5 Μαΐου 1818 – Γέννηση του Καρλ Μαρξ: «Το ζήτημα είναι να αλλάξουμε τον κόσμο»

Αργά ή γρήγορα τα όνειρα θα πάρουν εκδίκηση Κάρολε

«Οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα, όμως, είναι να τον αλλάξουμε».

Καρλ Μαρξ: «Θέσεις για τον Φόυερμπαχ».

Επέτειος γέννησης του Μαρξ σήμερα. Γεννήθηκε στις 5 Μάη του 1818, στη γερμανική πόλη Τριρ, ο άνθρωπος που έβαλε σκοπό της ζωής του να αλλάξουμε τον κόσμο.

«Το όνομά του και το έργο θα ζήσουν στους αιώνες», είπε ο Φρίντριχ Ενγκελς για τον Μαρξ. Και επιβεβαιώνεται. Καθημερινά και όχι μόνο στις τωρινές συνθήκες της οικονομικής κρίσης που όλοι, ακόμη και οι αστοί, ανατρέχουν στην ανάλυσή του για τον καπιταλισμό, προκειμένου να εξηγήσουν το φαινόμενο και να βρουν διέξοδο. Ψάχνουν «φάρμακο» αντιμετώπισης αυτής της επαναλαμβανόμενης αθεράπευτης ασθένειας του καπιταλισμού, προκειμένου να αμβλύνουν πρωταρχικά τις συνέπειες στο ίδιο το κεφάλαιο, τμήμα του οποίου καταστρέφεται αντικειμενικά, σε συνδυασμό με την καταστροφή της εργατικής δύναμης που ήδη συντελείται ραγδαία. Πράγματι, ο Μαρξ, μελετώντας τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, αποκαλύπτει τις εσωτερικές του αντιφάσεις, αποδεικνύοντας ότι το ξεπέρασμά του και η αντικατάστασή του από έναν ανώτερο τρόπο παραγωγής, τον κομμουνιστικό, είναι το νομοτελειακό, ότι ως τρόπος παραγωγής έχει ιστορικά όρια.

Η αντίφαση παραγωγικών δυνάμεων – σχέσεων παραγωγής στον καπιταλισμό εκδηλώνεται και με τις οικονομικές κρίσεις και η αιτία και το αναπόφευκτο των οικονομικών κρίσεων βρίσκονται μέσα στη βασική αντίθεση του καπιταλισμού που είναι: Η κοινωνικοποίηση της παραγωγής, της εργασίας και η ατομική ιδιοποίηση του προϊόντος, με τη θεώρηση ότι ο άνθρωπος είναι η σπουδαιότερη παραγωγική δύναμη.

Στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου», σελ. 786 – 787, εξετάζοντας την «ιστορική τάση της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης» αναφέρει:

«…από τη στιγμή που ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής στέκεται στα δικά του τα πόδια, από τη στιγμή αυτή αποχτούν μια νέα μορφή η παραπέρα κοινωνικοποίηση της εργασίας και η παραπέρα μετατροπή της γης και των άλλων μέσων παραγωγής σε μέσα παραγωγής που τα εκμεταλλεύονται κοινωνικά, δηλαδή σε κοινά μέσα παραγωγής, επομένως αποχτάει νέα μορφή και η παραπέρα απαλλοτρίωση, των ατομικών ιδιοκτητών. Αυτός που είναι τώρα ν’ απαλλοτριωθεί δεν είναι πια ο εργάτης που διευθύνει μόνος το νοικοκυριό του, αλλά ο κεφαλαιοκράτης που εκμεταλλεύεται πολλούς εργάτες.

Η απαλλοτρίωση αυτή συντελείται με το παιχνίδι των εσωτερικών νόμων της ίδιας της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, με τη συγκεντροποίηση των κεφαλαίων. Κάθε κεφαλαιοκράτης σκοτώνει πολλούς άλλους κεφαλαιοκράτες.

