Όταν οι πρόγονοι των Χρυσαυγητών έβριζαν και δολοφονούσαν τους πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας-Η στάση των πολιτικών δυνάμεων της εποχής έναντι των προσφύγων

Πόντιοι πρόσφυγες

Πόντιοι πρόσφυγες

Ποια η στάση των πολιτικών δυνάμεων της εποχής έναντι των προσφύγων; Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πρωία» το 1935, διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι το βενιζελικό «στρατόπεδο» καλλιεργούσε σκόπιμα την ιδέα ανάμεσα στους πρόσφυγες πως αν οι πολιτικοί τους αντίπαλοι έρχονταν ποτέ στην εξουσία «η πρώτη των πράξις θα ήτο να εξαπολύσουν κατά των προσφυγικών συνοικισμών στίφη μαινόμενα διά να τους εξοντώσουν, να τους αφαιρέσουν τας κατοικίας, τους αγρούς, τα παραπήγματά των». Και ο λόγος για τον οποίο η βενιζελική παράταξη επιδίωκε «να παρατείνει και να διαιωνίσει την διάκρισιν μεταξύ προσφύγων και γηγενών», σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, ήταν γιατί επιθυμούσε «να υπάρχουν οι πρόσφυγες ως παράγων χωριστός, διά να επιτηδεύηται τον δήθεν προστάτην των έναντι των δήθεν εχθρών των»76.

Βέβαια, στο διαχωρισμό αυτό συνέδραμε σε ένα μεγάλο βαθμό και η πρακτική, η πολιτική, της «άλλης πλευράς», δηλαδή των Λαϊκών, των οποίων ο αντι-προσφυγισμός έφτανε πολλές φορές τα όρια του ρατσισμού και της υστερίας. Για τη στάση αυτή ενδεικτικά θα μπορούσαν να αναφερθούν μια σειρά από δημοσιεύματα που έκαναν την εμφάνισή τους καθ’ όλη τη διάρκεια της μεσοπολεμικής περιόδου από αντι-βενιζελικούς και τα οποία καλούσαν για τον «εξαγνισμό της πρωτεύουσας», το διαχωρισμό των «καθαρόαιμων Ελλήνων» από τους «Τουρκόσπορους», κλπ. Ο «Ριζοσπάστης» στάθηκε συνεπής πολέμιος αυτής της αντι-λαϊκής επιθετικότητας. Καταφερόμενος, για παράδειγμα, εναντίον σχετικών άρθρων της «Καθημερινής» το Γενάρη του 1928, τόνιζε επικριτικά: «Οι πρόσφυγες δεν ψηφίζουν τον Τσαλδάρη και τον Μοναρχισμό, οι πρόσφυγες λοιπόν πρέπει να εξοντωθούν! Το δίκαιο των «ολίγων» μοναρχικών γηγενών, όπως λέει η Καθημερινή, θα τους μεταβάλλει σε «επαναστάτες». «Ο εκλογικός αυτός πληθυσμός θα μεταβληθεί αναγκαστικώς εις παράταξιν επαναστατών», επαναστατών που θα φέρουν πίσω τη βασιλεία, επαναστατών που να διώξουν ή να εξοντώσουν τους πρόσφυγες! Αυτή είναι η νέα φάση που δίνει ο Μοναρχισμός στον πόλεμο του κατά της Βενιζελοδημοκρατικής παράταξης»78.

Μέχρι και το 1936 ακόμα, ο συντηρητικός Τύπος πρόβαλλε το αίτημα της εκλογικής και πολιτικής γκετοποίησης του προσφυγικού κόσμου, καλώντας για την «πλήρη εκλογική αποκέντρωση των προσφύγων, ώστε να εκλέγουν πρόσφυγας βουλευτάς… και όχι ν’ αλλοιώνουν τα εκλογικά αποτελέσματα των γηγενών. Αμυνόμεθα συνεπώς υπέρ των γηγενών και δεν επιτιθέμεθα κατά των προσφύγων(!), οι οποίοι όταν θα γίνουν ίσοι μ’ εμάς στα στρατολογικά και τα φορολογικά, ας ψηφίζουν τον Αντίχριστο εις τον αιώνα τον άπαντα»79. Ο χαρακτηρισμός «Αντίχριστός» αναφέρεται βέβαια στον Βενιζέλο. Παρά το γεγονός, λοιπόν, ότι είχε περάσει πάνω από μια δεκαετία από την έλευση των προσφύγων, μια μερίδα του γηγενούς πληθυσμού τούς θεωρούσε ακόμα πολίτες δεύτερης κατηγορίας.

