Οι Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Τσε Γκεβάρα για την ατομική τρομοκρατία

Η ατομική τρομοκρατία ποτέ δεν είχε σχέση με το μαζικό εργατικό-λαϊκό κίνημα

Η ατομική τρομοκρατία ποτέ δεν είχε σχέση με το μαζικό εργατικό-λαϊκό κίνημα

*
Οι Μαρξ-Ενγκελς, έχουν δώσει πλήθος στοιχείων ως προς τη δράση των Μπακούνιν και Νετσάγιεφ και την πρακτόρικη-προβοκατόρικη ταχτική τους. Πρόσφατα, δημοσιογράφος απογευματινής εφημερίδας παρουσίασε το Νετσάγιεφ ως μαρξιστή, τον οποίο μάλιστα είχαν ως πρότυπό τους οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες» στην Ιταλία αποδίδοντας έτσι στο μαρξισμό την «ιδεολογία της τρομοκρατίας». Ο Νετσάγιεφ βεβαίως ήταν πράκτορας της «Οχράνας» του Τσάρου της Ρωσίας και μαζί με τον Μπακούνιν είχαν ιδρύσει τη «Μυστική Συμμαχία», η οποία σκοπό της έχει την είσοδο μελών της στη «Διεθνή Ενωση Εργατών», με σκοπό την υπονόμευση και διάλυσή της. Ενώ ταυτόχρονα δρούσαν αυτοτελώς με μορφές πάλης την ατομική τρομοκρατία, τις δολοφονίες πολιτικών, τη διάπραξη άλλων εγκλημάτων του κοινού ποινικού δικαίου.
 *
Τα κείμενα που τους αποκαλύπτουν γράφτηκαν από τους Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς με τη συνεργασία του Π. Λαφάργκ. Ολη η εργασία τους τυπώθηκε σε φυλλάδιο στο Λονδίνο και το Αμβούργο τον Αύγουστο του 1873.
 *
Να λοιπόν τι γράφουν σχετικά μ’ αυτή την υπόθεση:
 *
«Αυτή η ένωση εκπορεύεται απ’ την πεποίθηση ότι ποτέ οι επαναστάσεις δεν πραγματοποιούνται ούτε από προσωπικότητες, ούτε από μυστικούς Συνδέσμους. Πραγματοποιούνται σαν από μόνες τους, προκαλούμενες από τη δύναμη των πραγμάτων, από την πορεία των γεγονότων και των περιστάσεων. Προετοιμάζονται μακροχρόνια βαθιά μέσα στην ενστικτώδη συνείδηση των λαϊκών μαζών και κατόπιν ξεσπούν… Ο,τι μπορεί να κάνει ένας μυστικός Σύνδεσμος καλά οργανωμένος, είναι, πρώτα απ’ όλα, να υποβοηθήσει τη γέννηση της επανάστασης, διαδίδοντας στις μάζες τις ιδέες, που να ανταποκρίνονται στα ένστικτα των μαζών και να οργανώσει όχι το στρατό της επανάστασης – στρατός πρέπει να είναι πάντα ο λαός (κρέας για τα κανόνια), – αλλά το επαναστατικό επιτελείο, που θα αποτελούν άνθρωποι αφοσιωμένοι, δραστήριοι, έξυπνοι και, το κυριότερο, ειλικρινείς,- και όχι ιδιοτελείς και ματαιόδοξοι,- φίλοι του λαού, ικανοί να γίνουν οι μεσάζοντες μεταξύ της επαναστατικής ιδέας» (και μονοπωλητές της) «και των λαϊκών ενστίκτων». Από κείμενα της «Μυστικής Συμμαχίας»
 *
Η πραγματική επαναστατική πραχτική
 *
Απέναντι σ’ αυτή τη λογική οι Μαρξ-Ενγκελς απαντούν:
 *
«Για να διασφαλιστεί η επιτυχία της επανάστασης, χρειάζεται να υπάρχει ενότητα σκέψης και δράσης. Τα μέλη της Διεθνούς πασχίζουν να δημιουργήσουν αυτή την ενότητα με την προπαγάνδα, τη συζήτηση και την ανοιχτή οργάνωση του προλεταριάτου, ενώ ο Μπακούνιν χρειάζεται μόνο μια μυστική οργάνωση εκατό ανθρώπων, προνομιούχων εκπροσώπων της επαναστατικής ιδέας, ένα αυτοδιορισμένο γενικό επιτελείο που βρίσκεται στην εφεδρεία και υπό τις διαταγές του μόνιμου «πολίτη Μπ» (σ.σ. Μπακούνιν). Ενότητα σκέψης και δράσης δε σημαίνει τίποτα άλλο παρά δογματισμό και τυφλή υποταγή. Perinde ac cadaver. (Σαν ένα πτώμα). Εχουμε να κάνουμε με ένα πραγματικό Τάγμα ιησουιτών.
 *
Το να λέει κανείς ότι οι εκατό διεθνείς αδελφοί πρέπει «να γίνουν μεσάζοντες μεταξύ της επαναστατικής ιδέας και των λαϊκών ενστίκτων», είναι σα ν’ ανοίγει μιαν άβυσσο ανάμεσα στην επαναστατική ιδέα της Συμμαχίας και στις μάζες των προλετάριων, είναι σαν να ομολογεί την αδυναμία του να στρατολογήσει αυτούς τους εκατό φρουρούς κάπου αλλού, εκτός από τις προνομιούχες τάξεις».
 *
Γι’ αυτό και καταλήγουν ως εξής:
 *
«Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια εταιρία, που, κάτω απ’ τη μάσκα του πιο ακραίου αναρχισμού, δε στρέφει τα χτυπήματά της ενάντια στις υπάρχουσες κυβερνήσεις… Για να επιτύχει τους σκοπούς της, η εταιρία αυτή δε διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο και κάθε δολιότητα. Το ψέμα, η συκοφαντία, οι εκφοβισμοί, οι τραμπουκισμοί, είναι χαρακτηριστικά της γνωρίσματα. Τέλος, στη Ρωσία η εταιρία αυτή αντιποιείται κατάφωρα τον τίτλο της Διεθνούς και, καλυπτόμενη πίσω από την επωνυμία της Διεθνούς, διαπράττει ποινικά αδικήματα, απάτες, μια δολοφονία, ενώ για όλα αυτά ο κυβερνητικός και ο αστικός Τύπος επιρρίπτει την ευθύνη στην Ενωσή μας (…) Ας φωνασκούν οι ηγέτες της Συμμαχίας περί προδοσίας. Εμείς τους παραδίδουμε στην περιφρόνηση των εργατών και στην εύνοια των κυβερνήσεων, στις οποίες πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες, αποδιοργανώνοντας το εργατικό κίνημα.Η εφημερίδα της Ζυρίχης «Tagwacht» είχε απόλυτο δίκιο όταν, απαντώντας στον Μπακούνιν, έλεγε:
 *
«Αν δεν είσθε πληρωμένος πράκτορας, τότε, όπως και νά ‘χει, ένα είναι φανερό: κανένας πληρωμένος πράκτορας δε θα μπορούσε να προξενήσει μεγαλύτερη ζημιά απ’ ό,τι προξενήσατε εσείς«».
Ριζοσπάστης
*
Δράση που βολεύει το σύστημα
 *
Οι Μαρξ, Ενγκελς και Λένιν, αντιμετώπισαν ως έναν από τους βασικούς εχθρούς του εργατικού κινήματος, ομάδες και πρόσωπα, που είχαν αιχμή της δράσης τους την ατομική τρομοκρατία, στο κίνημα των αναρχικών, αλλά και των ναρόντνικων, (αγροτικό δημοκρατικό κίνημα στα μέσα του 19ου αιώνα στη Ρωσία). Αλλά και στη συνέχεια, αρχές του 20ού αιώνα, ο Λένιν το αντιμετώπισε στη δράση των εσέρων (σοσιαλιστές – επαναστάτες).
 *
Σχετικά με τη δράση τέτοιων ομάδων και προσώπων γράφει ο Ενγκελς σε επιστολή του προς τον Πάμπλο Ιγκλέσιας στη Μαδρίτη:
 *
«(…) Οσο για τους αναρχικούς, αυτοί φαίνεται δεν απέχουν πολύ απ’ την αυτοκτονία. Τούτη η παθιασμένη πυρετώδης φούρια, τούτο το πυροτέχνημα των δολοφονιών, που δεν έχουν κανένα νόημα, και, αν το καλοκοιτάξεις, είναι πληρωμένες και μονταρισμένες απ’ την αστυνομία, δεν μπορεί να μην ανοίξει τα μάτια ακόμα και του αστισμού για τον αληθινό χαρακτήρα αυτής της προπαγάνδας των φρενοβλαβών και βαλτών πρακτόρων(…).
 *
Κι αν τώρα διακινδυνεύουμε κι εμείς να δεινοπαθήσουμε απ’ την αστική αντίδραση, τελικά θα βγούμε κερδισμένοι, διότι αυτή τη φορά θα μπορέσουμε ν’ αποδείξουμε σε όλους ότι εμάς και τους αναρχικούς μας χωρίζει άβυσσος».(Κ. ΜΑΡΞ – Φ. ΕΝΓΚΕΛΣ, Απαντα, τόμ. 39, σελ. 223).
 *
Μετά το ματοβαμμένο τσάκισμα της «Κομμούνας του Παρισιού», οι αναρχικοί επιτέθηκαν στη «Διεθνή Ενωση Εργατών»επίθεση συνδυασμένη με την επίθεση των αστικών κυβερνήσεων.
 *
Ο Ενγκελς, σε επιστολή του από το Λονδίνο, στις 24 Γενάρη του 1872, ένα χρόνο μετά την Κομμούνα, προς τον Τέοντορ Κούνο στο Μιλάνο αναφέρεται σ’ αυτό ως εξής:
 *
«(…)Αν αναλογιστεί κανείς σε ποια στιγμή -τώρα ακριβώς που όλα τα σκυλιά έχουν ξαμοληθεί καταπάνω στη Διεθνή- οι άνθρωποι αυτοί οργανώνουν τη συνωμοσία τους, τότε δεν μπορεί να μην περάσει απ’ το μυαλό του πως οι κύριοι της διεθνούς αστυνομίας έχουν βάλει το χέρι τους στην υπόθεση. Κι αυτό πράγματι συμβαίνει. Στο Μπεζιέ, οι μπακουνικοί της Γενεύης έχουν σαν εκπρόσωπό τους τον διευθυντή της αστυνομίας! (…) Ως ποιο βαθμό είναι ανακατεμένη στην υπόθεση η ρωσική αστυνομία είναι κάτι που το αφήνω ανοιχτό για την ώρα, αλλά ο Μπακούνιν ήταν χωμένος ως τα μπούνια στην υπόθεση «Νετσάγιεφ» (βέβαια, το διαψεύδει, αλλά εμείς εδώ έχουμε τα πρωτότυπα των ρωσικών κειμένων κι επειδή και ο Μαρξ και εγώ καταλαβαίνουμε τα ρωσικά, δεν μπορεί να μας ρίξει στάχτη στα μάτια). Κι ο Νετσάγιεφ, είτε είναι agent provocateur (πράκτορας) των Ρώσων, είτε οπωσδήποτε έδρασε ως τέτοιος. Πέρα απ’ αυτό, ανάμεσα στους Ρώσους φίλους του Μπακούνιν υπάρχουν κάθε λογής ύποπτα άτομα (…). (Κ. ΜΑΡΞ – Φ. ΕΝΓΚΕΛΣ, Απαντα, τόμ. 33, σελ. 388 – 392).
