Ο κοινωνικός χαρακτήρας της Επανάστασης του 1821

Ο Ρήγας ψέλνει το Θούριο (Μουσείο Μπενάκη)

«Ας εξετάση διακεκριμένως οποιοσδήποτε έλαβεν μέρος εις την Επανάστασιν, και θέλει ίδει ότι η τάξις των ξενιτευμένων λογιοτάτων και εμπόρων είναι ήτις πρώτη ετόλμησεν και εκίνησεν τον μοχλόν τούτον και έμβασεν και τους Προεστούς και τους Αρματολούς εις τα αίματα.»1

Ετσι περιγράφει την κινητήρια δύναμη της Επανάστασης του 1821 ένας εκ των πρωταγωνιστών της, ο Σερραίος επαναστάτης Ν. Κασομούλης, καταδεικνύοντας το κοινωνικό της περιεχόμενο. Εκτοτε, αυτό εκτοπίστηκε από την κρατούσα ιστοριογραφία, για να κυριαρχήσουν το θρησκευτικό και μια «υπερταξική» έννοια του εθνικού ως αποκλειστικά κίνητρα της Επανάστασης.

Σε κάθε ιστορική εποχή, μια κοινωνική τάξη προβάλλει ως πρωτοπόρα, αποτελώντας την ηγέτιδα δύναμη – μοχλό της κοινωνικής προόδου. Την περίοδο που εξετάζουμε, ο ρόλος αυτός ανήκε στην αστική τάξη, η οποία διαμορφώθηκε και αναπτύχθηκε στα πλαίσια του φεουδαρχικού συστήματος. Σε μια μακρόχρονη πορεία, οι φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής έγιναν εμπόδιο για την περαιτέρω ανάπτυξη των νέων παραγωγικών δυνάμεων, των καπιταλιστικών. Επρεπε, λοιπόν, να σπάσουν. Και έσπασαν, με τη νίκη των αστικών επαναστάσεων, οι οποίες συνέτριψαν τη φεουδαρχική εξουσία και συγκρότησαν τα αστικά έθνη – κράτη.

Η ελληνική επανάσταση του 1821 δε διέφερε ως προς αυτό, από τις αντίστοιχες επαναστάσεις και κινήματα που σημειώθηκαν σε μια σειρά χώρες το ίδιο διάστημα. Βεβαίως, πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες οθωμανικής κατάκτησης, με ηγετική δύναμη την ελληνόφωνη χριστιανική αστική τάξη. Ηταν, επομένως, εθνικοαπελευθερωτική στη μορφή και αστικοδημοκρατική στο περιεχόμενο.

Οπως σε όλες τις αστικές επαναστάσεις, έτσι και στην ελληνική του 1821, πήραν μέρος, ως κινητήριες δυνάμεις, οι πλατιές μάζες της αγροτιάς, καθώς και η μικρή ακόμα αριθμητικά εργατική τάξη (ναύτες, τεχνίτες, κ.ά.). Ο μαζικός λαϊκός ηρωισμός, ακόμα και μεταξύ των αμάχων, η συλλογική δράση που έλαβε όλες τις μορφές πάλης – και κυρίως την ένοπλη – η αυτοθυσία, σφράγισαν τον πολυετή αγώνα, αφήνοντας πίσω διαχρονικά διδάγματα.

Η άνοδος της αστικής τάξης
*
Επίθεση τουρκικού ιππικού εναντίον των Ελλήνων στο Βελεστίνο. Λαϊκή γκραβούρα εποχής

Ο 18οςαιώνας υπήρξε μια περίοδος, όπου η ελληνική αστική τάξη σημείωσε πρωτόγνωρη ανάπτυξη. Σε αυτό συνέβαλαν μια σειρά παράγοντες. Οι αλλαγές στο οθωμανικό καθεστώς γαιοχρησίας και η εξάπλωση του διεθνούς εμπορίου επέφεραν σημαντικές μεταβολές στο επίπεδο της αγροτικής οικονομίας, που, από κλειστή, άρχισε σιγά σιγά να γίνεται εμπορευματική. Το χρήμα έπαψε πια αποκλειστικά να αποθησαυρίζεται και άρχισε σταδιακά να κυκλοφορεί και να επενδύεται στο εμπόριο, στις τράπεζες, στη βιοτεχνία, κ.α.Η Συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή (1774) και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι (1793-1813) δημιούργησαν τις συνθήκες για ραγδαία ανάπτυξη και κερδοφορία του ελληνικού εμπορικού και ναυτιλιακού κεφαλαίου. Εκατοντάδες πλοία ναυπηγήθηκαν, εμπορικά δίκτυα εξαπλώθηκαν σε όλη την Ευρώπη, ενώ οι δραστηριότητες των Ελλήνων κεφαλαιούχων επεκτάθηκαν γρήγορα στους τομείς των τραπεζών και των ασφαλειών. Σημαντική υπήρξε, επίσης, η ανάπτυξη της βιοτεχνίας.