Οι επιθέσεις εναντίον του προσφυγικού στοιχείου όμως δεν περιορίστηκαν απλά σε φραστικές, αλλά σε πολλές περιπτώσεις έλαβαν και τη μορφή φυσικής βίας. Στα Πρακτικά του Συμβουλίου του Πολιτικού Μικρασιατικού Κέντρου το Νοέμβρη του 1924 θα γίνει λόγος για ένοπλες επιθέσεις γηγενών εναντίον άοπλων προσφύγων, που αποδίδονται στην έλλειψη μεθοδικού προγράμματος της κυβέρνησης για την εγκατάστασή τους. Γίνεται δε αναφορά σε γενικευμένα αιματηρά επεισόδια ανά την επικράτεια80.

«Οι γηγενείς καλούνται να συνασπιστούν σε συλλόγους «αμύνης» κατά των προσφύγων», έγραφε η «Ακρόπολις». «Κηρύγματα ερεθισμού και λυσσώδους εμπάθειας απευθύνονται καθημερινώς προς τον αυτόχθονα πληθυσμόν. Και οι πρόσφυγες περιλούονται με ύβρεις εμετικώς. Ονομάζονται «λεφούσι», χαρακτηρίζονται «Τούρκοι», απειλούνται με εξόντωσιν»81. Είναι πραγματικά αποκαλυπτική η στάση των λεγόμενων «πατριωτών» και «εθνικοφρόνων» της εποχής έναντι των προσφύγων, ενώ αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς την προσπάθεια που πραγματοποιεί ο ίδιος ιδεολογικοπολιτικός χώρος σήμερα να καπηλευτεί την ποντιακή (τουρκοποντιακή και ρωσοποντιακή) ψήφο.

Οι κομμουνιστές έδωσαν τότε μια τιτάνια μάχη καταγγέλλοντας -στον αγώνα τους να καταργήσουν στην πράξη- τις διαχωριστικές γραμμές που ήθελε να επιβάλει ο αστικός κόσμος μεταξύ προσφύγων και γηγενών εργαζομένων στη λογική του «διαίρει και βασίλευε»:

«Η Ελλάδα δεν διαιρείται σε ντόπιους και πρόσφυγες. Η Ελλάδα διαιρείται σε πλούσιους και φτωχούς, σε ανθρώπους που δε δουλεύουν και ζουν και σε ανθρώπους που ολημερίς και ολονυχτίς δουλεύουν και δεν μπορούν να ζήσουν… ο καθένας πρέπει να διαλέξει μεταξύ του πλουσίου πρόσφυγα που συνδυάζεται με τον πλούσιο ντόπιο και του φτωχού πρόσφυγα που σύντροφο του θα έχει το φτωχό ντόπιο εργάτη ή αγρότη».

Ριζοσπάστης, 7 Σεπτεμβρίου 1929

Το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν η μόνη πολιτική δύναμη που στάθηκε ειλικρινά δίπλα στους πρόσφυγες από την πρώτη στιγμή. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πόλεις όπου το κομμουνιστικό κίνημα και οι ταξικές συνδικαλιστικές δυνάμεις κατείχαν ηγεμονική θέση, όπως η Καβάλα, οι πρόσφυγες εντάχθηκαν αμέσως στην τοπική κοινωνία, τα κρούσματα ρατσισμού ήταν σχεδόν ανύπαρκτα, ενώ τα σωματεία μερίμνησαν από πολύ νωρίς για την επαγγελματική τους εκπαίδευση και την πετυχημένη ένταξή τους στην παραγωγή.