Ριζοσπάστης
*
Η υπόθεση Νετσάγιεφ
Η εξέγερση των «Δεκεμβριστών» στις 14 του Δεκέμβρη 1825 στη Ρωσία
*
Η υπόθεση Νετσάγιεφ, με αφορμή μια δίκη που έγινε στη Ρωσία το 1871, αποκάλυψε το ρόλο του ως πράκτορα, με διάφορα περιστατικά ανθρώπων, οι οποίοι έχοντας σχέση μαζί του συνελήφθησαν από το τσαρικό καθεστώς, με επαναστατικό υλικό στην κατοχή τους. Τα κείμενα των Μαρξ – Ενγκελς γι’ αυτή την υπόθεση, αποκαλύπτουν τον προβοκατόρικο ρόλο αυτού, που ως επαναστατική μορφή πάλης είχε την ατομική τρομοκρατία. Ας αφήσουμε τα κείμενα των κλασικών του μαρξισμού να μιλήσουν γι’ αυτόν.
 *
Η δίκη Νετσάγιεφ
*
«Πληροφορηθήκαμε, γράφουν οι Μαρξ – Ενγκελς, για τη δράση της Συμμαχίας στη Ρωσία από την πολιτική δίκη, γνωστή ως υπόθεση Νετσάγιεφ, που έγινε τον Ιούλιο του 1871 στο δικαστήριο της Πετρούπολης. Για πρώτη φορά στη Ρωσία μια πολιτική δίκη έγινε μπροστά σε ορκωτό δικαστήριο και δημόσια. Ολοι οι δικαζόμενοι, πάνω από ογδόντα άτομα, άνδρες και γυναίκες, ανήκαν, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, στη σπουδάζουσα νεολαίαΕίχαν μείνει προφυλακισμένοι από το Νοέμβριο του 1869 ως τον Ιούλιο του 1871 στα μπουντρούμια του φρουρίου του Πετροπαβλίφσκ, με αποτέλεσμα δυο απ’ αυτούς να πεθάνουν και μερικοί άλλοι να παραφρονήσουν. Βγήκαν από τα μπουντρούμια απλώς για να ακούσουν την απόφαση, που τους καταδίκαζε σε καταναγκαστικά έργα στα ορυχεία της Σιβηρίας, σε ειρκτή και σε φυλάκιση δεκαπέντε, δώδεκα, δέκα, εφτά και δύο χρόνων(…) Το έγκλημά τους ήταν πως ανήκαν σε μια μυστική εταιρία, η οποία είχε σφετερισθεί το όνομα της Διεθνούς Ενωσης Εργατών και στην οποία στρατολογήθηκαν από απεσταλμένο της διεθνούς επαναστατικής επιτροπής, που διέθετε πληρεξούσια δήθεν με τη σφραγίδα της Διεθνούς. Αυτός ο απεσταλμένος τους έβαλε να διαπράξουν μια σειρά απάτες και ανάγκασε μερικούς απ’ αυτούς να γίνουν συνεργοί του στη διάπραξη μιας δολοφονίαςΑυτή η δολοφονία ήταν που οδήγησε την αστυνομία στα ίχνη της μυστικής εταιρίας, αλλά, όπως συμβαίνει συνήθως, ο ίδιος ο απεσταλμένος είχε ήδη εξαφανιστεί. Σ’ όλη αυτή την υπόθεση ο ρόλος του απεσταλμένου ήταν πολύ ύποπτος. Ο απεσταλμένος αυτός ήταν ο Νετσάγιεφ (…)
 *
Το 1861, απαντώντας στα φορολογικά μέτρα, που αποσκοπούσαν στο να μην μπορούν οι άποροι νέοι να πλησιάσουν στην ανώτερη εκπαίδευση, και στα δικαστικά μέτρα, που απέβλεπαν στο να τους υποτάξουν στην αστυνομική αυθαιρεσία, οι φοιτητές εξέφρασαν έντονη και ομόφωνη διαμαρτυρία, που από τις συνελεύσεις την κατέβασαν στους δρόμους και τη μετέτρεψαν σε εντυπωσιακές διαδηλώσεις (…) Οι συνελεύσεις (…) έδιναν ταυτόχρονα τη δυνατότητα να συζητούνται πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Η ρωσική σπουδάζουσα νεολαία, που στο μεγαλύτερο μέρος της την αποτελούσαν παιδιά αγροτών και άλλων φτωχών ανθρώπων, είχε διαποτιστεί σε τέτοιο βαθμό απ’ τις σοσιαλιστικές ιδέες, ώστε ονειρευόταν κιόλας την άμεση υλοποίησή τους (…) Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση έκανε την εμφάνισή του ό Νετσάγιεφ, που, εκμεταλλευόμενος το κύρος της Διεθνούς και τον ενθουσιασμό αυτής της νεολαίας, επιχείρησε να πείσει τους φοιτητές ότι δεν είναι καιρός να ασχολούνται με τέτοια μικροπράγματα, τη στιγμή που υπάρχει μέσα στη Διεθνή μια τεράστια μυστική εταιρία, που ανάβει τη φωτιά της παγκόσμιας επανάστασης και είναι έτοιμη για άμεσες ενέργειες στη Ρωσία. Ο Νετσάγιεφ κατάφερε να εξαπατήσει μερικούς νέους ανθρώπους και να τους παρασύρει σε εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου, που έδωσαν την ευκαιρία στην αστυνομία να τσακίσει αυτό το κίνημα των σπουδαστών, τόσο επικίνδυνο για την επίσημη Ρωσία.
 *
Η ύποπτη φυγή στη Γενεύη
*
Το Μάρτιο του 1869 έφτασε στη Γενεύη ένας νεαρός Ρώσος, που προσπάθησε να αποκτήσει την εμπιστοσύνη όλων των Ρώσων εμιγκρέδων, παριστάνοντας τον αντιπρόσωπο των φοιτητών της Πετρούπολης. Εμφανιζόταν με διάφορα ονόματα. Μερικοί εμιγκρέδες γνώριζαν από αξιόπιστες πηγές πως από την Πετρούπολη δεν είχε σταλεί κανένας αντιπρόσωπος. Αλλοι, ύστερα από συζήτηση με τον δήθεν αντιπρόσωπο, τον πέρασαν για χαφιέ. Στο τέλος, είπε το πραγματικό του όνομα: Νετσάγιεφ. Ελεγε ότι είχε αποδράσει απ’ το φρούριο της Πετρούπολης, όπου ήταν έγκλειστος σαν πρωτεργάτης των ταραχών που ξέσπασαν τον Ιανουάριο του 1869 στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της πρωτεύουσας. Μερικοί εμιγκρέδες, που είχαν μείνει για καιρό έγκλειστοι σ’ αυτό το φρούριο, γνώριζαν από προσωπική εμπειρία ότι από κει είναι αδύνατο να ξεφύγει κανείς. Γι’ αυτό κατάλαβαν ότι εδώ ο Νετσάγιεφ λέει ψέματα. Εξάλλου, επειδή στις εφημερίδες και τα γράμματα που έπαιρναν μνημονεύονταν τα ονόματα των διωκόμενων φοιτητών και πουθενά δε γινόταν λόγος περί Νετσάγιεφ, θεώρησαν ότι τα όσα αραδιάζει για τη δήθεν επαναστατική δράση του είναι παραμύθια. Ο Μπακούνιν, όμως, έπαιρνε φανερά το μέρος του Νετσάγιεφ. Διαλαλούσε παντού πως ο Νετσάγιεφ είναι «έκτακτος απεσταλμένος της μεγάλης μυστικής οργάνωσης που υπάρχει και δρα στη Ρωσία»(…) Σε μια συζήτηση που είχε ο Νετσάγιεφ με έναν εμιγκρέ, αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι δεν τον έστειλε αντιπρόσωπο καμία μυστική οργάνωση(…)
 *
Και όμως έπεφταν στα χέρια του Τσάρου
*
Από τον Απρίλιο του 1869 οι Μπακούνιν και Νετσάγιεφ άρχισαν να προετοιμάζουν το έδαφος για επανάσταση στη Ρωσία. Από τη Γενεύη έστελναν επιστολές, εκκλήσεις και τηλεγραφήματα στην Πετρούπολη, στο Κίεβο και σε άλλες πόλεις. Ωστόσο, γνώριζαν ότι δεν μπορούσαν να φτάσουν στη Ρωσία επιστολές, εκκλήσεις και ιδίως τηλεγραφήματα, δίχως να το μάθει το «III Γραφείο», (σ.σ.το 3ο Γραφείο της καγκελαρίας του Τσάρου, που ήταν η διεύθυνση της μυστικής αστυνομίας στη Ρωσία), (η μυστική αστυνομία). Ολα αυτά μπορούσαν να έχουν ένα και μόνο σκοπό: να εκθέσουν ανθρώπους. Αυτές οι ανέντιμες μέθοδοι, ανθρώπων που δε ριψοκινδύνευαν τίποτα στην καλοστεκούμενη Γενεύη, οδήγησαν σε πολυάριθμες συλλήψεις στη Ρωσία. Τους είχαν, μάλιστα, προειδοποιήσει ότι δημιουργούν κινδύνους. Εχουμε αποδείξεις πως γνωστοποίησαν στον Μπακούνιν την ακόλουθη περικοπή μιας επιστολής απ’ τη Ρωσία.
 *
«Για όνομα του Θεού, πέστε στον Μπακούνιν να πάψει, αν έχει έστω και κάτι ιερό μέσα του για την επανάσταση, να στέλνει τις εξωφρενικές προκηρύξεις του, που οδηγούν σε έρευνες σε πολλές πόλεις, σε συλλήψεις και παραλύουν κάθε σοβαρή δουλιά«(…)
 *
Στις 7 Απριλίου 1869, ο Νετσάγιεφ γράφει στην Κα Τομίλοβα, σύζυγο συνταγματάρχη, ο όποιος αργότερα πέθανε απ’ τον καημό για τη σύλληψη της γυναίκας του, ότι «στη Γενεύη πνίγονται στις δουλιές» και την προτρέπει να στείλει εκεί έναν σίγουρο άνθρωπο για να μιλήσει μαζί του. «Η υπόθεση, για την οποία πρέπει να κουβεντιάσουμε, δεν άφορα μόνο το δικό μας εμπόριο, αλλά και το πανευρωπαϊκό. Εδώ το πράγμα βράζει. Μαγειρεύεται μια τέτοια σούπα, που δε θα μπορέσει ούτε όλη η Ευρώπη να την αποτελειώσει. Βιαστείτε, λοιπόν». Ακολουθεί σύσταση της Γενεύης. Αυτή η επιστολή δεν έφτασε στον παραλήπτη. Την έπιασε στο ταχυδρομείο η μυστική αστυνομία, με επακόλουθο τη σύλληψη της Κας Τομίλοβα, που πρωτοείδε την επιστολή μόνο κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων («Εφημερίδα της Πετρούπολης», αρ. φύλ. 187, 1871)(…)
