να επιβάλει την «πολιτική σταθερότητα» το βιομηχανικό κεφάλαιο έδωσε την υποστήριξή του. Την ίδια στάση κράτησε και το εφοπλιστικό κεφάλαιο.

3.B.12. Η στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απρίλη 1967 3.Β.12.α. Αιτίες επιβολής της

Οι εξελίξεις των χρόνων 1965-1966 είχαν στρώσει το δρόμο για την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας, που εξάλλου είχαν προαναγγείλει το 1966 οι τέσσερις διαλέξεις (1065) του Σάββα Κωνσταντόπουλου, διακεκριμένου ιδεολογικού προπαγανδιστή της αστικής τάξης.

Συνήθως γίνεται αναφορά στον ΙΔΕΑ ως φορέα του απριλιανού πραξικοπήματος. Ορθότερο όμως είναι ότι ηγήθηκαν σε αυτό αξιωματικοί ενταγμένοι στη συνωμοτική οργάνωση Ενωσις Ελλήνων Νέων Αξιωματικών (ΕΕΝΑ), ενώ συμμετείχαν και μέλη του ΙΔΕΑ.

Ποια ήταν τα κίνητρα (1066) επιβολής της δικτατορίας της 21.4.1967;

Οι δικτάτορες αιτιολόγησαν την επιβολή της με τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» που απειλούσε την Ελλάδα. Βεβαίως, άμεσος «κομμουνιστικός κίνδυνος» δεν υπήρχε για την εγχώρια αστική τάξη και τους συμμάχους της, κάτι που εξάλλου ομολογήθηκε από τον επικεφαλής του πραξικοπήματος:

«Αλλά η χαριστική βολή στο ιδεολογικό οικοδόμημα της «Επαναστάσεως» δόθηκε από τον ίδιο τον αρχηγό της, τον συνταγματάρχη Παπαδόπουλο. Τρεισήμισι χρόνια αργότερα, στην πολύκροτη συνέντευξή του προς τον επιφανή Βρεττανό δημοσιογράφο σερ Χιου Γκρην, ωμολόγησε ότι πριν από την «Επανάσταση» «η Δημοκρατία στην Ελλάδα δεν διέτρεχε κανέναν άμεσο κίνδυνο από τις δραστηριότητες των κομμουνιστών»». (1067)

Οι βαθύτερες αιτίες που οδήγησαν στη στρατιωτική δικτατορία της 21.4.1967 πρέπει να αναζητηθούν πρωταρχικά στις οξυμένες ενδοαστικές αντιθέσεις σε ολόκληρο το πλέγμα του αστικού κράτους, όπως διαμορφώθηκε μετά από τη Συμφωνία της Βάρκιζας και κυρίως από το 1946. Αυτές οι αντιθέσεις, που ήταν αντανάκλαση και διεθνών ανταγωνισμών στις προηγούμενες δεκαετίες, διατηρούνταν και οξύνονταν στη δεκαετία 1960.

Η άρχουσα τάξη, προκειμένου να αντιμετωπίσει το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και στη συνέχεια το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, είχε κινητοποιήσει όλες τις δυνάμεις της και όλες τις μορφές οργάνωσής της (πρωταρχικά το στρατό, θεσμικό πλαίσιο, κρατικές και «παρακρατικές» οργανώσεις κ.ά.). Η βασιλεία είχε παίξει ρόλο στον πόλεμο κατά του ΔΣΕ ως «σύμβολο της πάλης κατά του κομμουνισμού», ενώ συνέχιζε να κατέχει μερίδιο στους μηχανισμούς της αστικής εξουσίας και μετά από τον εμφύλιο πόλεμο.

Και μόνο το γεγονός ότι το 1952 όλα τα κόμματα της Βουλής, με εξαίρεση την ΕΔΑ, ψήφισαν νόμο που διατηρούσε επ’ αόριστον σε ισχύ τα «έκτακτα μέτρα» του 1947 είναι αρκετό για να δείξει το περιεχόμενο της κρατικής ανασυγκρότησης μετά από τη νίκη της αστικής τάξης και των συμμάχων της.

Τα «έκτακτα μέτρα» διατηρήθηκαν μέχρι το 1974, ενώ μόλις το 1962 θεωρήθηκε ότι έληξε η «ανταρσία των κομμουνιστοσυμμοριτών». Η διατήρησή τους δεν αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση υπαρκτών άμεσων κινδύνων. Θεωρούνταν μέσα ασφάλειας, σε μια περίοδο που η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα συνεχιζόταν αμείωτη και η Ελλάδα ήταν προκεχωρημένο ιμπεριαλιστικό φυλάκιο στα σύνορα των κρατών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Ανάμεσα στα μέτρα που πήρε η αστική τάξη ήταν και το «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων» για την είσοδο πρώτα απ’ όλα στο Δημόσιο, αλλά και γενικότερα. Για την έκδοσή του εξεταζόταν η πολιτική τοποθέτηση και δράση των παππούδων, των γονιών, ακόμα και των μακρινών συγγενών των νέων ανθρώπων, που δεν είχαν γεννηθεί στα χρόνια της Κατοχής ή της ένοπλης ταξικής πάλης.

Από την άλλη, στοιχεία στρατιωτικής πειθαρχίας είχαν ενσωματωθεί ακόμα και στην εκπαίδευση, έχοντας συγκροτήσει κώδικα συμπεριφοράς της νεολαίας σύμφωνα με την αντιδραστική ιδεολογία και ηθική του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», με έμφαση στα «εθνικά ιδεώδη».

Ομως, 15-20 χρόνια μετά από τον αγώνα του ΔΣΕ, οξύνονταν οι αντιθέσεις που προκαλούσε η άμεση ανάμειξη και ο έλεγχος που ασκούσε το Παλάτι στα κέντρα της αστικής εξουσίας (στρατός, κυβέρνηση κ.ά.).

Ρεαλιστές αστοί πολιτικοί (Καραμανλής, Γ. Παπανδρέου κ.ά.) επιχείρησαν εκσυγχρονισμούς που τους έφεραν σε σύγκρουση με το Παλάτι. Αυτές οι αντιθέσεις όξυναν την αγανάκτηση του λαού ενάντια στο Παλάτι. Τα αστικά κόμματα δεν μπορούσαν να αγνοήσουν αυτόν τον παράγοντα. Δεν μπορούσε να τον αγνοήσει ιδιαίτερα η Ενωση Κέντρου, της οποίας στελέχη και η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων της, ήταν αντιβασιλικοί.

Ωστόσο, αν και το μεγάλο μέρος της ηγεσίας των αστικών κομμάτων έβλεπε την ανάγκη εκσυγχρονιστικών ρυθμίσεων, δεν αντιμετώπιζε τις αντιδράσεις (του θρόνου, θυλάκων στο στρατό και αλλού) για να προχωρήσει αποφασιστικά στην υλοποίηση μέτρων εκσυγχρονισμού. Αυτό επιβεβαιώθηκε και με την ΕΡΕ και με την Ενωση Κέντρου.

Και μετά από τα «Ιουλιανά» συνεχίστηκε η κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος εξαιτίας της οξύτατης σύγκρουσης των κυβερνήσεων με το Παλάτι για τον έλεγχο στο στρατό και γενικότερα για τις αρμοδιότητες του βασιλιά. Αυτό σήμαινε ότι ήταν αμφίβολο αν η κρίση στην αστική διακυβέρνηση θα ξεπερνιόταν με τις εκλογές που είχε προκηρύξει η κυβέρνηση Κανελλόπουλου για τις 28.5.1967. Προβλεπόταν ότι οι εκλογές θα έδιναν το προβάδισμα στην Ενωση Κέντρου, με συσπειρωμένους τους βουλευτές της γύρω από τον Γεώργιο και κυρίως τον Ανδρέα Παπανδρέου, του οποίου το κύρος και η επιρροή είχαν αυξηθεί κατά πολύ στην περίοδο της λεγόμενης «αποστασίας».

Ταυτόχρονα, σημαντικός παράγοντας που όξυνε την κρίση της αστικής διακυβέρνησης ήταν και το Κυπριακό, με δοσμένη την αποφασιστική στάση του Μακάριου απέναντι στις ελληνικές κυβερνήσεις και σε ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – Τουρκία, που πίεζαν και εξεβίαζαν για ΝΑΤΟική λύση. Η τελευταία είχε τη σημασία της στο πλαίσιο της σύγκρουσης ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό.

Κάτω από την επίδραση τουλάχιστον των παραπάνω παραγόντων, το τμήμα της άρχουσας τάξης που είχε δύναμη στον πιο ισχυρό μηχανισμό, το στρατό, έδωσε τη δικτατορική αστική λύση (1068). Εξάλλου, έχει υποστηριχτεί από πολλές πλευρές ότι και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ετοίμαζε στρατιωτικό πραξικόπημα (των στρατηγών). Αυτούς πρόλαβαν οι συνταγματάρχες, που μέχρι και την τελευταία στιγμή εμφανίζονταν σαν φιλοβασιλικοί.

Σχετικά με την κατάσταση που σημαντική δύναμη του αστικού πολιτικού κόσμου θεωρούσε ότι έπρεπε να διαμορφωθεί μετά από τη δικτατορία, είναι αποκαλυπτική η επιστολή του Κ. Καραμανλή προς τον αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο (8.9.1967):

«Διότι το θέμα δεν είναι να επανέλθωμεν εις την ομαλότητα διά της αποτυχίας της επαναστάσεως, αλλά διά της επιτυχίας της. (…) Η επανάστασις, άπαξ και εγένετο, προσφέρει μίαν ευκαιρίαν ανασυντάξεως της ζωής του Εθνους. (…) Διότι δεν θα σημαίνη βέβαια αποκατάστασιν της ομαλότητος η επάνοδος εις την υφισταμένην προ του κινήματος κατάστασιν. Το τελευταίο δε αυτό έχει βαρύνουσαν σημασίαν, δεδομένου ότι συνιστά τον πυρήνα του προβλήματος». (1069)

Δεν είναι, λοιπόν, βάσιμη η άποψη που θεωρεί ότι η δικτατορία εξέφραζε μονόπλευρα τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή, στον ανταγωνισμό της με τα ΕΟΚικά. Η δικτατορία της 21.4.1967 στηρίχτηκε από όλα τα τμήματα του κεφαλαίου που ήταν υπέρ της σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ. Το ίδιο και η στρατιωτική χούντα. Οπως τόνιζε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, «… είναι φυσικόν η επιδίωξίς μας να είναι η οικονομική ανάπτυξις της χώρας εντός του πλαισίου της Οικονομικής Κοινότητος εις την οποίαν ανήκομεν». (1070)

Πολύ περισσότερο, δεν έχει την παραμικρή δόση αλήθειας ο ισχυρισμός ότι η δικτατορία ήταν έργο ορισμένων «αφρόνων αξιωματικών», όπως υποστήριξε ο Ευάγγελος Αβέρωφ στη διάρκεια της δικτατορίας και αργότερα η Νέα Δημοκρατία. Αντίθετα, αυτός ο συνειδητά παραπλανητικός ισχυρισμός στόχευε στη συγκάλυψη της ταξικής ουσίας της δικτατορίας.

Αναφέρεται συχνά ότι οι συνταγματάρχες ενέργησαν κατά της συνταγματικής νομιμότητας. Αυτός ο ισχυρισμός παραγνωρίζει ότι η νομιμότητα που υπήρχε ήταν εκείνη που έθετε εκτός νόμου το ΚΚΕ, κατοχύρωνε όλο το αντικομμουνιστικό νομικό πλαίσιο, ενώ ίσχυαν τυπικά διατάξεις του Συντάγματος που αφορούσαν στοιχειώδη δικαιώματα. Από την άλλη, παραγνωρίζει ότι το Σύνταγμα του 1952 νομιμοποιούσε την επιβολή δικτατορίας, με τη διαφορά ότι αναγνώριζε το δικαίωμα κατάλυσης του κοινοβουλευτισμού μόνο στο βασιλιά, μετά από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου.

Και στη μια και στην άλλη περίπτωση ήταν κοινά και η βάση και ο σκοπός της ενέργειας: Η υπεράσπιση των συμφερόντων της αστικής τάξης. Η συνταγματική εκτροπή στις 21.4.1967 αφορούσε το φορέα αναστολής του κοινοβουλευτισμού και όχι αυτή καθαυτή την αναστολή, την οποία προέβλεπε και το Σύνταγμα του 1952. (1071)

Τα συνθήματα της δικτατορίας ήταν κατοχυρωμένα στο Σύνταγμα του 1952:

«… Η διδασκαλία αποσκοπεί εις την ηθικήν και πνευματικήν αγωγήν και την ανάπτυξιν της ηθικής συνειδήσεως των νέων επί τη βάσει των ιδεολογικών κατευθύνσεων του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». (1072)

«Ο δημόσιος υπάλληλος οφείλει πίστιν και αφοσίωσιν εις την πατρίδα και τα εθνικά ιδεώδη, είναι εκτελεστής της θελήσεως του κράτους». (1073)

Μια πλευρά που ασφαλώς χρειάζεται περισσότερη διερεύνηση είναι οι σχέσεις ΗΠΑ και δικτατορίας. Ολα αυτά τα χρόνια δεν έλειψαν οι προσπάθειες αθώωσης και απενοχοποίησης των ΗΠΑ, σε σχέση με το ρόλο μηχανισμών τους στο απριλιανό πραξικόπημα.

Βεβαίως, οι συνταγματάρχες ενέργησαν έχοντας τη στήριξη των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ ή μηχανισμών τους. Από την άλλη, δεν πρέπει να προκαλούν έκπληξη ορισμένες ενέργειές τους που έδειχναν διαφοροποίηση από την πολιτική των ΗΠΑ ή που έρχονταν και σε αντίθεση με αυτή, δίχως να αλλάζουν το ΝΑΤΟικό, φιλοαμερικανικό, ιμπεριαλιστικό, αντικομμουνιστικό χαρακτήρα της δικτατορίας. Για παράδειγμα, η χουντική κυβέρνηση δεν αναγνώρισε το Ισραήλ και είχε φιλικές σχέσεις με τις αραβικές κυβερνήσεις.

Τα παραπάνω μπορούν να εξηγηθούν με το γεγονός ότι ισχυρότατα τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης είχαν οικονομικά συμφέροντα και συναλλαγές με τις αραβικές χώρες.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1057. Δελτίο ΣΕΒ της 15.9.1965.

1058. Ανδρέας Παπανδρέου, Η δημοκρατία στο απόσπασμα, σελ. 272, εκδ. «Καρανάσης», Αθήνα, 1974.