Κατά τα τέλη του 18ουαιώνα, η ελληνική αστική τάξη, πέραν της οικονομικής δύναμης, οπλίστηκε ακόμη με ιδεολογία και πολιτικό πρόγραμμα, που άντλησε από το Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση. Τα εμπορικά – βιοτεχνικά κέντρα των Ελλήνων αποτέλεσαν πνευματικά φυτώρια, όπου συντελέστηκε η εθνική αφύπνιση, μετατρέποντας το «χριστιανικό γένος των Ρωμαίων» σε «ελληνικό έθνος». Στην εθνική συνειδητοποίηση προστέθηκε σε μια πορεία και η επαναστατική ψυχολογία.

Ο Κολοκοτρώνης και τα παλικάρια του μετά τη μάχη. Ζωγραφιά του Θεόφιλου

Ολη αυτή η κίνηση – απειλή για την παλαιά τάξη πραγμάτων – προκάλεσε την αντίδραση της επίσημης Εκκλησίας, η οποία καταδίκασε τα «αθεΐας λίμπερα» των Γάλλων, ζήτησε να καούν τα «ανίερα» βιβλία (όπως του Βολτέρου) και να αφοριστούν όσοι τα διάβαζαν. Λίγο πριν την Επανάσταση δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υποστήριζαν: «Ας αφήσουμε τα παιδιά του Μωάμεθ να αποτελειώσουν τα παιδιά του Ροβεσπιέρου.»2Ωστόσο, η δυναμική που απελευθέρωσε η αστική τάξη της Γαλλίας δεν κατέστη εφικτό να καταπνιγεί. Οπως υπογράμμισε ο ίδιος ο Θ. Κολοκοτρώνης, «η γαλλική επανάσταση και ο Ναπολέοντας, έκαμε, κατά την γνώμη μου, ν’ ανοίξουν τα μάτια του κόσμου.»3

Η ανερχόμενη αστική τάξη δεν υπήρξε μόνον ο κοινωνικός φορέας της εθνικής αφύπνισης – συνειδητοποίησης, αλλά και ο οργανωτής της επανάστασης, στην οποία προσέδωσε σαφές ιδεολογικοπολιτικό περιεχόμενο. Ο Ρήγας Φεραίος μέσα από τον Θούριο πρόβαλλε τόσο ένα απελευθερωτικό σχέδιο όσο και ένα πολιτικό πρόγραμμα. Εκεί, καθώς και στο έργο του Νέα Πολιτική Διοίκησις που ακολούθησε, καλούσε σε εξέγερση όλους τους λαούς της Βαλκανικής («Χριστιανούς και Τούρκους»), με σκοπό το γκρέμισμα της οθωμανικής κυριαρχίας και τη δημιουργία μιας Βαλκανικής ομοσπονδίας. Ο Ρήγας ήρθε σε επαφή με το Διευθυντήριο της Γαλλικής Επανάστασης, ίδρυσε μυστική Εταιρεία και ανέπτυξε δράση στα εμποροβιοτεχνικά κέντρα των Ελλήνων, στον ελλαδικό χώρο και τα Βαλκάνια.

