Ο κοινωνικός χαρακτήρας της Επανάστασης του 1821

Ο Ρήγας ψέλνει το Θούριο (Μουσείο Μπενάκη)

«Ας εξετάση διακεκριμένως οποιοσδήποτε έλαβεν μέρος εις την Επανάστασιν, και θέλει ίδει ότι η τάξις των ξενιτευμένων λογιοτάτων και εμπόρων είναι ήτις πρώτη ετόλμησεν και εκίνησεν τον μοχλόν τούτον και έμβασεν και τους Προεστούς και τους Αρματολούς εις τα αίματα.»1

Ετσι περιγράφει την κινητήρια δύναμη της Επανάστασης του 1821 ένας εκ των πρωταγωνιστών της, ο Σερραίος επαναστάτης Ν. Κασομούλης, καταδεικνύοντας το κοινωνικό της περιεχόμενο. Εκτοτε, αυτό εκτοπίστηκε από την κρατούσα ιστοριογραφία, για να κυριαρχήσουν το θρησκευτικό και μια «υπερταξική» έννοια του εθνικού ως αποκλειστικά κίνητρα της Επανάστασης.

Σε κάθε ιστορική εποχή, μια κοινωνική τάξη προβάλλει ως πρωτοπόρα, αποτελώντας την ηγέτιδα δύναμη – μοχλό της κοινωνικής προόδου. Την περίοδο που εξετάζουμε, ο ρόλος αυτός ανήκε στην αστική τάξη, η οποία διαμορφώθηκε και αναπτύχθηκε στα πλαίσια του φεουδαρχικού συστήματος. Σε μια μακρόχρονη πορεία, οι φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής έγιναν εμπόδιο για την περαιτέρω ανάπτυξη των νέων παραγωγικών δυνάμεων, των καπιταλιστικών. Επρεπε, λοιπόν, να σπάσουν. Και έσπασαν, με τη νίκη των αστικών επαναστάσεων, οι οποίες συνέτριψαν τη φεουδαρχική εξουσία και συγκρότησαν τα αστικά έθνη – κράτη.

Η ελληνική επανάσταση του 1821 δε διέφερε ως προς αυτό, από τις αντίστοιχες επαναστάσεις και κινήματα που σημειώθηκαν σε μια σειρά χώρες το ίδιο διάστημα. Βεβαίως, πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες οθωμανικής κατάκτησης, με ηγετική δύναμη την ελληνόφωνη χριστιανική αστική τάξη. Ηταν, επομένως, εθνικοαπελευθερωτική στη μορφή και αστικοδημοκρατική στο περιεχόμενο.

Οπως σε όλες τις αστικές επαναστάσεις, έτσι και στην ελληνική του 1821, πήραν μέρος, ως κινητήριες δυνάμεις, οι πλατιές μάζες της αγροτιάς, καθώς και η μικρή ακόμα αριθμητικά εργατική τάξη (ναύτες, τεχνίτες, κ.ά.). Ο μαζικός λαϊκός ηρωισμός, ακόμα και μεταξύ των αμάχων, η συλλογική δράση που έλαβε όλες τις μορφές πάλης – και κυρίως την ένοπλη – η αυτοθυσία, σφράγισαν τον πολυετή αγώνα, αφήνοντας πίσω διαχρονικά διδάγματα.

Η άνοδος της αστικής τάξης
*
Επίθεση τουρκικού ιππικού εναντίον των Ελλήνων στο Βελεστίνο. Λαϊκή γκραβούρα εποχής

Ο 18οςαιώνας υπήρξε μια περίοδος, όπου η ελληνική αστική τάξη σημείωσε πρωτόγνωρη ανάπτυξη. Σε αυτό συνέβαλαν μια σειρά παράγοντες. Οι αλλαγές στο οθωμανικό καθεστώς γαιοχρησίας και η εξάπλωση του διεθνούς εμπορίου επέφεραν σημαντικές μεταβολές στο επίπεδο της αγροτικής οικονομίας, που, από κλειστή, άρχισε σιγά σιγά να γίνεται εμπορευματική. Το χρήμα έπαψε πια αποκλειστικά να αποθησαυρίζεται και άρχισε σταδιακά να κυκλοφορεί και να επενδύεται στο εμπόριο, στις τράπεζες, στη βιοτεχνία, κ.α.Η Συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή (1774) και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι (1793-1813) δημιούργησαν τις συνθήκες για ραγδαία ανάπτυξη και κερδοφορία του ελληνικού εμπορικού και ναυτιλιακού κεφαλαίου. Εκατοντάδες πλοία ναυπηγήθηκαν, εμπορικά δίκτυα εξαπλώθηκαν σε όλη την Ευρώπη, ενώ οι δραστηριότητες των Ελλήνων κεφαλαιούχων επεκτάθηκαν γρήγορα στους τομείς των τραπεζών και των ασφαλειών. Σημαντική υπήρξε, επίσης, η ανάπτυξη της βιοτεχνίας.

Κατά τα τέλη του 18ουαιώνα, η ελληνική αστική τάξη, πέραν της οικονομικής δύναμης, οπλίστηκε ακόμη με ιδεολογία και πολιτικό πρόγραμμα, που άντλησε από το Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση. Τα εμπορικά – βιοτεχνικά κέντρα των Ελλήνων αποτέλεσαν πνευματικά φυτώρια, όπου συντελέστηκε η εθνική αφύπνιση, μετατρέποντας το «χριστιανικό γένος των Ρωμαίων» σε «ελληνικό έθνος». Στην εθνική συνειδητοποίηση προστέθηκε σε μια πορεία και η επαναστατική ψυχολογία.

