Το πρώτο -ιδρυτικό- συνέδριο του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ)

Η γέννηση του κόμματος της εργατικής τάξης

Ηταν Κυριακή 4 Νοέμβρη του 1918 (17 Νοέμβρη με το νέο ημερολόγιο), ώρα 10.30 το πρωί. Στα γραφεία του Συνδέσμου Ατμοπλοίων Πειραιά του Πειραιά, εκεί όπου βρίσκονται σήμερα τα γραφεία της ΠΕΜΕΝ, έχουν συγκεντρωθεί μια χούφτα άνθρωποι, με σκοπό να πραγματοποιήσουν το πρώτο Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο και να ιδρύσουν το πρώτο Εργατικό Κόμμα στην Ελλάδα. Λίγες μέρες πριν, στο διάστημα από 21 Οκτώβρη/3 Νοέμβρη έως τις 28 Οκτώβρη/10 Νοέμβρη είχε πραγματοποιηθεί το πρώτο εργατικό συνέδριο στη χώρα, που ίδρυσε τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος.

Το Α` Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο ξεκίνησε τις εργασίες του με σύντομη ομιλία του ηλεκτροτεχνίτη και προσωρινού προέδρου των εργασιών Στ. Κόκκινου, ο οποίος, μιλώντας εκ μέρους της οργανωτικής επιτροπής, είπε: «Η αίθουσα εις την οποίαν συνεδριάζομεν δεν ανήκει εις το Σοσιαλιστικόν Κόμμα και ως εκ τούτου δεν πρέπει να κάμει εις το κοινόν η διακόσμησις, η κάθε άλλο παρά σοσιαλιστική, εντύπωσιν. Εύχομαι, όπως εις το ερχόμενον συνέδριον έχωμεν αίθουσαν ιδικήν μας, όπως ημείς θέλωμεν». Στη συνέχεια ακολουθούν χαιρετιστήριες, σύντομες ομιλίες. Πρώτος πήρε το λόγο ο Γ. Πισπινής ως εκπρόσωπος των σοσιαλιστών του Πειραιά. Μετά μίλησε ο Α. Αρβανίτης εκ μέρους της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου. Ακολούθησαν ο Δημοσθένης Λιγδόπουλος από την εφημερίδα «Εργατικός Αγών», ο Μιχάλης Οικονόμου εκ μέρους της Σοσιαλιστικής Νεολαίας Αθηνών, ο Αβραάμ Μπεναρόγια ο οποίος διάβασε εκ μέρους της Οργανωτικής Επιτροπής χαιρετιστήρια τηλεγραφήματα και στη συνέχεια το λόγο πήρε ο Αντζελ Πεχνά εκ μέρους των Σοσιαλιστών Καβάλας, ο οποίος και ζήτησε τη διακοπή των εργασιών για το απόγευμα της ίδιας μέρας, σε ένδειξη συμπαράστασης προς τη Γερμανική Επανάσταση. Τέλος, το λόγο ξαναπήρε ο Μπεναρόγια, ο οποίος, μεταξύ άλλων, ζήτησε την άδεια «να αποστείλει χαιρετιστήρια τηλεγραφήματα, όπου πρέπει»1.

 

Την άλλη μέρα ο «Ριζοσπάστης», με βαριά πάνω του τα σημάδια της κρατικής λογοκρισίας, έγραφε2: «Εις το ξενοδοχείον »Πειραιεύς» εις την αίθουσαν του σωματείου των μηχανικών ατμοπλοίων… (λογοκρισία 3 γραμμών) συνήλθε χθες εις την πρώτην συνεδρίασίν του το πρώτον σοσιαλιστικόν συνέδριον της Ελλάδος με κύριον σκοπόν τη συνένωσιν όλων των εν Ελλάδι σοσιαλιστικών ομάδων εις ένα ενιαίον κόμμα διοικούμενον ενιαίως και αντιπροσωπευόμενον εις τη Διεθνή. Η έναρξις εγένετο εις τας 10 π.μ. (λογοκρισία 65 γραμμών)». Ο «Ριζοσπάστης» επίσης μας πληροφορεί ότι το συνέδριο «διέκοψε τας εργασίας του όπως αποσταλή χαιρετισμός προς τους λαούς που κατά τη διάρκειαν του πολέμου απέκτησαν δι’ επαναστάσεως την ελευθερίαν των».

Φωτογραφία από το 1ο (ιδρυτικό) Συνέδριο του ΣΕΚΕ

Δίνοντας την εικόνα του συνεδρίου, με κριτήριο τους ανθρώπους που το αποτελούσαν, ο Α. Μπεναρόγια γράφει στα απομνημονεύματά του3: «Εδώ ήσαν όλοι οι εκπρόσωποι των σοσιαλιστικών ζυμώσεων παλαιότερων ετών, πλην του Πλ. Δρακούλη, οι ζωηρότεροι και συνειδητότεροι εκπρόσωποι του ελληνικού προλεταριάτου, καπνεργάται, ηλεκτροτεχνίται, σιγαροποιοί, ναυτικοί, οι εκπρόσωποι των νέων ιδεολόγων διανοουμένων, φοιτηταί, επαναστάται, δοκιμασθέντες ήδη εις τον αγώνα υπέρ των ιδεών των. Μία χούφτα ανθρώπων περί τους 30 εν όλω έθετον τας βάσεις ενός νέου και ιστορικού κόμματος, του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ήνοιγον τον δρόμον της πολιτικής σταδιοδρομίας της νέας κοινωνικής τάξεως, του ελληνικού προλεταριάτου».

 

Πριν προχωρήσουμε αναλυτικότερα στις εργασίες του Συνεδρίου, θα προσπαθήσουμε εν συντομία να δώσουμε τα σημεία – σταθμούς, τις ενοποιητικές δηλαδή προσπάθειες που προηγήθηκαν, ώστε η σύγκλησή του να γίνει τελικά κατορθωτή.

Συγκέντρωση εργατών και αγροτών στη Λιβαδειά, το Μάη του 1919

Οι πρόδρομοι

Αν και οι πρώτες βιομηχανίες στην Ελλάδα κάνουν την εμφάνισή τους στην πρώτη δεκαετία από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους4, η εργατική τάξη της χώρας αρχίζει να εκδηλώνει επαγγελματική συνείδηση στα μέσα της δεκαετίας του 1870-18805. Η πολιτική της ωρίμανση ως τάξη θα ακολουθήσει μια ακόμη πιο βασανιστική πορεία. Κάποιοι Γάλλοι, οπαδοί του ουτοπικού σοσιαλισμού (οπαδοί του Σεν Σιμόν), είχαν έρθει στη χώρα στην πρώτη δεκαετία της «ανεξαρτησίας» της, ως πρόσφυγες6 αλλά η καθ’ αυτό σοσιαλιστική προπαγάνδα με όλα τα μειονεκτήματά της και τη φρεσκάδα των ιδεών της ξεκίνησε ουσιαστικά στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα από την εφημερίδα «Ελληνική Δημοκρατία» του Δημοκρατικού Συλλόγου Πάτρας, συνεχίστηκε λίγο αργότερα από την εφημερίδα «Αρδην» του Πλάτωνα Δρακούλη και την εφημερίδα «Σοσιαλιστής» του Σταύρου Καλλέργη. Δίπλα σ’ αυτούς τους κορυφαίους προδρόμους του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος, που αυτήν την περίοδο έχει κυρίως ουτοπικά χαρακτηριστικά, εμφανίζονται και άλλες προσωπικότητες με δράση, για τις οποίες δεν είναι δυνατό να μιλήσουμε εδώ. Οφείλουμε, όμως, να σημειώσουμε πως αν και οι πρώτοι Ελληνες σοσιαλιστές αποκτούν επαφή με το μαρξισμό μέσα από τις διεθνείς επαφές τους, εντούτοις δεν προσχωρούν σ’ αυτόν με την έννοια ότι δεν καταφέρνουν να τον αφομοιώσουν στις βασικές του κατευθύνσεις και συνεπώς δε δίνουν στις οργανώσεις μαρξιστικό χαρακτήρα. Τα μαρξιστικά έργα που δημοσιεύονται στα ελληνικά είναι ελάχιστα έως μηδαμινά. Το 1892 – γράφει ο Ηλίας Κουτσούκαλης7 – μεταφράζεται το βιβλίο του Αύ. Μπέμπελ «Γυνή και Κοινωνισμός». Το 1893 μεταφράζεται στα ελληνικά και εκδίδεται σε ξεχωριστή μπροσούρα ένα κεφάλαιο από την εργασία του Μαρξ «Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο». Το 1894 δημοσιεύτηκαν στο αρμενικό περιοδικό «Γκάσπαρ» («Ιδανικό»), που έβγαινε στην Αθήνα, δύο κεφάλαια από το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο». Η πρώτη προσπάθεια προσέγγισης της ελληνικής πραγματικότητας με, τρόπον τινά, μαρξιστικά εργαλεία γίνεται μέσα από το έργο του γιατρού Γ. Σκληρού (Γ. Κωνσταντινίδη) «Το κοινωνικό μας ζήτημα», που το έγραψε στην Ιένα της Γερμανίας και εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1907, ενώ το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» των Μαρξ – Ενγκελς δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά ολοκληρωμένο σε οκτώ συνέχειες, ένα χρόνο μετά, το 1908, στον «Εργάτη του Βόλου» και σε μετάφραση του λογοτέχνη Κ. Χατζόπουλου (ψευδώνυμο του Πέτρου Βασιλικού). «Κατά τη δημοσίευση του κειμένου – γράφει ο Μάρκος Α. Γκιόλιας8 – το κείμενο κακοποιείται κυριολεκτικά, αφού παρατηρούνται σ’ αυτό αρκετά τυπογραφικά κι ορθογραφικά λάθη, αναγραμματισμοί, παρατονισμοί, ανώμαλα κενά μεταξύ των λέξεων, ακόμα και ανακάτεμα της ύλης σε κάποια συνέχεια». Αντιλαμβάνεται, όμως, κανείς ότι ακόμη και με αυτά τα προβλήματα το βήμα που συντελούνταν για την είσοδο του μαρξισμού στην Ελλάδα ήταν σημαντικό και ιστορικό. Προς αυτήν την κατεύθυνση αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η έκδοση στα ελληνικά του έργου του Φρ. Ενγκελς «Η ανάπτυξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην Επιστήμη», σε μετάφραση του φοιτητή Δ. Κόκκινου. Η δημοσίευση της μετάφρασης έγινε το 1908 στη σοσιαλιστική εφημερίδα «Μέλλον».

 

Την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, το ελληνικό εργατικό κίνημα οργανώνεται σε καλύτερη βάση με την υποχώρηση των μικρών ομίλων και την εμφάνιση μεγάλων εργατικών οργανώσεων. Τα Εργατικά κέντρα του Βόλου, της Λάρισας και της Αθήνας εμφανίζονται προς το τέλος αυτής της δεκαετίας, ενώ το 1908 ο Πλ. Δρακούλης ιδρύει το «Σύνδεσμο των Εργατικών Τάξεων Ελλάδος» και το 1909 το «Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα». Την ίδια χρονιά (1909), με πρωταγωνιστές τους Α. Μπεναρόγια και Σαμουήλ Γιονά, ιδρύεται στη Θεσσαλονίκη η σημαντικότερη σοσιαλιστική πολιτική οργάνωση, η «Σοσιαλιστική Φεντερασιόν», που θα σφραγίσει τις εξελίξεις στο ελληνικό εργατικό κίνημα εκείνη την περίοδο. Μέσα στην ίδια δεκαετία, ιδρύθηκε (1907) και η «Κίνηση των Κοινωνιολόγων», που βοήθησε σημαντικά στη διάδοση των προοδευτικών ιδεών. Παράλληλα, στην αυγή του νέου αιώνα, ανάπτυξη γνωρίζει το κίνημα των δημοτικιστών, αλλά και το αγροτικό κίνημα, το οποίο φτάνει σε μετωπικές συγκρούσεις με το καθεστώς, με αποκορύφωμα την εξέγερση στο Κιλελέρ (1910).

Προς την πολιτική και συνδικαλιστική ενότητα της εργατικής τάξης

Η δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα σφραγίζεται από μεγάλες ανακατατάξεις στη διεθνή πολιτική σκηνή και στο διεθνές εργατικό κίνημα με κορυφαίες εκδηλώσεις: Τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που έχουν άμεσο αντίκτυπο στην ελληνική πραγματικότητα, τη χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς, τη διάσπαση στα εργατικά κόμματα σε ολόκληρο τον κόσμο με τη διακριτή εμφάνιση της επαναστατικής και της ρεφορμιστικής πτέρυγας και φυσικά τη νίκη της μεγάλης Σοσιαλιστικής Οχτωβριανής Επανάστασης. Σ’ αυτή τη δεκαετία το ελληνικό εργατικό κίνημα ωριμάζει με μεγάλες ταχύτητες. Το 1911 ιδρύεται με πρωτοβουλία του Ν. Γιανιού το Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθήνας, ενώ γρήγορα αναπτύσσονται οι τοπικοί σοσιαλιστικοί όμιλοι στη χώρα και ισχυροποιούνται οι ήδη υπάρχουσες εργατικές και σοσιαλιστικές οργανώσεις. Ετσι εκ των πραγμάτων τίθεται στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της πολιτικής και συνδικαλιστικής ενοποίησης της εργατικής τάξης.