Το γεγονός ότι και στην Ελλάδα σε γενικές γραμμές οι πρόσφυγες άργησαν να «ενταχθούν» ουσιαστικά στην ντόπια κοινωνική και πολιτική ζωή, να αισθανθούν και να ενεργήσουν στην πράξη ως μέλη των κοινωνιών όπου εγκαταστάθηκαν και όχι ως πληθυσμός «φιλοξενούμενος» ή «εν αναμονή», παρουσιάζει επίσης ειδικό ενδιαφέρον. Δεν ήταν παρά τουλάχιστο μια δεκαετία μετά όταν άρχισαν να συνειδητοποιούν πλέον τη μονιμότητα της κατάστασής τους, σηματοδοτώντας μια αργή αλλά σταθερή τάση αλλαγής της κατάστασης. Εχει τέλος αξία να επισημάνουμε ότι η πρώτη μαζική ένταξη των προσφύγων, Μικρασιατών και Ποντίων, στη διαδικασία της συνειδητής συνδιαμόρφωσης της τύχης της νέας τους πατρίδας πραγματοποιήθηκε μέσα από τον αγώνα της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, όταν οι προσφυγικοί συνοικισμοί μεταμορφώθηκαν σε πραγματικά κάστρα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.

Βιβλιογραφία

76. «Πατρίς» 23/11/1935.

77. «Καθημερινή» 16/7/1928 και 19/7/1928.

78. «Ριζοσπάστης» 29/1/1928.

79. «Ελληνικό Μέλλον» 2/2/1936.

80. Πρακτικά Συνεδριάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του ΠΜΚ 11/11/1924, Αρχείο Πολιτικού Μικρασιατικού Κέντρου (ΕΛΙΑ).

81. «Ακρόπολις» 6/2/1936.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Α. Γκίκα, «Οι Έλληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», εκδ. Σύγχρονη Εποχή – Κεφάλαιο «Πτυχές και ζητήματα του Πόντου την εποχή του ιμπεριαλισμού»

Για τον Πόντο βλέπε επίσης:

Διαμόρφωση του ελληνικού έθνους-κράτους

Ιστορία του φασισμού-εθνικοσοσιαλισμού στην Ελλάδα – μέρος Ε: Η περίπτωση του Σεβαστιανού Φουλίδη, στελέχους των γερμανικών Ειδικών Δυνάμεων (Μεραρχία Brandenburg)

Με τους Ελληνοπόντιους του ΡΟΑ είχε σχέση και ένα ικανότατο στέλεχος των γερμανικών Ειδικών Δυνάμεων (Μεραρχία Brandenburg), ο συμπατριώτης μας Σεβαστιανός Φουλίδης, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε από το γερμανικό επιτελείο στις   πιο  δύσκολες αποστολές.

Ο Φουλίδης καταγόταν από τον Πόντο και ήταν  φανατικός αντικομμουνιστής. Στη γερμανική αντικατασκοπεία είχε ενταχθεί το 1938, με μοναδικό σκοπό να πλήξει τους Μπολσεβίκους με οποιονδήποτε τρόπο. Αφού φοίτησε σε μια σχολή πρακτόρων και εκπαιδεύτηκε στο Quenz, εντάχθηκε  στο τμήμα της Brandenburg που είχε την ευθύνη των βαλκανικών χωρών.

Ο Κανάρης που συνδεόταν φιλικά  με τον Φουλίδη ζήτησε από τον Έλληνα πράκτορα να του μεταφέρει πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε  στη νότια Ρωσία και στα παράλια της Μαύρης θάλασσας. Επειδή όμως η τουρκική αστυνομία τον καταζητούσε, απ΄την εποχή του Μικρασιατικού πολέμου, (1919 – 1922), ο Φουλίδης μετέφερε την έδρα του στην Αθήνα. Στη συμφωνία που έκανε με τον Κανάρη τόνισε πως η δράση του και οι πληροφορίες που θα συγκέντρωνε θα αφορούσαν  αποκλειστικά τη Σοβιετική Ένωση και σε καμιά περίπτωση την Ελλάδα, την οποία θεωρούσε πατρίδα του και υπεραγαπούσε. Άλλωστε σε προσωπικές του συζητήσεις με τον αρχηγό της Abwehr ανέφερε πως ότι έκανε το έκανε για να δει τον Πόντο ενωμένο με τη μητροπολιτική Ελλάδα, μετά τον νικηφόρο αγώνα του Άξονα εναντίον των Σοβιετικών.

