Η στάση της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στο φασισμό

Προεκλογική αφίσα του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (1932)Q "Κατά των Πάπεν, Χίτλερ, Τέλμαν"

Προεκλογική αφίσα του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (1932) «Κατά των Πάπεν, Χίτλερ, Τέλμαν»

Το παρόν άρθρο επιχειρεί να εξετάσει τη στάση της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στο φασισμό, από την εμφάνισή του ως αστικό πολιτικό ρεύμα και μορφή δικτατορίας του κεφαλαίου τη δεκαετία του 1920 έως και το Β΄ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο. Βεβαίως, η στάση αυτή δε δύναται να κατανοηθεί πλήρως αν κανείς δεν ανατρέξει πρώτα στην ιστορική πορεία της σοσιαλδημοκρατίας, με βασικό σταθμό την προδοσία των συμφερόντων της εργατικής τάξης και την πλήρη στοίχιση πίσω από τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις των αστών (Α΄ Παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός Πόλεμος), καθώς και το ρόλο που διαδραμάτισε κατά τις προλεταριακές επαναστάσεις στη Γερμανία και την Ουγγαρία (1918-1919).

Σίγουρα, τα παραπάνω χρήζουν ειδικότερης και βαθύτερης αναφοράς που ξεφεύγει από τα στενά όρια του συγκεκριμένου άρθρου. Πρέπει ωστόσο να τα έχουμε υπόψη καθώς εξετάζουμε τη στάση της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στο φασισμό.

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ

Όπως και στις περισσότερες χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου, έτσι και στην Ιταλία, ο Α΄ Παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός Πόλεμος και η Οκτωβριανή Επανάσταση είχαν διαμορφώσει συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, επιδρώντας καταλυτικά στη ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, ένα κόμμα μαζικό (που στις εκλογές του 1919 ήρθε πρώτο σε ψήφους με 32,3%, δίχως ωστόσο να σχηματίσει κυβέρνηση), εμφάνιζε διαφοροποιήσεις από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της εποχής, καθώς ήταν από τα ελάχιστα εκείνα τα οποία τάχτηκαν κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου – αν και η στάση που κράτησε ήταν μια μεσοβέζικη στάση που συνοψιζόταν στο σύνθημα «ούτε συμμετοχή, ούτε σαμποτάζ», δηλαδή ούτε υπέρ, αλλά ούτε κι ενεργά κατά του πολέμου. Σημειώνεται πως στην αστική τάξη της Ιταλίας είχαν εκδηλωθεί τότε δύο διαφορετικές τάσεις, μ’ ένα τμήμα της (κυρίως αυτό που συνδεόταν με τις βιομηχανίες της μεταλλουργίας και της μηχανουργίας) να τάσσεται υπέρ της συμμετοχής στον πόλεμο με το μέρος της Αντάντ κι ένα άλλο να τάσσεται υπέρ της ουδετερότητας.

Η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη, που ενυπήρχε και διατηρούνταν στο κόμμα λόγω της μη οργανωτικής ρήξης, της μη αποβολής των οπορτουνιστικών-συμβιβαστικών στοιχείων από τις γραμμές του, συνεχίστηκε και τα αμέσως επόμενα χρόνια, οδηγώντας -σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο- σε μια αντιφατική πορεία, χαρακτηριζόμενη από ταλαντεύσεις που θ’ απέβαιναν καθοριστικές. «Αν και ύστερα από τον πόλεμο το κύρος των ρεφορμιστών στις εργατικές μάζες έπεσε», αναφέρει η «Παγκόσμια Ιστορία» της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, «και στο σοσιαλιστικό κόμμα οι ρεφορμιστές ήταν μειοψηφία, ωστόσο, όπως και πριν έτσι και τώρα, κρατούσαν στα χέρια τους την κοινοβουλευτική ομάδα και μαζικές οργανώσεις όπως ήταν η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας και η Εθνική Ένωση των Συνεταιρισμών. Οι ρεφορμιστές ηγέτες κατείχαν και ηγετικές θέσεις σε πολλούς δήμους. Με στήριγμα τις οργανώσεις αυτές και με τη σημαντική πολιτική τους πείρα οι ρεφορμιστές επηρέαζαν πολλές φορές αποφασιστικά την πολιτική του σοσιαλιστικού κόμματος».1

Τον Αύγουστο-Σεπτέμβρη του 1920 ξέσπασε στη χώρα ένα μεγάλο απεργιακό κύμα που ξεκίνησε από τους εργάτες στη μεταλλουργία κι επεκτάθηκε αστραπιαία σ’ όλα τα βιομηχανικά κέντρα. Το ιταλικό προλεταριάτο ξεσηκώθηκε, κατέλαβε εκατοντάδες εργοστάσια (τα οποία διηύθυνε πλέον το ίδιο), συγκρότησε ένοπλα τμήματα (κόκκινες φρουρές) κ.ο.κ.

Η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, επιφυλακτική έως και τρομαγμένη από τις επαναστατικές διαθέσεις του ιταλικού προλεταριάτου, έσπευσε ν’ αναλάβει το ρόλο του πυροσβέστη της επαναστατικής πυρκαγιάς που αμφισβητούσε την εξουσία της αστικής τάξης. Το επαναστατικό κίνημα καταλάγιασε και οι εργάτες επέστρεψαν με συντετριμμένο ηθικό στις δουλειές τους. Οι υποσχέσεις που έλαβαν οι σοσιαλδημοκράτες γύρω από τη θεσμοθέτηση δήθεν του εργατικού ελέγχου στις επιχειρήσεις δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ – και ούτε ήταν δυνατό να πραγματοποιηθούν. Οι όποιες μικρές αυξήσεις στους μισθούς εξανεμίστηκαν γρήγορα από την όξυνση της ακρίβειας και της ανεργίας. Το πιο σημαντικό όμως: Δόθηκε στην αστική τάξη ο απαραίτητος χρόνος ώστε να περάσει στην αντεπίθεση. Την επιβολή της «εργασιακής ειρήνης και τάξης» ανέλαβαν οι συμμορίες του Μπ. Μουσολίνι, πρώην στελέχους του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο οποίος διαγράφτηκε το 1914, ιδρύοντας στη συνέχεια την πρώτη φασιστική οργάνωση.

Στο ίδιο το Σοσιαλιστικό Κόμμα, οι εξελίξεις απέδειξαν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο την ανάγκη ύπαρξης ενός επαναστατικού, μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος, επιδρώντας αποφασιστικά ως προς τον οριστικό ιδεολογικό κι οργανωτικό διαχωρισμό των επαναστατικών δυνάμεων από τους ρεφορμιστές. Έτσι, στις 21 Γενάρη 1921 πραγματοποιήθηκε το Ιδρυτικό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο προσχώρησε στη Γ΄ Διεθνή.2

Την ίδια περίοδο, ο Μουσολίνι, διαβλέποντας δυνατότητες συνεργασίας μεταξύ φασισμού και σοσιαλδημοκρατίας, είχε τονίσει σχετικά: «Στον τομέα της κοινωνικής νομοθεσίας και της βελτίωσης του επιπέδου ζωής των εργατικών τάξεων, οι σοσιαλιστές μπορούν να βρουν απροσδόκητους συμμάχους στα πλαίσια του φασισμού. Η σωτηρία της χώρας δεν μπορεί να εξασφαλιστεί με την καταστολή της αντίθεσης ανάμεσα στο φασισμό και τον σοσιαλισμό, αλλά με τη συνδιαλλαγή τους μέσα στο κοινοβούλιο. Είναι πολύ πιθανή μια τέτοια συνεργασία με τους σοσιαλιστές, ιδιαίτερα σε μεταγενέστερο στάδιο, μετά το ξεκαθάρισμα των ιδεών και των τάσεων, βάσει των οποίων δουλεύει τώρα το σοσιαλιστικό κόμμα. Είναι φανερό ότι η συνύπαρξη των αδιάλλακτων και ρεφορμιστών σοσιαλιστών στο ίδιο κόμμα θα γίνει ανέφικτη με τον καιρό. Από τη συμμετοχή στις ευθύνες της εξουσίας απορρέει είτε επανάσταση είτε μεταρρύθμιση»3.

Εργοστάσιο στην Ιταλία υπό κατάληψη από τους εργάτες (1920)

Εργοστάσιο στην Ιταλία υπό κατάληψη από τους εργάτες (1920)

Στο μεταξύ, η καπιταλιστική κρίση που εκδηλώθηκε μέσα στο 1920 συνεχίστηκε και τα επόμενα δύο χρόνια, προκαλώντας από τη μια τον τριπλασιασμό των ανέργων και από την άλλη την ολοένα μεγαλύτερη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και την ισχυροποίηση των μονοπωλιακών συγκροτημάτων ιδιαίτερα στους τομείς της ενέργειας και της χημικής βιομηχανίας. Με την ανοιχτή υποστήριξη της αστικής τάξης και την «ανοχή» της κυβέρνησης Τζ. Τζιολίτι (ηγέτη του Ιταλικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος που είχε έρθει τέταρτο στις εκλογές του 1919 με 10,9%) οι φασιστικές συμμορίες πολλαπλασιάστηκαν κι ενέτειναν την τρομοκρατική τους δράση, με επιθέσεις κατά συνδικαλιστικών και πολιτικών οργανώσεων, δολοφονίες πρωτοπόρων εργατών κ.ο.κ.

Στις εκλογές της 15ης Μάη 1921 το Σοσιαλιστικό Κόμμα διατήρησε την πρώτη θέση, με μειωμένα όμως ποσοστά (24,7%), το Κομμουνιστικό Κόμμα έλαβε το 4,6% των ψήφων, ενώ το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα μόλις το 0,4%. Τον Τζ. Τζιολίτι διαδέχτηκε στην πρωθυπουργία ο επίσης σοσιαλδημοκράτης Ι. Μπονόμι (του Ρεφορμιστικού Σοσιαλιστικού Κόμματος), «που στην κυβέρνηση του Τζιολίτι ήταν υπουργός των στρατιωτικών και είχε βοηθήσει ενεργά στη συγκρότηση και στον εξοπλισμό των φασιστικών σωμάτων»4.

Σύντομα, η «συνεννόηση» μεταξύ φασισμού και σοσιαλδημοκρατίας, που είχε «διαβλέψει» ο Μουσολίνι, έγινε πραγματικότητα: «Τον Ιούλιο του 1921 ο πρόεδρος της βουλής Ντε Νικόλα πρότεινε την υπογραφή ενός συμφώνου ειρήνευσης ανάμεσα στους φασίστες και τους σοσιαλιστές… Ο Μουσολίνι και η ηγεσία του σοσιαλιστικού κόμματος δέχτηκαν την πρόταση του Ντε Νικόλα και υπέγραψαν τη συμφωνία» (3 Αυγούστου 1921), με την οποία σοσιαλδημοκράτες και φασίστες δεσμεύονταν ν’ αποφεύγουν τις μεταξύ τους εχθρικές ενέργειες (μεταξύ άλλων, με το «σύμφωνο ειρήνης», το Σοσιαλιστικό Κόμμα αποκήρυξε όλες τις αντιφασιστικές δράσεις και οργανώσεις, όπως π.χ. η «Arditi del Popolo»5). Η πολιτική της «παθητικής αντίστασης» μετατράπηκε πια σε πολιτική παθητικής συνεργασίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα «ξεσκέπασε τις συνθηκολογικές διαθέσεις των σοσιαλιστών και το δημαγωγικό χαρακτήρα των συνομιλιών για “ειρήνευση”. Τα γεγονότα δεν άργησαν να επαληθεύσουν τη σωστή θέση των κομμουνιστών. Το “σύμφωνο ειρήνης” δεν σταμάτησε την φασιστική τρομοκρατία ούτε και για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα». Συνέτεινε όμως σε μεγάλο βαθμό στον αποπροσανατολισμό, την εξουδετέρωση και τον παροπλισμό σημαντικών τμημάτων της εργατικής τάξης. Η κυβέρνηση Μπονόμι και η κυβέρνηση Φάκτα που την αντικατέστησε το Φλεβάρη του 1922 συνέχισαν την πολιτική Τζιολίτι, συνδράμοντας «με όλα τα μέσα» τις δυνάμεις του φασισμού.6

Οι μάχες που έδωσαν οι Ιταλοί εργάτες με τους φασίστες ήταν σφοδρότατες, αναγκάζοντάς τους μάλιστα σε υποχώρηση σε μια σειρά πόλεις. Την 1η Αυγούστου 1922 τα συνδικάτα κήρυξαν απεργία διαμαρτυρίας απέναντι στη φασιστική τρομοκρατία, η οποία εξελίχτηκε σε σκληρή σύγκρουση με την αστυνομία και τις ένοπλες φασιστικές ομάδες. Οι ρεφορμιστές ηγέτες των συνδικάτων, κατά τη γνωστή τους τακτική, ανακάλεσαν την απεργία. Ωστόσο χιλιάδες εργάτες αρνήθηκαν να υπακούσουν στις εντολές των συνδικαλιστών, συνεχίζοντας την απεργία. Η διαλυτική στάση των τελευταίων όμως αποδιοργάνωσε σημαντικά το απεργιακό μέτωπο, οδηγώντας στην ήττα του. Η αγανάκτηση των εργατών ήταν τέτοια, που η «κεντριστική» πλειοψηφία του Σοσιαλιστικού Κόμματος αναγκάστηκε πια να διαγράψει τη ρεφορμιστική μειοψηφία από το κόμμα (Οκτώβρης 1922).7 Η εξέλιξη αυτή επηρέασε ελάχιστα τα γεγονότα που ακολούθησαν. Πατώντας στην τελευταία ήττα της εργατικής τάξης, οι κεφαλαιοκράτες προχώρησαν στην επιβολή και ανοιχτής πια δικτατορίας. Έχοντας το «πράσινο φως» από την Ιταλική Συνομοσπονδία της Βιομηχανίας, το αστικό πολιτικό σύστημα και το Βατικανό, ο Μουσολίνι εξέδωσε στις 27 Οκτώβρη 1922 διαταγή για «πορεία εναντίον της Ρώμης» και την επόμενη μέρα εισήλθε στην πρωτεύουσα ανενόχλητος, καταλαμβάνοντας την εξουσία για λογαριασμό της ιταλικής άρχουσας τάξης.

Στην Ιταλία, αναφέρει ο Ρ. Π. Ντατ, «η σοσιαλδημοκρατία προετοίμασε ιδεολογικά το δρόμο για το φασισμό: Πρώτον, με την εγκατάλειψη ή τη διαφθορά του μαρξισμού. Δεύτερον, με την άρνηση του διεθνισμού και την προσκόλληση των εργατών στην υπηρεσία του “δικού τους” ιμπεριαλιστικού κράτους. Τρίτον, με τον πόλεμο ενάντια στον κομμουνισμό και την προλεταριακή επανάσταση. Τέταρτον, με τη διαστρέβλωση του “σοσιαλισμού” ή τη χρήση αόριστων “σοσιαλιστικών” φράσεων (“η νέα κοινωνική τάξη”, η “κοινωνική ευημερία”, η “βιομηχανία ως δημόσια υπηρεσία” κλπ.), για να συγκαλύψουν το μονοπωλιακό καπιταλισμό. Πέμπτον, με την υπεράσπιση της ταξικής συνεργασίας και την ενοποίηση των οργανώσεων της εργατικής τάξης με το καπιταλιστικό κράτος. Όλα αυτά παρέχουν την ιδεολογική βάση του φασισμού, που αποτελεί το τελικό στάδιο της πολιτικής της πλήρους αφομοίωσης της εργατικής τάξης, δεμένης χειροπόδαρα, από τον καπιταλισμό και το καπιταλιστικό κράτος. Όλη αυτή η προπαγάνδα και η γραμμή της σοσιαλδημοκρατίας προκάλεσε σύγχυση, αποδυνάμωσε και γκρέμισε την ταξική, σοσιαλιστική θεώρηση των εργατών εκείνων που ήταν υπό την επιρροή της, απέτρεψε τη διάδοση της επαναστατικής μαρξιστικής αντίληψης, καλλιέργησε τις ημι-φασιστικές ιδέες του εθνικισμού, του ιμπεριαλισμού και της ταξικής συνεργασίας και κατέστησε τις μάζες εύκολη λεία στο φασισμό»8. Το «παράδειγμα» της Ιταλίας θα επαναληφθεί λίγο-πολύ κατά τον ίδιο τρόπο σε μια σειρά χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου το αμέσως επόμενο διάστημα.

Τα πολιτικά κόμματα και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις πάντως δεν απαγορεύτηκαν αμέσως. Το φασιστικό καθεστώς χρειάστηκε έναν ορισμένο χρόνο προκειμένου να δημιουργήσει ερείσματα και ν’ αποκτήσει τον ολοκληρωτικό έλεγχο της χώρας. Το κύμα της τρομοκρατίας (με αποκορύφωμα τη δολοφονία του σοσιαλιστή ηγέτη Τζ. Ματεότι στις 10 Ιούνη 1924) έφερε το καθεστώς στα πρόθυρα της πολιτικής κρίσης (1924-1925). «Αλλά τα αστικά και τα δύο σοσιαλιστικά κόμματα9 της αντιπολίτευσης ενεργούσαν αναποφάσιστα. Φοβήθηκαν να καλέσουν τις μάζες σε επαναστατική εξέγερση εναντίον της κυβέρνησης και να βγουν έξω από τα πλαίσια της “συνταγματικής”, στην ουσία ακίνδυνης για το φασισμό αντιπολίτευσης. Συνενώθηκαν στον λεγόμενο συνασπισμό του Αβεντίνο … και, αφού ανακάλεσαν τους αντιπροσώπους τους από τη βουλή, τα κόμματα αυτά περιορίστηκαν στο να προπαγανδίζουν την παθητική αναμονή και καλλιεργούσαν στις λαϊκές μάζες την αυταπάτη πως τάχα το φασιστικό καθεστώς θα χρεοκοπήσει μόνο του γιατί σπαράζεται από εσωτερικές αντιθέσεις. Η προπαγάνδα αυτή ωφελούσε το φασισμό, γιατί αποπροσανατόλιζε τις μάζες από την ενεργό πάλη εναντίον της τρομοκρατικής δικτατορίας του Μουσολίνι»10.

Η πρόταση του Κομμουνιστικού Κόμματος για την άμεση κήρυξη γενικής απεργίας απορρίφτηκε από το συνασπισμό του Αβεντίνο. Το καθεστώς, εκμεταλλευόμενο την τάση συνθηκολόγησης των αστικών κομμάτων -ιδιαίτερα της σοσιαλδημοκρατίας και της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (την οποία έλεγχαν οι ρεφορμιστές)- ήρε και τα τελευταία υπολείμματα των αστικών δημοκρατικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών που είχαν απομείνει, θέτοντας εκτός νόμου τα πολιτικά κόμματα και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις (1926). Οι σοσιαλδημοκράτες ρεφορμιστές ηγέτες των συνδικάτων έσπευσαν να διευκολύνουν το φασιστικό καθεστώς προχωρώντας από μόνοι τους στην αυτοδιάλυση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας, ενώ πρωτοκλασάτα στελέχη τους, όπως οι Ντ’ Αραγκόνα, Ρίγκολα, Μαγκλιόνε κ.ά., δήλωσαν «δημόσια την παράδοσή τους στον νικηφόρο φασισμό», καθώς και την προθυμία τους «να προσφέρουν τη συνεργασία τους στον Μουσολίνι».11

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

Η οικονομική και πολιτική κρίση του Μεσοπολέμου ανέδειξε το φασισμό σε βασική εναλλακτική λύση θωράκισης του καπιταλιστικού συστήματος για μια ολοένα διευρυνόμενη μερίδα του αστικού κόσμου. Ακολούθως, σε μια σειρά χώρες η ανοιχτή δικτατορία του κεφαλαίου κέρδιζε συνεχώς έδαφος σε σχέση με το καθεστώς της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Μπροστά στις εξελίξεις αυτές, η σοσιαλδημοκρατία (που, αν και πιστός στυλοβάτης του αστικού συστήματος, τώρα εκτοπιζόταν από το φασισμό) στάθηκε είτε αμήχανα είτε παθητικά, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις επέδρασε καταλυτικά στην υπονόμευση της εργατικής αντίστασης στην άνοδο του φασισμού. Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι περιπτώσεις της Γερμανίας και της Αυστρίας, δίχως βεβαίως να είναι οι μοναδικές.

Στη Γερμανία, όταν ξέσπασε η διεθνής καπιταλιστική κρίση (1929), κυβερνών κόμμα ήταν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD). To SPD, έχοντας προ πολλού πάρει διαζύγιο από το μαρξισμό, έκανε το παν προκειμένου να διασώσει τον παραπαίοντα καπιταλισμό. Αλλά και όταν έχασε την καγκελαρία το 193012, στήριξε με κάθε τρόπο την κυβέρνηση του Χ. Μπρούνινγκ (του τέταρτου σε ψήφους κόμματος, του Κέντρου, που σχημάτισε κυβέρνηση δίχως να διαθέτει πλειοψηφία, βάσει έκτακτου προεδρικού διατάγματος παρακάμπτοντας το κοινοβούλιο). Το καθεστώς της «αυταρχικής δημοκρατίας», όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος ο Μπρούνινγκ, ουσιαστικά επιβίωσε κοινοβουλευτικά χάρη στην ανοχή που του παρείχε το μεγαλύτερο κόμμα στο Ράιχσταγκ, δηλαδή οι Σοσιαλδημοκράτες (ακόμα και το «δεξιό» Εθνικό Λαϊκό Κόμμα αρνήθηκε να στηρίξει την κυβέρνηση). Το SPD όχι μόνο έβαλε κοινοβουλευτική πλάτη σ’ όλα τ’ αντιλαϊκά μέτρα, αλλά ανέλαβε να τηρήσει την «ησυχία» και την «τάξη» εκτός κοινοβουλίου. Είναι χαρακτηριστικό πως, όταν ξέσπασε η δεύτερη κατά σειρά απεργία των εργατών μετάλλου τον Οκτώβρη του 1930, οι Σοσιαλδημοκράτες διατράνωσαν σ’ όλους τους τόνους και μ’ όλους τους τρόπους ότι «στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης η απεργία είναι έγκλημα»13! «Η αποδόμηση της κοινωνικής πολιτικής», επεσήμανε ο Μπρούνινγκ, «είναι πιο εύκολο να γίνει με τη Σοσιαλδημοκρατία παρά με τη δεξιά».14

Υπό αυτές τις συνθήκες κι έχοντας πλέον εξασφαλίσει την υποστήριξη της γερμανικής άρχουσας τάξης, στις εκλογές της 31ης Ιούλη 1932 το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Α. Χίτλερ αντικατέστησε τους Σοσιαλδημοκράτες ως πρώτο κόμμα στο Ράιχσταγκ, συγκεντρώνοντας το 37,27% των ψήφων (+19% από το 1930).15 Καθ’ όλη αυτήν την περίοδο, «τα συνθήματα των σοσιαλδημοκρατών βεβαίωναν ότι ο κύριος εχθρός βρισκόταν στ’ αριστερά και ότι η Γερμανία έπρεπε να “σωθεί από τον μπολσεβικισμό”»16.

Στις προεδρικές εκλογές που προηγήθηκαν, το SPD, με το αιτιολογικό «να μη βγει ο Χίτλερ», στοιχήθηκε πίσω από το στρατάρχη Πολ φον Χίντεμπουργκ (φανατικό μοναρχικό και σφαγέα του Α΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου), ο οποίος κι επανεκλέχτηκε χάρη στην υποστήριξή του. Όπως σημειώνει ο σοσιαλδημοκράτης Χ. Βίνκλερ, «η νίκη του Χίντεμπουργκ οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική της ανοχής που είχαν ακολουθήσει οι σοσιαλδημοκράτες. Αν οι οπαδοί του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος δεν είχαν εξοικειωθεί, ήδη από το φθινόπωρο του 1930, με την “πολιτική του μικρότερου κακού”, θα ήταν πολύ δύσκολο να πειστούν την άνοιξη του 1932 ότι, για να εμποδίσουν την εθνικοσοσιαλιστική δικτατορία, όφειλαν να εκλέξουν στην κορυφή της Δημοκρατίας έναν αμετανόητο μοναρχικό»17.

Οι Σοσιαλδημοκράτες χαρακτήρισαν τη νίκη του Χίντεμπουργκ «νίκη του Συντάγματος και της Δημοκρατίας». Ωστόσο, δεν πέρασαν ούτε λίγες μέρες ωσότου «o Χίντεμπουργκ απηύθυνε “Έκκληση σε όλα τα κόμματα για κοινή δράση των δυνάμεων από το Κέντρο μέχρι τους Εθνικοσοσιαλιστές”, ενώ ενάμιση μήνα μετά την εκλογή του όρισε Καγκελάριο τον ακόμα πιο αντιδραστικό Φ. φον Πάπεν, που με τη σειρά του συνωμοτούσε ανοιχτά με το ναζιστικό κόμμα και τον Χίτλερ. Με λίγα λόγια, το SPD, “για να μη βγει ο Χίτλερ”, στήριξε το φιλομοναρχικό Χίντεμπουργκ, ο οποίος διόρισε Καγκελάριο τον Πάπεν, ο οποίος με τη σειρά του συνωμοτούσε ανοιχτά για την παράδοση της εξουσίας στον Χίτλερ, ενώ στις 30 Γενάρη [1933] ο ίδιος ο Χίντεμπουργκ όρισε Καγκελάριο τον Χίτλερ. Και αυτή η περίπτωση αποδεικνύει ότι η λογική του μικρότερου κακού καταλήγει πάντα στο μεγαλύτερο κακό. Οι εξελίξεις δικαίωσαν απόλυτα το ΚΚΓ που στις προεδρικές εκλογές του 1932 αντέταξε στη λογική του μικρότερου κακού το σύνθημα: “Όποιος ψηφίζει τον Χίντεμπουργκ, ψηφίζει τον Χίτλερ. Όποιος ψηφίζει τον Χίτλερ, ψηφίζει τον Χίντεμπουργκ”»18.

Ακόμα και όταν ο Φρ. φον Πάπεν καθαίρεσε πραξικοπηματικά τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας (Ιούλης 1932), ακόμα και τότε οι σοσιαλδημοκράτες αρνήθηκαν κατηγορηματικά να παρεκκλίνουν από την «αστική νομιμότητα» που οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην επιβολή ανοιχτής δικτατορίας του κεφαλαίου. Στην πρόταση των κομμουνιστών να κηρυχτεί άμεσα γενική απεργία διαμαρτυρίας, οι σοσιαλδημοκράτες όχι μόνο απάντησαν αρνητικά, αλλά και τους «κατηγόρησαν για “πρόκληση”, δηλώνοντας πως αυτοί θα δρουν “νόμιμα”». «Η απειλή του φασισμού», σημειώνει ο Φόστερ, «τους φαινόταν πολύ μικρότερος κίνδυνος από τον αγώνα για το σοσιαλισμό».19

Ακόμα μια αφίσα του SPD όπου φασισμός και κομμουνισμός εξισώνονται ξεδιάντροπα

Ακόμα μια αφίσα του SPD όπου φασισμός και κομμουνισμός εξισώνονται ξεδιάντροπα

Σύντομα, «ήρθε η ώρα που “μικρότερο κακό” για το SPD κόντεψε να γίνει και ο ίδιος ο Χίτλερ. Η εφημερίδα “Φόρβερτς”, επίσημο όργανο του SPD, λίγες ώρες πριν τον ορισμό του Χίτλερ ως Καγκελάριου από τον Χίντεμπουργκ σημείωνε ότι: “Μετά την πτώση του Σλάιχερ, η συνταγματικότητα είναι δυνατό να διασφαλιστεί μόνο εάν ο Χίτλερ συγκεντρώσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και μόνο αν δοθεί εγγύηση ότι αμέσως μόλις χάσει την πλειοψηφία θα εξαφανιστεί”. Ο Βίνκλερ εκτιμά ότι: “Στην πραγματικότητα, οι ενέργειες των σοσιαλδημοκρατών κατά της αναβολής των εκλογών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι και οι ίδιοι θεωρούσαν πως μια ενδεχόμενη κυβέρνηση του Χίτλερ, αν ακολουθούσε τη νόμιμη οδό, ήταν προτιμότερη από την προσωρινή δικτατορία του Σλάιχερ”»20.