Χέρι – χέρι μ’ αυτήν τη συγκεντροποίηση, δηλαδή με την απαλλοτρίωση πολλών κεφαλαιοκρατών από λίγους, αναπτύσσεται σε διαρκώς αυξανόμενη κλίμακα η συνεργατική μορφή του προτσές της εργασίας, η συνειδητή τεχνική εφαρμογή της επιστήμης, η σχεδιασμένη εκμετάλλευση της γης, η μετατροπή των μέσων εργασίας σε μέσα εργασίας που μπορούν να χρησιμοποιήσουν μονάχα από κοινού, η οικονομία σ’ όλα τα μέσα παραγωγής με τη χρησιμοποίησή τους σαν μέσων παραγωγής συνδυασμένης, κοινωνικής εργασίας… Το μονοπώλιο του κεφαλαίου μετατρέπεται σε δεσμά του τρόπου παραγωγής που άνθισε μαζί του και κάτω απ’ αυτό. Η συγκεντροποίηση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας φτάνουν σε ένα σημείο, όπου δε συμβιβάζονται με το κεφαλαιοκρατικό τους περίβλημα. Το περίβλημα αυτό σπάει. Σημαίνει το τέλος της κεφαλαιοκρατικής ατομικής ιδιοκτησίας».

Σχετικά μ’ αυτό, δηλαδή «το τέλος της κεφαλαιοκρατικής ατομικής ιδιοκτησίας», που μετατρέπεται στον καπιταλισμό σε κοινωνικό κεφάλαιο, κοινωνική καπιταλιστική ιδιοκτησία, ως αντικειμενική εξέλιξη φανερώνει και το γεγονός ότι αντικειμενικά υπάρχουν οι συνθήκες για μετατροπή της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής σε κοινωνική, δηλαδή είναι ώριμοι οι υλικοί όροι για το πέρασμα στο σοσιαλισμό.

Ο Μαρξ απέδειξε λοιπόν επιστημονικά το αναπόφευκτο του περάσματος από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, στην αταξική κοινωνία, με κινητήριο μοχλό την ταξική πάλη. «Ολη η ως τώρα ιστορία των κοινωνιών είναι ιστορία της ταξικής πάλης», γράφει μαζί με τον Ενγκελς.(Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος).

Την οποία, όπως είπε ο ίδιος, δεν την ανακάλυψε αυτός, αλλά άλλοι πριν απ’ αυτόν.

Πράγματι ο ίδιος ο Μαρξ έλεγε για το έργο του πως «ό,τι καινούριο έκανα εγώ ήταν για να αποδείξω:

1. Οτι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται απλώς με ορισμένες φάσεις ανάπτυξης της παραγωγής,

2. ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου,

3. ότι η ίδια αυτή η δικτατορία αποτελεί μονάχα το πέρασμα στην κατάργηση όλων των τάξεων και σε μια αταξική κοινωνία». (Κ. Μαρξ – Φρ. Ενγκελς, «Διαλεχτά Εργα», τ. 1, σελ. 530).

Από τον Μαρξ, η εργατική τάξη απέκτησε τη συνείδηση της θέσης της στην ιστορική εξέλιξη, ως υποκείμενο του περάσματος της κοινωνίας από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό.

Για τη φθορά της εργατικής δύναμης

Με αφορμή την έναρξη από την κυβέρνηση της διαδικασίας κατάργησης των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων, προκύπτουν ζητήματα που έχουν σχέση με κατάργηση κάθε μέσου προστασίας της ζωής των εργατών από συνθήκες εργασίας που προκαλούν φθορά στην εργατική δύναμη που δεν μπορεί να αναπληρωθεί. Κατακτήσεις σε αυτά τα επαγγέλματα, όπως μικρότερος ημερήσιος εργάσιμος χρόνος, κατώτερα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης έχουν τη βάση τους ακριβώς σε αυτό. Τη μεγαλύτερη φθορά της εργατικής δύναμης και τους όρους αναπλήρωσής της. Σ’ αυτούς βεβαίως εκτός από το χαρακτηρισμό των ΒΑΕ εντάσσονται και οι συνθήκες υγιεινής και ασφάλεια στους τόπους δουλειάς και τα συστήματα υγείας σε κάθε κοινωνία. Η κατάργηση των ΒΑΕ οι αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στον τομέα Υγείας συμβάλλουν στο φτήνεμα της τιμής της εργατικής δύναμης, άρα στην αύξηση των κερδών του κεφαλαίου.