 

Η πρώτη προσπάθεια στην κατεύθυνση της ενοποίησης καταγράφεται το Δεκέμβρη του 1911 και στόχο έχει την ίδρυση Πανελλήνιας Εργατικής Ομοσπονδίας, όταν το Εργατικό Κέντρο της Αθήνας ανέλαβε την πρωτοβουλία για συνένωση όλων των εργατικών οργανώσεων της χώρας σε μια κεντρική συνδικαλιστική οργάνωση. Η προσπάθεια εκείνη, όπως μας πληροφορεί ο Κορδάτος9, έμεινε στα χαρτιά, αλλά η ιδέα της πανελλαδικής εργατικής συνδικαλιστικής οργάνωσης δεν εγκαταλείφθηκε. Η υλοποίησή της, μάλιστα, απέκτησε επιτακτικό χαρακτήρα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους από τους οποίους νέες περιοχές προστέθηκαν στην ελληνική επικράτεια, φέρνοντας μαζί τους πλούσια εργατική κίνηση, όπως αυτή της Θεσσαλονίκης όπου δρούσε η «Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία», η «Φεντερασιόν», στην οποία αναφερθήκαμε πιο πριν.

Μια νέα προσπάθεια υλοποίησης της ιδέας για Πανελλαδική Εργατική Ομοσπονδία έγινε στα 1914 με πρωτοβουλία των καπνεργατών, που οργάνωσαν συνδικαλιστική συνδιάσκεψη στην Αθήνα, όπου και ελήφθησαν οι σχετικές αποφάσεις, αλλά δεν έμελλε να υλοποιηθούν. Την ίδια τύχη είχε και μια τρίτη απόπειρα, στα 1916, με πρωτοβουλία αυτή τη φορά του Εργατικού Κέντρου Πειραιά10.

Ολες αυτές οι προσπάθειες, όπως και όσες ακολούθησαν στη συνέχεια, για ενοποίηση του εργατικού κινήματος σε συνδικαλιστικό επίπεδο, είχαν το χαρακτηριστικό ότι συνοδεύονταν, συνδυάζονταν ή αποτελούσαν μέρος μιας έντονης κινητικότητας για ενοποίηση και των πολιτικών εργατικών οργανώσεων σε ένα ενιαίο εργατικό κόμμα. Τις προσπάθειες αυτές στο σύνολό τους, και στο συνδικαλιστικό και στο πολιτικό επίπεδο, σφράγισε η Ρωσική Επανάσταση, τόσο η αστικοδημοκρατική του Φλεβάρη, αλλά πολύ περισσότερο η Σοσιαλιστική του Οκτώβρη 1917.

Στην τελική ευθεία της προετοιμασίας του Συνεδρίου
 

Από το καλοκαίρι του 1917, δόθηκε νέα ώθηση στην προσπάθεια ενοποίησης των ελληνικών εργατικών οργανώσεων, δεδομένου ότι είχε συγκροτηθεί μια οργανωτική επιτροπή για τη διοργάνωση Πανελλαδικού Σοσιαλιστικού Συνεδρίου. Το συνέδριο αυτό ορίστηκε για τις 4 Αυγούστου του ιδίου έτους, αλλά δεν έγινε δυνατό να πραγματοποιηθεί. Στις αρχές όμως του 1918 – και υπό την επίδραση της νίκης των μπολσεβίκων στη Ρωσία – το ζήτημα της ενοποίησης των εργατικών οργανώσεων, πολιτικών και συνδικαλιστικών, μπήκε στην τελική ευθεία. Το Φλεβάρη αυτού του έτους, με πρωτοβουλία της σοσιαλιστικής οργάνωσης «Φεντερασιόν», συγκλήθηκε μυστικά στη Θεσσαλονίκη η Β΄ Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη, όπου συμμετείχαν, εκτός της «Φεντερασιόν», σοσιαλιστικές οργανώσεις της Αθήνας, του Πειραιά, του Βόλου και της Κέρκυρας. Η Συνδιάσκεψη εκείνη αποφάσισε τη διοργάνωση νέας Συνδιάσκεψης για τον Ιούλη του 1918. Ετσι, στα τέλη Ιουλίου η Γ΄ Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη κατέληξε να συγκληθεί τον Οκτώβρη του 1918 Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο για την ίδρυση κόμματος της εργατικής τάξης. Παράλληλα, εργατική συνδικαλιστική συνδιάσκεψη – που πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο με τη συμμετοχή αντιπροσώπων από τα Εργατικά Κέντρα Θεσσαλονίκης, Αθήνας, Πειραιά και το συνδικάτο «Η Πρόοδος» – αποφασίζει τη σύγκληση Πανελλαδικού Εργατικού Συνεδρίου για τη συνένωση των συνδικαλιστικών εργατικών οργανώσεων. Και οι δύο συνδιασκέψεις όρισαν από μία επιτροπή για την προετοιμασία του καθενός από τα δύο συνέδρια11.

Ολη αυτή η κινητικότητα, σε πολιτικό και συνδικαλιστικό επίπεδο, του εργατικού κινήματος δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από τις αρχές του κράτους και φυσικά από την κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η κυβέρνηση αυτή, ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αλλά και το κόμμα των Φιλελευθέρων όχι μόνο έδειξαν ανοχή, αλλά και ενθάρρυναν την εργατική κινητικότητα.

 

Η φαινομενικά αυτή «παράξενη» στάση του βενιζελισμού στην πραγματικότητα βασιζόταν σε πολιτικό υπολογισμό που απέρρεε από τα ίδια τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Ο Γ. Γεωργιάδης σημειώνει πως ο Βενιζέλος, αγωνιζόμενος κατά του παλαιοκομματισμού και για τον αστικό εκσυγχρονισμό της χώρας, αφ’ ενός είχε ανάγκη «να στηριχθεί επί μίας νέας λαϊκής τάξεως» και αφ’ ετέρου δεν ήθελε να αφήσει «την οργάνωσιν των εργατών εις τας ιδίας των χείρας»12. Την ίδια περίπου ερμηνεία δίνει και ο Γ. Κορδάτος, ο οποίος βλέπει μια σαφή πρόθεση της κυβέρνησης του Βενιζέλου να πατρονάρει το εργατικό κίνημα13. Αντίθετα, ο Κ. Θέος καταθέτει έναν πιο προωθημένο προβληματισμό. «Η τότε κυβέρνηση Βενιζέλου – γράφει14 – βλέποντας ότι πλησιάζει το τέρμα του πολέμου και προβλέποντας ότι κατά τις διαπραγματεύσεις της ειρήνης θα χρησιμοποιούνταν από τις διάφορες κυβερνήσεις σαν συνήγοροι των εδαφικών τους διεκδικήσεων οι ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των σοσιαλιστικών κομμάτων… φοβήθηκε πως κατά τις διαπραγματεύσεις της ειρήνης εκείνης η ελληνική κεφαλαιοκρατική κυβέρνηση θα βρισκόταν σε μειονεκτική θέση αν δεν είχε κι αυτή τέτοιους συνηγόρους». Η άποψη του Θέου φαίνεται ότι βασίζεται στη μαρτυρία του Αβραάμ Μπεναρόγια, ο οποίος συμμετείχε στην εργατική αντιπροσωπεία που επισκέφθηκε τον Βενιζέλο και συζήτησε μαζί του αμέσως μετά την απόφαση για σύγκληση των δύο πανελλαδικών εργατικών συνεδρίων. «Ο κ. Βενιζέλος – γράφει ο Μπεναρόγια – δείκνυται λίαν φιλόφρων προς τους σοσιαλιστάς. Η συζήτησις διεξάγεται πέριξ του ζητήματος της ενδεχομένης υπογραφής ειρήνης παρά των σοσιαλιστών και της ανάγκης υπάρξεως ελληνικής σοσιαλιστικής αντιπροσωπείας ικανής να διαχειριστεί τα «ελληνικά» προβλήματα προς αντίταξιν της βουλγαρικής. Η Επιτροπή ζητεί 1ον) την άδειαν διά τα δύο συνέδρια, 2ον) δύο μήνας ελευθέρας δράσεως διά την επιτυχίαν των συνεδρίων καταργούμενου του στρατιωτικού νόμου και 3ον) παύσιν κάθε αναμείξεως παρασκηνιακής των Υπουργείων εις τα εσωτερικά των εργατικών σωματείων. Ο κ. Βενιζέλος δέχεται τους δύο όρους…». Οσο για τον τρίτο – πάντα σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μπεναρόγια – αρνείται ότι υπάρχει ανάμειξη του κράτους στα εσωτερικά των εργατικών σωματείων15.

 

Χωρίς αμφιβολία ο βενιζελισμός πίστευε πως μπορούσε να ποδηγετήσει και να αξιοποιήσει ποικιλοτρόπως το εργατικό κίνημα και δε δίστασε να ενεργήσει ανάλογα. Στο συνδικαλιστικό συνέδριο, μάλιστα, που όπως προαναφέραμε έγινε λίγες ημέρες πριν την έναρξη του Συνεδρίου για την ίδρυση του Κόμματος, οι βενιζελικοί πίστευαν ότι θα μπορούσαν να κυριαρχήσουν αφού μεγάλο μέρος των συνέδρων ήταν οπαδοί τους16.

Ας επιστρέψουμε, όμως, στις εργασίες του Α΄ Σοσιαλιστικού Συνεδρίου για να δούμε την ταυτότητά του, αλλά και να παρακολουθήσουμε τα αποτελέσματά του.

Σύνθεση και τάσεις στο Σοσιαλιστικό Συνέδριο

Στο απόσπασμα που παραθέσαμε πιο πάνω από τις αναμνήσεις του Μπεναρόγια αναφέρεται ότι οι σύνεδροι που συμμετείχαν στο Σοσιαλιστικό Συνέδριο ήταν περί τους 30. Στο «Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ», γίνεται λόγος για 35 συνέδρους (28 εργάτες και 7 φοιτητές και διανοούμενους) που εκπροσωπούσαν 1.000 οργανωμένους σοσιαλιστές σε ολόκληρη τη χώρα17. Σύμφωνα όμως με τα στοιχεία που καταγράφει ο Κωστής Μοσκώφ, οι σύνεδροι ήσαν 43, αλλά ως φαίνεται δεν παραβρέθηκαν όλοι. Κατά την έναρξη του συνεδρίου μάλιστα ο Μοσκώφ δίνει ως παρόντες 36. Από το σύνολο των συνέδρων – πάντα κατά τον Κ. Μοσκώφ – οι 7 προέρχονταν από την Αθήνα, 4 από τον Πειραιά, 11 από τη Θεσσαλονίκη, 1 από την Καβάλα, 4 από το Βόλο, 2 από τη Λάρισα, 1 από την Κέρκυρα, 1 από άλλες περιοχές, 7 σύνεδροι εκπροσωπούσαν τη Νεολαία, 3 σοσιαλιστικές εφημερίδες και 2 ήσαν βουλευτές. Η εικόνα αυτή δεν απηχεί με ακρίβεια την πραγματικότητα, κάτι που ο Μοσκώφ το επισημαίνει όταν γράφει: «Τρεις σύνεδροι παρίστανται με διπλή ή τριπλή ιδιότητα, ίσως και ψήφο»18. Πρόκειται για μέλη της Οργανωτικής Επιτροπής που εκπροσωπούσαν και οργανώσεις, για νεολαίους που εκπροσωπούσαν και εφημερίδες κ.ο.κ. Οπως και να ‘χει, οι σύνεδροι αυτοί διαπνέονταν από τη θέληση να δημιουργήσουν το πρώτο εργατικό κόμμα στην Ελλάδα, στις γραμμές του οποίου θα ενοποιούνταν όλες οι σοσιαλιστικές οργανώσεις της χώρας, αλλά δεν είχαν την ίδια αντίληψη, για τις αρχές που θα διέπνεαν αυτό το κόμμα.

Μέσα στο Συνέδριο διακριτές ήσαν τρεις τάσεις. Η δεξιά με κύριους εκπροσώπους τους Α. Σίδερη, Ν. Γιανιό και Π. Δημητράτο, η αριστερή με βασικούς εκπροσώπους τους Δ. Λιγδόπουλο, Σπ. Κουμιώτη και Μ. Οικονόμου και μια τρίτη κεντρώας συμπροφοράς με επικεφαλής τον Α. Μπεναρόγια. Ισχυρότερη ήταν η τάση του κέντρου και ακολουθούσε η αριστερά19.

Τα αποτελέσματα του Συνεδρίου – Αποφάσεις

Οι εργασίες του Συνεδρίου κράτησαν 7 μέρες. Ολοκληρώθηκαν στις 10/23 του Νοέμβρη του 1918. Στο διάστημα των εργασιών διεξήχθησαν εντονότατες συζητήσεις γύρω από τα βασικότερα ζητήματα που απασχολούσαν τότε το εργατικό κίνημα της Ελλάδας στην προσπάθειά του να ενοποιηθεί και πολιτικά. Στα πρακτικά διαφαίνονται με απόλυτη σαφήνεια οι διαφορές απόψεων και καταγράφεται με γλαφυρό τρόπο η ιδεολογικοπολιτική πάλη που διεξήχθη.

Το Συνέδριο ενέκρινε με πλειοψηφία το Ιδρυτικό Ψήφισμα του ΣΕΚΕ, τις Αρχές και το Πρόγραμμά του, υπόμνημα για τα εξωτερικά ζητήματα, ψήφισμα για την ίδρυση Βαλκανικής Δημοκρατικής Ομοσπονδίας, το Καταστατικό του Κόμματος, ενώ εκδόθηκε χαιρετιστήριο ψήφισμα προς τη νεαρή Σοβιετική Ρωσία αλλά και «διαμαρτυρίαν διά την μελετωμένην επέμβασιν των συμμάχων κατά της νεαράς Σοβιετικής Δημοκρατίας»20.