Όμως «εκτός από την “πολιτική της ανοχής” και τη λογική του “μικρότερου κακού”, το SPD έστρωνε το χαλί στους ναζιστές και με την επιχειρηματολογία περί “εθνικών στόχων” και “εθνικής ανάπτυξης”. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του σοσιαλδημοκράτη αρχισυνδικαλιστή Τεοντόρ Λάιπαρτ, ο οποίος σε μια προγραμματική ομιλία για τα “πολιτισμικά καθήκοντα των συνδικάτων” ανέφερε: “Κανένα κοινωνικό στρώμα δεν μπορεί να αδιαφορεί για την εθνική ανάπτυξη”, ενώ ως σκοπό των συνδικάτων πρότασσε να “ξυπνήσουν μέσα τους (σ.σ.: στους εργάτες) το αίσθημα της συνύπαρξης σε μια κοινότητα και να καλλιεργήσουν την ιδέα της κοινότητας”, καθώς και ότι οι εργάτες “διέθεταν το στρατιωτικό πνεύμα της πειθαρχίας και της θυσίας υπέρ του συνόλου”. Όπως αναφέρει και ο Βίνκλερ: “Ο εργάτης, ως στρατιώτης της εργασίας, ο οποίος, σε αντίθεση με τον φιλελεύθερο αστό, υπηρετεί το σύνολο του έθνους, είχε πολλά κοινά με τη ‘μορφή’ για την οποία έγραφε ο (σ.σ. εθνικοσοσιαλιστής) Γιούνκερ και ελάχιστα με τον προλετάριο που διέθετε ταξική συνείδηση”. Ο οργανωτικός υπεύθυνος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Γκρέγκορ Στράσερ στις 20 Οκτώβρη 1932 δήλωνε ότι η ομιλία του σοσιαλδημοκράτη Λάιπαρτ περιείχε φράσεις “που, αν τις εννοεί πραγματικά, ανοίγουν νέες προοπτικές για το μέλλον”. Συνολικά ο Βίνκλερ σχολιάζει ως εξής την αντιπολίτευση του SPD στις δύο κυβερνήσεις Μπρούνινγκ από το 1930 μέχρι το 1932: “Από τη στιγμή που οι σοσιαλδημοκράτες στήριζαν την αντιλαϊκή πολιτική λιτότητας του Brüning, ο Φύρερ των εθνικοσοσιαλιστών μπορούσε να παρουσιάζει το κόμμα του ως το μοναδικό λαϊκό αντιπολιτευτικό κίνημα που βρισκόταν στα δεξιά των κομμουνιστών και, ταυτόχρονα, ως εναλλακτική διέξοδο στο ‘μαρξισμό’ τόσο τον μπολσεβίκικο όσο και τον ρεφορμιστικό”»21.

Όπως αναφέραμε ήδη πιο πάνω λοιπόν, στις 30 Γενάρη 1933 ο πρόεδρος Χίντεμπουργκ διόρισε τον Χίτλερ καγκελάριο και τον Πάπεν αντικαγκελάριο της Γερμανίας. Είχαν προηγηθεί νέες εκλογές (6 Νοέμβρη 1932) κατά τις οποίες τόσο το Εθνικοσοσιαλιστικό όσο και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα υπέστησαν απώλειες (-4,18% και -1,15% αντίστοιχα), ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα σημείωσε άνοδο (+2,54%) αγγίζοντας τις 6 εκατομμύρια ψήφους.22

Αμέσως μετά από το διορισμό του Χίτλερ στην καγκελαρία, το ΚΚΓ κάλεσε τους πολιτικούς και συνδικαλιστικούς ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας σε κήρυξη γενικής απεργίας «με συνθήματα: “Όλοι στο πεζοδρόμιο!”, “Να κλείσουν τα εργοστάσια!”, “Στην επίθεση των αιμοβόρων φασιστικών σκυλιών ν’ απαντήσουμε αμέσως με απεργία, με μαζική απεργία, με γενική απεργία!”». Όμως και αυτή η πρόταση του ΚΚ προσέκρουσε στην κατηγορηματική άρνηση των Σοσιαλδημοκρατών «με το πρόσχημα πως ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία νόμιμα και πως το προλεταριάτο δεν πρέπει “να σπαταλήσει πρόωρα το μπαρούτι της γενικής απεργίας”».23 Την ίδια στιγμή, το επίσημο όργανο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, η εφημερίδα «Φόρβερτς», στις 2 Φλεβάρη 1933, καυχιόταν πως, «“αν δεν υπήρχαν οι σοσιαλδημοκράτες”, ένας άνθρωπος του λαού σαν τον Χίτλερ δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει καγκελάριος»24.

Με δεδομένη και τη στάση αυτή της σοσιαλδημοκρατίας, η γερμανική αστική τάξη εξαπέλυσε γενική επίθεση κατά της εργατικής τάξης (και ιδιαίτερα κατά της πρωτοπορίας της, των κομμουνιστών), ενώ φρόντισε να εξαλείψει και τα τελευταία υπολείμματα ακόμα κι αυτών των υποτυπωδών αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων κι ελευθεριών της Βαϊμάρης. Στις 27 Φλεβάρη εκδηλώθηκε η προβοκάτσια του εμπρησμού του Ράιχσταγκ (που πραγματοποίησαν οι Ναζί για να την προσάψουν στους κομμουνιστές ως πρόσχημα για τις διώξεις που θ’ ακολουθούσαν) και στις 28 Φλεβάρη αναστάλθηκαν μ’ έκτακτο προεδρικό διάταγμα όλα τ’ άρθρα του συντάγματος της Βαϊμάρης που σχετίζονταν με την ελευθερία του ατόμου, του λόγου, των συγκεντρώσεων, της ίδρυσης συνδικαλιστικών οργανώσεων κ.ο.κ. Υπό αυτές τις συνθήκες, στις εκλογές της 5ης Μάρτη 1933 το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα αύξησε τα ποσοστά του σε 43,91%, χωρίς όμως και πάλι να πετυχαίνει την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο: Κάτι που τελικά κατάφερε ακυρώνοντας την εκλογή των 81 κομμουνιστών βουλευτών.

Οι Σοσιαλδημοκράτες χαιρέτησαν τις εξελίξεις μέσω του ίδιου τους του προέδρου Ότο Βελς, ο οποίος, κατά την εναρκτήρια συνεδρίαση της νέας βουλής ανακοίνωσε την αποχώρηση του κόμματός του από τη Σοσιαλιστική Εργατική Διεθνή (σ’ ένδειξη διαμαρτυρίας για την «κριτική» της τελευταίας στο ναζιστικό καθεστώς), ενώ ταυτόχρονα «προσφέρθηκε να συνεργαστεί με τον Χίτλερ»25. Οι σοσιαλδημοκράτες συνδικαλιστές ηγέτες Λάιπαρτ και Γκρόσμαν χαρακτήρισαν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία ως «θριαμβευτική συνέχιση της επανάστασης του 1918»26!

Αλλά και η «κριτική» της Σοσιαλιστικής Εργατικής Διεθνούς δεν ήταν παρά άσφαιρα πυρά, συνοδευόμενη μάλιστα από την παρότρυνση προς τους Γερμανούς Σοσιαλδημοκράτες να μην παρεκτρέψουν την όποια «αντίστασή» τους από τα όρια της νομιμότητας!27

Όχι βέβαια πως η ηγεσία της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας είχε ανάγκη από τέτοιες συμβουλές. Όπως αναφέρει ο Ου. Φόστερ, «οι διάφοροι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας Βελς, Κάουτσκι, Λάιπαρτ και άλλοι, ξεκίνησαν για να ενσωματωθούν στο καθεστώς του Χίτλερ. Δήλωσαν ότι ο Χίτλερ, ένας άνθρωπος που προερχόταν απ’ το λαό, είχε καταλάβει την αρχή με συνταγματικά μέσα. Έφτασαν μάλιστα ως το σημείο να καυχηθούν ότι χωρίς την πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας αυτός δεν θα κατόρθωνε ποτέ να πάρει την εξουσία. Οι οπορτουνιστές ηγέτες των συνδικάτων τους ξεπέρασαν όλους, όπως συνήθως, σε δουλοπρέπεια. Ο Μάρκαντ αναφέρει ότι στις 29 του Απρίλη η “Gewerkschafstzeitung” (επίσημο δημοσιογραφικό όργανο των συνδικάτων) δημοσίευσε ένα άρθρο που χαιρέτιζε την εθνικοσοσιαλιστική (ναζιστική) πρωτομαγιά σαν μέρα νίκης για το κίνημα των εργαζομένων και καλούσε τους εργάτες να συμμετάσχουν στον εορτασμό των Ναζήδων.

Ο Φριτς Χέκερτ έγραφε τότε μέσα στη φωτιά της μάχης ότι “ο Λάιπαρτ, σύμμαχος του Τρότσκι, όχι μόνο παραδίνει τα συνδικάτα στον Χίτλερ, όχι μόνο δηλώνει ότι η γερμανική ομοσπονδία εργασίας (ADGB) δέχεται την αναδιοργάνωση των εργατικών οργανώσεων σύμφωνα με το ιταλικό (φασιστικό) πρότυπο, αλλά φτάνει ως το σημείο να γράφει ότι τα καθήκοντα που μπαίνουν στα συνδικάτα πρέπει να εκπληρωθούν ανεξάρτητα απ’ τη μορφή που παίρνει το κρατικό καθεστώς. Και πέρα από αυτό, τονίζει ότι τα συνδικάτα είναι πάντοτε πρόθυμα να συνεργασθούν με τις οργανώσεις των εργοδοτών, ότι αναγνωρίζουν τον κρατικό έλεγχο και την κρατική διαιτησία και ότι προσφέρονται να βοηθήσουν την κυβέρνηση και το κοινοβούλιο -δηλαδή το χιτλερικό Ράιχσταγκ- με τις γνώσεις τους και την πείρα τους”»28. Στις 17 Μάη, δύο περίπου βδομάδες αφότου τα γραφεία των συνδικάτων καταλήφθηκαν και οι ηγέτες τους συνελήφθησαν (2 Μάη) και τέσσερις μόλις ημέρες μετά από την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων των συνδικάτων (13 Μάη), «οι σοσιαλδημοκράτες αντιπρόσωποι στο Ράιχσταγκ -οι περισσότεροι συνδικαλιστές- έδειξαν για άλλη μια φορά την γλοιώδη τους δουλοπρέπεια ψηφίζοντας υπέρ της απόφασης της φασιστικής κυβέρνησης [σ.σ. για τη διάλυση-καθυπόταξη του συνδικαλιστικού κινήματος]»29.

Ωστόσο «αυτή η σοσιαλδημοκρατική δουλοπρέπεια ήταν εντελώς μάταιη. Η εποχή του αστικού ρεφορμισμού είχε περάσει». Όπως τόνισε ο ηγέτης του Εθνικοσοσιαλιστικού Εργατικού Μετώπου Δρ. Λέι, «οι Λάιπαρτ και Γκρόσμαν μπορούν, αν θέλουν, να εκφράζουν την αφοσίωσή τους στον Χίτλερ. Η θέση τους όμως είναι στη φυλακή».30Πράγματι, 3 μήνες μετά από την απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος (14 Μάρτη) ήρθε και η σειρά του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος να τεθεί εκτός νόμου (22 Ιούνη). Ακολούθως, «πιάστηκαν πολλοί σοσιαλδημοκράτες, άλλοι έφυγαν από τη χώρα, ενώ πολλοί σοσιαλιστές γραφειοκράτες συνθηκολογούσαν με τον Χίτλερ και γίνονταν όργανα της καταπιεστικής του μηχανής». Οι Γερμανοί κομμουνιστές συνέχισαν τα επόμενα χρόνια τις προσπάθειες προσέγγισης με τους σοσιαλδημοκράτες για κοινή δράση κατά του φασισμού, χωρίς όμως ιδιαίτερη ανταπόκριση.31

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ

Παρόμοια ήταν και η στάση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Αυστρίας απέναντι στη φασιστική δικτατορία του Ε. Ντόλφους (ηγέτη του Χριστιανοκοινωνικού Κόμματος και καγκελαρίου της Αυστρίας από το Μάη του 1932, ο οποίος στις 7 Μάρτη 1933 διέλυσε τη βουλή εγκαθιδρύοντας φασιστικό καθεστώς): «Όπως η Σοσιαλδημοκρατία στη Γερμανία υποστήριξε τα έκτακτα δικτατορικά μέτρα του Μπρούνινγκ και επιδίωξε να έρθει σε συμβιβασμό με τη δικτατορία του Χίτλερ, έτσι και η Αυστριακή Σοσιαλδημοκρατία ήταν πλήρως έτοιμη να υποστηρίξει τα έκτακτα δικτατορικά μέτρα του Ντόλφους, με αντάλλαγμα να της επιτραπεί η νόμιμη ύπαρξη της Οργάνωσής της στα πλαίσια της δικτατορίας (την ίδια στιγμή που το Κομμουνιστικό Κόμμα διωκόταν)… Στο συνέδριο του κόμματος τον Οκτώβριο του 1933 η Σοσιαλδημοκρατική ηγεσία έθεσε τέσσερις όρους για τους οποίους θα άρχιζε την πάλη κατά της φασιστικής δικτατορίας: 1. Αν υιοθετούνταν ένα φασιστικό σύνταγμα δίχως να συμβουλευθεί η βουλή. 2. Αν απομακρυνόταν η δημοτική αρχή της Βιέννης. 3. Αν το κόμμα υπόκειτο σε διώξεις. 4. Αν τα συνδικάτα υπόκειντο σε διώξεις»32. Βεβαίως, κανέναν «αγώνα» δεν κήρυξε η αυστριακή σοσιαλδημοκρατία κατά της φασιστικής δικτατορίας, ακόμα και όταν το καθεστώς παραβίασε όλους τους παραπάνω όρους (οι οποίοι, κατά τ’ άλλα, προπαγανδίστηκαν με όλους τους τρόπους και σ’ όλους τους τόνους προκειμένου να κρατηθεί η εργατική τάξη εφησυχασμένη και παροπλισμένη).

«Τι να κάνουμε;», ομολογούσε ο ίδιος ο ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Αυστρίας Ότο Μπάουερ ανήμερα της διάλυσης της βουλής από τον Ε. Ντόλφους στις 7 Μάρτη 1933. «Οι Σοσιαλδημοκράτες ξέραμε πολύ καλά ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να επιτύχει μια γενική απεργία σε μια περίοδο πρωτοφανούς ανεργίας σε μέγεθος και διάρκεια. Οι Σοσιαλδημοκράτες κάναμε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποτρέψουμε μια βίαιη εκδοχή. Για μια περίοδο πάνω από έντεκα μήνες προσπαθήσαμε ξανά και ξανά να ξεκινήσουμε διαπραγματεύσεις με τον Ντόλφους… Ξανά και ξανά προσφερθήκαμε να εγκρίνουμε εκτεταμένες αλλαγές στο σύνταγμα και έκτακτες εξουσίες στην κυβέρνηση για μια περίοδο δύο ετών, με μοναδικό αντάλλαγμα τις πιο στοιχειώδεις νόμιμες ελευθερίες δράσης για το κόμμα και τα συνδικάτα»33. Και όμως, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Αυστρίας δεν ήταν ένα τόσο «ανήμπορο» κόμμα. Στις τελευταίες εκλογές (του 1930) είχε έρθει πρώτο, συγκεντρώνοντας πάνω από 1,5 εκατομμύριο ψήφους (41,1%), διέθετε μαζικές και ισχυρές οργανώσεις (είχε περίπου 600.000 μέλη), ενώ έλεγχε πλήρως το συνδικαλιστικό κίνημα.

Στις 12 Φλεβάρη 1934 ο Ντόλφους έθεσε εκτός νόμου το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το Σώμα Εργατικής Αυτοάμυνας και τα συνδικάτα. Οι εργάτες ξεσηκώθηκαν αγνοώντας τις προτροπές περί του αντιθέτου από τους Σοσιαλδημοκράτες (οι οποίοι έλπιζαν σε κάποιου είδους «συνεννόηση» της τελευταίας στιγμής με το φασιστικό καθεστώς). Η απεργία που κηρύχτηκε στις 14 Φλεβάρη μετατράπηκε σε πραγματική εξέγερση. Οι Σοσιαλδημοκράτες όχι μόνο αρνήθηκαν να στηρίξουν πολιτικά κι έμπρακτα την απεργία, αλλά βασικά συνδικάτα, όπως π.χ. των σιδηροδρομικών, έγιναν απεργοσπάστες μεταφέροντας κυβερνητικά στρατεύματα στα κέντρα των μαχών κατά των εξεγερμένων.

Οι τελευταίοι μαχητές των Σωμάτων Εργατικής Αυτοάμυνας παραδίδονται

Οι τελευταίοι μαχητές των Σωμάτων Εργατικής Αυτοάμυνας παραδίδονται

«Ύστερα από τετραήμερο αγώνα», σημείωνε ο Ότο Μπάουερ, «οι Βιεννέζοι εργάτες ηττήθηκαν. Ήταν το αποτέλεσμα αυτό αναπόφευκτο; Μπορούσαν άραγε να είχαν κερδίσει; Με την πείρα των λίγων εκείνων ημερών, μπορούμε να πούμε ότι, αν οι σιδηρόδρομοι είχαν σταματήσει, αν η γενική απεργία είχε απλωθεί σ’ ολόκληρη τη χώρα, αν το Schutzbund (Σώμα Εργατικής Αυτοάμυνας) είχε κινητοποιήσει τη μεγαλύτερη μάζα των εργατών όλης της χώρας, η κυβέρνηση δεν θα κατόρθωνε να καταπνίξει την εξέγερση». «Τότε», ομολόγησε, «θα μπορούσαμε να νικήσουμε. Αλλά φοβηθήκαμε τον αγώνα».34

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΜΕΤΩΠΩΝ

Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του φασισμού, στα μέσα της δεκαετίας του 1930, το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα επιδίωξε τη συμμαχία με τη σοσιαλδημοκρατία (βλ. 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, 1935). Έτσι, σε μια σειρά χώρες σχηματίστηκαν «Λαϊκά Μέτωπα» που στην περίπτωση της Ισπανίας και της Γαλλίας κατάφεραν να κερδίσουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να σχηματίσουν κυβέρνηση.

Στην Ισπανία το Λαϊκό Μέτωπο συγκροτήθηκε -με πρωτοβουλία των κομμουνιστών- στις 15 Γενάρη 1936. Σ’ αυτό έλαβαν μέρος το Κομμουνιστικό και το Σοσιαλιστικό Κόμμα, η Δημοκρατική Αριστερά, η Αριστερά της Καταλονίας κ.ά. κόμματα, καθώς και η ενιαία Γενική Ένωση Εργαζομένων (που, όπως και στη Γαλλία, προήλθε από τη συγχώνευση της αντίστοιχης ταξικής και ρεφορμιστικής Συνομοσπονδίας). Στις εκλογές της 16ης Φλεβάρη και 4ης Μάρτη 1936 το Λαϊκό Μέτωπο κέρδισε οριακή πλειοψηφία έναντι του Εθνικού Μετώπου που είχαν συγκροτήσει μια σειρά συντηρητικά αστικά κόμματα (47,03% έναντι 46,48%). Πρώτος πρωθυπουργός της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου έγινε ο Μ. Αθάνα (του Σοσιαλιστικού Κόμματος), που στη συνέχεια (10 Μάη) εκλέχτηκε πρόεδρος κι αντικαταστάθηκε στην πρωθυπουργία από τον Σ. Κ. Κιρόγα (της Δημοκρατικής Αριστεράς).

Αμέσως ενεργοποιήθηκαν ζυμώσεις μεταξύ των τμημάτων εκείνων της ισπανικής αστικής τάξης που προσανατολίζονταν πλέον στην επιβολή ανοιχτής, φασιστικής δικτατορίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, που διέβλεπε αυτήν την εξέλιξη, ζητούσε επίμονα από την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου να προβεί στην εκκαθάριση των σωμάτων ασφαλείας και του στρατού από τα φασιστικά στοιχεία και να οπλίσει την εργατική τάξη. Η απάντηση της κυβέρνησης, ωστόσο, ήταν κατηγορηματική. «Αφήστε το στρατό ήσυχο, μην μπάζετε την πολιτική στο στρατό», έλεγαν. Όσον αφορά δε τον εξοπλισμό της εργατιάς -ως το αποτελεσματικότερο μέσο για τη συντριβή ενός ενδεχόμενου φασιστικού πραξικοπήματος εν τη γενέσει του- η εντολή που δόθηκε δεν έδινε πολλά περιθώρια παρερμηνείας: «Όποιος δώσει όπλα στους εργάτες θα παραπεμφθεί στο στρατοδικείο!». Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Ντολόρες Ιμπαρούρι (η θρυλική Πασιονάρια) «και σαν αυτόπτης μάλιστα μάρτυς […] πολλοί ηγέτες του Λ.Μ. [σ.σ. Λαϊκού Μετώπου] κινήθηκαν, αν και χωρίς επιτυχία, για να εμποδίσουν ακόμα και την απελευθέρωση των “30.000”, δηλαδή των κρατουμένων από την εξέγερση των Αστουριών του Οκτώβρη του 1934, που αποτελούσαν και το βασικό προεκλογικό σύνθημα του Λ.Μ.»35.

Τελικά η στρατιωτική φασιστική κίνηση εκδηλώθηκε στις 17-18 Ιούλη 1936, μ’ επικεφαλής το στρατηγό Φ. Φράνκο. Η αναποφασιστικότητα, αναβλητικότητα, έως και τάση συμβιβασμού με τους φασίστες από τη μεριά της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου επέδρασαν καταλυτικά στην αρχική προέλαση των κινηματιών. Με την έκρηξη της στάσης «ο Κιρόγα παραιτήθηκε και ο Αθάνα έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Μαρτίνεζ Μπάριο (αρχηγό της Δημοκρατικής Συμμαχίας), στην κατεύθυνση συμβιβασμού με τους φασίστες στασιαστές, δηλαδή υποταγής σε αυτούς. Ένα έντονο κύμα λαϊκής οργής απέτρεψε αυτό το σχέδιο. Έτσι στις 19 Ιούλη κυβέρνηση σχημάτισε ο Χοσέ Γκιράλ του Αριστερού Δημοκρατικού Κόμματος. Όμως οι τρεις μέρες που χάθηκαν σε άσκοπες συζητήσεις για το αν θα έπρεπε να εξοπλιστεί ο λαός ή όχι έδωσαν στους φασίστες τη δυνατότητα να καταλάβουν 23 πόλεις»36.

Στις 4 Σεπτέμβρη 1936 σχηματίστηκε και πάλι νέα κυβέρνηση υπό το Σοσιαλιστή Λάργκο Καμπαλέρο (στην οποία μετείχαν για πρώτη φορά όλα τα κόμματα του Λαϊκού Μετώπου -μεταξύ αυτών και το ΚΚ- ενώ στη συνέχεια εντάχτηκαν επίσης το Βασκικό Εθνικό Κόμμα κι εκπρόσωποι της αναρχικής CNT). Κρίσιμο θέμα διαπάλης στη φάση αυτή του αγώνα κατά του Φράνκο: Η συγκρότηση τακτικού στρατού. «Τόσο οι σοσιαλιστές όσο και οι αναρχικοί», σημειώνει ο Θ. Παπαρήγας, «αντιδρούν στη δημιουργία τακτικού στρατού. Οι αναρχικοί κατηγορούν τους κομμουνιστές σαν …αντεπαναστάτες επειδή το προτείνουν. Η ανίερη αυτή συμμαχία σοσιαλιστών-αναρχικών έχει σαν αποτέλεσμα την πτώση της Μάλαγα (8 Φλεβάρη 1937), όπου οι φρανκικές δυνάμεις επιτίθενται ακριβώς με τον τρόπο που είχαν προβλέψει και λεπτομερώς “προπεριγράψει” οι κομμουνιστές».37

Όσον αφορά τις διεθνείς διαστάσεις του ισπανικού εμφυλίου, ενώ θα περίμενε κανείς το «αδελφό» Λαϊκό Μέτωπο της Γαλλίας, υπό τον επίσης Σοσιαλιστή πρωθυπουργό Λ. Μπλουμ, να είναι το πρώτο που θα έσπευδε σε βοήθεια της Δημοκρατικής Ισπανίας, συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Στη Γαλλία ανήκε η διπλωματική πρωτοβουλία για τη διεθνή απομόνωση της Δημοκρατικής Ισπανίας που πραγματοποιήθηκε μέσ’ από την πολιτική της δήθεν «μη επέμβασης». Ήταν δε η πρώτη χώρα που έκλεισε τα σύνορά της, στερώντας από τους μαχητές κατά του φασισμού κάθε δυνατότητα να προμηθευτούν όπλα και πολεμοφόδια μέσω του γαλλικού εδάφους. Το γεγονός αυτό υπήρξε καταλυτικό π.χ. στην πτώση της συνοριακής πόλης του Ιρούν (λίγες μόνο μέρες αφότου είχαν κλείσει τα γαλλοϊσπανικά σύνορα), όπου οι εργάτες των ορυχείων αναγκάστηκαν -ελλείψει πυρομαχικών- να πολεμούν με δυναμίτη και πέτρες τις στρατιές του Φράνκο οι οποίες είχαν στη διάθεσή τους τανκς κι αεροπλάνα (που τους είχε προμηθεύσει η ναζιστική Γερμανία). Το εμπάργκο τελικά ίσχυσε μόνο για την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου. Αμερικανικά και βρετανικά μονοπώλια έκαναν χρυσές δουλειές με τον Φράνκο38, ενώ Γερμανία και Ιταλία συνέδραμαν τους Ισπανούς ομοϊδεάτες τους, τόσο σε πολεμικό υλικό όσο και σε άνδρες (με 16.000 και 50.000 στρατιώτες αντίστοιχα). Η μόνη χώρα που στάθηκε στο πλευρό του αγωνιζόμενου ισπανικού λαού ήταν η Σοβιετική Ένωση.39

Αφίσα του ΚΚ ΗΠΑ που καλεί σε διαμαρτυρία κατά του εμπάργκο

Αφίσα του ΚΚ ΗΠΑ που καλεί σε διαμαρτυρία κατά του εμπάργκο

Σε κουφά αυτιά έπεσαν επίσης οι επανειλημμένες εκκλήσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς προς τη Σοσιαλιστική Διεθνή για την ανάληψη κοινής δράσης υπέρ της Δημοκρατικής Ισπανίας. Ο Ντιμιτρόφ (ΓΓ της ΚΔ) απευθύνθηκε ξανά και ξανά γι’ αυτό το ζήτημα στον ομόλογό του Μπρούκερ (στις 3 Ιούνη 1937, στις 26 Ιούνη 1937, στις 17 Ιούλη 1937 κ.ο.κ.), για να λάβει πάντοτε την ίδια απάντηση, πως, δηλαδή, «ο Πρόεδρος της ΣΔ [σ.σ. Σοσιαλιστικής Διεθνούς] “δεν έχει πλήρεις εξουσίες” για να πάρει πρωτοβουλία». Δεν ήταν βεβαίως θέμα «αρμοδιοτήτων», αλλά καθαρά πολιτικής ουσίας. «Μόλις γίνονται γνωστές οι επαφές των δύο Διεθνών το καλοκαίρι του 1937, το Εργατικό Κόμμα [της Βρετανίας] παρεμβαίνει κι αφαιρεί τις εξουσιοδοτήσεις του από την ηγεσία της ΣΔ. Δεν ήταν, όμως, το μόνο πρόβλημα. Στην Ολλανδία και την Τσεχοσλοβακία, τα σοσιαλιστικά κόμματα απειλούν με αποχώρηση από τη ΣΔ αν οι επαφές συνεχιστούν. Τα πράγματα παίρνουν ιδιαίτερα σοβαρή τροπή στο Βέλγιο, έδρα της ΣΔ, όπου μια ομάδα σοσιαλιστών ηγετών φέρεται να δηλώνει ότι “προτιμά τη ναζιστική Γερμανία από την ΕΣΣΔ”». Την ίδια στιγμή, διάφοροι επιφανείς ηγέτες της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, όπως οι Άντλερ, Άτλι και Σκέβελενς, επισκέπτονταν τη Δημοκρατική Ισπανία εκφωνώντας βαρύγδουπους, υποκριτικούς λόγους. «Σύντροφοι», διαβεβαίωνε ο Σκέβελενς απευθυνόμενος στη γαλλοβελγική ταξιαρχία, «σας ορκίζομαι ότι θα πάρετε όπλα!».40

Αρχές του 1939 οι διεθνείς πιέσεις προς την κυβέρνηση του ισπανικού Λαϊκού Μετώπου (επικεφαλής της οποίας ήταν από τις 17 Μάη 1937 ο Σοσιαλιστής Χ. Νεγκρίν) έγιναν ακόμα πιο ασφυκτικές. Στις 10 Φλεβάρη, με τη διαμεσολάβηση των Βρετανών, οι δυνάμεις του Φράνκο κατέλαβαν τη νήσο Μινόρκα (η παράδοση μάλιστα έγινε πάνω στο βρετανικό θωρηκτό «Devonshire»), ενώ στις 14 Φλεβάρη η γαλλική κυβέρνηση αξίωσε με τελεσίγραφο την παράδοση της Μαδρίτης. Στις 27 Φλεβάρη, Γαλλία και Βρετανία αναγνώρισαν τη φασιστική Ισπανία διακόπτοντας τις διπλωματικές τους σχέσεις με την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου. Το ίδιο έπραξαν και μια σειρά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όπως το Εργατικό Κόμμα του Βελγίου. Στις 4-5 Μάρτη εκδηλώθηκε πραξικόπημα μ’ επικεφαλής το ηγετικό στέλεχος των Σοσιαλιστών Χ. Μπεστέιρο και το συνταγματάρχη Σ. Κασάντο. Με κεντρικό σύνθημα «κυβέρνηση χωρίς τους κομμουνιστές» οι Μπεστέιρο και Κασάντο σχημάτισαν μια «Εθνική Χούντα Άμυνας» η οποία, υπό το πρόσχημα της «έντιμης ειρήνης», άνοιξε τις πύλες της ισπανικής πρωτεύουσας στα φασιστικά στρατεύματα. Η Μαδρίτη έπεσε στις 28 Μάρτη 1939. Τρεις μέρες αργότερα -κι ενώ συντρίβονταν και οι τελευταίοι θύλακες αντίστασης- οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις της Σκανδιναβίας αναγνώρισαν «de jure» το φασιστικό καθεστώς.