Ο Μαρξ ασχολήθηκε και με αυτό, εξετάζοντας το εμπόρευμα «εργατική δύναμη». Ας το δούμε:

«Οταν λέμε εργατική δύναμη ή ικανότητα για εργασία, εννοούμε το σύνολο των φυσικών και πνευματικών ικανοτήτων που υπάρχουν στο σώμα, στη ζωντανή προσωπικότητα ενός ανθρώπου και που τις βάζει σε κίνηση κάθε φορά που παράγει οποιουδήποτε είδους αξίες χρήσης» (Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ. 1ος σελ. 180).

«Οπως η αξία κάθε άλλου εμπορεύματος, και η αξία της εργατικής δύναμης καθορίζεται από το χρόνο εργασίας, που είναι αναγκαίος για την παραγωγή, επομένως και για την αναπαραγωγή αυτού του ειδικού είδους» (στο ίδιο, σελ. 183).

«Ετσι, ο χρόνος εργασίας, που είναι αναγκαίος για την παραγωγή της εργατικής δύναμης, αναλύεται στο χρόνο εργασίας που είναι αναγκαίος για την παραγωγή αυτών των μέσων συντήρησης, ή η αξία της εργατικής δύναμης είναι η αξία των μέσων συντήρησης, που είναι αναγκαία για τη συντήρηση του κατόχου της» (στο ίδιο σελ. 183).

«Το ποσό των μέσων συντήρησης πρέπει, επομένως, να επαρκεί για να συντηρεί το εργαζόμενο άτομο σαν εργαζόμενο άτομο στη φυσιολογική κατάσταση της ζωής του»(στο ίδιο, σελ. 184).

Οι καπιταλιστές όμως μπροστά στην αύξηση του κέρδους, λογαριάζουν αντίθετα από τον εργάτη την αξία της εργατικής δύναμης. Ετσι οι καπιταλιστές επιδιώκουν πάντα τη μείωση της αξίας αυτού του εμπορεύματος, αλλά και της τιμής του, προκειμένου να αυξάνουν ολοένα περισσότερο τα κέρδη τους.

Ο νόμος της αύξησης του «υπερπληθυσμού» με την ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, δηλαδή τα πλεονάζοντα εργατικά χέρια λόγω αλλαγής της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, επομένως και η ανεργία, είναι συνθήκες που δε σκοτίζουν τους καπιταλιστές πού θα βρουν εργατική δύναμη για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου τους και των κερδών, αν υπάρχουν άρρωστοι και σακάτηδες. Γι’ αυτό καταργούν τα ΒΑΕ, γι’ αυτό δεν παίρνουν μέτρα υγιεινής και ασφάλειας στους τόπους δουλειάς, γι’ αυτό μειώνουν τις παροχές στην Υγεία, εμπορευματοποιώντας την. Δεν ενδιαφέρονται για τη φθορά, και μάλιστα την ανεπανόρθωτη, της εργατικής δύναμης. Υπάρχουν άφθονοι άνεργοι.

Ο Καρλ Μαρξ έχει αναφερθεί συγκεκριμένα στο «Κεφάλαιο» για τη φθορά της εργατικής δύναμης. Ας το παρακολουθήσουμε:

