1977: Η προσπάθεια αλλαγής του ωραρίου και οι αντιδράσεις των εμποροϋπαλλήλων

Apergia wrario

Το πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη» για την απεργία στις 28 Φλεβάρη 1977

Η επίθεση του κεφαλαίου στο ωράριο εργασίας των εμποροϋπαλλήλων πάει πολλές δεκαετίες πίσω. Εκφραση αυτής είναι και η προσπάθεια που ξετυλίχθηκε το 1977, από τους μεγαλοκαταστηματάρχες και την τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Βασικοί στόχοι ήταν η αποδέσμευση του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων από το ωράριο εργασίας των εμποροϋπαλλήλων και η εφαρμογή του ωρομισθίου.

Οι μεγαλοκαταστηματάρχες επεδίωκαν το ωράριο λειτουργίας να μην ταυτίζεται και να είναι μεγαλύτερο του ωραρίου εργασίας, ώστε στη συνέχεια να επιβάλουν στους εργαζόμενους την αλλαγή προς το χειρότερο των εργασιακών σχέσεων, μέσω της αύξησης των ωρών εργασίας, με τη μορφή της «μαύρης», ανασφάλιστης δουλειάς ή με τη μορφή της «νόμιμης», αλλά πιο φθηνής επιπλέον εργασίας. Ανοιγε και μ’ αυτόν τον τρόπο ο δρόμος για την καθιέρωση της μερικής απασχόλησης, που τότε ακόμα δεν υπήρχε.

Ερευνα του «Ριζοσπάστη» εκείνης της εποχής για το ωράριο των καταστημάτων σημείωνε τα εξής: «Τη δεκαετία του 1960 οι εμποροϋπάλληλοι κάνουν μια αγωνιστική προσπάθεια να πετύχουν 8ωρες δουλειά, 8 ώρες ανάπαυση, 8 ώρες ελεύθερο χρόνο, γιατί μπορεί τυπικά να δούλευαν 8 ώρες, αλλά με το διακεκομμένο ωράριο ήταν στο πόδι από τις 7 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ.

Σε ένα φυλλάδιο των «115» το 1965 αναφέρεται «(…) Η καθιέρωση του συνεχούς ωραρίου θα απαλλάξει τους υπαλλήλους των καταστημάτων από τη μεγάλη ταλαιπωρία της διπλής συγκοινωνίας, θα διευκολύνει τη δουλειά τους, θα τους επιτρέψει καλύτερη ανάπαυση…»

Στα 17 χρόνια που πέρασαν από το 1960 οι εργατοϋπάλληλοι κατάφεραν να επιβάλουν συνεχές ωράριο για μερικές ώρες τη βδομάδα. Αλλά το 48ωρο έμεινε 48ωρο (…) Η Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που υπογράφτηκε το 1975 προβλέπει 45ωρο, όμως όπως έδειξε η ίδια η ζωή αυτό δεν εφαρμόστηκε παρά μόνο σε μικρή έκταση, γενικά και ειδικά στο χώρο αυτό».

Ετσι, στα τέλη του 1976 επικρατούσε το εξής καθεστώς: Τυπικά το ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων ήταν 48 ώρες και το ωράριο εργασίας των υπαλλήλων 45 ώρες. Τρεις μέρες τη βδομάδα, το ωράριο λειτουργίας ήταν συνεχές, 8 π.μ. – 3 π.μ. και για τις υπόλοιπες τρεις ήταν διακεκομμένο, 8 π.μ. – 1.30 μ.μ. και 4.30 μ.μ. – 8 μ.μ.

Συνεχές ωράριο χωρίς αποδέσμευση

Στις συνθήκες αυτές, τα σωματεία των υπαλλήλων καταστημάτων κήρυξαν απεργία στα μέσα στου Δεκέμβρη του 1976, διεκδικώντας την καθιέρωση συνεχούς ωραρίου 42 ωρών τη βδομάδα, χωρίς αποδέσμευση από τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων.

Αρχικά, η πρόταση αυτή περιελάμβανε τέσσερις μέρες συνεχούς ωραρίου το πρωί και δύο μέρες συνεχούς ωραρίου το απόγευμα. Στη συνέχεια μετατρέπεται σε τέσσερις μέρες συνεχούς και δύο διακεκομμένο.

Το αίτημα των υπαλλήλων υποτίθεται ότι στήριζε και η ηγεσία της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδας (ΟΙΥΕ), η οποία όμως υπαναχώρησε τελικά και συμφώνησε με τους μεγαλοκαταστηματάρχες και την κυβέρνηση της ΝΔ τα εξής:

Να παραμείνει – επισημαίνει ο «Ριζοσπάστης» – «(τυπικά) 48ωρο για τη λειτουργία των καταστημάτων και 43ωρο (τυπικά) για απασχόληση υπαλλήλων. Οι ώρες λειτουργίας θα είναι από τις 9 το πρωί μέχρι τις 5.30 το απόγευμα, συνεχές εκτός Σαββάτου, που θα κλείνουν νωρίτερα. Δηλαδή θα καλύπτουν 5μισι ώρες».

Ο εργοδότης, όπως σημείωνε ο «Ριζοσπάστης», «θα καθορίζει δύο βάρδιες. Η μία θα αρχίζει από τις 9 π.μ. και θα τελειώνει στις 4.30 μ.μ. (7,5 ώρες) και η άλλη θα αρχίζεις στις 10 π.μ. και θα τελειώνει στις 5.30 μ.μ. (επίσης επτάμισι ώρες τυπικά)».

Ωστόσο «το σοβαρό πρόβλημα βρίσκεται στο αν πραγματικά θα δουλεύουν οι εργαζόμενοι έστω τις 43 ώρες που προβλέπει η «συμφωνία». Η πείρα από το 45ωρο της Σύμβασης, η διάρθρωση των επιχειρήσεων, οι μηχανισμοί «ελέγχου», η κατοχυρωμένη αυθαιρεσία, η δαμόκλειος σπάθη της απόλυσης κ.λπ. μας λένε ότι οι προϋποθέσεις που έχουν οι εργοδότες για καταστρατήγηση είναι αρκετές.

Σε αυτή τη μερική αποδέσμευση (…) βρίσκεται η μελετημένη ανωμαλία (…) Πέρα όμως από αυτό (…), με το ωράριο που προτείνουν οι παράγοντες αυτοί, ανοίγουν το δρόμο για την εφαρμογή του ωρομισθίου – αυτόν τον σοβαρό κίνδυνο για τους εργαζόμενους – που ήδη εδώ και κάμποσο καιρό το μελετούν οι βιομήχανοι».

Η απεργία που έγινε στις 16 Δεκέμβρη 1976 σε Αθήνα και Πειραιά, κρίθηκε επιτυχημένη, παρά την υπονομευτική στάση της ΟΙΥΕ. Στο πλάι των εργατοϋπαλλήλων στάθηκαν και οι μικρομεσαίοι καταστηματάρχες, αντιλαμβανόμενοι ότι οι στόχοι που εξυπηρετούσαν αυτοί οι σχεδιασμοί οδηγούσαν πολλούς απ’ αυτούς στο «λουκέτο».