1059. Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, τόμ. 9, σελ. 586, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2002.

1060. Ο.π., σελ. 589.

1061. Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, τόμ. 9, σελ. 741, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2002.

1062. Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αρχείο. Γεγονότα και Κείμενα, σελ. 220, έκδ. «Η Καθημερινή», Αθήνα, 2005.

1063. Τα 5 σημεία των προτάσεων της ΕΔΑ ήταν: «1. Τα πολιτικά κόμματα καταδικάζουν οιανδήποτε απειλήν κατά των κοινοβουλευτικών θεσμών. (…) 2. Μόνη οδός διά την αποκατάστασιν της ομαλότητος είναι αι εκλογαί. (…) θα πρέπει να υπάρξει (…) σχηματισμός υπηρεσιακής Κυβερνήσεως κοινής εμπιστοσύνης όλων των κομμάτων (…) Κατά την διάρκειαν των τριών μηνών θα εξασφαλισθούν από την Βουλήν αι εγγυήσεις διά την διεξαγωγήν τιμίων και αδιαβλήτων εκλογών με απλήν αναλογικήν. 3. (…) Η εξασφάλισις ίσων ευκαιριών εις όλα τα Κόμματα, συμπεριλαμβανομένου και του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, (…) Η γενική αποκατάστασις της ισοπολιτείας, με την κατάργησιν όλων των εκτάκτων και αντισυνταγματικών μέτρων και την αμνήστευσιν των αδικημάτων που συνδέονται με πολιτικούς λόγους, (…) 4. (…) Η ΕΔΑ, (…) παρά την παγίαν προγραμματικήν θέσιν της υπέρ της αβασιλεύτου Δημοκρατίας, θεωρεί (…) ότι ημπορεί να συμφωνηθεί (…) από τα πολιτικά κόμματα ότι δεν θέτουν πολιτειακόν ζήτημα. (…) ο ρόλος που το πολίτευμα διαγράφει διά τον Βασιλέα είναι αυστηρώς ρυθμιστικός (…) 5. (…) απαιτείται να καταδικασθεί και εξουδετερωθεί η ΧΟΥΝΤΑ (…) να εξετασθεί η δυνατότης παύσεως δι’ αμνηστεύσεως οιασδήποτε διώξεως εναντίον στρατιωτικών διά τας υποθέσεις ΠΕΡΙΚΛΗ και ΑΣΠΙΔΑ.» Η Αυγή, 8.2.1966.

1064. Βλ. αναλυτικά για τον «ΑΣΠΙΔΑ» στο Παράρτημα του Δοκιμίου, σελ. 657.

1065. Οι διαλέξεις πραγματοποιήθηκαν στις 4, 8, 11 και 14.3.1966 στο ξενοδοχείο «Χίλτον». Τις παρακολούθησε πλήθος στελεχών του αστικού πολιτικού κόσμου (Π. Κανελλόπουλος, Ι. Παρασκευόπουλος, Κ. Γεωργακόπουλος, Δ. Κιουσόπουλος κ.ά.). Κυκλοφόρησαν σε βιβλίο με τίτλο «Ο φόβος της δικτατορίας», Αθήνα, 1966.

1066. Κατά τον Ανδρέα Παπανδρέου «…το στρατιωτικό καθεστώς κατέλαβε την εξουσία στην Ελλάδα για να παραδώσει τη χώρα στα οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντα του βιομηχανικού – στρατιωτικού συγκροτήματος της Αμερικής (…) Αυτός ο τύπος κυριαρχίας μπορεί να ονομασθεί «νεοαποικιακός» μάλλον. (…) Η Ελλάδα αποτελεί ένα χάσμα στη Δυτικοευρωπαϊκή Κοινότητα, όντας ο πρώτος αμερικανικός δορυφόρος (…) που συνδέεται με την Κοινή Αγορά. (…) Η ελληνική βιομηχανική και μεγαλεμπορική τάξη δεν είναι μόνο μικρή, αλλά και χωρίς βαθιές ρίζες στην ελληνική κοινωνικοοικονομική δομή». (Βλ. Ανδρέας Παπανδρέου, Η δημοκρατία στο απόσπασμα, σελ. 461-462, εκδ. «Καρανάσης», Αθήνα, 1974.)

Στη βάση αυτής της ανάλυσης υποστήριζε ότι ο αντιδικτατορικός αγώνας έπαιρνε μορφή εθνικού απελευθερωτικού αγώνα (βλ. Ο.π., σελ. 465).

Η παραπάνω προσέγγιση:

1. Υποτιμούσε το επίπεδο της εσωτερικής καπιταλιστικής συσσώρευσης, τη διασύνδεσή του με το ξένο κεφάλαιο, τη διαμόρφωση δεσμών κοινών συμφερόντων.

2. Υποτιμούσε το μακροπρόθεσμο συμφέρον της αστικής τάξης στην Ελλάδα από τη σύνδεση – ένταξη στην ΕΟΚ.

3. Συνέδεε τη χούντα αποκλειστικά με το λεγόμενο βιομηχανικό – στρατιωτικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ και όχι με τη συνολική πολιτική του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.

4. Οριζε την επιβολή της δικτατορίας ως αποτέλεσμα εξωτερικής χρησιμοποίησης πρακτόρων από τη CIA, παραγνωρίζοντας τις εσωτερικές δυνάμεις που την εξέθρεψαν.

Λαθεμένα χαρακτήριζε το ελληνικό αστικό καθεστώς ως «νεοαποικιακό».

Η παραπάνω ανάλυση του Ανδρέα Παπανδρέου εξέφραζε τη γνωστή τροτσκίζουσα θέση περί της σχέσης ΗΠΑ – Ελλάδας ως σχέσης μητρόπολης – περιφέρειας.

1067. Γιάννης Κάτρης, «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα», σελ. 76, εκδ. «Παπαζήση», Αθήνα, 1974.

1068. Το πραξικόπημα δεν ήταν αναίμακτο. Την ίδια μέρα υπήρξαν τουλάχιστο 2 νεκροί, ο 15χρονος Βασίλης Πεσλής και η 24χρονη Μαρία Καλαβρού. Λίγες μέρες αργότερα (25.4.1967) δολοφονήθηκε εν ψυχρώ στον Ιππόδρομο ο Παναγιώτης Ελής από τον ανθυπίλαρχο Κωνσταντίνο Κώτσαρη, ενώ στις 22 Μάη δολοφονήθηκε ο Νικηφόρος Μανδηλαράς και στις 5.9.1967 ο Γιάννης Χαλκίδης, στέλεχος του ΠΑΜ Νέων. Στις 9.5.1968 δολοφονήθηκε στο Γ΄Σώμα Στρατού ο πρώην βουλευτής της ΕΔΑ και στέλεχος του ΚΚΕ Γιώργης Τσαρουχάς.

1069. Γεώργιος Π. Μαλούχος, «Εγώ, ο Ιάκωβος», σελ. 247-248, εκδ. «Α. Α. Λιβάνη», Αθήνα, 2002.

1070. Γ. Παπαδόπουλος, «Το πιστεύω μας», τόμ. Α΄, σελ. 10, εκδ. Γενική Διεύθυνσις Τύπου και Πληροφοριών, Αθήνα, 1967.

1071. Το άρθρο 91 του Συντάγματος του 1952 όριζε και τα ακόλουθα:

«Ο Βασιλεύς δύναται μετά πρότασιν του Υπουργικού Συμβουλίου, εν περιπτώσει εμπολέμου καταστάσεως ή επιστρατεύσεως ένεκεν εξωτερικών κινδύνων ή σοβαράς διαταραχής ή εκδήλου απειλής της δημόσιας τάξεως και ασφαλείας της χώρας εξ εσωτερικών κινδύνων, να αναστείλη διά Βασιλικού Διατάγματος εις όλην την επικράτειαν ή εις μέρος αυτής την ισχύν των άρθρων 5, 6, 8, 10, 11, 12, 14, 20, 95 και 97 του Συντάγματος ή τινών τούτων και θέτων εις εφαρμογήν τον εκάστοτε ισχύοντα Νόμον «περί καταστάσεως πολιορκίας» να συστήση εξαιρετικά δικαστήρια».

(Βλ. Βουλή των Ελλήνων, Σύνταγμα της Ελλάδος, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, εν Αθήναις, 1952, σελ. 45).

Το Σύνταγμα του 1952 ψηφίστηκε από τη Βουλή επί κυβερνήσεως Σοφ. Βενιζέλου. Εγκρίθηκε με 132 ψήφους σε σύνολο 250 βουλευτών. Ο Ελληνικός Συναγερμός (Παπάγος) αποχώρησε από τη συνεδρίαση επειδή η Βουλή ήταν απλή και δεν είχε αναθεωρητικές αρμοδιότητες. Υπερψήφισαν οι βουλευτές της ΕΠΕΚ (Πλαστήρας), των Φιλελευθέρων, 2 βουλευτές του Λαϊκού Κόμματος, οι συνεργαζόμενοι με την κυβέρνηση Αγροτικοί και ο Λεωνίδας Καραμαούνας. Ο Μιχάλης Κύρκος ψήφισε «παρών».

1072. Αρθρο 16, παρ. 2 του Συντάγματος του 1952.

1073. Αρθρο 100, παρ. 1, 2 του Συντάγματος.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η στρατιωτική δικτατορία διάρκεσε μέχρι τις 23.7.1974, οπότε αποκαταστάθηκε η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία και διαμορφώθηκε το πολιτικό σύστημα που υπάρχει μέχρι σήμερα.

Η περίοδος της στρατιωτικής δικτατορίας και των εξελίξεων στο Κυπριακό θα αποτελέσει αντικείμενο του επόμενου, Γ΄ τόμου της Ιστορίας του ΚΚΕ, στον οποίο θα βαρύνει αναπότρεπτα η αντεπανάσταση του 1989-1991 και οι επιπτώσεις της στο ΚΚΕ, καθώς και η πορεία του μέχρι την ανασυγκρότησή του (14ο Συνέδριο).

Από τις αρχές αυτής της περιόδου η μακρόχρονη πάλη μεταξύ βασικών στοιχείων και λειτουργιών του αστικού κράτους από τη μια και του ενσωματωμένου στο πολιτικό σύστημα θεσμού της βασιλείας από την άλλη λύθηκε με την κατάργησή της.

Η διενέργεια και η επικράτηση του στρατιωτικού πραξικοπήματος ανέτρεψαν την επιρροή του Παλατιού στο στρατό και έλυσαν την αντίθεση (1213) ανάμεσα στο Παλάτι και τα αστικά κόμματα, αντίθεση που σημάδεψε τις σχέσεις Παλατιού – κυβερνήσεων και κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960.

Αρχικά οι πραξικοπηματίες επιδίωξαν τη νομιμοποίησή τους ως φορέα της εξουσίας με την αποδοχή τους από το Παλάτι. Ετσι, μια από τις πρώτες κινήσεις της χούντας ήταν η ορκωμοσία της «Επαναστατικής Κυβερνήσεως» από τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Σε αντάλλαγμα, η χούντα ανέθεσε την πρωθυπουργία στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και έμπιστο του Παλατιού, Κωνσταντίνο Κόλλια, ο οποίος χαρακτήρισε το πραξικόπημα «επιβεβλημένο» και «σωτήριο». Αυτές οι ενέργειες φάνηκαν ως «συμβιβασμός» μεταξύ διαφορετικών επιρροών στο στρατό και στη σχέση του με το Παλάτι.

Οι εξελίξεις όμως έδειξαν ότι όχι μόνο δεν αμβλύνθηκαν οι αντιθέσεις στρατού και Ανακτόρων, αλλά και έφτασαν στη ρήξη. Ανθρωποι της χούντας κατέλαβαν γρήγορα όλες τις θέσεις-κλειδιά, αφήνοντας στο Παλάτι θέσεις δίχως στρατιωτική και ουσιαστική πολιτική δύναμη.

Οι σχεδιασμοί του Παλατιού να ανατρέψει και να αντικαταστήσει τη χουντική από άλλη κυβέρνηση, ελεγχόμενη από το ίδιο, δεν τελεσφόρησαν. Οι κινήσεις του βασιλιά (επαφές με φιλοβασιλικούς αξιωματικούς, περιοδείες στις στρατιωτικές μονάδες της Βόρειας Ελλάδας τον Αύγουστο) προκάλεσαν την έγκαιρη ετοιμότητα της χούντας. Οταν το βασιλικό κίνημα-οπερέτα εκδηλώθηκε στις 13.12.1967, εξουδετερώθηκε αμέσως και με ευκολία. Η βασιλική οικογένεια εγκατέλειψε αυθημερόν την προσπάθεια και κατέφυγε στη Ρώμη.

Ωστόσο, το πολίτευμα της Ελλάδας εξακολουθούσε να είναι η βασιλευομένη δημοκρατία, όπως όριζε το Σύνταγμα του 1952. Χρέη αντιβασιλέα ανέλαβε ο μέχρι τότε υφυπουργός Αμυνας, στρατηγός Γ. Ζωιτάκης, και πρωθυπουργού ο Γ. Παπαδόπουλος.

Οπως ήδη έχει αναφερθεί, το βασικό επιχείρημα που χρησιμοποίησε η δικτατορία ήταν ο «κομμουνιστικός κίνδυνος». Επιβεβαιώθηκε ακόμα μια φορά ότι ο αντικομμουνισμός είναι πάντα ο προπομπός για την περιστολή αστικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, την επιβολή γενικότερων αντιλαϊκών μέτρων, που θίγουν άμεσα και βίαια τα πιο ζωτικά συμφέροντα όλων των εργαζομένων και όχι μόνο των κομμουνιστών.

Η επικράτηση της συγκεκριμένης στρατιωτικής δικτατορίας συντελέστηκε με ένα γενικό αιφνιδιασμό, αν και είχαν προηγηθεί πολιτικές τοποθετήσεις για το ενδεχόμενο αναστολής της λειτουργίας της Βουλής, για πραξικοπηματικές κινήσεις του βασιλιά.

Βαρύνει την ηγεσία του ΚΚΕ, πρωταρχικά το Γραφείο του Κλιμακίου της ΚΕ που βρισκόταν στην Ελλάδα, καθώς και την ηγεσία της ΕΔΑ, το γεγονός ότι χιλιάδες στελέχη και μέλη του ΚΚΕ και της ΕΔΑ πιάστηκαν κυριολεκτικά στον ύπνο και σύρθηκαν στην εξορία. Οι σχεδιασμοί για εγκαθίδρυση στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα βρίσκονταν γενικά στην πρόβλεψη του καθοδηγητικού οργάνου του ΚΚΕ. Ωστόσο, δεν υπήρξε η συγκεκριμένη ανάλογη επαγρύπνηση, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει και καμία προετοιμασία για την προβολή αντίστασης ενάντια στους πραξικοπηματίες. Ταυτόχρονα η τελευταία περιοριζόταν ως δυνατότητα εξαιτίας της απουσίας Κομματικών Οργανώσεων του ΚΚΕ. Ετσι, δεν υπήρξε ούτε στοιχειώδης παράνομος μηχανισμός για τη διεξαγωγή της αντιδικτατορικής πάλης.