«Πρώτα πρώτα είναι αυτονόητο πως σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ο εργάτης δεν είναι τίποτ’ άλλο από εργατική δύναμη, ότι επομένως όλος ο χρόνος που διαθέτει είναι φύσει και νόμω χρόνος εργασίας και γι’ αυτό ανήκει στην αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου. Ο χρόνος για τη μόρφωση του ανθρώπου, για την πνευματική ανάπτυξη, για την εκπλήρωση κοινωνικών λειτουργιών, για την κοινωνική συναναστροφή, για το ελεύθερο παιχνίδι των φυσικών και πνευματικών δυνάμεων, ακόμα και ο ελεύθερος χρόνος της Κυριακής – κι ας είναι στη χώρα που γιορτάζουν ακόμα και το Σάββατο – όλα αυτά είναι καθαρή ανοησία! Το κεφάλαιο, όμως, με το απεριόριστα τυφλό πάθος του και με την πείνα δράκου… σφετερίζεται το χρόνο που είναι απαραίτητος για την ανάπτυξη, την εξέλιξη και τη διατήρηση της υγείας του σώματος. Ληστεύει το χρόνο που είναι απαραίτητος για την κατανάλωση καθαρού αέρα και ηλιακού φωτός. Τσιγκουνεύεται το χρόνο που είναι απαραίτητος για το φαγητό… Τον υγιεινό ύπνο που είναι απαραίτητος για τη συγκέντρωση, την ανανέωση και το φρεσκάρισμα της ζωικής δύναμης, τον περιορίζει το κεφάλαιο σε τόσες ώρες απονάρκωσης, όσες είναι οπωσδήποτε απαραίτητες για να ξαναζωντανέψει ένας απόλυτα εξαντλημένος οργανισμός… Το κεφάλαιο δε ρωτάει πόσο διαρκεί η ζωή της εργατικής δύναμης…

Ετσι… η κεφαλαιοκρατική παραγωγή… προκαλεί την πρόωρη εξάντληση και θανάτωση αυτής της ίδιας της εργατικής δύναμης… συντομεύοντας το χρόνο της ζωής του.

…Το κεφάλαιο με την απεριόριστη τάση του ν’ αυτοαξιοποιείται συντομεύει τη διάρκεια της ζωής των ξεχωριστών εργατών και επομένως τη διάρκεια λειτουργίας της εργατικής τους δύναμης, γίνεται απαραίτητη η γρηγορότερη αναπλήρωση των φθαρμένων εργατικών δυνάμεων και επομένως η διάθεση μεγαλύτερων εξόδων φθοράς για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης…

…Το κεφάλαιο, όμως, που έχει τόσο «σοβαρούς λόγους» ν’ αρνιέται τα βάσανα της εργατικής γενιάς που το περιβάλλει σήμερα, καθορίζεται τόσο λίγο στην πραχτική κίνησή του από την προοπτική του μελλοντικού σαπίσματος της ανθρωπότητας, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση από το ασυγκράτητο ξεκλήρισμα του πληθυσμού, όσο και από την ενδεχόμενη πτώση της Γης πάνω στον ήλιο… Γι’ αυτό το λόγο το κεφάλαιο είναι ανελέητο απέναντι στην υγεία και στη διάρκεια ζωής του εργάτη, παντού όπου δεν το υποχρεώνει η κοινωνία να τις υπολογίζει. Στην κατηγορία για σωματικό και πνευματικό μαρασμό, για πρόωρο θάνατο και για το μαρτύριο της υπερβολικής εργασίας, απαντάει: Μήπως θα ‘πρεπε να μας βασανίζει αυτό το βάσανο μια και αυξάνει τις απολαύσεις (τα κέρδη) μας;» («Το Κεφάλαιο», τ. 1ος, σελ. 277 – 279 και 282 – 283).

Βλέπε επίσης:

Έργα των Μαρξ και Ένγκελς στο Διαδίκτυο

Μαρξισμός και Φιλοσοφία

Μαρξισμός και Ιστορία

Πολιτική οικονομία

Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ πρόδρομος του σοσιαλισμού

του Γιώργου Μωραΐτη*

Από το ΠΡΙΝ, 19.12.2010

Ένας από τους μεγαλύτερους ριζοσπάστες αστούς φιλοσόφους του 18ου αιώνα

Ο Ρουσσώ καλύπτει με τη ζωή του το μεγαλύτερο μέρος του 18ου αιώνα (1712-1778). Με τη σκέψη του έθεσε τις βάσεις για μια ριζοσπαστική ανάγνωση του πολιτικού φαινομένου, μολονότι χρονικά δεν συνέπεσε με καμία από τις μεγάλες επαναστάσεις του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα. Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσω ευσύνοπτα να παρουσιάσω πώς ο Ρουσσώ συνδέεται με τη διατύπωση ενός πρώιμου σοσιαλιστικού αιτήματος, μολονότι ο σοσιαλισμός σαν οικονομικό και πολιτικό σύστημα είναι προϊόν του 19ου αιώνα και της βιομηχανικής επανάστασης.

Ο Ρουσσώ καλύπτει με τη ζωή του το μεγαλύτερο μέρος του 18ου αιώνα (1712-1778). Με τη σκέψη του έθεσε τις βάσεις για μια ριζοσπαστική ανάγνωση του πολιτικού φαινομένου, μολονότι χρονικά δεν συνέπεσε με καμία από τις μεγάλες επαναστάσεις του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα. Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσω ευσύνοπτα να παρουσιάσω πώς ο Ρουσσώ συνδέεται με τη διατύπωση ενός πρώιμου σοσιαλιστικού αιτήματος, μολονότι ο σοσιαλισμός σαν οικονομικό και πολιτικό σύστημα είναι προϊόν του 19ου αιώνα και της βιομηχανικής επανάστασης. Τη σχέση
αυτή θα υποστηρίξω ανατρέχοντας στις θέσεις του φιλοσόφου για τον άνθρωπο σαν έλλογο ον (φιλοσοφική ανθρωπολογία) και στην αντίληψή του για την ιστορία σαν διαδικασία εξέλιξης και προόδου του ανθρώπου και του πολιτισμού του (φιλοσοφία της ιστορίας), μολονότι για κάποιους μελετητές δεν πρέπει να αναζητούμε μια πλήρως ανεπτυγμένη φιλοσοφία της ιστορίας στο έργο του στοχαστή.[1] Βεβαίως, τα δύο αυτά ζητήματα είναι τόσο στενά συνδεδεμένα στην περίπτωση του Ρουσσώ, που είναι σχεδόν αδύνατο να αναφερθείς ή να αναλύσεις το ένα, χωρίς ταυτόχρονα
να αναφερθείς και στο άλλο.

Όταν μιλάμε για φιλοσοφία της ιστορίας, εννοούμε τα κριτήρια που κάποιος στοχαστής θέτει και βάσει των οποίων εξετάζει το ζήτημα της προόδου με τη μορφή της βελτίωσης της κατάστασης των ανθρώπων, υλικά και διανοητικά. Βεβαίως, η συζήτηση αυτή ήταν ευρέως διαδεδομένη την περίοδο του Διαφωτισμού, ο Ρουσσώ όμως την πάει ένα βήμα παραπέρα. Η ισχυρή του διάνοια και το κριτικό του πνεύμα δεν αντιτίθενται απλά στις ασυνέπειες του Διαφωτισμού, αλλά συγκλονιστικά αποκαλύπτουν τον έντονα ταξικό και μάλιστα αστικό τους χαρακτήρα και
περιεχόμενο. Με άλλα λόγια, ο Ρουσσώ διαφωνεί με την τάση των ανερχόμενων αστών και των ιδεολογικών τους εκπροσώπων να αποκλείουν βάναυσα το ευρύτερο λαϊκό και μαζικό στοιχείο από τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Εδώ ακριβώς στηριζόμενος ο Marc Plattner υποστήριξε ότι ο Ρουσσώ ήταν ο πρώτος φιλόσοφος που άσκησε δριμεία κριτική στο Διαφωτισμό από τα Αριστερά.[2]