Στο Ιδρυτικό Ψήφισμα σημειώνεται ότι το Κόμμα βασίζεται πάνω σε δύο θεμελιώδεις αρχές: Στην «πολιτική και οικονομική οργάνωση του προλεταριάτου σε ξεχωριστό κόμμα τάξεως διά την κατάκτησιν της πολιτικής εξουσίας και την δημοσιοποίησιν των μέσων της παραγωγής και ανταλλαγής, δηλ. την μεταβολήν της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας εις κοινωνίαν κολλεχτιβικήν ή κομμουνιστικήν». Επίσης, στη «διεθνή συνεννόηση και δράση των εργατών».

Στις Αρχές και στο Πρόγραμμα του Κόμματος τονίζεται η αναγκαιότητα της κοινωνικής επανάστασης για «την απελευθέρωσιν όχι μόνο των προλεταρίων, αλλά και ολοκλήρου της ανθρωπότητος που υποφέρει σήμερον». Προστίθεται δε ότι ο αγώνας της εργατικής τάξης «είναι αναγκαστικώς και πολιτικός αγών, (επειδή) δεν δύναται να πραγματοποιήση την ιστορικήν της αποστολήν χωρίς να γίνη κάτοχος της πολιτικής εξουσίας, όπερ δύναται να κατορθώση μόνον δι’ ενιαίας επαναστατικής δράσεως της παγκοσμίου εργατιάς, οργανωμένης σε ξεχωριστό εργατικό κόμμα».

Καθήκον του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος καθορίστηκε «να διαμορφώση τον αγώνα της εργατικής τάξεως εις αγώνα συνειδητόν και ενιαίον και να οδηγήση αυτήν εις την φυσικήν και αναγκαίαν αποστολήν της».

Το Συνέδριο διαπίστωσε ότι «τα συμφέροντα των εργατών εις όλας τας χώρας που έχουν καπιταλιστικήν παραγωγήν είναι τα ίδια» και δήλωσε ότι το ΣΕΚΕ «κηρύσσει εαυτό ηνωμένον με όλους τους εργάτας των άλλων χωρών» και ότι «αγωνίζεται διά την κατάλυσιν της κυριαρχίας των τάξεων και αυτών των τάξεων εν γένει και διά την απονομήν ίσων δικαιωμάτων και καθηκόντων, ανεξαρτήτως γένους, φυλής και θρησκεύματος…».

Στο «Πρόγραμμα των σημερινών απαιτήσεων», που ψήφισε το Συνέδριο, φαίνεται καθαρά ότι το ΣΕΚΕ, από την ίδρυσή του, τάχθηκε κατά της μοναρχίας και υπέρ της εγκαθίδρυσης λαϊκής δημοκρατίας, που τη θεωρούσε μεταβατικό στάδιο για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Στο ίδιο Πρόγραμμα διατυπώθηκαν και πολλά άλλα σημαντικά και πρωτοποριακά πολιτικά αιτήματα, όπως το δικαίωμα ψήφου και εκλογής σε άντρες και γυναίκες, η εισαγωγή του θεσμού του δημοψηφίσματος, η κατάργηση του στρατιωτικού νόμου, η αποκέντρωση της διοίκησης, η πολιτική ειρήνης, συνεννόησης και ειλικρινούς συνεργασίας με όλα τα κράτη, η κατάργηση της μυστικής διπλωματίας και των μυστικών συνθηκών και προϋπολογισμών, η υποχρεωτική διαιτησία για όλες τις μεταξύ των κρατών διαφορές, η πλήρης ελευθερία των συνεταιρισμών, συνδικάτων και άλλων οργανώσεων, η πλήρης ελευθερία του Τύπου, η πλήρης εξασφάλιση της προσωπικής ελευθερίας, η ελευθερία θρησκεύματος, η αναγνώριση της θρησκείας ως ιδιωτικής υπόθεσης και της Εκκλησίας ως ιδιωτικού ιδρύματος, η καθιέρωση και του πολιτικού γάμου, η πλήρης αστική, πολιτική, οικονομική και κοινωνική εξίσωση των γυναικών με τους άντρες, η απονομή της δικαιοσύνης από δικαστές που θα εκλέγονται από το λαό, η σύσταση ιδιαίτερων δικαστηρίων για τους ανηλίκους, η κατάργηση των στρατοδικείων και των ναυτοδικείων, η μετατροπή του συστήματος των φυλακών σε μορφωτικά ιδρύματα και η βελτίωση των συνθηκών υγιεινής, η ίδρυση χωριστών φυλακών για γυναίκες και για ανηλίκους, καθώς και για τα πολιτικά αδικήματα, η δωρεάν παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, η εκλαΐκευση και υποχρεωτική λειτουργία της εκπαίδευσης, η παροχή τροφής και μέσων διδασκαλίας στα παιδιά από τους δήμους και τις κοινότητες, η εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας σε όλη την εκπαίδευση και εισαγωγή στα σχολεία της γλώσσας διαφόρων εθνοτήτων, η ανοικοδόμηση και ο πολλαπλασιασμός των σχολείων. Κατάργηση των έμμεσων φόρων και κάθε φόρου στα είδη πρώτης ανάγκης, προοδευτική φορολογία στα εισοδήματα και στα κεφάλαια. Συμμετοχή του κράτους στα κέρδη των μεγάλων μονοπωλίων, των εταιριών και επιχειρήσεων, εθνικοποίηση των ατμόπλοιων και σιδηροδρόμων, μεταλλείων, τραπεζών, καθώς και των μεγάλων επιχειρήσεων και συμμετοχή στη διοίκηση των εργατών, χρησιμοποίηση των πόρων του κράτους πρωτίστως για παραγωγικούς σκοπούς, εθνικοποίηση των τσιφλικιών και των μοναστηριακών κτημάτων και παραχώρησή τους στις κοινότητες των καλλιεργητών.

Στο Συνέδριο υιοθετήθηκαν θέσεις όπως η θέση για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας και τον έλεγχο από επιθεωρητές και επόπτες εργασίας οι οποίοι να εκλέγονται από τους οργανωμένους εργάτες. Η καθιέρωση με νόμο του οκτάωρου ως ανώτατου ορίου εργασίας, του κατώτατου ορίου αμοιβής, της υποχρεωτικής κυριακάτικης αργίας.

Το Συνέδριο ενέκρινε «Υπόμνημα επί των εξωτερικών ζητημάτων», ενώ για την επίλυση των βαλκανικών ζητημάτων πρότεινε την παροχή πλήρους ελευθερίας στους πληθυσμούς της Κύπρου, Ιμβρου, Λήμνου, Τενέδου, Σαμοθράκης, Δωδεκάνησων, Καστελόριζου και Βόρειας Ηπείρου να καθορίσουν τις τύχες τους και πλήρες δικαίωμα παλιννόστησης και αποζημίωσης στους διάφορους προσφυγικούς πληθυσμούς των βαλκανικών χωρών και της Μικράς Ασίας, ανεξάρτητα από φυλή. Επίσης, ως λύση του βαλκανικού προβλήματος προτάθηκε η ίδρυση της Βαλκανικής Δημοκρατικής Ομοσπονδίας.

Το Συνέδριο κατέληξε να ονομαστεί το κόμμα «Σοσιαλιστικό Εργατικό», «για να τονισθεί ο εργατικός, ο προλεταριακός χαρακτήρας του». Τέλος, εξέλεξε πενταμελή Κεντρική Επιτροπή από τους Αρίστο Αρβανίτη, Δημοσθένη Λιγδόπουλο, Σταμάτη Κόκκινο, Μιχαήλ Σιδέρη και Ν. Δημητράτο. Και τριμελή Εξελεγκτική Επιτροπή, από τους Γ. Πισπινή, Σπύρο Κομιώτη και Αβραάμ Μπεναρόγια. Διευθυντής της εφημερίδας «Εργατικός Αγών», που ήταν το επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του Κόμματος, εκλέχτηκε ο Δημοσθένης Λιγδόπουλος.

«Η ίδρυση του ΣΕΚΕ – αναφέρεται στο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ21 – δεν ήταν τυχαίο γεγονός. Ηταν συνέπεια μιας μακρόχρονης πορείας που ακολούθησε το εργατικό και το σοσιαλιστικό κίνημα στη χώρα μας. Ηταν το νομοτελειακό αποτέλεσμα της κοινωνικής εξέλιξης, ο ώριμος καρπός της ανάπτυξης του εργατικού κινήματος και της συνένωσής του με τις ιδέες του σοσιαλισμού».-

1 «Το Πρώτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ – Πρακτικά», Εκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 19-25

2 «Ριζοσπάστης» 4 του Νοέμβρη 1918

3 Αβραάμ Μπεναρόγια: «Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου», εκδόσεις ΟΛΚΟΣ, σελ. 120-121

4 Κ. Μοσκώφ: «Εισαγωγή στην Ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης», εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 138

5 Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», σελ. 21

6 «Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Α΄, σελ. 30-31

7 Αλέκος Κουτσούκαλης: «Η πρώτη δεκαετία του ΚΚΕ 1918-1928», εκδόσεις Γνώση, σελ. 18 και Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 74

8 Μάρκου Α. Γκιόλια: «Το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα και ο Κώστας Χατζόπουλος», εκδόσεις Π. Μοσχονά, Αγρίνιο 1996, σελ. 242-243

9 Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις 20ός Αιώνας, τόμος XIII, σελ. 503

10 Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 503

11 Βλέπε αναλυτικά: Κ. Μοσκώφ, στο ίδιο, σελ. 397-398, ΚΜΕ Θεσσαλονίκης, στο ίδιο, σελ. 234-235, Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», σελ. 294, 299 κ.α.

12 Γ. Γεωργιάδη, στο ίδιο, σελ. 200

13 Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», σελ. 296

14 Κ. Θέου: «Τα ελληνικά συνδικάτα στην πάλη ενάντια στο φασισμό και για την ανεξαρτησία τους», Εκδοση «ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ», Αθήνα, Μάρτης 1947, σελ. 4

15 Αβραάμ Μπεναρόγια: «Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου», εκδόσεις ΟΛΚΟΣ, σελ. 108-109 και του ιδίου «Ελπίδες και πλάνες», εκδόσεις Στοχαστής, σελ. 62-63

16 Δ. Λιβιεράτου: «Το ελληνικό εργατικό κίνημα», εκδόσεις Καρανάση, τόμος Α΄ σελ. 24 και του ιδίου «Τα Συνέδρια της ΓΣΕΕ», εκδόσεις Προσκήνιο, σελ. 16.

17 «Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Α΄, σελ. 87

18 Κ. Μοσκώφ, στο ίδιο, σελ. 400, 403-404

19 Κ. Μοσκώφ, στο ίδιο, σελ. 404, «Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Α΄, σελ. 88 και «Το Πρώτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ – Πρακτικά», Εκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ.

20 Για τις αποφάσεις του ιδρυτικού Συνεδρίου του ΣΕΚΕ βλέπε: «Το Πρώτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ – Πρακτικά», Εκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, και «Το ΚΚΕ – Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Α΄, σελ. 5-13 κ.α.

21 «Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Α΄, σελ. 96

 

Οι μεγάλες απεργίες στα χρόνια 1908 – 1918: Οι πρώιμοι αγώνες του εργατικού μας κινήματος

Tου Γιάννη Κορδάτου, από το έργο του «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ», Β’ έκδοση, εκδόσεις «Πέτρος Δ. Καραβάκος», Αθήνα 1956, σελ. 184-205


Μέσα στα δέκα χρόνια από το 1908 έως το 1918 ξέσπασαν σχεδόν σ’ όλες τις πόλεις της χώρας μεγάλες εργατικές απεργίες.

Αν και η συνδικαλιστική οργάνωση ήταν ακόμα σε νηπιώδη κατάσταση, ωστόσο το προλεταριάτο μας, με το όπλο της απεργίας, αγωνίστηκε για να καλυτερέψει τους όρους της ζωής του.

Ας αρχίσουμε από τις απεργίες του Βόλου, που κάνανε τότε μεγάλη εντύπωση.

Οπως είπαμε, στο Βόλο πρώτοι οργανώθηκαν σε σωματεία, εξόν από τους τυπογράφους, οι καπνεργάτες και οι τσιγαράδες.

Οι καπνεργάτες μάλιστα, παρ’ όλη τη βαριά δουλειά τους, δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί μέσα σε μπουντρούμια, έτσι που οι περισσότεροι καταντούσαν φθισικοί1.

Γι’ αυτό οι καπνεργάτες, από τις αρχές του 1909, άρχισαν να εκδηλώνουν την αγανάχτησή τους και να μιλούν για απεργία, μια που βλέπανε πως οι εργοδότες αδιαφορούσαν για την κατάστασή τους.

Υστερα από πολλά σούρτα φέρτα, μια που οι καπνέμποροι δεν ήθελαν ν’ ακούσουν ούτε για αύξηση των μεροκάματων, ούτε για ελάττωση των ωρών δουλειάς, στις 23 του Φλεβάρη (1909) οι καπνεργάτες του Βόλου κήρυξαν απεργία.

Ισαμε τις 27 του μηνός η απεργία είχε ειρηνικό χαραχτήρα. Οι απεργοί ελπίζανε πως οι καπνέμποροι θα δέχονταν τα αιτήματά τους. Ομως οι συνεννοήσεις ναυάγησαν, γιατί οι εργοδότες δε θέλανε να κάνουν και την πιο μικρή υποχώρηση. Στις 2 του Μάρτη η απεργία εξελίχτηκε σ’ επαναστατική διαμαρτυρία.