Η σύσταση συνωμοτικών οργανώσεων με ταξικούς – εθνικοαπελευθερωτικούς σκοπούς υπήρξε συνήθης πρακτική για τα αντίστοιχα κινήματα της εποχής. Εκτός από την Εταιρεία του Ρήγα, συγκροτήθηκαν τα επόμενα χρόνια μια σειρά οργανώσεις, όπως η Εταιρεία των Πέντε, το Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον (Παρίσι 1809), η Φιλόμουσος Εταιρεία (Αθήνα 1813) και, βεβαίως, η Φιλική Εταιρεία (Οδησσός 1814). Η τελευταία υπήρξε σαφώς η πιο σημαντική, τόσο από την άποψη της μαζικότητας, όσο και της μαχητικότητας, αλλά και του ρόλου τον οποίο έπαιξε.Στον πυρήνα της Φιλικής Εταιρείας (ΦΕ) ήταν η αστική τάξη. Στις γραμμές της εντάχθηκαν πολλοί σημαίνοντες έμποροι και τραπεζίτες (όπως οι Α. Κροκίδας ή ο Εμμ. Παππάς αντίστοιχα), εφοπλιστές (όπως οι Κουντουριώτης και Μεξής), κ.ο.κ. Η οργάνωση, η δομή και οι αρχές λειτουργίες της ΦΕ αντλούσαν από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή εμπειρία, ιδιαίτερα της καρμποναρίας.

Στη συνέχεια μυήθηκαν στη ΦΕ και κοτζαμπάσηδες (όπως οι Π. Μαυρομιχάλης και Λόντος, οι Ρούφοι και οι Ζαΐμηδες), Φαναριώτες (όπως οι Μαυροκορδάτος, Νέγρης Νούτσος και Φιράρης) και ανώτεροι κληρικοί (όπως οι Α. Γαζής, Παλαιών Πατρών Γερμανός και Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας). Οι δυνάμεις αυτές δεν υπήρξαν ομοιογενείς, δημιουργώντας συχνά αντιθέσεις και τριβές στους κόλπους της Φιλικής, ενώ η στάση τους στην Επανάσταση ποίκιλλε. Τέλος, ενόψει της ταυτόχρονης κήρυξης της Επανάστασης στα Βαλκάνια εντάχθηκαν στη ΦΕ πολλοί Σέρβοι, Βούλγαροι, Μολδαβοί και Βλάχοι. Το 1819-1820 άρχισαν να στρατολογούνται στο Μοριά και μέλη από τις λαϊκές τάξεις.

Παραμονές του 1821, ο μηχανισμός της Φιλικής κινητοποιήθηκε για την έκρηξη της Επανάστασης. Στην Πελοπόννησο, όπου θα δινόταν βάρος λόγω της ύπαρξης συμπαγούς ελληνικού πληθυσμού και της έλλειψης σημαντικών οθωμανικών δυνάμεων (οι οποίες είχαν δεσμευτεί για την αντιμετώπιση του Αλή πασά των Ιωαννίνων), στάλθηκαν οι Παπαφλέσσας και Αναγνωσταράς. Στις 22 Φεβρουαρίου 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (αρχηγός της ΦΕ) πέρασε τα σύνορα της Ρωσίας με την οθωμανική αυτοκρατορία κηρύσσοντας στη Μολδαβία την Επανάσταση.
Το διεθνές πλαίσιο

Η Επανάσταση του 1821 εκδηλώθηκε όταν στη Γαλλία είχε ήδη ηττηθεί ο Ναπολέων (1815) και στην Ευρώπη είχε συγκροτηθεί η Ιερά Συμμαχία, η οποία αντιμετώπιζε με καχυποψία έως και ανοιχτή καταστολή όλα τα ανάλογα πολιτικά – επαναστατικά κινήματα της εποχής (στη Νεάπολη, στη Σικελία, στο Πεδεμόντιο, στη Μαδρίτη, στη Λισαβόνα, κ.α.).

Πολλοί εκ των πρωταγωνιστών των εθνικών – αστικοδημοκρατικών αυτών κινημάτων κατέφυγαν διωκόμενοι στην επαναστατημένη Ελλάδα, λαμβάνοντας ενεργό μέρος στον Αγώνα. Τα φιλελληνικά «κομιτάτα» που εμφανίστηκαν σε μια σειρά χώρες έδρασαν όχι μόνον ως πόλοι συγκέντρωσης χρημάτων και εθελοντών για την επαναστατημένη Ελλάδα, αλλά και ως «βιτρίνες» για τη διεξαγωγή της αστικοδημοκρατικής προπαγάνδας στις ίδιες, σε μια περίοδο έντονων πολιτικών διώξεων.