Στο ρεπορτάζ για την απεργία ο «Ριζοσπάστης» ανέφερε: «Οι εμποροϋπάλληλοι και οι χαρτοϋπάλληλοι της Αθήνας, από νωρίς το πρωί, άρχισαν να συγκεντρώνονται έξω από τα γραφεία του Συλλόγου τους. Στις 8.30 το πρωί, πάνω από 4.000 απεργοί είχαν κατακλύσει το χώρο έξω από τα γραφεία του συλλόγου τους (…) μίλησε στους συγκεντρωμένους η πρόεδρος του Συλλόγου Ειρήνη Γιαννακακίδου που ανάμεσα στα άλλα, τόνισε τα εξής: «Με το ωράριο που θα εφαρμοστεί θα έχουν δικαίωμα οι εργοδότες να μας κρατάνε 48 ώρες με την προϋπόθεση ότι θα μας πληρώσουν με ωρομίσθιο. Η παραπέρα αποδέσμευση των ωρών λειτουργίας θα ανοίξει το δρόμο στο απαράδεκτο ωρομίσθιο και θα έχει επιπτώσεις οικονομικές και ασφαλιστικές δυσμενείς για τον κλάδο μας»».

Στις 22 Δεκέμβρη απεργούν, επίσης με επιτυχία, και οι εμποροϋπάλληλοι της Θεσσαλονίκης.

Οι σχεδιασμοί των μεγαλοκαταστηματαρχών

Στις 15 Γενάρη 1977, ο «Ριζοσπάστης» αποκάλυψε τα πρακτικά συνεδρίασης του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Λιανικών Πωλήσεων Ελλάδος (ΣΕΛΠΕ), που έγινε στις 21 Ιούλη 1975. Εγραφε η εφημερίδα:

«Στη συνεδρίαση παραβρέθηκαν:

Π. Λαμπρόπουλος, Ι. Μαρινόπουλος, Γ. Μειμαρίδης, Χ. Χρυσόπουλος, Ι. Γεωργακάς, Γ. Κατράντζος, Ε. Αποστολίδης, Ε. Παπαγιάννης, Γ. Βασιλόπουλος, Σ. Αθανασόγλου, Α. Καρβέλης, Α. Πετρίδης, Σ. Μοσχούτης, Π. Δράκος, Ι. Σκλαβενίτης, Π. Παρνασσάς, Σ. Τσιτσόπουλος».

Μεταξύ άλλων καταγράφεται στο πρακτικό:

«Περαιτέρω ο κ. Μαρινόπουλος αναφέρει ότι ο Σύλλογος προέβη σε ενέργειες κυρίως σχετικά με το ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων υποστηρίζοντας σε γενικές γραμμές και καταρχήν τα ακόλουθα:

α) αποκόλληση λειτουργίας καταστημάτων και απασχόλησης υπαλλήλων πωλήσεων

β) απασχόληση των υπαλλήλων εβδομαδιαίως 45 ώρες κατά ανώτατο όριο

γ) λειτουργία καταστημάτων για όλες τις μέρες της εβδομάδας από Δευτέρα μέχρι και Σάββατο και από ώρα 9.30 π.μ. μέχρι 7 μ.μ. Ετσι τα καταστήματα να λειτουργούν 9μιση ώρες ημερησίως και 57 εβδομαδιαίως.

(…) Στο σημείο αυτό ο κ. Κατράντζος προτείνει ο Σύνδεσμος να καταβάλλει παράλληλα προσπάθειες για θέσπιση του ωρομισθίου. Ο κ. Μειμαρίδης αναφέρει ότι ως ιδέα είναι σωστή αλλά νομίζει ότι θα συναντήσει ισχυρή αντίδραση από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις.

Ακολούθως ο κ. Λαμπρόπουλος λαμβάνει το λόγο και αφού αναφέρει τους κινδύνους που σχετίζονται με το ωρομίσθιο, λέει ότι από πλευράς τακτικής δεν θα πρέπει να επιμείνουμε προς το παρόν για την καθιέρωση του ωρομισθίου. Θα πρέπει, συνέχισε ο κ. Λαμπρόπουλος, να το επιδιώξουμε αργότερα για να μπορούμε προς το παρόν να επιτύχουμε την αποκόλληση και τη λειτουργία των καταστημάτων τουλάχιστον για 48 ώρες τη βδομάδα…».

Δοκιμαστική περίοδος εφαρμογής

Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα εφαρμόσει δοκιμαστικά το νέο ωράριο στις 24 Γενάρη 1977. Σε σύσκεψη που γίνεται με τη συμμετοχή δεκάδων σωματείων αποφασίζεται ότι την πρώτη μέρα δοκιμαστικής εφαρμογής θα κηρυχθεί απεργία. Η κυβέρνηση μετέθεσε την έναρξη στις 28 Φλεβάρη. Ημερομηνία λήξης της δοκιμαστικής περιόδου ορίστηκε η 15η Μάη.

Στις 16 Φλεβάρη η κυβέρνηση ψηφίζει το νόμο 549. Στο άρθρο 1 όριζε ότι κατά τη δοκιμαστική περίοδο ο υπουργός Εργασίας θα μπορεί να καθορίζει όπως αυτός θέλει το ωράριο λειτουργίας και εργασίας των καταστημάτων. Στις 17 Φλεβάρη έγινε μαζική γενική συνέλευση του Συλλόγου Εμποροϋπαλλήλων και παίρνουν απόφαση για νέα απεργία.

Στις 25 Φλεβάρη ο υπουργός Εργασίας Λάσκαρης ορίζει το νέο δοκιμαστικό ωράριο. Στην Αττική, το ωράριο λειτουργίας είναι 9 π.μ.- 5.30 μ.μ. τις καθημερινές και 9 π.μ. – 2.30 μ.μ. το Σάββατο. «Οι αποφάσεις αυτές – σχολίαζε ο «Ριζοσπάστης» – κατοχυρώνουν τη μερική αποδέσμευση του ωραρίου και «κρύβουν» τη γενικότερη πρόθεση κυβέρνησης και μεγαλοκαταστηματαρχών για την πλήρη αποδέσμευση και την επιβολή του αντεργατικού ωρομισθίου».

Στις 28 Φλεβάρη γίνεται η απεργία, την οποία στηρίζουν οργανώσεις των εμπόρων, όχι όμως η ΓΣΕΒΕΕ.

Στη 1 Μάρτη, ο πρωτοσέλιδος τίτλος του «Ριζοσπάστη» ήταν: «Νέκρωσε η αγορά Αθήνας και Πειραιά». Σε άλλο ρεπορτάζ αναφέρεται: «Ιδιωτικοί υπάλληλοι και μικρομεσαίοι καταστηματάρχες σαν ένας άνθρωπος αντιστάθηκαν στην εφαρμογή του νέου εξοντωτικού και απάνθρωπου ωραρίου, με 24ωρη απεργία οι πρώτοι και με το κλείσιμο των καταστημάτων τους οι δεύτεροι».

Συνέχεια των αντιδράσεων

Στις 6 Μάρτη ο «Ριζοσπάστης» αναλύοντας την προοπτική των αντεργατικών σχεδιασμών επισήμανε: «Είναι βέβαιο ότι δεν θα πληρώσουν (σ.σ. οι εργοδότες) για πολύ καιρό δεύτερη βάρδια για τις αποδεσμευμένες ώρες, αλλά θα επιδιώξουν με το ίδιο προσωπικό να κρατάνε ανοιχτά τα καταστήματα όλες τις ώρες (…) Αρχίζοντας να πληρώνουν ωρομίσθιο και όχι υπερωριακά την εργασία για τις αποδεσμευμένες ώρες, οι μεγαλοκαταστηματάρχες σκοπεύουν να επεκτείνουν για όλες τις ώρες τον τρόπο αυτό της αμοιβής».