Ούτε όμως στη Γαλλία το Λαϊκό Μέτωπο41 απέτρεψε την πορεία προς το φασισμό και τον πόλεμο. Σε διεθνές επίπεδο, η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου έπαιξε πρωταγωνιστικό ενεργό ρόλο στην υπονόμευση -κι εν τέλει την ήττα- του αγώνα του ισπανικού λαού κατά του φασισμού (όπως είδαμε ήδη πιο πάνω). Η πολιτική του λεγόμενου «κατευνασμού», δηλαδή της συνεννόησης και συμβιβασμού με τις δυνάμεις του Άξονα (με κορυφαία έκφραση τη Συμφωνία του Μονάχου – βλ. στη συνέχεια), που ακολούθησε, εφαρμόστηκε επίσης από τις δυνάμεις του Λαϊκού Μετώπου. Η Βουλή του 1939-1940, της περιόδου δηλαδή κατά την οποία η Γαλλία οδηγήθηκε στην εντυπωσιακή ήττα και συνθηκολόγηση με τη ναζιστική Γερμανία (σε μόλις 6 βδομάδες), δεν ήταν άλλη από τη Βουλή που αναδείχτηκε το 1936 μέσ’ από την εκλογική νίκη του Λαϊκού Μετώπου.

Αλλά και στο εσωτερικό, η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου υπήρξε το λιγότερο ανεκτική προς τις δυνάμεις του φασισμού. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της φασιστικής οργάνωσης «Cagoule» που το 1937 έγινε γνωστό ότι σχεδίαζε τη διενέργεια πραξικοπήματος και την επιβολή φασιστικής δικτατορίας στη Γαλλία. Έως τότε, η εν λόγω οργάνωση είχε προβεί σε μια σειρά δολοφονίες (κομμουνιστών, Ιταλών αντιφασιστών που είχαν καταφύγει στη Γαλλία κλπ.), βομβιστικές ενέργειες και δολιοφθορές (π.χ. σε φορτία που προορίζονταν για τη Δημοκρατική Ισπανία), ενώ προμηθευόταν όπλα από τη φασιστική Ιταλία. Παρόλ’ αυτά, η αστυνομία του Σοσιαλιστή υπουργού των Εσωτερικών του Λαϊκού Μετώπου M. Dormoy συνέλαβε μόλις 71 εξ αυτών κι «έκλεισε» την υπόθεση. Όλοι τους αποφυλακίστηκαν το 1939, παραμονές του πολέμου. Την ίδια χρονιά, η γαλλική βουλή έθεσε εκτός νόμου το Κομμουνιστικό Κόμμα (με πρωτοβουλία μάλιστα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, σύμφωνα με τον Χ. Λαρούζ), ενώ στη συνέχεια έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στο στρατηγό Φ. Πετέν και τη δωσιλογική κυβέρνηση του Βισί (στο νότιο τμήμα της Γαλλίας, που έως τα τέλη του 1942 δεν ήταν μεν υπό ναζιστική κατοχή, αλλά ουσιαστικά υπήρξε δορυφόρος του Άξονα).42

Η ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ

Στην πορεία προς το Β΄ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο (1939-1945), η διεθνής σοσιαλδημοκρατία υπήρξε συνεπέστατη στην άρνησή της να μετέχει σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία των κομμουνιστών για την αποτροπή του. Η Σοσιαλιστική Εργατική Διεθνής αρνήθηκε να λάβει μέρος, τόσο στο Διεθνές Αντιπολεμικό Συνέδριο του Άμστερνταμ (1932) όσο και των Βρυξελών (1935), απαγορεύοντας μάλιστα τη συμμετοχή στα μέλη της υπό την απειλή κυρώσεων.

Τουναντίον, η Συμφωνία του Μονάχου (1938)43, που χαιρετίστηκε από τις άρχουσες τάξεις όλου του κόσμου ως η«ειρήνη της εποχής μας»44 , έγινε δεκτή μ’ ενθουσιασμό και τυμπανοκρουσίες: «Η 2η Διεθνής, πιστό όργανο της παγκόσμιας αστικής τάξης, χαιρέτησε κι αυτή την “ειρήνη” του Μονάχου. Το αγγλικό εργατικό κόμμα συμμετέσχε στην προδοσία και είναι χαρακτηριστικό ότι οι δύο “Ιστορίες” του κόμματος… τόσο αυτή που εκδόθηκε στα 1946 όσο και η άλλη του 1950 δεν αναφέρουν λέξη για το Μόναχο». Ο ηγέτης της γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας και πρωθυπουργός του Λαϊκού Μετώπου Λ. Μπλουμ διαβεβαίωνε από τη μεριά του: «Τώρα μπορούμε να κοιμηθούμε πάλι ήσυχοι». Το ίδιο το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γαλλίας «τάχτηκε σχεδόν ομόφωνα υπέρ της ολέθριας πολιτικής του Μονάχου». Από τους 149 βουλευτές του στο γαλλικό κοινοβούλιο, μόνο ένας καταψήφισε μαζί με τους κομμουνιστές την κατάπτυστη συμφωνία. Γάλλοι και Βρετανοί σοσιαλδημοκράτες δε βρήκαν λέξη να πουν κατά της συμπαιγνίας των αρχουσών τάξεων των χωρών τους με τις φασιστικές κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας σε βάρος της Τσεχοσλοβακίας. Ταυτόχρονα υπήρξαν οι καλύτεροι κήρυκες της συνθηκολόγησης με τον Χίτλερ, δείχνοντας ανοχή προς στις βλέψεις της ναζιστικής Γερμανίας, «βλέποντας» ως τελικό στόχο την ίδια τη Σοβιετική Ένωση. Παρόμοια στάση κράτησαν και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Πολωνίας και της Ουγγαρίας. Ακόμα και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Τσεχοσλοβακίας υιοθέτησε την πολιτική της συνθηκολόγησης, καλώντας μάλιστα ανοιχτά το λαό ν’ αποδεχτεί τις απαιτήσεις των Ναζί. Μόνο αργότερα και όταν πλέον «διαπίστωσαν την ισχυρή αντίδραση της εργατικής τάξης ενάντια στη συναλλαγή του Μονάχου, τα κόμματα της 2ης Διεθνούς άρχισαν να εκδηλώνουν τη συνηθισμένη τους αντίθεση στα λόγια (όχι στην πράξη)».45

Το γεγονός, βέβαια, όπου η σοσιαλδημοκρατία ξεσπάθωσε πλήρως με αντικομμουνιστικό μένος, μη διστάζοντας να ευθυγραμμιστεί και να γίνει σύμμαχος του φασισμού, ήταν ο σοβιετοφινλανδικός πόλεμος (30 Νοέμβρη 1939-12 Μάρτη 1940). Με το Β΄ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο να έχει ήδη ξεκινήσει (1 Σεπτέμβρη 1939) και τη φασιστική στρατιωτική μηχανή να προελαύνει συνεχώς ανατολικά, η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου στη Φινλανδία τη σύναψη Συμφώνου Αμοιβαίας Βοήθειας. Η φινλανδική κυβέρνηση (ένας συνασπισμός μεταξύ του Σοσιαλδημοκρατικού και του Εθνικού Προοδευτικού Κόμματος)46 απέρριψε την πρόταση αυτή. Κατόπιν η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε στη Φινλανδία να μετατοπιστούν βορειότερα τα σοβιετοφινλανδικά σύνορα στον ισθμό της Καρελίας, επειδή απείχαν μόλις 32 χιλιόμετρα από το Λένινγκραντ, αφήνοντάς το έτσι εκτεθειμένο σε περίπτωση επίθεσης. Σε αντάλλαγμα η Σοβιετική Ένωση ήταν διατεθειμένη να παραχωρήσει στη Φινλανδία έκταση διπλάσιου μεγέθους στην περιοχή της Καρελίας. Ταυτόχρονα ζητούσε με μίσθωση μια μικρή έκταση στην είσοδο του Φιννικού Κόλπου, για να οργανώσει εκεί ναυτική βάση. Ωστόσο η κατά βάση σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Φινλανδίας, που υπολόγιζε στη στήριξη τόσο των «δημοκρατιών» (Βρετανίας, Γαλλίας και ΗΠΑ) όσο και των δυνάμεων του Άξονα, οδήγησε τις διαπραγματεύσεις σε ναυάγιο.

Όταν στις 30 Νοέμβρη 1939 άρχισαν οι πολεμικές συγκρούσεις, στο πλευρό της Φινλανδίας έσπευσαν όλοι: Βρετανία, Γαλλία, ΗΠΑ και φασιστική Ιταλία συνέδραμαν τους Φινλανδούς με στρατιωτικό υλικό, ενώ παράλληλα προετοιμαζόταν και η αποστολή εκστρατευτικού σώματος δύναμης 150.000 ανδρών, το οποίο όμως δεν έφτασε ποτέ, εφόσον επήλθε η γρήγορη νίκη του Κόκκινου Στρατού. Ένα γκολικό δημοσίευμα του 1943 θα σχολιάσει σχετικά με την υπόθεση: «Στα τέλη του 1939-1940 αποτυγχάνει η πολιτική και στρατιωτική συνωμοσία των Τσάμπερλεν και Νταλαντιέ που σκοπό είχε να προκαλέσει μια ανατροπή της κατάστασης σε βάρος της Σοβιετικής Ένωσης και να μπει τέλος στην αντιπαράθεση ανάμεσα στην αγγλογαλλική συμμαχία και τη Γερμανία μέσω ενός συμβιβασμού και μιας αντι-Κομιντέρν συμμαχίας. Η συνωμοσία αυτή συνίστατο στην αποστολή ενός αγγλογαλλικού εκστρατευτικού σώματος για να βοηθήσει τους Φινλανδούς και η επέμβασή του θα προκαλούσε μια εμπόλεμη κατάσταση με τη Σοβιετική Ένωση»47. Η Συνθήκη Ειρήνης με τη Φινλανδία υπογράφτηκε στις 12 Μάρτη 1940, ικανοποιώντας όλα τα αιτήματα της ΕΣΣΔ.

Όσον αφορά δε τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση συνασπισμού της Φινλανδίας, αυτή παρέμεινε στην εξουσία, ενώ διευρύνθηκε με τη συμμετοχή του Β. Ανάλα, στελέχους του φασιστικού κόμματος «Πατριωτικό Λαϊκό Κίνημα». Παράλληλα ενέτεινε τις αντικομμουνιστικές διώξεις (το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν παράνομο από το 1930), συλλαμβάνοντας δεκάδες μέλη και στελέχη του φινλανδικού Συνδέσμου Φιλίας με τη Σοβιετική Ένωση, απαγορεύοντας την κυκλοφορία της εφημερίδας του «Πυρσός» κι εν τέλει θέτοντας εκτός νόμου και τον ίδιο το Σύνδεσμο (Δεκέμβρης 1940).

Το Δεκέμβρη του 1940 ο πρωθυπουργός Ρ. Ριούτι έγινε πρόεδρος της Φινλανδίας, δίνοντας τη θέση του στον Τζ. Β. Ράνγκελ (επίσης τραπεζίτης, ανήκων κι αυτός στο ίδιο σύμμαχο Εθνικό Προοδευτικό Κόμμα της συγκυβέρνησης). Το αμέσως επόμενο διάστημα η φινλανδική κυβέρνηση πύκνωσε τις επαφές της με τη ναζιστική Γερμανία, ενώ άρχισαν και μυστικές συνομιλίες για την από κοινού διεξαγωγή πολέμου κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Σύντομα, πάνω από οι μισές εξαγωγές της Φινλανδίας (σε νίκελ, χαλκό κ.ά.) κατευθύνονταν προς τη Γερμανία. Οι τελευταίοι σταδιακά συγκέντρωναν όλο και περισσότερα στρατεύματα στο φινλανδικό έδαφος, στρατολογούσαν στα SS, έφτιαχναν υποδομές στρατιωτικής σημασίας κ.ο.κ. Στις 25 Ιούνη 1941, τρεις μέρες μετά από την έναρξη της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα», η Φινλανδία κήρυξε κι αυτή τον πόλεμο στη Σοβιετική Ένωση, ενώνοντας τις δυνάμεις της με τις υπόλοιπες χώρες του Άξονα.

Την ίδια περίοδο, «στην Άπω Ανατολή το γιαπωνέζικο σοσιαλιστικό κόμμα επευφημούσε τις νίκες του γιαπωνέζικου ιμπεριαλισμού και καλούσε στο δυνάμωμα του αντικομμουνιστικού συμφώνου (αντι-Κομιντέρν)»48.

Γενικότερα, κατά την πρώτη περίοδο του πολέμου η διεθνής σοσιαλδημοκρατία όξυνε τον αντικομμουνισμό, ανταγωνιζόμενη το φασισμό σε αντισοβιετισμό. Όταν το Φλεβάρη του 1940 -και μεσούσης της σοβιετοφινλανδικής διένεξης- συνήλθε έπειτα από μακρόχρονο λήθαργο στις Βρυξέλες η Εκτελεστική Επιτροπή της Σοσιαλιστικής Εργατικής Διεθνούς, κύριο αντικείμενο συζήτησης δεν ήταν η συγκέντρωση δυνάμεων «για τον αγώνα εναντίον του κινδύνου που συνιστούσε ο γερμανικός φασισμός, αλλά για ζητήματα καταπολέμησης του κομμουνισμού. Στις ομιλίες τους ο Μπλουμ και ο Σιτρίν49 κατηγορούσαν τους σοσιαλδημοκράτες των Σκανδιναβικών χωρών γιατί αργούσαν να αρχίσουν την κινητοποίηση για να βοηθήσουν την Φινλανδία. Τα ίδια συνθήματα έριχνε και ο Χίλφερντιγκ50 που προσπαθούσε να αποδείξει την ανάγκη άμεσης δράσης των Ενωμένων Πολιτειών εναντίον της ΕΣΣΔ. Μερικοί από τους ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας -ο Τάνερ (Φινλανδία), ο Πεϊέρ (Ουγγαρία)- υποστήριζαν ανοιχτά τους αντιδραστικούς φινλανδικούς κύκλους»51.

Η Σοσιαλιστική Διεθνής των Νέων, αφού διέγραψε όσες οργανώσεις-μέλη της παρέκκλιναν από την αντικομμουνιστική γραμμή της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας (όπως η Ενωμένη Σοσιαλιστική Νεολαία της Ισπανίας, η Ενωμένη Νέα Φρουρά των Βρυξελών, η Ένωση της Νεολαίας του βρετανικού Εργατικού Κόμματος κ.ά.), προχώρησε τον Οκτώβρη του 1939 στην ανοιχτή καταδίκη της ΕΣΣΔ. «Σε πολλές διακηρύξεις και εκκλήσεις τους οι ηγέτες της Σοσιαλιστικής Διεθνούς Νεολαίας επιμένανε για αποφασιστικές ενέργειες εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, ζητούσαν από τις κυβερνήσεις Τσάμπερλεν και Νταλαντιέ να οργανώσουν εκστρατευτικά σώματα και να τα στείλουν στην Φινλανδία, να επιβάλουν την αγγλική και γαλλική κυριαρχία στη Μαύρη Θάλασσα και να δράσουν αμέσως στρατιωτικά εναντίον της ΕΣΣΔ στον Καύκασο». Ο πρόεδρός της Τ. Νίλσον «και οι σύντροφοί του πρωτοστάτησαν στη συγκρότηση “σώματος εθελοντών”» για να πολεμήσει κατά της Σοβιετικής Ένωσης.52

Η ρεφορμιστική συνδικαλιστική Διεθνής του Άμστερνταμ, παρότι είχε στις γραμμές της 17,5 εκατομμύρια μέλη, δεν έκανε το παραμικρό για την αποτροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου, ενώ μετά από την έκρηξή του παρέλυσε εντελώς. Παρόλ’ αυτά, υπήρξε υπερδραστήρια στη διάρκεια του σοβιετοφιλανδικού πολέμου, συγκροτώντας ειδική Φινλανδική Επιτροπή, Φινλανδικό Ταμείο, τυπώνοντας χιλιάδες προκηρύξεις και φυλλάδια με αντισοβιετικό περιεχόμενο κ.ο.κ. Την ίδια περίοδο διέγραψε από τη δύναμή της 629 συνδικαλιστικές οργανώσεις με το αιτιολογικό ότι «ερωτοτροπούσαν με τους κομμουνιστές»53.

Σύμφωνα με τον J. Price, «από πολιτική άποψη η Σοσιαλιστική Εργατική Διεθνής έπαψε να υπάρχει μετά από την κατάρρευση της Γαλλίας»54. Η σοσιαλδημοκρατία ωστόσο συνέχισε να παίζει σε κάθε χώρα τον ποικιλόμορφο βρόμικο ρόλο της.

Στη Σουηδία, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Π. Α. Χάνσον, μετά από την κατάληψη της Δανίας και της Νορβηγίας από τα γερμανικά στρατεύματα, έδωσε το πράσινο φως στη ναζιστική Γερμανία να χρησιμοποιεί τα λιμάνια και τους σιδηροδρόμους της χώρας για τη μεταφορά έμψυχου κι άψυχου πολεμικού υλικού. Έτσι, «μέσα από τη Σουηδία άρχισε να διαμετακομίζεται γερμανικό πολεμικό υλικό με προορισμό την Φινλανδία. Γερμανικά μεταφορικά σκάφη μεταφέρανε εκεί στρατεύματα χρησιμοποιώντας για κρησφύγετο τα χωρικά ύδατα της Σουηδίας και μάλιστα ως το χειμώνα του 1942-1943 συνοδεύονταν από μονάδες του σουηδικού πολεμικού ναυτικού […] Η πιο ποικίλη βοήθεια -από τα πυρομαχικά ως τα δέματα τροφίμων- έφτανε από τη Σουηδία στη Φινλανδία». Ταυτόχρονα, η Σουηδία έγινε ο κύριος προμηθευτής της Γερμανίας στο απαραίτητο για την πολεμική της βιομηχανία σιδηρομετάλλευμα, το οποίο μετέφερε ανενόχλητα με δικά της πλοία (μιας και η ίδια ήταν δήθεν «ουδέτερη» χώρα). Η «σχέση» αυτή διακόπηκε από τη σουηδική πλευρά («σοφά» σκεπτόμενη), μόνο μετά από τις εποποιίες του Κόκκινου Στρατού στις μάχες του Στάλινγκραντ και του Κουρσκ το 1943.55

Όταν τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Δανία στις 9 Απρίλη 1940, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Θ. Στόουνινγκ δεν πρόβαλε καμιά απολύτως αντίσταση. Η κατάληψη της Δανίας πραγματοποιήθηκε σχεδόν αμαχητί (οι απώλειες του στρατού ήταν μόλις 16 άνδρες) και μέσα σε λίγες μόνο ώρες. Από τη μεριά τους οι Ναζί όχι μόνο δεν κατέλυσαν τις αρχές τοποθετώντας στη θέση τους κάποια κυβέρνηση δωσίλογων (όπως έπραξαν στις υπόλοιπες χώρες που κατέλαβαν), αλλά άφησαν ανέγγιχτη τη κυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών (στην οποία απλά προστέθηκαν και αντιπρόσωποι από άλλα αστικά κόμματα), υποσχόμενοι μάλιστα ελάχιστη παρεμβατικότητα στα εσωτερικά της χώρας. Ο στρατός της Δανίας διατηρήθηκε και δεν αφοπλίστηκε. Τα αστικά κόμματα επίσης διατηρήθηκαν. Το μόνο κόμμα που απαγορεύτηκε ήταν -ποιο άλλο;- το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η κυβέρνηση του Στόουνινγκ συνέλαβε εκατοντάδες κομμουνιστές οι οποίοι στάλθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Horserod (Δανία) και κατόπιν του Stutthof (Γερμανία), όπου πολλοί εξ αυτών άφησαν την τελευταία τους πνοή. Από το Σεπτέμβρη του 1943 στο Horserod άρχισαν να στέλνονται και μέλη της δανικής αντίστασης, καθώς κι Εβραίοι της Δανίας. Αμέσως μετά από την εισβολή του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση συγκροτήθηκαν δανικά «εθελοντικά σώματα» προκειμένου να πολεμήσουν στο Ανατολικό Μέτωπο, ενώ το Νοέμβρη του 1941 η Δανία προσχώρησε και στο Αντι-Κομιντέρν Σύμφωνο. Στις εκλογές του 1943 οι Σοσιαλδημοκράτες ενίσχυσαν τα ποσοστά τους (από 42,9% σε 44,5%), ενώ το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα της Δανίας παρέμεινε στάσιμο (γύρω στο 2%). Μάλλον δε χρειαζόταν… Ωστόσο οι μαζικές απεργίες και οι διαδηλώσεις που ξέσπασαν το καλοκαίρι του ίδιου έτους (απόρροια και της γενικότερης αισιοδοξίας – ανάτασης που επέφεραν οι νίκες του Κόκκινου Στρατού) έφεραν την κυβέρνηση σε πολύ δύσκολη θέση. Έτσι, όταν οι γερμανικές αρχές απαίτησαν την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου, εκείνη αρνήθηκε. Ως αποτέλεσμα διαλύθηκε η βουλή, ενώ η κυβέρνηση συνέχισε να υφίσταται μόνο de jure.

Στην Ουγγαρία, όπου στην εξουσία βρισκόταν η φασιστική δικτατορία του Χόρτι και η οποία έλαβε μέρος στον πόλεμο με τις δυνάμεις του Άξονα, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα διατηρήθηκε επίσης στη νομιμότητα.

Στην Ολλανδία οι σοσιαλδημοκράτες μετείχαν από κοινού με τα υπόλοιπα αστικά κόμματα και παράγοντες της Εκκλησίας στην «Ένωση των Κάτω Χωρών», μια πολιτική οργάνωση που συγκροτήθηκε με την άδεια του Ραϊχκομισάριου Τσάις Ίνκβαρτ, αφότου το Ολλανδικό φασιστικό κόμμα δεν κατάφερε ν’ αποκτήσει μαζική λαϊκή βάση. Σε μια από τις πρώτες διακηρύξεις της τον Ιούλη του 1940 η «Ένωση των Κάτω Χωρών» διαβεβαίωνε πως «έχει την πρόθεση να συνεργαστεί νομιμόφρονα με τις αρχές κατοχής»56.

Στο Βέλγιο, ο πρόεδρος του Εργατικού Κόμματος Χ. ντε Μαν (και σύμβουλος του βασιλιά Λεοπόλδου), εξέδωσε με την κατάληψη της χώρας από τους Ναζί ένα μανιφέστο προς όλα τα μέλη του κόμματος, με το οποίο χαρακτήριζε τη γερμανική κατοχή ως καλοδεχούμενη. «Για τις εργαζόμενες μάζες και για το σοσιαλισμό», τόνιζε, «αυτή η κατάρρευση ενός παρηκμασμένου κόσμου δεν είναι καταστροφή, αλλά λύτρωση»!57

Στη Γαλλία ο ΓΓ του Σοσιαλιστικού Κόμματος και τέως υπουργός του Λαϊκού Μετώπου Π. Φορ υποστήριξε ανοιχτά τη δωσιλογική κυβέρνηση του Βισί, οδηγώντας στην πλήρη αποδιοργάνωση της γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας (παρά τη στάση του αυτή, ο ίδιος δε διαγράφτηκε από το Σοσιαλιστικό Κόμμα παρά μόνο το 1944). Ο Π. Φορ, βαθύτατα αντικομμουνιστής, υπήρξε εθνοσύμβουλος και του πρώτου δωσιλογικού κοινοβουλίου, μαζί με μια σειρά άλλους πρώην «αριστερούς».58 Στα μεσαία κλιμάκια του κρατικού μηχανισμού του καθεστώτος Βισί υπηρέτησε έως το 1943 και ο μετέπειτα Σοσιαλιστής πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Μιτεράν.59

Άλλοι σοσιαλδημοκράτες φασιστικών ή κατεχόμενων χωρών, που έγιναν αυτοεξόριστοι, έθεσαν εαυτούς στην υπηρεσία των αρχουσών τάξεων των ιμπεριαλιστικών κρατών που τους «φιλοξενούσαν». Το αμερικανικό παράρτημα της οργάνωσης του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στο εξωτερικό (SOPADE), για παράδειγμα, υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριο «στην ενίσχυση του αντικομμουνισμού μέσα στα αμερικανικά συνδικάτα»60. Ένα από τα πιο επιφανή στελέχη της δε, ο Φρ. Στάμπφερ, έφτασε -σύμφωνα με τον Ου. Φόστερ- στο σημείο «να ζητήσει στη Ν. Υόρκη τη συμμαχία με τον Χίτλερ για να στραφούν όλα τα όπλα ενάντια στη Σοβιετική Ένωση»61.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας ως πολιτικής δύναμης δεν αναιρεί τον ηρωισμό και την αυτοθυσία που επέδειξαν χιλιάδες εργάτες κι εργάτριες, φτωχοί αγρότες, απλά μέλη και οπαδοί των σοσιαλδημοκρατικών και άλλων κομμάτων, μη κομμουνιστές, που πολέμησαν το φασισμό δίπλα στους κομμουνιστές ή κι έχασαν τη ζωή τους, στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα εκτελεστικά αποσπάσματα κ.ο.κ.

Η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο καρφώνεται στη καρδιά του φασιστικού κτήνους

Η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο καρφώνεται στη καρδιά του φασιστικού κτήνους

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Σοσιαλδημοκρατία και φασισμός αποτέλεσαν ιστορικά διαφορετικές αστικές επιλογές επιβολής της εξουσίας του κεφαλαίου, ελέγχου και καταναγκασμού της εργατικής τάξης, σε διαφορετικές περιόδους ανάπτυξης του καπιταλισμού. Με τη μεν πρώτη ν’ αποτελεί βασική κυβερνητική επιλογή σε συνθήκες επαναστατικής ανόδου για τη χειραγώγησή της και στη συνέχεια, μεταπολεμικά, ως διαχειρίστριας της κεϋνσιανής πολιτικής, σε φάση καπιταλιστικής ανασυγκρότησης κι ανάπτυξης πάνω στα συντρίμμια του πολέμου. Τη δε δεύτερη, να επιβάλλεται σε περιόδους αδυναμίας -και της σοσιαλδημοκρατίας- ν’ απορροφήσει την αστική-πολιτική κρίση, όπου οι αστικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες δεν είναι πλέον αποτελεσματικές κι απαιτούνται πιο αυταρχικές-δικτατορικές λύσεις.