«Η ναυμαχία του Ναβαρίνου» (πίνακας του Αϊβαζόφσκι, 1846)
Η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων δεν υπήρξε ενιαία. Οι αντιθέσεις και η διαπάλη που αναπτύχθηκε μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, και που εκφράστηκε με τη διαφορετική στρατηγική της κάθε μιας στο λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα, επέδρασαν σημαντικά – κάποια στιγμή αποφασιστικά – στην τελική έκβαση του ελληνικού ζητήματος. Επέδρασαν, όμως, άμεσα και στα διάφορα τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης, αναφορικά με τη στάση τους απέναντι στην Επανάσταση.
*
Κοινωνικές δυνάμεις και Επανάσταση

Η Εκκλησία: Ως επικεφαλής του μιλιέτ των Ρουμ η Εκκλησία κατέστη αναπόσπαστο τμήμα των οθωμανικών φεουδαρχικών δομών εξουσίας, επιφορτισμένη με συγκεκριμένα διοικητικά καθήκοντα, εξουσίες και αρμοδιότητες. Αναπτύσσοντας ιστορικά και σε μια πορεία σημαντικούς δεσμούς με το εμπορικό κεφάλαιο, εξελίχθηκε η ίδια σε οικονομική δύναμη. Μεταξύ άλλων, ήταν υπεύθυνη και για τη διατήρηση της ευταξίας στους υπ’ ευθύνη της πληθυσμούς. Ετσι, το Πατριαρχείο αρχικά, όχι μόνο δεν ευνόησε, αλλά καταδίκασε και κατέστειλε κάθε απελευθερωτική ιδέα ή κίνηση.

Προς το σκοπό αυτό επιστράτευσε επανειλημμένα το όπλο του αφορισμού: Για τους συμμετέχοντες στα Ορλωφικά (και την παρεπόμενη εξόντωση των κλεφτών του Μοριά), για τις εξεγέρσεις του 1807, του 1808, για την εξέγερση των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και – βεβαίως – για την Επανάσταση του 1821.

Η αντεπαναστατική δραστηριότητα της επίσημης Εκκλησίας συνεχίστηκε και στη διάρκεια της Επανάστασης. Βεβαίως, η στάση στις γραμμές της γενικά δεν υπήρξε ενιαία. Σημαντικό μέρος, κυρίως του κατώτερου κλήρου, δε συντάχθηκε με τη γραμμή του Πατριαρχείου, μετέχοντας ενεργά στην Επανάσταση. Μαζί τους και μια σειρά μεσαίοι ή ανώτεροι κληρικοί, όπως οι Φιλικοί Ανθιμος Γαζής και Γρηγόριος (Δίκαιος) Παπαφλέσσας, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, κ.ά.Οι Φαναριώτες: Πρόκειται για πρώην ευγενείς του Βυζαντίου που απέκτησαν σημαντικό πλούτο μέσω του εμπορίου, ενώ αναρριχήθηκαν σε υψηλά πόστα της οθωμανικής διοίκησης (Μεγάλου Δραγουμάνου της Πύλης, Δραγουμάνου του Στόλου και Ηγεμόνα της Βλαχίας και Μολδαβίας). Η στάση τους απέναντι στην Επανάσταση επίσης δεν ήταν ενιαία. Ορισμένοι υιοθετούσαν την προοπτική της ένοπλης εξέγερσης και συγκρότησης ενός ανεξάρτητου αστικού κράτους. Οι περισσότεροι, όμως, υποστήριζαν μια πολιτική «εκ των έσω διάβρωσης» της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου η ελληνική αστική τάξη θα κυριαρχούσε σταδιακά οικονομικά και πολιτικά.

Οι Φαναριώτες – μέλη της Φιλικής Εταιρείας, όπως οι Α. Μαυροκορδάτος και Θ. Νέγρης, που έλαβαν ενεργό μέρος στην Επανάσταση, κλήθηκαν στη συγκρότηση των πρώτων πολιτειακών θεσμών και μηχανισμών διοίκησης, συνδράμοντας αποφασιστικά στον αστικοφιλελεύθερο χαρακτήρα τους.