Η Απόφαση του 9ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, που συνήλθε στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία (4-10.12.1973), εκτίμησε σχετικά:

«…Αν είχε συνειδητοποιηθεί ο κίνδυνος της δικτατορίας και είχε γίνει και μέσα ακόμα στα πλαίσια της ΕΔΑ σχετική προετοιμασία, θα ήταν δυνατόν (…) να δημιουργηθούν συνθήκες για τη συνέχιση της αντιδικτατορικής πάλης από καλύτερες θέσεις» (1214).

«Το στρατιωτικό-φασιστικό πραξικόπημα βρήκε την ΚΕ και όλο το Κόμμα απροετοίμαστα. Το καθοδηγητικό κέντρο στο εσωτερικό δεν μπόρεσε με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας να αποκαταστήσει επαφές και δεσμούς και να οργανώσει τις κομματικές δυνάμεις. Ορισμένα στελέχη και μέλη του Κόμματος, από εκείνα κυρίως που ήταν οργανωμένα στις Κομματικές Ομάδες, πήραν την πρωτοβουλία για την ανασύνταξη των κομματικών δυνάμεων, των δυνάμεων γενικότερα του αντιδικτατορικού κινήματος» (1215).

Η πολιτική της δικτατορίας συνδύαζε την ωμή καταστολή με την ευελιξία. Παράλληλα, ένα σημαντικό τμήμα των πιο συντηρητικών μικροαστικών στρωμάτων ανέχτηκε τη δικτατορία ή και συντάχτηκε με αυτή. Συντέλεσε σε αυτό και η πολιτική προσεταιρισμού αυτοαπασχολούμενων (π.χ., ιδιοκτητών ταξί κ.ά.), που ακολούθησε η χούντα. Η δικτατορία στήριξε την πολιτική συμμαχιών της στη διαγραφή των αγροτικών χρεών, στην ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης τα πρώτα χρόνια μετά από το πραξικόπημα και στη μείωση της ανεργίας χάρη στην ανάπτυξη που είχε συντελεστεί την προηγούμενη περίοδο, αλλά και στην ανάπτυξη του κλάδου των κατασκευών. Ακόμα, στηρίχτηκε σε μια ορισμένη άμβλυνση του προβλήματος της λαϊκής κατοικίας που έφερε το σύστημα της αντιπαροχής.

Παράλληλα, η χουντική κυβέρνηση, στην προσπάθεια να αμβλύνει τις αντιδράσεις που εκδηλώνονταν έξω από την Ελλάδα, αλλά και για να εξωραΐσει την εικόνα της στο εσωτερικό, αμνήστευσε τους υπευθύνους του βασιλικού στρατιωτικού κινήματος, καθώς και όσους φέρονταν ότι είχαν αναμειχθεί στην «υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ». Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Α. Παπανδρέου, στον οποίο χορηγήθηκε διαβατήριο και έφυγε στο εξωτερικό.

Στις 29.9.1968 διενεργήθηκε από τη χούντα δημοψήφισμα για το νέο Σύνταγμα, με το οποίο κατοχυρωνόταν θεσμικά ο στρατός ως ανώτατος ρυθμιστής της πολιτικής ζωής. Πριν και στη διάρκεια της διεξαγωγής του, ασκήθηκε ψυχολογική βία και τρομοκρατία, ενώ υπήρξε και αλλοίωση των ψηφοδελτίων, με αποτέλεσμα να εμφανιστεί ποσοστό έγκρισης του νέου Συντάγματος πάνω από 90%.

Το επίπεδο του εργατικού κινήματος, γενικά της ταξικής πάλης, καθώς και η κατάσταση στην οποία βρισκόταν το 1967 ο συνειδητός υποκειμενικός παράγοντας, το ΚΚΕ, προσδιόρισαν και το επίπεδο της πάλης που θα ακολουθούσε και το οποίο, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, ήταν πολύ κατώτερο των περιστάσεων. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι να εκδηλωθούν τα πρώτα μαζικά σκιρτήματα αντίδρασης, κύρια σε χώρους φοιτητών και σπουδαστών. Με τον ασφυκτικό έλεγχο που ασκούσαν στις συνδικαλιστικές οργανώσεις η κρατική Ασφάλεια και οι διορισμένοι εργοδοτικοί και κυβερνητικοί συνδικαλιστές, η δικτατορία μπόρεσε να καθηλώσει, επί της ουσίας να διαλύσει το εργατικό και τα άλλα συνδικαλιστικά κινήματα.

Στο χαμηλό επίπεδο του κινήματος επέδρασαν αποφασιστικά το γενικότερο κλίμα της τρομοκρατίας, οι συλλήψεις, τα βασανιστήρια και η λειτουργία των στρατοδικείων, όπως και η ηττοπάθεια που καλλιεργούνταν από διάφορες πλευρές ότι η δικτατορία ήταν ακλόνητη.

Το κλίμα της ηττοπάθειας εκφράστηκε από τις πρώτες μέρες του πραξικοπήματος και ανάμεσα στους πολιτικούς κρατουμένους, ένα μέρος των οποίων υποχώρησε. Τότε μάλιστα άρχισε να διαδίδεται η αντίληψη ότι η υπογραφή «δήλωσης μετανοίας» δεν ήταν και τόσο επιβαρυντική, ότι μπορούσε να αποτελέσει ελιγμό.

Βεβαίως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ταυτόχρονα μια μεγάλη μερίδα πολιτικών κρατουμένων, που εξορίστηκαν στη Γυάρο και έπειτα στη Λέρο και αλλού, ανάμεσα στους οποίους και νεολαίοι της ΕΔΑ και της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, στάθηκαν αλύγιστοι. Πολλοί από αυτούς στη συνέχεια αποτέλεσαν δυναμικό του ΚΚΕ.

Το ΚΚΕ ήταν και αυτήν τη φορά η πολιτική δύναμη που έδωσε στην αντιδικτατορική πάλη τις περισσότερες θυσίες. Το κίνημα στα χρόνια 1967-1974 ενισχυόταν ηθικά και ιδεολογικά από την ηρωική στάση πολλών κομμουνιστών και κομμουνιστριών στην ανάκριση, στα βασανιστήρια και τα στρατοδικεία. Σημαντικό ρόλο στα παραπάνω έπαιξε η δημιουργία της ΚΝΕ.

Η ΚΝΕ δημιουργήθηκε στις 15.9.1968. Σχετικά με τη δημιουργία της η ειδική Απόφαση της 13ης Ολομέλειας της ΚΕ (11-17.1.1969) «για την ανασύσταση Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας» αναφέρει ανάμεσα σε άλλα:

«1. Η 13η Ευρεία Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ χαιρετίζει την ανασύσταση της οργάνωσης της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας (ΚΝΕ).

2. Η Ολομέλεια θεωρεί ότι οι σημερινές συνθήκες στην Ελλάδα καθώς και οι διεθνείς επιβάλλουν την ανασύσταση της Κομμουνιστικής Νεολαίας. Η ΚΝΕ θα συγκεντρώνει στις γραμμές της το πρωτοπόρο τμήμα της ελληνικής νεολαίας και, στηριγμένη στη θεωρία του μαρξισμού-λενινισμού, θα διαπαιδαγωγεί την ελληνική νεολαία με τα ιδανικά της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού, με τις ηρωικές παραδόσεις της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ), με τις καλύτερες παραδόσεις της ΕΠΟΝ και της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη.

Η ΚΝΕ προετοιμάζει τα μέλη της να γίνουν ικανά ν’ αποτελέσουν μέλη του Κόμματος της εργατικής τάξης, του ΚΚΕ.

3. Η ΚΝΕ έχει σαν φιλοδοξία να βρεθεί στις πρώτες γραμμές και να παίξει όλο και πιο σοβαρό ρόλο στην πάλη της νεολαίας και όλου του λαού για τα ζητήματα των νέων για την ανατροπή της δικτατορίας (…) για την ειρήνη και την κοινωνική πρόοδο.

(…) Στις σημερινές συνθήκες, η ΚΝΕ δημιουργεί παράνομες Οργανώσεις στους τόπους δουλειάς και κατοικίας των νέων, με βάση τις αρχές της συνωμοτικότητας, της επαγρύπνησης και της αποκέντρωσης (…)

(…) 5. Η Ολομέλεια της ΚΕ αναθέτει στο ΠΓ και τις Οργανώσεις του Κόμματος το καθήκον να βοηθήσουν στη συγκρότηση Οργανώσεων της ΚΝΕ» (1216).

Αντλώντας πείρα από τη διαδρομή του νεολαιίστικου κινήματος, η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (2005) υπογράμμισε για την ΚΝΕ αυτό ακριβώς το θέμα στις σύγχρονες συνθήκες:

«Η ίδρυση της ΚΝΕ, το 1968, δικαίωσε την απόφαση του ΚΚΕ με την επαναλειτουργία του στην Ελλάδα, σε συνθήκες παρανομίας, ύστερα από τη διάλυση των ΚΟ το 1958. Η ύπαρξη επαναστατικής οργάνωσης νεολαίας, υπό την καθοδήγηση του ΚΚΕ, είναι απολύτως αναγκαία. Καμία άλλη νεολαιίστικη οργάνωση, όσο μαζική και ριζοσπαστική και να είναι, δεν μπορεί να την αντικαταστήσει, να την υποκαταστήσει» (1217).

Επίσης:

«Η ΚΝΕ δρα στο πλευρό του Κόμματος και κάτω από την καθοδήγησή του, έχοντας ως στρατηγικό σκοπό το σοσιαλισμό. Από εδώ προκύπτει ο χαρακτήρας της Οργάνωσης. Από εδώ προκύπτει η ανάγκη η ΚΝΕ να συμβάλλει στην προώθηση της στρατηγικής του Κόμματος, στην οικοδόμηση του Μετώπου, δύναμη του οποίου θα αποτελέσει και το ίδιο το νεολαιίστικο κίνημα. Πράγμα που απαιτεί να γνωρίσει και να αφομοιώσει τις θέσεις του Κόμματος και μάλιστα μέσα από τις δικές της εμπειρίες» (1218).

Η ανασυγκρότηση των Οργανώσεων του ΚΚΕ πραγματοποιούνταν σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, όμως στην πορεία ενισχυόταν με τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που επέστρεφαν από την εξορία ή τη φυλακή και ήταν αποφασισμένοι να συνεχίσουν τον αγώνα από τις γραμμές του ΚΚΕ και της ΚΝΕ. Και βέβαια η ανασυγκρότηση του ΚΚΕ στηρίχτηκε και με τη σχεδιασμένη και επαναλαμβανόμενη αποστολή πολλών κομματικών στελεχών από το εξωτερικό, ειδικά μετά από τη 12η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής (1968).

Την ανασυγκρότηση του ΚΚΕ δυσκόλευε η σύγχυση που προκλήθηκε τον πρώτο καιρό μετά από τη 12η Ολομέλεια. Οι συνθήκες της παρανομίας εμπόδιζαν την ανοιχτή και μαζική διαπάλη, τόσο σχετικά με τις αιτίες της διάσπασης όσο και με το ποιες δυνάμεις εξέφραζαν το Κόμμα. Ηταν ακόμα η φάση που πλατιές μάζες της ΕΔΑ επηρεάζονταν από την ηγεσία της, αυτή γνώριζαν, ενώ η πλειοψηφία αυτής της ηγεσίας ήταν στελέχη του αυτοαποκαλούμενου «ΚΚΕ εσωτερικού».

Παρ’ όλα αυτά, η ανασυγκρότηση του ΚΚΕ ήταν προϋπόθεση για την ανάπτυξη της μαζικής αντιδικτατορικής πάλης. Η ηγεσία του σωστά επέλεξε την αδιάλλακτη αντιπαράθεση με το «ΚΚΕ εσωτερικού», ως κύριο οπορτουνιστικό φορέα, εμπόδιο και στην κατεύθυνση της αντιδικτατορικής πάλης. Η ανάπτυξη των Οργανώσεων του ΚΚΕ και της ΚΝΕ επέδρασε και στη δημιουργία της Ενιαίας Συνδικαλιστικής Αντιδικτατορικής Κίνησης – ΕΣΑΚ (3.4.1968), της Αντι-ΕΦΕΕ και της Μαθητικής Οργάνωσης Δημοκρατικής Νεολαίας Ελλάδας (ΜΟΔΝΕ).

Η ανασυγκρότηση του ΚΚΕ προχώρησε ταχύτερα μετά από τη 17η Ολομέλεια της ΚΕ (9-13.12.1972), στην οποία ο μέχρι τότε Α΄ Γραμματέας της ΚΕ, Κώστας Κολιγιάννης, αντικαταστάθηκε από τον Χαρίλαο Φλωράκη, που είχε βγει παράνομα στο εξωτερικό και συμμετείχε στην καθοδήγηση του ΚΚΕ. Συνεχίστηκε με το 9ο Συνέδριο.

Σημαντικό όπλο για την ανάπτυξη της αντιδικτατορικής πάλης και την οργάνωση των κομματικών δυνάμεων αποτέλεσαν ο παράνομος Τύπος της ΚΕ του ΚΚΕ, της Κομμουνιστικής Νεολαίας, της ΚΟΑ («Ριζοσπάστης», «Οδηγητής», «Αδούλωτη Αθήνα», «Δημοκρατική Αλλαγή», «Ελεύθερη Πατρίδα» κ.ά.), η κυκλοφορία προκηρύξεων και άλλων εντύπων, η αναγραφή συνθημάτων. Ιδιαίτερο ρόλο είχαν το θεωρητικό περιοδικό του Κόμματος «Νέος Κόσμος», ο ραδιοφωνικός σταθμός «Η Φωνή της Αλήθειας», από τις εκπομπές του οποίου καθοδηγούνταν οι Κομματικές Οργανώσεις στην καθημερινή οργανωτική και πολιτική δράση τους και γενικότερα στην αντιδικτατορική λαϊκή πάλη.