Η αναζήτηση από τη μεριά του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος συμμαχιών με τη σοσιαλδημοκρατία στο πλαίσιο της συγκρότησης «Λαϊκών Μετώπων» για την αντιμετώπιση του φασιστικού κινδύνου (7ο Συνέδριο Κομμουνιστικής Διεθνούς) παραγνώριζε όλη την προηγούμενη εμπειρία του επαναστατικού κινήματος από το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας. Ένα ρόλο, τον οποίο όχι μόνο δε θ’ αποποιηθεί την κρίσιμη εκείνη περίοδο, αλλά θα «τιμήσει» πιστά και με συνέπεια όλα τα επόμενα χρόνια. Ακολούθως, αυτή η αναζήτηση συμμαχιών -ακόμα κι εκεί που δεν υλοποιήθηκε στον ίδιο βαθμό ή με τον ίδιο τρόπο- είχε πολλαπλές συνέπειες για την πορεία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, οδηγώντας σε απαράδεκτους συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, τόσο στον ιδεολογικοπολιτικό, όσο και τον οργανωτικό τομέα (π.χ. με τη διάλυση ή τη συγχώνευση των ταξικών συνδικάτων με τα ρεφορμιστικά, με τη συγχώνευση – σε ορισμένες περιπτώσεις – ακόμα και των νεολαιών των κομμουνιστικών κομμάτων με τις αντίστοιχες των σοσιαλιστικών κ.ο.κ.). Η εμπειρία της εν λόγω περιόδου εμπεριέχει πράγματι πολύτιμα διδάγματα για τη στρατηγική και την πολιτική συμμαχιών των κομμουνιστικών κομμάτων, με διαχρονική σημασία.

Σήμερα, η αναβίωση της πεπαλαιωμένης όσο και σάπιας θεωρίας των «δύο άκρων» έρχεται για μια ακόμη φορά να συσκοτίσει τις πραγματικές κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές αντιθέσεις που ενυπάρχουν στην καπιταλιστική κοινωνία, με συχνές αναφορές μάλιστα στην ιστορική εμπειρία του φασισμού και του πολέμου. Όμως, όπως και σήμερα, έτσι και τότε, η βασική αντίθεση δεν ήταν μεταξύ της «δημοκρατίας» και των «φασιστικών καθεστώτων», αλλά μεταξύ της αστικής εξουσίας (είτε αυτή εκφραζόταν μέσ’ από τον αστικό κοινοβουλευτισμό είτε μέσ’ από την αστική δικτατορία κάθε μορφής) και της εργατικής. Στα παραπάνω έγκειται η θεμελιακή αντίθεση της εποχής μας, που μπορεί να λυθεί -και θα λυθεί- μόνο με την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του νέου κόσμου, του σοσιαλισμού.

Του Αναστάση Γκίκα (μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ)

Αναδημοσίευση από την Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τεύχος 1, 2014

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Η1΄-Η2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1962, σελ. 506. «Στη ρεφορμιστική τάση», σημειώνεται στο ίδιο, «ανήκαν ονομαστοί κοινοβουλευτικοί παράγοντες, όπως ο Τουράτι, ο Τρέβες, ο Μοντιλιάνι, που ήταν πολλά χρόνια επικεφαλής του σοσιαλιστικού κόμματος, καθώς και πολλά συνδικαλιστικά στελέχη, όπως ο Ντ’ Αραγκόνα, ο Ριγκόλα, ο Μπουότσι, ο Μπαλτέζι».

2. «Τον Ιανουάριο του 1921 έγινε στο Λιβόρνο συνέδριο του σοσιαλιστικού κόμματος όπου πήραν μέρος αντιπρόσωποι 172 χιλ. κομματικών μελών. Η απόφαση των αριστερών που ζητούσαν την ανεπιφύλακτη προσχώρηση στην Κομμουνιστική Διεθνή και τη διαγραφή των ρεφορμιστών από το κόμμα συγκέντρωσε 58 χιλ. ψήφους, η απόφαση των ρεφορμιστών 14 χιλ. και η απόφαση των μαξιμαλιστών [σ.σ. κεντριστών], που προέβλεπε την προσχώρηση στην Κομμουνιστική Διεθνή, αλλά απόρριπτε την πρόταση για τη διαγραφή της ρεφορμιστικής πτέρυγας από το κόμμα, συγκέντρωσε 98 χιλ. ψήφους. Ύστερα από την ψηφοφορία που έγινε στις 21 Ιανουαρίου οι αριστεροί, αφού δήλωσαν πως αποσχίζονται από το σοσιαλιστικό κόμμα, εγκαταλείψανε το συνέδριο τραγουδώντας τη “Διεθνή”. Την ίδια μέρα οργάνωσαν το ιδρυτικό συνέδριο του κομμουνιστικού κόμματος της Ιταλίας» (Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Η1΄-Η2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1962, σελ. 512-513).

3. «Popolo d’ Italia», 22 Μάη 1921, στο Ρ. Π. Ντατ: «Σοσιαλδημοκρατία και Φασισμός», ΚΟΜΕΠ, τ. 6/2009, σελ. 125.

4. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Η1΄-Η2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1962, σελ. 515.

5. «Αποσπάσματα του Λαού»: Μια από τις μαζικότερες και μαχητικότερες αντιφασιστικές οργανώσεις στην οποία μετείχαν και οι κομμουνιστές. Το καλοκαίρι του 1921 η οργάνωση διέθετε σχεδόν 20.000 μέλη.

6. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Η1΄-Η2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1962, σελ. 515.

7. Οι διαγραφέντες συγκρότησαν τον επόμενο μήνα το Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο, το 1930, επανεντάχτηκε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα.

8. Ρ. Π. Ντουτ: «Σοσιαλδημοκρατία και Φασισμός», ΚΟΜΕΠ, τ. 6/2009, σελ. 125-126.

9. Αναφέρεται στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα (που προήλθε από το πρώτο το 1922 με τη διαγραφή της ρεφορμιστικής του μειοψηφίας – βλ. πιο πάνω).

10. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Θ1΄-Θ2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1963, σελ. 100.

11. Καντελόρο: «Το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ιταλία», όπως παρατίθεται στο Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος», τ. Β΄, εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα, 1959, σελ. 138.

12. Στις εκλογές της 14ης Σεπτέμβρη 1930 οι Σοσιαλδημοκράτες ήρθαν και πάλι πρώτο κόμμα, αν κι έχασαν 5 ποσοστιαίες μονάδες (24,53%). Δεύτερο ήρθε το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Α. Χίτλερ (του οποίου η εκλογική δύναμη εκτοξεύτηκε από το 2,6% στο 18,25%). Το Κομμουνιστικό Κόμμα αναδείχτηκε τρίτο, αυξάνοντας τα ποσοστά του κατά 2,53% (13,13%).

13. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Θ1΄-Θ2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1963, σελ. 268.

14. Wolfgang Ruge, «Weimar, Republik auf Zeit», εκδ. «VEB Deutscher Verlag», 1982, σελ. 262, στο Χρήστου Μπαλωμένου: «Από τον οπορτουνισμό στην αστική διακυβέρνηση. Το ιστορικό παράδειγμα του SPD», ΚΟΜΕΠ, τ. 4-5/2012, σελ. 162.

15. Οι Σοσιαλδημοκράτες έλαβαν 21,58% (-2,55%) και το Κομμουνιστικό Κόμμα, που ήρθε τρίτο, 14,32% (+1,19%).

16. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 479.

17. Η. Winkler: «Βαϊμάρη, η Ανάπηρη Δημοκρατία», εκδ. «Πόλις», Αθήνα, 2010, σελ. 254-255.

18. Χρήστου Μπαλωμένου: «Από τον οπορτουνισμό στην αστική διακυβέρνηση. Το ιστορικό παράδειγμα του SPD», ΚΟΜΕΠ, τ. 4-5/2012, σελ. 163.

19. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Θ1΄-Θ2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1963, σελ. 273 και Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος», τ. Β΄, εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα, 1959, σελ. 480-481. Συγκεκριμένα, οι κομουνιστές πρότειναν στους σοσιαλδημοκράτες τη συγκρότηση ενιαίου μετώπου κατά του φασισμού τον Απρίλη του 1932, στις 29 Ιούλη 1932, στις 30 Γενάρη 1933 και στη 1 Μάρτη 1933.

20. Χρήστου Μπαλωμένου: «Από τον οπορτουνισμό στην αστική διακυβέρνηση. Το ιστορικό παράδειγμα του SPD», ΚΟΜΕΠ, τ. 4-5/2012, σελ. 163. Ο στρατηγός Σλάιχερ διετέλεσε προτελευταίος καγκελάριος της Γερμανίας πριν τον Α. Χίτλερ το διάστημα 2 Δεκέμβρη 1932-28 Γενάρη 1933.

21. Χρήστου Μπαλωμένου: «Από τον οπορτουνισμό στην αστική διακυβέρνηση. Το ιστορικό παράδειγμα του SPD», ΚΟΜΕΠ, τ. 4-5/2012, σελ. 164.

22. Συγκεκριμένα έλαβαν: Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα 11,73 εκ. ψήφους (33,09%), το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 7,25 εκ. (20,44%), το Κομμουνιστικό Κόμμα 5,98 εκ. (16,86%), το Κόμμα του Κέντρου 4,23 εκ. (11,93%) και το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα 3,79 εκ. (10,69%).

23. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Θ1΄-Θ2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1963, σελ. 275.

24. Χέκερτ Φ., Τι συμβαίνει στη Γερμανία;, Βερολίνο, 1945 Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 482.

25. «Η Κομμουνιστική Διεθνής, 1919-1943», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2009, σελ.172.

26. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 483.

27. Οι απόψεις αυτές διατυπώθηκαν στο συνέδριο της Σοσιαλιστικής Εργατικής Διεθνούς στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1933. Βλ. Ι. Krivoguz: «The Second International, 1889-1914», εκδ. «Progress», Moscow, 1989, σελ. 377.

28. Βλ. H. A. Marquand et al, «Organized labor in four continents», σελ. 104 και F. Heckert, «What is happening in Germany?», σελ. 22, στο Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος», τ. Β΄, εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα, 1959, σελ. 100.

29. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος», τ. Β΄, εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα, 1959, σελ. 101.

30. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 483 και Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος», τ. Β΄, εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα, 1959, σελ. 100.

31. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 483 και Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Θ1΄-Θ2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1963, σελ. 435-436.

32. R. P. Dutt, «Fascism and Social Revolution», εκδ. «Proletarian Publishers», Chicago, 1974, σελ. 163.

33. Ο. Bauer, «Tactical Lessons of the Austrian Catastrophe», στο «International Information», 8 Μάρτη 1934, R. P. Dutt, «Fascism and Social Revolution», εκδ. «Proletarian Publishers», Chicago, 1974, σελ. 163.

34. Βλ. Ο. Μπάουερ: «Η Αυστριακή Δημοκρατία μέσα στις φλόγες», σελ. 34, στο Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος», τ. Β΄, εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα, 1959, σελ. 100 και Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 502.

35. Βλ. αντίστοιχα Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 525 και Θανάση Παπαρήγα: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1996, σελ. 38-39. Η εξέγερση των Αστουριών ξεκίνησε ως απεργία των εργαζομένων στα ορυχεία και τελικά καταπνίγηκε στο αίμα έπειτα από επέμβαση του στρατού (συντονιστής της οποίας υπήρξε ο μετέπειτα φασίστας δικτάτορας Φ. Φράνκο). Ως αποτέλεσμα, σχεδόν 3.000 εργάτες δολοφονήθηκαν, ενώ άλλοι 30.000-40.000 φυλακίστηκαν.

36. «Κομμουνιστική Διεθνής, 1919-1943», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2009, σελ. 192.

37. Θανάση Παπαρήγα: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1996, σελ. 39.

38. «Σύμφωνα με τα στοιχεία της πρεσβείας στη Μαδρίτη», αναφέρει ο Θ. Παπαρήγας, «οι ΗΠΑ έδωσαν συνολικά 1.886.000 τόνους καυσίμων, ενώ τρεις εταιρίες (η Φορντ, η Στουντεμπέικερ και η Τζένεραλ Μότορς) έδωσαν 12.000 φορτηγά.» (Θανάση Παπαρήγα: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1996, σελ. 50). Για τη Βρετανία βλ. R. Fraser, «Blood of Spain: An Oral History of the Spanish Civil War», εκδ. «Pantheon», New York, 1979, σελ. 279, 410.

39. Το σπάσιμο του εμπάργκο δεν ήταν απλή υπόθεση: Χιλιάδες φορτία κατασχέθηκαν στα σύνορα με τη Γαλλία, ενώ πολλά σοβιετικά πλοία δέχτηκαν επίθεση και βυθίστηκαν στην προσπάθειά τους να μεταφέρουν βοήθεια στο μαχόμενο ισπανικό λαό. Η

ΕΣΣΔ κινδύνεψε να χάσει το μισό εμπορικό της στόλο σ’ αυτήν την προσπάθεια. Παρόλ’ αυτά, η σοβιετική βοήθεια υπήρξε πολύτιμη, μετρώντας συνολικά 806 αεροπλάνα, 362 τανκς και 1.555 πυροβόλα όπλα (χώρια η βοήθεια σε τεχνική υποστήριξη και ανθρώπινο δυναμικό). Βλ. Academy of Sciences of the USSR, «International Solidarity with the Spanish Republic, 1936-1939», εκδ. «Progress», Moscow, 1974, σελ. 329-330.

40. Θανάση Παπαρήγα: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1996, σελ. 41-42.

41. Το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία συγκροτήθηκε στις 30.5.1935 από το Κομμουνιστικό, το Σοσιαλιστικό, το Ριζοσπαστικό, το Ριζοσπαστικό-Σοσιαλιστικό και το Δημοκρατικό-Σοσιαλιστικό Κόμμα. Την επόμενη χρονιά το Μέτωπο κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος Λ. Μπλουμ. Το ΚΚΓ δε μετείχε στην κυβέρνηση, στήριξε όμως την κοινοβουλευτική πλειοψηφία του Λαϊκού Μετώπου έως την έκρηξη του ισπανικού εμφυλίου, όταν και διαφώνησε με τη στάση των Σοσιαλιστών-Ριζοσπαστών και ήρε την υποστήριξή του. Ο Λ. Μπλουμ παρέμεινε πρωθυπουργός έως τις 10 Απρίλη 1938 (παρεμβλήθηκε η πρωθυπουργία του Κ. Σοτά του Ριζοσπαστικού Κόμματος, 22 Ιούνη 1937 – 13 Μάρτη 1938), όταν τον διαδέχτηκε ο Ε. Νταλαντιέ (ηγέτης του Ριζοσπαστικού-Σοσιαλιστικού Κόμματος).

42. Χ. Λαρούζ : «Ο οπορτουνισμός στο ενιαίο μέτωπο ενάντια στο φασισμό: Οι διεθνείς πηγές του», στην ΚΟΜΕΠ, τ.1/2009, σελ. 86, Θανάση Παπαρήγα: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1996, σελ. 35, «Κομμουνιστική Διεθνής, 1919-1943», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2009, σελ. 183-184.

43. Η Συμφωνία του Μονάχου, που επιτεύχθηκε μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας από τη μια και της Γαλλίας και της Βρετανίας από την άλλη, υπογράφτηκε στις 30 Σεπτέμβρη 1938 και προέβλεπε το διαμελισμό και τελικά την παράδοση της Τσεχοσλοβακίας στον Χίτλερ, ενώ ουσιαστικά άνοιγε διάπλατα το δρόμο της φασιστικής πολεμικής μηχανής προς Ανατολάς (δηλαδή τη Σοβιετική Ένωση). Μόνο η ΕΣΣΔ προθυμοποιήθηκε να συνδράμει την Τσεχοσλοβακία. Η τσεχοσλοβακική κυβέρνηση ωστόσο επέλεξε να μην αξιοποιήσει το σχετικό σύμφωνο μεταξύ των δύο χωρών που προέβλεπε τη σοβιετική στρατιωτική βοήθεια σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης.

44. Η ρήση ήταν του Βρετανού πρωθυπουργού Ν. Τσάμπερλεν και διατυπώθηκε σε λόγο του στις 30 Σεπτέμβρη 1938 κατά την επιστροφή του από το Μόναχο, όπου μόλις είχε υπογραφεί η σχετική συμφωνία.

45. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 533-534.

46. Στις εκλογές τον Ιούλη του 1939 το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα είχε έρθει πρώτο με μεγάλη διαφορά συγκεντρώνοντας το 39,77% των ψήφων. Πρωθυπουργός ορίστηκε ο πρώην τραπεζίτης Ρίστο Ριούτι του κατά πολύ μικρότερου Εθνικού Προοδευτικού Κόμματος (4,81%), με το οποίο οι σοσιαλδημοκράτες σχημάτισαν κυβέρνηση.

47. «Petite encyclopedie politique du monde», σελ. 136.

48. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 534. Το αντι-Κομιντέρν Σύμφωνο (κατά της Κομμουνιστικής Διεθνούς δηλαδή) υπογράφτηκε στις 25 Νοέμβρη 1936 μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Τα επόμενα χρόνια στο Σύμφωνο προσχώρησαν άλλες 10 χώρες.

49. Στέλεχος του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος και ΓΓ του βρετανικού Συμβουλίου των Συνδικάτων. Ο Σιτρίν έγινε ιδιαίτερα γνωστός στη χώρα μας το 1945, όταν ανέλαβε κεντρικό ρόλο στην αντιμετώπιση του Εργατικού Αντιφασιστικού Συνασπισμού (ΕΡΓΑΣ) και την αποκατάσταση του κρατικά ενσωματωμένου συνδικαλισμού.

50. Στέλεχος του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος κι εκπρόσωπός του στη Σοσιαλιστική Εργατική Διεθνή.

51. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Ι1΄-Ι2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1965, σελ. 824-825.

52. Ό.π., σελ. 825.

53. Ό.π., σελ. 825-826.

54. J. Price, «The International Labour Movement», εκδ. «Oxford University Press», London, 1945, σελ. 216.

55. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Ι1΄-Ι2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1965, σελ. 393-394.

56. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Ι1΄-Ι2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1965, σελ. 85.

57. Στο Μ. Mazower, «Black Continent: Europe’s Twentieth Century», εκδ. «Palgrave/ Macmillan», New York, 1994, σελ. 144.

58. «The Montreal Gazette», 25 Γενάρη 1941. Βλ. επίσης T.C. Imlay, «Facing the Second World War: Strategy, politics and Economics in Britain and France, 1938-1940», εκδ. «Oxford University Press», Oxford, 2003, ιδιαίτερα σελ.141-185.

59. R. Belot, «La Résistance sans De Gaulle», εκδ. «Fayard», Paris, 2006.

60. «Biographisches Handbuch», p. 720, στο:http://www.jewishgen.org/austriaczech/ towns/kolodeje/stampfer.html

61. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 587.

Η αντιμετώπιση του ΚΚΕ από το αστικό κράτος την περίοδο του μεσοπολέμου (1918-1936)

Η αντιμετώπιση του εργατικού-κομμουνιστικού κινήματος στα πρώτα του βήματα

Η αντιμετώπιση του εργατικού-κομμουνιστικού κινήματος στα πρώτα του βήματα


«Οι μορφές των αστικών κρατών είναι εξαιρετικά ποικίλες,

η ουσία τους όμως είναι μία: Ολα αυτά τα κράτη,

είτε έτσι είτε αλλιώς, μα σε τελευταία ανάλυση υποχρεωτικά,

είναι δικτατορία της αστικής τάξης»1

Η αντιμετώπιση του σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού κινήματος υπήρξε προτεραιότητα για την αστική τάξη της χώρας μας και το κράτος της, πριν ακόμα την ίδρυση του ΣΕΚΕ. Ολα τα μέτρα που επιστρατεύτηκαν, είτε με τη μορφή έμμεσων είτε με τη μορφή άμεσων παρεμβάσεων (κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, νομικό οπλοστάσιο, καταστολή κοκ.), αποσκοπούσαν ακριβώς σ’ αυτό: Στο να προληφθεί ο κίνδυνος «ο οποίος θα ενεφανίζετο με τας νέας θεωρίας […] να ίδωμεν τους αγρότας, εργάτας της εξοχής, και τους βιομηχανικούς εργάτας των πόλεων συνενούμενους διά να παραβώσιν ευχερώς το κράτος των νόμων, στρεφόμενοι εις το να σείσωσι τα θεμέλια αυτού»2.

Η λειτουργία των μεθόδων αντιμετώπισης του κινήματος της εργατικής τάξης και ειδικότερα του κόμματός της, όπως τουλάχιστον σχεδίαζαν κι ευελπιστούσαν οι εμπνευστές τους, έμελλε να είναι διπλή: α) Ν’ αντιμετωπιστεί η εξάπλωση των «ανατρεπτικών» θεωριών και πρακτικών (δηλαδή του κομμουνισμού και της ταξικής γραμμής στο συνδικαλιστικό κίνημα) και β) να ενισχυθούν οι παράγοντες κοινωνικής συνοχής-ενσωμάτωσης σε όφελος του καπιταλιστικού συστήματος (κάνοντας «παραχωρήσεις», εξαγοράζοντας τμήματα της εργατικής τάξης κλπ.).

Σε κάθε περίπτωση, η αντιμετώπιση από την αστική τάξη και το κράτος της του Κομμουνιστικού Κόμματος ως κόμματος της εργατικής τάξης, ως πρωτοπορίας του εργατικού κινήματος και ως φορέα της επαναστατικής ιδεολογίας του μαρξισμού-λενινισμού, υπήρξε πολύμορφη και πολυδιάστατη, επιδεικνύοντας μεγάλα περιθώρια ευελιξίας, αλλά κι ευρηματικότητας.

Το εύρος και η ένταση της αστικής καταστολής από τα γεννοφάσκια του Κόμματος -σε μια περίοδο δηλαδή όπου το ΚΚΕ δεν αποτελούσε ακόμα παρά μια μικρή σχετικά οργανωμένη δύναμη- συνδέεται άμεσα με τον τρόμο που είχε προκαλέσει τότε στις άρχουσες τάξεις όλου του κόσμου το επαναστατικό κύμα σε Ρωσία, Γερμανία, Ουγγαρία κ.α. Οπως βεβαίως είχε να κάνει και με τη συνεπή επαναστατική γραμμή που πήρε το ίδιο το Κόμμα, με την τολμηρή του στάση απέναντι στη Μικρασιατική Εκστρατεία, τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στην Ουκρανία κ.ο.κ.

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ – ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΕΙΣ ΚΙ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ

Τα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Βενιζέλου (1910-1914), ψηφίστηκαν μια σειρά μέτρα αναφορικά με τις συνθήκες εργασίας, την υγιεινή και ασφάλεια, το ωράριο, τους μισθούς κ.ο.κ.3 Πρόκειται για μέτρα που αφενός πάρθηκαν υπό το βάρος της ανάπτυξης των εργατικών διεκδικήσεων σε συνθήκες καπιταλιστικής ανάπτυξης, αφετέρου δε προωθήθηκαν στο πλαίσιο μιας πολιτικής αστικού εξορθολογισμού κι εκσυγχρονισμού του κράτους κατά τα πρότυπα των ανεπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών, συμβάλλοντας έτσι και στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που απαιτούσε η καπιταλιστική συσσώρευση της περιόδου. Ταυτόχρονα, οι όποιες «φιλεργατικές» μεταρρυθμίσεις και παραχωρήσεις έγιναν εκείνη την εποχή είχαν στόχο α) τη μεγαλύτερη δυνατή απορρόφηση των κοινωνικών κραδασμών της εκβιομηχάνισης και
β) την ευρύτερη δυνατή ενσωμάτωση των εργατικών λαϊκών μαζών, αποτρέποντας έτσι μια ενδεχόμενη μετεξέλιξή τους σε κοινωνική δύναμη μ’ επαναστατικά χαρακτηριστικά (όπως συνέβαινε σε άλλα κράτη της Ευρώπης το ίδιο διάστημα).

Η απάντηση του Ε. Βενιζέλου στις ενστάσεις που πρόβαλλαν οι κεφαλαιοκράτες ενόψει της ψήφισης των εν λόγω μέτρων συνοψίζει με τον καλύτερο ίσως (δικό του) τρόπο το παραπάνω σκεπτικό: «Κύριοι, αν δεν κάνουμε σήμερα τας νομίμους υποχωρήσεις εις τους εργαζόμενους, αύριον θα μας πάρουν με επανάστασιν πολύ περισσότερα»4.

Την ίδια περίοδο τέθηκαν επίσης τα θεμέλια της συνδικαλιστικής νομοθεσίας (Ν. 281/1914). Το ιδεολογικοπολιτικό υπόβαθρο, ο ταξικός χαρακτήρας και η σκοπιμότητα του εν λόγω νόμου γίνονταν ξεκάθαρα από την εισαγωγή του ακόμη: «Ο συνεταιρισμός», έγραφε, «αποτελεί μεγίστην σήμερον κοινωνικήν δύναμιν, κινουμένην και δρώσαν επ’ ωφελεία του κοινωνικού συνόλου, βαδίζουσα δε παραλλήλως του επισήμου συνεταιρισμού του Κράτους, όπερ πολλάκις βοηθεί ουσιωδώς εις εκπλήρωσιν των σκοπών του. Αλλ’ ουχί σπανίως είναι δυνατόν ο συνεταιρισμός, η ένωσις των πλειόνων προς επιδίωξιν κοινού συμφέροντος, ν’ αποβαίνει στοιχείον εχθρικόν προς την κοινωνίαν και επικίνδυνον διά την πολιτείαν. Επομένως το Κράτος προς προάσπισιν αυτής της πολιτειακής και κοινωνικής τάξεως, δικαιούται και υποχρεούται να ρυθμίζει διά νόμων τα της συστάσεως και λειτουργίας των συνεταιρισμών, να κρατεί δε υπό την ανωτέραν αυτού εποπτείαν την δράσιν αυτών».5

Μ’ άλλα λόγια, το αστικό κράτος προσέβλεπε στη μετατροπή των εργατικών ενώσεων σε «κοινωνικό εταίρο», σε πυλώνα στήριξης και όχι υπονόμευσης της αστικής εξουσίας. Ετσι, προκειμένου ν’ αποτραπεί η σύσταση και λειτουργία οργανώσεων «εχθρικά» διακείμενων προς την άρχουσα τάξη ή «επικίνδυνων» για τη διατήρηση της πολυπόθητης «εργασιακής ειρήνης», το κράτος σχεδίασε κι επέβαλε ένα νομικό πλαίσιο που θα του επέτρεπε να εποπτεύει τη συνδικαλιστική δραστηριότητα από την αρχή ως το τέλος, επεμβαίνοντας κατά το δοκούν όπου και όποτε αυτό κρινόταν απαραίτητο. Αν η διοικητική ή εποπτική αρχή «διαπίστωνε» παραβίαση των προϋποθέσεων που όριζε ο νόμος (ο οποίος άφηνε περιθώρια για ποικίλες ερμηνεύσεις-παρερμηνεύσεις), μπορούσε ν’ ασκήσει ακόμη και ποινικές διώξεις εναντίον τους. Πράγματι, δεν ήταν λίγες εκείνες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που διαλύθηκαν στη διάρκεια του Μεσοπολέμου από τις δικαστικές αρχές επειδή δήθεν «παρεξέκλιναν εκ των αρχικών τους σκοπών».

Το ΚΚΕ αντιπάλεψε σθεναρά τη λογική, τις πρακτικές και τους κάθε λογής υπερασπιστές της ταξικής συνεργασίας στο εργατικό κίνημα, αποκαλύπτοντας (με αφορμή κάθε φορά και τα πολλαπλά απτά παραδείγματα) ότι η «συνεργασία», ο «εταιρισμός» μεταξύ εργατών κι εργοδοτών, εργατικής τάξης και αστικής, σήμαινε πάντοτε υποταγή των συμφερόντων της πρώτης στη δεύτερη.

Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΚΙΝΗΣΕΩΝ ΕΝ ΤΗ ΓΕΝΕΣΕΙ ΤΟΥΣ

Η αστική διακυβέρνηση λοιπόν έσπευσε από τις αρχές της δεκαετίας του 1910 κιόλας να διαμορφώσει τα όρια και τους όρους της λειτουργίας κι ανάπτυξης του εργατικού κινήματος, να «καλουπώσει» την ταξική πάλη στα δικά της μέτρα και σταθμά.