Κλέφτες και αρματολοί: Οι κλέφτες ήταν κυρίως πρώην αγρότες ή κτηνοτρόφοι, οι οποίοι, είτε λόγω της φτώχειας είτε από αντίθεση στις οθωμανικές αρχές και τους κοτζαμπάσηδες (χριστιανούς και μουσουλμάνους), κατέφευγαν στην παρανομία, στο βουνό, μακριά από την κατασταλτική δυνατότητα των οργάνων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι αρματολοί ήταν κλέφτες που αμνηστεύονταν και επανεντάσσονταν στην οθωμανική νομιμότητα, επιφορτιζόμενοι με την τήρηση της τάξης σε συγκεκριμένες περιοχές.Η διατάραξη των υφιστάμενων κοινωνικών ισορροπιών – συσχετισμών και οι δυναμικές που αναπτύχθηκαν με την Επανάσταση, άνοιξαν νέες προοπτικές για τους ενόπλους, οι οποίοι διεκδίκησαν την απεξάρτησή τους από πρότερες δεσμεύσεις εξουσίας (π.χ. τους προκρίτους), διεκδικώντας αυτόνομη πολιτική παρουσία και ρόλο. Στον απεγκλωβισμό τους αυτό, συνέβαλε τα μέγιστα η αρχική τους στοίχιση με τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα της αστικής τάξης, την ΦΕ και τον Υψηλάντη. Εν συνεχεία, η συγκρότηση συγκεντρωτικών αστικών οργάνων που προωθούσαν οι τελευταίοι ήρθε σε αντίθεση με τα νεοαποκτηθέντα τοπικά προνόμιά τους, με αποτέλεσμα να διαταραχθούν οι προηγούμενες συμμαχίες και να διαμορφωθούν νέες.

Οι πρόκριτοι – εφοπλιστές των νησιών: Διακρίνονταν από τους προκρίτους της ηπειρωτικής Ελλάδας, αφού, αν και εκπλήρωναν παρόμοιες λειτουργίες στα πλαίσια του οθωμανικού αυτοδιοικητικού συστήματος, η οικονομική τους βάση ήταν πολύ διαφορετική. Αν και το εφοπλιστικό κεφάλαιο έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην προώθηση ενός αστικού τύπου κράτους, παραμονές της Επανάστασης υπήρξε εν μέρει επιφυλακτικό. Οι επιφυλάξεις αυτές οφείλονταν μεταξύ άλλων και στους δεσμούς που διατηρούσε με το αγγλικό κεφάλαιο (η Μ. Βρετανία ήταν τότε κατά της προσβολής της ακεραιότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας). Οι όποιες επιφυλάξεις – αντιδράσεις κάμφθηκαν ή καταργήθηκαν σύντομα με επαναστατική βία από ένα γενικότερο αστικοδημοκρατικό κίνημα, που αναπτύχθηκε στα νησιά αυτά και πριν την Επανάσταση ακόμα, καθώς και από την αλλαγή της βρετανικής πολιτικής απέναντι στην οθωμανική αυτοκρατορία.

Ξυλογραφίες του Α. Τάσσου για το 1821 (από το λεύκωμα «Ελευθερία ή Θάνατος»)

Οι κοτζαμπάσηδες: Οι κοτζαμπάσηδες στελέχωναν το κατώτερο τμήμα της οθωμανικής διοικητικής ιεραρχίας. Μεταξύ άλλων, ήταν υπεύθυνοι για τη διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας, για την απονομή δικαιοσύνης σε μια σειρά θέματα, για την είσπραξη των φόρων και βεβαίως για την καταστολή των χωρικών στις περιοχές υπ’ ευθύνη τους.Αν και προέρχονταν από τη φεουδαρχία, στα πλαίσια της ιστορικής της αποσύνθεσης, οι κοτζαμπάσηδες σταδιακά αστικοποιούνταν. Η είσπραξη των φόρων, μία από τις κύριες λειτουργίες τους και στοιχείο εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, υπήρξε βασικός παράγοντας στην τελική μετάλλαξη – αστικοποίησή τους.

Την εξέλιξή τους αυτή αντανακλά η διφορούμενη στάση τους απέναντι στην Επανάσταση. Από τη μια διέθεταν προνόμια και καθήκοντα συνυφασμένα με το υπάρχον οθωμανικό καθεστώς. Από την άλλη είχαν υλικό συμφέρον για την ανατροπή του. Ετσι, άλλοι εντάχθηκαν στις γραμμές της Φιλικής, άλλοι κράτησαν στάση επιφυλακτική και άλλοι τάχθηκαν εναντίον. Από τη στιγμή της έκρηξης της Επανάστασης, κάποιοι κοτζαμπάσηδες συμπαρατάχτηκαν με τους εμπόρους, τους εφοπλιστές, κ.λπ., ενώ άλλοι βρέθηκαν σε αντιπαράθεση με αυτούς, σε μια προσπάθεια να επικρατήσουν ως η ηγεμονική μερίδα της αστικής τάξης. Η σύγκρουση για τον έλεγχο των επαναστατικών διεργασιών και οργάνων υπήρξε σφοδρότατη.