Τη δική τους συμβολή στην πάλη κατά της δικτατορίας είχαν και οι οργανώσεις Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο, Ρήγας Φεραίος, Δημοκρατική Αμυνα, Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα – ΠΑΚ (28.2.1968) και άλλες μικρότερης εμβέλειας, ενώ σημαντικός ήταν ο ρόλος πολλών οργανώσεων στο εξωτερικό, τόσο στις χώρες όπου υπήρχαν Ελληνες οικονομικοί μετανάστες όσο και στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στην πορεία, πήραν μέρος στον αγώνα κατά της χούντας και οργανώσεις αστικών κομμάτων, ακόμα και βασιλόφρονες.

Ενάμιση χρόνο πριν το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας, το λαϊκό κίνημα άρχισε να σημειώνει αισθητή άνοδο και κορυφώθηκε με τον ξεσηκωμό στο Πολυτεχνείο το Νοέμβρη του 1973. Την τριήμερη κατάληψη του Πολυτεχνείου (14-15-16 Νοέμβρη) κατέστειλαν τελικά στρατιωτικές δυνάμεις με την εισβολή τανκ και στρατού στο ίδρυμα τη νύχτα της 17ης Νοέμβρη. Η επέμβαση του στρατού και της αστυνομίας στο Πολυτεχνείο και στις γύρω περιοχές οδήγησε σε έναν αιματηρό απολογισμό με δεκάδες νεκρούς και τραυματίες.

Η κυβέρνηση Μαρκεζίνη παραιτήθηκε, ενώ στις 25.11.1973 η χούντα του Παπαδόπουλου ανατράπηκε από το στρατιωτικό πραξικόπημα του ταξίαρχου Ιωαννίδη. Τη χαριστική βολή στη δικτατορία έδωσε το πραξικόπημα για την ανατροπή της κυβέρνησης Μακάριου (15.7.1974), που υποκίνησε η ελληνική κυβέρνηση σε συνεργασία με Ελληνοκύπριους πολιτικούς και στρατιωτικούς της ΕΟΚΑ Β΄. Αμέσως ακολούθησε η εισβολή, σε δύο φάσεις, των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο (20-22 Ιούλη και 14-16 Αυγούστου). Η κυβέρνηση της δικτατορίας δεν μπορούσε πια να σταθεί.

Η ελληνική αστική τάξη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι ανησύχησαν μήπως δυσκολέψει ο έλεγχος της κατάστασης. Τότε ακριβώς η δικτατορία παρέδωσε τη διακυβέρνηση. Τη νύχτα της 23ης προς 24.7.1974 ήρθε στην Ελλάδα από το Παρίσι ο Κ. Καραμανλής και σχημάτισε κυβέρνηση της λεγόμενης «εθνικής ενότητας», από πολιτικούς της προδικτατορικής ΕΡΕ και του «κεντρώου» χώρου. Αρχισε η φάση της λεγόμενης μεταπολίτευσης.

Η ΚΕ του ΚΚΕ χαρακτήρισε ως εξής την αλλαγή:

«…Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, η χουντική ηγεσία, με οδηγίες της Ουάσιγκτον και άλλων ηγετικών ΝΑΤΟικών κύκλων, ανέθεσε τη διακυβέρνηση της χώρας σε συντηρητικούς αστούς πολιτικούς, με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Καραμανλή» (1219).

Το πιο σημαντικό γεγονός που χρωμάτισε αυτήν τη φάση ήταν η νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Βασικός λόγος που την επέβαλε ήταν η ντε φάκτο παρέμβαση του ΚΚΕ αμέσως μετά από την κατάρρευση της δικτατορίας, με την άφιξη του ΠΓ στην Ελλάδα και με το άνοιγμα των κεντρικών γραφείων του στην Αθήνα, στην πλατεία Κάνιγγος. Τις ίδιες μέρες εκδόθηκε η εφημερίδα ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ, πριν την επίσημη νομιμοποίηση του ΚΚΕ.

Στις 24.9.1974 η ΚΕ απηύθυνε χαιρετιστήριο για τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ «προς την εργατική τάξη, την αγροτιά, τους διανοούμενους, όλο το λαό» (1220). Στις 25.9.1974 κυκλοφόρησε ο «Ριζοσπάστης», ημερήσιο όργανο της ΚΕ του ΚΚΕ.

Μετά από 27 χρόνια συνεχόμενης παρανομίας, το ΚΚΕ σημείωσε μια σημαντική κατάκτηση. Παρά τις διώξεις και σε πείσμα όσων είχαν σπεύσει κατά καιρούς να αναγγείλουν την εξαφάνισή του, το ΚΚΕ κατάκτησε τη νόμιμη δράση του. Αρχιζε μια νέα περίοδος στην πολυκύμαντη Ιστορία του.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1213. Οι ενδοαστικές αντιθέσεις, όπως και όλα τα ζητήματα που αφορούν στις εξελίξεις εκείνης της περιόδου (Κυπριακό, η θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, η στρατηγική και η τακτική των πολιτικών δυνάμεων της εποχής, η προσέγγιση της ιδεολογίας της δικτατορίας, η στάση των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων εκείνα τα χρόνια, οι διώξεις, οι καταδίκες και τα βασανιστήρια σε βάρος χιλιάδων αγωνιστών της αντιδικτατορικής πάλης κ.ά.), προγραμματίζεται να αποτελέσουν ένα μέρος από το συνολικό αντικείμενο του επόμενου, Γ΄ τόμου του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ, μελλοντικό καθήκον της Κεντρικής του Επιτροπής.

1214. Το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ, σελ. 35, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1974.

1215. Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, τόμ. 10, σελ. 819, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2009.

1216. Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, τόμ. 10, σελ. 297, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2009.

1217. Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη με θέμα: «Η δράση του Κόμματος για τα προβλήματα της Νεολαίας. Η στήριξη της ΚΝΕ», σελ. 2, έκδ. «Ριζοσπάστης», 2005.

1218. Εισήγηση της ΚΕ του ΚΚΕ στην Πανελλαδική Κομματική Συνδιάσκεψη με θέμα: «Η δράση του Κόμματος για τα προβλήματα της Νεολαίας. Η στήριξη της ΚΝΕ», σελ. 8, εκδ. «Ριζοσπάστης», 2005.

1219. Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, τόμ. 10, σελ. 906, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2009 και περιοδικό «Νέος Κόσμος», τεύχ. 8-9, σελ. 3, Αύγουστος-Σεπτέμβρης 1974.

1220. «Ριζοσπάστης», 25.9.1974.

Τα «Ιουλιανά» (1965)

Ο Σωτήρης Πέτρουλας γίνεται σύμβολο των καθημερινών αγώνων

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα γεγονότα της 15ης του Ιούλη 1965, καθώς και εκείνα που τα ακολούθησαν και που καθιερώθηκαν ως «Ιουλιανά», ήταν από τα πιο σημαντικά της περιόδου μετά το 1950 και μέχρι τις παραμονές της δικτατορίας του 1967 – 1974.
Η σημασία τους καθορίζεται από τη μεγάλη όξυνση και τη διάρκεια που πήραν οι εγχώριες ενδοαστικές αντιθέσεις, πάντα σε συνδυασμό με την άμεση εμπλοκή του ξένου παράγοντα (ΗΠΑ) και τους γενικότερους σχεδιασμούς του στην περιοχή (Κυπριακό) και που έστρωσαν το δρόμο για την επιβολή της δικτατορίας. Ταυτόχρονα, τα «Ιουλιανά» προσφέρουν επίκαιρα διδάγματα ως προς το ρόλο του λαϊκού παράγοντα εκείνης της περιόδου, από την άποψη του βαθμού συνειδητοποίησης.
Τα «Ιουλιανά» δεν ήταν κεραυνός σε ξάστερο ουρανό. Ηταν κρίκος μιας αλυσίδας, που η μια άκρη της θα μπορούσε να τοποθετηθεί τουλάχιστον στην αρχή της 10ετίας του ’50 (αν όχι και νωρίτερα), ενώ η άλλη φθάνει μέχρι την εκδίωξη του βασιλιά από τη «χούντα» το Δεκέμβρη του 1967 και, από μια συνολικότερη οπτική, μέχρι το 1974, όταν η χούντα κατέρρευσε.

ΣΥΝΟΨΙΣΗ ΤΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1950

Η ανάγκη της αστικής τάξης, από τη μια να ασκήσει πολιτική σκληρής καταστολής, αλλά και ευέλικτης τακτικής απέναντι στο λαϊκό κίνημα, διαπλεκόταν με τις στοχεύσεις της στη γύρω περιοχή (Κύπρος – Νότια Αλβανία), ενώ είχε ήδη προβάλλει με αξιώσεις ο έτερος ανταγωνιστής, η Τουρκική αστική τάξη, στο πλαίσιο βεβαίως του ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Τα παραπάνω καθόριζαν τις βασικές παραμέτρους, μέσα στις οποίες η αστική τάξη προσπαθούσε μεταπολεμικά να ανασυγκροτήσει το κράτος της και να το προσαρμόσει στις νέες απαιτήσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Αυτή η πορεία συντελέστηκε μέσα από σκληρές συγκρούσεις μεταξύ φορέων των αστικών συμφερόντων, που εκφράζονταν στο Παλάτι, στο Στρατό και στην κυβέρνηση.
Η μεταξύ τους αντιπαράθεση, όχι μόνο δεν απέκλειε, αλλά και περιλάμβανε προσωρινές συμμαχίες, πότε ανάμεσα στο Παλάτι και στη «Δεξιά» κατά του «Κέντρου», πότε ανάμεσα στο Παλάτι και στο «Κέντρο» κατά της «Δεξιάς», πότε αποσκιρτήσεις από τα αστικά κόμματα και διαιρέσεις, ενώ «μήλο της έριδος» ήταν ο Στρατός. Παρότι ο Στρατός θεωρούνταν «φέουδο» των Ανακτόρων, στις γραμμές του αποτελούσε ιδιαίτερη οργάνωση ο ΙΔΕΑ, που είχε τους «αυτοτελείς» στόχους του και διέθετε μεγάλη δύναμη. Ισχυρή επιρροή, βεβαίως, ασκούσαν και τα κόμματα της «Δεξιάς», ενώ διείσδυση στο στρατό επιχειρούσε και το «Κέντρο», προκειμένου να ενισχύσει τις σχετικά αδύνατες προσβάσεις του.

«Κάτω οι αυλόδουλοι του αίματος και της Φρίκης» (Φρίκη ήταν ένα από τα παρατσούκλια της Φρειδερίκης), γράφει το πανό των διαδηλωτών στη μεγάλη συγκέντρωση στον Πειραιά στις 26 Ιούλη

Φυσικά, όλα τα παραπάνω διαδραματίζονταν στη σκιά της ισχυρότατης παρουσίας των ΗΠΑ, αλλά παρεισέφρυε και η παρουσία του Βρετανικού παράγοντα, που ναι μεν ήταν εξαιρετικά συρρικνωμένη, όμως διευρυνόταν λόγω του ρόλου της Βρετανίας στο Κυπριακό και των επιπτώσεων που είχε αυτό στην Ελλάδα. Το βαρύ πέλμα των ΗΠΑ στον έλεγχο των εξελίξεων, ακόμη και στη λήψη επί μέρους πολιτικών αποφάσεων, ήταν απαραίτητο, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, αφού τότε η εγχώρια αστική τάξη δε διέθετε ακόμη την οικονομική και πολιτική δύναμη, ούτε όλους τους μηχανισμούς που επέβαλαν οι αστικές ανάγκες, εξαιτίας του ισχυρού κλονισμού που είχε υποστεί το κράτος στα χρόνια της Κατοχής και της ένοπλης λαϊκής πάλης 1946 – 1949.
Διαφορετικές προσεγγίσεις υπήρχαν ως προς τη μέθοδο με την οποία θα αντιμετωπίζονταν το λαϊκό κίνημα και το ΚΚΕ. Από τμήματα του αστικού πολιτικού κόσμου ο αντικομμουνισμός του «κονσερβοκουτιού» και η συνέχιση των εκτελέσεων και άλλων διώξεων θεωρούνταν εκ των ων ουκ άνευ, ενώ στιγματιζόταν ως «συνοδοιπορία» και η εκλογική συνεργασία με την Αριστερά, που σε διάφορες φάσεις είχαν πραγματοποιήσει κόμματα του «κεντρώου – σοσιαλδημοκρατικού» χώρου.
Ενας από τους πιο αυθεντικούς και εξέχοντες πολιτικούς και πνευματικούς παράγοντες της πλουτοκρατίας και της παράταξής του, της «Δεξιάς», ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, έγραψε ανάμεσα σε άλλα:

«Το Κέντρον, είτε θέλει, είτε δεν θέλει, για να μείνη πιστό στην επιδίωξη του σήμερα πρωταρχικού σκοπού, που είναι η καταπολέμηση του κομμουνισμού, δεν είναι δυνατόν να αποτελή πια μια τρίτη παράταξη. Αποτελεί μια μερίδα, την πιο προοδευτική, την πιο συγχρονισμένη μέσα στο πλαίσιο της εθνικής παράταξης. Μέσα στην οξύτητα του σημερινού αντικομμουνιστικού αγώνα μόνο δύο παρατάξεις χωρούν. Το Κέντρον μπορεί και πρέπει να υπάρχη ως τμήμα της μιας παράταξης, της αντικομμουνιστικής. Διότι στην άλλη βέβαια ούτε τμήματα, ούτε διαφορισμοί επιτρέπονται από τον κομμουνισμό. Μόνο λοιπόν μέσα στην αντικομμουνιστική παράταξη και με αυτούς τους περιωρισμένους διαφορισμούς από τα άλλα τμήματα της παράταξης αυτής νοείται σήμερα το Κέντρον. Υπό άλλην έννοιαν είναι είτε λογικά, είτε πολιτικά, αδιανόητο».(1)

Υπήρχε, ωστόσο, και η εξής επιλογή, όπως εκφράστηκε από την εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» στις 5 του Φλεβάρη 1952: «…το πρόβλημα δεν θα λυθεί με το να τεθεί εκτός νόμου η άκρα Αριστερά. Από αυτάς τας σκέψεις και όχι από προσήλωσιν εις αφελείς ή πονηρούς δογματισμούς περί … υποχρεώσεων της Δημοκρατίας φθάνει κανείς εις αυτό το συμπέρασμα… Θα επιτευχθούν πολύ θετικώτερα αποτελέσματα από τον ασύνετον γενικόν διωγμόν και την παραπομπήν της συνωμοσίας εις το σκότος που είναι το κλίμα της. Επιβάλλεται δηλαδή να τεθεί ο κομμουνισμός όχι εκτός νόμου, αλλά εντός νόμου».
Υπέρ της νομιμοποίησης του ΚΚΕ είχε ταχθεί από τη 10ετία του 1950 και ο Κ. Μητσοτάκης, ενώ ο Νίκος Κιτσίκης σημείωνε: «Ο Βενιζέλος και άλλα κόμματα υποστηρίζουν τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, για να περιοριστεί το ΚΚΕ στις πραγματικές του διαστάσεις… Εβαζαν τη θέση να αποκλεισθούν αυτοί που τους αφαιρέθηκε η ιθαγένεια και να χωριστούν οι μέσα στην Ελλάδα απ’ τους έξω». (2)
Τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ δεν την απέρριπταν ούτε ο Ν. Πλαστήρας ούτε ο Εμμ. Μπακλατζής, εφόσον το ΚΚΕ δεχόταν να τηρεί τους νόμους του κράτους…
Αυτή η διαφοροποιημένη τακτική είχε στόχο τη διαμόρφωση ενός «εθνικού ΚΚΕ», δηλαδή ενός Κόμματος «απαλλαγμένου» από διεθνιστικά «βαρίδια». Επιχειρούσε να αξιοποιήσει σε αυτή την κατεύθυνση και την ΕΔΑ, άλλοτε με απειλές διάλυσής της, αν δεν κόψει το δεσμό της με το ΚΚΕ, άλλοτε με θετικές δημόσιες τοποθετήσεις για το ρόλο της ίδιας και του ΕΑΜ… Σε αυτή την κατεύθυνση κινούνταν και ο Ηλίας Τσιριμώκος.