 *
Και η περίπτωση της Αλεξαντρόφσκαγια
*
Η Κα Αλεξανδρόφσκαγια ήταν πολύ εκτεθειμένη στην περίοδο των ταραχών του 1861-1862. Κάθισε μάλιστα και στη φυλακή, όπου η στάση της δεν ήταν και τόσο σωστή. Σε μια κρίση ειλικρίνειας έγραψε μια εξομολόγηση προς τους δικαστές της και η εξομολόγηση αυτή ενοχοποίησε πολλούς ανθρώπους(…) Είναι άξιο απορίας για ποιο λόγο ο Νετσάγιεφ χρειάστηκε έναν συνεπιβάτη,(σ.σ. για ταξίδι από τη Ρωσία στη Γενεύη), του οποίου και μόνο η παρουσία θα ήταν αρκετή για να προκαλέσει τη σύλληψή του στα σύνορα: Μολαταύτα, ο Νετσάγιεφ, συνοδευόμενος από την Κα Αλεξανδρόφσκαγια, έφθασε αισίως στη Γενεύη και, ενώ τους άμοιρους ανθρώπους που εξαπάτησε τους έριχναν στη φυλακή, αυτός μαζί με τον Μπακούνιν καταπιάστηκε με τη σύνταξη του δεύτερου τεύχους της «Λαϊκής Τιμωρίας». Ο Μπακούνιν, απέραντα υπερήφανος διότι η «Journal de Geneve» γράφει για τη συνωμοσία Νετσάγιεφ και του αποδίδει (του Μπακούνιν) καθοδηγητικό ρόλο σ’ αυτήν, ξέχασε πως η «Λαϊκή Τιμωρία» του τυπώνεται δήθεν στη Μόσχα και αναδημοσίευσε σ’ αυτήν μια ολόκληρη σελίδα απ’ το άρθρο της «Journal de Geneve», γραμμένο στα γαλλικά. Μόλις ετοιμάστηκε το περιοδικό, ανέθεσαν στην Κα Αλεξανδρόφσκαγια να το μεταφέρει μαζί με άλλες προκηρύξεις στη Ρωσία. Στα σύνορα, ένας πράκτορας του ΙΙΙ Γραφείου, που είχε στήσει καρτέρι στην Κα Αλεξανδρόφσκαγια, της πήρε το πακέτο. Μετά τη σύλληψή της, παρέδωσε στον πράκτορα έναν κατάλογο ονομάτων, που μόνο ο Μπακούνιν μπορούσε να τα γνωρίζει. Ενας από τους κατηγορούμενους στην υπόθεση Νετσάγιεφ, αλλά και από τους πιο κοντινούς του ανθρώπους, παραδέχτηκε στο δικαστήριο ότι «θεωρούσε προηγούμενα τον Μπακούνιν έντιμο άνθρωπο και δεν καταλαβαίνει πως αυτός, μαζί με τους άλλους, μπόρεσε τόσο ύπουλα να εκθέσει αυτή τη γυναίκα στον κίνδυνο της σύλληψης«».
 *
Αυτός λοιπόν ήταν ο Νετσάγιεφ, ένας κοινός προβοκάτορας, που είχε σχέση ή χρησιμοποιήθηκε από τις τσαρικές αρχές ενάντια στους επαναστάτες.
 *
Τα κείμενα των Μαρξ – Ενγκελς είναι από το βιβλίο «Κ.Μαρξ – Φ.Ενγκελς, για τον αναρχισμό, εκδόσεις «Καζάντζα».
Ριζοσπάστης
*
Ο Λένιν
*
Ο Λένιν ήταν επίσης φανατικός πολέμιος της ατομικής τρομοκρατίας ως μορφής πάλης. Είναι χαρακτηριστική αυτή η πολεμική του στους σοσιαλιστές επαναστάτες, που δρούσαν με τις μορφές των πολιτικών δολοφονιών. Στο έργο του «Επαναστατικός τυχοδιωκτισμός», αποσπάσματα του οποίου παρουσιάζουμε, αναφέρει:
 *
«Ας περάσουμε στο δεύτερο σημείο, στο ζήτημα της τρομοκρατίας.
Υπερασπίζοντας την τρομοκρατία, που η ακαταλληλότητά της έχει αποδειχθεί τόσο καθαρά από την πείρα του ρωσικού επαναστατικού κινήματος, οι σοσιαλιστές – επαναστάτες διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους και δηλώνουν πως αναγνωρίζουν μόνον την τρομοκρατία που συνδυάζεται με τη δουλειά στις μάζες και γι’ αυτόν το λόγο δεν τους αφορούν τα επιχειρήματα, με τα οποία οι Ρώσοι σοσιαλδημοκράτες αναιρούσαν (και αναίρεσαν για πολύ καιρό) τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας μεθόδου πάλης.(…)
 *
Εμείς δεν επαναλαμβάνουμε τα λάθη των τρομοκρατών, δεν αποσπούμε κανέναν από τη δουλειά στις μάζες, βεβαιώνουν οι σοσιαλιστές – επαναστάτες, και ταυτόχρονα συνιστούν θερμά στο κόμμα πράξεις σαν τη δολοφονία του Σιπιάγκιν από τον Μπαλμασόφ, αν και ο καθένας ξέρει θαυμάσια και βλέπει πως η πράξη αυτή δεν έχει καμιά σχέση με τις μάζες, ούτε και μπορούσε να έχει…
 *
«Ποιον να χτυπάμε;» – ρωτάει το κόμμα των σοσιαλιστών – επαναστατών και απαντά: Τους υπουργούς και όχι τον τσάρο, γιατί «ο τσάρος δε θα εξωθήσει τα πράγματα στα άκρα» (!! από πού το έμαθαν;;), κι έπειτα «αυτό είναι και πιο εύκολο» (έτσι επί λέξει!): «Κανένας υπουργός δεν μπορεί να κλειστεί στο παλάτι, σαν σε φρούριο». Και η επιχειρηματολογία αυτή τελειώνει με τον ακόλουθο συλλογισμό, που αξίζει ν’ απαθανατιστεί, σαν πρότυπο «θεωρίας» των σοσιαλιστών – επαναστατών. «Ενάντια στον όχλο, ο απολυταρχισμός έχει τους φαντάρους, ενάντια στις επαναστατικές οργανώσεις τη μυστική και φανερή αστυνομία, τι θα τον σώσει, όμως…» (ποιον, την απολυταρχία; Ο συντάχτης, χωρίς να το καταλάβει, συνταύτισε πια την απολυταρχία με τον υπουργό, που είναι ευκολότερο να χτυπηθεί!) «… από τα μεμονωμένα άτομα ή τους μικρούς ομίλους που ασταμάτητα και εν αγνοία μάλιστα του ενός από τον άλλο (!!) ετοιμάζονται για επίθεση και επιτίθενται; Καμιά δύναμη δε θα βοηθήσει απέναντι στο ασύλληπτο. Συνεπώς, το καθήκον μας είναι καθαρό: Να βγάζουμε από τη μέση κάθε αυταρχικό σατράπη της απολυταρχίας με το μοναδικό μέσο που μας άφησε (!) η απολυταρχία – το θάνατο».
 *
Να καλείς σε μια τέτοια τρομοκρατία, όπως είναι η διοργάνωση αποπειρών δολοφονίας ενάντια σε υπουργούς από μεμονωμένα άτομα και από άγνωστους μεταξύ τους ομίλους, τη στιγμή που οι επαναστάτες δεν έχουν αρκετές δυνάμεις και μέσα για την καθοδήγηση της μάζας, που ήδη ξεσηκώνεται, – σημαίνει ότι όχι μόνο διακόπτεις μ’ αυτόν τον τρόπο τη δουλειά μέσα στις μάζες, αλλά και προκαλείς άμεσα την αποδιοργάνωση της δουλειάς.
 *
Εμείς, οι επαναστάτες (…) Πρέπει να δρούμε όλοι μαζί πιο ενεργητικά, πιο θαρραλέα και πιο οργανωμένα. Ενώ οι σοσιαλιστές – επαναστάτες συμπεραίνουν: «Πυροβόλα, ασύλληπτο άτομο, γιατί, αλίμονο, η μάζα θα αργήσει ακόμα, και γιατί ενάντια στη μάζα υπάρχουν φαντάροι». Αυτό πια είναι τελείως ανόητο, κύριοι!» (Β. Ι. ΛΕΝΙΝ: «Απαντα», τ. 6, σελ. 381 – 385, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).
Ριζοσπάστης
*
Οι επαναστάτες για τους «επαναστάτες»
*
«Το συνέδριο αποκρούει κατηγορηματικά την τρομοκρατία, δηλαδή το σύστημα των πολιτικών εκτελέσεων μεμονωμένων προσώπων σαν μέθοδο πολιτικής πάλης τελείως ακατάλληλη… (γιατί) καλλιεργεί και στους ίδιους τους επαναστάτες και στον πληθυσμό γενικά τις πιο στραβές αντιλήψεις για τα καθήκοντα και τις μεθόδους πάλης ενάντια στην απολυταρχία».
(ΛΕΝΙΝ, Απαντα τ. 7, σελ. 249).
 *
«(…) Οι μεμονωμένες απόπειρες δολοφονίας, σαν επαναστατική τακτική, είναι άσκοπες και επιζήμιες. Μόνο το μαζικό κίνημα μπορεί να θεωρηθεί σαν πραγματική πολιτική πάλη (…)».
(ΛΕΝΙΝ, Απαντα, τ. 40, σελ. 312).
*
«Είμαστε ειλικρινά πεπεισμένοι ότι η τρομοκρατία είναι ένα αρνητικό όπλο, που δεν προσφέρει απολύτως ποτέ τα αναμενόμενα αποτελέσματα κι ότι μπορεί να απομακρύνει το λαό από ένα επαναστατικό κίνημα, αφού συνδέεται ολοκληρωτικά με αυτούς που επιδιώκουν ανθρώπινες απώλειες χωρίς προοπτική για τα προσδοκώμενα αποτελέσματα».
(Τσε Γκεβάρα, «Ο Ανταρτοπόλεμος», σελ. 127, εκδόσεις «Καρανάση», Αθήνα, 1982).
 *
«Η δολοφονία και ο τυφλός τερορισμός (τρομοκρατία) δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται. Είναι προτιμότερο να γίνεται μαζική δουλειά, να εντυπώνεται το επαναστατικό ιδανικό, και να το κάνει να ωριμάσει για να μπορούν, στη δοσμένη στιγμή, να κινητοποιήσουν αυτές τις μάζες υποστηριζόμενες από τον επαναστατικό στρατό και να κάνουν να κλίνει η πλάστιγγα προς την πλευρά της Επανάστασης».
(Τσε Γκεβάρα, στο ίδιο, σελ. 118-119).
*
Πηγή: Lenin Reloaded