Ο Κολοκοτρώνης και τα παλικάρια του μετά τη μάχη. Ζωγραφιά του Θεόφιλου

Ολη αυτή η κίνηση – απειλή για την παλαιά τάξη πραγμάτων – προκάλεσε την αντίδραση της επίσημης Εκκλησίας, η οποία καταδίκασε τα «αθεΐας λίμπερα» των Γάλλων, ζήτησε να καούν τα «ανίερα» βιβλία (όπως του Βολτέρου) και να αφοριστούν όσοι τα διάβαζαν. Λίγο πριν την Επανάσταση δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υποστήριζαν: «Ας αφήσουμε τα παιδιά του Μωάμεθ να αποτελειώσουν τα παιδιά του Ροβεσπιέρου.»2Ωστόσο, η δυναμική που απελευθέρωσε η αστική τάξη της Γαλλίας δεν κατέστη εφικτό να καταπνιγεί. Οπως υπογράμμισε ο ίδιος ο Θ. Κολοκοτρώνης, «η γαλλική επανάσταση και ο Ναπολέοντας, έκαμε, κατά την γνώμη μου, ν’ ανοίξουν τα μάτια του κόσμου.»3

Η ανερχόμενη αστική τάξη δεν υπήρξε μόνον ο κοινωνικός φορέας της εθνικής αφύπνισης – συνειδητοποίησης, αλλά και ο οργανωτής της επανάστασης, στην οποία προσέδωσε σαφές ιδεολογικοπολιτικό περιεχόμενο. Ο Ρήγας Φεραίος μέσα από τον Θούριο πρόβαλλε τόσο ένα απελευθερωτικό σχέδιο όσο και ένα πολιτικό πρόγραμμα. Εκεί, καθώς και στο έργο του Νέα Πολιτική Διοίκησις που ακολούθησε, καλούσε σε εξέγερση όλους τους λαούς της Βαλκανικής («Χριστιανούς και Τούρκους»), με σκοπό το γκρέμισμα της οθωμανικής κυριαρχίας και τη δημιουργία μιας Βαλκανικής ομοσπονδίας. Ο Ρήγας ήρθε σε επαφή με το Διευθυντήριο της Γαλλικής Επανάστασης, ίδρυσε μυστική Εταιρεία και ανέπτυξε δράση στα εμποροβιοτεχνικά κέντρα των Ελλήνων, στον ελλαδικό χώρο και τα Βαλκάνια.

Η σύσταση συνωμοτικών οργανώσεων με ταξικούς – εθνικοαπελευθερωτικούς σκοπούς υπήρξε συνήθης πρακτική για τα αντίστοιχα κινήματα της εποχής. Εκτός από την Εταιρεία του Ρήγα, συγκροτήθηκαν τα επόμενα χρόνια μια σειρά οργανώσεις, όπως η Εταιρεία των Πέντε, το Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον (Παρίσι 1809), η Φιλόμουσος Εταιρεία (Αθήνα 1813) και, βεβαίως, η Φιλική Εταιρεία (Οδησσός 1814). Η τελευταία υπήρξε σαφώς η πιο σημαντική, τόσο από την άποψη της μαζικότητας, όσο και της μαχητικότητας, αλλά και του ρόλου τον οποίο έπαιξε.Στον πυρήνα της Φιλικής Εταιρείας (ΦΕ) ήταν η αστική τάξη. Στις γραμμές της εντάχθηκαν πολλοί σημαίνοντες έμποροι και τραπεζίτες (όπως οι Α. Κροκίδας ή ο Εμμ. Παππάς αντίστοιχα), εφοπλιστές (όπως οι Κουντουριώτης και Μεξής), κ.ο.κ. Η οργάνωση, η δομή και οι αρχές λειτουργίες της ΦΕ αντλούσαν από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή εμπειρία, ιδιαίτερα της καρμποναρίας.

Στη συνέχεια μυήθηκαν στη ΦΕ και κοτζαμπάσηδες (όπως οι Π. Μαυρομιχάλης και Λόντος, οι Ρούφοι και οι Ζαΐμηδες), Φαναριώτες (όπως οι Μαυροκορδάτος, Νέγρης Νούτσος και Φιράρης) και ανώτεροι κληρικοί (όπως οι Α. Γαζής, Παλαιών Πατρών Γερμανός και Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας). Οι δυνάμεις αυτές δεν υπήρξαν ομοιογενείς, δημιουργώντας συχνά αντιθέσεις και τριβές στους κόλπους της Φιλικής, ενώ η στάση τους στην Επανάσταση ποίκιλλε. Τέλος, ενόψει της ταυτόχρονης κήρυξης της Επανάστασης στα Βαλκάνια εντάχθηκαν στη ΦΕ πολλοί Σέρβοι, Βούλγαροι, Μολδαβοί και Βλάχοι. Το 1819-1820 άρχισαν να στρατολογούνται στο Μοριά και μέλη από τις λαϊκές τάξεις.

Παραμονές του 1821, ο μηχανισμός της Φιλικής κινητοποιήθηκε για την έκρηξη της Επανάστασης. Στην Πελοπόννησο, όπου θα δινόταν βάρος λόγω της ύπαρξης συμπαγούς ελληνικού πληθυσμού και της έλλειψης σημαντικών οθωμανικών δυνάμεων (οι οποίες είχαν δεσμευτεί για την αντιμετώπιση του Αλή πασά των Ιωαννίνων), στάλθηκαν οι Παπαφλέσσας και Αναγνωσταράς. Στις 22 Φεβρουαρίου 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (αρχηγός της ΦΕ) πέρασε τα σύνορα της Ρωσίας με την οθωμανική αυτοκρατορία κηρύσσοντας στη Μολδαβία την Επανάσταση.
Το διεθνές πλαίσιο

Η Επανάσταση του 1821 εκδηλώθηκε όταν στη Γαλλία είχε ήδη ηττηθεί ο Ναπολέων (1815) και στην Ευρώπη είχε συγκροτηθεί η Ιερά Συμμαχία, η οποία αντιμετώπιζε με καχυποψία έως και ανοιχτή καταστολή όλα τα ανάλογα πολιτικά – επαναστατικά κινήματα της εποχής (στη Νεάπολη, στη Σικελία, στο Πεδεμόντιο, στη Μαδρίτη, στη Λισαβόνα, κ.α.).