ΚΕΝΤΡΑ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Ηδη από το 1946 το Παλάτι αποτελούσε ισχυρό κέντρο εξουσίας στο πλαίσιο του αστικού κράτους. Η «αναβάπτισή» του στη λαϊκή ψήφο (δημοψήφισμα 1946), η νίκη της αντίδρασης, η στήριξή του από ΗΠΑ – Βρετανία, καθώς και τα ερείσματα που διέθετε στο Στρατό, το καθιστούσαν σύμβολο της αστικής κυριαρχίας, ενώ είχε και σημαντική παρέμβαση στις πολιτικές εξελίξεις.
Η Μοναρχία, δίχως να είναι καρπός της καπιταλιστικής εξέλιξης, αλλά που είχε επιβιώσει για ιστορικούς λόγους, ως τμήμα του αστικού πολιτικού συστήματος, ήταν φυσικό να συνδέει την πολιτική ισχύ της με τον αυξημένο ρόλο της στη συνδιαμόρφωση των κυβερνήσεων και με την επιρροή της στα αστικά κόμματα. Ομως αυτό την έφερνε πολλές φορές αντιμέτωπη με τα πολιτικά κόμματα ή με μερίδες τους.
Για παράδειγμα, στις εκλογές του 1951, αν και ήρθε πρώτο το κόμμα του Παπάγου, το Παλάτι ανέθεσε το σχηματισμό κυβέρνησης στον Πλαστήρα. Επρόκειτο και για αίτημα των ΗΠΑ, προκειμένου να υλοποιηθούν, από κυβέρνηση σοσιαλδημοκρατικής και «κεντρώας» χροιάς, αποφάσεις όπως η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, η αποστολή στρατού στην Κορέα, η σύσφιξη των σχέσεων με τον Τίτο, η εκτέλεση του Μπελογιάννη κ.ά.

Οι εργαζόμενοι - φραγμός στα σχέδια του φασισμού

Το γεγονός όξυνε τις σχέσεις Ανακτόρων – Παπάγου, που είχαν ήδη ενταθεί περισσότερο από το 1950, όταν τα Ανάκτορα ήθελαν τον Παπάγο πρωθυπουργό σε μεταβατική κυβέρνηση, ο Παπάγος συμφώνησε, όμως ανακάλεσε, γιατί: «Ηθέλησαν να μου στείλουν έτοιμο τον κατάλογο των υπουργών και να αναλάβω ευθύνας για υπουργούς που δεν επέλεξα. Επ’ ουδενί λόγω εδέχθην να συζητήσω μιαν τέτοια λύσιν». (3)
Το θέμα, λοιπόν, ήταν ο έλεγχος του Στρατού. Μέχρι και απόπειρα πραξικοπήματος, που σκόπιμα δεν επικράτησε, πραγματοποίησε ο ΙΔΕΑ (με την καθοδήγηση του Παπάγου όπως λέγεται), το οποίο ο Παπάγος «κατέστειλε», διατάσσοντας (!) τους πραξικοπηματίες να αποσυρθούν από τους χώρους που είχαν καταλάβει (30 προς 31 Μάη 1951), δείχνοντας ότι εκείνος -και όχι το Παλάτι- έχει τη δύναμη στο Στρατό.

Ετσι, όταν ο Παπάγος αποφάσισε να κατεβεί στην πολιτική, δίχως να συνεννοηθεί με το βασιλιά Παύλο, ο τελευταίος διέταξε τη σύλληψη του Παπάγου, που φυσικά δεν πραγματοποιήθηκε. Πρόσχημα αποτέλεσε η στρατιωτική ακόμη ιδιότητα του Παπάγου, που η κάθοδός του στην πολιτική παραβίαζε το στρατιωτικό κανονισμό. Εμεινε παροιμιώδες το: «συλλάβατε τον Στρατάρχην».
Η ύπαρξη του ΙΔΕΑ είχε οδηγήσει σε συγκρούσεις τα Ανάκτορα και αστούς πολιτικούς με τον Παπάγο από το 1949 ακόμη. Οπως είχε δημοσιευτεί στον Τύπο, «τρεις φορές ο βασιλεύς επέστησε την προσοχή του Αρχιστρατήγου για την ύπαρξη του ΙΔΕΑ, αλλά ο Παπάγος αρνιόταν να πάρει οποιοδήποτε μέτρο». (4)
Στο πλαίσιο της διαπάλης για τον έλεγχο στο Στρατό, ο βασιλιάς Παύλος ζήτησε το 1958 από τον Καραμανλή να παραιτηθεί από υπουργός Αμυνας (θέση που είχε μαζί με την πρωθυπουργία) και στη θέση του να τοποθετηθεί ο Σπ. Θεοτόκης, άνθρωπος των Ανακτόρων. Ενώ ο Κ. Καραμανλής άλλαξε το Νοέμβρη του 1959 την ηγεσία του Στρατού, που ήταν ακραιφνώς βασιλική.

Κι ας μην ξεχνάμε, ότι εξαιτίας της σύγκρουσης με το Παλάτι ο Κ. Καραμανλής, λίγο μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη, εγκατέλειψε το 1963 την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Η δολοφονία του Λαμπράκη ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Είχαν προηγηθεί, επιπλέον, οξύτατες διαφωνίες για τις Συνταγματικές αλλαγές που ήθελε να επιφέρει ο Καραμανλής, αλλαγές ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας (κυβέρνησης).
Από τις αρχές ακόμη της 10ετίας του ’50, πρόκυπτε το εξής ζήτημα: Για πόσα χρόνια θα μπορούσε η άρχουσα τάξη να ασκεί την εξουσία της με τις ίδιες ακριβώς δομές και μεθόδους που χρησιμοποίησε στα χρόνια της ένοπλης αντιπαράθεσης και αργότερα; Μέχρι πότε θα μπορούσε να κυριαρχεί με την πιο ωμή τρομοκρατία; Και μέχρι πότε θα επένδυε στο ρόλο των Ανακτόρων ως «πρώτου οχυρού κατά του κομμουνισμού», που σήμαινε ότι στην άσκηση της ενιαίας αστικής εξουσίας η Μοναρχία θα συνέχιζε να κατέχει μερίδιο από το φυσικό φορέα της, που ήταν η κυβέρνηση, διεκδικώντας μάλιστα να έχει το πάνω χέρι;
Ο «Ελληνικός Συναγερμός» – και στη συνέχεια η ΕΡΕ – αποτέλεσε τη βασική πολιτική δύναμη της αστικής τάξης, όταν από το Νοέμβρη του 1952 τελείωσε ο κυβερνητικός ρόλος του «Κέντρου» και ήρθε η ώρα της «Δεξιάς».

Το νέο σχήμα που συσπείρωσε το σύνολο των δεξιών κομμάτων, ανέλαβε την ανασυγκρότηση και την ηγεμονία στην κούρσα της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης, που υπήρξε γοργή.
Διεύρυνε τις συμμαχίες της αστικής τάξης, «τραβώντας» μαζί του μεγάλο ποσοστό των μεσαίων στρωμάτων της αγροτιάς, καθώς και των νέων μεσαίων στρωμάτων που διαμορφώθηκαν στις ειδικές συνθήκες της Κατοχής και μετά (μαυραγορίτες κ.ά.) και από τις ξένες βοήθειες (σχέδιο Μάρσαλ κ.ά.). Επιπλέον, η μεγάλη διεύρυνση του δημόσιου τομέα και ο οικονομικός ρόλος του δημιούργησαν ένα εκτεταμένο στρώμα, που είχε συμβολή στη στήριξη της ΕΡΕ.
Ετσι εξασφαλίστηκε η 11ετής αυτοδύναμη παραμονή της «Δεξιάς» στην κυβερνητική εξουσία (1952 – 1963), φυσικά και με τη βοήθεια των νόθων εκλογικών συστημάτων και της νοθείας και τρομοκρατίας, όπως το 1961.

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ «ΕΝΩΣΗΣ ΚΕΝΤΡΟΥ»

Το ίδιο διάστημα η «κεντρώα» παράταξη ήταν διασπασμένη και περνούσε κρίση στρατηγικής, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποτελέσει εκλογικά αυτοδύναμο εναλλακτικό πόλο για την κυβερνητική εξουσία. Αυτή η αδυναμία έγινε κραυγαλέα στις εκλογές του 1958, από τις οποίες η ΕΔΑ, συμμαχώντας με τμήματα του «Κέντρου, αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση με 24,42% και 79 βουλευτές.
Στην επιφάνεια της κρίσης ήταν διακριτή η διαμάχη Γ. Παπανδρέου – Σοφ. Βενιζέλου, που εμφανιζόταν ως προσωπική. Ορισμένοι νεότεροι (Μητσοτάκης, Μαύρος κ.ά.) είχαν αποστασιοποιηθεί και από τους δύο προηγούμενους, ενώ ο Τσιριμώκος και άλλοι συνεργάζονταν και με την ΕΔΑ.
Ο Βενιζέλος εξέφραζε την άποψη, ότι δεν υπήρχαν περιθώρια για δύο «εθνικόφρονας παρατάξεις» και ότι πρέπει να υπάρξουν συμμαχικές κυβερνήσεις με τη «Δεξιά». Ετσι, βλέπουμε ηγετικές του μερίδες, ενώ διακήρυσσαν την πίστη τους στην ενότητα του Κέντρου, ταυτόχρονα επιδίωκαν το σχηματισμό κεντροδεξιών κυβερνήσεων, θέση που παρέπεμπε ευθέως στη συμμαχία του 1947 – 1949, τότε δηλαδή που συνεργαζόμενα και σε κυβερνητικό επίπεδο τα αστικά κόμματα πολεμούσαν κατά του ΔΣΕ. Ομως αυτή η τακτική δεν είχε προοπτική και όξυνε ακόμη περισσότερο την κρίση στρατηγικής του «Κέντρου».

Ο λαός 70 ημέρες στους δρόμους

Αντίθετα, ο Γ. Παπανδρέου και άλλοι επέμεναν στην ανάγκη να συγκροτηθεί ενιαίο κόμμα του «Κέντρου», που θα κάλυπτε το χώρο μεταξύ ΕΡΕ και ΕΔΑ.
Να σημειωθεί ότι η διαμόρφωση ενός δεύτερου ισχυρού πόλου, που να μπορεί να αντικαταστήσει αυτοδύναμα σε κάποια στιγμή τη «Δεξιά» στην κυβέρνηση, απασχολούσε και την ΕΡΕ και τον Αμερικανικό παράγοντα, όπως αποδείχτηκε πολλές φορές τότε και αργότερα.
Το 1961 είχαν διαμορφωθεί νέα δεδομένα στην εσωτερική και στη διεθνή κατάσταση.
Η Ελλάδα είχε συνδεθεί με την ΕΟΚ. Παράλληλα, η ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας είχε σημαδευτεί από το νέο κύμα των χιλιάδων μεταναστών, από το μαράζωμα νέων ζωνών της υπαίθρου και τη συγκέντρωση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις, όπου «άνθισε» η αντιπαροχή γης και διαμορφώθηκαν οι νέες στρατιές των προλετάριων. Την ίδια περίοδο η φτώχεια και η ανεργία «έσπαζαν κόκαλα».

Η διαμόρφωση του άλλου δικομματικού σκέλους πρόβαλλε ως θεμελιακός όρος για την απορρόφηση της λαϊκής αγανάκτησης και την πιο συμπαγή σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος. Την 19η του Σεπτέμβρη 1961 ιδρύθηκε η «Ενωση Κέντρου».
Η «Ενωση Κέντρου» πρόβαλλε στο προσκήνιο ως πιο διορατικός εκφραστής των συμφερόντων της πλουτοκρατίας σε σχέση με την ΕΡΕ. Αξιοποιώντας δημαγωγικά τις καλύτερες στιγμές του αστικού φιλελευθερισμού, αλλά και ενσωματώνοντας στις διακηρύξεις της αιτήματα της σοσιαλδημοκρατίας για το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας», υποσχόμενη στο λαό ελευθερίες και δικαιώματα, αλλά και μένοντας σταθερή στον αντικομμουνισμό της, η «Ενωση Κέντρου» ήρθε με αξιώσεις να διακόψει την 9χρονη, τότε, παραμονή της «Δεξιάς» στην κυβέρνηση, καυχούμενη ταυτόχρονα, ότι εκείνη αποτελεί το ισχυρό ανάχωμα κατά του κομμουνιστικού κινήματος, με τη φιλοδοξία να το βάλει στο περιθώριο.