Τσε Γκεβάρα: κριτικές παρατηρήσεις στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ (μέρος Β)

Ο Ερνέστο (τσε) Γκεβάρα, υπουργός βιομηχανίας της Κούβας, στη Σοβιετική Ένωση

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ

Αρθρο του Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα, που δημοσιεύτηκε στη «Nuestra Industria, Revista Economica». («Η βιομηχανία μας, Οικονομική Επιθεώρηση»), αρ. 5, Φεβρουάριος 1964

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ

Υπάρχει μια βαθιά διαφωνία (τουλάχιστον στην αυστηρότητα των χρησιμοποιούμενων όρων) ανάμεσα στην αντίληψη του νόμου της αξίας και τη δυνατότητα της συνειδητής χρήσης του, έτσι όπως τη θέτουν οι υπερασπιστές του οικονομικού ελέγχου και στην αντίληψη που έχουμε εμείς.

Το Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας λέει:

«Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στον καπιταλισμό, όπου ο νόμος της αξίας λειτουργεί σαν δύναμη τυφλή και αυθόρμητη, που επιβάλλεται στους ανθρώπους, η σοσιαλιστική οικονομία έχει συνείδηση του νόμου της αξίας, το κράτος τον λαβαίνει υπ’ όψη του και τον χρησιμοποιεί στην πράξη της σχεδιοποιημένης διεύθυνσης της οικονομίας».

«Η γνώση της δράσης του νόμου της αξίας και η σωστή χρησιμοποίησή του βοηθούν αναγκαστικά τους καθοδηγητές της οικονομίας στην ορθολογική διοχέτευση της παραγωγής, στη συστηματική βελτίωση των μεθόδων εργασίας και στη χρησιμοποίηση των μη εμφανών εφεδρειών για καλύτερη και περισσότερη παραγωγή».

Οι υπογραμμισμένες από εμάς λέξεις δείχνουν το πνεύμα των παραγράφων.

Ο νόμος της αξίας θα λειτουργεί σαν τυφλή, αλλά γνωστή δύναμη και ως εκ τούτου χειραγωγήσιμη ή χρησιμοποιήσιμη από τον άνθρωπο.

Ο νόμος όμως αυτός έχει ορισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα:

1. Καθορίζεται από την ύπαρξη μιας εμπορευματικής κοινωνίας.2. Τα αποτελέσματά του δεν μπορούν να μετρηθούν από τα πριν, αλλά αντανακλούν στην αγορά, όπου παραγωγοί και καταναλωτές ανταλλάσσουν.

3. Εχει συνοχή σ’ ένα σύνολο που περιλαμβάνει τις παγκόσμιες αγορές και οι αλλαγές και οι διαστρεβλώσεις σε ορισμένους κλάδους της παραγωγής αντανακλώνται στο συνολικό αποτέλεσμα.

4. Με την ιδιότητά του ως οικονομικού νόμου δρα ουσιαστικά σαν τάση και, στις μεταβατικές περιόδους, θα πρέπει λογικά να τείνει προς την εξαφάνιση.

Μερικές παραγράφους πιο κάτω το εγχειρίδιο τονίζει:

«Το σοσιαλιστικό κράτος χρησιμοποιεί το νόμο της αξίας πραγματοποιώντας τον έλεγχο στην παραγωγή και την κατανομή του κοινωνικού προϊόντος μέσω του οικονομικού και πιστωτικού συστήματος».

«Ο έλεγχος πάνω στο νόμο της αξίας και η χρησιμοποίησή του σε συμφωνία με ένα σχέδιο αποτελούν τεράστιο πλεονέκτημα του σοσιαλισμού πάνω στον καπιταλισμό. Χάρη στον έλεγχο πάνω στο νόμο της αξίας η δράση του στη σοσιαλιστική οικονομία δε συμβαδίζει με την κατασπατάληση της κοινωνικής εργασίας που είναι σύμφυτο φαινόμενο με την αναρχία της παραγωγής, συστατικό στοιχείο του καπιταλισμού».

«Ο νόμος της αξίας και οι κατηγορίες που σχετίζονται με αυτόν – το χρήμα, η τιμή, το εμπόριο, η πίστη, τα οικονομικά – χρησιμοποιούνται με επιτυχία στην ΕΣΣΔ και τις λαϊκές δημοκρατίες προς το συμφέρον της οικοδόμησης του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, στη διαδικασία της σχεδιασμένης διεύθυνσης της εθνικής οικονομίας».

Πρακτική εξάσκηση επαγγελματο-τεχνικής σχολής, σε εργοστάσιο ηλεκτρονικών υπολογιστών και αυτοματοποιημένων μηχανών στο Κίεβο

Αυτό μπορούμε να το θεωρήσουμε ακριβές, μόνο συσχετίζοντάς το με τη συνολική ποσότητα αξιών που παράγονται για την άμεση χρήση από τον πληθυσμό και τα αντίστοιχα διαθέσιμα αποθέματα για την απόκτησή τους, πράγμα που θα μπορούσε να το κάνει ο οποιοσδήποτε καπιταλιστής υπουργός Οικονομικών με κάποια σχετικά ισορροπημένα κονδύλια.Μέσα σε αυτό το πλαίσιο όλες οι επιμέρους διαστρεβλώσεις του νόμου είναι δυνατές.

Παρακάτω:

«Η εμπορευματική παραγωγή, ο νόμος της αξίας και το χρήμα δεν θα εξαφανιστούν παρά μόνο όταν φτάσει η ανώτερη φάση του κομμουνισμού. Αλλά για να δημιουργήσουμε τις συνθήκες που θα κάνουν δυνατή την εξάλειψη της εμπορευματικής παραγωγής και κυκλοφορίας στην ανώτερη φάση του κομμουνισμού, είναι αναγκαίο να αναπτύξουμε και να χρησιμοποιήσουμε το νόμο της αξίας και τις εμπορευματονομισματικές σχέσεις στη διάρκεια της οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας».

Γιατί να «αναπτύξουμε»;

Κατανοούμε ότι για ένα χρονικό διάστημα οι κατηγορίες του καπιταλισμού διατηρούνται και ότι το διάστημα αυτό δεν μπορεί να καθοριστεί από πριν. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα όμως της μεταβατικής περιόδου είναι αυτά μιας κοινωνίας που σπάει τα παλιά δεσμά της για να μπει γρήγορα στο καινούργιο στάδιο. Η τάση πρέπει να είναι, κατά τη γνώμη μας, η εξάλειψη όσο το δυνατό πιο σθεναρά των παλιών κατηγοριών, όπως η αγορά, το χρήμα και ως εκ τούτου ο μοχλός του υλικού κινήτρου ή – για να το πούμε καλύτερα – οι συνθήκες που προκαλούν την ύπαρξή του. Το αντίθετο θα σήμαινε ότι το καθήκον της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια καθυστερημένη κοινωνία είναι ένα είδος ιστορικού ατυχήματος και ότι οι ηγέτες, για να επανορθώσουν το σφάλμα, πρέπει να αφιερωθούν στην εμπέδωση όλων των κατηγοριών που ενυπάρχουν στην ενδιάμεση κοινωνία, αφήνοντας μονάχα σαν βάσεις της καινούργιας κοινωνίας την κατανομή των εσόδων ανάλογα με την εργασία και την τάση εξάλειψης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Αυτό όμως από μόνο του δεν αρκεί, σαν παράγοντας της ανάπτυξης της γιγάντιας συνειδησιακής αλλαγής που είναι απαραίτητη για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε το μεταβατικό στάδιο, αλλαγής που θα πρέπει να συντελείται με την πολύμορφη δράση όλων των καινούργιων σχέσεων, τη διαπαιδαγώγηση και τη σοσιαλιστική ηθική, όταν λάβουμε υπόψη μας την ατομικιστική νοοτροπία που το άμεσο υλικό κίνητρο δημιουργεί στη συνείδηση, φρενάροντας την ανάπτυξη του ανθρώπου σαν κοινωνικού όντος.