Στις 21 Μάρτη γίνεται νέα κινητοποίηση. Η ΓΣΕΒΕΕ, κάτω από την πίεση, αποφάσισε ομόφωνα το κλείσιμο των καταστημάτων για τη μέρα εκείνη, ενώ ο Σύλλογος Εμποροϋπαλλήλων κάλεσε σε απεργία και συγκέντρωση στα γραφεία του. Και πάλι το ρεπορτάζ αναφέρει ότι «νέκρωσε» η αγορά σε όλη τη χώρα.

Στις 16 Μάη, που έχει πια τελειώσει η δοκιμαστική περίοδος, η κυβέρνηση επαναφέρει το παλιό ωράριο, αν και είχε δεσμευθεί ότι θα παραμείνουν οι 43 ώρες.

Οι υπάλληλοι προχωρούν σε νέα απεργία στις 8 Ιούνη 1977, απαιτώντας 43 ώρες εργασίας τη βδομάδα. Η απεργία γίνεται και πάλι με επιτυχία. Στις 9 Ιούνη ο «Ριζοσπάστης» σημείωνε ότι τα περισσότερα μεγάλα καταστήματα στην Αθήνα και τον Πειραιά ανακοίνωσαν στο προσωπικό τους ότι θα μειώσουν τις ώρες εργασίας στις 43, πως στη Χαλκίδα υπογράφτηκε συμφωνία για άμεση εφαρμογή των 43 ωρών και η Συντονιστική Επιτροπή Εμπορικών Συλλόγων ανακοίνωσε ότι δέχεται να εφαρμόσει το 43ωρο, ανεξάρτητα από το τι θα πουν οι νομάρχες.

Οπως είναι γνωστό, τριάντα χρόνια μετά, οι προσπάθειες των κυβερνήσεων και μεγαλοεπιχειρηματιών του κλάδου, όχι μόνο δεν έχουν σταματήσει, αλλά συνεχίζονται και σήμερα με μεγαλύτερη ένταση για πλήρη απελευθέρωση του ωραρίου και κατάργηση της Κυριακής αργίας…

Πηγή: Ριζοσπάστης, 18/6/2015

1 Δεκέμβρη 1960: Η απεργία των οικοδόμων που συγκλόνισε την Αθήνα και έσπασε τον φόβο της μετεμφυλιακής τρομοκρατίας

Οι οικοδόμοι στο γιαπί ψηφίζουν για κινητοποίηση ("Αυγή", 25/5/1963)

Οι οικοδόμοι στο γιαπί ψηφίζουν για κινητοποίηση («Αυγή», 25/5/1963)

1960. Το συνδικαλιστικό κίνημα λυμαίνονται οι εργατοπατέρες του κυβερνητικού συνδικαλισμού και όλα τα «σκιάζει η φοβέρα.» Το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι παράνομο, οι διώξεις αποτελούν καθημερινό φαινόμενο και η Ασφάλεια βρίσκεται παντού. Την ίδια περίοδο, οι πρώτοι απολυμένοι κομμουνιστές από τις εξορίες και τις φυλακές, καθώς και εκείνοι που δεν μπορούσαν να βρουν πουθενά αλλού εργασία λόγω των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, συγκροτούν στον σχετικά «ελεύθερο» κλάδο των οικοδόμων, μια σημαντική μαχητική-ριζοσπαστική μαγιά, που δεν αργεί να δώσει καρπούς…

Βρισκόμαστε στα τέλη του 1960 και οι  οικοδόμοι εμπαίζονται εδώ και καιρό από τους κρατούντες: οι διαμαρτυρίες τους απαντιόνταν με αόριστες υποσχέσεις, τα ψηφίσματά τους κατέληγαν στα συρτάρια των «αρμοδίων» και τα προβλήματά τους παρέμεναν άλυτα. Σε μια δε από τις αλλεπάλληλες συναντήσεις της Επιτροπής με τον υπουργό Εργασίας, ο τελευταίος δεν δίστασε να χαρακτηρίσει προκλητικά τις απεργίες ως «νοσηρόν σύμπτωμα.» Ο κόμπος πια είχε φτάσει στο χτένι.[1]

Τέλη Νοέμβρη συνεδρίασε στο σπίτι του Κ. Τερζάκη η Παράνομη Κομματική Οργάνωση του ΚΚΕ, όπου, σύμφωνα με τον Κ. Μπουλντή (μέλος τότε της ΠΚΟ των Μπετατζήδων), «πάρθηκε η απόφαση οριστικά ότι η απεργία θα γίνει στις δύο πρώτες μέρες του Δεκέμβρη, αφού θα έχει ολοκληρωθεί [η προετοιμασία της] σε βάθος και πλάτος σ’ όλο το εργαζόμενο δυναμικό του οικοδομικού κλάδου. Ταυτόχρονα θα έχει ενημερωθεί και ο ελληνικός λαός. Ο χρόνος περνά γρήγορα. Τα αιτήματα των οικοδόμων σ’ όλο τον ελληνικό λαό με κάθε τρόπο γίνονται γνωστά. Δεν έμεινε χώρος που να μην έφτασε προκήρυξη των οικοδόμων με τα αιτήματά τους.»[2]

Η προκήρυξη της Συντονιστικής, που τυπώθηκε σε χιλιάδες αντίτυπα και διακινήθηκε από δεκάδες συνεργία σε κάθε χώρο δουλειάς και εργατογειτονιά της Αθήνας και του Πειραιά, έγραφε: «Συνάδελφοι, γνωρίζετε όλοι πολύ καλά ότι με τους αγώνες που πραγματοποιήσαμε και διεξαγάγαμε τόσον επιτυχώς δώσαμε στους κυβερνώντες να καταλάβουν ότι οι Οικοδόμοι δεν είναι δυνατόν να ανεχθούν και να καταπιούν καινούργιες κοροϊδίες. Και ότι είναι αποφασισμένοι να αγωνισθούν με ψυχή και καρδιά, ενωμένοι σαν ένας άνθρωπος και σε απέραντη και ατράνταχτη στρατιά για την λύση των προβλημάτων που τους απασχολούν…Μόνο με τον αγώνα μας θα κερδίσουμε εκείνα που μας στερούνε.»[3]

«Ετοιμάζεται η μεγάλη, η ηρωική και ιστορική απεργία των Οικοδόμων», αναφέρει στη μαρτυρία του ο Δ. Πατρέλης (τότε Πρόεδρος των Κτιστών Αθήνας), «που θα μείνει μεγαλύτερος σταθμός στην ιστορία του κινήματος. Πιάτσες, συνοικίες, γιαπιά, σωματεία σ’ όλη τη χώρα κινητοποιούνται για μια σκληρή πάλη. Αλλιώς τα προβλήματα δεν πρόκειται να λυθούν. Οι αρμόδιοι, δεν μας υπολογίζουν. Στις επαφές που έχουμε μας κοροϊδεύουν φανερά. Παίζουν με τη δυστυχία χιλιάδων ανθρώπων…Στη βάση όλοι οι Οικοδόμοι από μέρα σε μέρα ενώνονται. Από την ύπαιθρο, από μικρά και μεγάλα σωματεία, από Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Μυτιλήνη, Κρήτη, Λάρισα κλπ. φτάνουν αντιπρόσωποι στην Αθήνα, εξουσιοδοτημένοι από τις οργανώσεις τους να ζητήσουν άμεσα αγώνα του κλάδου. Πολλοί ενισχύουν κατά δύναμη και οικονομικά. Χρειάζονται τεράστια έξοδα τα οποία θα βγουν από μας. Υπάρχουν Οικοδόμοι που διαθέτουν το μεροκάματό τους. Άλλοι μπροστάρηδες, τρέχουν μέρες στις οικοδομές για να ενημερώσουν τους συναδέλφους τους.