Ξυλοδέτες (μποσκαδόροι) σε στοά μεταλλείου στο Λαύριο (από λεύκωμα του Δήμου Λαυρεωτικής)

Για τα γεγονότα που επακολούθησαν και που προκάλεσαν ζωηρή εντύπωση σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, δίνουμε πιο κάτω μιαν αντικειμενική, όσο κι ενδιαφέρουσα εξιστόρησή τους από ‘ναν παλιό καπνεργάτη του Βόλου, που δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα «Ταχυδρόμος» του Βόλου (22 του Γενάρη 1952):«Το πρωί της Δευτέρας, στις 2 του Μάρτη 1909, συγκεντρώνονται οι απεργοί καπνεργάται στο Εργατικό Κέντρο, όπου πληροφορούνται ότι ωρισμένοι καπνέμποροι αρνούνται να δεχθούν τα συμφωνηθέντα στην επί παρουσία του Νομάρχου σύσκεψι της προηγουμένης. Επί πλέον κυκλοφορεί η διάδοσις ότι οι καπνέμποροι ηύξησαν τα ημερομίσθια μερικών εργατών, οι οποίοι πήγαν από το πρωί στις αποθήκες.

Αγαναχτισμένοι οι απεργοί πηγαίνουν στην πλατεία Ελευθερίας, όπου η επιτροπή των καπνεργατών καταθέτει την εντολή.

Από την πλατεία Ελευθερίας οι καπνεργάται εξορμούν στις καπναποθήκες για να εξαναγκάσουν τους εργαζομένους σ’ αυτές να εγκαταλείψουν τη δουλειά. Πηγαίνουν πρώτα στην αποθήκη Ζαρκάδου, που εργάζονταν περί τους 10 εργάτας και αρκετά παιδιά. Οι απεργοί αφού έβγαλαν έξω τους εργαζομένους, επιτίθενται με πέτρες κατά της αποθήκης και σπάζουν τα τζάμια.

Με φωνές διευθύνονται ύστερα στην αποθήκη Πανά, όπου επίσης σπάζουν τα τζάμια, όπως κάνουν το ίδιο και στις καπναποθήκες Γκιζίκη, Χαμσαραχή, Σαπόρτα και Πανταζοπούλου.

Εν τω μεταξύ φθάνουν στην αποθήκη Πανταζοπούλου ο εισαγγελεύς Γεωργόπουλος και άλλες Αρχές, οι οποίες διώχνουν τους απεργούς. Αυτοί διευθύνονται ύστερα στα Παληά, όπου σπάζουν τις πόρτες και τα παραθυρόφυλλα της αποθήκης Αδάμου.

Επιχειρούν έπειτα να επιστρέψουν στην πόλι. Αλλά, ενώ βρίσκονται στη Λαχαναγορά, καταφθάνουν οι χωροφύλακες και στρατιωτική δύναμις υπό τον υπολοχαγό Μακρόπουλο. Η σύρραξις επέρχεται. Οι αρχές συλλαμβάνουν μερικούς απεργούς και οι χωροφύλακες πυροβολούν στον αέρα για εκφοβισμό. Οι πυροβολισμοί συνεχίζονται, γιατί οι απεργοί δεν υποχωρούν και προσπαθούν να αποσπάσουν τους συναδέλφους των που συνελήφθησαν. Οι ανώτεροι αστυνομικοί Διοσκουρίδης και Πλαπούτας, καθώς και ο εισαγγελεύς Γεωργόπουλος είναι παρόντες. Η ταραχή συνεχίζεται. Οι πυροβολισμοί εξακολουθούν. Μερικές σφαίρες πέφτουν στο δικηγορικό γραφείο Μακροπούλου, χωρίς να τραυματίσουν κανέναν απ’ όσους ήσαν μέσα. Αλλες σφαίρες όμως χτυπούν τους καπνεργάτας και τραυματίζουν τρεις απ’ αυτούς. Χύνεται το πρώτο εργατικό αίμα…

Οι απεργοί αρχίζουν να διαλύωνται, ενώ μερικοί απ’ αυτούς μεταφέρουν τους τραυματισθέντας στο φαρμακείο Καλτσωγιάννη, κοντά στο Δημοτικό θέατρο. Οι τραυματισθέντες καπνεργάται είναι οι : 1) Σεραφείμ Πιτσικάλης από τον Αγιο Ονούφριο. Φέρει τρία τραύματα στο τριχωτό της κεφαλής. 2) Βασίλειος Δήμας από την Αλλη Μεριά, 20 ετών, ο οποίος φέρει τραύμα στον μηρό και 3) Σπυρίδων Ράμας από τη Λαμία, ετών 36, ο οποίος φέρει ελαφρό τραύμα στο βραχίονα. Οι δυο πρώτοι μεταφέρονται από το φαρμακείο Καλτσογιάννη στο νοσοκομείο όπου ο ιατρός Σαράτσης εγχειρίζει τον Δήμα, του οποίου η κατάστασις είναι σοβαρή.Αλλά οι καπνεργάται δεν αποθαρρύνονται. Μετά τις σκηνές των Παλαιών πηγαίνουν στην εκκλησία της Αναλήψεως, όπου, αγανακτισμένοι για τους τραυματισμούς, ορκίζονται μπροστά στις εικόνες ότι θα επιμείνουν μέχρι τέλους διεκδικούντες τα δίκαιά των και το αίμα των συντρόφων των.

Εν τω μεταξύ φθάνουν στην εκκλησία ο νομάρχης, ο διευθυντής της Αστυνομίας, ο εισαγγελεύς και ο ανακριτής, οι οποίοι δηλώνουν ότι οι συλληφθέντες, αφού τελειώσουν οι ανακρίσεις, θα απολυθούν. Εν συνεχεία φθάνει ο Δήμαρχος, ο οποίος ομιλεί προς τους εργάτας και προτείνει καταρτισμό επιτροπής για την επίλυσιν του όλου ζητήματος. Οι απεργοί διαλύονται για να επανέλθουν το απόγευμα.

Μεταλλωρύχοι στην είσοδο μεταλλευτικής στοάς στην Πλάκα Λαυρίου το 1898 (από λεύκωμα της ΓΣΕΕ)

Οι πρόεδροι των συντεχνιών της Φιλοπτώχου Αδελφότητος συνέρχονται εκτάκτως και αποφασίζουν να ενισχύσουν τους καπνεργάτας. Εκτάκτως επίσης συνέρχεται και η διοικητική επιτροπή του Εργατικού Κέντρου, η οποία συντάσσει και σχετικό ψήφισμα, υπογραφόμενο από τον προϊστάμενο της Επιτροπής Γ. Μούσιο και τον γραμματέα Κ. Χρυσικόπουλο.Με κωδωνοκρουσίες το απόγευμα καλούνται οι καπνεργάτες στη συγκέντρωσι της Αναλήψεως, όπου φθάνουν και οι συλληφθέντες απεργοί, οι οποίοι απεφυλακίσθησαν και γίνονται δεκτοί με ενθουσιασμό και κραυγές χαράς. Προς τους συγκεντρωθέντας ομιλεί, όπως και το πρωί, ο Γ. Αλεξανδράκης, ο οποίος παροτρύνει τους απεργούς να συνεχίσουν τον αγώνα των. Εν συνεχεία ομιλεί ο πρόεδρος της επιτροπής των καπνεργατών Ζησόπουλος και εκλέγεται δωδεκαμελής επιτροπή, η οποία αποσύρεται για λίγο και συσκέπτεται. Οταν παρουσιάζεται ξανά και γίνεται δεκτή με ζητωκραυγές, τίθεται επί κεφαλής των καπνεργατών, οι οποίοι ξεκινούν από την εκκλησία και κατευθύνονται, πάλι με ζητωκραυγές, προς την οδό Δημητριάδος. Αφού παρήλασαν διά της οδού Δημητριάδος με τάξιν και ησυχία, αν και δεν εφαίνετο πουθενά ούτε σκιά χωροφύλακος, κατευθύνθηκαν στο κατάστημα του προέδρου της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Κούτσικου, στην οδόν Ερμού. Ο πρόεδρος της Αδελφότητος δηλώνει ότι οι συντεχνίες θα ενισχύσουν τους καπνεργάτες, οι οποίοι ύστερα απ’ αυτή τη δήλωσι ζητωκραυγάζουν και διά των οδών Ιωλκού, Δημητριάδος και Ορμηνίου διευθύνονται στη Νομαρχία. Εκεί ο Νομάρχης δηλώνει ότι οι καπνέμποροι δέχονται τα αιτήματα των καπνεργατών και παρακαλεί τους απεργούς να διαλυθούν ήσυχα.

Οι εργάται δικαιώνονται. Οι αγώνες καρποφορούν.Μετά την δήλωσιν του νομάρχου, οι απεργοί κατευθύνονται στην πλατεία Ελευθερίας, όπου εκφωνείται νέος λόγος και ύστερα διαλύονται.

Την νύχτα φθάνουν από τα πέριξ πολλοί χωροφύλακες προς ενίσχυσιν της αστυνομίας.

Τα γεγονότα του Βόλου έγιναν γνωστά σ’ ολόκληρη τη Θεσσαλία και την υπόλοιπη χώρα, προεκάλεσαν δε ευρείαν συζήτησιν και στη Βουλή.

Από το πρωί της επομένης, 3ηςΜαρτίου, οι καπνεργάται άρχισαν να συγκεντρώνονται στην πλατεία Ελευθερίας, και από εκεί κατευθύνονται στην εκκλησία της Αναλήψεως, όπου αναμένουν τις ανακοινώσεις της επιτροπής των.

Η επιτροπή καλεί τους απεργούς εντός του ναού και εκεί γνωστοποιεί το έγγραφο του Εμπορικού Συλλόγου, στο οποίο αναγράφονται τα προτεινόμενα υπό των καπνεμπόρων. Επί των προτεινομένων όρων επέρχονται ωρισμένες τροποποιήσεις και συντάσσεται υπόμνημα προς τον Εμπορικό Σύλλογο. Οι καπνεργάτες διαλύονται ύστερα από αυτό για να επανέλθουν το απόγευμα.

Εν τω μεταξύ οι πρόεδροι των διαφόρων συντεχνιών και σωματείων του Βόλου συνέρχονται σε σύσκεψι, στην οποία παρίσταται και η επιτροπή των καπνεργατών. Επειδή δε μεταξύ των μελών της επιτροπής είναι και ο Αλεξανδράκης, ωρισμένοι πρόεδροι δυσφορούν και ζητούν να μείνουν στη σύσκεψι μόνον οι καπνεργάται. Αλλ’ αυτοί δηλώνουν ότι ο Αλεξανδράκης προΐσταται της επιτροπής και πρέπει οπωσδήποτε να παραμείνη. Και έτσι έγινε. Στη σύσκεψι αυτή, καθώς και σε αλλεπάλληλες εν συνεχεία συσκέψεις καπνεργατών, Αρχών και άλλων αρμοδίων, το όλον ζήτημα βρήκε τη σωστή του λύσι και υπεγράφησαν συμφωνητικά, με τα οποία γίνονται γνωστοί οι όροι των καπνεργατών.

Κάρτα μέλους του Ατμομηχανοργικού Συνδέσμου «ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ» το 1901 (από το ιστορικό λεύκωμα ΠΕΜΕΝ 1901-2001)

>Μετά τις συσκέψεις η επιτροπή των καπνεργατών κατευθύνεται στην Ανάληψι, όπου περιμένουν οι απεργοί, οι οποίοι μόλις πληροφορούνται τα αποτελέσματα, προχωρούν με ζητωκραυγές προς τον Αγιο Νικόλαο, όπου αρχίζουν τις κωδωνοκρουσίες – σημείον λήξεως της απεργίας. Προς τους συγκεντρωθέντας ομιλεί ο καπνέμπορος Γκιζίκης και εν συνεχεία οι καπνεργάτες παρελαύνουν διά των οδών Ερμού, Δημητριάδος και Ιωλκού και καταλήγουν στην πλατεία Ελευθερίας, όπου διαλύονται.Τετάρτη, 4 Μαρτίου 1909. Οι καπνεργάται επαναλαμβάνουν τις εργασίες των. Η απεργία, η ιστορική απεργία, έληξε. Με ευχάριστα για τους εργάτες αποτελέσματα. Ας είναι σοβαρή η κατάστασις του ατυχούς Β. Δήμα και ας χρειάστηκε σήμερα να του κοπή το πόδι. Χωρίς αγώνες, χωρίς αίμα, χωρίς θυσίες, τίποτε δεν επιτυγχάνεται.

Το βράδυ συλλαμβάνεται και κρατείται στην αστυνομία ο Γ. Αλεξανδράκης.

Την 25ηΜαρτίου τελειώνουν οι ανακρίσεις για τα καπνεργατικά και υποβάλλεται το πόρισμα υπό του δικαστού Νικητοπούλου στον εισαγγελέα, ο οποίος γνωματεύει, ότι οι προφυλακισθέντες πρέπει να παραπεμφθούν στο Πλημμελειοδικείο και να διαταχθή η απόλυσίς των από τις φυλακές.

Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών συνέρχεται την 26ησε σύσκεψι και παραδέχεται την πρότασι του εισαγγελέως. Ετσι, την Παρασκευή 27ηΜαρτίου του 1909, αποφυλακίζονται οι κρατούμενοι στο Βόλο δύο καπνεργάται, καθώς και ο προφυλακισμένος στα Τρίκαλα Γ. Αλεξανδράκης».