Η εξέλιξη της Επανάστασης

Η σύγκρουση αυτή εκφράστηκε τόσο στο επίπεδο διαμόρφωσης των νέων επαναστατικών δομών και θεσμών (συντάγματα, διοίκηση, κ.λπ.), όσο και στη διαπάλη για την εξουσία, που δεν άργησε μάλιστα να λάβει και ένοπλη μορφή (οι λεγόμενοι «εμφύλιοι»).

Το Προσωρινόν Πολίτευμα (Σύνταγμα) της Επιδαύρου που ψηφίστηκε στην Α’ Εθνοσυνέλευση (Δεκέμβρης 1821) αποτέλεσε μια σύνθεση ιδεών και αρχών, επηρεασμένων από τα αντίστοιχα επαναστατικά Συντάγματα της Αμερικής (1787) και της Γαλλίας (1793 και 1795).

Φώτης Κόντογλου: «Αρματολοί και Κλέφτες», 1948

Αντλώντας από την ιδεολογικοπολιτική δεξαμενή της επαναστατημένης αστικής τάξης και του Διαφωτισμού, το νέο Σύνταγμα προέβλεπε: Τη διάκριση των εξουσιών (Βουλευτικό – Εκτελεστικό), την ανεξιθρησκία, την τυπική ισονομία, την κατοχύρωση των ατομικών, πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, την εισαγωγή καθολικού συστήματος αντιπροσώπευσης και βεβαίως την κατάργηση των όποιων τοπικών – ταξικών προνομίων. Ετσι, τέθηκαν οι βάσεις για τη δημιουργία ενός αστικού κράτους. Οι πολιτικές εξουσίες (και κάποιες από τις οικονομικές) που απολάμβανε μέχρι πρότινος η Εκκλησία στα πλαίσια του φεουδαρχικού συστήματος καταργούνταν ή περιορίζονταν σημαντικά. Η αποδυνάμωση των τοπικών – περιφερειακών διοικήσεων και η μεταφορά των βασικών τους αρμοδιοτήτων στην κεντρική εξουσία, σήμαινε και αντίστοιχη αποδυνάμωση των τοπικών εξουσιών πάνω στις οποίες εδραζόταν μέχρι τότε η πολιτική δύναμη των κοτζαμπάσηδων. Οι βασικές αυτές αρχές επιβεβαιώθηκαν και στις επόμενες Εθνοσυνελεύσεις (Β’ του Αστρους, 1823 και Γ’ της Τροιζήνας, 1827).Η διαπάλη, που αρχικά εκφράστηκε σε πολιτικό επίπεδο, οδήγησε γρήγορα στη διάσπαση της κεντρικής Διοίκησης και τη δημιουργία δύο χωριστών κυβερνήσεων: Της Τρίπολης (κοτζαμπάσηδες – Κολοκοτρώνης) και του Κρανιδίου (Υδραίοι, Μαυροκορδάτος, Κωλέττης και οι κοτζαμπάσηδες Λόντος και Ζαΐμης). Σύντομα, οι αντιθέσεις αυτές έλαβαν και ένοπλη μορφή.

Γνωρίζοντας πως το δάνειο από τη Μ. Βρετανία είχε ήδη εγκριθεί, η κυβέρνηση του Κρανιδίου έδρασε αποφασιστικά. Επιτέθηκε σε όλα τα στρατηγικά σημεία που έλεγχε η άλλη πλευρά, κατέλαβε την Ακροκόρινθο, ενώ έθεσε σε πολιορκία Ναύπλιο και Τρίπολη. Δίχως προοπτική άμεσης επικράτησης της μίας ή της άλλης μεριάς, η πρώτη φάση του «εμφυλίου» (α’ εξάμηνο του 1824) έληξε με συμβιβασμό, σαφώς όμως υπέρ της κυβέρνησης του Κρανιδίου. Οι «στασιαστές» αμνηστεύτηκαν, αποκλείστηκαν όμως από τα όργανα της κεντρικής διοίκησης.