ΤΟ «ΚΕΝΤΡΟ» ΣΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ

Στις εκλογές της 3ης του Νοέμβρη 1963 η «Ενωση Κέντρου» επιβλήθηκε της ΕΡΕ, κερδίζοντας τις 138 έδρες από τις 300 της Βουλής. Η ΕΡΕ πήρε τις 132.
Μη μπορώντας να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, η «Ενωση Κέντρου» επιδίωξε δεύτερη εκλογική αναμέτρηση. Στις εκλογές που έγιναν την 16η του Φλεβάρη 1964 κέρδισε 171 έδρες, η ΕΡΕ μαζί με το «Κόμμα των Προοδευτικών» του Σπύρου Μαρκεζίνη 107 έδρες (99 και 8) και η ΕΔΑ 22. (Να σημειωθεί, ότι τότε η ΕΔΑ δεν κατάρτισε συνδυασμούς σε 24 εκλογικές περιφέρειες, ώστε οι ψηφοφόροι της να ψηφίσουν την «Ενωση Κέντρου», για να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, όπως και έγινε)…
Η πολιτική της «Ενωσης Κέντρου» έχει εξυμνηθεί από τους πολιτικούς και άλλους κύκλους του «κεντρώου» χώρου και σε συνέχεια από το ΠΑΣΟΚ. Εχει μάλιστα χαρακτηριστεί ως μικρό φωτεινό διάλειμμα μιας μακριάς σκοτεινής πολιτικής περιόδου.
Η κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου» αύξησε μισθούς και μεροκάματα, ρύθμισε τα αγροτικά χρέη, κατάργησε μια σειρά ψηφίσματα του εμφυλίου πολέμου, έβαλε σε αχρησία τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων στον μεγαλύτερο βαθμό (εξαιρέθηκαν οι δημόσιοι υπάλληλοι) και απέλυσε τους περισσότερους από τους εναπομείναντες πολιτικούς κρατούμενους. Προώθησε ορισμένους εκσυγχρονισμούς και στην εκπαίδευση.

Αυτή ήταν η μια όψη του νομίσματος. Γιατί:

Η «Ενωση Κέντρου» αρνήθηκε να απελευθερώσει όσους πολιτικούς κρατούμενους είχαν καταδικαστεί με το νόμο 375/1936 για κατασκοπεία. Αυτοί αφέθηκαν ελεύθεροι αργότερα, το 1966, από την κυβέρνηση του Στ. Στεφανόπουλου (κυβέρνηση της… «αποστασίας»)! Στο ζήτημα του επαναπατρισμού των πολιτικών προσφύγων η «Ενωση Κέντρου» ακολούθησε την ίδια τακτική με της ΕΡΕ: Την κατά περίπτωση έγκριση των αιτήσεων επαναπατρισμού. Και βεβαίως δεν κατάργησε τους νόμους 375 και 509/1947 (που έθετε εκτός νόμου το ΚΚΕ), ενώ δε θέλησε να αναγνωρίσει ούτε την ΕΑΜική Αντίσταση!
Παράλληλα η κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου» επιχείρησε με την περιβόητη εγκύκλιο 1010 να διαλύσει τη «Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη» στα σχολεία, ενώ απειλούσε προοδευτικούς καθηγητές με απόλυση και τους καλούσε να γίνουν χαφιέδες! Κατά μαρτυρία του Π. Κανελλόπουλου, που δεν διαψεύσθηκε, ο Γ. Παπανδρέου του είχε πει πως εξέταζε το ενδεχόμενο διάλυσης με νόμο γενικά της «Δ. Ν. Λαμπράκη».
Το αίτημα «15% για την Παιδεία», για το οποίο είχαν προηγηθεί σκληροί αγώνες, παραπέμφθηκε από το «Κέντρο» στις καλένδες. Και ο στόχος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης εξυπηρετούσε τα εξής: «Η στρατηγική της οικονομικής απογείωσης και της διαδικασίας εκβιομηχάνισης, με άμεσες επιπτώσεις στις συνθήκες της αγοράς εργασίας, αλλά και οι κοινωνικές μεταβολές που είχαν επέλθει και που διαγράφονταν ραγδαίες, απαιτούσαν αναπροσαρμογή της οργάνωσης της εκπαίδευσης. Η μεταρρύθμιση στην οργάνωση και το περιεχόμενο της παιδείας ανταποκρίνονταν δειλά στις απαραίτητες πια ανάγκες του καπιταλισμού στην Ελλάδα. Η ανάγκη ύπαρξης τεχνικοεπαγγελματικής παιδείας και ένταξης της μάζας των μαθητών σε αυτή, ήταν λειτουργική ανάγκη του καπιταλισμού. Ο περιορισμός της πρόσβασης στην ανώτατη παιδεία ήταν λογική και απαραίτητη συνέπειά της. Για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής δεν αποτελεί η παιδεία γενικό αγαθό και ανάγκη για όλους, αλλά μηχανισμό αναπαραγωγής και σταθεροποίησης των ταξικών σχέσεων. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του ‘64 αποσκοπούσε στην αναπροσαρμογή αυτού του μηχανισμού στις σύγχρονες ανάγκες του καπιταλισμού». (5) Και να σκεφθεί κανείς, ότι αυτά ακριβώς κατηγορήθηκαν, δημαγωγικά, από την ΕΡΕ και τον Τύπο της, ως «κομμουνιστική διείσδυση» στα σχολεία.

Αποτύπωση των κινητοποιήσεων από την εφημερίδα "Αυγή"

Αυτή είναι η πραγματικότητα. Ας προστεθεί ακόμη, όσον αφορά στα πεπραγμένα της «Ενωσης Κέντρου», ότι την προβοκάτσια στον Γοργοπόταμο, όπου βρήκαν το θάνατο 13 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 39, ο Γ. Παπανδρέου τη χαρακτήρισε ατύχημα!!
Αλλά εκεί που η «Ενωση Κέντρου» κυριολεκτικά αθέτησε κάθε προεκλογική υπόσχεση, ήταν ο Στρατός και τα Σώματα Ασφαλείας. Στην ουσία δεν αποτόλμησε ούτε πέτρα να κινήσει. Ο ΙΔΕΑ και οι φιλοβασιλικοί παρέμειναν ακλόνητοι στις θέσεις τους συνωμοτώντας και προκαλώντας ανοιχτά.
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού, μιλώντας στη Βουλή για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης Παπανδρέου την 3η του Απρίλη 1964, έλεγε: «…ερρίφθησαν ωρισμένα συνθήματα και αιτήματα και από τα συνθήματα αυτά ανεμένοντο μέτρα, αλλά δυστυχώς είδομεν ημίμετρα και άλλα από τα συνθήματα αυτά εγκαταλείπονται και άλλα κολοβώνονται. Εφθάσαμεν εις έναν μηρυκασμόν του παρελθόντος».(6) Περίμενε περισσότερα από την κυβέρνηση, όπως θα δούμε και στη συνέχεια.

ΣΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Το βράδυ της Πέμπτης 15 του Ιούλη 1965 ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου πήγε στα Ανάκτορα και υπέβαλε την παραίτησή του στον βασιλιά Κωνσταντίνο.
Η παραίτηση ήταν το αποτέλεσμα της ρήξης ανάμεσα στην κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου» και στο Παλάτι, εξαιτίας της άρνησης του βασιλιά να υπογράψει το Βασιλικό Διάταγμα ανάληψης του υπουργείου Εθνικής Αμυνας από τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Είχε προηγηθεί η γνωστή προβοκάτσια στον Εβρο με πρωταγωνιστή τον Γ. Παπαδόπουλο, το μετέπειτα αρχηγό της δικτατορίας. Ο Γ. Παπανδρέου δεν τιμώρησε τον Γ. Παπαδόπουλο, αν και είχε αποδειχθεί ότι ο ίδιος προκάλεσε το σαμποτάζ στα 3 στρατιωτικά αυτοκίνητα και όχι οι στρατιώτες Π. Μπέκιος και Κ. Ματάτης, οι οποίοι είχαν «ομολογήσει», μετά από φριχτά βασανιστήρια, ότι υποκινούντο από το ΚΚΕ! Ο Παπανδρέου έδωσε εντολή να μπει η υπόθεση στο Αρχείο!…

Μετά την προβοκάτσια του Παπαδόπουλου ο Παπανδρέου αποφάσισε να αντικαταστήσει τον υπουργό Εθνικής Αμυνας Πέτρο Γαρουφαλιά. Ωστόσο, παρά την απόφαση του Γ. Παπανδρέου, ο Γαρουφαλιάς δεν παραιτήθηκε! «Καλούσε βουλευτές της Ενωσης Κέντρου και τους βολιδοσκοπούσε αν θα τον ενέκριναν για πρωθυπουργό. Είχε τότε σιγουρευτεί πως θα ήταν δυνατό να γίνει πρωθυπουργός και είχε πάρει τόσο θάρρος, ώστε τους καλούσε και στο ίδιο το γραφείο του στο υπουργείο».(7) Ο Κωνσταντίνος επέμενε να παραμείνει υπουργός ο Πέτρος Γαρουφαλιάς ή να αναλάβει κάποιο άλλο στέλεχος του «Κέντρου», όχι όμως ο πρωθυπουργός. Το επιχείρημα που προβλήθηκε από το Παλάτι, ως αιτιολόγηση της άρνησης, ήταν, πως ο πρωθυπουργός κινδύνευε να εκτεθεί από ηθική άποψη, επειδή θα αναλάμβανε προϊστάμενος ενός υπουργείου, στη δικαιοδοσία του οποίου βρισκόταν η επόπτευση των ανακρίσεων για την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ». Και όπως είναι γνωστό, στην υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» είχε εμπλακεί το όνομα του Ανδρέα Παπανδρέου, γιου του πρωθυπουργού και αναπληρωτή υπουργού Συντονισμού, και μάλιστα ως επικεφαλής αυτής της κίνησης στο Στρατό. Στην ουσία ο Κωνσταντίνος υπαινισσόταν ότι ο πατέρας Παπανδρέου θα κουκούλωνε την υπόθεση.

Ο Γ. Παπανδρέου αρνήθηκε να είναι «πρωθυπουργός υπό απαγόρευσιν» ή «ένας εξηυτελισμένος πρωθυπουργός», όπως είπε.
Ετσι ο λαός είδε να παραιτείται ο πρωθυπουργός – μαζί και η κυβέρνησή του – επειδή ο Κωνσταντίνος δε δεχόταν να είναι ο πρωθυπουργός και υπουργός Εθνικής Αμυνας! Και σε συνέχεια, αφού παραιτήθηκε, κάλεσε το λαό να στηρίξει το νέο «ανένδοτο» αγώνα!…
Την ίδια ώρα ο Κωνσταντίνος διόρισε πρωθυπουργό τον πρόεδρο της Βουλής και ακαδημαϊκό Γεώργιο Αθανασιάδη – Νόβα, στον οποίο έδωσε την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση. Η νέα κυβέρνηση ορκίστηκε το βράδυ της 16ης του Ιούλη και στις 5 Αυγούστου καταψηφίστηκε από τη Βουλή.
Υπέρ της κυβέρνησης Νόβα ψήφισαν 131 βουλευτές (98 της ΕΡΕ, 24 «αποστάτες» του «Κέντρου», ο Γαρουφαλιάς που είχε διαγραφτεί από το «Κέντρο» και 8 του «Κόμματος των Προοδευτικών»). Κατά της κυβέρνησης ψήφισαν 167 (145 του «Κέντρου» και οι 22 της ΕΔΑ).

Είχαν προηγηθεί μεγάλες λαϊκές συγκεντρώσεις. Σε εκείνη της 21ης του Ιούλη δολοφονήθηκε από την Αστυνομία ο φοιτητής της ΑΣΟΕΕ Σωτήρης Πέτρουλας, ενώ υπήρχαν και πολλοί τραυματίες.
Το μεσημέρι της 18ης Αυγούστου 1965 ο βασιλιάς ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Ηλία Τσιριμώκο, επίσης στέλεχος του «Κέντρου». Δύο 24ωρα μετά η κυβέρνηση Τσιριμώκου ορκίστηκε και στις 28 του Αυγούστου καταψηφίστηκε από τη Βουλή. Υπέρ της κυβέρνησης Τσιριμώκου ψήφισαν 135 βουλευτές (98 της ΕΡΕ, ο Γαρουφαλιάς και 36 «αποστάτες» του «Κέντρου»). Κατά ψήφισαν 159 (134 του «Κέντρου», οι 22 της ΕΔΑ και 3 του «Κόμματος Προοδευτικών»).
Στις 17 του Σεπτέμβρη πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ο Στέφανος Στεφανόπουλος της «Ενωσης Κέντρου». Και στις 25 του μήνα υπερψηφίστηκε από τη Βουλή με ψήφους 152 υπέρ (οι 99 της ΕΡΕ, οι 8 του «Κόμματος των Προοδευτικών», ο Γαρουφαλιάς και 41 «αποστάτες»). Κατά, ψήφισαν οι 126 εναπομείναντες της «Ενωσης Κέντρου» και οι 22 της ΕΔΑ.

1-1-4

Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου «έζησε» μέχρι τις 20 του Δεκέμβρη 1966. Την αντικατέστησε στις 22 του μήνα, η κυβέρνηση Ιωάννη Παρασκευόπουλου (προέδρου της Εθνικής Τράπεζας), που ήρθε στην κυβερνητική εξουσία μετά από συμφωνία (υπογράφτηκε μνημόνιο) Γεωργίου Παπανδρέου – Παναγιώτη Κανελλόπουλου – Ανακτόρων, με την υποστήριξη και των εκδοτών Χρήστου Λαμπράκη (8) και Ελένης Βλάχου.(9) Η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου πήρε ψήφο από τη Βουλή στις 14 του Γενάρη 1967. Την ψήφισε και η «ομάδα του Ανδρέα Παπανδρέου», παρότι διαφωνούσε με τις συγκεκριμένες επαφές και αποφάσεις του πατέρα του.
Στις 30 του Μάρτη η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου ανατράπηκε από την ΕΡΕ και στις 3 του Απρίλη 1967 ο Π. Κανελλόπουλος σχημάτισε αμιγή κυβέρνηση της ΕΡΕ, που θα οδηγούσε σε κοινοβουλευτικές εκλογές. Οι εκλογές προκηρύχθηκαν για τις 28 του Μάη 1967. Δεν έγιναν, γιατί στις 21 του Απρίλη πραγματοποιήθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα και εγκαθιδρύθηκε η δικτατορία (1967 – 1974).

ΑΙΤΙΕΣ

Εχουν υποστηριχτεί διάφορες απόψεις για τις αιτίες που οδήγησαν στα «Ιουλιανά», ενώ ορισμένοι μελετητές δικαίως υπογραμμίζουν πως το θέμα δεν έχει ερευνηθεί ακόμη ολοκληρωμένα και ότι είναι πιθανό νέα άγνωστα στοιχεία να προσθέσουν στο μέλλον και άλλες πλευρές. Ωστόσο, με τα δεδομένα που υπάρχουν μπορούμε να οδηγηθούμε σε μια σειρά βασικά συμπεράσματα.
Το διεθνές πολιτικό κλίμα σφραγιζόταν από τη συνολική αντιπαράθεση σοσιαλισμού – καπιταλισμού, με αιχμές το χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, καθώς και το Βιετνάμ. Τα ενδιαφέροντα και των δύο πλευρών στην περιοχή μας εστιάζονταν ιδιαίτερα στην Κύπρο και στις σχέσεις Αραβικών κρατών – Ισραήλ, που είχαν ενταθεί εξαιρετικά και δύο χρόνια αργότερα οδήγησαν στον πόλεμο των 6 ημερών μεταξύ Αιγύπτου – Ισραήλ.
Στο εσωτερικό συνεχίζονταν έντονα οι πιο ακραίες αντικομμουνιστικές φωνές, που κυρίως εκπορεύονταν από το Παλάτι, την ΕΡΕ και το φιλικό της Τύπο, από την Πρεσβεία των ΗΠΑ και τις υπηρεσίες τους, βεβαίως και από το χώρο του Στρατού.