Για να συνοψίσουμε τις διαφωνίες μας:Θεωρούμε το νόμο της αξίας σαν μερικά υπαρκτό, εξαιτίας των υπολειμμάτων της εμπορευματικής κοινωνίας που παραμένουν και που αντανακλώνται στον τύπο ανταλλαγής που πραγματοποιείται ανάμεσα στο κράτος – προμηθευτή και τον καταναλωτή. Πιστεύουμε ότι ειδικά σε μια κοινωνία με πολύ ανεπτυγμένο εξωτερικό εμπόριο, όπως η δική μας, ο νόμος της αξίας σε παγκόσμια κλίμακα πρέπει να αναγνωριστεί σαν ένα γεγονός που κυριαρχεί στις εμπορικές σχέσεις, ακόμα και στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο και αναγνωρίζουμε την ανάγκη να περάσει αυτό το εμπόριο σε μορφές πιο αναπτυγμένες στις χώρες της καινούργιας κοινωνίας, εμποδίζοντας να γίνουν βαθύτερες οι διαφορές ανάμεσα στις αναπτυγμένες χώρες και τις πιο καθυστερημένες με την εμπορική ανταλλαγή. Με άλλα λόγια πρέπει να βρούμε εμπορικούς τύπους που να επιτρέπουν τη χρηματοδότηση βιομηχανικών επενδύσεων στις αναπτυσσόμενες χώρες, ακόμα και αν έρθουμε σε αντίθεση με τα συστήματα τιμών που υπάρχουν στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά, πράγμα που θα επιτρέψει την όσο το δυνατό περισσότερο ισόμετρη πρόοδο ολόκληρου του σοσιαλιστικού στρατοπέδου με φυσικές συνέπειες τον περιορισμό των ανωμαλιών και την πρόσδοση μιας συνοχής στο πνεύμα του προλεταριακού διεθνισμού. (Η πρόσφατη συμφωνία ανάμεσα στην Κούβα και την ΕΣΣΔ είναι ένα δείγμα για το τι μπορεί να γίνει προς αυτή την κατεύθυνση). Αρνιόμαστε τη δυνατότητα της συνειδητής χρησιμοποίησης του νόμου της αξίας, στηριζόμενη στη μη ύπαρξη μιας ελεύθερης αγοράς που να εκφράζει αυτόματα την αντίθεση ανάμεσα στον παραγωγό και τον καταναλωτή, αρνιόμαστε την ύπαρξη κατηγορίας εμπορευμάτων στη σχέση ανάμεσα σε κρατικές επιχειρήσεις και θεωρούμε όλους τους οργανισμούς τμήμα της ενιαίας μεγάλης επιχείρησης που είναι το κράτος (παρόλο που στην πράξη δε συμβαίνει ακόμη αυτό στη χώρα μας). Ο νόμος της αξίας και το πλάνο είναι δύο όροι που συνδέονται από μιαν αντίθεση και τη λύση της. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι ο συγκεντρωτικός σχεδιασμός είναι ο τρόπος ύπαρξης της σοσιαλιστικής κοινωνίας, η κατηγορία που την ορίζει και το σημείο όπου η συνείδηση του ανθρώπου κατορθώνει επιτέλους να συνθέσει και να κατευθύνει την οικονομία προς το στόχο της, την πλήρη απελευθέρωση του ανθρώπινου όντος μέσα στα πλαίσια της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Πολυτεχνίτες νέοι εργαζόμενοι στη ΓΛΔ, ειδικά εκπαιδευμένοι σε 14 τέχνες, δουλεύουν σε προσόψεις κτιρίων, καμινάδες κλπ. Η συγκεκριμένη ομάδα ειδικευόταν σε δύσκολες επισκευές, δούλευε 7ωρο και τα μέλη της χαρακτηρίζονταν ως «αθλητές – τεχνίτες». Το παράδειγμα αυτό για τόσο εξειδικευμένες εργασίες, υιοθετήθηκε και σε άλλες σοσιαλιστικές χώρες
ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ

Στη θεωρία της διαμόρφωσης των τιμών έχουμε πάλι σοβαρές διαφωνίες. Στην αυτοδιαχείριση οι τιμές διαμορφώνονται «λαβαίνοντας υπόψη το νόμο της αξίας», αλλά δε μας εξηγούν (απ’ όσο ξέρουμε τουλάχιστον) ποια έκφραση του νόμου της αξίας εφαρμόζεται. Ξεκινούν από την κοινωνικά αναγκαία εργασία για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου προϊόντος, αλλά παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι η κοινωνικά αναγκαία εργασία είναι μια οικονομικοϊστορική και άρα μεταβλητή έννοια, όχι μονάχα σε τοπικό επίπεδο (ή εθνικό), αλλά και σε παγκόσμιους ακόμη όρους. Οι συνεχείς πρόοδοι της τεχνολογίας, συνέπεια του ανταγωνισμού στον καπιταλιστικό κόσμο, περιορίζουν το κόστος της αναγκαίας εργασίας και ως εκ τούτου την αξία του προϊόντος. Μια κλειστή κοινωνία μπορεί να αγνοεί τις αλλαγές για ένα ορισμένο διάστημα, αλλά είναι υποχρεωμένη πάντα να επιστρέφει σε αυτές τις διεθνείς σχέσεις για να συγκρίνει την αξία της. Αν μια δοσμένη κοινωνία τις αγνοήσει για μακρόχρονο διάστημα, χωρίς να αναπτύξει καινούργιες και σωστές μορφές που θα τις αντικαταστήσουν, θα δημιουργήσει εσώτερες αλληλεπιδράσεις που θα εκφράσουν το δικό της σχήμα αξίας που θα έχει συνέπεια με τον εαυτό του, αλλά θα είναι αντίθετο με τις τάσεις της πιο αναπτυγμένης τεχνικής (όπως το ατσάλι και τα πλαστικά είδη). Αυτό μπορεί να προκαλέσει αρκετά σημαντικές σχετικές καθυστερήσεις και -όπως και να ‘χει το πράγμα- τέτοιες διαστρεβλώσεις του νόμου της αξίας σε διεθνή κλίμακα που δε θα μπορούν πια οι οικονομίες να συγκριθούν μεταξύ τους.

Ο φόρος κυκλοφορίας είναι μια μετρήσιμη εικονικότητα που επιτρέπει στις επιχειρήσεις να διατηρήσουν καθορισμένα επίπεδα αποδοτικότητας, υψώνοντας την τιμή του προϊόντος για τον καταναλωτή με τέτοιο τρόπο, ώστε η προσφορά προϊόντος και η ποσότητα της φερέγγυας ζήτησης να εξισωθούν. Πιστεύουμε ότι αυτό επιβάλλεται από το σύστημα, αλλά δεν αποτελεί απόλυτη αναγκαιότητα και εργαζόμαστε με φόρμουλες που λαμβάνουν υπόψη τους όλες αυτές τις πλευρές.

To εργοστάσιο αποθήκευσης αντλιών «Οχενβαρτ ΙΙ» που κτίστηκε στη ΓΛΔ από Τσεχοσλοβάκους ειδικούς

Πιστεύουμε ότι μια συνολική σταθεροποίηση του εμπορικού αποθέματος και της φερέγγυας ζήτησης είναι απαραίτητη: το Υπουργείο Εσωτερικού Εμπορίου θα επιφορτιζόταν με την εξίσωση της αγοραστικής ικανότητας του πληθυσμού και των τιμών των προσφερόμενων εμπορευμάτων, θεωρώντας πάντοτε ότι μια ολόκληρη κατηγορία βασικών προϊόντων για τη ζωή του ανθρώπου πρέπει να προσφέρεται σε χαμηλές τιμές, ακόμη κι αν για άλλα προϊόντα λιγότερο σημαντικά θα υψώσουμε την τιμή με μια έκδηλη περιφρόνηση του νόμου της αξίας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.Εδώ μπαίνει ένα μεγάλο πρόβλημα:

Ποια θα είναι η βάση διαμόρφωσης των πραγματικών τιμών που η οικονομία θα πρέπει να δεχτεί για την ανάλυση των σχέσεων παραγωγής; Αυτό θα μπορούσε να είναι η ανάλυση της αναγκαίας εργασίας με κουβανικούς όρους, πράγμα που θα έφερνε άμεσες παραμορφώσεις και με τις αυτόματες σχέσεις που θα δημιουργούνταν, αναγκαστικά θα χάναμε από τα μάτια μας τα παγκόσμια προβλήματα. Θα μπορούσαμε να πάρουμε, αντίθετα, την παγκόσμια τιμή, αλλά τότε θα χάναμε από τα μάτια μας τα εθνικά προβλήματα γιατί σε κανένα σχεδόν κλάδο η παραγωγικότητα της εργασίας μας δεν είναι ικανοποιητική παίρνοντας υπόψη τους διεθνείς όρους.

Προτείνουμε σαν πρώτη προσέγγιση του προβλήματος τη δημιουργία δεικτών τιμών πάνω στις ακόλουθες βάσεις:

Ανθρακωρυχείο στην ΕΣΣΔ

Ολες οι εισαγόμενες πρώτες ύλες θα έχουν μια πάγια, μια σταθερή τιμή, βασισμένη πάνω σε μια μέση τιμή της διεθνούς αγοράς, συν κάτι παραπάνω για τα έξοδα μεταφοράς και του μηχανισμού του εξωτερικού εμπορίου. Ολες οι κουβανικές πρώτες ύλες θα έχουν την τιμή του πραγματικού κόστους παραγωγής τους σε όρους νομισματικούς. Και στα δύο θα προσθέτονταν τα σχεδιασμένα έξοδα εργασίας συν τη φθορά των βασικών μέσων για την επεξεργασία των πρώτων υλών. Αυτή θα ήταν η τιμή των προϊόντων που ανταλλάσσονται ανάμεσα σε επιχειρήσεις και το εξωτερικό εμπόριο. Ωστόσο θα επηρεάζονταν συνεχώς από δείκτες που αντανακλούν την τιμή αυτών των εμπορευμάτων στην παγκόσμια αγορά συν το κόστος μεταφοράς και του εξωτερικού εμπορίου. Οι επιχειρήσεις που λειτουργούν σύμφωνα με το καθεστώς της χρηματοδότησης από τον προϋπολογισμό θα εργάζονταν πάνω στη βάση των προγραμματισμένων τους τιμών και δε θα είχαν έσοδα, θα πήγαιναν όλα στο MINCIN (Υπουργείο Εσωτερικού Εμπορίου). (Φυσικά πρόκειται εδώ για το τμήμα του κοινωνικού προϊόντος που πραγματώνεται σαν εμπόρευμα και είναι το βασικό καταναλωτικό απόθεμα). Οι δείκτες θα μας λένε συνεχώς (στον κεντρικό μηχανισμό και στην επιχείρηση) ποιες είναι οι πραγματικές δυνατότητές μας και θα αποφεύγουμε έτσι τη λήψη λαθεμένων αποφάσεων. Ο πληθυσμός δε θα υποφέρει καθόλου απ’ όλες αυτές τις αλλαγές, μια και οι τιμές του εμπορεύματος που αγοράζει καθορίζονται με ανεξάρτητο τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τη ζήτηση και τη ζωτική ανάγκη που υπάρχει για κάθε προϊόν.