Ο Λυκιαρδόπουλος και ο Αντωνάτος βρίσκονται σε δύσκολη θέση. Μένουν γυμνοί. Το σκέπτονται. Ή μέσα στο χορό για να μην χρεοκοπήσουν ολοκληρωτικά ή έξω από τον χορό για να σώσουν την εθνικοφροσύνη τους…Η απεργία έχει προγραμματιστεί για την 1η του Δεκέμβρη 1960 μαζί με την Ομοσπονδία. Ο αγώνας γίνεται από κοινού. Το βάρος, όμως, το σηκώνουμε εμείς. Η Ομοσπονδία στην Αθήνα είναι με πολύ λίγες δυνάμεις. Υπάρχουν όμως συντηρητικοί, ανοργάνωτοι Οικοδόμοι, που θα πάρουν μέρος στην απεργία και τη συγκέντρωση πιο άφοβα. Εμάς μας φοβούνται. Είμαστε αριστεροί συκοφαντημένοι εδώ και πολλά χρόνια. Τώρα είναι μαζί και η Ομοσπονδία που είναι δεξιά. Πρέπει να κατέβουν όλοι στο πεζοδρόμιο.»[4]

Η μεγάλη απεργιακή συγκέντρωση των οικοδόμων στο ΕΚΑ

Η μεγάλη απεργιακή συγκέντρωση των οικοδόμων στο ΕΚΑ

Και πράγματι, την ημέρα της απεργίας 15.000 οικοδόμοι κατέκλυσαν το ΕΚΑ δίνοντας το μαχητικό παρόν στην απεργιακή συγκέντρωση.[5] «Από τις 8 το πρωί οι απεργοί οικοδόμοι συρρέουν από όλους τους δρόμους προς το Εργατικό Κέντρο Αθηνών. Μέσα σε λίγη ώρα ολόκληρη η περιοχή από την πλατεία Κουμουνδούρου μέχρι την οδόν Ζήνωνος έχει κατακλυσθεί από απεργούς. Μια πραγματική ανθρωποθάλασσα που πάλλεται από ενθουσιασμό για την απόλυτη επιτυχία της απεργίας. Από τα μεγάφωνα του Εργατικού Κέντρου ανακοινώνεται ότι σ’ ολόκληρη την Ελλάδα η απεργία εσημείωσε τεράστια επιτυχία και ότι σε όλα τα Εργατικά Κέντρα της χώρας πραγματοποιούνται την ίδια στιγμή μεγαλειώδεις πανοικοδομικές συγκεντρώσεις. Για την απεργία στην Αθήνα γίνεται γνωστό ότι όλα τα γιαπιά έχουν νεκρωθεί και ότι αστυνομικές δυνάμεις απεστάλησαν σ’ όλες τις μεγάλες οικοδομές. Αγανάκτηση προκάλεσε στους συγκεντρωμένους η είδησις ότι η αστυνομία το πρωί διενήργησε συλλήψεις απεργών οι οποίοι κρατούνται σε διάφορα αστυνομικά τμήματα…

Η αστυνομία βρίσκεται από το πρωί σε πρωτοφανή κινητοποίηση. Σ’ όλους τους δρόμους γύρω από το Εργατικό Κέντρο έχουν εγκατασταθεί μεγάλες ομάδες αστυφυλάκων εν στολή. Ομάδες επίσης αστυνομικών έχουν λάβει θέσεις μέχρι την Ομόνοια, ενώ αστυνομικά αυτοκίνητα πλήρη ανδρών σταθμεύουν σε διάφορα σημεία της περιοχής. Γενικά η συγκέντρωσις, πριν ακόμη αρχίσουν οι ομιλίες ήταν ασφυκτικά πολιορκημένη από ζώνες αστυνομικών…»[6]

«Κατέβηκα στο ΕΚΑ», θυμάται ο Δ. Πατρέλης, «κι οι Οικοδόμοι είχαν κιόλας γεμίσει τους γύρω δρόμους. Μέσα στα σωματεία πατείς με-πατώ σε. Άλλοι γράφονταν σαν καινούργια μέλη κι άλλοι πλήρωναν συνδρομές. Τα μεγάφωνα είχαν στηθεί στους γύρω δρόμους. Το μικρόφωνο βρίσκονταν στο πρώτο πάτωμα του κτιρίου. Ο Λυκιαρδόπουλος βρίσκονταν εκεί και κουβέντιαζε με στελέχη του ΕΚΑ…Γύρω-γύρω, τριγύριζαν αξιωματούχοι της Συνδικαλιστικής Ασφάλειας, με τους κατώτερούς τους. Ανήσυχοι όλοι αυτοί οι κύριοι, για τις χιλιάδες των Οικοδόμων που έρχονταν σαν ποτάμια απ’ όλους τους δρόμους…Ο Λυκιαρδόπουλος θα μιλούσε από μέρους της Ομοσπονδίας, πρώτος. Μόλις πήρε το μικρόφωνο στο χέρι και φάνηκε στο παράθυρο, ακούστηκαν λίγα χειροκροτήματα. Όταν άρχισε να μιλάει περί υπουργού, περί υποσχέσεων αρμοδίων υπηρεσιών και ‘περί καλής θελήσεως’, για τους σκληρούς αγώνες της Ομοσπονδίας, άρχισαν από κάτω να τον γιουχαΐζουν. Του φώναζαν ‘έμπα μέσα προδότη’, ‘φύγε εργατοπατέρα’, ‘να βγει η Συντονιστική να μας μιλήσει’. Κρύος ιδρώτας τους έκοψε όλους.»[7]

Αφού ολοκληρώθηκαν οι ομιλίες, «μέσα σε θύελλα χειροκροτημάτων και εκδηλώσεων εγκρίνεται ψήφισμα για την αθέτηση των ρητών υποσχέσεων του κ. Δημητράτου και ζητείται η άμεση επίλυσις των εκκρεμών αιτημάτων του κλάδου. Η επιτροπή των εκπροσώπων των οικοδομικών οργανώσεων Αθηνών-Πειραιώς-Ελευσίνος αναχωρεί για να επιδώσει το ψήφισμα στον υπουργό Εργασίας. Την στιγμή ακριβώς αυτή οι αστυνομικοί που βρίσκονται στην οδό Κολωνού και Αγησιλάου βγάζουν ως εκ συνθήματος τα κλομπς και εφορμούν εναντίον της συγκεντρώσεως κτυπώντας ανηλεώς τους απεργούς. Επακολουθούν σκηνές πρωτοφανούς αγριότητος. Οι απεργοί πέφτουν αναίσθητοι από τα κτυπήματα των κλομπς, ποδοπατούνται από τους αστυνομικούς, ενώ άλλων απεργών τους στρίβουν τα χέρια, τους ακινητοποιούν και τους χτυπούν στο πρόσωπο, στο στομάχι, στην κοιλιά. Οι απεργοί υποχωρούν προς το κτίριο του Εργατικού Κέντρου, ενώ χάμω στον δρόμο σφαδάζουν τραυματίαι οικοδόμοι καταματωμένοι, με σπασμένα κεφάλια και σχισμένα πρόσωπα.