Η θεωρία της ιστορίας στον Ρουσσώ, σε απόλυτο σχεδόν βαθμό, ενσωματώνει την εξέλιξη και τη γιγάντωση της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων. Είναι η ιστορία της ανισότητας, της εκμετάλλευσης και της αδικίας. Για το φιλόσοφο, η ανισότητα και η εκμετάλλευση δεν είναι ουδέτερα φορτισμένες, αλλά έντονα ταξικά και μάλιστα αστικά. Με κανένα τρόπο δεν ανάγονται στην πρωταρχική φυσική κατάσταση του ανθρώπου, εφόσον οι φυσικές διαφορές δεν είναι ικανές να δικαιολογήσουν τη σύγκρουση και την αδικία, όπως τις αντιλαμβανόμαστε γύρω μας, μέσα στις
πολιτικές κοινωνίες. Αλλού πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια και τα θεμέλια της ανισότητας.

Τη συζήτηση αυτή ο Ρουσσώ την αναπτύσσει στις σελίδες του Λόγου περί Ανισότητας, όπου και συνδέει την ανισότητα με την εξάρτηση που δημιουργείται μεταξύ των ανθρώπων κατά τη διαδικασία παραγωγής των αγαθών. Με άλλα λόγια, ο φιλόσοφος στηλιτεύει την εξαρτημένη εργασία. Η εξαρτημένη εργασία είναι που δημιουργεί εκμετάλλευση και τελικά ανισότητα. Η διατύπωση είναι διαφωτιστική:

«… όσο καιρό (ο άνθρωπος) καταγινόταν με εργασίες που μπορούσε να κάνει μόνος του, … έζησαν (όλοι οι άνθρωποι) ελεύθεροι, γεροί και ευτυχισμένοι… από τη στιγμή όμως που ένας είχε την ανάγκη βοήθειας κάποιου άλλου, από τη στιγμή που αντιλήφθηκαν πως ήταν χρήσιμο στον ένα να διαθέτει προμήθειες για δύο, η ισότητα χάθηκε, η ιδιοκτησία εισχώρησε, η εργασία έγινε απαραίτητη… γρήγορα φάνηκε να βλασταίνει και να μεγαλώνει, μαζί με τη σοδειά, η σκλαβιά και η δυστυχία».[3]

Στο απόσπασμα αυτό ήδη φάνηκε ότι πέρα από την εξαρτημένη εργασία, η πορεία της εξέλιξης του ανθρώπου επηρεάστηκε αρνητικά και από ένα άλλο στοιχείο, από την εισαγωγή της ατομικής ιδιοκτησίας. Ο Ρουσσώ, αν και δεν αμφιβάλει ότι η ανθρώπινη ιστορία έπρεπε να περάσει από αυτό το στάδιο εξέλιξης, εντούτοις είναι πεπεισμένος ότι η ανθρώπινη εκμετάλλευση και ανισότητα θεμελιώνεται ακριβώς στην ιδιοποίηση αλλοτριώσιμων φυσικών πόρων, που μάλιστα από ένα σημείο και ύστερα έγινε ασύδοτη και ανεξέλεγκτη. Η ασυδοσία αυτή οδήγησε στη
συστηματοποίηση της οικονομικής παραγωγής με την εισαγωγή της μεταλλουργίας και της γεωργίας, που με τη σειρά τους οδήγησαν στην πρακτική του καταμερισμού της εργασίας.[4] Ύστερα από όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η εξέλιξη στο πλαίσιο της ιστορικής προόδου ταυτίζεται με την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που θεμελιώνεται στο δικαίωμα για ιδιοκτησία και στην εξαρτημένη εργασία.

Ταυτόχρονα με την αρνητική, αλλά αναγκαία και αναπόφευκτη, αυτή εξέλιξη των ανθρώπινων υποθέσεων, συντελείται και μία ακόμη, εξίσου σημαντική και επιβλαβής. Είναι η παρακμή του ανθρώπινου ήθους, που ταυτίζεται με το αγρίεμα των παθών και τη δυνατότητα που αποκτούν οι άνθρωποι να αντιλαμβάνονται και να προσπαθούν να κάνουν κακό στους άλλους, στοιχεία δηλαδή που απουσιάζουν πλήρως από το ρεπερτόριο των αντιδράσεων και συμπεριφοράς των φυσικών ανθρώπων.