Το 1918 ο Ε. Βενιζέλος έδωσε την άδεια και για την πραγματοποίηση του Ιδρυτικού Συνεδρίου της ΓΣΕΕ (για την οποία πρωτοστατούσαν οι σοσιαλιστές, που ταυτόχρονα κατέβαλαν προσπάθειες και για την ενοποίηση του κατακερματισμένου σοσιαλιστικού κινήματος). Η «μεταστροφή» αυτή δεν υπήρξε το προϊόν κάποιας «ελαστικότητας», «ανεκτικότητας» ή «μεγαλοσύνης» από τη μεριά του Ελληνα πρωθυπουργού, αλλά το αποτέλεσμα της διορατικότητας ενός ικανότατου ομολογουμένως αστού πολιτικού στην προσπάθειά του να προλάβει «ανεπιθύμητες» για την τάξη του εξελίξεις: «Η κυβέρνηση ενδιαφερόταν επίσης και αυτή για την ενοποίηση του εργατικού κινήματος, αλλά για λόγους διαμετρικά αντίθετους από κείνους των σοσιαλιστών. Η εργατική νομοθεσία που από το 1910 είχε θεσπιστεί με πρωτοβουλία του Βενιζέλου δεν είχε με κανένα τρόπο απαλλάξει τον Ελληνα εργάτη από την εκμετάλλευση. Οι ίδιοι οι εργατικοί νόμοι, ενώ βελτίωναν θεωρητικά την θέση των εργατών, στην πράξη πρόσφεραν στην κυβέρνηση τη δυνατότητα […] να περιορίζει τις διεκδικήσεις των σωματείων, να ελέγχει απόλυτα την εργατική συνδικαλιστική δράση και να διατηρεί την πατερναλιστική πολιτική της […] Ωστόσο, η κυβερνητική κηδεμονία δεν ήταν πια σε θέση να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη μαχητικότητα και ριζοσπαστικοποίηση των εργατών -διαδικασία που επιταχύνθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου και κυρίως μετά την Ρωσική Επανάσταση- πολλοί από τους οποίους, ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες πόλεις, γίνονταν τώρα περισσότερο επιδεκτικοί στον σοσιαλιστικό προσανατολισμό»6.

Η κυβέρνηση Βενιζέλου ευελπιστούσε πως, αν επέτρεπε να λάβει χώρα η διαβλεπόμενη ως αναπόφευκτη πια διαδικασία της συνδικαλιστικής ενοποίησης, με παράλληλες όμως και στοχευμένες παρεμβάσεις (αξιοποιώντας προς το σκοπό αυτό και τις ρεφορμιστικές δυνάμεις μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, ενισχύοντάς τις ποικιλοτρόπως με σκοπό την αλλοίωση των συσχετισμών δύναμης κλπ.), θα πετύχαινε να εξουδετερώσει -ή τουλάχιστον να περιορίσει- την επιρροή των σοσιαλιστών στο νεογέννητο συνδικαλιστικό φορέα, μετατρέποντάς τον σε στήριγμα της κυβερνητικής πολιτικής.

Σε ποιο βαθμό τ’ αποτελέσματα του Ιδρυτικού Συνεδρίου της ΓΣΕΕ δικαίωσαν τις προσδοκίες της κυβέρνησης; Οι σοσιαλιστές, παρότι μειοψηφούσαν στο σύνολο των συνέδρων, πέτυχαν ν’ αφήσουν τη σφραγίδα τους σε μια σειρά κομβικά ζητήματα (όπως π.χ. στην υιοθέτηση της αρχής της πάλης των τάξεων). Από την άλλη όμως, δεν κατάφεραν ν’ αποσπάσουν την πλειοψηφία σε δύο σημαντικά θέματα: Αυτό των λεγόμενων «στόχων του πολέμου» κι εκείνο που αφορούσε τη σχέση της ΓΣΕΕ με το υπό ίδρυση σοσιαλιστικό κόμμα (το ΣΕΚΕ). Ακόμη, στην ανάδειξη της πρώτης Εκτελεστικής Επιτροπής της Συνομοσπονδίας οι σοσιαλιστές εξέλεξαν μόλις τα 4 από τα 12 συνολικά μέλη της, ενώ Γραμματέας της αναδείχτηκε ο Ε. Μαχαίρας, πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Πειραιά και πολιτικά προσκείμενος στο βενιζελισμό. Ολα τα παραπάνω φαίνεται πως ικανοποίησαν την κυβέρνηση, με τον αντιπρόεδρό της Ε. Ρεπούλη να δηλώνει θριαμβευτικά σε τηλεγράφημά του στον Ε. Βενιζέλο: «Πανεργατικόν Συνέδριον απέβη σύμφωνα ενεργείας ημών. Πνεύμα αντισοσιαλιστικόν!»7.

Το ΣΕΚΕ, από την ίδρυσή του ακόμα, θα κάνει υπόθεσή του την αλλαγή των συσχετισμών δύναμης στα συνδικάτα, δίνοντας σκληρές μάχες για την απαγκίστρωση του συνδικαλιστικού κινήματος από την αστική επιρροή και τον προσανατολισμό του σε ταξική κατεύθυνση. Σύντομα, οι ταξικές δυνάμεις θ’ αποκτούσαν την πλειοψηφία και στη ΓΣΕΕ (1920).

Με τη λήξη των εργασιών του Ιδρυτικού Συνεδρίου της ΓΣΕΕ ξεκίνησαν και οι προετοιμασίες για την οργανωτική ενοποίηση του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος: «Την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου [του 1917] ο Μπεναρόγιας, επικεφαλής αντιπροσωπείας που εκπροσωπούσε την Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης και άλλες σοσιαλιστικές οργανώσεις, συναντήθηκε με τον Βενιζέλο. Πρωταρχικός στόχος του Βενιζέλου ήταν να εξασφαλίσει την υποστήριξη του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος των πολεμικών επιδιώξεων της Ελλάδας και την αντίθεσή του στις βουλγαρικές διεκδικήσεις. Η αντιπροσωπεία ζήτησε με την σειρά της: 1) άδεια για τη σύγκληση δύο συνεδρίων, 2) δύο μήνες ανενόχλητης, εκ μέρους των αρχών, δραστηριότητας για την οργάνωση των σοσιαλιστικών συνεδρίων, 3) άρση του στρατιωτικού νόμου και 4) μη ανάμειξη της κυβέρνησης στις εσωτερικές υποθέσεις των εργατικών σωματείων. Ο Βενιζέλος δέχτηκε τους όρους εκτός από την άρση του στρατιωτικού νόμου. Υποσχέθηκε ωστόσο, να χαλαρώσει τους περιορισμούς εκείνους που θα εμπόδιζαν την δράση τους»8. Στην περίπτωση πάντως του νεαρού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (ΣΕΚΕ-μετέπειτα ΚΚΕ), η αστική τάξη δεν μπόρεσε να το βάλει στο χέρι (όπως έκανε με τη ΓΣΕΕ), επισείοντας τη μήνη της καθ’ όλη την περίοδο που θ’ ακολουθούσε.9 Στο Ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ, η επαναστατική γραμμή αναδείχτηκε νικηφόρα, σε αντιπαράθεση τόσο με τις αναρχικές όσο και με τις φιλοβενιζελικές δυνάμεις (π.χ. της ομάδας Ν. Γιαννιού).

Τόσο λοιπόν η συνδικαλιστική όσο και η σοσιαλιστική ενοποίηση ευνοήθηκαν από το αστικό κράτος στην προσπάθειά του να ελέγξει το βαθμό αυτονομίας και την ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα των νέων οργανώσεων, να τις ενσωματώσει στις κυβερνητικές επιδιώξεις, καθιστώντας τις «εταίρους» (εργαλεία) στη νομιμοποίηση των πολιτικών επιλογών της. Παράλληλα, κατ’ αυτόν τον τρόπο επιδίωκε ν’ αποτρέψει την ανάδειξή τους σε ικανό κοινωνικοπολιτικό αντίπαλο με διακριτό, ταξικό, επαναστατικό πολιτικό στόχο και δράση για την οργάνωση της ελληνικής κοινωνίας συνολικά.

Τα επόμενα χρόνια, η αστική τάξη θα καταφέρει ν’ αφομοιώσει μια σειρά σοσιαλίζοντα κόμματα κι ομάδες που έμειναν εκτός ΣΕΚΕ και σε μια πορεία συστρατεύτηκαν ή ακόμα και συγχωνεύτηκαν στη βενιζελική αστική παράταξη. Μέσω δε συγκεκριμένων δομών, όπως το Γνωμοδοτικό Οργανο Εργασίας (1920), το Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο (1930), την Εργατική Εστία (1931) κ.ά., το αστικό κράτος φρόντιζε διαχρονικά να δημιουργεί και να διατηρεί ένα ευνοημένο στρώμα εργατών-συνδικαλιστών (εργατοπατέρες), οι οποίοι λειτουργούσαν ως οι καλύτεροι εκπρόσωποι-υπερασπιστές της αστικής πολιτικής στην εργατική τάξη.

ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ – ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΟΠΛΟΣΤΑΣΙΟ

Δίπλα στα κάθε λογής μέτρα και μεθοδεύσεις που επιστρατεύτηκαν για την ενσωμάτωση του εργατικού-σοσιαλιστικού κινήματος, υπήρξε βέβαια η καταστολή. Οι μορφές που έλαβε ποικίλλαν. Οι δε ρίζες της χρονολογούνται πολύ πριν την ίδρυση της ΓΣΕΕ και του ΚΚΕ, από την πρώτη στιγμή που οι εργάτες άρχισαν να διεκδικούν καλύτερους όρους και συνθήκες εργασίας και οι σοσιαλιστικές ιδέες να έχουν απήχηση.

Η νεαρή εργατική τάξη της Ελλάδας δεν άργησε να βρεθεί αντιμέτωπη με τα όπλα. Γεγονός που στην απεργία π.χ. των μεταλλωρύχων της Σερίφου το 1916 είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία τεσσάρων εργατών. Δύο χρόνια πριν, οι σοσιαλιστές Μπεναρόγια και Γιονάς θα γίνονταν οι πρώτοι πολιτικοί εξόριστοι στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος. Βάσει του νόμου ΤΟΔ/1871 «περί καταδιώξεως της ληστείας», που το 1913 επεκτάθηκε ώστε να συμπεριλάβει την εκτόπιση κάθε ατόμου που κρινόταν ένοχο για διατάραξη της δημόσιας ασφάλειας (Ν.121/1913), οι δύο σοσιαλιστές-στελέχη της Φεντερασιόν συνελήφθησαν το 1914 στη Θεσσαλονίκη κι εξορίστηκαν στη Νάξο επειδή μετείχαν στην οργάνωση της απεργίας των καπνεργατών. Τον Ιούλη του 1919 οι τέσσερις σοσιαλιστές που είχαν εκλεγεί στη διοίκηση της ΓΣΕΕ από το Ιδρυτικό της Συνέδριο εκτοπίστηκαν στη Φολέγανδρο, πυροδοτώντας την πρώτη πανελλαδική πολιτική απεργία.

Το 1924 η κυβέρνηση του Α. Παπαναστασίου (του «πατέρα της Δημοκρατίας») ψήφισε το νομοθετικό διάταγμα «Περί συστάσεως εν εκάστω Νομώ Επιτροπών επί της Δημοσίας Ασφαλείας», το οποίο τροποποιήθηκε το 1926 επί δικτατορίας Θ. Πάγκαλου για να εφαρμοστεί κατά του ΚΚΕ. Ο νόμος προέβλεπε τη σύσταση Επιτροπών Ασφαλείας σε όλους τους νομούς της χώρας, αποτελούμενων από τον εκάστοτε νομάρχη, εισαγγελέα και διοικητή της χωροφυλακής. Οι Επιτροπές αυτές είχαν το δικαίωμα, κατόπιν πρότασης των αστυνομικών αρχών, να προβαίνουν στην εκτόπιση κάθε υπόπτου που θεωρούνταν απειλή «διά το Κράτος και την κοινωνίαν», δίχως να έχει προηγηθεί απαραιτήτως κάποια δικαστική απόφαση ή να έχει διαπραχτεί αναγκαστικά κάποια νομική παράβαση. Η υποψία και μόνο ήταν αρκετή. Το μέτρο της «προληπτικής» εκτόπισης θα ενεργοποιηθεί και πάλι επί πρωθυπουργίας Βενιζέλου τον Ιούλη του 1931 (Ν.5174/1931).10

Τις παραμονές της μεταξικής δικτατορίας (Δεκέμβρης 1935) υπήρχαν περίπου 480 πολιτικοί εξόριστοι.11 Ανάμεσα στα νησιά που έγιναν τόποι εξορίας και μαρτυρίου για εκατοντάδες κομμουνιστές την περίοδο του Μεσοπολέμου ήταν η Αμοργός, η Ανάφη, ο Αη Στράτης, η Γαύδος, η Γυάρος, οι Παξοί, η Σίκινος, η Σκύρος, η Φολέγανδρος, τα Ψαρά κ.ά. Τα περισσότερα εξ αυτών ήταν μικρά, άνυδρα κι άγονα νησιά, με ανεπαρκή ως ανύπαρκτη επικοινωνία με άλλα νησιά ή το ηπειρωτικό μέρος της χώρας. Τόσο η απομόνωση όσο και οι συνθήκες διαβίωσης ήταν ιδιαίτερα δύσκολες για τους εξόριστους που, εκτός από την πείνα, είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και αρρώστιες όπως η ελονοσία, ο τύφος και η φυματίωση. Πολλοί δε θ’ αντέξουν σωματικά και ψυχικά αυτήν τη δοκιμασία.

Στ’ αντικομμουνιστικά μέτρα που εφαρμόστηκαν στο Μεσοπόλεμο συγκαταλέγονται ακόμη: α) Η υποχρεωτική διδασκαλία ειδικών μαθημάτων σε όλα τα σχολεία της χώρας για την «καταπολέμησιν του κομμουνισμού» (27 Γενάρη 1926) και β) η σύσταση της «επιτροπής καταπολέμησης του κομμουνισμού», που τον Οκτώβρη του 1927 αποφάσισε την «εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών από τα κομμουνιστικά στοιχεία».12

Το μέτρο όμως που αναμφισβήτητα σφράγισε την περίοδο που εξετάζουμε δεν είναι άλλο από το Ν. 4229 «Περί μέτρων ασφάλειας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», το περιβόητο Ιδιώνυμο (δηλαδή με «ίδιον χαρακτήρα»). Το Ιδιώνυμο υπήρξε τμήμα μιας γενικότερης πολιτικής, την οποία ο Ε. Βενιζέλος εξέθεσε μιλώντας σε προεκλογική του συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη, ένα μήνα πριν τις εθνικές εκλογές του 1928. Στην ομιλία του αυτή σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι «πάσα απόπειρα διαταράξεως ή βιαίας ανατροπής του αστικού καθεστώτος, του οποίου στερεά θεμέλια είνε η πατρίς, η οικογένεια, η ιδιοκτησία, θα εύρη αντιμέτωπον την πυγμήν του κράτους […] Είμεθα αποφασισμένοι να εξοπλίσωμεν το κράτος και τας αρχάς του διά της αναγκαίας νομοθεσίας, όπως καταστή δυνατή η αποτελεσματική κοινωνική άμυνα κατά των απροκάλυπτων ανατρεπτικών ενεργειών των εχθρών του κοινωνικού καθεστώτος»13.

Τέσσερις μήνες μετά από τη νίκη του Κόμματος των Φιλελευθέρων, στις 22 Δεκέμβρη 1928, η κυβέρνηση Βενιζέλου κατέθεσε το σχετικό νομοσχέδιο στο ελληνικό κοινοβούλιο. Με τη θετική ψήφο της συντριπτικής πλειοψηφίας των βουλευτών και των δύο αστικών παρατάξεων, το Ιδιώνυμο έγινε νόμος του κράτους στις 25 Ιούλη 1929. Για την ιστορία και μόνο, να σημειώσουμε πως η πρόταση (του Α. Παπαναστασίου) να διώκονται με τον ίδιο νόμο και οι ενέργειες των φασιστών απορρίφτηκε κατηγορηματικά από τον Ε. Βενιζέλο.

Το Ιδιώνυμο προέβλεπε ποινές φυλάκισης, εκτοπισμού ή απόλυσης (στην περίπτωση των δημόσιων υπαλλήλων, των δασκάλων κλπ.) γι’ «αδικήματα» που είχαν να κάνουν με την «επιδίωξη εφαρμογής ιδεών εχουσών έκδηλον σκοπόν την διά βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της Επικρατείας». Τιμωρούνταν επίσης όποιος ενεργούσε «υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμόν», καθώς και όποιος, «επωφελούμενος απεργίας ή λοκ-άουτ», προκαλούσε «ταραχάς ή συγκρούσεις.» Τέλος, ο νόμος επέβαλλε τη διάλυση (ή την απαγόρευση σύστασης) στα «σωματεία ή ενώσεις οιασδήποτε μορφής» που φέρονταν ως φορείς τέτοιων αντιλήψεων. Με το ίδιο σκεπτικό όριζε την απαγόρευση δημόσιων συγκεντρώσεων, συλλαλητηρίων κλπ. με «ανατρεπτικό» περιεχόμενο ή σκοπούς.14

Χαρακτηριστική είναι η πρόταση το 1930 του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών για τη διάλυση της Βιομηχανικής Ενωσης Οικοδόμων Αθήνας, «διότι εκυκλοφόρησε προκήρυξη στην οποία καλούσε τους εργάτες να προπαρασκευάσουν την γενική πολιτική απεργία. Ο εισαγγελέας στο έγγραφό του αναφέρει ότι η Β.Ε.Ο. Αθηνών επιδιώκει την εφαρμογήν ιδεών “εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την διά βιαίων μέσων ανατροπήν του κοινωνικού καθεστώτος” (σ.σ. διατύπωση από το Ιδιώνυμο)».

Λίγους μήνες αργότερα η ΒΕΟ Αθήνας τέθηκε εκτός νόμου, με το αιτιολογικό «ότι είναι κομμουνιστική και ότι η οργάνωσή της αποτελεί “εισαγωγή στην Ελλάδα των μπολσεβίκικων Σοβιέτ”»!15

«Να εξηγούμεθα», τόνισε ο Βενιζέλος απευθυνόμενος στους καπνεργάτες, «εάν είσθε κομμουνισταί είσθε εχθροί του Κράτους και θα διαλύσωμεν τα σωματεία σας ως εχθρικά. Δεν σας αναγνωρίζομεν το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι ίνα γίνεσθε ισχυρότεροι και εχθρικότεροι προς το Κράτος».16

Πάντως, το Ιδιώνυμο δεν υπήρξε αποκλειστική έμπνευση του ελληνικού αστικού κράτους. Μόλις το Νοέμβρη του 1927 είχε προηγηθεί η σύγκληση διεθνούς νομικού συνεδρίου στη Χάγη υπό την αιγίδα της «Entente Internationale Anticommuniste» (Διεθνής Αντικομμουνιστική Συνεννόηση), με θέμα τη νομική θωράκιση κατά του κομμουνισμού. Αναφορές στη διεθνή εμπειρία έγιναν και κατά τη διάρκεια των σχετικών συζητήσεων στη Γερουσία και τη Βουλή, όπου τονίστηκε η αποτελεσματικότητα ανάλογων μέτρων σε Βουλγαρία, Ρουμανία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία κ.α.17 Σύμφωνα με τον V. Lidtke, σε πολλά του σημεία, το Ιδιώνυμο προσομοίαζε τους αντισοσιαλιστικούς νόμους που εισήγαγε ο Bismarck στη Γερμανία το 1878.18

Η καταστολή συστηματοποιήθηκε κι εντατικοποιήθηκε με την εφαρμογή του Ιδιωνύμου: «Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΒΕ [Εργατική Βοήθεια Ελλάδας], από τον Ιούλη του 1929 μέχρι το Δεκέμβρη του 1932 δολοφονήθηκαν 18 άτομα (8 εργάτες, 8 αγρότες και 2 επαγγελματίες), καταδικάστηκαν από την αστυνομία και την χωροφυλακή 1.335 εργάτες και αγρότες, βασανίστηκαν 107. Εγιναν 12.000 συλλήψεις αγωνιστών και εκδόθηκαν 2.203 καταδικαστικές αποφάσεις που επέβαλαν συνολικά 1.936 χρόνια φυλάκιση και 785 χρόνια εξορία»19. Δεκάδες μαζικές οργανώσεις διαλύθηκαν, ενώ η κυκλοφορία του Ριζοσπάστη απαγορεύτηκε σχεδόν στα 2/3 της επικράτειας.20

Αν και αρχικά θεσπίστηκε ως μέτρο κατά του κομμουνισμού, το Ιδιώνυμο εφαρμόστηκε στη συνέχεια και ενάντια σε κάθε εργαζόμενο, κομμουνιστή ή μη, που κρινόταν «επικίνδυνος» για το καθεστώς· γεγονός που καταδείκνυε για μια ακόμη φορά (στη μακρά και πλούσια ιστορία του ντόπιου και διεθνούς εργατικού κινήματος) ότι ο αντικομμουνισμός (ως έκφραση της επιθετικότητας της αστικής τάξης) ποτέ δεν περιορίζεται μόνο στους κομμουνιστές (την πρωτοπορία του εργατικού κινήματος), αλλά επεκτείνεται πάντοτε σ’ ευρύτερα τμήματα της εργατικής τάξης, χτυπώντας γενικότερα τα δικαιώματα και της ελευθερίες της. Το 79,4% των καταδικασθέντων με το Ιδιώνυμο την περίοδο 1929-1937 ήταν εργάτες· ποσοστό πολλαπλάσιο από εκείνο που τους αναλογούσε στην ταξική διάρθρωση της μεσοπολεμικής Ελλάδας. Η γεωγραφία των συλλήψεων δείχνει επίσης πως οι περιοχές που μπήκαν στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών υπήρξαν κυρίως πόλεις με συγκέντρωση εργατικού δυναμικού και σημαντική υποστήριξη στο Κομμουνιστικό Κόμμα, όπως τα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, της Λάρισας, της Καβάλας, των Σερρών και αλλού.21

ΤΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΣΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΡΟ

Οι παρεμβατικές-κατασταλτικές ενέργειες εναντίον του ΚΚΕ όμως δεν περιορίστηκαν μόνο στο νομικό οπλοστάσιο του αστικού κράτους.

Η έμμεση υπονόμευση, ανοιχτή παρεμπόδιση ή ακόμα και απαγόρευση των κομματικών συγκεντρώσεων κι εκδηλώσεων σε περιόδους υποτιθέμενης «νομιμότητας» υπήρξε συχνό φαινόμενο. Η παρακολούθηση δημόσιων συναθροίσεων ή ατόμων που κρίνονταν «ύποπτα» αποτελούσε επίσης συνήθη πρακτική της αστυνομίας.22

Εντύπωση προκαλεί το μέγεθος της κινητοποίησης μιας σειράς παραγόντων για την παρακώλυση συλλαλητηρίου του Κόμματος στη Λάρισα τον Ιούλη του 1927, γεγονός που περιγράφεται σε σχετική έκθεση της τοπικής οργάνωσης (Αχτίδας) του ΚΚΕ: «Η Αχτιδική Επιτροπή στις παραμονές του συλλαλητηρίου είχε να παλέψει με το Κράτος, την Εθνική Τράπεζα και τον Σύλλογο Εθνικής Αναγέννησης, οι οποίοι μεταχειρίστηκαν όλα τα άτιμα μέσα. Προκηρύξεις εξεδόθηκαν με τις οποίες προσπαθούσαν να αποτρέψουν τους αγρότες από το να παρευρεθούν στο συλλαλητήριο. Η Εθνική Τράπεζα ειδοποίησε πως δεν θα εδίδοντο δάνεια στους αγρότες που θα παρευρίσκοντο στο συλλαλητήριο. Η αστυνομία ετρομοκράτει τους αγρότες. Ο πρόεδρος του συλλόγου Εθνική Αναγέννηση περιήρχετο τα χωριά απειλών τους χωρικούς με διάφορα μέσα. Διετάχθησαν να εργασθούν αλωνιστικές μηχανές την ημέρα του συλλαλητηρίου. Πλαστά τηλεγραφήματα εστάλησαν την παραμονή του συλλαλητηρίου περί αναβολής αυτού, πράγμα που έφερε μερικά αποτελέσματα. Οι αγρότες πέντε χωριών κατόπιν των τηλεγραφημάτων αυτών δεν παρευρέθησαν στο συλλαλητήριο, αλλά έστειλαν ανθρώπους να πληροφορηθούν την αιτίαν της αναβολής»23.

Μια ακόμη μέθοδος που επιστρατεύτηκε τακτικά από τις Αρχές εναντίον του ΚΚΕ υπήρξε και η παρείσφρηση πληροφοριοδοτών (χαφιέδων) στις γραμμές του. Οι προειδοποιήσεις και καταγγελίες στο Ριζοσπάστη αναφορικά με την ύπαρξη χαφιέδων μέσα στο Κόμμα ήταν συχνές.

Η δράση τέτοιων στοιχείων, με σκοπό την «εκ των έσω» υπονόμευση του Κομμουνιστικού Κόμματος, επιβεβαιώνεται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο σε απόρρητο έγγραφο του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού προς το Γραφείο του υπουργού Εσωτερικών (14/5/1929) για τη «συγκέντρωση στοιχείων επί του ζητήματος της διανομής επαναστατικών προκηρύξεων». Μεταξύ άλλων, στο έγγραφο αυτό, το ΓΕΝ ενημέρωνε τον υπουργό ότι «προς στιγμήν […] κατόρθωσε να προσεταιρισθεί συντάκτην του Ριζοσπάστη τον οποίον και εχρησιμοποίησεν ως πράκτορα»24.

Λίγους μήνες μετά, δημοσιεύτηκε στον αστικό Τύπο «αποκαλυπτικό» άρθρο γύρω από τη «μυστική δράση του Ελληνικού κομμουνισμού» και την οργάνωση μιας «μεγάλης ανατρεπτικής συνομωσίας». Πηγή αυτού; «Αι καταπληκτικαί αποκαλύψεις του τέως αρχισυντάκτου του Ριζοσπάστου»!25

Οπως μας «ενημερώνει» ο Εισαγγελέας της Καβάλας, σημαντικός χορηγός των «κατασκοπευτικών υπηρεσιών» των σωμάτων Ασφαλείας υπήρξαν οι τράπεζες: «Σχετικώς αναφέρω ότι διά την τοιαύτην χρηματικήν αρωγήν επεκαλέσθην κατ’ επανάληψιν προσωπικώς την συνδρομήν των Τραπεζών, αίτινες ανά περιόδους προσέφερον όντως διάφορα ποσά εις την ασφάλειαν προς τον σκοπόν τούτον και ούτω η τοιαύτη υπηρεσία κατασκοπείας διατηρείται εν Καβάλα, προσφέρουσα μεγίστας υπηρεσίας εις τας διωκτικάς Αρχάς»26.