Πρακτικά της πρώτης συνεδρίασης του ΔΣ του Ατμομηχανοργικού Συνδέσμου «ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ», 5 Μάρτη 1901 ( από το ιστορικό λεύκωμα ΠΕΜΕΝ 1901-2001)

Ομως μέσα σ’ ένα χρόνο οι καπνέμποροι σήκωσαν κεφάλι και θέλησαν να ξαναφέρουν το παλιό καθεστώς της δωδεκάωρης δουλειάς και του μεροκάματου της πείνας. Γι’ αυτό, στις 10 του Φλεβάρη 1910, οι Βολιώτες καπνεργάτες κατεβαίνουν σε νέα απεργία. Τούτη η απεργία τους βαστάει τρεις βδομάδες και τελειώνει κι αυτή μ’ επιτυχία.Στις αρχές του Μάρτη 1911 τρίτη καπνεργατική απεργία ξέσπασε. Οι καπνεργάτες ζητούν τώρα οχτάωρο, εργοστάσια και μαγαζιά υγιεινά, καθίσματα, νιφτήρες, φαρμακευτική και ιατρική περίθαλψη, κατάργηση της κράτησης 1% που γινόταν στα μεροκάματά τους, αναγνώριση δικών τους αντιπροσώπων στο Εποπτικό Συμβούλιο κλπ. Η απεργία αυτή βάσταξε κοντά ένα μήνα, λύθηκε όμως με υποχώρηση των καπνεργατών.

Αυτό είναι το ιστορικό των μεγάλων καπνεργατικών απεργιών του Βόλου την εποχή εκείνη. Καπνεργατική απεργία είχε ξεσπάσει και στην Καρδίτσα, που κι αυτή λύθηκε στις 9 του Μάρτη (1909) με επιτυχία. Πριν ιστορήσω τις απεργίες της Αθήνας και του Πειραιά, ας κάνω λόγο και για μίαν άλλη απεργία, που έγινε στην Πάτρα ένα χρόνο νωρίτερα.

Στις 13 του Ιούνη 1908 απεργήσανε εκεί οι εργάτες της «Ελληνικής Εργατικής Ενωσης». Η απεργία αυτή έκανε τους Πατρινούς εργοδότες να τα χρειαστούν. Στην αρχή τρομοκρατήθηκαν και βλέπανε παντού «αναρχικούς δάκτυλους».

«Η απεργία», χαρακτικό της Μ. Ξενάκη σε σχέδια Τάσσου. Εμπνεόμενος από την ιστορία του Βόλου, ο Τάσσος σχεδίασε τις οκτώ συνθέσεις που κοσμούν την κεντρική είσοδο του Δημαρχείου του Βόλου. Οι πρώτες πέντε συνθέσεις φιλοτεχνήθηκαν το 1985 από τον ίδιο το χαράκτη, ενώ οι υπόλοιπες από μαθητές του

Η παλιά αναρχική κίνηση, που τόσο πολύ είχε τρομοκρατήσει τους Πατρινούς πλουσίους, δεν είχε ολότελα ξεχαστεί, αν κι είχανε περάσει κάμποσα χρόνια. Γι’ αυτό ο εκεί εισαγγελέας, από την πίεση των πατρινών εργοδοτών, όχι μονάχα έβαλε την αστυνομία να τρομοκρατήσει τους απεργούς, μα και ο ίδιος τους καταδίωξε, εφαρμόζοντας το άρθρο 167 του Ποινικού Νόμου2.Ερχόμαστε τώρα στον Πειραιά. Το Μάρτη του 1910 ξέσπασε εκεί η μεγάλη απεργία των ναυτοθερμαστών.

Ισαμε την εποχή εκείνη, παρ’ όλη την ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας, τίποτα δεν έγινε για την καλυτέρευση της ζωής των εργατών που δούλευαν στα εμπορικά καράβια. Ολο το προσωπικό ζούσε μία ζωή σκυλίσια. Μεγάλη καταπίεση, λίγη τροφή, πολλές ώρες δουλειάς. Οι ναυτοθερμαστές ήρθε η ώρα να σηκώσουν κεφάλι δε βαστούσαν πια. Στην αρχή με το καλό και παρακαλώντας ζήτησαν να τους δοθεί λίγο ψωμί παραπανίσιο από εκείνο που παίρνανε και να λιγοστέψουν οι ώρες της δουλειάς. Μα οι εφοπλιστές ούτε ν’ ακούσουν θέλανε τα παρακάλια των σκλάβων τους. Γι’ αυτό ετοιμάστηκαν να κηρύξουν απεργία ζητώντας τροφή καλή και κανονισμό δουλειάς (καθορισμό ωρών εργασίας). Τα αιτήματά τους αυτά γίνανε «κατ’ αρχήν» δεκτά από τους εφοπλιστές μ’ έναν όρο όμως: Να διαλύσουν το σωματείο τους. Οι ναυτεργάτες δεν το δέχτηκαν και η απεργία ξέσπασε.

Το Καταστατικού του Εργατικού Κέντρου Βόλου, 1909

Πρωθυπουργός την εποχή εκείνη ήταν ο Στέφανος Δραγούμης, ο ίδιος που στο Κιλελέρ της Λάρισας αιματοκύλισε τους αγρότες. Τόσο αυτός, όσο και οι άλλοι υπουργοί, θέλησαν να δείξουν πως στην Ελλάδα δε «χρειάζονται αναρχικά κινήματα και εργατικαί επιδείξεις». Αντίθετα, έπρεπε να «ενθαρρυνθή το νεαρόν ελληνικόν κεφάλαιον». Γι’ αυτό πήραν αμέσως τέτοια μέτρα που απέβλεπαν στο σπάσιμο της απεργίας. Μια όμως που δεν τα κατάφεραν να σπάσουν την απεργία, στείλανε στα δεμένα εμπορικά βαπόρια ναύτες από το Πολεμικό Ναυτικό. Οι απεργοί μπροστά στην κυβερνητική αυτή επέμβαση σκέφτηκαν ν’ ανέβουν «εν σώματι» στην Αθήνα και να διαμαρτυρηθούν στον Δραγούμη (τέλος Μάρτη). Μα ο Δραγούμης, αν και τους έδωσε υποσχέσεις, εξακολουθούσε να ενισχύει τους εφοπλιστές. Τότε αποφασίστηκε από τα εργατικά σωματεία της Αθήνας να γίνει κοινό συλλαλητήριο, για να ενισχυθεί η απεργία των ναυτοθερμαστών του Πειραιά.

Ετσι, στις 9 του Απρίλη (1910) ανέβηκαν στην Αθήνα κοντά δυο χιλιάδες απεργοί από τον Πειραιά. Η συγκέντρωση έγινε στο εργοστάσιο «Φιξ» (Λεωφόρος Συγγρού). Εκεί είχαν μαζευτεί και καμιά χιλιάδα Αθηναίοι εργάτες κι όλοι μαζί ξεκίνησαν για τους Στύλους του Ολυμπίου Διός.

Στη μεγάλη αυτή εργατική συγκέντρωση μίλησε πρώτος ο κοινωνιολόγος Παν. Αραβαντινός. Ο λόγος του ήταν μαχητικότατος. Μίλησε για την πάλη των τάξεων, για την εργατική γροθιά, για το εργατικό δίκαιο, για την εκμετάλλευση, για την ανάγκη του εργατικού συνασπισμού. Και μαζί με άλλα είπε και τα παρακάτω:

«Μηχανικοί και θερμασταί απεργοί!

…Εις τα συνασπισθέντα υπέρ υμών Εργατικά Σωματεία των Αθηνών πρέπει να αντικρύσετε αδελφούς συμπάσχοντας μαζί σας, συνεργάτας ζώντας υπό τους αυτούς δυσμενείς όρους, υπό τους οποίους ζήτε και Σεις, αδελφούς δακρύοντας διά τα κακουχίας και καταπιέσεις τας οποίας υποφέρετε, συμπολεμιστάς, τέλος, διά τον μέλλοντα αγώνα υπέρ της ανυψώσεως του Εργάτου, της βελτιώσεως των όρων υπό τους οποίους ζη, υπέρ αυτού τούτου του ατομισμού αυτού.

Το λογότυπο του Εργατικού Κέντρου Αθήνας

…Οι μηχανικοί και θερμασταί του Πειραιώς επί είκοσι και πέντε όλας ημέρας τυραννούνται μακράν της εργασίας των, διότι οι μεν πρώτοι εζήτησαν από τους εφοπλιστάς να απομακρυνθώσιν των πλοίων οι Τούρκοι και οι Βούλγαροι, τους οποίους το Προξενείον Κωνσταντινουπόλεως επρομήθευσε εις αυτούς…»3.Υστερα κι από τους λόγους του Π. Αθηναίου και του Νίκου Μώρου εγκρίθηκε ψήφισμα με την εντολή να επιδοθεί στην κυβέρνηση.

Η επιτροπή που βγήκε για να πάει να επιδώσει το ψήφισμα αποτελούνταν από δυό θερμαστές, δυο μηχανικούς κι από το δικηγόρο Σπύρο Θεοδωρόπουλο.

Οταν πήγε όμως στο σπίτι του πρωθυπουργού, ο γέρο – Δραγούμης «επιφυλάχτηκε» ν’ απαντήσει.

«Αύριον, αύριον, θα μεριμνήσω… πηγαίνετε και θα μεριμνήσω…», απάντησε.

Η επιτροπή έφυγε και ανακοίνωσε στους συγκεντρωμένους έξω από το σπίτι του Δραγούμη απεργούς την απάντηση του πρωθυπουργού.

Οι απεργοί μανιάζουν, φωνάζουν, σφυρίζουν, διαμαρτύρονται, απειλούν. Η απάντηση αυτή τους εξαγρίωσε.

Ο διευθυντής της Αστυνομίας Δαμηλάτης στο αναμεταξύ έφερε στρατό και χωροφύλακες τάχα «προς τήρησιν της τάξεως», αλλά με σκοπό πραγματικό να διαλύσει με τη βία τους απεργούς.

Η εμφάνιση όμως των χωροφυλάκων ερεθίζει πιο πολύ τους εργάτες.

Ενας απεργός αρπάζει από τα χέρια ενός χωροφύλακα τον γκρα. Το ίδιο κάνουν κι άλλοι. Οι χωροφύλακες τα χρειάζονται. Ενας άλλος απεργός με μια πέτρα σπάζει ένα τζάμι σε κάποιο παράθυρο του σπιτιού του Δραγούμη. Ο γερο-πρωθυπουργός, βλέποντας το μανιασμένο πλήθος έτοιμο να τα κάνει γυαλιά καρφιά, κατεβαίνει από το σπίτι του και δηλώνει πως θα δεχτεί τα αιτήματα των απεργών και θα διατάξει αμέσως «να αποσυρθούν οι ναύται του πολεμικού ναυτικού από τα εμπορικά πλοία». Η εργατική γροθιά ανάγκασε τον πρωθυπουργό να υποχωρήσει.

«Σοσιαλιστική Δημοκρατία» 9 Σεπτέμβρη 1912

Οι απεργοί, ικανοποιημένοι από τη νίκη τους, όλοι μαζί, κατεβαίνουν την οδό Σταδίου και περνώντας από την οδό Αιόλου μαζεύονται μπροστά στο Εργατικό Κέντρο, όπου τους μίλησε ο Σπ. Θεοδωρόπουλος, τονίζοντάς τους και τούτα τα λόγια του Γάλλου Βαβιανί:«Παν ό,τι δίδεται εις τον εργάτην δεν είναι παροχή, είναι επιστροφή. Είναι μερική καταβολή απέναντι ολικού χρέους οφειλομένου εις αυτόν. Ο,τι και αν του κάμουν του εργάτη ουδέποτε θα μπορέσουν να τον εξοφλήσουν, έως ότου οργανωμένος και δυνατός θα πάρη πίσω το όλον που του ανήκει»4.

Λίγες μέρες πιο ύστερα, στις 10 του Μάη (1910), ξεσπάει στον Πειραιά άλλη μεγάλη απεργία, των τσιγαράδων. Η απεργία αυτή έγινε απ’ αφορμή που ο Βάρκας κατάργησε τα χειροποίητα τσιγάρα, με τις σιγαροποιητικές μηχανές που έφερε, κι έτσι μείνανε αρκετοί εργάτες στο δρόμο και με τον καιρό θα μένανε κι άλλοι, γιατί όλοι οι καπνοβιομήχανοι σκέφτονταν να φέρουν μηχανές. Στις 17 του Μάη, μια που ο Βάρκας δεν έπαιρνε από λόγια, οι απεργοί τσιγαράδες του Πειραιά κάνανε έφοδο και σπάσανε τις μηχανές του εργοστασίου.

Η Αστυνομία και η κυβέρνηση τα χρειάστηκαν και για δυο τρεις μέρες ο Πειραιάς κι η Αθήνα στρατοκρατήθηκαν από φόβο μην τυχόν οι απεργοί κάνουν κι άλλες ζημιές και ταραχές. Οπως σε παρόμοιες περιστάσεις αλλού, έτσι και σε μας οι τσιγαράδες τα βάλανε με τις μηχανές, θαρρώντας πως σπάζοντας τα μηχανήματα θα μπορούσανε να ξαναφέρουν το παλιό καθεστώς δουλειάς. Ακολουθώντας τη διδασκαλία του Γκραβ κι άλλων αναρχικών, πιστεύανε πως ο εχθρός τους δεν είναι η καπιταλιστική τάξη μα τα άψυχα μηχανήματα. Γι’ αυτό τα «απονενοημένα» κινήματά τους είχαν καθαρά αναρχική έμπνευση. Μα, οι τέτοιες αντιλήψεις ήταν καταδικασμένες να μη φέρουν κανένα θετικό αποτέλεσμα. Ο εργάτης ποτές δεν πρέπει να βλέπει τον εχθρό του ψωμιού του στη βιομηχανική τεχνική εξέλιξη. Εχθρός του είναι ο εκμεταλλευτής εργοδότης του, κι εχθρός της τάξης του ο καπιταλισμός.