Επιστημονικές παρατηρήσεις γεωπόνων σε θερμοκήπιο της ΕΣΣΔ

Για παράδειγμα, για να υπολογίσουμε το ύψος μιας επένδυσης, θα κάνουμε τον υπολογισμό των άμεσα εισαγόμενων πρώτων υλών και εξοπλισμών, το κόστος κατασκευής και συναρμολόγησης, το κόστος των προγραμματισμένων μισθών, αφού λάβουμε υπόψη μας τις πραγματικές δυνατότητες και ένα κάποιο περιθώριο δαπανών για το μηχανικό εξοπλισμό.Στο τέλος της επένδυσης θα μπορέσουμε να έχουμε έτσι τρεις αριθμούς.

1. Το πραγματικό κόστος σε χρήμα του έργου.

2. Το κόστος του έργου σύμφωνα με τον προγραμματισμό μας.

3. Το κόστος του έργου σε επίπεδο παγκόσμιας παραγωγικότητας.

Η διαφορά ανάμεσα στον πρώτο και το δεύτερο αριθμό θα δείχνει την ανεπάρκεια του μηχανικού μας εξοπλισμού, η διαφορά ανάμεσα στο δεύτερο και στον τρίτο θα είναι ο δείκτης της καθυστέρησής μας στο συγκεκριμένο τομέα.

Εχουμε έτσι τη δυνατότητα να παίρνουμε θεμελιακές αποφάσεις πάνω στην εναλλασσόμενη χρήση τέτοιων υλικών, όπως το τσιμέντο, ο σίδηρος, τα πλαστικά είδη, το αμιαντοτσιμέντο, το αλουμίνιο ή ο τσίγκος, οι σωλήνες από σίδηρο, μόλυβδο ή χαλκό, η χρησιμοποίηση ξύλινων, σιδερένιων ή αλουμινένιων παράθυρων κλπ.

Ολες οι αποφάσεις μπορούν να αποκλίνουν από τον καλύτερο μαθηματικό, λαμβάνοντας υπόψη πολιτικούς λόγους, εξωτερικό εμπόριο κλπ., αλλά θα ‘χουμε πάντοτε τον καθρέφτη αυτού που συμβαίνει πραγματικά στον κόσμο αντιμετωπίζοντας τη δουλειά μας. Οι τιμές δε θα αποσυνδέονται ποτέ από την παγκόσμια εικόνα τους, που θα ποικίλλει μερικά χρόνια ανάλογα με τις προόδους της τεχνολογίας και όπου η σοσιαλιστική αγορά και ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας θα κυριαρχούν ολοένα και περισσότερο, όταν θα φτάσουμε σε ένα παγκόσμιο σοσιαλιστικό σύστημα τιμών λογικότερο από το σημερινό.

Θα μπορούσαμε να επεκταθούμε ακόμα πολύ πάνω σε αυτό το εξαιρετικού ενδιαφέροντος θέμα, αλλά είναι προτιμότερο ν’ αφήσουμε εδώ μερικές πρωταρχικές γενικές ιδέες, διευκρινίζοντας ότι όλα αυτά χρειάζεται να τα επεξεργαστούμε αργότερα.

Αυτοκινητοβιομηχανία της ΕΣΣΔ
ΤΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΠΡΙΜ

Σχετικά με τα συλλογικά πριμ στη διαχείριση της επιχείρησης θα αναφερθούμε πρώτα-πρώτα στις εμπειρίες που εκτέθηκαν από τον Φικριάτ Ταμπέγιεφ, «Οικονομική έρευνα και διεύθυνση της οικονομίας», στη «Διεθνή Επιθεώρηση», στο τεύχος αριθμ. 11, 1963, όπου λέει:

«Ποιος πρέπει να είναι λοιπόν ο βασικός και αποφασιστικός δείκτης για να κρίνουμε τη δουλειά των επιχειρήσεων; Οι οικονομικές έρευνες οδήγησαν σε διάφορες προτάσεις.

Μερικοί οικονομολόγοι προτείνουν σαν κύριο δείκτη το κριτήριο της συσσώρευσης, άλλοι το κόστος εργασίας κλπ. Στο σοβιετικό Τύπο κατέλαβε σημαντικό χώρο η μεγάλη συζήτηση που προκλήθηκε από ένα άρθρο του καθηγητή Λίμπερμαν που πρότεινε σαν βασικό δείκτη εργασίας της επιχείρησης το βαθμό αποδοτικότητας, τη συσσώρευση και τα έσοδα.

Πιστεύουμε ότι για να κρίνουμε τη λειτουργία μιας επιχείρησης πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πριν απ’ όλα τη συμβολή του προσωπικού της στο συγκεκριμένο τύπο παραγωγής. Αυτό, που σε τελευταία ανάλυση δεν έρχεται σε σύγκρουση με την πάλη για μια αρκετά αναπτυγμένη αποδοτικότητα της παραγωγής, επιτρέπει την καλύτερη συγκέντρωση των προσπαθειών του προσωπικού της επιχείρησης για την τελειοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας. Οι κοινωνικές οργανώσεις της Ταρταρίας πρότειναν να χρησιμοποιηθεί σαν κύριος δείκτης το κριτήριο αξίας της επεξεργασίας κάθε κομματιού. Ενα οικονομικό πείραμα πραγματοποιήθηκε για να δοκιμαστεί η δυνατότητα εφαρμογής στην πράξη αυτής της πρότασης.

Στα 1962 καθορίστηκαν και εγκρίθηκαν τα κριτήρια αξίας της επεξεργασίας για την παραγωγή όλων των βιομηχανικών κλάδων της Ταρταρίας. Ο χρόνος αυτός ήταν μια μεταβατική περίοδος στη διάρκεια της οποίας ο καινούριος δείκτης χρησιμοποιήθηκε στο σχεδιασμό παράλληλα με το συνολικό δείκτη της παραγωγής. Ο βασισμένος πάνω στο κριτήριο αξίας της επεξεργασίας δείκτης εκφράζει τις από τεχνική άποψη δικαιολογημένες δαπάνες που περικλείουν το μισθό και τα έξτρα που δίνονται στους εργάτες συν τις δαπάνες εργαστηρίων και ολόκληρου του εργοστάσιου για την παραγωγή κάθε προϊόντος».

«Σημειώνουμε ότι η εφαρμογή αυτού του δείκτη δεν έχει καμιά σχέση με τα συστήματα «κόλασης», με τα οποία υπολογίζουμε την εργασία στις καπιταλιστικές χώρες. Προσανατολιζόμαστε με ένα συνεπή τρόπο προς την ορθολογιστική οργάνωση της εργασίας και όχι προς την αχαλίνωτη εντατικοποίησή της. Ολες οι προσπάθειες που έγιναν για τον καθορισμό των ορίων εργασίας πραγματοποιούνται με την άμεση συμμετοχή του προσωπικού των επιχειρήσεων και των κοινωνικών οργανώσεων ιδιαίτερα των συνδικάτων.

Αντίθετα με το συνολικό δείκτη παραγωγής, το κριτήριο αξίας της επεξεργασίας δεν περιλαμβάνει τη μεγάλη πλειοψηφία των υλικών δαπανών – προηγούμενη εργασία που έχει γίνει από άλλες επιχειρήσεις – ούτε το εισόδημα, δηλαδή τις συνιστώσες της αξίας της συνολικής και εμπορευματικής παραγωγής που διαστρεβλώνουν τον πραγματικό όγκο της παραγωγικής δραστηριότητας της επιχείρησης. Αντανακλώντας με περισσότερη ακρίβεια την επενδυμένη στην κατασκευή κάθε προϊόντος εργασία, ο δείκτης που εκφράζει το κριτήριο αξίας της επεξεργασίας επιτρέπει να καθοριστούν με γνησιότερο τρόπο τα σχετικά με την ανύψωση της απόδοσης καθήκοντα, καθώς και τα καθήκοντα σχετικά με τη μείωση του κόστους και την αποδοτικότητα του συγκεκριμένου τύπου παραγωγής. Είναι ακόμη ο καταλληλότερος από την άποψη του εσωτερικού σχεδιασμού του εργοστασίου, αλλά και για την οργάνωση του οικονομικού υπολογισμού στο εσωτερικό της επιχείρησης. Επιτρέπει ακόμα να συγκρίνουμε την παραγωγικότητα της εργασίας σε παρόμοιες επιχειρήσεις».

Η σοβιετική αυτή έρευνα νομίζουμε ότι αξίζει να μελετηθεί και ότι συμπίπτει, σε κάποιες πλευρές, με τη θέση μας.

ΣΥΝΟΨΗ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ

Για να συνοψίσουμε τις ιδέες μας πάνω στο σύστημα χρηματοδότησης από τον προϋπολογισμό, πρέπει ν’ αρχίσουμε με τη διευκρίνιση ότι είναι ένας γενικός όρος, δηλαδή ότι η αντικειμενική του δράση ασκείται εφόσον συμμετέχει σε όλους τους τομείς της οικονομίας, μέσα σε ένα ενιαίο σύνολο που, ξεκινώντας από τις πολιτικές αποφάσεις και περνώντας από την JUCEPLAN (Κεντρικός Οργανισμός Σχεδιασμού), θα φτάσει στις επιχειρήσεις και στις μονάδες μέσα από τα κανάλια του υπουργείου και εκεί θα συγχωνευθεί με τον πληθυσμό, για να επιστρέψει πάλι στο όργανο των πολιτικών αποφάσεων, σχηματίζοντας ένα γιγαντιαίο τροχό καλά λαδωμένο, όπου ορισμένοι ρυθμοί θα μπορούν ν’ αλλάξουν περισσότερο ή λιγότερο αυτόματα, μια και ο έλεγχος της παραγωγής θα το επιτρέπει. Τα υπουργεία θα έχουν την ειδική υπευθυνότητα της πραγματοποίησης και του ελέγχου των σχεδίων, πράγμα που θα κάνουν οι επιχειρήσεις και οι μονάδες, σε συμφωνία με τις κλίμακες αποφάσεων που θα μπορούν να είναι λιγότερο ή περισσότερο ελαστικοί, ανάλογα με το βαθμό οργάνωσης που έχει επιτευχθεί, τον τύπο παραγωγής ή τη συγκεκριμένη στιγμή. Η JUCEPLAN θα επιφορτιστεί τους συνολικούς και κεντρικούς ελέγχους της οικονομίας και θα έχει στη δράση της τη συμπαράσταση του υπουργείου Οικονομικών στον οικονομικό έλεγχο και του υπουργείου Εργασίας στο σχεδιασμό της εργατικής δύναμης.