 Επί δύο ολόκληρα χρόνια ο Φουλίδης συνεργαζόταν στενά  -εκτός από τη γερμανική Abwehr-  και με τον αστυνόμο Σπύρο Παξινό της υπηρεσίας Αλλοδαπών. Είχε συμφωνήσει με τον Παξινό, με την έγκριση του Κανάρη, να παραχωρεί στις ελληνικές αρχές όλα τα έγγραφα και τα δελτία των πρακτόρων του, τα οποία αφού θα φωτογραφίζονταν, θα του επιστρέφονταν για να σταλούν στο Βερολίνο. Με τη βοήθεια του Παξινού ο Φουλίδης οργάνωσε το δίκτυό του, πο το αποτελούσαν κυρίως Ρωσομαθείς Έλληνες. Κατόρθωσε να τους ναυτολογήσει σε τουρκικά καράβια που επισκέπτονταν τα ρωσικά λιμάνια του Εύξεινου Πόντου. Παράλληλα αποκατέστησε επαφή με τους πράκτορες του οι οποίοι δρούσαν στη νότια Ρωσία.

Ο Σεβαστιανός Φουλίδης

Για τη συνεργασία Φουλίδη-Παξινού έγραψε στα απομνημονεύματά του ο Αρθουρ Ζάιτς, ένας άλλος σημαντικός Γερμανός πράκτορας στην Ελλάδα: «Με αυτόν τον τρόπο η εναντίον της Ρωσίας κατασκοπευτική εργασία του Φουλίδη κατέληγε να γίνεται γνωστή και να επωφελούνται συγχρόνως η ελληνική, η αγγλική και η γερμανική υπηρεσία πληροφοριών. Τούτο το γνώριζε βέβαια η γερμανική κατασκοπεία, η οποία κατά κανόνα δεν επέτρεπε στους πράκτορές της παρόμοιες συνεργασίες. Και αυτό επετράπη μόνο στον Φουλίδη, επειδή αυτός είχε δηλώσει ότι, ως Έλληνας στην καταγωγή, δεν δεχόταν να εργασθεί στην Ελλάδα ως κατάσκοπος της Γερμανίας χωρίς τη συγκατάθεση των ελληνικών αρχών. Και ο ίδιος πρότεινε αυτού του είδους τη συνεργασία, την οποία τόσο ο Ναύαρχος Κανάρης, όσο και ο άμεσος προϊστάμενος του Φουλίδη στο Βερολίνο, συνταγματάρχης Μούντσιγκερ,  υιοθέτησαν απολύτως, διότι αφενός είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη και εκτίμηση στον χαρακτήρα του Φουλίδη και αφετέρου οι πληροφορίες αφορούσαν τη Ρωσία, εναντίον της οποίας στρέφονταν τότε όλοι».

 Αυτά βέβαια ίσχυαν ως την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, οπότε οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν ανάγκασαν τη γερμανική κατασκοπεία να τροποποιήσει το πρόγραμμα της. Η επίθεση στη Σοβιετική Ένωση ήταν θέμα χρόνου. Ο Φουλίδης ήταν ενημερωμένος από τους προϊσταμένους του στο Βερολίνο. Οργάνωσε λοιπόν ένα σώμα από αποφασισμένους Λευκορώσους μετανάστες που ζούσαν από καιρό στην Ελλάδα και τους έστειλε λίγους μήνες αργότερα πίσω από τις ρωσικές γραμμές για διενέργεια δολιοφθορών, συλλογή πληροφοριών και διασπορά ψευδών ειδήσεων.