Το Δεκέμβρη του 1911 ιδρύεται η Πανελλήνια Εργατική Ομοσπονδία, η πρώτη επίσημη πράξη της εργατικής τάξης της χώρας μας να πραγματοποιήσει την ενότητά της

Την ίδια χρονιά (Οχτώβρης 1910), απεργήσανε και οι σιδηροδρομικοί του Σ.Α.Π., καθώς κι οι μεταλλωρύχοι του Λαυρίου, που δείξανε άλλη μια φορά τη μαζική τους δύναμη.

Στις αρχές του 1911, Γενάρη μήνα, απεργούν οι τραμβαγέρηδες της Αθήνας. Η απεργία αυτή παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον και γι’ αυτό θα κάνουμε ξεχωριστό λόγο για δαύτη και θα διηγηθούμε το ιστορικό της κάπως πιο πλατιά.

Αρχίζουμε από τις αιτίες που ανάγκασαν τους τραμβαγέρηδες ν’ απεργήσουν.

Η Ηλεκτρική Εταιρεία είχε πάρει την απόφαση να διαλύσει το σωματείο τους. Εβλεπε πως οι εργάτες της όλο και σήκωναν κεφάλι και γι’ αυτό θέλησε να τους κάνει έναν αιφνιδιασμό και να τους χτυπήσει εκεί που χρειαζόταν. Ετσι η Εταιρεία έριξε το σύνθημα: Να διαλυθεί ο σύνδεσμος των τροχιοδρομικών5.

Οι τραμβαγέρηδες απάντησαν με απεργία, που δείχνει ολοφάνερα πως οι εργάτες – αν και την εποχή εκείνη ο θεοδωροπουλικός ρεφορμισμός ήταν στις δόξες του – με το ταξικό τους ένστιχτο, γράφουν μια από τις πιο λαμπρές σελίδες της Ιστορίας του εργατικού μας κινήματος.

Η απεργία κηρύχτηκε στις 21 του Γενάρη. Η κίνηση αμέσως σταμάτησε ολότελα. Οι απεργοσπάστες είναι πολύ λίγοι. Οι δύο πρώτες μέρες πέρασαν ήσυχα. Την τρίτη όμως μέρα η Εταιρεία γυρεύει να βάλει σε κίνηση μερικά τραμ, χρησιμοποιώντας απεργοσπάστες. Αυτό το είχαν αποβραδίς μάθει οι απεργοί και πρωί πρωί μπλοκάρουν το αμαξοστάσιο, φέρνουν μάλιστα μαζί τους και τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Ετσι η απεργία παίρνει επαναστατικό χαραχτήρα. Το θέαμα της απεργιακής αυτής εξέγερσης δεν το ξανάδε η Αθήνα. Οι τραμβαγέρηδες, με την αποφασιστική τους στάση και τον ηρωισμό τους, δείξανε πως και στην Ελλάδα το εργατικό κίνημα έχει ζωντάνια. Η κυβέρνηση στέλνει στρατό και η συνοικία της Αγίας Τριάδας στρατοκρατείται. Η μάντρα της Λαχαναγοράς θαρρείς πως είναι στρατώνας. Οι απεργοί όμως δεν τρομοκρατούνται.

Το 1911 οι υπάλληλοι των ξενοδοχείων και ζαχαροπλαστείων ιδρύουν το συνδικάτο τους που λεγόταν «Άμυνα». Οι ίδιοι βγάλανε και μια εφημερίδα με τον τίτλο «Άμυνα», Όργανο του Εργατικού Συνδικάτου Άμυνα των υπαλλήλων ξενοδοχείων, εστιατορίων, καφενείων, οικιών κλπ. Το πρώτο φύλλο βγήκε στις 7 Μάρτη του 1912

Είναι πρωί ακόμα (24 του Γεννάρη) κι ακούονται φωνές και τραγούδια. Ερχεται μια ομάδα από τσιγαράδες κι αρβυλοεργάτες του Εργατικού Κέντρου. Μπροστά ανεμίζει το κόκκινο λάβαρο του Σοσιαλιστικού Ομίλου των τσιγαράδων, ενώ οι εργάτες σιγοτραγουδούν κάποιο σοσιαλιστικό μαρς.Οι απεργοί βάζουν αφτί ν’ ακούσουν το τραγούδι. Μερικοί, είναι αλήθεια, στραβομουτσουνιάζουν.

Ουφ! κι αυτοί οι σοσιαλιστάδες. Τι τα θέλουμ’ εμείς αυτά…

Οι πιο πολλοί, όμως, ενθουσιάζονται. Ο ερχομός των τσιγαράδων και των αρβυλοεργατών τούς δίνει κουράγιο. Είναι, μπορούμε να πούμε, ο αρραβώνας της εργατικής, της ταξικής αλληλεγγύης.

Οι ώρες περνούν με συζητήσεις, φωνές, γέλια και λογής λογής σχόλια γύρω στην απεργία.

Πλησιάζει δέκα και μισή, όταν φτάνουν ο εισαγγελέας Σπηλιάδης, ο ανακριτής Φωκάς, ο διευθυντής της Αστυνομίας κι ο νομάρχης Παπαμιχαλόπουλος.

Τα πνεύματα ήταν ερεθισμένα. Η κυβέρνηση φαινόταν σαστισμένη. Η Εστία απειλούσε. Πρέπει να πάρει τέλος, έγραφε, αυτή η απεργία. Ο ένας ύστερα από τον άλλο οι πλουτοκράτες Στρατούλης, Νεγρεπόντης, Οικονομίδης, Μπενάκης πηγαίνουν στον Βενιζέλο και διαμαρτύρονται: Ακούς εκεί απεργίες; Πρέπει να τσακιστούν όσο είναι καιρός. Καλομάθανε. Μα, δεν υποφέρονται!.. Ο ιδιοκτήτης της Πατρίδος Σίμος, σαν τη λυσσασμένη μαϊμού, βγάζει σάλιατα και φοβερίζει το Βενιζέλο «διά την χλιαράν στάσιν του απέναντι της απεργίας».

Να μην τα πολυλογάμε, το σύνθημα της κεφαλαιοκρατίας ήταν: Βαράτε!

Ο Βενιζέλος όμως, πιο πονηρός και πιο έμπειρος, τους καθησυχάζει. Δε βιάζεται. Στέλνει τον Θεοδωρόπουλο να δώσει στους απεργούς υποσχέσεις για να λύσουν την απεργία.

Η βενιζελική ταχτική πέτυχε. Οι απεργοί παρασύρθηκαν κι αναθέσανε στον Θεοδωρόπουλο να πάει στον Βενιζέλο να του ζητήσει να μεσολαβήσει η κυβέρνηση για να δεχτεί η Εταιρεία τα περισσότερα αιτήματά τους.

Ο Βενιζέλος αρχίζει να τρίβει τα χέρια από τη χαρά του.

Ετυχε να βρεθεί τότε στο υπουργείο των Εσωτερικών, μαζί με τον Ρέπουλη, και γυρίζοντας του λέει: «Τα βλέπεις; Η ταχτική μου έφερε αμέσως το αποτέλεσμα που περίμενα».

Και χωρίς να χάσει καιρό παίρνει ύφος θυμωμένου και λέει στον Θεοδωρόπουλο να πει στην επιτροπή των απεργών πως η κυβέρνηση «θ’ αναλάβη να υποστηρίξη όλα τα αιτήματα των απεργών και θ’ ασκήση όλην την προς τούτο επιρροήν της διά να γίνουν δεκτά παρά της Εταιρείας, υπό έναν και απαράβατον όρον, να αναλάβουν πρώτον οι απεργοί εργασίαν».

Ο Θεοδωρόπουλος κατέβηκε ν’ ανακοινώσει στους απεργούς τις κυβερνητικές υποσχέσεις και με τρόπο άρχισε να κάνει προπαγάνδα για τη διάσπαση της απεργίας. Βρήκε όμως τους απεργούς ενωμένους6.

Σε λίγο ο ίδιος, μαζί με κοινωνιολόγους βουλευτές, πήγε να βρει τον Ρέπουλη για να σκεφτούν για νέα λύση, μια που οι απεργοί ήταν ερεθισμένοι.

Πριν ακόμα πάει η παραπάνω επιτροπή από τον Θεοδωρόπουλο και τους κοινωνιολόγους βουλευτές στο Βενιζέλο για να του ανακοινώσει πως αποφασίστηκε από δαύτους – όχι όμως κι από τη μάζα – να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση για το σταμάτημα της απεργίας, η Αστυνομία και η Εισαγγελία βγάλανε πολλά εντάλματα για συλλήψεις.

Είχε πια νυχτώσει και οι ώρες περνούσαν. Κοντεύανε μεσάνυχτα. Εξω χιόνιζε. Μα οι απεργοί ήταν στις θέσεις τους. Ο αστυνόμος Μαρούδας με μια κουστωδία από χωροφύλακες πάει να πιάσει την απεργιακή επιτροπή, μα τα βρίσκει σκούρα. Οι απεργοί αντιστέκονται. Πέφτουν πυροβολισμοί. Ενας από τους απεργούς φρουρούς, ο Σκούτελας, κρατάει καλά τη θέση του. Οι δυο άλλοι, ο Αναστασίου και ο Γεωργίου, ξεφεύγουν με τρόπο και πάνε και χτυπάνε την καμπάνα. Σωστός συναγερμός. Η οδός Πειραιώς γεμίζει από κόσμο, φωνές, ποδοβολητά αλόγων, βρισιές, κακό μεγάλο. Η μάχη αρχίζει.

Ζήτω η απεργία, ακούεται μια φωνή, και μεμιάς χίλια στόματα φωνάζουν: Ζήτω η απεργία! Την απάντηση στη ζητωκραυγή αυτή τη δίνει ένας αξιωματικός με τη διαταγή:

Πυρ!

Το Πεζικό αρχίζει τις τουφεκιές και το Ιππικό κάνει επέλαση. Μάχη σωστή. Στήνονται οδοφράγματα. Οι απεργοί, καταμεσής του δρόμου, ταμπουρώνονται με ό,τι βρούνε μπροστά τους. Στο αναμεταξύ έρχεται κι’ άλλος στρατός. Οι απεργοί είναι περικυκλωμένοι από παντού. Αν και τα χέρια τους είναι ξυλιασμένα από την παγωνιά της νύχτας, ωστόσο κρατούν καλά τα πιστόλια τους. Σημαδεύουν και ρίχνουν.

Δε δειλιάζουν. Σπάζουν κιόλας τη στρατιωτική ζώνη και τραβούν για τα γραφεία του σωματείου τους. Το Ιππικό κάνει νέα επέλαση. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Φτάνουν, τέλος, μπροστά στα γραφεία κι αντιστέκονται όσο μπορούν στην επίθεση της κρατικής βίας. Οι πόρτες του γραφείου του σωματείου τους σπάζουν. Ο στρατός είναι πολύς κι έχει πιάσει όλα τα πόστα. Δε λιγοψυχούν, μα και δε βαστούν άλλο. Η αντίστασή τους κλονίζεται. Ομως, δε χάνουν το ηθικό τους. Υποχωρούν, μα δεν παραδίνονται. Αρχίζει τότες το κυνηγητό και οι συλλήψεις7.

Ετσι η απεργία λύθηκε την άλλη μέρα, στις 26 του Γενάρη, και η Εταιρεία αναγκάστηκε να ξαναπάρει όλους τους απεργούς.

Ποιος νίκησε; Κανένας. Ούτε οι απεργοί, ούτε η Εταιρεία.

Ωστόσο κάποιο μεγάλο δίδαγμα για τους εργάτες βγήκε από την απεργία αυτή. Ηταν το βάφτισμά τους στους ταξικούς αγώνες.

Τον Αύγουστο του 1911 οι τραμβαγέρηδες άρχισαν να ετοιμάζονται για νέα απεργία, για να εξαναγκάσουν την Εταιρεία να πάψει τον αντεργάτη διευθυντή Μάτσα. Το ΣΚΑ όμως αντιτάχτηκε στην αντίληψη αυτή και τη χαρακτήρισε αντισοσιαλιστική!

Η Εταιρεία όμως αποθρασύνεται κι απαγορεύει τη λειτουργία του συνδέσμου των τραμβαγέρηδων. Ο σύνδεσμος φαινομενικά διαλύθηκε, μα μυστικά ξανασυστήθηκε. Η Εταιρεία σώνει και καλά δεν εννοεί να παραδεχτεί πως οι υπάλληλοί της είναι άνθρωποι, τους παίρνει για δούλους και σαν τέτοιους τους μεταχειρίζεται. Η υπομονή είχε πια ξεχειλίσει. Οι τραμβαγέρηδες δε βαστούσαν άλλο και στα 1913 ξεσπάει νέα απεργία. Μα, τη φορά αυτή, η Εταιρεία χρησιμοποιεί την προδοσία για να σπάσει την απεργία. Και τα καταφέρνει. Βρήκε κάμποσους εργάτες πρόθυμους να γίνουν όργανά της και προδότες για να πάρουν γαλόνια.