Πολλοί εκ των πρωταγωνιστών των εθνικών – αστικοδημοκρατικών αυτών κινημάτων κατέφυγαν διωκόμενοι στην επαναστατημένη Ελλάδα, λαμβάνοντας ενεργό μέρος στον Αγώνα. Τα φιλελληνικά «κομιτάτα» που εμφανίστηκαν σε μια σειρά χώρες έδρασαν όχι μόνον ως πόλοι συγκέντρωσης χρημάτων και εθελοντών για την επαναστατημένη Ελλάδα, αλλά και ως «βιτρίνες» για τη διεξαγωγή της αστικοδημοκρατικής προπαγάνδας στις ίδιες, σε μια περίοδο έντονων πολιτικών διώξεων.

«Η ναυμαχία του Ναβαρίνου» (πίνακας του Αϊβαζόφσκι, 1846)
Η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων δεν υπήρξε ενιαία. Οι αντιθέσεις και η διαπάλη που αναπτύχθηκε μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, και που εκφράστηκε με τη διαφορετική στρατηγική της κάθε μιας στο λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα, επέδρασαν σημαντικά – κάποια στιγμή αποφασιστικά – στην τελική έκβαση του ελληνικού ζητήματος. Επέδρασαν, όμως, άμεσα και στα διάφορα τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης, αναφορικά με τη στάση τους απέναντι στην Επανάσταση.
*
Κοινωνικές δυνάμεις και Επανάσταση

Η Εκκλησία: Ως επικεφαλής του μιλιέτ των Ρουμ η Εκκλησία κατέστη αναπόσπαστο τμήμα των οθωμανικών φεουδαρχικών δομών εξουσίας, επιφορτισμένη με συγκεκριμένα διοικητικά καθήκοντα, εξουσίες και αρμοδιότητες. Αναπτύσσοντας ιστορικά και σε μια πορεία σημαντικούς δεσμούς με το εμπορικό κεφάλαιο, εξελίχθηκε η ίδια σε οικονομική δύναμη. Μεταξύ άλλων, ήταν υπεύθυνη και για τη διατήρηση της ευταξίας στους υπ’ ευθύνη της πληθυσμούς. Ετσι, το Πατριαρχείο αρχικά, όχι μόνο δεν ευνόησε, αλλά καταδίκασε και κατέστειλε κάθε απελευθερωτική ιδέα ή κίνηση.

Προς το σκοπό αυτό επιστράτευσε επανειλημμένα το όπλο του αφορισμού: Για τους συμμετέχοντες στα Ορλωφικά (και την παρεπόμενη εξόντωση των κλεφτών του Μοριά), για τις εξεγέρσεις του 1807, του 1808, για την εξέγερση των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και – βεβαίως – για την Επανάσταση του 1821.

Η αντεπαναστατική δραστηριότητα της επίσημης Εκκλησίας συνεχίστηκε και στη διάρκεια της Επανάστασης. Βεβαίως, η στάση στις γραμμές της γενικά δεν υπήρξε ενιαία. Σημαντικό μέρος, κυρίως του κατώτερου κλήρου, δε συντάχθηκε με τη γραμμή του Πατριαρχείου, μετέχοντας ενεργά στην Επανάσταση. Μαζί τους και μια σειρά μεσαίοι ή ανώτεροι κληρικοί, όπως οι Φιλικοί Ανθιμος Γαζής και Γρηγόριος (Δίκαιος) Παπαφλέσσας, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, κ.ά.Οι Φαναριώτες: Πρόκειται για πρώην ευγενείς του Βυζαντίου που απέκτησαν σημαντικό πλούτο μέσω του εμπορίου, ενώ αναρριχήθηκαν σε υψηλά πόστα της οθωμανικής διοίκησης (Μεγάλου Δραγουμάνου της Πύλης, Δραγουμάνου του Στόλου και Ηγεμόνα της Βλαχίας και Μολδαβίας). Η στάση τους απέναντι στην Επανάσταση επίσης δεν ήταν ενιαία. Ορισμένοι υιοθετούσαν την προοπτική της ένοπλης εξέγερσης και συγκρότησης ενός ανεξάρτητου αστικού κράτους. Οι περισσότεροι, όμως, υποστήριζαν μια πολιτική «εκ των έσω διάβρωσης» της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου η ελληνική αστική τάξη θα κυριαρχούσε σταδιακά οικονομικά και πολιτικά.

Οι Φαναριώτες – μέλη της Φιλικής Εταιρείας, όπως οι Α. Μαυροκορδάτος και Θ. Νέγρης, που έλαβαν ενεργό μέρος στην Επανάσταση, κλήθηκαν στη συγκρότηση των πρώτων πολιτειακών θεσμών και μηχανισμών διοίκησης, συνδράμοντας αποφασιστικά στον αστικοφιλελεύθερο χαρακτήρα τους.

Κλέφτες και αρματολοί: Οι κλέφτες ήταν κυρίως πρώην αγρότες ή κτηνοτρόφοι, οι οποίοι, είτε λόγω της φτώχειας είτε από αντίθεση στις οθωμανικές αρχές και τους κοτζαμπάσηδες (χριστιανούς και μουσουλμάνους), κατέφευγαν στην παρανομία, στο βουνό, μακριά από την κατασταλτική δυνατότητα των οργάνων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι αρματολοί ήταν κλέφτες που αμνηστεύονταν και επανεντάσσονταν στην οθωμανική νομιμότητα, επιφορτιζόμενοι με την τήρηση της τάξης σε συγκεκριμένες περιοχές.Η διατάραξη των υφιστάμενων κοινωνικών ισορροπιών – συσχετισμών και οι δυναμικές που αναπτύχθηκαν με την Επανάσταση, άνοιξαν νέες προοπτικές για τους ενόπλους, οι οποίοι διεκδίκησαν την απεξάρτησή τους από πρότερες δεσμεύσεις εξουσίας (π.χ. τους προκρίτους), διεκδικώντας αυτόνομη πολιτική παρουσία και ρόλο. Στον απεγκλωβισμό τους αυτό, συνέβαλε τα μέγιστα η αρχική τους στοίχιση με τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα της αστικής τάξης, την ΦΕ και τον Υψηλάντη. Εν συνεχεία, η συγκρότηση συγκεντρωτικών αστικών οργάνων που προωθούσαν οι τελευταίοι ήρθε σε αντίθεση με τα νεοαποκτηθέντα τοπικά προνόμιά τους, με αποτέλεσμα να διαταραχθούν οι προηγούμενες συμμαχίες και να διαμορφωθούν νέες.