 Ο ίδιος ο Φουλίδης έφυγε από την Ελλάδα τον Αύγουστο του 1941 και παρουσιάστηκε στον συ-ταγματάρχη φον Κλάουζεβιτς, αρχηγό της Υπηρεσίας Κατασκοπείας της Ομάδας Στρατιών του Νότου. Αποστολή του ήταν η συλλογή πληροφοριών  για την κατάσταση που επικρατούσε στα ρωσικά μετόπισθεν και ο κλονισμός του ηθικού των Ουκρανών οι οποίοι υπηρετούσαν στον Κόκκινο Στρατό. Ο Φουλίδης και η ομάδα του εφοδιάστηκαν με το κατάλληλο προπαγανδιστικό υλικό και μεταφέρθηκαν ενα βράδυ με γερμανικό αεροπλάνο πίσω από τις ρωσικές γραμμές.

 Ο τολμηρός Έλληνας κατάφερε πολύ περισσότερα από όσα περίμενε το γερμανικό στρατηγείο. Πρώτα από όλα ενημέρωσε με τον ασύρματο του τον Κλάουζεβιτς για την ακριβή θέση των αεροδρομίων τα οποία χρησιμοποιούσαν οι Σοβιετικοί, καθώς και για τον αριθμό και τη θέση των αρμάτων μάχης που υπεράσπιζαν το Κίεβο. Όταν άρχισε η γερμανική επίθεση ο Φουλίδης και οι σύντροφοι του πέρασαν πάλι μέσα  από τις ρωσικές γραμμές. Με κίνδυνο της ζωής τους ενημέρωσαν τον επιτελάρχη του γερμανικού στρατεύματος για τις κινήσεις των ρωσικών τεθωρακισμένων, τα οποία τελικά εξουδετερώθηκαν.

Δύο μέρες μετά την κατάληψη του Κιέβου στο πολεμικό ανακοινωθέν της Wehrmacht  έγινε μνεία του ηρωισμού και της αυτοθυσίας της ομάδας Φουλίδη. Ο ίδιος από ανθυπολοχαγός προήχθη στον βαθμό του υπολοχαγού επ’ ανδραγαθία. Στη συνέχεια οι επιτυχίες του Φουλίδη, ιδιαίτερα στον Καύκασο, ξεπέρασαν και την πιο τολμηρή φαντασία, «αφού υπερέβη σε κατορθώματα και τη δράση του θρυλικού Άγγλου πράκτορα Λώρενς της Αραβίας», όπως έγραψε ο Ζάιτς. Με τα κηρύγματα και την προπαγάνδα του δαιμόνιου Έλληνα εξεγέρθηκαν χιλιάδες Πόντιοι, Γεωργιανοί και Αρμένιοι εναντίον των Σοβιετικών. Ηταν τόσο μεγάλη η ταραχή της ρωσικής κυβέρνησης ώστε και μετά το τέλος του πολέμου οι λαοί αυτοί θεωρήθηκε ότι δεν μπόρεσαν να αποβάλουν το «σπέρμα της προδοσίας» με το οποίο «διαβρώθηκαν» από τους Γερμανούς.

Το τέλος του Φουλίδη ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενο. Τον Δεκέμβριο του 1943 ο Κλαούζεβιτς του ανέθεσε να εισχωρήσει εκ νέου στις ρωσικές γραμμές για να εξακριβώσει τον αριθμό των Σοβιετικών και τη διάταξη των εχθρικών τεθωρακισμένων. Ο Φουλίδης έγινε όμως αντιληπτός από μια ρωσική περίπολο και άφησε την τελευταία του πνοή σε απόσταση μόλις 200 μέτρων από τις γερμανικές  γραμμές.

 Βλέπε επίσης:

Μέρος Α: Εισαγωγή – η πρώτη οργάνωση: “Ένωσις Ελλήνων Φασιστών” (1922)

Μέρος Β: η “Εθνική Ένωσις Ελλάς” (1927), τα εβραϊκά πογκρόμ & οι συγκρούσεις με το ΚΚΕ

Μέρος Γ: Έλληνες πολιτικοί με φιλο-φασιστικές θέσεις (Πλαστήρας, Πάγκαλος, Βενιζέλος, κ.α.)

Μέρος Δ: Έλληνες εθελοντές στο Ανατολικό Μέτωπο