Η εντελώς απρόκλητη αυτή επίθεσις των αστυνομικών εναντίον ενός πλήθους που διαδήλωνε ειρηνικά την αγανάκτησή του για τον εμπαιγμό που υφίσταται, προκαλεί φοβερή οργή. Γυναίκες που από τα παράθυρα των γύρω σπιτιών παρακολουθούν τις σκηνές φωνάζουν: ‘Χειρότερα από τους Γερμανούς’! Ενώ η επίθεσις των αστυνομικών συνεχίζεται εναντίον των εργατών που κουβαλούν στους ώμους τους τραυματισμένους συναδέλφους τους, η μάζα των απεργών ανασυντάσσεται μπροστά στο Εργατικό Κέντρο και όταν οι αστυνομικοί επιτίθενται εκ νέου για να τους διαλύσουν οι οικοδόμοι αμύνονται απεγνωσμένα και προσπαθούν με τα σώματά των να συγκρατήσουν την επίθεση. Τα κτυπήματα με τα κλομπς δεν σταματούν ούτε στιγμή. Αστυνομικά αυτοκίνητα σφυρίζοντας δαιμονισμένα φθάνουν στον τόπο των επεισοδίων και αδειάζουν συνεχώς αστυνομικούς. Στην οδόν Πειραιώς, στο ύψος της πλατείας Ωδείου, καταφθάνουν μεγάλα στρατιωτικά αυτοκίνητα γεμάτα στρατό. Οι στρατιώτες κατέρχονται και προχωρούν με τα όπλα προταγμένα και σε σχηματισμό μάχης…

Από το πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ της "Αυγής" την επόμενη μέρα (1)

Από το πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ της «Αυγής» την επόμενη μέρα (1)

Σε μια στιγμή ακούγονται πυροβολισμοί από την πλευρά της οδού Πειραιώς και η κραυγή των υποχωρούντων απεργών ‘μας σκοτώνουν’, ‘ρίχνουν στο ψαχνό’. Η αγανάκτησις φθάνει στο αποκορύφωμά της. Οι οικοδόμοι αρπάζουν τα ξύλα που βρίσκουν μέσα σε μια αποθήκη της οδού Αγησίλαου, ξηλώνουν τις πλάκες των πεζοδρομίων και ετοιμάζονται να αμυνθούν ενεργητικά υπερασπιζόμενοι τη ζωή τους…Οι αστυνομικοί επιχειρούν νέα, βιαιότερη επίθεση. Αυτή την φορά οι δυνάμεις των αστυνομικών αποκρούονται από τους οικοδόμους. Πέφτουν οι πρώτες πέτρες και οι αστυνομικοί οπισθοχωρούν προσπαθώντας να καλυφθούν στις παρόδους της οδού Αγησιλάου η οποία καταλαμβάνεται και πάλι από τους απεργούς. Σε λίγο όμως και ενώ στο μεταξύ έχουν καταφθάσει ενισχύσεις η αστυνομία εκ νέου εφορμά.

Οι απεργοί καλυπτόμενοι πίσω από τα αυτοκίνητα Ι.Χ. που βρίσκονται στην οδό Αγησιλάου ρίχνουν πέτρες και τούβλα κατά των επιτιθέμενων. Οι αστυνομικοί φθάνουν μέχρι τα αυτοκίνητα αλλά είναι αδύνατον να προχωρήσουν. Τώρα αρπάζουν και αυτοί από χάμω πέτρες και τις ρίχνουν κατά των απεργών. Ένας φοβερός πετροπόλεμος αρχίζει. Ισχυρή αστυνομική δύναμις επιτίθεται από την οδό Βούλγαρη και κόβει τους απεργούς σε δύο τμήματα. Νέα μεγάλη μάχη αρχίζει. Οι αστυνομικοί απωθούν τους οικοδόμους κάτω από το Εργατικό Κέντρο. Στο μεταξύ από την πλευρά της οδού Κολοκυνθούς εκδηλώνεται άλλη επίθεσις των αστυνομικών οι οποίοι φορούν κράνη και αντιασφυξιογόνες προσωπίδες. Ένας αστυνόμος βγάζει το περίστροφό του και πυροβολεί. Ένας νέος εργάτης πέφτει αιμόφυρτος. Η επίθεσις των αστυνομικών συνεχίζεται και στις δύο πλευρές. Βροχή από πέτρες εξαπολύεται και από τις δύο πλευρές. Μεταξύ των απεργών και των αστυνομικών έχει τώρα δημιουργηθεί μια ‘νεκρή ζώνη.’ Στην οδό Κεραμικού αστυφύλακες σπάζουν και αυτοί πλάκες των πεζοδρομίων και εφοδιάζουν τους συναδέλφους τους.

Σε μια στιγμή πλάι στα αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα ξεπηδά μια λουρίδα φωτιάς. ‘Δακρυγόνα’!…Η φωτιά από τα δακρυγόνα μεταδίδεται στην βενζίνη που έχει χυθεί από ένα αναποδογυρισμένο αυτοκίνητο το οποίο αναφλέγεται.

Οι υποχωρούντες απεργοί επιδιώκουν να φθάσουν στο κτίριο του ΕΚΑ. Στην ‘μάχη’ που εξακολουθεί οι αστυνομικοί τρέπονται εις φυγήν αφήνοντας την οδό Αγησιλάου ελεύθερη. Ο δρόμος παρουσιάζει ένα άγριο θέαμα καθώς είναι καλυμμένος από πέτρες, φέιγ-βολάν, από αίματα και από καπέλα αστυφυλάκων και αστυνόμων που τα εγκατέλειψαν κατά την φυγήν των. Το πανδαιμόνιο που κάνουν οι σειρήνες των αστυνομικών αυτοκινήτων, των πυροσβεστικών αντλιών και των ασθενοφόρων αυτοκινήτων που αρχίζουν να καταφθάνουν, οι κραυγές διαμαρτυρίας των απεργών, οι οιμωγές των τραυματισμένων δημιουργούν μια εφιαλτική ατμόσφαιρα.»[8]

Από το πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ της "Αυγής" την επόμενη μέρα (2)

Από το πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ της «Αυγής» την επόμενη μέρα (2)

Ακολούθησε μια σχετική ηρεμία. Κατόπιν, έφθασε στο Εργατικό Κέντρο ο Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών Θ. Ρακιτζής, οποίος, επανειλημμένα και «στο λόγο της τιμής του», διαβεβαίωσε τα μέλη της Συντονιστικής πως, αν διαλύονταν «ησύχως», κανείς απεργός δεν θα συλλαμβάνονταν. Όντως, οι αστυνομικές δυνάμεις απομακρύνθηκαν και οι πόρτες του ΕΚΑ άνοιξαν. Ωστόσο, «απ’ όσους φεύγανε κάνανε αρκετές συλλήψεις. Ο Δ/ντης της αστυνομίας δεν κράτησε το λόγο της τιμής του.»[9]