Οι πρόκριτοι – εφοπλιστές των νησιών: Διακρίνονταν από τους προκρίτους της ηπειρωτικής Ελλάδας, αφού, αν και εκπλήρωναν παρόμοιες λειτουργίες στα πλαίσια του οθωμανικού αυτοδιοικητικού συστήματος, η οικονομική τους βάση ήταν πολύ διαφορετική. Αν και το εφοπλιστικό κεφάλαιο έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην προώθηση ενός αστικού τύπου κράτους, παραμονές της Επανάστασης υπήρξε εν μέρει επιφυλακτικό. Οι επιφυλάξεις αυτές οφείλονταν μεταξύ άλλων και στους δεσμούς που διατηρούσε με το αγγλικό κεφάλαιο (η Μ. Βρετανία ήταν τότε κατά της προσβολής της ακεραιότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας). Οι όποιες επιφυλάξεις – αντιδράσεις κάμφθηκαν ή καταργήθηκαν σύντομα με επαναστατική βία από ένα γενικότερο αστικοδημοκρατικό κίνημα, που αναπτύχθηκε στα νησιά αυτά και πριν την Επανάσταση ακόμα, καθώς και από την αλλαγή της βρετανικής πολιτικής απέναντι στην οθωμανική αυτοκρατορία.

Ξυλογραφίες του Α. Τάσσου για το 1821 (από το λεύκωμα «Ελευθερία ή Θάνατος»)

Οι κοτζαμπάσηδες: Οι κοτζαμπάσηδες στελέχωναν το κατώτερο τμήμα της οθωμανικής διοικητικής ιεραρχίας. Μεταξύ άλλων, ήταν υπεύθυνοι για τη διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας, για την απονομή δικαιοσύνης σε μια σειρά θέματα, για την είσπραξη των φόρων και βεβαίως για την καταστολή των χωρικών στις περιοχές υπ’ ευθύνη τους.Αν και προέρχονταν από τη φεουδαρχία, στα πλαίσια της ιστορικής της αποσύνθεσης, οι κοτζαμπάσηδες σταδιακά αστικοποιούνταν. Η είσπραξη των φόρων, μία από τις κύριες λειτουργίες τους και στοιχείο εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, υπήρξε βασικός παράγοντας στην τελική μετάλλαξη – αστικοποίησή τους.

Την εξέλιξή τους αυτή αντανακλά η διφορούμενη στάση τους απέναντι στην Επανάσταση. Από τη μια διέθεταν προνόμια και καθήκοντα συνυφασμένα με το υπάρχον οθωμανικό καθεστώς. Από την άλλη είχαν υλικό συμφέρον για την ανατροπή του. Ετσι, άλλοι εντάχθηκαν στις γραμμές της Φιλικής, άλλοι κράτησαν στάση επιφυλακτική και άλλοι τάχθηκαν εναντίον. Από τη στιγμή της έκρηξης της Επανάστασης, κάποιοι κοτζαμπάσηδες συμπαρατάχτηκαν με τους εμπόρους, τους εφοπλιστές, κ.λπ., ενώ άλλοι βρέθηκαν σε αντιπαράθεση με αυτούς, σε μια προσπάθεια να επικρατήσουν ως η ηγεμονική μερίδα της αστικής τάξης. Η σύγκρουση για τον έλεγχο των επαναστατικών διεργασιών και οργάνων υπήρξε σφοδρότατη.

Η εξέλιξη της Επανάστασης

Η σύγκρουση αυτή εκφράστηκε τόσο στο επίπεδο διαμόρφωσης των νέων επαναστατικών δομών και θεσμών (συντάγματα, διοίκηση, κ.λπ.), όσο και στη διαπάλη για την εξουσία, που δεν άργησε μάλιστα να λάβει και ένοπλη μορφή (οι λεγόμενοι «εμφύλιοι»).

Το Προσωρινόν Πολίτευμα (Σύνταγμα) της Επιδαύρου που ψηφίστηκε στην Α’ Εθνοσυνέλευση (Δεκέμβρης 1821) αποτέλεσε μια σύνθεση ιδεών και αρχών, επηρεασμένων από τα αντίστοιχα επαναστατικά Συντάγματα της Αμερικής (1787) και της Γαλλίας (1793 και 1795).

Φώτης Κόντογλου: «Αρματολοί και Κλέφτες», 1948

Αντλώντας από την ιδεολογικοπολιτική δεξαμενή της επαναστατημένης αστικής τάξης και του Διαφωτισμού, το νέο Σύνταγμα προέβλεπε: Τη διάκριση των εξουσιών (Βουλευτικό – Εκτελεστικό), την ανεξιθρησκία, την τυπική ισονομία, την κατοχύρωση των ατομικών, πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, την εισαγωγή καθολικού συστήματος αντιπροσώπευσης και βεβαίως την κατάργηση των όποιων τοπικών – ταξικών προνομίων. Ετσι, τέθηκαν οι βάσεις για τη δημιουργία ενός αστικού κράτους. Οι πολιτικές εξουσίες (και κάποιες από τις οικονομικές) που απολάμβανε μέχρι πρότινος η Εκκλησία στα πλαίσια του φεουδαρχικού συστήματος καταργούνταν ή περιορίζονταν σημαντικά. Η αποδυνάμωση των τοπικών – περιφερειακών διοικήσεων και η μεταφορά των βασικών τους αρμοδιοτήτων στην κεντρική εξουσία, σήμαινε και αντίστοιχη αποδυνάμωση των τοπικών εξουσιών πάνω στις οποίες εδραζόταν μέχρι τότε η πολιτική δύναμη των κοτζαμπάσηδων. Οι βασικές αυτές αρχές επιβεβαιώθηκαν και στις επόμενες Εθνοσυνελεύσεις (Β’ του Αστρους, 1823 και Γ’ της Τροιζήνας, 1827).Η διαπάλη, που αρχικά εκφράστηκε σε πολιτικό επίπεδο, οδήγησε γρήγορα στη διάσπαση της κεντρικής Διοίκησης και τη δημιουργία δύο χωριστών κυβερνήσεων: Της Τρίπολης (κοτζαμπάσηδες – Κολοκοτρώνης) και του Κρανιδίου (Υδραίοι, Μαυροκορδάτος, Κωλέττης και οι κοτζαμπάσηδες Λόντος και Ζαΐμης). Σύντομα, οι αντιθέσεις αυτές έλαβαν και ένοπλη μορφή.