Η υπερβολή και οι φανερές προβοκάτσιες οργίαζαν. Ο Ανδρέας Παπανδρέου χαρακτηριζόταν ως «ο νέος Κερένσκι»! Στους «Λαμπράκηδες» και γενικά στην ΕΔΑ αποδίδονταν σχέδια ένοπλης κατάληψης της εξουσίας! Ο «από Βορράν κίνδυνος» βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη. Ομάδες «αντιφρονούντων πολιτών» έκαναν τακτική την παρουσία τους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι οι ΗΠΑ εκείνο το διάστημα είχαν ειδικούς λόγους αυτό το κλίμα να διατηρείται και να φουντώνει. Από τα κύρια προβλήματα (αν όχι το κύριο) που τις απασχολούσε να λυθούν ήταν το Κυπριακό.
Η κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου» είχε έρθει σε αντίθεση με τις ΗΠΑ για το Κυπριακό. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ελληνική κυβέρνηση ερχόταν σε προστριβή με τις ΗΠΑ για το ανοιχτό αυτό θέμα. Από ένα σημείο και έπειτα οι ΗΠΑ είχαν αλλάξει τα σχέδιά τους για την Κύπρο. Δεν υιοθετούσαν πια το αίτημα όλων των ελληνικών κυβερνήσεων για «ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα». Ηθελαν λύση ΝΑΤΟϊκή.

Κατά τη συνάντηση με τον πρόεδρο Λύντον Τζόνσον στην Ουάσιγκτον, που απειλούσε και με ελληνοτουρκικό πόλεμο, ο Γ. Παπανδρέου αρνήθηκε να δεχθεί συνομιλίες με την Τουρκία στη βάση του Αμερικανικού «σχεδίου Ατσεσον», που πρόβλεπε μορφή διχοτόμησης της Κύπρου. Το «σχέδιο Ατσεσον» ο Γ. Παπανδρέου αρχικά το είχε αποδεχθεί, όπως είχε αποδεχθεί και τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, αλλά προσέκρουσε στη σθεναρή άρνηση του Μακάριου. Η στάση, που τότε κρατούσε ο Μακάριος, σε συνδυασμό με τη στενή συνεργασία του με τη Σοβιετική κυβέρνηση, που τον υποστήριζε, αποτελούσε έκφραση των επιδιώξεων της αστικής τάξης της Κύπρου να ασκήσει αυτόνομη πολιτική στην περιοχή μέσω της ισχυροποίησης και ανεξαρτητοποίησης του Κυπριακού έθνους. Αυτό ακριβώς οδηγούσε και στην απόρριψη και της ΝΑΤΟϊκής λύσης της Κυπριακής «ανεξαρτησίας» και στη λύση της διπλής ένωσης.
Καταλαβαίνοντας, λοιπόν, ο Γ. Παπανδρέου, ότι η αποδοχή του «σχεδίου» θα σήμαινε πολιτική αυτοκτονία, άλλαξε θέση. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση Παπανδρέου έστειλε στην Κύπρο μια μεραρχία στρατού, γεγονός που όξυνε περισσότερο τις σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ – Τουρκία.

Από την άλλη, δεν ήταν αρεστές και ορισμένες θέσεις που εξέφραζε ο Α. Παπανδρέου, οι οποίες θεωρήθηκαν πολύ προχωρημένες για τα τότε δεδομένα, κυρίως τα διεθνή («η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες» κ.ά.). (Δεν είχε φτάσει η στιγμή που η αστική τάξη θα επέβαλε την αναβάθμισή της στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, «απολακτίζοντας» την από τον εμφύλιο αναγκαστική «κηδεμονία» των ΗΠΑ στην από κοινού χάραξη της αστικής πολιτικής. Αυτός ακριβώς ο στόχος, μέσα από διαπάλη, ήταν το περιεχόμενο του «αντιαμερικανισμού» του Α. Παπανδρέου, που αργότερα υλοποιήθηκε πρωταρχικά από τον Κ. Καραμανλή και στη συνέχεια από το ΠΑΣΟΚ. Και ναι μεν η θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα παρέμενε κατά πολύ υποδεέστερη σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, με όσες συνέπειες είχε και έχει αυτό, ωστόσο η εγχώρια αστική τάξη σαφώς αυτονομήθηκε και στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ).
Κατά συνέπεια οι εξελίξεις υποχρέωναν και την κυβέρνηση των ΗΠΑ να εγκαταλείψει την τακτική υποστήριξης του «Κέντρου», επιστρέφοντας στην τακτική της υπονόμευσής του και της υποστήριξης της «Δεξιάς». Αλλά τώρα έβγαινε στην επιφάνεια και μια ακόμη εφεδρεία, για την περίπτωση που τα πράγματα δε θα έπαιρναν τον καλύτερο δρόμο για τα αστικά συμφέροντα: Ο Στρατός.

Ο Γ. Παπανδρέου ήρθε σε σύγκρουση με το Παλάτι, αν και κάτι τέτοιο δεν ήταν στις συνήθειές του. Και εξάλλου, ο ίδιος είχε διορίσει υπουργό Αμυνας το Γαρουφαλιά, γνωρίζοντας πολύ καλά πως αυτή ήταν η επιθυμία των Ανακτόρων.
Βεβαίως, ας μη θεωρηθεί ότι ο Γ. Παπανδρέου είχε αποφασίσει να τα «σπάσει» με το Παλάτι. Και μόνο το γεγονός ότι υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησής του και δεν έδειξε αποφασιστικότητα απέναντι στη βασιλική πρόκληση, έδειχνε τις προθέσεις και το βαθμό της αντίθεσής του. Επίσης, και τα γεγονότα που ακολούθησαν καταρρίπτουν την εκδοχή της σύγκρουσης μέχρι το τέλος. Γιατί λίγο καιρό αργότερα ο Γ. Παπανδρέου τα βρήκε και με τον Κωνσταντίνο και με τον Κανελλόπουλο, όπως προαναφέρθηκε.
Από την άλλη, προχωρώντας στη ρήξη, ασφαλώς και γνώριζε ότι τα Ανάκτορα θα έδιναν τη μάχη από θέση ισχύος. Τα Ανάκτορα αντλούσαν ένα μεγάλο μέρος της δύναμής τους από το γεγονός ότι κανένα κόμμα στην περίοδο των συγκρούσεων δεν έθετε πολιτειακό ζήτημα, ενώ ήταν γνωστό ότι η «Ενωση Κέντρου» κάθε άλλο παρά είχε ομοιογένεια. Ενας αριθμός στελεχών της έβλεπε θετικά το βασιλικό θεσμό και αρκετούς χαρακτήριζαν οι δεσμοί μαζί του, ενώ δεν έλειπαν και οι καιροσκόποι.

Γνώριζε ακόμη ο Γ. Παπανδρέου, πως και ο Καραμανλής ακόμη δεν είχε κατορθώσει να υπερισχύσει. Η σύγκρουση του Καραμανλή με τα Ανάκτορα για τις βασιλικές σπατάλες ήταν η πρόφαση. Το ουσιώδες ήταν εκείνο που εκφράστηκε με τη φράση, «ποιος επιτέλους κυβερνά αυτό τον τόπο»; (αν ειπώθηκε κατά λέξη ή όχι, δεν έχει σημασία, ισχύει το πνεύμα της φράσης). Πρόφαση ήταν επίσης, και η άρνηση του Καραμανλή να ταξιδέψει η Φρειδερίκη στο Λονδίνο, για να παρευρεθεί στο γάμο της πριγκίπισσας Αλεξάνδρας του Κεντ. Πρόβαλλε ως λόγο το να αποφύγει εκδηλώσεις εναντίον της, όπως το προηγούμενο περιστατικό με την Μπέττυ Αμπατιέλου. (Πρόκειται για διαδήλωση στο Λονδίνο, όπου οι διαδηλωτές περίμεναν τη Φρειδερίκη και την αιφνιδίασαν έξω από το ξενοδοχείο Κλάριτζ, για να της δώσουν υπόμνημα για την αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα).
Οπως και να είναι, οι εξελίξεις έκαναν καθαρό πως η κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου» δεν μπορούσε πια να πορευθεί έχοντας επικεφαλής του τόσο νευραλγικού υπουργείου έναν άνθρωπο που υπονόμευε την κυβερνητική πολιτική.

Το καίριο ζήτημα επομένως ήταν και πάλι ο Στρατός. Ποιος θα τον ελέγχει. Στις επιστολές που απέστειλαν (3 ο Κωνσταντίνος προς Γ. Παπανδρέου και 2 ο δεύτερος προς τον πρώτο) το θέμα «Στρατός» τίθεται καθαρά. Εγραψε ο Γ. Παπανδρέου στην πρώτη απαντητική επιστολή του προς τον Γκλύξμπουργκ: «9. Καθώς εκ των ανωτέρω συνάγεται, υφίσταται πράγματι θέμα λειτουργίας του δημοκρατικού μας Πολιτεύματος. Εις την λαοπρόβλητον κυβέρνησιν ανήκει η πλήρης εξουσία εις όλους τους τομείς του Κράτους. Δεν αποτελεί το Υπουργείον Εθνικής Αμύνης στεγανόν διαμέρισμα, εξαιρούμενον της εξουσίας της Κυβερνήσεως». (10)
Οι εξελίξεις έθεταν ζήτημα αποφασιστικής αντιπαράθεσης με τα Ανάκτορα. Από την άλλη, ο Γ. Παπανδρέου και συνολικά η ηγεσία της «Ενωσης Κέντρου» ούτε που διανοούνταν τέτοιο πράγμα. Ηρθαν σε σύγκρουση με το Παλάτι, αλλά πάντα μέσα στα όρια του πολιτεύματος. Οντας μέσα σε αυτή την αντίφαση, έκαναν ένα βήμα μπροστά και ένα πίσω.
Στα «Ιουλιανά» ο Γ. Παπανδρέου εξέφραζε επιγραμματικά τον πυρήνα της σύγκρουσης: «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπον; Ο βασιλεύς ή ο λαός; Στο πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας ο βασιλεύς βασιλεύει και ο λαός κυβερνά μέσω των νομίμως εκλεγομένων εκπροσώπων του». Και στη συνέχεια επικαλούνταν το Σύνταγμα, που όριζε «το ανεύθυνον του Ανωτάτου Αρχοντος».

Οι «αποστάτες» από την πλευρά τους ισχυρίστηκαν, ότι συγκρούστηκαν με τον Γ. Παπανδρέου και στήριξαν κεντροδεξιές κυβερνήσεις, επειδή ήθελαν να αποτρέψουν ανώμαλες εξελίξεις. Οπως έλεγαν, εκεί οδηγούσε η σύγκρουση των Παπανδρέου με το Παλάτι.
Δεν υπάρχει δεύτερη γνώμη, ότι για την «αποστασία» χρησιμοποιήθηκαν και άφθονο χρήμα και προσφορά αξιωμάτων. Οπως και δεν χωρεί αμφιβολία, ότι η πράξη τους ερμηνεύθηκε ως πολιτική παρασπονδία απέναντι στο κόμμα τους και στους ψηφοφόρους του.
Οι «αποστάτες» ενεργήσανε με συνέπεια, όσο αφορά στην υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων που εξέφραζαν και που εκείνη τη στιγμή πίστευαν ότι έπρεπε να τα υπερασπίσουν με το συγκεκριμένο τρόπο. Γι’ αυτό ακριβώς ο χαρακτηρισμός «αποστάτες» δεν αποδίδει την πραγματικότητα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά επιπλέον φορτίστηκε συναισθηματικά από το «Κέντρο» και το ΠΑΣΟΚ και παράλληλα συσκοτίστηκε έντεχνα η ουσία της πράξης των «αποστατών», για να κρυφτεί ο εξίσου βαθιά ταξικός χαρακτήρας της «Ενωσης Κέντρου» και η πολιτική της, όπως και του ΠΑΣΟΚ αργότερα.

Τόσο το «Κέντρο» όσο και το ΠΑΣΟΚ αποσιώπησαν ότι το φαινόμενο της λεγόμενης «αποστασίας» κάθε άλλο παρά πρωτοφανές ήταν. Και μάλιστα, ότι από τους πρώτους διδάξαντες μετά τον πόλεμο ήταν ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου, ο οποίος στις εκλογές του 1952 συνεργάστηκε με τον «Ελληνικό Συναγερμό» του Παπάγου, παίρνοντας μαζί του και άλλους φίλους του βουλευτές.
Η μεταπήδησή τους δεν ήταν η μόνη. Τότε ακριβώς 35 πρώην υπουργοί και βουλευτές του «φιλελεύθερου» χώρου τάχθηκαν με τον Παπάγο. Βασικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το Συγκρότημα Λαμπράκη, που ταυτόχρονα επιτίθονταν στο «Κέντρο», επειδή δεχόταν στους συνδυασμούς του παράγοντες της «Δεξιάς»… Ενώ το 1958 οι Γ. Ράλλης και Παν. Παπαληγούρας, μαζί με άλλους 13 βουλευτές της ΕΡΕ «έριξαν» την κυβέρνηση Καραμανλή, που προχώρησε σε πρόωρες εκλογές.
Ωστόσο, τα τότε γεγονότα φρόντισαν όλοι οι παράγοντες του ΠΑΣΟΚ και του «Κέντρου» να ξεχαστούν…

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ 70 ΗΜΕΡΩΝ – Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΔΑ

Οι μαζικές λαϊκές αντιδράσεις στο βασιλικό πραξικόπημα με την πάροδο των ημερών έφθιναν και σε κάποια στιγμή σταμάτησαν, όταν η κυβέρνηση σταθεροποιήθηκε.
Το κίνημα των 70 ημερών (16/7 – 25/9) ήταν μια λαϊκή έξαρση, που, αν και χρωματίστηκε από την ηρωική και επίμονη δράση πλατιών μαζών, δεν έβγαινε από τα Συνταγματικώς οριζόμενα.
Το ζήτημα πρέπει να εξετασθεί αντικειμενικά, παραμερίζοντας από το οπτικό πεδίο της έρευνας τη συναισθηματική αχλύ που δημιούργησε το χυμένο αίμα και η αυταπάρνηση, και που περιβάλλει εξ αντικειμένου γεγονότα τα οποία σημάδεψαν μια ιστορική στιγμή.
Το πολιτικό στίγμα της σύγκρουσης δεν μπορεί να αναζητηθεί έξω από τα συνθήματα που κυριάρχησαν στις συνεχείς μεγάλες και μικρές διαδηλώσεις της εποχής, καθώς και έξω από τις επιδιώξεις των πολιτικών κομμάτων που οργάνωσαν τις κινητοποιήσεις και συμμετείχαν σε αυτές (ΕΔΑ, «Ενωση Κέντρου»).
Τη σφραγίδα σε εκείνα τα γεγονότα την έβαλαν τα κυρίαρχα συνθήματα: «114», «Κάτω οι αυλόδουλοι», «Δημοκρατία», «Παπανδρέου», «Προδότες», «Μητσοτάκη κάθαρμα», «αποσταCIA», «κάτω η Χούντα» κ.ά. Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε και η σάτιρα, που έβγαλε πολύ γέλιο, στη σκιτσογραφία και στις επιθεωρήσεις.