Ο απολογισμός της κατασταλτικής μανίας του αστικού κράτους: 173 συλλήψεις και 66 τραυματίες (3 από σφαίρες). «Για πρώτη φορά στην Ελλάδα εχρησιμοποιήθησαν καπνογόνες και δακρυγόνες βόμβες.» Στη διάρκεια των συγκρούσεων τραυματίστηκαν επίσης 55 αστυνομικοί, τους οποίους επισκέφτηκε στο νοσοκομείο ο ίδιος ο Διάδοχος του Θρόνου Κωνσταντίνος δηλώνοντας «ικανοποιημένος» με «τον τρόπον με τον οποίον αντιμετώπισε τους διαδηλωτάς η αστυνομία.»[10]

Σύσσωμος ο αστικός κόσμος ξεσπάθωσε κατά των οικοδόμων. Ο υπουργός Εργασίας Α. Δημητράτος απέδωσε την αποκλειστική ευθύνη των γεγονότων –σε ποιους άλλους;- στους απεργούς, «οι οποίοι κατευθύνονται από γνωστά κομμουνιστικά στοιχεία.» «Απείλησε» δε πως «δεν θα ανεχθεί ‘έκνομους ενέργειας’ και ‘κομμουνιστικήν δράσιν’ στα συνδικάτα.»[11] Στον ίδιο τόνο, ο υφυπουργός Εσωτερικών Ε. Καλαντζής, έκανε λόγο για «κομμουνιστές εγκληματίες, οι οποίοι εις πάσαν ευκαιρίαν επιζητούν την αιματοχυσίαν», «προειδοποιώντας» και αυτός με τη σειρά του πως «πάσα παρόμοια επαναστατική ενέργεια θα αντιμετωπισθεί με την μεγίστην αυστηρότητα», προκειμένου να «προστατευθεί η γαλήνη του λαού» και να «παταχθεί η κομμουνιστική εγκληματικότητα.»[12]

«Οι κομμουνισταί προεκάλεσαν χθες αιματηράς ταραχάς εις Αθήνας», έγραφε στις 2/12 η Καθημερινή. «Ουδεμία επιτρέπεται αμφιβολία ότι αι σκηναί υπεκινήθηκαν και οργανώθησαν υπό των κομμουνιστών, οι οποίοι έρριψαν εις την ‘μάχην’ επίλεκτα στελέχη των.» «Τα αιματηρά γεγονότα», διάβαζε αντίστοιχα ο τίτλος του ρεπορτάζ της Βραδυνής, «είχον προετοιμασθή υπό των ερυθρών. Ομάδες του σκληρού πυρήνος ενήργησαν αλλεπάλληλους επιθέσεις κατά αστυνομικών. Αφήρεσαν και τα περίστροφα τραυματιών.» «Πρόκειται περί καθαρώς κομμουνιστικής προκλήσεως», μετέδιδε από τη μεριά του ο ραδιοσταθμός της Θεσσαλονίκης, «αποσκοπούσα εις την δημιουργία χάους, εις εφαρμογήν γενικότερου σχεδίου κινητοποιήσεως των επαναστατικών δυνάμεων της διεθνούς μονάδος κρούσεως…Με τις αιματηρές συγκρούσεις των Αθηνών, ξαναζωντανεύουν στη μνήμη όλων στιγμές φρίκης [σ.σ. αναφέρεται στο Δεκέμβρη του 1944]…Υπάρχουν δυστυχώς αφελείς που πίπτουν θύματα της κομμουνιστικής δημαγωγίας.»[13]

Στο «χορό» των αντικομμουνιστικών δηλώσεων μπήκε επίσης το ΕΚΑ, καταγγέλλοντας τον «κομμουνισμό» που «δια των πρακτόρων του, ως εις την περίπτωσιν των χθεσινών αιματηρών γεγονότων, διεδραμάτισε τον εγκληματικόν ρόλον του.» Αλλά και ο Π. Αντωνάτος (Γ.Γ. της ΟΟΕ), ο οποίος, σε σχετική του ανακοίνωση τόνιζε: «Η Ομοσπονδία Οικοδόμων Ελλάδος μετ’ αγανακτήσεως και αποτροπιασμού καταγγέλλει εις την κοινήν γνώμην τας δολοφονικάς αυτάς μεθόδους του κομμουνιστικού κόμματος και εκφράζει βαθυτάτην θλίψιν, διότι οι ίδιοι άνθρωποι έγιναν αφορμή να χυθή δια μίαν ακόμη φοράν αίμα αδελφικόν.»[14]

Η απεργία των οικοδόμων αποτέλεσε πεδίο αντιπαράθεσης και στη Βουλή. Απαντώντας στον Ι. Πασαλίδη (Πρόεδρο της ΕΔΑ) ο Κ. Καραμανλής (Πρωθυπουργός) τόνισε: «Είπατε ότι ο τόπος αιματοκυλείται. Σας λέγω ότι δεν αιματοκυλείται. Σεις προσπαθείτε να τον αιματοκυλήσετε.» Τα «οδοφράγματα», υπογράμμισε ο Ε. Καλαντζής, «μεταφέρουν την σκέψιν του θρησκευτικώς προσηλωμένου Ελληνικού λαού…εις άλλας περιόδους και εποχάς, αι οποίαι είναι εκείναι από τας οποίας εξεπορεύθη το πνεύμα της γενικής ανταρσίας κατά του νόμου και της συστηματικής υπονομεύσεως της αποστολής των οργάνων των Σωμάτων Ασφαλείας.» «‘Δεκέμβριος!’ αναφώνησε από τα έδρανα ένας βουλευτής που δεν καταγράφεται το όνομά του.» Ο Γ. Παπανδρέου υπογράμμισε πως «δια τας ευθύνας των γεγονότων…πρέπον είναι να αναμείνωμεν το πόρισμα της δικαιοσύνης», ωστόσο, «όσον αφορά άκραν αριστεράν είναι βεβαρημένον το ιστορικόν της και δεν είναι περίεργον αν μέχρι αποδείξεως την συνοδεύουν αι υποψίαι.» «Η δική σας ενοχή είναι βεβαία, όχι ύποπτος», του απάντησε ο Β. Εφραιμίδης (ΕΔΑ). «Δεν γνωρίζω αν αυτό ήτο ευφυές εκ μέρους της άκρας αριστεράς», αντέδρασε ο Γ. Παπανδρέου, «το να ομιλεί κατά τας ημέρας μάλιστα του Δεκεμβρίου περί δικών μου ευθυνών και ανυπαρξίας ιδικών της, είναι βαρυτάτη πρόκλησις.» «Τον Δεκέμβριον [σ.σ. του 1944]», επανήλθε ο Β. Εφραιμίδης, «τον επροκαλέσατε σεις.»[15]

Οι οικοδόμοι δεν πτοήθηκαν. Αργά το βράδυ τα σωματεία της Αθήνας και του Πειραιά αποφάσισαν νέα 24ωρη απεργία για την επόμενη μέρα. Στο πλευρό τους τάχθηκαν με ψηφίσματα και απεργίες αλληλεγγύης δεκάδες οργανώσεις: οι Τυπογράφοι, Μηχανουργοί, Υποδερματεργάτες και Λογιστές της Αθήνας, οι εργαζόμενοι στο Φωταέριο και την Ηλεκτρική Εταιρία Αθηνών-Πειραιώς, οι Οδηγοί και Εισπράκτορες Λεωφορείων, οι Λογιστές, Μηχανουργοί, Νοσηλευτές, Αρτεργάτες και Υαλουργοί του Πειραιά, κ.α.[16]