Γνωρίζοντας πως το δάνειο από τη Μ. Βρετανία είχε ήδη εγκριθεί, η κυβέρνηση του Κρανιδίου έδρασε αποφασιστικά. Επιτέθηκε σε όλα τα στρατηγικά σημεία που έλεγχε η άλλη πλευρά, κατέλαβε την Ακροκόρινθο, ενώ έθεσε σε πολιορκία Ναύπλιο και Τρίπολη. Δίχως προοπτική άμεσης επικράτησης της μίας ή της άλλης μεριάς, η πρώτη φάση του «εμφυλίου» (α’ εξάμηνο του 1824) έληξε με συμβιβασμό, σαφώς όμως υπέρ της κυβέρνησης του Κρανιδίου. Οι «στασιαστές» αμνηστεύτηκαν, αποκλείστηκαν όμως από τα όργανα της κεντρικής διοίκησης.

Βεβαίως, οι προσωρινά ηττημένοι κοτζαμπάσηδες δεν προτίθεντο εύκολα να καταθέσουν τα όπλα. Οταν στις εκλογές της 3ης Οκτωβρίου 1824 για το Βουλευτικό – Εκτελεστικό δεν κατάφεραν και πάλι να συγκεντρώσουν την πλειοψηφία, άρχισαν να προσανατολίζονται ξανά προς την ένοπλη σύγκρουση: Κάτι που το επιδίωκε εξίσου και η άλλη πλευρά, ώστε να λύσει οριστικά το ζήτημα της μορφής άσκησης της εξουσίας. Ξεκίνησε λοιπόν η δεύτερη φάση του «εμφυλίου», που επικεντρώθηκε κυρίως στην Τρίπολη και έληξε στα τέλη του 1824 με ήττα των κοτζαμπάσηδων και τη φυγή τους εκτός Πελοποννήσου.

Τόσο οι ενδοαστικές συγκρούσεις, όσο και οι αλλεπάλληλες στρατιωτικές ήττες τα επόμενα χρόνια (1825-1827) ευνόησαν τις δυνάμεις εκείνες που ζητούσαν περιορισμό των χρονοβόρων κοινοβουλευτικών διαδικασιών και περισσότερο συγκεντρωτική διακυβέρνηση, στα πρότυπα μιας συνταγματικής μοναρχίας.

Σε μια περίοδο, λοιπόν, έντονων πολιτικών ζυμώσεων πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά και η οργάνωση των αντιτιθέμενων συμφερόντων σε κόμματα: Το Αγγλικό, το Γαλλικό και το Ρωσικό. Η ονομασία τους, που παραπέμπει στις αντίστοιχες «προστάτιδες Δυνάμεις», δεν υποδηλώνει εξάρτηση (όπως μονοσήμαντα και ισοπεδωτικά έχει ειπωθεί στο παρελθόν), αλλά τμήματα αστικά προσκείμενα από άποψη συμφερόντων σε κάποιο ισχυρό κράτος.

Οδεύοντας προς τη Γ’ Εθνοσυνέλευση, το ζήτημα που βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής διαπάλης ήταν η αναζήτηση διεξόδου στο τέλμα των στρατιωτικών επιχειρήσεων (κυριαρχία Ιμπραήμ στη Πελοπόννησο, πτώση Μεσολογγίου, κ.λπ.), μέσω της εξασφάλισης κάποιας διεθνούς διαμεσολάβησης – προστασίας ή την εκλογή ξένου μονάρχη. Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκαν όλα τα κόμματα. Την πρωτοβουλία ανέλαβαν από τα μέσα του 1825 οι «αγγλόφιλοι» με τη λεγόμενη Αίτηση προστασίαςΠράξη υποταγής). Η Γ’ Εθνοσυνέλευση ψήφισε τον Ι. Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδος.

Το καλοκαίρι του 1827, η πορεία της Επανάστασης φαινόταν καταδικασμένη. Η πορεία αυτή ανατράπηκε από μια σειρά παρεμβάσεις του διεθνούς παράγοντα. Το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης (1826) και η Συνθήκη του Λονδίνου (1827), η ναυμαχία του Ναβαρίνου (Οκτώβρης 1827), ο ρωσοτουρκικός πόλεμος (1828-1829) και η αποστολή γαλλικού εκστρατευτικού σώματος κατά του Ιμπραήμ στο Μοριά (Ιούλιος 1828) υπήρξαν γεγονότα – σταθμοί ενόψει της αναγνώρισης της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους (Πρωτόκολλο του Λονδίνου, 3 Φεβρουαρίου 1830). Βασικός όρος της ανεξαρτησίας των Ελλήνων υπήρξε η μορφή του πολιτεύματος, το οποίο όφειλε να είναι μοναρχικό.