Στη σειρά των απεργιών αυτών8πρέπει ν’ αναφέρω και τη μεγάλη απεργία των εργατών φωταερίου στην Κέρκυρα (αρχές Ιούλη 1912). Η απεργία αυτή μισοπήρε επαναστατικό χαραχτήρα και γι’ αυτό άρχισαν και εκεί τις καταδιώξεις. Από την εφημερίδα Σοσιαλιστική Δημοκρατία (9 του Σεπτέμβρη 1912) μαθαίνουμε πως τον Τίτο Ρέγγη, υπεύθυνο συντάχτη της, τον κάλεσαν στην ανάκριση και του απαγγείλανε κατηγορία (παράβαση του άρθρου 204 του Κ.Π.Ν). Από ένα χρονογράφημά του στην ίδια εφημερίδα μεταφέρω τα παρακάτω, γιατί ‘ναι χαρακτηριστικά και διαφωτιστικά :

«Δεν ήξερα πως υπάρχει άρθρο στον Π.Ν. (το 204) που τιμωρεί εκείνον που με γραψίματά του κινεί το μίσος των πολιτών μεταξύ τους και ούτε πως υπάρχει το άρθρο 167 του Π.Ν. που τιμωρεί την απεργία. Εμείς οι εργάτες, βλέπετε, έχουν απέραντες νομικές γνώσες! Ενόμιζα σαν κουτός εργάτης (!) πως όπως ο πλουτοκράτης έχει δικαίωμα να κλείση το εργοστάσιό του όποτε του καπνίση και να στέλνη τους εργάτες του να φάνε αέρα, έτσι και ο εργάτης, έλεγα, πως μπορεί, όταν θέλη, να πη δε δουλεύω. Κι έλεγα πως όπως όλη μέρα οι πλουτοκράτες μας πολεμάνε και συνεννοούνται μεταξύ τους για να μας εξολοθρεύσουν, έτσι και οι εργάτες μπορούν να ενώνονται και να εκφράζουν λόγια που κινούν το μίσος των συναδέλφων τους εργατών προς το πλουτοκρατικό καθεστώς.

Αυτά ενόμιζα, όταν προχτές που εκράχτηκα στην ανάκριση (σ’ άλλη μεριά της εφημερίδας γράφω) έμαθα πως αυτή η ισότης που εγώ ενόμιζα πως υπάρχει μεταξύ των Ρωμιών είναι φανταστική και πως η ισότης είναι ένα πράγμα πολύ ελαστικό, που γίνεται όπως θέλουν οι πλουτοκράτες που διοικούν».

Παρακάτω ο Ρέγγης μας δίνει πληροφορίες σχετικές με την κατηγορία που διατυπώθηκε σε βάρος του και δημοσιεύει την αντρίκια απάντηση που έδωκε στον ανακριτή.

Το Μάρτη του 1914 ξεσπάει μια μεγάλη καπνεργατική απεργία στην Καβάλα. Τη διευθύνει ο πρόεδρος του καπνεργατικού σωματείου Γιονάς. Σε λίγο ξαπλώνεται και στη Θεσσαλονίκη και στην υπόλοιπη Μακεδονία. Ετσι η απεργία αυτή γίνεται παγκαπνεργατική. Βαστάει οχτώ μέρες. Οι απεργοί χτυπιούνται με τους έφιππους χωροφύλακες μέσα στους δρόμους κι απέξω από τις καπναποθήκες. Τα όργανα της εξουσίας τρίβουν τα μάτια τους από τη συνοχή και τη μαχητικότητα των απεργών. Και οι καπνέμποροι, θέλοντας και μη, υποχωρούν και δέχονται όλα τα αιτήματα των καπνεργατών. Η καπνεργατική μάζα γράφει ηρωικές σελίδες στην ιστορία του εργατικού μας κινήματος. Η επιτυχία της παραπάνω απεργίας είχε σαν αποτέλεσμα να ενωθούν τα δυο καπνεργατικά σωματεία που υπήρχαν τότε στη Θεσσαλονίκη και να δημιουργήσει στέρεους δεσμούς αλληλεγγύης ανάμεσα στους καπνεργάτες9.

Τα Σοσιαλιστικά Κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά διαμαρτυρήθηκαν για τα τρομοκρατικά μέτρα που εφαρμόστηκαν ενάντια στους απεργούς καπνεργάτες. Στις εφημερίδες «Νέα Ελλάς» και «Πατρίς» (31 του Μάρτη 1914) διαβάζουμε:

«Κατόπιν των χθεσινών αγριοτήτων της Αστυνομίας Θεσσαλονίκης εναντίον των απεργών καπνεργατών, τα Σοσιαλιστικά Κέντρα Αθηνών – Πειραιώς, συνελθόντα, έλαβον τας εξής αποφάσεις: 1) Αποδοκιμάζουν την συκοφαντίαν, ότι οι απεργήσαντες υποκινούνται από πολιτικούς πράκτορας της Βουλγαρίας. 2) Εφιστούν την προσοχήν της Κυβερνήσεως εις το ότι οι εργοδόται και οι αστυνόμοι συκοφαντούν από σκοπού για να κτυπήσουν τον αγώνα της εργατικής τάξεως Θεσσαλονίκης, η οποία κατά το πλείστον είναι ισραηλιτική. 3) Δηλούν ότι οι απεργήσαντες ανήκουν εις τον «Σοσιαλιστικόν Σύλλογον», ο οποίος εργάζεται επί των ιδίων καθαρών σοσιαλιστικών βάσεων, καθώς και τα Σοσιαλιστικά Κέντρα Αθηνών – Πειραιώς. 4) Ψηφίζουν χρηματικά βοηθήματα διά τους απεργούς και αποστολήν 200 βιβλίων – μανιφέστων Μαρξ και Εγκελς. 5) Στέλνουν ψήφισμα διαμαρτυρίας στο Διεθνές Σοσιαλιστικόν Γραφείον και τας σοσιαλιστικάς εφημερίδας της Ευρώπης διά την αντεργατικήν διαγωγήν των Ελλήνων αστυνόμων. Αι Διοικητικαί Επιτροπαί».

Τον Ιούνη της ίδιας χρονιάς (1914) απεργούν οι σιδηροδρομικοί. Αιτία της απεργίας είναι η άρνηση των εταιρειών να εφαρμόσουν το νόμο 4028 «περί κανονισμού της υπηρεσίας των σιδηροδρομικών και τροχιοδρομικών υπαλλήλων». Η απεργία αυτή ανάγκασε την κυβέρνηση Βενιζέλου να δώσει καινούργιες υποσχέσεις για το «φιλεργατισμό» της. Υστερα όμως από λίγους μήνες, στο τέλος του Σεπτέμβρη, πέρασε από τη Βουλή ένα νόμο, που έδινε το δικαίωμα στην κυβέρνηση να επιστρατεύει τους σιδηροδρομικούς όταν απεργούν. Τέτοιου είδους «φιλεργατισμό» άρχισε να εφαρμόζει ο Βενιζέλος όταν είδε πως οι εργάτες αποχτούσαν ολοένα και περισσότερο ταξική συνείδηση…

Αλλες μεγάλες απεργίες που να ‘χουν σημασία, είναι εκείνη των γαιανθρακεργατών του Πειραιά (1913), η γενική απεργία των τυπογράφων (20 του Γενάρη 1914), που προκάλεσε τόσο θόρυβο, η απεργία των εργατών φωταερίου (10 του Απρίλη 1914), η μεγάλη απεργία των ηλεκτροτεχνιτών10 (13-14 του Μάρτη 1917), η απεργία των σιδηροδρομικών Λαρισαϊκού (14 του Οχτώβρη 1916), των ναυτεργατών (20 του Οχτώβρη 1916), η απεργία των τσιγαράδων της Θεσσαλονίκης (1916), η απεργία των ραφτεργατών της Αθήνας (1 του Νοέμβρη 1916) κι άλλες που γίνανε στο Βόλο, στη Σύρα, στην Πάτρα κ.α.

Την απεργία των τυπογράφων (1914), που αναφέραμε παραπάνω, το Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθήνας (ΣΚΑ) προσπάθησε να την ποδηγετήσει με την παρακάτω προκήρυξη και μ’ άλλες του ενέργειες. Δεν τα κατάφερε όμως. Εξάλλου η προκήρυξη που έβγαλε, σ’ ένα-δυό σημεία της, αντίς να προπαγανδίζει τον ενθουσιασμό και τη βεβαιότητα στη νίκη, προεξοφλούσε την αποτυχία. Επειτα, καλούσε τους απεργούς να πάνε στα γραφεία του Κέντρου… για να διαβάσουν βιβλία και να μάθουν πώς γίνονται και πώς οργανώνονται οι απεργίες! Δηλαδή το ΣΚΑ δεν έκανε καμιά πραχτική δράση ανάμεσα στους απεργούς για την επιτυχία της απεργίας, αλλά περιοριζόταν σε συμβουλές. Αντίς να προσκαλεί και να περιμένει να πάνε οι εργάτες στα γραφεία του, έπρεπε τα σοσιαλιστικά του στελέχη να πάνε αυτά στους απεργούς για να τους καθοδηγήσουν.

Δημοσιεύουμε εδώ ολόκληρη την προκήρυξη του ΣΚΑ προς τους απεργούς, γιατί ‘ναι χαραχτηριστική της νοοτροπίας των σοσιαλιστών του Κέντρου:

«Συνάδελφοι Τυπογράφοι! Είσθε οι ήρωες μεταξύ των εργατών της Ελλάδος. Το ξαφνικόν κίνημά σας, η γενική απεργία σας είναι μέγα κατόρθωμα συνασπισμού και θελήσεως. Με το κίνημά σας γίνεσθε από σήμερα για μας όλους τους Ελληνας εργάτες οδηγοί και παράδειγμα. Ο νους μας, η ψυχή μας είναι στην απεργία σας, σε κάθε δύσκολη στιγμή της θα ευρεθώμεν αυθόρμητα στο πλευρό σας.

Επιμείνατε στα αιτήματά σας ως το τέλος. Εσείς που αισθανθήκατε ότι μόνον διά του εξαναγκασμού, μόνον διά της βίας γίνεται ο εργάτης σεβαστός από τον εργοδότη. Εσείς που εννοήσατε πως αι «κοινωνικαί πρόνοιαι» αι «εργατικαί νομοθεσίαι» και φιλανθρωπίαι δεν είναι παρά τεχνάσματα εναντίον μας των εχθρών μας και των κυβερνητικών οργάνων των.

Εσείς που βλέπετε ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξη αρμονία μεταξύ κεφαλαιούχων και εργατών, αφού τα συμφέροντά μας είναι αντίθετα. Εσείς λοιπόν που δεν πρέπει να υποχωρήσετε εις τους μεσίτας των συμβιβασμών, τους απεσταλμένους των εκμεταλλευτών μας, είτε υπουργοί είναι, είτε δικηγορίσκοι δημοκόποι. Θυσίαι θα χρειαθούν και εδώ, όπως χρειάζονται για κάθε απεργία. Επιμείνατε και θα νικήσετε. Κι αν ακόμη η απεργία σας ναυαγήση, επειδή της λείπει ίσως η προετοιμασία, που προέρχεται από την μόρφωσιν, δεν πρέπει να απελπισθήτε, αλλά να καταλάβετε πως επιτυχαίνουν μόνον απεργίες καμωμένες από εργάτας σοσιαλιστάς.

Μη νομίσετε πως δεν πρέπει να σχετισθή ο σοσιαλισμός με την απεργία σας. Κάθε εργάτης απεργός κατ’ ανάγκην είναι και σοσιαλιστής. Γι’ αυτό τις μέρες της απεργίας σας μην τις περάσετε στο καφενείον, αφιερώσατέ τας στην μόρφωσίν σας. Ιδού. Τα γραφεία του Σοσιαλιστικού Κέντρου είναι ορθάνοιχτα για όλους τους απεργούς. Ελάτε εκεί να διαβάσουμε τα βιβλία, που υπερασπίζουν τα συμφέροντά μας, ελάτε να συζητήσουμε τους τρόπους, με τους οποίους οργανώνονται και δρουν επιτυχώς οι συνάδελφοί μας της Ευρώπης. Το εργατικό μας κίνημα είναι ένα σ’ όλον τον κόσμο.

Οι εργάται όλης της γης έχουν συμφέρον να ενώνωνται εναντίον των εκμεταλλευτών τους.

Ζήτω η ένωσις των εργατών. Ζήτω η απεργία».

Μια άλλη απεργία, για την οποία αξίζει να κάνουμε λόγο, – αν και ανήκει στη σειρά εκείνων που τις χαραχτηρίζει ολότελα το αυθόρμητο ξέσπασμα και όχι η συνειδητή ταξική αντίληψη -, είναι η απεργία των μεταλλωρύχων στη Σέριφο, που ξέσπασε τον Αύγουστο του 1916 και που μοιάζει με τις απεργίες του Λαυρίου την περίοδο 1885 – 1906.

Το ιστορικό της απεργίας αυτής είναι τούτο:

Οι εργάτες των μεταλλείων Μεγάλου Λιβαδιού στη Σέριφο11 ίσαμε τα 1916 ήταν ολότελα ανοργάνωτοι. Κατά τα μέσα του Ιούνη της ίδιας χρονιάς οι ίδιοι εργάτες σκέφτηκαν πως έπρεπε να οργανωθούν και να ιδρύσουν επαγγελματικό σωματείο. Κάλεσαν λοιπόν από την Αθήνα τον εργάτη Κ. Σπέρα και του ανάθεσαν να τους βοηθήσει, για να φκιάσουν το σωματείο τους. Αμα γίνανε τα προκαταρχτικά, η οργανωτική επιτροπή κάλεσε τους εργάτες σε γενική συνέλευση στην αίθουσα του Δημαρχείου για να εγκρίνει το καταστατικό που είχε συντάξει.