Από τη δεύτερη 24ωρη απεργία των οικοδόμων στην Αθήνα και τον Πειραιά στις 2 Δεκέμβρη ("Αυγή", 3/12/1960)

Από τη δεύτερη 24ωρη απεργία των οικοδόμων στην Αθήνα και τον Πειραιά στις 2 Δεκέμβρη («Αυγή», 3/12/1960)

Στις 2/12 «σαράντα πέντε χιλιάδες οικοδόμοι των δύο πόλεων [σ.σ. Αθήνας και Πειραιά] πήραν μέρος στην απεργία που απετέλεσε μια συγκλονιστική εκδήλωση αλληλεγγύης στα θύματα της άγριας επιθέσεως –συλληφθέντας και τραυματισθέντας- και μια αποστομωτική απάντησις στις σοφιστείες της κυβερνήσεως περί ‘υποκινητών’, ‘κομμουνιστικού δακτύλου’ κλπ. Η κυβέρνησις του μίσους εξαπέλυσε και πάλι χθες τις αστυνομικές δυνάμεις και τα μηχανοκίνητα εναντίον των οικοδόμων οι οποίοι εδέχθησαν εντελώς απρόκλητα βίαιες επιθέσεις στα επαγγελματικά των καφενεία [σ.σ. πιάτσες] και στους δρόμους. Έγιναν επίσης πολλές συλλήψεις απεργών…Η Αθήνα παρουσίαζε και χθες την όψη στρατοκρατούμενης πόλεως…

Οι 45.000 οικοδόμοι επειθάρχησαν απολύτως στην απόφαση των σωματείων τους, η οποία μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι οικοδόμοι όταν ειδοποιούντο για την συνέχιση της απεργίας απαντούσαν: ‘Και χωρίς να μας το λέγατε δεν θα πηγαίναμε αύριο στην δουλειά. Μας φωνάζει το αίμα των συναδέλφων μας’. Σε ορισμένες οικοδομές που οι εργάτες έπιασαν το πρωί δουλειά μόλις επληροφορούντο την απόφαση για απεργία άφηναν αμέσως τα εργαλεία και έφευγαν από την οικοδομή. Σε πολλά γιαπιά έβλεπε κανείς χθες κασμάδες μπηγμένους στην γη, φτυάρια μέσα στη λάσπη, κομπρεσέρ μέσα στο έδαφος, όπως δηλαδή τα εγκατέλειψαν οι εργάτες την στιγμή που έμαθαν ότι οι συνάδελφοί των απεργούν.

Κατεβλήθησαν απεγνωσμένες προσπάθειες να ‘πεισθούν’ έστω και ελάχιστοι οικοδόμοι να πιάσουν δουλειά σε ορισμένες οικοδομές του κέντρου των Αθηνών, ώστε να μην παρουσιάζεται εικόνα πλήρους ερημώσεως. Οι προσπάθειες αυτές απέτυχαν. Από το πρωί, ομάδες αστυνομικών ευρίσκοντο έξω από τις μεγάλες κεντρικές οικοδομές και διενήργησαν συλλήψεις οικοδόμων που περνούσαν από κει. Ισχυρές επίσης αστυνομικές δυνάμεις είχαν καταλάβει θέσεις στην Ομόνοια και στους γύρω δρόμους. Το Εργατικό Κέντρο Αθηνών είχε αποκλεισθεί από αστυνομικούς και απηγορεύετο η είσοδος εργατών…Κατά τη διάρκεια των επεισοδίων ενεφανίσθησαν στην Ομόνοια και καμιόνια με στρατό.»[17]

Η σημασία της απεργίας, όχι μόνο για τους οικοδόμους, αλλά και για την εργατική τάξη της χώρας μας συνολικότερα, ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. «Ο πρώτος ιστορικός σταθμός για την ανάπτυξη του συνδικαλιστικού και του δημοκρατικού κινήματος στη χώρα μας», αναφέρει στη μαρτυρία του ο παλαίμαχος οικοδόμος Β. Κατσαρός, «είναι το 1960, όταν οι οικοδόμοι πλέον ξέσπασαν, έβγαλαν τελείως κάθε φόβο από πάνω τους και έφτασαν στο σημείο πλέον να κάνουνε ολόκληρη, όχι μόνο την ελληνική κοινή γνώμη, αλλά και την παγκόσμια κοινή γνώμη, να κοιτάει στο πρόσωπό τους μπροστά σ’ αυτή την τεράστια κίνηση που κάνανε.» «Ηττήθησαν για πρώτη φορά οι δυνάμεις του κράτους από το εγχώριο προλεταριάτο», σημειώνει από τη μεριά του ο Θ. Σταυρόπουλος (συνήγορος υπεράσπισης στη δίκη των οικοδόμων-βλ. στη συνέχεια). «Ήταν μεγίστης σημασίας αυτό το γεγονός. Διότι πριν τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1960 όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά’, από την άποψη της πολιτικής τρομοκρατίας.» «Οι οικοδόμοι», έγραφε ο Νέος Κόσμος, «έσπασαν τη φοβία που επικρατούσε και έγιναν το αγωνιστικό παράδειγμα για όλους τους άλλους κλάδους, αναδείχθηκαν στην πρωτοπορία των κλαδικών αγώνων.»[18]

Η απεργία της 1ης Δεκέμβρη είχε πράγματι και «διεθνή αντίκτυπο.» Πολλά ξένα έντυπα, όπως η Πράβντα, η Μοντ, η Ουνιτά, κ.α., φιλοξένησαν ρεπορτάζ και φωτογραφίες από τις επιθέσεις της αστυνομίας κατά των απεργών. Στις 9/12 ο ραδιοσταθμός της Μόσχας, αναφερόμενος «στα δημοσιεύματα των εφημερίδων ‘Βραδυνή’ και ‘Απογευματινή’ που έφτασαν να ανακαλύψουν και ‘δάκτυλο της Μόσχας’…παρατήρησε ότι για να ικανοποιήσουν τα αφεντικά τους και να κρύψουν τους πραγματικούς ενόχους των τραγικών γεγονότων της Ελλάδας, οι ενσυνείδητοι κονδυλοφόροι γράφουν για τον ανύπαρκτο δάκτυλο της Μόσχας, ελπίζοντας έτσι να καμουφλάρουν τον πραγματικό δάκτυλο της Ουάσινγκτον. Αν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες πεινούν, αν στους δρόμους περιπλανώνται άνεργοι, αν τα παιδιά δεν έχουν τη δυνατότητα να πάνε σχολείο, αιτία γι’ αυτό είναι κατά πρώτο λόγο τ’ αβάσταχτα βάρη των εξοπλισμών που επέβαλαν στην Αθήνα οι αμερικάνοι ‘ευεργέτες’ οι οποίοι την παρέσυραν στον επιθετικό συνασπισμό του ΝΑΤΟ…γιατί τα αμερικάνικα, αγγλικά και δυτικογερμανικά και άλλα μονοπώλια τυλίγουν την Ελλάδα με υποδουλωτικές συμφωνίες…Οι επινοήσεις για το ‘δάκτυλο της Μόσχας’ χρειάζονται στους λακέδες της Ουάσιγκτον για να δικαιολογήσουν στα μάτια του λαού την επιθετική ατλαντική γραμμή που ακολουθούν με ζήλο οι ιθύνοντες ελληνικοί κύκλοι.»[19]