Καθώς όμως όλα αυτά δε συμβαίνουν έτσι, θα περιγράψουμε την τωρινή πραγματικότητά μας, με όλους τους περιορισμούς της, τους μικροθριάμβους της, τις ελλείψεις και τις αποτυχίες της, άλλες από αυτές δικαιολογημένες ή δικαιολογήσιμες σαν αποτέλεσμα της απειρίας μας και άλλες που ήταν χονδροειδέστατα λάθη.

Η JUCEPLAN δε δίνει παρά τις γενικές γραμμές του σχεδίου και τους αριθμούς ελέγχου των λεγόμενων βασικών προϊόντων, καθώς και εκείνων που λίγο-πολύ ελέγχει. Οι κεντρικοί οργανισμοί, στους οποίους βάζουμε και το Υπουργείο Βιομηχανίας, έχουν τον έλεγχο των προϊόντων που καθορίζονται με συμφωνία ανάμεσα στις επιχειρήσεις. Μόλις έχει εγκατασταθεί και εναρμονιστεί το σχέδιο, υπογράφονται οι συμφωνίες – καμιά φορά αυτό γίνεται και από πριν – και η δουλειά αρχίζει.

Ο κεντρικός μηχανισμός του υπουργείου αναλαμβάνει να εξασφαλίσει η παραγωγή να συντελείται στο επίπεδο της επιχείρησης και η επιχείρηση πρέπει να φροντίσει η παραγωγή να γίνεται στο επίπεδο της μονάδας. Βασικό είναι η λογιστική δουλειά να εμπεδώνεται στα δύο αυτά σημεία, στην επιχείρηση και στο υπουργείο. Τα βασικά μέσα και οι απογραφές πρέπει να ελέγχονται στο κεντρικό επίπεδο, έτσι ώστε οι πόροι που για τον α΄ ή β΄ λόγο παραμένουν ακινητοποιημένοι σε μερικές μονάδες να μπορούν να μετατοπίζονται εύκολα σε ολόκληρο το σύνολο των μονάδων, από τη μια μονάδα στην άλλη. Το υπουργείο έχει επίσης το δικαίωμα να μετατοπίσει τα βασικά μέσα ανάμεσα στις διάφορες επιχειρήσεις. Τα αποθέματα δεν έχουν χαρακτήρα αγοράς. Χρησιμοποιείται απλά το σύστημα των αντίστοιχων εγγραφών στα βιβλία, αυξάνοντας το ένα μέρος και μειώνοντας το άλλο. Ενα τμήμα της παραγωγής παραδίνεται άμεσα στον πληθυσμό από το MINCIN, ενώ το υπόλοιπο δίνεται στις παραγωγικές μονάδες άλλου τύπου για τις οποίες τα προϊόντα μας είναι ενδιάμεσα προϊόντα.

Η βασική μας ιδέα είναι ότι σε ολόκληρη αυτή τη διαδικασία το προϊόν παίρνει αξία από την εργασία που ασκείται πάνω του, αλλά ότι δε χρειαζόμαστε την ύπαρξη σχέσεων αγοράς ανάμεσα στις επιχειρήσεις. Οι συμβάσεις προμηθειών και οι αντίστοιχες παραγγελίες ή η απόδειξη που δίνεται σε όποια στιγμή χρειαστεί, σημαίνουν ότι το καθήκον της παραγωγής και της προμήθειας αυτού ή του άλλου προϊόντος εκπληρώθηκε. Η αποδοχή ενός προϊόντος από μέρους μιας επιχείρησης θα σημαίνει (αυτή τη στιγμή είναι κάπως ιδεατό αυτό, πρέπει να το παραδεχθούμε) και αποδοχή της ποιότητας του προϊόντος. Αυτό γίνεται εμπόρευμα, αλλάζοντας νομικά κάτοχο και μπαίνοντας στην ατομική κατανάλωση. Τα μέσα παραγωγής για άλλες επιχειρήσεις δεν αποτελούν εμπορεύματα, αλλά πρέπει να αξιολογούνται σύμφωνα με τους δείκτες που προτείναμε παραπάνω, σε σχέση με την αναγκαία εργασία και το κριτήριο που προορίζεται για την κατανάλωση για να μπορέσουμε να δώσουμε μια τιμή στο βασικό μέσο παραγωγής ή τη συγκεκριμένη πρώτη ύλη.

Ποιότητα, ποσότητα και επιλογή πρέπει να ακολουθούν τριμηνιαία πλάνα. Στη μονάδα είναι η μονάδα που θα πληρώνει άμεσα στους εργάτες το μισθό τους σύμφωνα με τα κριτήρια παραγωγής. Μένει ένα πρόβλημα με το οποίο δεν ασχοληθήκαμε ακόμα: Η μορφή της αμοιβής του συνόλου μιας παραγωγικής μονάδας με δράση ιδιαίτερα λαμπρή ή πιο λαμπρή από το μέσο όρο, στο σύνολο της οικονομίας και το πρόβλημα αν πρέπει ή όχι να τιμωρήσουμε εκείνα τα εργοστάσια που δε στάθηκαν ικανά να παίξουν σωστά το ρόλο τους.

Η ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ

Τι συμβαίνει σήμερα; Πρώτ’ απ’ όλα το εργοστάσιο ποτέ δεν είναι σίγουρο για το ότι οι προμήθειες που θα του γίνουν θα είναι σύμφωνες με τις προβλέψεις όσον αφορά τη μορφή και το χρόνο. Ετσι δεν μπορεί να πιάσει τα πλάνα παραγωγής του. Χειρότερο όμως είναι ότι δέχεται σε πολλές περιπτώσεις πρώτες ύλες που αντιστοιχούν σε μια διαφορετική τεχνολογία και έτσι υποχρεώνεται να κάνει τεχνολογικές αλλαγές. Αυτό επηρεάζει το άμεσο κόστος παραγωγής, την ποσότητα εργασίας, σε ορισμένες περιπτώσεις και τις επενδύσεις και συχνά αυτό διαλύει όλο το σχέδιο, έτσι ώστε να είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε συχνές αλλαγές.

Μέχρι τώρα σε υπουργικό επίπεδο δεν μπορούσαμε παρά να είμαστε απλώς παρατηρητές όλων αυτών των ανωμαλιών, τις καταγράφαμε, αλλά τώρα μπαίνουμε στη φάση όπου θα μπορούμε να επιδράσουμε πάνω σε συγκεκριμένες κατηγορίες του πλάνου ή τουλάχιστον θα μπορούμε να απαιτούμε την πρόβλεψη της κάθε διαστρέβλωσης με λογιστική ή μαθηματική μορφή, ώστε να μπορέσουμε σε συνέχεια να την ελέγξουμε. Οι αυτόματοι μηχανισμοί που είναι απαραίτητοι για τη γρήγορη διεκπεραίωση όλων των ελέγχων και για την ανάλυση των δεικτών δεν υπάρχουν ακόμη, ούτε μια επαρκής ικανότητα ανάλυσης ούτε η επαρκής ικανότητα συγκέντρωσης δεικτών ή σωστών στοιχείων για να τα ερμηνεύουμε.

Οι επιχειρήσεις συνδέονται άμεσα με τις βιομηχανικές μονάδες τους, άλλοτε με τηλέφωνα ή με τηλέγραφο και άλλοτε με επαρχιακό εκπρόσωπο. Σε άλλες περιπτώσεις τον έλεγχο ασκούν αντιπροσωπείες του υπουργείου. Στις κοινότητες ή στα οικονομικοπολιτικά κέντρα του τύπου αυτού λειτουργούν τα λεγόμενα CILOS που δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια σύσκεψη διοικητών μονάδων, που βρίσκονται κοντά η μία στην άλλη και που έχουν την ευθύνη να αναλύουν τα προβλήματά τους και να παίρνουν αποφάσεις σχετικά με μικρές αμοιβαίες βοήθειες, που η γραφειοκρατική διαδικασία μέσα από όλα τα κανάλια θα έπαιρνε πολύ χρόνο. Σε μερικές περιπτώσεις έχουν τη δυνατότητα να δανείζουν βασικά μέσα, αλλά πάντα αφού συμβουλευτούν την αντίστοιχη επιχείρηση πριν από κάθε οριστική μετατόπιση.

Τις πρώτες μέρες κάθε μήνα το υπουργείο παραλαμβάνει τις στατιστικές παραγωγής. Αναλύονται στο υψηλότερο επίπεδο και παίρνονται βασικά μέτρα για τη διόρθωση των σφαλμάτων. Τις μέρες που ακολουθούν φτάνουν ακόμη περισσότερο επεξεργασμένες στατιστικές που επιτρέπουν πάλι να παρθούν, σε διάφορα επίπεδα, συγκεκριμένα μέτρα για την επίλυση των προβλημάτων.

Ποιες είναι οι βασικές αδυναμίες του συστήματος; Πιστεύουμε ότι πάνω απ’ όλες είναι η έλλειψη ωριμότητας. Υστερα έρχεται η έλλειψη πραγματικά κατάλληλων στελεχών σε όλα τα επίπεδα. Επειτα η απουσία μιας ολοκληρωμένης πληροφόρησης πάνω σε ολόκληρο το σύστημα και τους μηχανισμούς του που θα επέτρεπε στους ανθρώπους να το κατανοήσουν καλύτερα. Πρέπει να αναφέρουμε ακόμη και την απουσία ενός κεντρικού μηχανισμού σχεδιασμού που να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο και με μια απόλυτη ιεραρχία, πράγμα που θα διευκόλυνε την εργασία. Θα σημειώσουμε ακόμα την ανεπάρκεια υλικού, την ανεπάρκεια μεταφορικών μέσων που μας υποχρεώνουν σε μερικές περιπτώσεις να συσσωρεύουμε προϊόντα και σε άλλες μας εμποδίζουν να παράγουμε. Την ανεπάρκεια ακόμη σε ολόκληρο το μηχανισμό ελέγχου ποιότητας και στις σχέσεις με τους οργανισμούς διανομής (που θα έπρεπε να είναι στενότατες, αρμονικότατες και πολύ ξεκάθαρες), ιδιαίτερα με την MINCΙΝ, καθώς και στις σχέσεις με κάποιους διοικητικούς οργανισμούς, ιδιαίτερα τη ΜΙΝCEX (Υπουργείο Εξωτερικού Εμπορίου) και την INRA (Ινστιτούτο Αγροτικής Μεταρρύθμισης). Είναι δύσκολο ακόμα να εξακριβώσουμε ποιες ελλείψεις οφείλονται σε εγγενείς αδυναμίες του συστήματος και ποιες οφείλονται ουσιαστικά στο τωρινό οργανωτικό μας επίπεδο.