Σε ανακοίνωσή της προς όλες τις κομματικές οργανώσεις στις 12 Γενάρη 1933 η ΚΕ του ΚΚΕ προειδοποιούσε για «παρακολουθήσεις στελεχών του Κόμματος και των παράνομων σπιτιών, αποθηκών κλπ., πλαστογραφήσεις πιστοποιητικών, κλοπές αρχείων, βιβλίων, καταδόσεις συντρόφων στους χαφιέδες, δολοφονικές ενέργειες κλπ.», καλώντας σ’ επαυξημένη επαγρύπνηση. Η δράση πληροφοριοδοτών μέσα στο Κόμμα δημιουργούσε ανά καιρούς κλίμα καχυποψίας στα μέλη και τα όργανά του (ιδιαίτερα όταν σημειώνονταν ασυνήθιστα πολλές συλλήψεις σε μικρό χρονικό διάστημα), αδυνατίζοντας το βαθμό συνοχής και λειτουργίας των οργανώσεων. Ωστόσο κάτι τέτοιο ήταν μάλλον αναπόφευκτο δεδομένων των συνθηκών.27

Οι συγκρούσεις με την αστυνομία και το στρατό που κινητοποιούνταν προς αποκατάσταση της «κοινωνικής ειρήνης», για τη διάλυση δηλαδή συγκεντρώσεων, απεργιών κλπ., ήταν σφοδρότατες. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα εξελίσσονταν σε πραγματικές οδομαχίες, με επελάσεις ιππικού, επιθέσεις, ανασυντάξεις, αντεπιθέσεις των δυνάμεων καταστολής, αλλά και των αμυνόμενων εργατών.28 Μόνο στο διάστημα 1923-1936 στη διάρκεια τέτοιων συγκρούσεων έχασαν τη ζωή τους κοντά 90 εργάτες, ενώ εκατοντάδες άλλοι τραυματίστηκαν.29

Καθόλου σπάνιες δεν ήταν επίσης οι συγκρούσεις με τους «οπαδούς» («μαγκουροφόρους τραμπούκους») της βενιζελικής ή της μοναρχικής παράταξης. Ωστόσο τέτοια επεισόδια περιορίζονταν κυρίως στις προεκλογικές περιόδους, ως μέσο εκφοβισμού των λαϊκών στρωμάτων από τ’ αστικά κόμματα στην προσπάθειά τους να καταλάβουν (ή να διατηρήσουν) την κυβερνητική εξουσία.30

Οι συλλήψεις, οι φυλακίσεις, οι εκτοπίσεις μελών και στελεχών του ΚΚΕ είχαν σοβαρές επιπτώσεις για το σύνολο των κομματικών οργανώσεων. Τα «κενά» που δημιουργούνταν δεν ήταν πάντοτε εύκολο ν’ αναπληρωθούν. Αλλωστε η διαδικασία ανάδειξης νέων στελεχών ήταν μια υπόθεση που απαιτούσε χρόνο και πείρα· και τα χτυπήματα πολλά. Ο Γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ συνελήφθη μόνο και μόνο επειδή βρισκόταν στο Εργατικό Κέντρο της πόλης (Σεπτέμβρης 1928). Η Αχτιδική Συνδιάσκεψη της Περιφερειακής Οργάνωσης Θεσσαλίας, που συγκλήθηκε ενόψει του 4ου Συνεδρίου του Κόμματος, διαλύθηκε από την Ασφάλεια. Η Κομματική Οργάνωση της Καβάλας στερήθηκε τρεις γραμματείς ως συνέπεια των κρατικών διώξεων σε διάστημα μόλις λίγων εβδομάδων.31

Της καταδιωκτικής μανίας των Αρχών δεν ξέφυγε ούτε ο Γραμματέας (1922, 1925), ούτε το σύνολο σχεδόν της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος (1922, 1926). Στο μακρύ κατάλογο των συλληφθέντων κι εκτοπισθέντων συμπεριλαμβάνονται ακόμη τα εκλεγμένα μέλη του Κοινοβουλίου του ΚΚΕ (1932), δεκάδες κομμουνιστές εκλεγμένοι στην τοπική διοίκηση (όπως οι δήμαρχοι Καβάλας και Σερρών το 1934), καθώς και χιλιάδες άλλα μέλη, φίλοι κι οπαδοί του Κόμματος.32

Το 1925, 1.000 περίπου μέλη και στελέχη του ΚΚΕ και της ΓΣΕΕ είχαν συλληφθεί από την παγκαλική δικτατορία. Στα τέλη του 1933 (σε περίοδο αστικής «δημοκρατίας» δηλαδή, όπου το Κόμμα ήταν «νόμιμο»), το ΚΚΕ μετρούσε 700 μέλη στις εξορίες και τις φυλακές, ενώ άλλα 300 ζούσαν υπό καθεστώς παρανομίας, καταδιωκόμενα από τις Αρχές. Με άλλα λόγια, σχεδόν το 1/5 της συνολικής του δύναμης βρισκόταν ουσιαστικά «εκτός μάχης» ως αποτέλεσμα των διώξεων.33

Η κακομεταχείριση των συλληφθέντων, η κράτησή τους υπό απάνθρωπες συνθήκες, η άσκηση φυσικής και ψυχολογικής βίας, ήταν κοινός τόπος. Εκατοντάδες τέτοια περιστατικά καταγγέλθηκαν στη διάρκεια του Μεσοπολέμου μέσα από τις στήλες του Ριζοσπάστη. Η κατάφωρη παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην Ελλάδα (όχι αφηρημένα, αλλά συγκεκριμένα της εργατικής τάξης από την αστική) προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις κι εκδηλώσεις αλληλεγγύης. Στο διάβημα διαμαρτυρίας που εξέδωσε η αυστριακή «Επιτροπή κατά της Τρομοκρατίας» προς την ελληνική κυβέρνηση τον Ιούνη του 1927, τονιζόταν μεταξύ άλλων: «Εν ονόματι της ανθρωπιστικής αλληλεγγύης διαμαρτυρόμεθα εναντίον των θηριωδιών και κτηνωδιών αι οποίαι πράττονται εις τας Μακεδονικάς πόλεις, όπως επίσης διαμαρτυρόμεθα και εναντίον του βάρβαρου μέτρου των εξοριών.» Παρόμοιες ενέργειες υπέρ των πολιτικών κρατουμένων-εξορίστων πραγματοποιήθηκαν επίσης από τον πρόεδρο της «Επιτροπής εναντίον της Λευκής Τρομοκρατίας» και παγκόσμιας φήμης Γάλλο συγγραφέα Ανρί Μπαρμπίς τον Ιούλη του 1928.34

Η δίκη των εφτά κομμουνιστών φαντάρων του Πειθαρχικού Ουλαμού Καλπακίου35, που ξεκίνησε στις 28 Νοέμβρη 1930 και κατέληξε με την καταδίκη σε θάνατο των στελεχών της ΟΚΝΕ Μαρκοβίτη και Πανούση, αποτέλεσε ορόσημο για την ντόπια και διεθνή κατακραυγή της αστικής τρομοκρατίας στην Ελλάδα. Μεταξύ αυτών που ύψωσαν φωνή διαμαρτυρίας ήταν οι Παλαμάς, Ξενόπουλος, Γληνός, Καζαντζάκης, Βουτυράς, Βάρναλης, Τερζάκης, Λαυράγκας, Νιρβάνας, Καμπούρογλου, Μαλακάσης, Κορδάτος, Κατηφόρης κ.ά. Ανάμεσα στις διεθνείς προσωπικότητες που συνυπέγραψαν τη διαμαρτυρία ήταν και ο Α. Αϊνστάιν. Υπό το βάρος των κινητοποιήσεων, οι θανατικές καταδίκες τελικά ανακλήθηκαν.36

Η προεκλογική δραστηριότητα του Κόμματος επίσης παρακωλυόταν με διάφορους τρόπους: Με κατασχέσεις προεκλογικού υλικού, με την παρενόχληση ή ακόμα και τη σύλληψη των υποψηφίων που στήριζε το ΚΚΕ, καθώς επίσης και των εκλογικών του αντιπροσώπων (των οποίων η παρουσία υποτίθεται ότι διασφάλιζε το αδιάβλητο της εκλογικής διαδικασίας), με το αυθαίρετο κλείσιμο των εκλογικών του κέντρων, με την απαγόρευση των προεκλογικών του συγκεντρώσεων, με εκτεταμένες διώξεις σε βάρος των υποστηρικτών-ψηφοφόρων του Κόμματος κ.ο.κ. Χώρια βεβαίως οι εκλογονοθείες, τα «μαγειρέματα» των εκλογικών συστημάτων κ.ο.κ.

Σε σχετική καταγγελία που δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη την 1η Δεκέμβρη 1923, για παράδειγμα, τονιζόταν μεταξύ άλλων: «Από τα διάφορα Τμήματα και Ομίλους του Κόμματός μας και από συντρόφους μας των επαρχιών, έχομεν αδιάψευστους πληροφορίας ότι τα αστυνομικά όργανα και άλλαι στρατιωτικαί αρχαί μεταχειρίζονται μέτρα τυραννικά προς παρεμπόδισιν του προεκλογικού αγώνος μας και προσπαθούν να τρομοκρατήσουν τις εργατοαγροτικές μάζες να εκδηλώνονται διά το Κόμμα μας. Αι αυθαιρεσίαι έφθασαν εις το σημείον να εξορίζονται υποψήφιοι του Κόμματός μας […] να κλείωνται τα γραφεία των Τμημάτων μας (Καβάλα, Δράμα, Σέρραι) […] να απειλούν και να τρομοκρατούν τους συντρόφους και συμπαθούντας (όπως εις Καλάμας, Σκιάθον, Καζακλάρ και αλλού), να λογοκρίνουν και να κατακρατούν την αλληλογραφία μας»37.

Οι Αρχές επέδειξαν ιδιαίτερο ζήλο στην κατασκευή και απαγγελία κατηγοριών κατά μελών του Κόμματος. Στη Θάσο, για παράδειγμα, το Φλεβάρη του 1927, συνελήφθησαν τρεις κομμουνιστές επειδή μοίραζαν προκηρύξεις του ΚΚΕ. Η κατηγορία που τους προσάφθηκε ήταν «επί διεγέρσει εις εμφύλιον πόλεμον»! Το κατηγορητήριο θα μετατραπεί τελικά σε «διασάλευση της ησυχίας των πολιτών»38. Οι πιέσεις δε και οι εκβιασμοί δεν είχαν όρια. Ενδεικτική είναι η περίπτωση μιας χήρας πρόσφυγα, της οποίας η αίτηση στο υπουργείο Πρόνοιας για στέγαση απορρίφτηκε με το αιτιολογικό πως «αυτή είναι κομμουνίστρια και έχει υιούς μπολσεβίκους»!39

Ο κομματικός Τύπος τιθόταν περιοδικά εκτός νόμου (κι επίσημα πλέον, γιατί ανεπίσημα διωκόταν συστηματικά και σε συνθήκες «νομιμότητας» -βλ. Ιδιώνυμο), ενώ η διανομή και κυκλοφορία του παρεμποδιζόταν σχεδόν αδιάκοπα καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Η λογοκρισία δεν ήταν κάτι το σπάνιο. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα επιβαλλόταν και «προληπτική λογοκρισία επί του Τύπου», κατά την οποία «όλαι αι εφημερίδαι και παν εν γένει έντυπον δέον προτού τεθεί εις κυκλοφορίαν να προσάγηται προς έγκρισιν». «Πάσα είδησις ή πληροφορία ή και σχόλιον που θα αφορά την έξαψη των παθών, την υποκίνησιν εις διαιρέσεις, την παρόρμησιν των πολιτών προς απείθειαν και την διάδοσιν ανατρεπτικών και ανησυχαστικών ειδήσεων» απαγορευόταν.40

Στις 31 Αυγούστου 1931, ο Ριζοσπάστης, το κύριο δημοσιογραφικό όργανο του ΚΚΕ, παραπέμφθηκε σε δίκη κατά την οποία του επιβλήθηκαν πρόστιμα, ποινές φυλάκισης και στέρηση του τίτλου του. Ετσι, από την επομένη (ως και τις 11 Μάρτη 1934) η εφημερίδα αναγκάστηκε να επανακυκλοφορήσει ως Νέος Ριζοσπάστης. Μόνο την περίοδο 1929-1931 πραγματοποιήθηκαν 175 διωκτικές ενέργειες κατά της εφημερίδας οι οποίες απέφεραν συνολικά ποινές φυλάκισης 202 ετών και πρόστιμα εκατομμυρίων δραχμών. Παράλληλα σημειώθηκαν 24 επιθέσεις εναντίον γραφείων κι εγκαταστάσεων του Ριζοσπάστη από την αστυνομία ή διάφορες ακροδεξιές-φασιστικές οργανώσεις.41

Οι διώξεις κατά των κομμουνιστών, της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης και των αγώνων της όχι μόνο δεν πέτυχαν το σκοπό τους, αλλά συχνά είχαν και το αντίθετο αποτέλεσμα. Η βία της αστικής τάξης ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τη ρητορική και προπαγάνδα περί «κοινωνικής συνοχής» ή «αταξικότητας» της ελληνικής κοινωνίας, συνδράμοντας σημαντικά στην ταξική αφύπνιση των εργατών και τη συνειδητοποίηση των ταξικών αντιθέσεων. Είχε επίσης ως αποτέλεσμα την ενεργοποίηση κι ενίσχυση των ταξικών δεσμών αλληλεγγύης στις γραμμές της εργατικής τάξης. Ολ’ αυτά, βεβαίως, με την αποφασιστική κι ακούραστη πολιτική παρέμβαση και δράση του ΚΚΕ.

Η αγωνιστική στάση των κομμουνιστών, η αντοχή τους στις διώξεις από το αστικό κράτος και τους εργοδότες, τους κατέστησε στη συνείδηση των εργαζομένων υπερασπιστές των δικαίων τους και πρότυπα αγωνιστή της τάξης τους. Οι φλογερές απολογίες των διωκόμενων κομμουνιστών στα δικαστήρια, όπου μετέτρεπαν το εδώλιο του κατηγορουμένου σε βήμα καταγγελίας του καπιταλιστικού συστήματος και της βίας του αστικού καθεστώτος, οι μαχητικές δράσεις, όπως π.χ. η απελευθέρωση των συναδέλφων απεργών από τα χέρια των οργάνων καταστολής, η εκδίωξη των χαφιέδων από τους χώρους δουλειάς και τα σωματεία κ.ο.κ., έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην ταξική διαπαιδαγώγηση της εργατικής τάξης, αλλά και στη δυνατότητά της (και ειδικά του Κόμματός της) ν’ αντεπεξέρχεται στις διώξεις.

Η ΔΡΑΣΗ – ΧΡΗΣΗ ΑΚΡΟΔΕΞΙΩΝ ΦΑΣΙΣΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΩΣ «ΜΑΚΡΙΟΥ ΧΕΡΙΟΥ» ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Τη δεκαετία του 1930 -και ιδιαίτερα καθώς πλησίαζε η δικτατορία Μεταξά- η δράση των διαφόρων εθνικιστικών και φασιστικών ομάδων παρουσίασε έξαρση. Οι οργανώσεις αυτές ενθαρρύνονταν, άμεσα ή έμμεσα, από μια μεγάλη μερίδα του αστικού πολιτικού κόσμου η οποία στεκόταν θετικά απέναντι στις κοινωνικοοικονομικές «λύσεις» που πρόσφερε ο φασισμός.

Χαρακτηριστικές είναι οι προτάσεις που διατυπώθηκαν το 1933 σε επιστολή του Εισαγγελέα Καβάλας προς τον Εισαγγελέα Εφετών Θράκης με αφορμή την άνοδο του ΚΚΕ στην Καβάλα: «Είναι αληθές ότι η επικράτησις του κομμουνισμού εις τα εκτός της Ρωσίας Εθνη της Ευρώπης κυρίως εξαρτάται εκ της διεθνούς κατισχύσεως, οπότε πάσα προσπάθεια προς αντίδρασιν εν ορισμένη περιοχή θα ήτο μάταια, δεδομένου ότι η ενσκήπτουσα τοιαύτη λαίλαψ θα παρέσυρε κατ’ ανάγκην παν προς τούτο εμπόδιον. Πάντως όμως τα Εθνη εκείνα, εις την κοινωνίαν των οποίων εισέβαλε το κομμουνιστικόν μικρόβιον, καθορώντα το μέγεθος του κινδύνου και αναπτόντα εκ του ληθάργου των βιωτικών ουτοπιών, έλαβον δρακόντια προς καταστολήν του κομμουνισμού μέτρα, ως εν Γερμανία και προηγουμένως εν Ιταλία συνέβη, ώστε τα μίσθαρνα τούτου όργανα εγκατέλειψαν το άγονον διά την δράσιν αυτών έδαφος και η εξυγιανθείσα εκ της αποχωρήσεως τούτων κατόρθωσε να θεραπευτεί.

Αλλαι πάλιν επικράτειαι, όπως αι όμοραι τοιαύται Τουρκία, Βουλγαρία και Σερβία, αισθανόμεναι την απειλήν του μη επί τοσούτον εισβάλοντος εις τα σύνορα αυτών κομμουνισμού εθέσπισαν τοιαύτας αυστηράς ποινικάς διατάξεις και έλαβον τοιαύτα προληπτικά Νομοθετικά μέτρα, ώστε κηρύξαντα τους κομμουνιστάς εκτός νόμου, απέφυγον τις εκδηλωθείσας διά της εκλογής του Δημάρχου κομμουνιστού εν Σόφια συνεπείας, διά δε των εις θάνατον συνήθων καταδικών κατά των κομμουνιστών, αι τάξεις τούτων παρέλυσαν, ίνα ενδυναμωθώσιν εκεί, ένθα το Κράτος και η Κοινωνία ηδιαφόρησαν απέναντι της κομμουνιστικής απειλής, όπως εν Ουγγαρία, Ισπανία, Κίνα κλπ., όπου κατ’ ουσίαν τα Σοβιέτ επεκράτησαν…»42.

Με άλλα λόγια, ο Εισαγγελέας της Καβάλας υποδείκνυε ως τον κατάλληλο δρόμο για την «εξυγίανση» της κοινωνίας τα σχετικά πρότυπα της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας. Παράλληλα, εκθείαζε τα «θετικά αποτελέσματα» μιας σειράς μέτρων «προληπτικού» χαρακτήρα που εφαρμόστηκαν σε γειτονικές χώρες, όπως μαζικές διώξεις, εκτελέσεις κλπ. Καταλήγοντας, πρότεινε την απαγόρευση «εις τους κομμουνιστάς το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι» κατά το παράδειγμα της Ελβετίας, καθώς και την απαγόρευση της εισόδου «αυτών εις τας δημόσιας υπηρεσίας».

Απόψεις υπέρ της αστικής λύσης του φασισμού είχαν διατυπωθεί απ’ όλο το φάσμα του αστικού πολιτικού κόσμου, από τη «Δεξιά» (Κονδύλης) έως το «Κέντρο» (Βενιζέλος, Πλαστήρας).43 Οπως τόνισε ο ίδιος ο Ι. Μεταξάς την επαύριο της εγκαθίδρυσης του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, σκοπός της δικτατορίας δεν ήταν άλλος παρά η «αδιάκοπος φροντίς διά την στερέωσιν του αστικού καθεστώτος με όλας τας αναγκαίας θυσίας διά το σύνολον της κοινωνίας και ιδίως διά τας ενδεείς τάξεις»44.

Βεβαίως, οι ρίζες του «φαινομένου» εντοπίζονταν αρκετά πιο πίσω, στη δεκαετία του 1920. Στην «Εκθεση Δράσης της ΚΕ προς το Εκτακτο Συνέδριο του ΚΚΕ» (1925) γινόταν εκτενής αναφορά στη δράση «ομάδων κρούσης» κατά του εργατικού-κομμουνιστικού κινήματος με φασιστικά χαρακτηριστικά: «Ενοπλα σώματα οργανώνονται εναντίον των κομμουνιστών. Ενώσεις μεγαλεμπόρων και βιομηχάνων μαζί με σωματεία Χριστιανικά ιδρύονται με αντικομμουνιστικά συνθήματα “προς προστασίαν της κινδυνευούσης ιδιοκτησίας”», καλώντας σε «αντικομμουνιστικά συλλαλητήρια, “Εθνικά” συνέδρια» κλπ. Επίσης, καταγράφηκαν «απόπειρες για την οργάνωση φασιστικών συλλόγων, σκόπιμες προκλήσεις, επεισόδια για δημιουργίες σκηνών, άγριες καταδιώξεις των αγωνιστών της εργατικής τάξης, αυθαίρετες καταλήψεις εργατικών σωματείων, σκότωμα εργατών στα συλλαλητήρια» κ.ά.45

Σύμφωνα με καταγγελία του Ριζοσπάστη στις 5 Ιούνη 1927, ο επικεφαλής της διασπαστικής-κυβερνητικής Ενωτικής Καπνεργατικής Ομοσπονδίας «εζήτησε» σε τηλεγράφημά του προς το υπουργείο Γεωργίας «να ενεργήσει παρά τη κυβερνήσει ώστε να επιτραπεί ο επίσημος εξοπλισμός των “συντηρητικών” εργατών διά να “αμυνθώσι” κατά των κομμουνιστών».46

Ανάμεσα στις ακροδεξιές-φασιστικές οργανώσεις που έδρασαν δίπλα και σε συνεργασία με τις «επίσημες» κατασταλτικές δυνάμεις του αστικού κράτους την περίοδο του Μεσοπολέμου ήταν η Τρίαινα, η Οργάνωση του Εθνικού Κυρίαρχου Κράτους, η Πανεργατική Ενωση Εθνικιστικών Σωματείων, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος και βεβαίως η Εθνική Ενωσις Ελλάς (ΕΕΕ), η σημαντικότερη ίσως εξ αυτών από άποψη μαζικότητας κι ενεργειών. Σκοπός τους: Η πολύμορφη άσκηση τρομοκρατίας στην εργατική τάξη -πρώτα και κύρια εναντίον του ΚΚΕ και του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος. Η τρομοκρατία αυτή εκδηλώθηκε τόσο προς μεμονωμένους πρωτοπόρους εργάτες-κομμουνιστές (απειλές, βιαιοπραγίες, δολοφονίες) όσο και προς τα γραφεία του Κόμματος, τον επαναστατικό Τύπο, τα συνδικάτα ή τους χώρους δουλειάς (επιδρομές, βανδαλισμοί, εμπρησμοί). Μεταξύ άλλων, αναλάμβαναν το σπάσιμο των απεργιών, την επιβολή της «εργασιακής ειρήνης» στους χώρους δουλειάς κ.ο.κ. Στο στόχαστρό τους βρέθηκαν επίσης οι εθνικές μειονότητες (κυρίως οι Εβραίοι), αλλά και οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και του Πόντου.47

Η Εθνική Ενωσις Ελλάς (ΕΕΕ) ιδρύθηκε το 1927 στη Θεσσαλονίκη με πρόεδρο τον έμπορο Γ. Κοσμίδη. Οι δραστηριότητές της έτυχαν της αμέριστης υλικής υποστήριξης Αρχών κι εργοδοτών. Αποκαλυπτικά είναι πράγματι δύο έγγραφα της Ενωσης Ελληνικών Τραπεζών που δημοσίευσε ο Νέος Ριζοσπάστης στις 18 Φλεβάρη 1933 καταδεικνύοντας τη στενή σχέση της φασιστικής αυτής οργάνωσης με το κεφάλαιο. Σημαντικούς πόρους επίσης έλαβε και από το δήμο Θεσσαλονίκης (ο οποίος, σημειωτέον, ήταν ένας βενιζελικός δήμος).48

Στη Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο του 1932 οι συγκρούσεις μεταξύ των φασιστών και του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος οξύνθηκαν και γενικεύτηκαν. Στις 17 Αυγούστου, η ΕΕΕ πραγματοποίησε ένοπλη επιδρομή στο σωματείο οικοδόμων Θεσσαλονίκης, τραυματίζοντας βαριά το γραμματέα του Χρ. Παπαδόπουλο, καθώς και τον οικοδόμο Χ. Σταμπουλίδη, ο οποίος ξεψύχησε την επόμενη μέρα.49 Μόνο σε δύο εκθέσεις της βρετανικής πρεσβείας στις 27 Γενάρη 1934 και στις 14 Γενάρη 1935, όπου καταγράφηκαν τέτοια περιστατικά, αναφέρονται τρεις κομμουνιστές νεκροί και πάνω από δώδεκα τραυματίες.50 Το ΚΚΕ, ο κύριος αιμοδότης της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, άρχισε από νωρίς να προσφέρει το αίμα του στο μέτωπο του αντιφασιστικού αγώνα.

Οι κομμουνιστές διεξήγαν αδιάκοπο αγώνα, αποκαλύπτοντας στην εργατική τάξη το πραγματικό πρόσωπο του φασισμού, ως το μακρύ, δολοφονικό χέρι του ίδιου εκμεταλλευτικού συστήματος που την απομυζούσε καταδικάζοντάς την στη φτώχεια και την ανεργία. Παράλληλα, το ΚΚΕ απάντησε και με πιο οξυμένες μορφές πάλης· όπως π.χ. τον Ιούνη του 1933, όταν η ΕΕΕ αποφάσισε την «κάθοδο» στην Αθήνα, σε μια «μουσολινικού» τύπου πορεία. «1.000 θρασύδειλα καθάρματα», έγραφε τότε ο Νέος Ριζοσπάστης, «1.000 απεργοσπάστες, εμπρηστές, δολοφόνοι και συμμορίτες με τα τενεκεδένια κράνη τους, θέλουν να παρελάσουν μέσα από τους δρόμους της Αθήνας […] Δεν υπάρχει παρά μία και μόνη δύναμη που μπορεί να μεταβάλει σε συντρίμμια τα δολοφονικά καθάρματα, τους συμμορίτες των ΕΕΕ: η δύναμη της προλεταριακής γροθιάς». Και πράγματι, «οι προλετάριοι της Αθήνας διαδήλωσαν όλη την ημέρα στους δρόμους της Αθήνας, πάλεψαν ηρωικά με τις ανώτερες αστυνομικές δυνάμεις και τα φασιστικά καθάρματα. Τα τενεκεδένια κράνη και οι άλκιμοι νεανίες [σ.σ. η νεολαία της ΕΕΕ], παρόλο που ήταν κάτω από την προστασία της αστυνομίας, τράπηκαν σε φυγή μπροστά στην αποφασιστικότητα των εργατών».51

ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΩΜΑΤΕΙΑ

Οπως ήταν φυσικό, το αστικό κράτος επικέντρωσε την παρέμβαση και καταστολή του ιδιαίτερα στη δράση των κομμουνιστών στους χώρους δουλειάς και τα συνδικάτα (είδαμε ήδη ορισμένα στοιχεία): Με συλλήψεις, φυλακίσεις κι εκτοπίσεις εργατικών στελεχών, με απαγορεύσεις ή παρεμβάσεις της Ασφάλειας στις συνελεύσεις των σωματείων, με την απαγόρευση ή τη βίαιη διάλυση συγκεντρώσεων κ.ο.κ.

Οι παρακολουθήσεις σωματειακών συνελεύσεων από αστυνομικά όργανα (είτε φανερά είτε μυστικά), οι συλλήψεις κομμουνιστών συνδικαλιστών εν τω μέσω αρχαιρεσιών στα συνδικάτα κ.ο.κ. δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Οταν π.χ. στη διάρκεια μιας συνέλευσης σωματείου στο Ηράκλειο οι κομμουνιστές εργάτες ζήτησαν να πάρουν το λόγο, συνελήφθησαν αμέσως από τους παρευρισκόμενους εκεί αστυνομικούς. Η κατηγορία που τους απαγγέλθηκε ήταν «ότι διέκοψαν τας πράξεις της συνελεύσεως και ετάραξαν δι’ απρεπούς [!] τρόπου την ησυχίαν και ευταξίαν του σωματείου αυτού»52.

Την περίοδο αυτή άρχισαν να εμφανίζονται και τα πρώτα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, όπως π.χ. στα Τρίκαλα τον Ιούνη του 1933 ζητήθηκαν από τους οικοδόμους πιστοποιητικά της Ασφάλειας προκειμένου να πιάσουν δουλειά.53 Και χωρίς αυτά, πάντως, η εργοδοτική τρομοκρατία απέναντι στους κομμουνιστές εργάτες-συνδικαλιστές ήταν πάντοτε παρούσα: «Σύντροφοι που οπωσδήποτε πέσουν στην αντίληψη του εργοδότη διώχνονται από τη δουλειά, γνωστοποιείται στους άλλους εργοδότες και καθίσταται προβληματική η εξεύρεση εργασίας. Αυτό δημιουργεί πανικό στους εργάτες και καθιστά δύσκολο το πλησίασμά τους. Στην Δ΄ Αχτίδα η εργοδοτική τρομοκρατία είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο για την δράση της. Ο 8ος και 13ος πυρήνας κατ’ επανάληψην διαλύθηκαν με το διώξιμο των μελών μας από το εργοστάσιο. Από τα λιπάσματα, Σελλ, Ηφαιστο, Αεροδρόμιο διώχτηκαν μέλη μας»54.