Σε αυτή τη βάση ο Γ. Παπανδρέου χρησιμοποίησε το λαϊκό κίνημα: «Ο Ανσουτζ ρώτησε τον Παπανδρέου αν θα συνέχιζε να ασκεί πίεση εναντίον της κυβέρνησης Στεφανόπουλου και να επιδιώκει την ανατροπή της. Ο Γ. Παπανδρέου τον διέκοψε, λέγοντας πως δεν ασκεί πίεση, απλώς καλεί τον κόσμο να διαδηλώσει»!…(11) Υπήρχαν, βεβαίως, και συνθήματα, όπως «έξω οι Αμερικανοί», «Κάτω η μοναρχία», «παρ’ τη μάνα σου και μπρος», σαφώς πιο προωθημένα από τα προηγούμενα, που φωνάζονταν κυρίως από δυνάμεις της «νεολαίας Λαμπράκη».
Η ηγεσία της ΕΔΑ δεν έβλεπε άλλη διέξοδο για το λαό από την αναφανδόν υποστήριξη της «Ενωσης Κέντρου». Συμπαρατάχθηκε μαζί της σε όλα τα επίπεδα. Οπως γράφτηκε: «Οσο για την ΕΔΑ, κατά τη διάρκεια της κρίσης αυτής δεν έπαψε ποτέ να ρίχνει τις είκοσι δύο βουλευτικές ψήφους της από την ίδια μεριά της πλάστιγγας με τους βουλευτές που έμεναν πιστοί στον Γ. Παπανδρέου». (12) Την 16η του Φλεβάρη 1964 η ηγεσία της ΕΔΑ τη θεωρούσε μια μεγάλη χρονολογία στη ζωή του τόπου, που «μπορούσε να ανοίξει το δρόμο προς την αλλαγή, προς την πρόοδο και το μεγαλείο της πατρίδος και του λαού». (13) Ο ίδιος έγραψε στο περιοδικό «Ελληνική Αριστερά», Αύγουστος 1965: «Αντίθετα από τους εχθρούς και τους υβριστές της λαϊκής κυριαρχίας, οι σύγχρονες αντιλήψεις για τη δημοκρατία θεωρούν ότι το κοινοβουλευτικό σύστημα, χωρίς αυτόματα να διασφαλίζη τις δημοκρατικές λύσεις προς το συμφέρον των πλατειών εργαζομένων μαζών, παρέχει το πλαίσιο μέσα στο οποίο είναι δυνατή η ανάπτυξη της πάλης για την πραγματική επικράτηση του Λαού και τη δυνατότητα για το ειρηνικό πέρασμα σε κοινωνικά δικαιότερες, σύμφωνες με το συμφέρον του Λαού, μορφές και θεσμούς κρατικής οργανώσεως και λειτουργίας. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση προς τούτο είναι η αναγόρευση του Λαού σε άμεσο ενεργό παράγοντα του πολιτεύματος».

Στρατηγική γραμμή της ΕΔΑ ήταν η πολιτική της συνεργασίας των δημοκρατικών δυνάμεων, για το προχώρημα της οποίας απωθούνταν σε δεύτερη μοίρα ακόμη και η κριτική προς το «Κέντρο» για τη μη τήρηση των προεκλογικών του δεσμεύσεων. Επιπλέον, για να μη… δυσκολεύει τα πράγματα, η ηγεσία της ΕΔΑ έθετε τελείως απαλά το θέμα της νομιμοποίησης του ΚΚΕ, δεν το πάλευε, ενώ θεωρούσε «μαξιμαλιστική» και «αριστερίστικη» την πάλη για την ντε φάκτο επιβολή της νομιμοποίησης του ΚΚΕ.
Ετσι, η μόνη «προοπτική» που απέμενε στο λαό, ήταν εκείνη που επαφιόταν στους χειρισμούς της ηγεσίας του «Κέντρου».

Στο ίδιο θέμα τοποθετήθηκε αργότερα ο Ανδρέας Παπανδρέου. Εγραψε: «Η ΕΔΑ, που έπρεπε να είχε επωφεληθεί από τη διάσπαση του κόμματός μας, δεν ωφελήθηκε καθόλου. Αντίθετα, έχασε μερικούς από τους οπαδούς της, που εντάχθηκαν στις αναπτυσσόμενες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς στα πλαίσια της Ενωσης Κέντρου. Η ηγεσία της ΕΔΑ ήταν απόλυτα ενήμερη γι’ αυτή τη διάβρωση που είχε υποστεί το κόμμα της και η γνώση αυτή επηρέασε την τακτική της. Το πολιτικό πρόγραμμα της ΕΔΑ, μετά από λεπτομερειακή επεξεργασία, ήταν στην ουσία του σχεδόν απαράλλαχτο με το δικό μας. Η μόνη σημαντική διαφορά ανάμεσα στα προγράμματά μας αναφερόταν στη συμμετοχή μας στο ΝΑΤΟ. Αλλά και σ’ αυτό το θέμα η ΕΔΑ υιοθέτησε μαλακή, προσεκτικά διατυπωμένη γραμμή. …Η απροθυμία μας να αποτελέσομε μαζί της λαϊκό μέτωπο ήταν (κυρίως) πως δεν είχαμε ανάγκη να συνεργασθούμε με την ΕΔΑ, ούτε με κανένα άλλο κόμμα για να πετύχουμε απόλυτη πλειοψηφία στις εκλογές». (14) Πολιτικός στόχος της ΕΔΑ ήταν η «εθνική δημοκρατική αλλαγή», που θα πραγματοποιούνταν «μόνο με μια αγωνιστική πολιτική πατριωτικής συνεργασίας». (15) Στις δυνάμεις της πατριωτικής συνεργασίας περιλάμβανε και την «εθνική αστική τάξη», ενώ ως περιεχόμενο «της αλλαγής» προσδιόριζε «μέτρα στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο, που θα εξασφαλίζουν την κίνησή του προς τα εμπρός σύμφωνα με τη θέληση της πλειοψηφίας του Λαού».(16)

Η απόφαση του Συνεδρίου συνέχιζε: «Αυτή η σαφής προοπτική της ΕΔΑ επιβεβαιώνει την πίστη της στις δημοκρατικές μεθόδους. Υπογραμμίζει – όπως εξάλλου όλη η ιστορία της – το σεβασμό και την εμμονή της στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, εναντίον των οποίων από ποικίλες πλευρές εκδηλώνονται επιβουλές». (17)
Βεβαίως, αυτή η γραμμή δεν ήταν μόνο της ΕΔΑ. Ηταν πρωταρχικά του ΚΚΕ. Παράλληλα το ΚΚΕ είχε παραιτηθεί από το καθήκον της δημιουργίας κομματικών οργανώσεων, αφού προηγουμένως είχε διαλύσει όσες υπήρχαν και τα μέλη τους είχαν ενταχθεί στην ΕΔΑ (Απόφαση 8ης ολομέλειας της ΚΕ – 1958). Παράλληλα η ΕΔΑ έπαψε να αποτελεί συνασπισμό κομμάτων και μετατράπηκε σε ενιαίο κόμμα, στην πράξη από το 1956. Συγκεκριμένα η 8η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ υπογράμμιζε: «Οι κομμουνιστές και οι συμπαθούντες πρέπει να μπουν στην ΕΔΑ για να δουλέψουν μέσα στις γραμμές της, για να τη μετατρέψουν σε μαζικό κόμμα, ικανό να οργανώσει τις δυνάμεις και να καθοδηγήσει τον αγώνα της εργατικής τάξης, της αγροτιάς, και των άλλων εργαζομένων στρωμάτων. Δεν πρέπει να επιδιώξουμε να οργανωθούνε οι κομμουνιστές ιδιαίτερα μέσα στην ΕΔΑ, γιατί αυτό θα μπορούσε να διευκολύνει τα χτυπήματα της Ασφάλειας ενάντια στους κομμουνιστές και θα έβαζε σε κίνδυνο την ίδια τη νόμιμη ύπαρξη της ΕΔΑ (…). Η ΕΔΑ είναι ενιαίο κόμμα, με πλατύ όμως χαρακτήρα». (18)

Μπορούμε να υποστηρίξουμε, ότι και τα πιο προχωρημένα συνθήματα και διαθέσεις της περιόδου των «Ιουλιανών» εξέφραζαν ως προοπτική το πολίτευμα που εγκαθιδρύθηκε αργότερα με τη συμβολή της ΝΔ και των «Κέντρου» – ΠΑΣΟΚ. Και πρέπει να επισημάνουμε, ότι η ίδρυση και η ανάπτυξη του ΠΑΣΟΚ πήγασε από τα χρόνια εκείνα, τότε δηλαδή που: Οι Παπανδρέου λατρεύτηκαν και πλατιές λαϊκές μάζες, σε αυτές και ένα τμήμα της Αριστεράς, είδαν τα όνειρά τους να παίρνουν σάρκα και οστά στον αστικό εκσυγχρονισμό που εξέφραζε το «Κέντρο» και κυρίως η «αριστερή» του πτέρυγα υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Οι εξελίξεις των χρόνων 1965-1966 είχαν στρώσει το δρόμο στην επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας. Οι 4 διαλέξεις του διακεκριμένου θεωρητικού της Σάββα Κωνσταντόπουλου στο «Χίλτον», το Μάρτη του 1966, την είχαν προαναγγείλει. Ηταν σαφέστατες ως προς αυτό που ετοιμαζόταν και επρόκειτο να ακολουθήσει. Και βεβαίως τα πράγματα εξελίχθηκαν, όπως «προφήτεψε» ο θεωρητικός της, ο οποίος, κλείνοντας την 4η διάλεξη έλεγε: «Είναι η στιγμή να αναλάβει ο καθένας την ευθύνη του. Αν πέση η Δημοκρατία, δεν θα υπάρξουν νικητές και ηττημένοι. Θα είμαστε όλοι ηττημένοι. Θα έχουμε αποδείξει, λαός και πολιτικοί ηγέτες, ότι δεν είμαστε άξιοι και ώριμοι για Δημοκρατία». (19) Σαφής…

Το τμήμα της άρχουσας τάξης, που είχε δύναμη στον πιο ισχυρό μηχανισμό του κράτους, στο Στρατό, σε συνεργασία με τις υπηρεσίες των ΗΠΑ, έδωσε τη λύση (δίκην γόρδιου δεσμού) μέσω της δικτατορίας, καταργώντας για περισσότερα από 7 χρόνια την κοινοβουλευτική δικτατορία της αστικής τάξης. Οταν αυτή η φάση έκλεισε το 1974, άνοιξε στην κυριαρχία της μια άλλη, που συνεχίζεται.

Του Μάκη Μαΐλη – Ο Μάκης Μαΐλης είναι υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου και του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.

1. Κωνσταντίνου Τσάτσου: «Ελληνική Πορεία», σελ. 182-183. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας».
2. Σταύρου Κασιμάτη: «ΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΟΙ», σελ. 310, εκδόσεις «ΦΙΛΙΣΤΩΡ».
3. Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον εμφύλιο στη χούντα», τ. Α΄, σελ. 150, εκδόσεις «ΠΑΠΑΖΗΣΗ».
4. Σπύρου Λιναρδάτου: «Από τον εμφύλιο στη χούντα», τ. Α΄, σελ. 278, εκδόσεις «ΠΑΠΑΖΗΣΗ».
5. Δ. Χαραλάμπη: «Στρατός και πολιτική εξουσία στην Ελλάδα», σελ. 165-166, εκδόσεις «ΕΞΑΝΤΑΣ».
6. Ηλ. Ηλιού: «Η κρίση εξουσίας», σελ. 54-55, εκδόσεις «ΘΕΜΕΛΙΟ».
7. Μιχ. Παπακωνσταντίνου: «Η ταραγμένη εξαετία 1961-1967», τόμος 2ος, σελ. 152, εκδόσεις «ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ».
8. Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», «ΤΟ ΒΗΜΑ».
9. Εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ».
10. Σπ. Β. Μαρκεζίνης: «Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδας», τόμος 3ος , σελ. 123, εκδόσεις «ΠΑΠΥΡΟΣ».
11. Αλ. Παπαχελά: «Ο βιασμός της ελληνικής Δημοκρατίας», σελ. 219, εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ».
12. Ζαν Μεϋνώ: «Η βασιλική εκτροπή από τον κοινοβουλευτισμό του Ιουλίου του 1965», σελ. 67, εκδόσεις «ΜΠΑΫΡΟΝ».
13. Η. Ηλιού, «Η κρίση εξουσίας», σελ. 305, «εκδόσεις «Θεμέλιο».
14. Ανδρέα Παπανδρέου: «Η δημοκρατία στο απόσπασμα», σελ. 272, εκδόσεις ΚΑΡΑΝΑΣΗΣ».
15. «Το Α΄ Πανελλαδικό Συνέδριο της ΕΔΑ». «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», σελ. 56.
16. «Το Α΄ Πανελλαδικό Συνέδριο της ΕΔΑ». «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», σελ. 77.
17. «Το Α΄ Πανελλαδικό Συνέδριο της ΕΔΑ». «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», σελ. 78.
18. Αρχείο ΚΚΕ: «Η 8η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ», σελ. 60. (Η υπογράμμιση είναι του κειμένου).
19. Σ. Κωνσταντόπουλου: «Ο φόβος της δικτατορίας», σελ. 149, Αθήναι 1966.