Τον Ιανουάριο του 1828 αφίχθη στην επαναστατημένη Ελλάδα ο Ι. Καποδίστριας. Ο νέος κυβερνήτης προέβη άμεσα στη συγκέντρωση όλων των εξουσιών, γνωρίζοντας πως για να εφαρμοστούν οι αναγκαίες αστικές μεταρρυθμίσεις και να στερεωθεί το αστικό κράτος απαιτούνταν άμεσες κινήσεις, απαλλαγμένες από χρονοβόρες κοινοβουλευτικές διαδικασίες, επιβαλλόμενες με πειθώ ή και αυταρχισμό – όπου και όποτε αυτό κρινόταν αναγκαίο.

Οι αποκλεισμένοι από την εξουσία συσπειρώθηκαν και ανασυντάχθηκαν συγκροτώντας το μέτωπο των «συνταγματικών» με κέντρο την Υδρα. Η ένοπλη σύγκρουση δεν άργησε και γρήγορα γενικεύτηκε. Συνεχίστηκε δε και μετά τη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια στις 9 Οκτωβρίου 1831, δίχως όμως μια από τις δύο πλευρές να μπορεί να επικρατήσει οριστικά επί της άλλης. Το 1832, λοιπόν, η κεντρική εξουσία είχε σχεδόν αποσυντεθεί ολοκληρωτικά, ενώ η ύπαιθρος στεκόταν ρημαγμένη από μια δεκαετία πολέμου και εχθροπραξιών.

Υπό αυτές τις συνθήκες στις 25 Ιανουαρίου 1833 αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο από τη βρετανική φρεγάτα Μαδαγασκάρη ο Οθωνας, υποσχόμενος να βάλει τέρμα στην «αναρχία» του παρελθόντος και εγκαθιδρύοντας – σύμφωνα πάντοτε με τους όρους των σχετικών διεθνών συνθηκών – καθεστώς απόλυτης μοναρχίας. Το ελληνικό αστικό κράτος άρχιζε να κάνει τα πρώτα του βήματα.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Κασομούλης Ν., Ενθυμήματα στρατιωτικά, τ. Γ, 1942, σελ. 625-626.

2. Gazette de France, 7 Ιουλίου 1821, στο Μοσκώφ Κ., Ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης, 1988, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 95-96.

3. Κολοκοτρώνης Θ., Διηγήσεις των συμβάντων της Ελληνικής Φυλής, 1889, Εστία, σελ. 49.

Το κείμενο είναι βασισμένο σε ομώνυμο άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ, τ. 2, 2011.

Του
Αναστάση ΓΚΙΚΑ*
*Ο Αναστάσης Γκίκας είναι Δρ. Πολιτικών Επιστημών, συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ

Ιστορία του ΔΣΕ, μέρος 66: Η ανακατάληψη του Γράμμου από το ΔΣΕ και οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού

ΑΝΟΙΞΗ – ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ ’49

Πριν την τελική σύγκρουση

Η ανακατάληψη του Γράμμου από το ΔΣΕ και οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού

Meros72_Photo1_small.jpg

Μετά την εκκαθάριση της Πελοποννήσου, την ήττα του ΔΣΕ στη Φλώρινα και την ανακατάληψη της πόλης του Καρπενησιού από τον κυβερνητικό στρατό ήταν φανερό ότι οι πολεμικές συγκρούσεις οδηγούνταν στην κορύφωση. Ο στρατός της κυβέρνησης των Αθηνών, ήταν πλέον αισθητά πιο ενισχυμένος, αφού είχε καταφέρει να απαγκιστρώσει δυνάμεις του που στο παρελθόν χρησιμοποιούνταν σε άλλα μέτωπα. Ετσι έστρεψε την προσοχή του στην εκκαθάριση και άλλων περιοχών της χώρας – ιδιαίτερα στην εκκαθάριση της Κεντρικής και Νότιας Ελλάδας – ούτως ώστε να περιορίσει σε όσο το δυνατό ελάχιστο χώρο τη δράση των ανταρτών. Από την άλλη ο Δημοκρατικός Στρατός, χωρίς να έχει καταφέρει να ανατρέψει την αρνητική κατάσταση γι’ αυτόν, στο ζήτημα της έλλειψης εφεδρειών, ήταν αναγκασμένος να προετοιμαστεί, για να δώσει την τελική μάχη, έχοντας απέναντί του υπέρτερες δυνάμεις, περισσότερες από κάθε άλλη φορά. Η μόνη επιλογή των ανταρτών, στο μέτρο, βεβαίως, του δυνατού, ήταν να φροντίσουν το μέτωπο, στο οποίο θα γινόταν η τελική σύγκρουση.

Η ανακατάληψη του Γράμμου

Το Μάρτη του ’49 η ηγεσία του ΔΣΕ αποφάσισε περιορισμένης έκτασης επιχείρηση για την ανακατάληψη του Γράμμου, που από τη αρχή του εμφυλίου – και μέχρι το καλοκαίρι του ’48 – θεωρούνταν το άπαρτο φρούριο των ανταρτών. Η διεύθυνση της επιχείρησης ανατέθηκε στον Μ. Βλαντά και Πολιτικός Επίτροπος ορίστηκε ο Β. Μπαρτζιώτας. Οι δυνάμεις ανταρτών που διατέθηκαν αρχικά δεν ήταν πάνω από 4.000. Στην επιχείρηση πήραν μέρος η ταξιαρχία της σχολής αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου, η ταξιαρχία Καλιανέση (πρώην 8η μεραρχία), η 108η ταξιαρχία, πυροβολικό, δυνάμεις σαμποτέρ, με την ενίσχυση τμημάτων τραυματιοφορέων, μεταφορών, διαβιβάσεων. Στην πορεία των μαχών σ’ αυτές τις δυνάμεις προστέθηκε και η 16η ταξιαρχία. Τέλος, προς τα τέλη Απρίλη του ’49, στις παραπάνω δυνάμεις προστέθηκε και η 103η ταξιαρχία, ενώ η διοίκηση όλων των δυνάμεων ανατέθηκε στο Γ. Βοντίτσιο – Γούσια.