Η ίδια γενική συνέλευση ανάθεσε στην προσωρινή επιτροπή να ζητήσει από την Εταιρεία να δεχτεί ορισμένα αιτήματα.

Η Εταιρεία όμως, αντίς ν’ απαντήσει στο έγγραφο υπόμνημα, σταμάτησε τις δουλειές, με σκοπό να εξαναγκάσει τους εργάτες να υποκύψουν μπροστά στο φάσμα της πείνας.

Στο αναμεταξύ οι εργάτες βγάλανε μια επιτροπή από τρία μέλη και της δώσανε εντολή να πάει στην Αθήνα και να καταγγείλει στην κυβέρνηση πως η Εταιρεία δεν εφαρμόζει τους εργατικούς νόμους (μέσα του Αυγούστου 1916).

Υστερα από λίγες μέρες, στις 21 του μηνός, στάλθηκε στρατός στη Σέριφο «προς τήρησιν της τάξεως».

Την άλλη μέρα έφτασε στη Σέριφο κι ο υπομοίραρχος Χρυσάνθου με τριάντα άντρες.

Ο Χρυσάνθου κάλεσε την επιτροπή των απεργών στην αστυνομία κι άρχισε τις βρισιές και τις απειλές. Αφού τους έψαλε τον αναβαλλόμενο, σκέφτηκε να κλείσει την επιτροπή στο μπουντρούμι και να πάει ο ίδιος στους απεργούς για να τους τρομοκρατήσει.

Οι απεργοί όμως του δείξανε πως δε φοβούνται. Αν και δεν είχαν ηγεσία, αν και δεν ξέρανε από αγώνες, διαμαρτυρήθηκαν αντρίκια στα «μέτρα» που άρχισε να εφαρμόζει ο Χρυσάνθου.

Η προκλητική στάση του υπομοίραρχου αγρίεψε τους απεργούς. Το τι έγινε τότε δεν περιγράφεται. Από λόγο σε λόγο άρχισε σωστή μάχη ανάμεσα στους απεργούς και στους χωροφύλακες, μάχη φονική. Τριάντα τέσσερες απεργοί πληγώθηκαν και τέσσερες μείνανε στον τόπο. Από τους αστυνομικούς σκοτώθηκαν τρεις κι απ’ αυτούς οι δυο ήταν βαθμοφόροι. Λαβώθηκαν όμως καμιά εικοσαριά12.

Εδώ κλείνουμε το κεφάλαιο των απεργιών στα χρόνια 1908 – 1918.

Φυσικά γίνανε κι άλλες απεργίες, μα γράψαμε για κείνες μονάχα που έχουν ένα ιστορικό και διδαχτικό ενδιαφέρον.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Τα μεροκάματα των καπνεργατών στην περίοδο 1908 – 1909 ήταν τιποτένια: Οι επιστάτες παίρνανε 6 δραχμές. Οι δέτες 3,50 – 4 δρχ. Οι καθαριστές 2 – 3,50 δρχ., ανάλογα με την ικανότητά τους. Οι μπασκετζήδες 0,80 – 1,50 δρχ. Και δούλεβαν παραπάνω από 12 ώρες την ημέρα. Το ΕΚΒ στις αρχές του Φλεβάρη 1909 ζήτησε οι ώρες της δουλειάς να λιγοστέψουν. Η δουλειά ν’ αρχίζει από την ανατολή του ήλιου και να τελειώνει με τη δύση, με διάλειμμα το μεσημέρι κανονικό, δηλαδή από 15 Αυγούστου μέχρι 23 Απρίλη μιας ώρας και τους άλλους μήνες δυο ώρες. Ζήτησε ακόμα ανέβασμα των μεροκάματων. Για τους επιστάτες 6 -7 δρχ. Για τους δέτες και καταχτές 5 – 5,50 δρχ. Για τους καθαριστές 3 – 4 δρχ. και για τους μπασκετζήδες 2 – 2,50 δρχ. Διπλάσια μεροκάματα όμως για τα εργοστάσια Χαμσαραχή, Μουτουσιάν και Λιβανού. Οι καπνέμποροι με κανένα τρόπο δε δέχτηκαν τα παραπάνω αιτήματα των καπνεργατών. Προθυμοποιήθηκαν μόνο να τους πετάξουν κανένα κόκαλο.

2. Κοίτα περιοδ. «Κοινωνισμός» (τευχ. 2 Απρίλη 1910).

3. Κοίτα ολόκληρο το λόγο του Αραβαντινού στο περιοδικό «Κοινωνισμός» αριθ. 5, χρ. Α΄(1910).

4. Η εφ. «Πατρίς» του Σίμου την άλλη μέρα του εργατικού συλλαλητηρίου σε κύριο άρθρου στιγμάτιζε «την νέαν τροπήν που έπαιρνε το εργατικόν κίνημα» και κατηγορούσε τους ηγέτες του πως είναι «νέοι με νοσηράς φαντασίας και σκέψεις απαισιοδόξους». Ακόμα έγραφε πως πρέπει να γίνει «μια εργασία εθνική κατά πάσης προπαγάνδας, εχούσης ως σκοπόν την εισαγωγήν καινών δαιμονίων, τα οποία προώρισται να καταστρέψουν τους ιστούς του ελληνικού σώματος».

5. Το σωματείο των τραμβαγέρηδων (τροχιοδρομικών) ιδρύθηκε στα 1909. Στην αρχή μέλη του ήταν μονάχα οι εισπράχτορες, οι οδηγοί και οι επιθεωρητές, δηλαδή οι υπάλληλοι που είχαν ορισμένο μισθό το μήνα. Η πρώτη απεργία των τραμβαγέρηδων έγινε στις 6 του Ιούνη κι η δεύτερη στις 10 του Σεπτέμβρη του 1909. Η πρώτη τους απεργία έγινε, γιατί: α) Η Eταιρεία έκανε ένα σωρό αυθαιρεσίες, έπαυε, διόριζε, έδιωχνε, έκανε ό,τι ήθελε. β) Τα μεροκάματα ήταν ξεπεσμένα και οι ώρες δουλειάς πολλές (πριν μάλιστα να φκιάσουν το σωματείο δούλευαν δεκαπέντε ώρες το μερόνυχτο και παραπάνω). γ) Οι υπάλληλοι θεωρούντανε δούλοι. Μάλιστα φτάνανε στο σημείο μερικοί μεγάλοι της Εταιρείας να παίρνουν τους υπαλλήλους στο σπίτι τους και να τους βάζουνε σε διάφορες αγγαρείες (να κουβαλάνε νερό, πέτρες, τούβλα κλπ.). Με την απεργία αυτή ζητούσανε 10ωρο και κανονισμό του μισθολογίου: 95 δραχ. για τους αρχάριους και 105 ύστερα από εξάμηνο. Την απεργία αυτή την κέρδισαν και γλυκάθηκαν. Είδαν ή μάλλον άρχισαν να καταλαβαίνουν, – αν και οι περισσότεροι υπάλληλοι ήταν μωραΐτες και με παραδόσεις και προλήψεις αντιδραστικές και οπισθοδρομικές -, τι σημασία έχει η οργάνωση. Υστερα από τρεις μήνες (στις 10 του Σεπτέμβρη 1909), επειδή η Εταιρεία θέλησε ν’ αχρηστέψει τη συμφωνία που έγινε ύστερα από την πρώτη απεργία, ξέσπασε νέα απεργία. Η κυριότερη επιδίωξη στην απεργία αυτή ήταν να υποχρεωθεί η Εταιρεία να συστήσει ένα πειθαρχικό συμβούλιο, που να το απαρτίζουν εργάτες, κι αυτό ν’ αποφασίζει για τις τιμωρίες κλπ. του προσωπικού. Με την απεργία πέτυχαν όλα τα αιτήματά τους και μόνο το παραπάνω αίτημα δεν έγινε δεχτό. Για την πρώτη απεργία των τραμβαγέρηδων η σοσιαλιστική εφημερίδα «Μέλλον» (7 Ιούνη 1909) γράφει σε κύριο άρθρο: «Επρεπε να χυθεί το αίμα του ατυχούς Σοφιάνογλου, για να καταδειχθεί σ’ όλη την απαισιότητά της η μαύρη ψυχή της Εταιρείας των Τροχιοδρόμων… ελευθέρωσε από την δουλεία τα άλογα, δεν ήτο δυνατό να ελευθερώσει και τους ανθρώπους; Ο,τι της έλειπε εις κεφάλαιον έπρεπε να εξευρεθεί. Επρεπε το αίμα, τα νεύρα, η ψυχή των δυστυχισμένων υπαλλήλων να μεταβληθούν εις δύναμιν, να ρευστοποιηθούν εις χρήμα για να πάρουν το υψηλό τους μέρισμα οι μέτοχοι. Οι ώρες της εργασίας ανέβηκαν σε 16… εις τα δίκαια παράπονα των τραμβαγέρηδων η Εταιρεία απήντησε με ειρωνεία…».

6. Να πώς τα λέει σύντομα η εφ. «Ακρόπολις» (25 Γεν. 1911): «Ακολούθως ωμίλησαν οι βουλευταί κ.κ. Θεοδωρόπουλος, όστις είναι και νομικός σύμβουλος του Εργατικού Κέντρου, Α. Παπαναστασίου, Ηλιόπουλος, Πετιμεζάς, Αραβαντινός, οίτινες συνέστησαν, όπως διά την επίλυσιν της απεργίας εξευρεθή μία ειρηνική λύσις και μη δοθή είς τα πράγματα ωθήσις τοιαύτη, δυναμένη να έχη σοβαρά αποτελέσματα. Με την γνώμην των κ.κ. βουλευτών ετάχθησαν και οι περισσότεροι των Προέδρων των Σωματείων. Αλλ’ οι ρήτορες εργάται, οι οποίοι έλαβον τον λόγον κατόπιν, υπεστήριξαν ότι πρέπει να επιζητηθή η υποχώρησις της Εταιρείας, εις τα δίκαια αιτήματα των απεργών και μη δεχθούν οι τελευταίοι να αναλάβουν εργασίαν προτού ικανοποιηθούν τελείως».

7. Πιάστηκαν ίσαμε 250. Τους δένανε δυο δυο και τους ρίχνανε στα μπουντρούμια. Τους πιο πολλούς τους απολύσανε, αφού τους κρατήσανε δυο μέρες. Προφυλακίστηκαν μόνο έντεκα, σαν πρωταίτιοι, που μείνανε στη φυλακή κοντά ένα χρόνο.

8. Στην Αθήνα και στον Πειραιά, στο τέλος του Νοέμβρη κι αρχές του Δεκέμβρη του 1911, απεργήσανε και οι γυαλάδες.

9. Ο Μπεναρόγιας γράφει για την απεργία αυτή τα εξής: «Εις Καβάλαν αποφασίζεται διά τας αρχάς Μαρτίου του 1914 κοινός παγκαπνεργατικός αγών διά την βελτίωσιν και εξίσωσιν των συνθηκών εργασίας εις όλην την Μακεδονίαν. Η γενική απεργία κηρύσσεται εις Καβάλαν, Δράμαν και τέλος εις Θεσσαλονίκην. Οι καπνεργάται Θεσ/νίκης, όλοι, εμπνευσμένοι και ποτισμένοι από σοσιαλιστικάς αρχάς, αγωνίζονται με θαυμαστήν αντοχήν και συνοχήν. Οι καπνέμποροι επιστρατεύουν κιτρίνους. (Σ.Σ. Κίτρινοι λέγονταν τότες οι εργάτες που δεν είχαν ταξική συνείδηση και παίρνανε εχθρική στάση στους εργατικούς αγώνες), ιδίως Τουρκάλες και Ατσιγγάνους, περαστικούς μετανάστας, υπό την προστασίαν της Χωροφυλακής. Οι απεργοί κάμνουν επανειλημμένας επιθέσεις κατά των καπναποθηκών προς παρεμπόδισιν της εργασίας και κατά των υπό συνοδείαν μεταβαινόντων εις τα εργοστάσια κιτρίνων. Η έφιππος Χωροφυλακή επίσης χρησιμοποιείται. Επί 8 ημέρας η Θεσσαλονίκη γίνεται θέατρον συγκινητικών περιπετειών με συγκρούσεις, τραυματισμούς, συλλήψεις. Τέλος επεμβαίνει η Διοίκησις και εν γενικόν συμβόλαιον εργασίας υπογράφεται μεταξύ των διαμαχομένων και αυτής της Διοικήσεως με πλείστας παραχωρήσεις προς τους εργάτας. Ετσι η απεργία λήγει θριαμβευτικώς».

10. Την απεργία από τα παρασκήνια τη διεύθυνε ο Γιαννιός, γι’ αυτό και καταδιώχτηκε. Φυλακίστηκε μάλιστα σαράντα μέρες.

11. Ιδιοχτήτης των μεταλλείων ήταν ο γερμανός Γρόμαν, εργοδότης από τους πιο αυταρχικούς. Στη Σέριφο την εποχή εκείνη ο λόγος του ήταν νόμος.

12. Βγήκε κι ένα φυλλάδιο για το ιστορικό της απεργίας αυτής με τον τίτλο «Η απεργία της Σερίφου», ήτοι αφήγησις των αιματηρών σκηνών της 21 Αυγούστου εις τα μεταλλωρυχεία του Μεγάλου Λειβαδίου της Σερίφου, υπό Κ. Σπέρα, Αθήναι 1919.