[1] Αυγή, 29/11/1960

[2] Μπουλντής Κ, 2005, σελ.120

[3] Αυγή, 29/11/1960, 1/12/1960

[4] Όπως παρατίθεται στο Στάβερης Η, Οικοδόμοι: Ηρωικοί αγώνες μιας 7ετίας 1960-1967, εκδ. «Παρασκήνιο», Αθήνα2003, σελ.78

[5] «Καθολική επιτυχία» σημείωσε η απεργία και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, τη Θεσσαλονίκη (όπου 2.000 οικοδόμοι έλαβαν μέρος στην απεργιακή συγκέντρωση στο ΕΚΘ), την Πάτρα (πάνω από 1.000 οικοδόμοι στη συγκέντρωση), το Αγρίνιο, τη Ρόδο, το Ηράκλειο, τα Χανιά, την Λάρισα, τη Μυτιλήνη, κ.α. Αυγή, 2/12/1960

[6] Αυγή, 2/12/1960

[7] Όπως παρατίθεται στο Στάβερης Η, ό.π., σελ.79

[8] Αυγή, 2/12/1960

[9] Μαρτυρία Χρήστου Τσεσμελή (ΑΟΟ). «Συλλήψεις», πρόσθεσε στη συνέχεια ο Χρ. Τσεσμελής, «έγιναν αρκετές, δεν θυμάμαι πόσες συγκεκριμένα. Εγώ, αφού έδιωξα όλους τους οικοδόμους, έμεινα με τον Λυκιαρδόπουλο στο Εργατικό Κέντρο. Μπροστά μου στεκότανε κάποιος της Ασφάλειας της Αθήνας ο οποίος λεγότανε Βλάσης κι ερχόταν προς το μέρος μου για να με συλλάβει. Φαίνεται όμως ότι εκείνη τη στιγμή, καθώς ήμουνα με τον Λυκιαρδόπουλο, ο Λυκιαρδόπουλος του έγνεψε να μη με συλλάβει κι ο Βλάσης υποχώρησε και τραβήχτηκε.»

[10] Αυγή, 2/12/1960, Ελευθερία, 2/12/1960

[11] Αυγή, 2/12/1960. «Οι μαχητικές απεργιακές εκδηλώσεις», τόνισε μεταξύ άλλων, «γίνονται για να αποσπασθεί η προσοχή της κοινής γνώμης από τα επιτεύγματα της κυβερνητικής πολιτικής»!

[12] Καθημερινή, 2/12/1960

[13] Καθημερινή, 2/12/1960, Βραδυνή, 2/12/1960, Έγγραφο: Σχόλια των Ρ/Σ Αθήνας και Θεσσαλονίκης για τα επεισόδια στη διαδήλωση των οικοδόμων στην Αθήνα, 2/12/1960 (Αρχείο ΚΚΕ). Τις επόμενες μέρες, τα αστικά μέσα «ενημέρωσης» συνέχισαν να τροφοδοτούν τον αντικομμουνισμό και την τρομοϋστερία που σύσσωμος ο αστικός πολιτικός κόσμος προσπάθησε να περάσει στη συνείδηση του κόσμου έναντι των ταξικών αγώνων. «Αδιάψευστα στοιχεία αποδεικνύουν ότι το ΚΚΕ υπεκίνησε και οργάνωσε αιματηράς ταραχάς», έγραφε η Βραδυνή στις 8/12/1960, προσθέτοντας: «Από μακρού κατεβάλλετο προσπάθεια προς διείσδυσιν εις τα εργατικά σωματεία και μαχητικάς εκδηλώσεις.» Την ίδια μέρα ο ραδιοσταθμός της Αθήνας εξέπεμπε: «Μόνιμος επιδίωξις των κομμουνιστών είναι η αναταραχή…Τα αιματηρά αυτά γεγονότα επροκάλεσαν όχι μικράν φρικίασιν εις εκείνους οι οποίοι έζησαν τον Δεκεμβριανόν εφιάλτην, διότι τους υπενθύμισαν ότι ο κομμουνιστικός κίνδυνος είναι μόνιμος.» Έγγραφο 230525: Ρ/Σ Αθηνών 8/2/1960 – Σχόλιο του Θ. Παπακωνσταντίνου με τίτλο ‘Ένας μικρός Δεκέμβρης’, σχετικά με τα επεισόδια στην απεργία των οικοδόμων (Αρχείο ΚΚΕ)

[14] Καθημερινή, 2/12/1960

[15] Καθημερινή, 2/12/1960, 3/12/1960 και Πρακτικά των Συζητήσεων της Βουλής, όπως παρατίθενται στο Λαμπροπούλου Δ, Οικοδόμοι: Οι άνθρωποι που έχτισαν την Αθήνα 1950-1967, εκδ. «Βιβλιόραμα», Αθήνα, 2009, σελ.337

[16] Αυγή, 2/12/1960

[17] Αυγή, 3/12/1960

[18] Βλ. αντίστοιχα: Συνέντευξη Βασίλη Κατσαρού (ΑΟΟ), Ζωιτοπούλου-Μαυροκεφαλίδου Κ (επ.), Όταν η οργή ξεχειλίζει, εκδ. «Επιτροπή Πρωτοβουλίας», Αθήνα, 2006, σελ.132, «Οικοδόμοι-τρία χρόνια στην πρώτη γραμμή των εργατικών αγώνων», στο Νέος Κόσμος, τ.12, 1963, σελ.50 Ενδεικτικό ίσως του σεβασμού που κατέκτησαν, ήταν και το γεγονός πως «μετά τη συγκλονιστική απεργία και γεγονότα που ακολούθησαν…οι οικοδόμοι μπορούσαν να μπαίνουν στα λεωφορεία, στα τρόλεϊ και στο τρένο με τα εργαλεία τους.» Κάτι, που μέχρι πρότινος δεν τους επιτρέπονταν. Μαρτυρία Δ. Κουτσούνη, στο Ζωιτοπούλου-Μαυροκεφαλίδου Κ (επ.), Όταν η οργή ξεχειλίζει, εκδ. «Επιτροπή Πρωτοβουλίας», Αθήνα, 2006, σελ.64

[19] Έγγραφο 287163: Ρ/Σ «ΦΑ» 1960/12/10 ΑΔ 344 – Εκπομπή με βάση σχόλιο του Ρ/Σ «Μόσχας» για το ματοκύλισμα των απεργών οικοδόμων από την κυβέρνηση και Έγγραφο 290242: Ρ/Σ «ΦΑ» 1960/12/20 – Σχόλιο με τίτλο ‘Η πλειοψηφία των ελληνικών εφημερίδων επικρίνουν την κυβέρνηση για την βάρβαρη επίθεση της αστυνομίας κατά των απεργών οικοδόμων (Αρχείο ΚΚΕ)

Πηγή: 

“Από την πείρα του κινήματος των οικοδόμων στην Ελλάδα”