Από μέρους του κυβερνητικού στρατού στη μάχη πήραν μέρος τρεις ταξιαρχίες της 8ης μεραρχίας του, δύο μοίρες ορεινών καταδρομών, η 45η ταξιαρχία, η 77η ανεξάρτητη ταξιαρχία, η 9η και η 16η μεραρχίες, συν μία ταξιαρχία της 1ης μεραρχίας, πυροβολικό και αεροπορία. Σύνολο δυνάμεων πολύ πάνω από 20.000 άνδρες.

Η επιχείρηση του ΔΣΕ, για την ανακατάληψη του Γράμμου, άρχισε στη 1 Απρίλη 1949 και ουσιαστικά μέχρι τα τέλη του μηνός είχε ολοκληρωθεί με επιτυχία, προκαλώντας βαριές απώλειες στον αντίπαλο. Η νίκη βεβαίως διασφαλίστηκε με την επιτυχημένη μάχη στα Πατώματα (30/ – 2/6/49). Ετσι ο Γράμμος ξαναπέρασε στους αντάρτες.

Για τη ανακατάληψη του Γράμμου από τον ΔΣΕ, ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος γράφει: «Επετεύχθη πράγματι στρατηγικός και τακτικός αιφνιδιασμός και ούτω κατελήφθησαν οι αντικειμενικοί σκοποί άνευ σοβαράς αντιδράσεως του αντιπάλου και εξηναγκάσθησαν αι εθνικαί δυνάμεις να προβούν εις αναδιάταξιν δυνάμεων διά προσανατολισμού δυνάμεων προς Δυτικόν Γράμμον – Σμόλικαν και να εμπλακούν εις αγώνα φθοράς. Εγένεντο κινήσεις ταχείαι υπό δυσκόλους συνθήκας ατμοσφαιρικάς και εδάφους και μάλιστα κατά τη νύκτα. Εδημιουργήθη εκ νέου η εστία – βάσις του Γράμμου, όστις μόλις το θέρος του 1948 είχεν εκκαθαρισθεί διά μακροχρονίου (64 ημερών) αγώνος, πολυδάπανου εις απώλειας ανθρώπινου και πολεμικού υλικού και παρέστη ανάγκη νέων αγώνων κατά το 1949 διά την ανακατάληψίν του», («Αντισυμμοριακός Αγών», σελ. 579).

Εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε Ρούμελη-Θεσσαλία

Meros72_Photo2_small.jpg

Για τη συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού στη Ρούμελη και τη Θεσσαλία, η στρατιωτική ηγεσία του κυβερνητικού στρατού είχε επεξεργαστεί συγκεκριμένο σχέδιο με την επωνυμία «ΠΥΡΑΥΛΟΣ». Για την εφαρμογή του σχεδίου θα δημιουργούνταν ειδικές δυνάμεις κρούσης με την ονομασία ΔΑΚΕΣ (Δυνάμεις Αναζητήσεως, Κρούσεως, Εξοντώσεως Συμμοριτών). Να πώς περιγράφει αυτό το σχέδιο ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος: «Σκοπός: Η εθνική Ηγεσία μετά την ανακατάληψιν του Καρπενησίου και την καταδίωξιν των συμμοριτών προς Αγραφα, και φυσικά προ της εκδηλώσεως της ενεργείας των συμμοριτών προς ανακατάληψιν του Γράμμου, είχεν αποφασίσει την ενέργειαν επιχειρήσεων, με σκοπόν τη ριζικήν εκκαθάρισιν εκ Ν. προς Β. της Κεντρικής Ελλάδος και τη συσπείρωσιν προοδευτικώς και συστηματικώς των δυνάμεων διώξεως προς βορράν. Η ζώνη των επιχειρήσεων περιορίζετο από βορρά υπό της γραμμής Αώου ποταμού (Κόνιτσα) – Βενέτικου ποταμού (Γρεβενά) – Αλιάκμονος ποταμού (Σέρβια) και προς νότον μέχρι Κορινθιακού Κόλπου – Βορείου Ευβοϊκού Κόλπου.

Σχέδιον ενεργείας: Διά την εκκαθάρισιν θα εδημιουργείτο κινητή δύναμις κρούσεως προς καταδίωξιν, αποδιοργάνωσιν και εξόντωσιν των συμμοριακών συγκεντρώσεων εν τη άνω περιοχή. Το ιδιάζον εν τη συλλήψει του σχεδίου τούτου, είναι ότι εις τας δυνάμεις ταύτας κρούσεως δεν καθωρίζετο ως αντικειμενικός σκοπός εδαφική ζώνη, αλλ’ ο συμμοριακός όγκος εις οιανδήποτε περιοχήν και εάν ευρίσκετο ή κατέφευγε καταδιωκόμενος.

Η επιχείρησις «Πύραυλος» θα άρχιζε μετά την εκκαθάρισιν της Πελοποννήσου προς χρησιμοποίηση των εκεί διατεθεισών δυνάμεων της IX Μεραρχίας, της 72ας Ταξιαρχίας και των Μοιρών Καταδρομών» (στο ίδιο, σελ. 585).

Η ανακατάληψη του Γράμμου από τον ΔΣΕ ανάγκασε την αντίπαλη στρατιωτική ηγεσία να τροποποιήσει το σχέδιο «ΠΥΡΑΥΛΟΣ». Ο Ζαφειρόπουλος αναφέρει σχετικά: «Μετά την μεσολάβησιν την 1ην Απριλίου της επιχειρήσεως των συμμοριτών «ελιγμός του Γράμμου 1949» διά της ανακαταλήψεως του Δυτικού Γράμμου και Σμόλικα υπό των Συμμοριτών και της διεισδύσεως της II συμμοριακής Μεραρχίας εις Ρούμελην, αι προϋποθέσεις της επιχειρήσεως «Πύραυλος» από απόψεως δραστηριότητας των συμμοριτών και διαθεσιμότητος εθνικών δυνάμεων τροποποιήθηκαν άρδην, λόγω προσανατολισμού δυνάμεων προς Δ. Γράμμον.