Βεβαίως, οι προσωρινά ηττημένοι κοτζαμπάσηδες δεν προτίθεντο εύκολα να καταθέσουν τα όπλα. Οταν στις εκλογές της 3ης Οκτωβρίου 1824 για το Βουλευτικό – Εκτελεστικό δεν κατάφεραν και πάλι να συγκεντρώσουν την πλειοψηφία, άρχισαν να προσανατολίζονται ξανά προς την ένοπλη σύγκρουση: Κάτι που το επιδίωκε εξίσου και η άλλη πλευρά, ώστε να λύσει οριστικά το ζήτημα της μορφής άσκησης της εξουσίας. Ξεκίνησε λοιπόν η δεύτερη φάση του «εμφυλίου», που επικεντρώθηκε κυρίως στην Τρίπολη και έληξε στα τέλη του 1824 με ήττα των κοτζαμπάσηδων και τη φυγή τους εκτός Πελοποννήσου.

Τόσο οι ενδοαστικές συγκρούσεις, όσο και οι αλλεπάλληλες στρατιωτικές ήττες τα επόμενα χρόνια (1825-1827) ευνόησαν τις δυνάμεις εκείνες που ζητούσαν περιορισμό των χρονοβόρων κοινοβουλευτικών διαδικασιών και περισσότερο συγκεντρωτική διακυβέρνηση, στα πρότυπα μιας συνταγματικής μοναρχίας.

Σε μια περίοδο, λοιπόν, έντονων πολιτικών ζυμώσεων πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά και η οργάνωση των αντιτιθέμενων συμφερόντων σε κόμματα: Το Αγγλικό, το Γαλλικό και το Ρωσικό. Η ονομασία τους, που παραπέμπει στις αντίστοιχες «προστάτιδες Δυνάμεις», δεν υποδηλώνει εξάρτηση (όπως μονοσήμαντα και ισοπεδωτικά έχει ειπωθεί στο παρελθόν), αλλά τμήματα αστικά προσκείμενα από άποψη συμφερόντων σε κάποιο ισχυρό κράτος.

Οδεύοντας προς τη Γ’ Εθνοσυνέλευση, το ζήτημα που βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής διαπάλης ήταν η αναζήτηση διεξόδου στο τέλμα των στρατιωτικών επιχειρήσεων (κυριαρχία Ιμπραήμ στη Πελοπόννησο, πτώση Μεσολογγίου, κ.λπ.), μέσω της εξασφάλισης κάποιας διεθνούς διαμεσολάβησης – προστασίας ή την εκλογή ξένου μονάρχη. Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκαν όλα τα κόμματα. Την πρωτοβουλία ανέλαβαν από τα μέσα του 1825 οι «αγγλόφιλοι» με τη λεγόμενη Αίτηση προστασίαςΠράξη υποταγής). Η Γ’ Εθνοσυνέλευση ψήφισε τον Ι. Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδος.

Το καλοκαίρι του 1827, η πορεία της Επανάστασης φαινόταν καταδικασμένη. Η πορεία αυτή ανατράπηκε από μια σειρά παρεμβάσεις του διεθνούς παράγοντα. Το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης (1826) και η Συνθήκη του Λονδίνου (1827), η ναυμαχία του Ναβαρίνου (Οκτώβρης 1827), ο ρωσοτουρκικός πόλεμος (1828-1829) και η αποστολή γαλλικού εκστρατευτικού σώματος κατά του Ιμπραήμ στο Μοριά (Ιούλιος 1828) υπήρξαν γεγονότα – σταθμοί ενόψει της αναγνώρισης της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους (Πρωτόκολλο του Λονδίνου, 3 Φεβρουαρίου 1830). Βασικός όρος της ανεξαρτησίας των Ελλήνων υπήρξε η μορφή του πολιτεύματος, το οποίο όφειλε να είναι μοναρχικό.

Τον Ιανουάριο του 1828 αφίχθη στην επαναστατημένη Ελλάδα ο Ι. Καποδίστριας. Ο νέος κυβερνήτης προέβη άμεσα στη συγκέντρωση όλων των εξουσιών, γνωρίζοντας πως για να εφαρμοστούν οι αναγκαίες αστικές μεταρρυθμίσεις και να στερεωθεί το αστικό κράτος απαιτούνταν άμεσες κινήσεις, απαλλαγμένες από χρονοβόρες κοινοβουλευτικές διαδικασίες, επιβαλλόμενες με πειθώ ή και αυταρχισμό – όπου και όποτε αυτό κρινόταν αναγκαίο.