Τα ταξικά σωματεία, όπου πρωτοστατούσαν οι κομμουνιστές, βρίσκονταν διαρκώς στο επίκεντρο της κρατικής καταστολής. Το Φλεβάρη του 1927, για παράδειγμα, το πρωτοδικείο της Λάρισας εξέδωσε απόφαση για τη διάλυση του Εργατικού Κέντρου της πόλης με το αιτιολογικό πως «εξετράπη των νομίμων σκοπών διά τους οποίους συνέστη». Η ίδια μάλιστα δικαστική αρχή «μέσα σε τρεις μήνες διέλυσε ή αρνήθηκε έγκριση σε περισσότερα από δέκα νόμιμα σωματεία, με σκοπό σύμφωνο… με το άρθρο 1 του Ν. 281». Η κατηγορία που αντηχούσε ξανά και ξανά στις δικαστικές αίθουσες, αποκαλύπτοντας τη σκοπιμότητα και το εύρος της αυθαιρεσίας που επέτρεπε το υπάρχον νομικό πλαίσιο, δεν ήταν άλλη από το ότι «ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν είναι πράγματι ο εν τω καταστατικώ αναγραφόμενος, αλλά άλλος και παράνομος και ανήθικος»!55

Η απόφαση για τη διάλυση του Πανεργατικού Κέντρου Βόλου τον Ιούλη του ίδιου έτους υπήρξε ακόμα πιο άμεση κι αποκαλυπτική. Εκανε λόγο για εκτροπή εκ «του σκοπού δι’ ον συνεστήθη», αφού «διά διαφόρων διαλέξεων και προκηρύξεων διατηρεί εις συναγερμόν τους εργάτας, διεγείρει το μίσος και την περιφρόνησιν προς το κράτος, τους εργοδότας και την αστικήν τάξην». Στην απόφαση υπογραμμιζόταν, μεταξύ άλλων, πως «το εν λόγω Σωματείον ον επαγγελματικόν […] έχον σκοπόν την προαγωγή και προστασίαν των οικονομικών συμφερόντων των μελών αυτού», επομένως, «δε δύναται να μεταβάλει τούτον εις άλλον κατ’ ιδίαν βούλησιν προς διάδοσιν πολιτικών αρχών και ιδεών…».56

Οποιαδήποτε αναφορά στο καταστατικό ή αλλού (ακόμα και ως προφορική δήλωση, σε διάλεξη κλπ.) στην «ταξική πάλη» ως μέσο διεκδίκησης των εργατικών δικαίων και συμφερόντων, ακόμα και η παραμικρή υποψία εκ μέρους κάποιου εποπτικού οργάνου ή Αρχής, αρκούσε για να «στοιχειοθετηθεί» η διάλυση μιας πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης. Σε διώξεις υπόκειντο ακόμη και όσοι εργάτες ή συνδικαλιστές εκδηλώνονταν ανοιχτά υπέρ του κομμουνισμού. Οπως π.χ. στην περίπτωση των σιδηροδρομικών που το Γενάρη του 1927 καταδικάστηκαν από το Πλημμελειοδικείο Λάρισας σε φυλάκιση, πρόστιμο, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων κι αποκλεισμό από εργασία σε δημόσια υπηρεσία, επειδή μετείχαν στον προεκλογικό αγώνα του Κομμουνιστικού Κόμματος! Η περίπτωση αυτή δεν υπήρξε μεμονωμένο επεισόδιο.57

Στην «πάλη κατά του κομμουνισμού» στα συνδικάτα, η αστική τάξη βρήκε έμπιστο και συνεπή συμπαραστάτη τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας στο συνδικαλιστικό κίνημα. Οταν οι ταξικές δυνάμεις απέκτησαν την πλειοψηφία στη ΓΣΕΕ το 1919-1920, οι σοσιαλδημοκράτες (Χατζημιχάλης και Δελαζάνος) σε συνεργασία με τους βενιζελικούς συνδικαλιστές (Μαχαίρας κλπ.) και με τη στήριξη του κυβερνώντος κόμματος των Φιλελευθέρων επιχείρησαν να επανακτήσουν τον έλεγχό της συγκαλώντας δικό τους, χωριστό -και πλήρως στεγανοποιημένο- συνέδριο, το οποίο ωστόσο απέτυχε στο σκοπό του, αφού η μεγάλη πλειοψηφία των εργατών συσπειρώνονταν στα ταξικά συνδικάτα. Είχε προηγηθεί όπως είδαμε ήδη η προσπάθεια πραξικοπηματικής αλλοίωσης της σύνθεσης της διοίκησης της ΓΣΕΕ, με τη σύλληψη κι εκτόπιση των συνεπών μελών της, η οποία επίσης απέτυχε λόγω της μαζικής και μαχητικής αντίδρασης της εργατικής τάξης.

Οι σοσιαλδημοκράτες πρωτοστάτησαν και πάλι στην επιθετικότητα της αστικής τάξης κατά του συνδικαλιστικού κινήματος στο 3ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ (27 Μάρτη – 7 Απρίλη 1926) και μάλιστα -αυτήν τη φορά- υπό την εποπτεία και με τις ευλογίες της δικτατορίας Πάγκαλου. Παρά τις επίμονες προσπάθειες του καθεστώτος ν’ αλλοιώσει τη σύνθεση του συνεδρίου (με τη δημιουργία αντισυνδέσμων, την ανάδειξη αντιδραστικών διοικήσεων στα σωματεία, την κατάληψη του ΕΚΑ από το στρατό και την παράδοση της σφραγίδας του στην αντιπολιτευόμενη στους «κόκκινους» μειοψηφία), ο συσχετισμός παρέμενε υπέρ των ταξικών δυνάμεων (278 έναντι 179 αντιπροσώπων όλων των υπόλοιπων παρατάξεων). Ωστόσο ο συνασπισμός όλων των αντιπολιτευόμενων συνδικαλιστικών δυνάμεων (σοσιαλδημοκρατών, ρεφορμιστών και συντηρητικών) κατά των κομμουνιστών και η σύλληψη -κατά τη διάρκεια των εργασιών του συνεδρίου- ενός ικανού αριθμού «κόκκινων» συνέδρων, επέβαλε τελικά έστω και οριακά (179 προς 168) το γέρσιμο της πλάστιγγας υπέρ της Αντίδρασης. Νέος ΓΓ της ΓΣΕΕ εκλέχτηκε ο σοσιαλδημοκράτης Δ. Στρατής.

Με τη Γενική Συνομοσπονδία υπό σοσιαλδημοκρατική ηγεσία, η Αντίδραση συνέχισε με ακόμα μεγαλύτερη ένταση την επίθεσή της κατά του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, με τη συγκρότηση δεκάδων αντισυνδέσμων, τη διάλυση σωματείων με ταξικό προσανατολισμό, συλλήψεις συνδικαλιστών, επιδρομές σε γραφεία συνδικάτων, επέκταση του χαφιεδισμού κ.ο.κ. Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις του ρεφορμισμού συνέχιζαν τον υπονομευτικό τους ρόλο σε κάθε σχεδόν απεργιακή κινητοποίηση της εργατικής τάξης, φροντίζοντας να μην ξεφεύγουν των ορίων της αστικής νομιμότητας, να λειτουργούν ως διαμεσολαβητές της εργοδοσίας (και πάντοτε υπέρ της) και, όπου απαιτούνταν, ως ανοιχτά απεργοσπαστικός μηχανισμός. Δεν είναι λίγα τα περιστατικά όπου οι ρεφορμιστές-σοσιαλδημοκράτες συνδικαλιστές υποδείκνυαν στις Αρχές τους επικεφαλής μιας απεργίας ή που καλούνταν ως μάρτυρες κατηγορίας εναντίον των κομμουνιστών στα δικαστήρια κ.ο.κ.58

Τα εργοδοτικά-ρεφορμιστικά συνδικάτα φρόντιζαν συνεχώς για την περιοδική ή συστηματική εκκαθάριση των κομμουνιστών (και άλλων αγωνιστών) από τη δύναμή τους. Το Νοέμβρη του 1928, για παράδειγμα, η διοίκηση του Συλλόγου Εμποροϋπαλλήλων Αθηνών ανακίνησε ζήτημα διαγραφής 23 μελών του σωματείου με την αιτιολογία ότι «διακήρυσσαν και διαλαλούσαν αρχάς και κατευθύνσεις δράσεως» που εξυπηρετούσαν «ξένους σκοπούς (κομμουνιστικούς)». Σε μια άλλη περίπτωση διαγράφηκαν 15 μέλη επειδή προσπαθούσαν δήθεν «να επικαθήσουν εις τον Σύλλογον ίνα τον καταστήσουν όργανον της αντεθνικής τους προπαγάνδας»59.

Τίποτε απ’ όλα αυτά όμως δε στάθηκε ικανό ν’ ανακόψει την ανοδική πορεία του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος και τη χρεοκοπία των δυνάμεων του συμβιβασμού στη συνείδηση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης. Παρά τις όποιες δυσκολίες στην παρέμβαση των κομμουνιστών στους χώρους δουλειάς και τα συνδικάτα, συνεπεία των κατασταλτικών-υπονομευτικών ενεργειών αστικού κράτους, εργοδοσίας και ρεφορμιστών, η συμβολή του ΚΚΕ στο εργατικό κίνημα υπήρξε ιδιαίτερα πολύτιμη. Το Κόμμα συνέδραμε αποφασιστικά στη γενικότερη ισχυροποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος, πρωτοστατώντας στην ίδρυση εργατικών ενώσεων (πρωτοβάθμια σωματεία, Εργατικά Κέντρα κλπ.) σε κλάδους και πόλεις όπου δεν υπήρχαν, στην αναζωογόνηση και μαζικοποίηση όσων είχαν παρακμάσει ή παραλύσει κλπ. Σε μια πορεία, και η ίδια η δουλειά του Κομμουνιστικού Κόμματος στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα ωρίμασε και συστηματοποιήθηκε. Η αυξανόμενη επιρροή του στις γραμμές της εργατικής τάξης υπήρξε το αποτέλεσμα της αισθητής βελτίωσης στην ικανότητά του να οργανώνει, να κινητοποιεί, να τίθεται επικεφαλής και να καθοδηγεί όλο και ευρύτερες μάζες εργατών στη διεκδίκηση των αιτημάτων τους. Να τις αποσπά από τις δυνάμεις του συμβιβασμού και της ενσωμάτωσης και να τις εντάσσει σε μια ριζοσπαστική, ταξική γραμμή πάλης. Η δυναμική αυτή διατηρήθηκε μέχρι και τη δικτατορία Μεταξά.

ΑΝΤΙΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ

Ο αντικομμουνισμός, άλλοτε πιο χυδαίος και άλλοτε πιο εκλεπτυσμένος, αποτέλεσε ένα από τα πλέον σημαντικά όπλα της άρχουσας τάξης στην προσπάθειά της να καθυποτάξει ιδεολογικοπολιτικά την εργατιά. Ο αντικομμουνισμός εκφράστηκε ποικιλοτρόπως, μέσα από τις στήλες των αστικών εφημερίδων, στους χώρους δουλειάς και τις συνοικίες, από άμβωνος, στα σχολικά βιβλία, μέσ’ από νομοθετήματα και δικαστικές αποφάσεις, με τη διοργάνωση αντικομμουνιστικών συλλαλητηρίων (ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα) κ.ά. Η προσπάθεια της αστικής τάξης να χρεοκοπήσει τον κομμουνισμό στη συνείδηση των εργατών ως αντεθνικό, ανθελληνικό, αντιχριστιανικό, διεφθαρμένο, υποκινούμενο, απόρροια της αμορφωσιάς ή της άγνοιας της εργατικής τάξης και άλλα πολλά, υπήρξε διαχρονική. Οι ρίζες της όμως μπορούν σίγουρα ν’ αναζητηθούν στο Μεσοπόλεμο.

Η εικόνα του κομμουνιστή ως «συνωμότη», «ξένου πράκτορα»-«δακτύλου της Μόσχας», που εργαζόταν πυρετωδώς -υπογείως και υποχθονίως- «καταστρώνοντας σχέδια» για την κατάλυση του κράτους, την καταστροφή της πολιτικής και ηθικής τάξης, την υπονόμευση των «εθνικών ιδανικών και αξιών» («εξαγοράζοντας» συνειδήσεις με τη βοήθεια «άφθονων χρημάτων»), καλλιεργούνταν συστηματικά με δηλώσεις ιθυνόντων, από άμβωνος, μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα, από «εθνικούς συλλόγους» και βέβαια μέσω του Τύπου ο οποίος «ανακάλυπτε» κομμουνιστικές συνωμοσίες σχεδόν πίσω από κάθε εργατική κινητοποίηση.60

Η συνωμοσιολογία αποτέλεσε πράγματι ένα αγαπημένο επαναλαμβανόμενο μοτίβο του αντικομμουνισμού. Με αφορμή λ.χ. την πυρκαγιά που ξέσπασε στο κέντρο της Καβάλας το Μάη του 1931, ορισμένοι υπήρξαν ταχύτατοι στο να υποδείξουν τους «ενόχους». «Πρόκειται περί καθαράς ενεργείας Κομμουνιστών», διαβεβαίωνε ο Κήρυξ, «οι οποίοι, επωφελούμενοι της επικρατούσης δυστυχίας και κοινωνικής αβεβαιότητας, προσπαθούν να δημιουργήσουν διά της μεθόδου των εμπρησμών μιαν αναρχικήν τρομοκρατίαν διά την εργατούπολίν μας».61

Στην ίδια λογική, δεν ήταν λίγες οι «αποκαλύψεις» που έφεραν τους κομμουνιστές να ραδιουργούν με σκοπό να αιματοκυλήσουν τον κόσμο: «Πληροφορούμε εγκύρως ότι ελήφθη εις το ενταύθα κομμουνιστικόν κέντρον αποκαλυπτική μυστική εγκύκλιος της Κομιντέρν της Τρίτης Διεθνούς η οποία περιήλθεν εις γνώσιν των αρχών. Διά της εγκυκλίου προσκαλούνται οι εργατικαί μάζαι να προβώσι κατά την 1η Αυγούστου [σ.σ. τη Διεθνή Ημέρα κατά του Πολέμου] εις οργανωμένας ένοπλους διαδηλώσεις και τονίζεται ότι μόνον επιμελής προπαρασκευή της ενόπλου επαναστάσεως δύναται να βοηθήσει εις την νίκην της δικτατορίας του προλεταριάτου διά την ανατροπήν της αστικής τάξεως». Προς ενίσχυση μάλιστα των παραπάνω, η ίδια εφημερίδα δημοσίευσε την επόμενη μέρα παρόμοια «ανακάλυψη» που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι από τις εκεί διωκτικές αρχές: «Κατά τας πληροφορίας της Παρισινής αστυνομίας, αι οδηγίαι αι οποίαι έχουν δοθεί εκ της Μόσχας διά την 1ην Αυγούστου τείνουν εις τον απώτερον σκοπόν να προκληθεί παγκόσμιος πόλεμος όστις θα μετετρέπετο σε παγκόσμια επανάστασιν». Τις «αποκαλύψεις» αυτές ακολούθησαν με τη σειρά τους και τ’ ανάλογα προληπτικά μέτρα: Προσαγωγές, συλλήψεις και σύγκληση της Επιτροπής Ασφάλειας για το «σχεδιασμό περαιτέρω δράσεως».62

Καυτηριάζοντας τα ποικίλα δημοσιεύματα που εμφανίζονταν στον αστικό Τύπο περί «κομμουνιστικού δακτύλου», ο Ριζοσπάστης έγραψε χαρακτηριστικά: «Τέλος πάντων τι είναι αυτοί οι κομμουνιστές; Για ό,τι και αν συμβεί και δε συμβεί αυτοί είναι υπεύθυνοι. Δε βρέχει, αυτοί είναι υπαίτιοι. Αυτοκτόνησε κανένας, πρόκειται για δάκτυλο της Μόσχας. Πονεί η κοιλιά μιας κυρίας της αριστοκρατίας, οι κομμουνιστές θα συνεννοήθησαν με τους δαίμονας της κολάσεως διά να προκαλέσουν τον κοιλόπονον!»63.

Για μια ακόμη φορά, τίποτε απ’ όλ’ αυτά δεν υπήρξε αποκλειστικά ελληνικό «προνόμιο». Πολυάριθμα παραδείγματα μπορούν ν’ αντληθούν από την ευρωπαϊκή εμπειρία: Από τις «αποκαλύψεις» περί κομμουνιστικού σχεδίου ανατροπής της γαλλικής κυβέρνησης τον Οκτώβρη του 1928, ως και την απόδοση ευθυνών στους κομμουνιστές για τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ το Φλεβάρη του 1933 από τις ναζιστικές αρχές.64 Οι κομμουνιστές έγιναν σε μεγάλο βαθμό οι «αποδιοπομπαίοι τράγοι» της ελληνικής -και όχι μόνο- αστικής κοινωνίας του Μεσοπολέμου. Τους αποδόθηκε πληθώρα αρνητικών χαρακτηριστικών, αντιπροσωπεύοντας ένα αρνητικό alter ego της επίσημα αποδεκτής «εθνικής ταυτότητας» που πρόβαλλε η άρχουσα ιδεολογία (του Ελληνα ως ήσυχου, νοικοκύρη κλπ.). Ταυτόχρονα, έγιναν το άλλοθι (ο μπαμπούλας) που δικαιολογούσε κάθε μορφή αυταρχισμού, καταπίεσης και καταστολής από πλευράς της αστικής τάξης, κράτους και εργοδοτών. Μια καταστολή που δεν επηρέασε βέβαια μόνο τους κομμουνιστές (όπως ειπώθηκε ήδη πιο πάνω), αλλά επεκτάθηκε σ’ ολόκληρη την εργατική τάξη.

Παράλληλα καταβλήθηκαν σημαντικές προσπάθειες για την «αποσύνδεση» της πολιτικής (δηλαδή του κομμουνισμού) από το συνδικαλισμό, τονίζοντας πως «έχομεν ανάγκην συνεργασίας και ουχί πάλης των τάξεων». Ορισμένοι καλούσαν για τον πλήρη διαχωρισμό τους, ισχυριζόμενοι πως «μετά τόσους άκαρπους προστριβάς απεδείχθη ότι η ανάμειξις της πολιτικής εις τον επαγγελματικόν αγώνα εζημίωσε καιρίως τα εργατικά συμφέροντα. Και όχι μόνον αυτό. Κατέστησεν ύποπτον τον εργατικόν αγώνα εις ολόκληρον την κοινωνίαν διότι εχρωματίσθη ολοκληρωτικώς ως αγών ανατροπής και αναρχίας […] Δύο δρόμοι χαράσσονται από τους επιβουλευομένους την εργατικήν συνείδησιν. Ο πρώτος θέλει τους εργάτας υπηρέτας των κατά καιρούς Κυβερνήσεων αι οποίαι φέρουν το στίγμα της αδιαφορίας και της εγκαταλείψεως του δυστυχούντος Ελληνος εργάτου. Ο δεύτερος αξιοί την ανατροπήν και την ερείπωσιν του κοινωνικού αστικού καθεστώτος. Εις τας Συμπληγάδας αυτάς εφθάρη και ετραυματίσθη θανασίμως το εργατικόν ζήτημα εν Ελλάδι και κατέστησε σχεδόν ανίκανα όλα τα προοδευτικά στοιχεία όπως χειραγωγήσουν και κατευθύνουν την δύναμίν των εις ευρείας και ανθρωπιστικάς μεταρρυθμίσεις αι οποίαι εις τα πεπολιτισμένα κράτη επέφερον πλείστα αγαθά»65.

Ο αντικομμουνισμός υποστηρίχτηκε προπαγανδιστικά μέσω δημόσιων εκδηλώσεων, συγκεντρώσεων, με τη σύσταση αντικομμουνιστικών συλλόγων κ.ο.κ. Σε γενικές γραμμές, τίποτε απ’ όλ’ αυτά δεν έτυχε ιδιαίτερης ανταπόκρισης ή αποδοχής. Οταν π.χ. το Εμπορικό Επιμελητήριο Καβάλας (όπου το ΚΚΕ ήταν πολύ ισχυρό) προχώρησε το Μάρτη του 1925 στη διοργάνωση «Εθνικού Συλλαλητηρίου» κατά του ΚΚΕ, η συμμετοχή του κόσμου ήταν λίαν απογοητευτική (για τους οργανωτές). Το Σεπτέμβρη του 1929 εγκρίθηκε από το πρωτοδικείο καταστατικό του επονομαζόμενου «Αντικομμουνιστικού Συλλόγου», ενώ τη δεκαετία του 1930 άρχισε να λειτουργεί και τμήμα καπνεργατών της ακροδεξιάς-φασιστικής οργάνωσης Εθνική Ενωσις Ελλάς (ΕΕΕ). Πρόκειται για σχήματα τα οποία δεν μπόρεσαν να σταθούν στον εργαζόμενο λαό. Ετσι, γρήγορα παρήκμασαν ή έμειναν να υπολειτουργούν στο περιθώριο.66

Φορέας όμως του αντικομμουνισμού υπήρξε και η Εκκλησία, της οποίας οι σχέσεις με το αστικό κράτος και τις δυνάμεις καταστολής ήταν στενότατες.

Η Εκκλησία «αξιοποιήθηκε» από το κράτος και τις Αρχές για την παρακολούθηση «πάσας αντιπατριωτικής κίνησης των εχθρών της πατρίδας, πάσας προπαγανδιστικής αυτών ενέργειας ή τάσης, πάσας κίνησης απ’ αυτών εν τη ύπαιθρον χώραν, πάσα κομμουνιστική προπαγάνδα». Η Εκκλησία καλούνταν να «παρακολουθεί επιμελώς πάντα ό,τι θεωρεί ύποπτον και πάντα νέον όστις θα εμφανίζετο υπό οιανδήποτε πρόφασιν εν τη υμετέρα κοινότητι» και «να διαβιβάζει» στις αρμόδιες Αρχές «όλας τας πληροφορίας τας αυτάς, ακόμη ας θεωρείτε επουσιώδεις και ανωφελείς, διότι πολλάκις εκ των ανωφελών τοιούτων πληροφοριών εν συνδυασμώ μετ’ άλλων προκύπτουν σοβαρότατες αποκαλύψεις εξωτερικής ή εσωτερικής προπαγάνδας».67

Η σχέση της Εκκλησίας με τη Διεύθυνση Γενικής Ασφάλειας έγινε ακόμα στενότερη με την πάροδο του χρόνου. Τον Απρίλη του 1926, η τελευταία ζήτησε από τους Μητροπολίτες της Μακεδονίας -κατά το παράδειγμα «απάντων των Μητροπόλεων της Παλαιάς Ελλάδας»- να στείλουν «καταστάσεις των ιερέων οίτινες λόγω μορφώσεως, αισθημάτων και ζήλου δύνανται να σας υποβοηθήσωσιν προς αντιμετώπισιν ξένων προπαγανδών [σ.σ. δηλαδή του κομμουνισμού] και προς ενίσχυσιν εν γένει του κλήρου της περιφέρειάς σας, ίνα τους διαθέσωμεν υμίν. Παρακαλούμε όπως μας γνωρίσετε πόσων ιερέων έχετε ανάγκην ίνα φροντίσωμεν διά την αποστολήν εφόσον θα υπήρχον». Είναι ενδεικτικό ότι στο «δυναμικό» της νεοσυσταθείσας Γενικής Ασφάλειας, εκτός των αστυνομικών, διοικητικών, δικαστικών, στρατιωτικών και άλλων «Αρχών του Κράτους», περιλαμβάνονταν επίσης οι θρησκευτικές Αρχές.68

Η Εκκλησία επιστρατεύτηκε τέλος και ως «εκπαιδευτικό-αναμορφωτικό» όπλο. Στις 24 Μάη 1926, ο «Πρόεδρος της Δημοκρατίας» στρατηγός Πάγκαλος αποφάσισε τη σύσταση οργάνωσης με την επωνυμία «Εθνική Ενωσις Κοινωνικής Αναπλάσεως». Σκοπός της ήταν η κινητοποίηση του κλήρου και της διανόησης στην «ηθική πάλη» κατά του κομμουνισμού, μέσα από την επιμέλεια κι έκδοση σχετικών εντύπων (βιβλία, περιοδικά, μπροσούρες), τη διεξαγωγή ειδικών μαθημάτων, διαλέξεων κλπ. Το 1934 θα σημειωθεί μια ακόμη παρόμοια προσπάθεια με τη δημιουργία της λεγόμενης «Εταιρίας του Ελληνισμού», με ταυτόσημους σχεδόν σκοπούς και δραστηριότητες.69

Το λαϊκό θρησκευτικό αίσθημα μετατράπηκε σε αντικείμενο διαρκούς εκμετάλλευσης από τους διαφόρους φορείς του αντικομμουνισμού, που με ιδιαίτερα δημαγωγικό και λαϊκίστικο τρόπο εμφάνιζαν τον κομμουνισμό ως πολιτική ενσάρκωση του Αντίχριστου, ως καταστροφέα της ορθόδοξης πίστης ή ακόμα και ως μια άλλη -αντιχριστιανική πάντα- θρησκεία. Οπως για παράδειγμα στις 6 Γενάρη 1931, όταν άρθρο τοπικής εφημερίδας που έφερε το βαρύγδουπο τίτλο «Αντίχριστοι» έγραψε: «Το μπολσεβικικό καθεστώς, μη εξαρκεσθέν εις την διαίρεσιν την οποία επέφερεν εις την Ορθόδοξον εκκλησίαν διά μεθόδων προσιδιαζουσών μόνον εις αυτόν, μετέβαλον ήδη σκέψεις, μεθόδους και τρόπους, απεφάσισε την εμφάνιση του πολιτεύματός του και ως συστήματος θρησκευτικού. Αρχηγέτης τούτου ο Λένιν, απόστολοι δε και δογματισταί, οι επιβάλλοντες εν Ρωσία τον Μπολσεβικισμόν»70.

Προς επιβεβαίωση της «ανηθικότητας» του κομμουνισμού έβλεπαν συχνά το φως της δημοσιότητας «έγκυρες» ανταποκρίσεις από την ίδια δήθεν τη Σοβιετική Ενωση, που έκαναν λόγο για έναν «παράδεισο του ελεύθερου έρωτος» στον οποίο κυριαρχούσε «ο αγών εναντίον του θεσμού του γάμου» κλπ. Κάθε τόσο ο αναγνώστης βομβαρδιζόταν με «ειδήσεις» και «αφιερώματα» του τύπου: «η γυναίκα “θήραμα δι’ όλους” – ένας πατήρ υπανδρεύθη την κόρην του – εις άλλος σύντροφος υπανδρεύθη το βράδυ και το πρωί έδιωξε την γυναίκα του δόσας εις αυτήν δέκα καπίκια – η πλήρης εξαχρείωσις του Ερυθρού Λαού»71.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το ζωντανό παράδειγμα των κομμουνιστών υπήρξε αναμφίβολα το ισχυρότερο αντίβαρο στον αντικομμουνισμό. Η προπαγάνδα της αστικής τάξης προσέκρουε και προοδευτικά αχρηστευόταν μπροστά στην πραγματική εμπειρία των εργαζομένων από την πάλη τους.

Θεμελιώδες όπλο απέναντι στην επιθετικότητα του αστικού κράτους υπήρξε βεβαίως η ίδια η επαναστατική οργάνωση του Κομμουνιστικού Κόμματος, καθώς και η ανιδιοτελής δράση κι ακλόνητη πίστη των κομμουνιστών στο δίκαιο του αγώνα για τη δημιουργία μιας κοινωνίας απαλλαγμένης από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, για το σοσιαλισμό. Η δυνατότητα του ΚΚΕ ν’ αντεπεξέρχεται στις πολύμορφες πιέσεις της αστικής τάξης και του κράτους της (είτε με την ενσωμάτωση είτε με την καταστολή) υπήρξε πρώτα και κύρια συνάρτηση του βαθμού ωρίμανσης του ίδιου του Κόμματος και της στρατηγικής του σε κάθε φάση της ταξικής πάλης.

Σε αντιμετώπιση της ολοένα οξυνόμενης αστικής επιθετικότητας, το ΚΚΕ πρωτοστάτησε επίσης στη δημιουργία μιας σειράς οργανώσεων όπως η Εργατική Βοήθεια, ενώ στους τόπους εξορίας συγκροτήθηκαν «Ομάδες Συμβίωσης», οι οποίες, υπό τις πλέον δύσκολες -απάνθρωπες- συνθήκες, φρόντιζαν για τη φυσική επιβίωση, ψυχολογική υποστήριξη, αλλά και την πνευματική-πολιτιστική καλλιέργεια των μελών τους.

Ειδικό βάρος τέλος δόθηκε στη σύνδεση της αστικής τρομοκρατίας (κατά του ΚΚΕ και του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος) με τη γενικότερη επίθεση στις συνθήκες ζωής κι εργασίας της εργατικής τάξης. «Κατά τις κινητοποιήσεις», αναφέρει έγγραφο του ΠΓ απευθυνόμενο στην Αχτιδική Επιτροπή των Ιωαννίνων, «πρέπει να εξηγείτε πλατιά τη σχέση που έχει η τρομοκρατία με το ψωμί των εργαζομένων και ότι η αφαίρεση των ελευθεριών αυτών» σημαίνει αφαίρεση «των μέσων των εργατών και χωρικών να διεκδικήσουν το ψωμί τους».72 «Ασπίδα» για το Κομμουνιστικό Κόμμα αποτέλεσε πράγματι η ίδια η εργατιά η οποία, βλέποντας στους κομμουνιστές τους συνεπείς κι αλύγιστους υπερασπιστές των ταξικών συμφερόντων της, στάθηκε δίπλα του, ηθικά, υλικά και με την πάλη της, μέσα κι έξω από τις γραμμές του.

Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν έως σήμερα, η ένταση και οι μέθοδοι -συχνά εκσυγχρονισμένες- καταστολής και διώξεων ήταν αποτέλεσμα του συσχετισμού δυνάμεων, της πορείας έκβασης της ταξικής πάλης, ακόμα και διεθνώς. Η διαχρονική αντιμετώπιση του ΚΚΕ και του εργατικού κινήματος από την αστική τάξη και το κράτος της είναι απόρροια της ίδιας της ταξικής φύσης του εκμεταλλευτικού συστήματος του καπιταλισμού, το οποίο, προς υπεράσπισή του, έχει ανάγκη να στηριχτεί και σε τέτοιους μηχανισμούς. Η αστυνομική βία, οι κάθε λογής απαγορεύσεις, οι παρακολουθήσεις εργατικών συνελεύσεων, συγκεντρώσεων και πορειών, οι τρομοκρατικές απολύσεις, οι αντεργατικοί νόμοι και οι καταδικαστικές αποφάσεις των δικαστηρίων, η εξαγορά συνειδήσεων, ο αντικομμουνισμός, η αξιοποίηση ακροδεξιών-φασιστικών «ομάδων κρούσης» κ.ά. δεν αποτελούν απλά και μόνο αντικείμενα «ιστορικής έρευνας», στοιχεία μιας άλλης εποχής. Είναι αναπόσπαστα χαρακτηριστικά της αστικής εξουσίας στο σήμερα.

Ενα σχεδόν αιώνα μετά, η αστική τάξη και το κράτος της δεν κατάφεραν να βάλουν στο χέρι το ΚΚΕ, να το φέρουν στα μέτρα τους. Γι’ αυτό και οι κάθε λογής πιέσεις δεν πρόκειται να εκλείψουν, αφού το αστικό κράτος είναι ο μηχανισμός επιβολής της θέλησης, των συμφερόντων της αστικής εξουσίας. Επομένως, το αστικό κράτος ούτε φτιασιδώνεται, ούτε εξανθρωπίζεται, αλλά μόνο ανατρέπεται, με την επαναστατική πάλη του λαού και ηγετική δύναμη την εργατική τάξη με την καθοδήγηση του Κόμματός της, με στόχο να έρθει η εργατική τάξη στην εξουσία, που σημαίνει την οικοδόμηση του δικού της κράτους, της δικτατορίας του προλεταριάτου, σε αντικατάσταση της δικτατορίας της αστικής τάξης.

Του Αναστάση Γκίκα (μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ)

Πηγή: ΚΟΜΕΠ, τ.6 του 2013

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και Επανάσταση», «Απαντα», τ. 33, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, σελ. 35.

2. Ελ. Βενιζέλος, όπως παρατίθεται στο Mazower M.: «Greece and the inter-war economic crisis», εκδ. «Clarendon Press», London, 1991, σελ. 76.

3. Οπως π.χ. ο Ν. 3934/1911 «Περί υγιεινής και ασφάλειας των εργατών και περί ωρών εργασίας», ο Ν. 4029/1912 «Περί εργασίας γυναικών και ανηλίκων», ο Ν. 4030/1912 «Περί πληρωμής ημερομισθίων των εργατών, υπηρετών και υπαλλήλων» κ.ά. Κατά πόσο βέβαια όλ’ αυτά τα μέτρα είχαν πρακτικό αποτέλεσμα στην πραγματικότητα της καθημερινής ζωής του εργάτη, μη μένοντας στα χαρτιά, είναι ένα άλλο ζήτημα. Ενα ζήτημα, άρρηκτα συνδεδεμένο -συν τοις άλλοις- με το επίπεδο οργάνωσης και το συσχετισμό δυνάμεων στο συνδικαλιστικό κίνημα.

4. Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», εκδ. «Μπουκουμάνη», Αθήνα, 1972, σελ. 232. Η λεγόμενη «κοινωνική αλληλεγγύη», όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από τις όποιες «φιλεργατικές» ή «φιλοαγροτικές» μεταρρυθμίσεις, αποτελούσε πρώτα και κύρια αναγκαιότητα για την επιβίωση της ίδιας της αστικής τάξης. Οι ιδιόχειρες σημειώσεις του Ελ Βενιζέλου σχετικά με το αγροτικό ζήτημα (τέλη 1918) είναι πράγματι αποκαλυπτικές: «Αρκούν αι δυσχέρειαι ας δημιουργεί η αντίθεσις μεταξύ κεφαλαίου και βιομηχανικών εργατών. Αρκεί η εκμετάλλευσις ην τ’ ανατρεπτικά στοιχεία επιχειρούν επί του εδάφους τούτου διά την ανατροπήν της κοινωνικής τάξεως. Εάν αφήναμεν ως έδαφος εκμεταλλεύσεως και την πολυάριθμον αγροτικήν τάξιν άλλο δεν θα εκάμνωμεν παρά να εξυπηρετήσωμεν τους εχθρούς της κοινωνίας […] Λύουσα το αγροτικόν ζήτημα κατά τας υπαγορεύσεις κοινωνικής αλληλεγγύης η αστική τάξις δίδει το πλέον αποτελεσματικόν πλήγμα κατά των ανατρεπτικών θεωριών […] Χάνουν ούτω έδαφος αφ’ ου ήλπιζαν να στηρίξουν την κοινωνικήν των επανάστασιν […] Δεν δυνάμεθα ατυχώς να πράξωμεν αυτό διά τον τερματισμόν του ανταγωνισμού κεφαλαίου και βιομηχανικού εργάτου», Αρχείο Ελ. Βενιζέλου, Φάκελος 173/267 (Μουσείο Μπενάκη).

5. Οπως παρατίθεται στο Γ. Κ. Λεονταρίτη: «Το ελληνικό εργατικό κίνημα και το αστικό κράτος 1910-1920», στο Θ. Βερέμη και Ο. Δημητρακόπουλου (επ.): «Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του», εκδ. «Φιλιππότη», Αθήνα, 1990, σελ. 77-78.

6. Γ. Β. Λεονταρίτη: «Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», εκδ. «Εξάντας», Αθήνα, 1978, σελ. 250.

7. Βλ. Κ. Μοσκώφ: «Ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα, 1988, σελ. 401, Γ. Β. Λεονταρίτης: «Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», εκδ. «Εξάντας», Αθήνα, 1978, σελ. 265, εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 26 Οκτώβρη 1918 και 17 Οκτώβρη 1918.

8. Γ. Β. Λεονταρίτης: Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», εκδ. «Εξάντας», Αθήνα, 1978, σελ. 227.

9. Ξεκινώντας από την ολομέτωπη επίθεση κατά του Κόμματος εξαιτίας της στάσης του απέναντι στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Την επιδρομή κατά των γραφείων του Ριζοσπάστη και την καταστροφή τους από βενιζελικούς μπράβους τον Ιούλη του 1920, τη σύλληψη του Γραμματέα και της ΚΕ του Κόμματος, του διευθυντή του Ριζοσπάστη, καθώς και των κομμουνιστών-μελών της Διοίκησης της ΓΣΕΕ τον Ιούλη του 1922 κοκ. Χώρια, βεβαίως, από τη χυδαία προπαγάνδα περί «αντεθνικού» ΚΚΕ, που αναμασάται ποικιλοτρόπως μέχρι και τις μέρες μας. «Εθνικό» συμφέρον για την ελληνική αστική τάξη ήταν -και παραμένει- το δικό της συμφέρον. Η Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή ήταν το αποτέλεσμα της συμμετοχής της ελληνικής αστικής τάξης στις γενικότερες ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις στην Εγγύς Ανατολή, ώστε να προωθήσει μέσω αυτής τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα. Με την πολιτική και τη δράση του, το ΚΚΕ ανέδειξε τον πραγματικό χαρακτήρα του πολέμου κι επιδίωξε τη ματαίωσή του, εκτιμώντας ότι μετά από τη Μικρασιατική Εκστρατεία θα επερχόταν η Καταστροφή, όπως κι έγινε. Η συνεπής πολιτική αρχών απέναντι στην εργατική τάξη, όλο το λαό, συνέδεσε την υπόθεση του πολέμου με την αστική εξουσία και τον ιμπεριαλισμό, προτείνοντας ταυτόχρονα τη διευθέτηση του μικρασιατικού ζητήματος έξω από το πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών συμφωνιών (Βερσαλλίες, Λοζάνη, Σέβρες) και μεταξύ των δύο χωρών.

10. Ανάλογοι αναγκαστικοί νόμοι σχετικά με τη διοικητική εκτόπιση ψηφίστηκαν επίσης τον Οκτώβρη και το Δεκέμβρη του 1935.

11. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 23 Δεκέμβρη 1935, 26 Δεκέμβρη 1935, 4 Γενάρη 1936.

12. «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα, 1925-1928», τ. 2, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1974, σελ. 619 και 631.

13. Εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», 21 Ιούλη 1928.

14. «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», 23 Ιούλη 1929.

15. Οπως παρατίθενται στο Αν. Γκίκα: «Από την πείρα του κινήματος των οικοδόμων στην Ελλάδα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2013, σελ. 55.

16. Παρατίθεται στο Μ. Mazower: «Greece and the inter-war economic crisis», εκδ. «Clarendon Press», London, 1991, σελ. 128.

17. Βλ. «Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής», 30 Μάη 1929 και Ρ. Σ. Κούνδουρο: «Η ασφάλεια του καθεστώτος. Πολιτικοί κρατούμενοι, εκτοπίσεις και τάξεις στην Ελλάδα, 1924-1974», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα, 1978, σελ.85-87.

18. V. Lidtke: «The outlawed party», εκδ. «Princenton University Press», Princenton, 1966, σελ. 339-345. Παράλληλα, την ίδια περίοδο, σ’ ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο ενισχύονταν οι κατασταλτικές λειτουργίες του αστικού κράτους, υποστηριζόμενες ιδεολογικά από τη θεωρία του «ισχυρού» κράτους, παραμερίζοντας τις μικροαστικές φιλελεύθερες ιδέες. Ας μην ξεχνάμε ότι ο B. Mussolini βρισκόταν ήδη στην εξουσία στην Ιταλία από το 1922, ενώ το δικτατορικό καθεστώς του Primo de Rivera κυριαρχούσε στην Ισπανία (1923-1930). Το πραξικόπημα του 1926 στην Πορτογαλία έστρωνε ουσιαστικά το δρόμο για την άνοδο του Α. Salazar στην εξουσία (πρωθυπουργός-δικτάτορας της χώρας το 1932-1968). Στη Γιουγκοσλαβία το 1929 ο Βασιλιάς Αλέξανδρος Α΄ κατήργησε το Σύνταγμα και διέλυσε τη Βουλή κ.ο.κ.

Οπου τα κομμουνιστικά κόμματα δεν τέθηκαν εκτός νόμου, τ’ αστικά καθεστώτα φρόντισαν να θωρακιστούν νομικά, είτε ανασύροντας και αναπροσαρμόζοντας παλαιότερα κατασταλτικά μέτρα είτε κατασκευάζοντας καινούργια. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, επιστρατεύτηκαν το Treason Act του 1351, το Seditious Libel and Enlistment Act του 1870, καθώς και το Official Secrets Act του 1911 και 1920, ενώ σειρά απαγορεύσεων ακολούθησε τις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις του 1926. Στη Γερμανία, αν και τυπικά το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν νόμιμο, παρεμποδιζόταν η δράση και συμμετοχή του στα συνδικάτα. Στη Γαλλία αναβίωσαν νομοθετήματα του 1893 και 1894, με τα οποία ποινικοποιούνταν οι σοσιαλιστικές ιδέες.

19. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τ. Α΄, 1918-1949», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2001, σελ. 214. Μέχρι το 1935 ο αριθμός των δολοφονηθέντων εργατών κι αγροτών είχε ανέλθει σε 37, ενώ οι συλλήψεις είχαν φτάσει τις 16.500 και οι καταδίκες τις 3.000 περίπου.

20. Αν και τυπικά ο κομμουνιστικός Τύπος δεν ήταν παράνομος, με το Ιδιώνυμο θέτονταν ουσιαστικά εκτός νόμου το περιεχόμενο και η πράξη της διάδοσής του. Ετσι, από το 1929 κι έπειτα, «κατόπιν εγκυκλίου διαταγής του Υπουργείου Εσωτερικών», όλα «τα ταχυδρομικά και τηλεγραφικά Γραφεία του Κράτους» υποχρεούνταν «όπως επιστρέφουν αμέσως ως απαράδεκτα όλα τα κομμουνιστικού περιεχομένου έντυπα εις τους εκδότας των, μη επιτρεπομένης της αποστολής των διά των ταχυδρομείων του Κράτους, συμφώνως προς τον ψηφισθέντα νόμον περί ασφάλειας του κοινωνικού καθεστώτος». Βλ. εφημερίδα «Κήρυξ» 1 Οκτώβρη 1929 και Εκθεση για την κατάσταση του παράνομου μηχανισμού στην κομματική οργάνωση της Καβάλας, 1933 (Φάκελος 18), Αρχείο ΚΚΕ.

21. Τα στοιχεία βασίζονται στις Ελληνικές Εγκληματολογικές Στατιστικές της αντίστοιχης περιόδου και παρατίθενται στο Ρ. Σ. Κούνδουρου: «Η ασφάλεια του καθεστώτος. Πολιτικοί κρατούμενοι, εκτοπίσεις και τάξεις στην Ελλάδα, 1924-1974», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα, 1978, σελ. 97-99.

22. Βλ. «Foreign Office to the Undersecretary of State Report», 29 Αυγούστου 1929, σελ. 99, στο FO 371-12926, PRO και «Duties that may be allocated to the Gendarmerie in the Towns Police are, or may be in the future, established», 29 Μάρτη 1928, σελ. 2, PRO.

23. «Εκθεση της Αχτίδας Λαρίσης για το αγροτικό συλλαλητήριο της 10 Ιούλη 1927», σελ. 1 (Φάκελος 5), Αρχείο ΚΚΕ.

24. Απόρρητο έγγραφο του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού προς το Γραφείο του υπουργού Εσωτερικών (14 Μάη 1929) με θέμα τη «συγκέντρωση στοιχείων επί του ζητήματος της διανομής επαναστατικών προκηρύξεων», στο Αρχείο Κωνσταντίνου Ζαβιτσιάνου, Φάκελος 1, «ΕΛΙΑ».

25. Εφημερίδα «Πατρίς», 17 Φλεβάρη 1930.

26. Εφημερίδα «Πρωινά Νέα», 16-19 Νοέμβρη 1933.

27. Γράμμα από την Οργάνωση Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας προς το ΠΓ της ΚΕ, 26 Σεπτέμβρη 1930, σελ. 3 (Φάκελος 14), Αρχείο ΚΚΕ, και εφημερίδα «Νέος Ριζοσπάστης», 12 Γενάρη 1933.

28. Εκθεση της Περιφερειακής Επιτροπής της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας προς το Πολιτικό Γραφείο, 16 Μάρτη 1928, σελ. 2 (Φάκελος 10), Αρχείο ΚΚΕ. Στο γεγονός αυτό αναφέρθηκε και ο E. G. Lomas του Γενικού Προξενείου της Θεσσαλονίκης σε έκθεσή του στο Foreign Office της Μ. Βρετανίας. Ενημερώνοντας την κυβέρνησή του για τις «εργατικές αναταραχές» που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα κατά τις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις των καπνεργατών στην πόλη το Μάη του 1936 (και οι οποίες μετεξελίχτηκαν γρήγορα σε γενικό πανελλαδικό απεργιακό αναβρασμό) τόνιζε πως: «υπάρχουν χιλιάδες δυσαρεστημένων ανδρών και γυναικών εργατών από την μια πλευρά και αρκετές εκατοντάδες …αστυνομικών από την άλλη, καλά οπλισμένων και ποτισμένων με την ιδέα, η οποία φαίνεται έχει καταστεί παράδοση, πως ο εργάτης ο οποίος αγωνίζεται για τη βελτίωση της κατάστασής του αποτελεί δημόσιο εχθρό». Καταλήγοντας, πρόσθεσε χαρακτηριστικά: «δεν υπήρξε σχεδόν καμιά συνάθροιση, πολιτική ή μη, η οποία να μην συνοδευόταν από αιματοχυσία ή κάποιας μορφής βία». Εκθεση του British Consulate General, Salonica, 27th May, 1936, σελ. 3 κι 7, στο FO371/20389, PRO.

29. Α. Γκίκα: «Ρήξη και Ενσωμάτωση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2010, σελ. 124. Στην έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ «Επεσαν για τη Ζωή», τ. 1, καταγράφονται 29 μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, καθώς και 7 μέλη και στελέχη της ΟΚΝΕ, που δολοφονήθηκαν από το αστικό κράτος στη διάρκεια εργατικών κινητοποιήσεων, στην εξορία και τη φυλακή κοκ.

30. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 7 Γενάρη 1924 και 22 Αυγούστου 1928.

31. Εκθεση της Περιφερειακής Επιτροπής Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης στο Πολιτικό Γραφείο, 7 Νοέμβρη 1927 (Φάκελος 5), Σχέδιο ανάλυσης των αποφάσεων του 4ου Συνεδρίου του Κόμματος, σελ. 1, Γράμμα του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ προς την Περιφερειακή Επιτροπή Θεσσαλίας, 18 Αυγούστου 1928 και προς την Περιφερειακή Επιτροπή Θεσσαλονίκης, 15 Σεπτέμβρη 1928 (Φάκελος 8), Αρχείο ΚΚΕ.

32. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 19 Ιούλη 1922, 16 Απρίλη 1925 και 9 Σεπτέμβρη 1934, Εφημερίδα «Νέος Ριζοσπάστης», 12 Δεκέμβρη 1932 και «Δελτίον», 1 Φλεβάρη 1926.

33. «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα, τ. 2, 1925-1928», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1974, σελ. 617 και «Θέσεις για τα δεκαπεντάχρονα του ΚΚΕ», στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», 15 Νοέμβρη 1933.

34. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 5 Ιούνη 1927 και 20 Νοέμβρη 1928.

35. Ο Πειθαρχικός Ουλαμός Καλπακίου (ο λεγόμενος και «τάφος των ζωντανών») άρχισε να λειτουργεί το 1924. Ηταν ένας από τους δύο τόπους μαρτυρίου (μαζί με της Μαρμάρως) όπου έστελναν τους στρατευμένους νέους κομμουνιστές για να τους εξοντώσουν ψυχικά και σωματικά. Πολλοί δε θ’ αντέξουν τις άθλιες συνθήκες, τα καψόνια και τα βασανιστήρια, χάνοντας τα λογικά τους ή αφήνοντας στο Καλπάκι την τελευταία τους πνοή.

36. Χρ. Τσιντζιλώνη: «ΟΚΝΕ 1922-1943», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1989, σελ. 149-157 και 163-168.

37. Σε μια αντίστοιχη διαμαρτυρία του ΣΕΚΕ κατά τις εκλογές του 1920 αναφερόταν: «Εν τη αρξαμένη εκλογική πάλη η κυβέρνησις μετέρχεται παν μέσον καταδιώξεως και τρομοκρατίας, κατασχούσα τας προκηρύξεις διά των αστυνόμων της και απαγορεύουσα τας εργατικάς συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, τρομοκρατούσα διά των μπράβων της, ως συνέβη εν Αθήναις, απαγορεύουσα εις τους χωρικούς ίνα επικοινωνήσουν με το Κόμμα, ως συνέβη με τον διευθυντή του τηλεγραφείου Πατρών…» κλπ. «Διαμαρτυρία κατά της προεκλογικής τρομοκρατίας», στο «Εργατικός Αγών», 29 Σεπτέμβρη 1920 και «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα, τ. 1, 1918-1924», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1974, σελ.119-120.

38. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 7 Φλεβάρη 1927.

39. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 11.6.1930.

40. Υπόμνημα «προς άπασας τας εφημερίδας Αθηνών-Πειραιώς» 10 Οκτώβρη 1935, Αρχείο Σφαέλου Δημήτριου, «ΕΛΙΑ».

41. Γ. Ζορμπαλά: «Ο Μεγάλος Οκτώβρης και ο επαναστατικός Τύπος στην Ελλάδα», στο «Νέο Κόσμο», τ. 4, 1967, σελ. 70. Επιθέσεις κατά του Ριζοσπάστη έχουν καταγραφεί από το 1920 κιόλας, όταν βενιζελικοί μπράβοι εισέβαλαν στα γραφεία της εφημερίδας και τα κατέστρεψαν ολοσχερώς (Εφημερίδα Ριζοσπάστης, 9 Αυγούστου 1920). Σε μια ακόμη περίπτωση, στις 17 Νοέμβρη 1934, ο Ριζοσπάστης θα δεχτεί επίθεση από μέλη της εθνικοσοσιαλιστικής ομάδας «Τρίαινα», τα οποία όμως «αποκρούονται ηρωικά από την εργατική φρουρά των γραφείων». Βλ. «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, τ. 4, 1934-1940», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1974, σελ. 514.

42. Εφημερίδα «Πρωινά Νέα», 16-19 Νοέμβρη 1933. Η έμφαση δική μας.

43. Το 1933 ο Πλαστήρας είχε προτείνει στον Βενιζέλο «κάνουμε ό,τι και στην Ιταλία, που χάρις στον Φασισμό προοδεύει»; Για να του απαντήσει ο τελευταίος: «Η Ιταλία … επήγαινε καλά, διότι εκεί υπάρχει δικτάτωρ, ενώ εις την Ελλάδα δεν υπάρχει δικτάτωρ […] Αν πείσεις τον Μουσολίνι να αφήσει την Ιταλίαν και να έλθει εδώ, τότε, ίσως, συμφωνήσω να γίνει δικτατορία». Ο Κονδύλης (από την «άλλη πλευρά» του πολιτικού φάσματος) είχε εκφράσει ανοιχτά το θαυμασμό του στον Μουσολίνι μόλις ένα χρόνο πριν την εγκαθίδρυση του καθεστώτος Μεταξά, χαρακτηρίζοντάς τον ως τον «καλύτερο άνδρα της σημερινής εποχής» ο οποίος «κατάφερε να πειθαρχήσει έναν ζωηρό λαό […] και να λύσει το πρόβλημα της συνεργασίας μεταξύ κεφαλαίου και εργατών». Βλ. Γ. Δάφνη: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», τ. Β΄, εκδ. «Ικαρος», 1955, σελ. 182-184 και Γ. Ανδρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδ. «Διογένης», 1977, σελ. 150.

44. Σ. Λιναρδάτου: «4η Αυγούστου», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα, 1966, σελ. 112.

45. Εκθεση Δράσης της ΚΕ προς το Έκτακτο Συνέδριο του ΚΚΕ (1925), σελ. 8 και 12 (Φάκελος 1), Αρχείο ΚΚΕ.

46. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 5 Ιούνη 1927.

47. Βλ. «Σκοπός Σωματείου “Εθνικής Ενωσις Ελλάς”» (1927), Αρχείο Σφαέλου Δημήτριου («ΕΛΙΑ»), εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 24 Απρίλη 1934, 5 Νοέμβρη 1934, 21 Δεκέμβρη 1934.

48. Εφημερίδα «Νέος Ριζοσπάστης», 18 Φλεβάρη 1933, 7 Ιούνη 1933.

49. Σε ανακοίνωσή της, η Ενωτική ΓΣΕΕ τόνισε: «Η εργατιά της Θεσσαλονίκης από μέρες τώρα αντιμετωπίζει αλλεπάλληλες ένοπλες επιδρομές, σκοτωμούς και τραυματισμούς από τις εξοπλισμένες φασιστικές ορδές που εμπνέονται και καθοδηγούνται από τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας και την κυβέρνηση Βενιζέλου. Ο εργάτης οικοδόμος σ. Σταμπουλίδης έπεσε νεκρός. Μια δεκάδα εργάτες είναι τραυματισμένοι. Για την κυρίαρχη τάξη δεν είναι αρκετές οι συλλήψεις, οι δαρμοί, οι εξορίες, οι διαλύσεις των ταξικών οργανώσεων, η απαγόρευση του Ενωτικού Συνεδρίου Θεσσαλονίκης, η αφαίρεση και των τελευταίων υπολειμμάτων των συνδικαλιστικών και πολιτικών ελευθεριών της εργατικής τάξης. Περνάει στις χωρίς προσχήματα δολοφονίες, στην εξόντωση του επαναστατικού συνδικαλιστικού κινήματος, ενώ τα σοσιαλφασιστικά συνδικάτα απολαμβάνουν την αμέριστη υποστήριξή της. Τα γεγονότα που διαδραματίζονται στη Θεσσαλονίκη έχουν μεγάλη πολιτική σημασία για το επαναστατικό συνδικαλιστικό κίνημα, βρίσκονται σε αδιάσπαστη συνοχή με την επίθεση του κεφαλαίου και την αντίσταση των εργατών». Εφημερίδα «Νέος Ριζοσπάστης», 20 Αυγούστου 1932.

50. «Greece: Communism, Report for Second Half Year 1933, σελ. 2, FO286/1123 και Greece: Communism, Report for Second Half Year 1934, σελ. 2, PRO.

51. Εφημερίδα «Νέος Ριζοσπάστης», 24 Ιούνη 1933, 26 Ιούνη 1933, 27 Ιούνη 1933.

52. Για σχετικά κρούσματα σε Βόλο και Ηράκλειο βλ. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 15 Γενάρη 1927 και 3 Απρίλη 1927.

53. Εφημερίδα «Νέος Ριζοσπάστης», 10 Ιούνη 1933.

54. Εκθεση Δράσης της Περιφερειακής Οργάνωσης Πειραιά για τους μήνες Γενάρη, Φλεβάρη, Μάρτη 1928, σελ. 10 (Φάκελος 10), Αρχείο ΚΚΕ. Ανάλογα περιστατικά καταγράφηκαν στους καπνεργάτες (Ριζοσπάστης 3.4.1927), τους σιδηροδρομικούς (Ριζοσπάστης 5.1.1927) και αλλού.

55. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 21 Φλεβάρη 1927.

56. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 20 Ιούλη 1927.

57. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 29 Γενάρη 1927.

58. Οπως π.χ. κατά τη διάρκεια της απεργίας των ελαιοχρωματιστών της Αθήνας τον Ιούνη του 1934 –και όχι μόνο. Πολλά τέτοια παραδείγματα εμπεριέχονται στο Α. Γκίκα: «Ρήξη και Ενσωμάτωση: Συμβολή στην Ιστορία του εργατικού-κομμουνιστικού κινήματος του Μεσοπολέμου (1918-1936)», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2010 και Α. Γκίκα: «Από την πείρα του κινήματος των οικοδόμων στην Ελλάδα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2013.

59. Συνεδρίαση Μεικτού Σώματος Συλλόγου Εμποροϋπαλλήλων Αθηνών, 19 Νοέμβρη 1928 και Πρακτικά Εκτακτης Γενικής Συνέλευσης, 20 Μάρτη 1933, Φάκελος 1, Αρχείο Αριστείδη Δημητράτου, «ΕΛΙΑ».

60. Βλ. για παράδειγμα τον τρόπο με το οποίο ο αστικός Τύπος κάλυψε την καπνεργατική απεργία της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 1927. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 17 Φλεβάρη 1927.

61. Εφημερίδα «Κήρυξ», 24 Μάη 1931.

62. Εφημερίδα «Κήρυξ», 27 Ιούλη 1929 και 28 Ιούλη 1929.

63. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 4 Απρίλη 1927.

64. Για την Γαλλία βλ. Εφημερίδα «La Gazette», 6 Οκτώβρη 1928, όπως παρατίθεται στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 13 Οκτώβρη 1928.

65. Εφημερίδα «Κήρυξ», 27 Μάη 1926 και 13 Γενάρη 1927.

66. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 3 Μάρτη 1925, εφημερίδα «Κήρυξ», 1 Οκτώβρη 1929 και 17 Νοέμβρη 1932.

67. Εγγραφο νο. 22, στο Αρχείο Ιεράς Μητρόπολης Ελευθερουπόλεως 1909-1953, ΑΒΕ 72/ΕΚΚΛ 1.01, Φάκελος 50, Γενικά Αρχεία Κράτους (ΓΑΚ) Καβάλας.

68. Διεύθυνσις Γενικής Ασφάλειας του Κράτους προς τους Μητροπολίτας Μακεδονίας, 15.4.1926, στο Αρχείο Ιεράς Μητρόπολης Ελευθερουπόλεως 1909-1953, ΑΒΕ 72/ΕΚΚΛ 1.01, Φάκελος 50 και Κοινοποίηση Ν. Διαταγμάτων της Διεύθυνσης Γενικής Ασφάλειας του Κράτους, 12.6.1926, στον Φάκελο 52, ΓΑΚ Καβάλας.

69. Αρχείο Ιεράς Μητρόπολης Ελευθερουπόλεως 1909-1953, ΑΒΕ 72/ΕΚΚΛ 1.01, Φάκελος 52, ΓΑΚ Καβάλας.

70. Εφημερίδα «Κήρυξ», 6 Γενάρη 1931.

71. Εφημερίδα «Πρωία», 1928, απόκομμα, Φάκελος 43/2, Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας.

72. ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ προς την Αχτιδική Επιτροπή Ιωαννίνων, 20.4.1928 (Φάκελος 8), Αρχείο ΚΚΕ.