Ετέθη τότε το πρόβλημα, κατά πόσον συμφέρει να αποδυθούν αι εθνικαί δυνάμεις εις ταυτόχρονον διμέτωπον αγώνα, τόσον υπό του Β` Σ. Στρατού εις τον Δ. Γράμμον, όσον και υπό του Α` Σ. Στρατού εις την περιοχήν Κεντρικής Ελλάδος (Ρούμελη – Αγραφα – Θεσσαλία). Κατόπιν συζητήσεως προεκτιμίθη, ότι είναι ασύμφορος η δημιουργία ταυτοχρόνως διμέτωπου αγώνος, λόγω ανεπάρκειας των διατιθέμενων δυνάμεων» (στο ίδιο, σελ. 586).

Ετσι το σχέδιο «ΠΥΡΑΥΛΟΣ» τροποποιήθηκε και στη θέση του εμφανίστηκε το σχέδιο «ΚΥΝΗΓΟΣ». Σύμφωνα με τον Ζαφειρόπουλο στο σχέδιο «Κυνηγός» προβλεπόταν: «α) Η εκκαθάρισης της περιοχής των Αγράφων, προς εξόντωσιν των εν αυτή συμμοριακών μονάδων της I συμμοριακής Μεραρχίας και διαφόρων μονάδων χώρου και εμπέδων. β) Η εκκαθάρισις της περιοχής της Ρούμελης, προς εξόντωσιν της II συμμοριακής Μεραρχίας και μονάδων χώρου. γ) Η εκκαθάρισις της περιοχής Ανατολικής ορεινής Θεσσαλίας, προς εξόντωσιν των συμμοριακών δυνάμεων αυτής» (στο ίδιο, σελ. 588).

Στις παραμονές της επιχείρησης «ΚΥΝΗΓΟΣ», οι υπό εκκαθάριση και εξόντωση δυνάμεις του ΔΣΕ ήταν οι εξής: Η 1η Μεραρχία με διοικητή τον Χ. Φλωράκη (Γιώτης) είχε δύναμη περίπου 1.600 μαχητές. Η 2η Μεραρχία με διοικητή τον Γ. Αλεξάνδρου (Διαμαντής) είχε δύναμη περίπου 1.500 μαχητές. Το επιτελείο, η φρουρά και η σχολή αξιωματικών του Κλιμακίου Γενικού Αρχηγείου Νοτίου Ελλάδας (ΚΓΑΝΕ) είχε δύναμη περίπου 300 μαχητές. Διοικητής του ΚΓΑΝΕ ήταν ο Κ. Κολιγιάννης (Αρβανίτης). Μ’ αλλά λόγια η συνολική δύναμη των ανταρτών, στην καλύτερη των περιπτώσεων, δεν υπερέβαινε τις 3.400 μαχητές.

Η επιχείρηση άρχισε την 1η Μάη του ’49, κι απέναντι στις λιγοστές αυτές δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού ο αντίπαλος εξαπέλυσε δύναμη 70.000 ανδρών με επικεφαλής τον Θρ. Τσακαλώτο, 140 πυροβόλα, 60 αεροπλάνα, σημαντικό αριθμό αρμάτων μάχης και τεθωρακισμένων. Ο αγώνας ήταν άνισος. Κι όπως ήταν αναμενόμενο κατέληξε σε ήττα των δυνάμεων του ΔΣΕ. Πάνω από ένα μήνα αγωνίστηκε η 2η Μεραρχία. Στο πεδίο της μάχης χάθηκαν πολλά στελέχη και μαχητές. Και τέλος, στις 21 Ιούνη του ’49, στη θέση Μάρμαρα σκοτώθηκε ο ίδιος ο διοικητής της, ο θρυλικός Διαμαντής. Σκληρές μάχες έδωσαν και οι υπόλοιπες δυνάμεις των ανταρτών, αγωνιζόμενες μέχρι εσχάτων. Η 1η μεραρχία του Χ. Φλωράκη κατάφερε να ελιχθεί και να φτάσει στις αρχές Ιούλη στο Γράμμο, κάνοντας συνεχή πόλεμο στον Ολυμπο, στα Πιέρια, τα Χάσια και το Σμόλικα. Επίσης, στο Γράμμο έφτασε κι ένα τμήμα από τις υπόλοιπες δυνάμεις του ΔΣΕ, που διασώθηκαν με επικεφαλής τον Κ. Κολιγιάννη. Ετσι το ΚΓΑΝΕ έπαψε να υπάρχει και τυπικά διαλύθηκε με απόφαση του ΠΓ στις 12 Ιούλη του ’49(«Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», τόμος Α`, σελ. 610).

Αλλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις

Παράλληλα με τις επιχειρήσεις σε Θεσσαλία και Ρούμελη, ο κυβερνητικός στρατός πραγματοποίησε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη. Τον Μάη και τον Ιούνη πραγματοποιήθηκαν επιθέσεις εναντίον του ΔΣΕ στα Κεδρύλια, στη Χαλκιδική, στο Μπέλες, στην περιοχή Κομοτηνής – Εβρου. Τον Ιούλη εκκαθαριστικές επιχειρήσεις έγιναν στο Καϊμακτσαλάν.

Ακόμη, δυνάμεις του Α` Σώματος Στρατού επιτέθηκαν στην περιοχή του Σουλίου αναγκάζοντας την 159η ταξιαρχία του Δημοκρατικού Στρατού να ελιχθεί προς το Γράμμο.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, μαζί κι αυτών στην Πελοπόννησο, ήταν να εξοντωθεί μεγάλο μέρος των δυνάμεων του ΔΣΕ στη Νότια, Κεντρική και Ανατολική Ελλάδα, να στριμωχτούν ουσιαστικά οι δυνάμεις του στο Γράμμο και στο Βίτσι και να απελευθερωθούν ισχυρές κυβερνητικές στρατιωτικές δυνάμεις για την τελική σύγκρουση.

Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του «Ρ»

Περιεχόμενα

https://erodotos.wordpress.com/istoria-dse/