Σήμερα ούτε στο εργοστάσιο ούτε στην επιχείρηση υπάρχει υλικό κίνητρο συλλογικού τύπου. Η έλλειψη αυτή δεν οφείλεται σε μια κεντρική αντίληψη ολόκληρου του σχήματος, αλλά στο γεγονός ότι δεν έχουμε ακόμα φτάσει στο απαιτούμενο οργανωτικό επίπεδο για να μπορέσουμε να το εφαρμόσουμε πάνω σε βάσεις που δε θα είναι πια η απλή εκπλήρωση ή υπερεκπλήρωση των κυριότερων πλάνων της επιχείρησης, για τους λόγους που ήδη υποδείξαμε παραπάνω.

Υποστηρίζεται ότι υπάρχει στο σύστημα μια τάση προς το γραφειοκρατισμό. Ενα από τα σημεία στα οποία θα πρέπει σταθερά να επιμένουμε είναι η ορθολογικοποίηση ολόκληρου του διοικητικού μηχανισμού, ώστε να είναι όσο το δυνατό μικρότερος. Από τη σκοπιά της αντικειμενικής ανάλυσης είναι φανερό ότι όσο περισσότερο θα συγκεντροποιούνται οι λειτουργίες καταγραφής και ελέγχου των επιχειρήσεων ή των παραγωγικών μονάδων, τόσο λιγότερη γραφειοκρατία θα υπάρχει, έτσι ώστε αν όλες οι επιχειρήσεις μπορούσαν να έχουν τους διοικητικούς τομείς τους συγκεντροποιημένους, ο μηχανισμός τους θα περιοριζόταν στο μικρό διευθυντικό πυρήνα της μονάδας και σε αυτόν που θα είχε την αποστολή της συλλογής των πληροφοριών και της μετάδοσής τους στο κέντρο.

Αυτή τη στιγμή αυτό είναι αδύνατο, αλλά πρέπει να πάμε στη δημιουργία μονάδων του καλύτερου δυνατού μεγέθους, πράγμα που διευκολύνεται πολύ από το σύστημα με την καθιέρωση της νόρμας εργασίας και με ένα μονάχα τύπο καθορισμού του μισθού, ώστε να σταματήσουν οι στενές ιδέες σχετικά με την επιχείρηση σαν κέντρο δράσης του ατόμου και πάμε περισσότερο προς την κοινωνία στο σύνολό της.

ΓΕΝΙΚΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Κατά τη γνώμη μας αυτό το σύστημα παρουσιάζει τα ακόλουθα πλεονεκτήματα:

1. Προσαρμοζόμενο προς τη συγκεντροποίηση, τείνει ταυτόχρονα προς μια ορθολογικότερη χρησιμοποίηση των εθνικού χαρακτήρα αποθεμάτων.

2. Τείνει προς μια μεγαλύτερη ορθολογικοποίηση ολόκληρου του κρατικού διοικητικού μηχανισμού.

3. Η ίδια αυτή τάση προς τη συγκεντροποίηση υποχρεώνει στη δημιουργία μεγαλύτερων μονάδων, μέσα στα κατάλληλα όρια, με αποτέλεσμα την εξοικονόμηση εργατικής δύναμης και την αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων.

4. Ενσωματωμένο σε έναν ενιαίο μηχανισμό με νόρμες, μετατρέπει ολόκληρο το υπουργείο στη μία περίπτωση και όλα τα υπουργεία – αν είναι δυνατό – σε μία και μόνη μεγάλη κρατική επιχείρηση, όπου μπορούμε να περνάμε από το ένα μέρος στο άλλο και ν’ ανεβαίνουμε σε χώρους και σε τομείς διαφορετικούς χωρίς να υπάρχουν προβλήματα μισθών, αλλά απλώς εκπληρώνοντας μια κλίμακα εθνικού τύπου.

5. Με οργανισμούς που παίρνουν κονδύλια από τον προϋπολογισμό μπορούμε να απλοποιήσουμε πολύ τον έλεγχο των επενδύσεων, που τη συγκεκριμένη εποπτεία τους θα την αναλάβει ο συμβαλλόμενος επενδυτής μαζί με το Υπουργείο Οικονομικών, δηλαδή η οικονομική εποπτεία του.

Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι έτσι δημιουργείται στον εργάτη σιγά-σιγά η γενική ιδέα της συνεργασίας ανάμεσα σε όλους, η ιδέα ότι ανήκει σε ένα μεγάλο σύνολο, το σύνολο του πληθυσμού της χώρας και η ανάπτυξη της συνείδησής του ότι έχει ένα κοινωνικό χρέος, παίρνει μια ώθηση.

Το ακόλουθο απόσπασμα του Μαρξ εκθέτει τη διαδικασία διαμόρφωσης των παραδόσεων εργασίας. Αν αφαιρέσουμε τους όρους που αφορούν το καπιταλιστικό καθεστώς μπορεί να μας χρησιμεύσει σαν σημείο αναφοράς για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

«Δεν φτάνει που οι όροι της εργασίας εμφανίζονται στον ένα πόλο σαν κεφάλαιο, ενώ στον αντίθετο πόλο υπάρχουν μόνο άνθρωποι που δεν έχουν τίποτα να πουλήσουν εκτός από την εργατική τους δύναμη. Δεν φτάνει επίσης που εξαναγκάζονται οι άνθρωποι να πουλούν θεληματικά τον εαυτό τους. Στην παραπέρα πορεία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής αναπτύσσεται μια εργατική τάξη, που από αγωγή, παράδοση και συνήθεια αναγνωρίζει σαν αυτονόητους φυσικούς νόμους τις απαιτήσεις του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Η οργάνωση του διαμορφωμένου κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής σπάει κάθε αντίσταση, η διαρκής δημιουργία ενός σχετικού υπερπληθυσμού κρατάει σε μια τροχιά, που ανταποκρίνεται στις ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου, το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας, επομένως και το μισθό εργασίας, ο βουβός εξαναγκασμός των οικονομικών σχέσεων επισφραγίζει την κυριαρχία του κεφαλαιοκράτη πάνω στον εργάτη. Είναι αλήθεια πως εξακολουθεί να χρησιμοποιείται εξωοικονομική άμεση βία, μόνο όμως σαν εξαίρεση. Για τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ο εργάτης μπορεί ν’ αφεθεί στην επενέργεια των «φυσικών νόμων της παραγωγής», δηλαδή στην εξάρτησή του από το κεφάλαιο, εξάρτηση που ξεπηδάει από τους ίδιους τους όρους της παραγωγής που την εγγυούνται και τη διαιωνίζουν»10.

Οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται και οι σχέσεις παραγωγής αλλάζουν. Τα πάντα περιμένουν την άμεση δράση του εργατικού κράτους πάνω στη συνείδηση.

Σχετικά με το υλικό συμφέρον, αυτό που θέλουμε να πετύχουμε με το σύστημα αυτό είναι ο μοχλός να μη μετατραπεί σε κάτι που να υποχρεώνει το άτομο, σαν τέτοιο ή ένα σύνολο ατόμων, να ανταγωνίζεται απελπισμένα άλλους για την εξασφάλιση καθορισμένων συνθηκών παραγωγής ή διανομής που να το τοποθετούν σε μια προνομιούχα θέση. Θέλουμε να διαμορφώσουμε έτσι τα πράγματα ώστε το κοινωνικό χρέος να είναι το βασικό σημείο στο οποίο στηρίζεται όλη η εργασιακή προσπάθεια του εργάτη. Πρέπει όμως να εποπτεύουμε την εργασία, έχοντας συνείδηση των αδυναμιών της, να ανταμείβουμε ή να τιμωρούμε εφαρμόζοντας υλικά κίνητρα ή φρένα ατομικού ή συλλογικού τύπου, ανάλογα με το αν ο εργάτης ή η παραγωγική μονάδα είναι ικανοί ή όχι να εκπληρώσουν το κοινωνικό τους καθήκον. Εξάλλου η επαγγελματική ικανότητα που είναι απαραίτητη για την άνοδο, αν μπορεί να εφαρμοστεί σε εθνική κλίμακα, προκαλεί μια γενική ροπή προς τη μελέτη σε ολόκληρη τη μάζα των εργαζομένων της χώρας. Μια τέτοια ικανότητα δε θα φρενάρεται από κανέναν ιδιαίτερο τοπικό περιορισμό, μια και ο χώρος εργασίας είναι ολόκληρη η χώρα και θα προκαλέσει με τη σειρά της μια πολύ ισχυρή τάση προς την τεχνική εμβάθυνση.

Πρέπει να θεωρήσουμε ακόμη ότι μπορούμε εύκολα να τραβήξουμε, μέσα από μια πολιτική επιχορηγήσεων, εργάτες – φοιτητές που ειδικεύονται για να περάσουν σε άλλες θέσεις εργασίας και να εξαλείψουμε σιγά-σιγά τις ζώνες εκείνες όπου η χειρωνακτική εργασία είναι μεγαλύτερη, για να δημιουργήσουμε εργοστάσια παραγωγικότερου τύπου, δηλαδή πιο πολύ σύμφωνα με την κεντρική ιδέα του περάσματος στον κομμουνισμό, στην κοινωνία της μεγάλης παραγωγής και της ικανοποίησης των βασικών αναγκών του ανθρώπου.

Μένει ακόμα να υπογραμμίσουμε το διαπαιδαγωγητικό ρόλο που θα πρέπει να παίξει το Κόμμα, ώστε το κέντρο εργασίας να μετατραπεί σε συλλογική έκφραση των επιθυμιών και των ανησυχιών των εργαζομένων και να γίνει ο χώρος όπου θα παίρνει σάρκα και οστά ο πόθος τους να υπηρετήσουν την κοινωνία.

Μπορούμε να φανταστούμε το κέντρο εργασίας να αποτελεί τη βάση του πολιτικού πυρήνα της μελλοντικής κοινωνίας, που με τις υποδείξεις της, περνώντας τις σε πολυπλοκότερους πολιτικούς οργανισμούς, θα δίνει στο Κόμμα και στην κυβέρνηση την ευκαιρία να παίρνουν βασικές αποφάσεις για την οικονομία και για την πνευματική ζωή του ατόμου.

10. Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 1978, τόμος 1, σελ. 762.

Βλέπε επίσης:

Τσε Γκεβάρα: κριτικές παρατηρήσεις στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