Στο σημείο αυτό, και αναφορικά με το φυσικό άνθρωπο και τη φυσική κατάσταση στη σκέψη του Ρουσσώ, δημιουργείται συνήθως μια παρανόηση. Συγκεκριμένα, ο φιλόσοφος πουθενά δεν υποστηρίζει ότι η φυσική κατάσταση, και η ταυτόχρονη απουσία πολιτισμού και κοινωνίας, υπήρξε η ιδανική και ευτυχέστερη στιγμή του ανθρώπινου είδους. Κάθε άλλο.[5] Αν κάτι θετικό υπήρξε σε εκείνο το χρονικά απροσδιόριστο παρελθόν είναι ο χαρακτήρας και τα ανόθευτα φυσικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου που του έδιναν τη δυνατότητα να δημιουργήσει κοινωνίες. Το πρώτο
στοιχείο είναι η «γαλήνη των παθών» και το άλλο η άγνοια του κακού, που πρακτικά μεταφράζεται σε κάτι πολύ ανώτερο, δηλαδή σε συμπόνια ή αλληλεγγύη, σε ένα εγγενές αίσθημα συμπάθειας και κατανόησης για τα άτομα του ίδιου είδους, όταν μάλιστα αυτά υποφέρουν.

Το τρίτο στοιχείο πάλι που ο φιλόσοφος αναγνωρίζει σαν ίδιον του ανθρώπου είναι η επιθυμία για εξέλιξη και βελτίωση της θέσης του και της κατάστασής του. Εύκολα, συνδυάζοντας όλα τα παραπάνω στοιχεία, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι στο κέντρο της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας του Ρουσσώ τοποθετείται το αίτημα για εξέλιξη που όμως διαθέτει ένα σαφέστατο ηθικό όριο. Το όριο αυτό είναι η αποφυγή πρόκλησης ζημίας στους άλλους ή διαφορετικά η ικανοποίηση του αιτήματος της εξέλιξης για όλους από κοινού τους ανθρώπους, ως είδος, και όχι ως
εξατομικευμένες μονάδες. Απορρίπτεται κατηγορηματικά δηλαδή η βελτίωση των ατόμων που θεμελιώνεται στην εκμετάλλευση και τη δυστυχία όλων των υπολοίπων. Η απόρριψη του θεσμού της ιδιοκτησίας στηρίζεται ακριβώς εδώ, στο ότι δηλαδή η ατομική ιδιοκτησία είναι το κατεξοχήν προϊόν εκμετάλλευσης και εξαπάτησης, κάτι που ο Ρουσσώ περιγράφει γλαφυρότατα στην αρχή του δεύτερου μέρους του Λόγου περί Ανισότητας, όπου και διαβάζουμε για εγκλήματα, πολέμους, φόνους, αθλιότητες, αίσχη και αγύρτες.[6]

Η αναφορά μας στην πολιτική φιλοσοφία του Ρουσσώ στο τέλος αυτού του άρθρου, δεν γίνεται επειδή ο Ρουσσώ απλά θεωρείται ένας μεγάλος πολιτικός στοχαστής, αλλά επειδή αφενός στη σκέψη του η πολιτική και η ιστορία ταυτίζονται και αφετέρου επειδή η γιατρειά όλων των ανθρώπινων προβλημάτων βρίσκεται ακριβώς στις πολιτικές αρετές των ανθρώπων. Με άλλα λόγια, επειδή η φιλοσοφία της ιστορίας και η φιλοσοφική ανθρωπολογία σε ένα μεγάλο μέρος τους είναι πολιτική θεωρία και κοινωνική κριτική. Οι πολιτικές κοινωνίες λοιπόν, στην αρχή της
εμφάνισής τους, υπήρξαν, όπως και η ατομική ιδιοκτησία, προϊόν εξαπάτησης των πολλών από λίγους πονηρούς. Υπήρξαν η θεωρητική νομιμοποίηση και ηθική δικαιολόγηση της ανισότητας κατά τέτοιο τρόπο, που όπως παρατηρεί ο Ρουσσώ: «πρόσθεσαν νέες δυσκολίες στον αδύναμο και νέες δυνάμεις στον πλούσιο»[7], εφόσον «είναι λογικό να πιστεύει κανείς πως ένα πράγμα μάλλον εφευρέθηκε από εκείνους που ωφελεί, παρά από αυτούς που βλάπτει».[8]

Από την άλλη πλευρά όμως, οι πολιτικές κοινωνίες φέρουν τα στοιχεία εκείνα που μπορούν ουσιαστικά να εξελίξουν την ανθρώπινη κατάσταση, με τρόπο που να ικανοποιεί την επιθυμία για αποφυγή πρόκλησης ζημιάς στους άλλους. Μπορεί, κατά το φιλόσοφο, ο άνθρωπος να γίνει το ηθικό ον που οφείλει να είναι, βάσει της φύσης του, πριν αυτή αλλοιωθεί από τις βλαβερές συνέπειες του θεσμού της ατομικής ιδιοκτησίας και την ανάπτυξη του αισθήματος της φιλαυτίας. Αν άλλωστε ο Ρουσσώ δεν πίστευε κάτι τέτοιο, δεν θα είχε κανένα λόγο να γράψει φιλοσοφία.
Όλες οι απόψεις του για το πώς θεμελιώνεται μια υγιής πολιτική κοινωνία, εκτίθενται στο περίφημο Κοινωνικό Συμβόλαιο.

Ο Ρουσσώ, όπως παρατηρεί ο Αύγουστος Μπαγιόνας, αναγνωρίζει το ρόλο του κακού και των αναπόφευκτων αντιφάσεων που δημιουργεί στην ιστορία.[9] Το ανθρώπινο είδος άλλοτε εξελίσσεται ανοδικά και άλλοτε διάγει περιόδους παρακμής και πτώσης, σε μια ατέρμονη πορεία. Σε αυτή ακριβώς την παρατήρηση, ο Engels θεμελιώσε τη θέση ότι ο Ρουσσώ είναι διαλεκτικός φιλόσοφος, εφόσον αντιλαμβάνεται πλήρως τη διαλεκτική φύση της ιστορίας. Το έσχατο σημείο εξέλιξης των πολιτικών κοινωνιών είναι που δημιουργεί τις προϋποθέσεις και θέτει τις βάσεις για να
προχωρήσουν εκ νέου τα άτομα σε επαναπροσδιορισμό των όρων οργάνωσης των κοινωνιών τους. Όπως το θέτει εύλογα ο Engels στο Anti-Duhring: «η ανισότητα αλλάζει εκ νέου σε ισότητα… στην ανώτερη ισότητα του κοινωνικού συμβολαίου. Οι καταπιεστές υφίστανται την καταπίεση. Είναι η άρνηση της άρνησης».[10]

*O Γιώργος Μωραΐτης είναι υποψ. διδάκτωρ φιλοσοφίας στο Α.Π.Θ.

[1] Μπαγιόνα, Αύγουστου. Η Θεωρία της Ιστορίας από τον Θουκυδίδη στον Sartre: Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, Υπηρεσία Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1980, σ.144.

[2] Plattner, Marc F. Ρουσσώ’s State of Nature: An Interpretation of the Discourse on Inequality, Northern Illinois Press, DeKalb 1979, σ. 5.

[3] Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ. Πραγματεία περί της Καταγωγής και των Θεμελίων της Ανισότητας ανάμεσα στους Ανθρώπους, μτφρ. Μέλπω Αλεξίου-Καναγκίνη, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2006, σ. 121.

[4] Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ. οπ.π., σ. 122.

[5] Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ. οπ.π., σ. 121.

[6] Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ. οπ.π., σ. 113.

[7] Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ. οπ.π., σ. 130.

[8] Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ. οπ.π., σ. 132.

[9] Μπαγιόνα, Αύγουστου. οπ.π., σ. 144.

[10] Engels, Friedrich. “Anti-Duhring”, CW, vol. 25, σ. 129.