Οι αποκλεισμένοι από την εξουσία συσπειρώθηκαν και ανασυντάχθηκαν συγκροτώντας το μέτωπο των «συνταγματικών» με κέντρο την Υδρα. Η ένοπλη σύγκρουση δεν άργησε και γρήγορα γενικεύτηκε. Συνεχίστηκε δε και μετά τη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια στις 9 Οκτωβρίου 1831, δίχως όμως μια από τις δύο πλευρές να μπορεί να επικρατήσει οριστικά επί της άλλης. Το 1832, λοιπόν, η κεντρική εξουσία είχε σχεδόν αποσυντεθεί ολοκληρωτικά, ενώ η ύπαιθρος στεκόταν ρημαγμένη από μια δεκαετία πολέμου και εχθροπραξιών.

Υπό αυτές τις συνθήκες στις 25 Ιανουαρίου 1833 αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο από τη βρετανική φρεγάτα Μαδαγασκάρη ο Οθωνας, υποσχόμενος να βάλει τέρμα στην «αναρχία» του παρελθόντος και εγκαθιδρύοντας – σύμφωνα πάντοτε με τους όρους των σχετικών διεθνών συνθηκών – καθεστώς απόλυτης μοναρχίας. Το ελληνικό αστικό κράτος άρχιζε να κάνει τα πρώτα του βήματα.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Κασομούλης Ν., Ενθυμήματα στρατιωτικά, τ. Γ, 1942, σελ. 625-626.

2. Gazette de France, 7 Ιουλίου 1821, στο Μοσκώφ Κ., Ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης, 1988, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 95-96.

3. Κολοκοτρώνης Θ., Διηγήσεις των συμβάντων της Ελληνικής Φυλής, 1889, Εστία, σελ. 49.

Το κείμενο είναι βασισμένο σε ομώνυμο άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ, τ. 2, 2011.

Του
Αναστάση ΓΚΙΚΑ*
*Ο Αναστάσης Γκίκας είναι Δρ. Πολιτικών Επιστημών, συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ

Ιστορία του ΔΣΕ, μέρος 53: Η αστική βία και τρομοκρατία εντείνεται έπειτα από την τακτική ήττα του κυβερνητικού στρατού στο Βίτσι

Τρομοκρατία χωρίς όρια

Meros60_Photo2_small.jpg

Μετά την τακτική ήττα του κυβερνητικού στρατού στο Βίτσι και μπροστά στον κίνδυνο αντιστροφής της κατάστασης σε βάρος του, το στρατόπεδο της αντίδρασης προχώρησε σε μια σειρά μέτρα αναδιοργάνωσης και αναδιάταξης των δυνάμεών του. Κύριο στοιχείο αυτής της αναδιάταξης – αναδιοργάνωσης ήταν η ένταση της τρομοκρατίας, τόσο μέσα στις τάξεις των κυβερνητικών στρατιωτικών δυνάμεων όσο και στις τάξεις του πληθυσμού της χώρας. Ηδη έχουμε αναφέρει ότι για την ανόρθωση του ηθικού του στρατού οργανώθηκαν έκτακτα στρατοδικεία και πραγματοποιήθηκαν εκτελέσεις φαντάρων, υπαξιωματικών και αξιωματικών. Ακόμη εφαρμόστηκε σε μεγάλη έκταση το μέτρο της δίωξης των στρατιωτικών από την ενεργό δράση, επειδή θεωρήθηκαν υπεύθυνοι των αποτυχιών, του ξηλώματός τους από τις θέσεις που κατείχαν ή της μετάθεσής τους σε άλλες μονάδες απ’ αυτές που διοικούσαν. Στη σφαίρα των μέτρων της στρατιωτικής ανασυγκρότησης – αναδιάταξης εντάσσεται και η ανάδειξη του Α. Παπάγου στη θέση του αρχιστρατήγου, με δικτατορικές ουσιαστικά εξουσίες. Ο Παπάγος ανέλαβε αυτά τα καθήκοντα στις 19/1/1949 και όπως γράφει ο στρατηγός Θ. Πετζόπουλος «ουδέποτε εις το παρελθόν Ελλην στρατιωτικός ηγέτης ή άλλος οιασδήποτε χώρας Δημοκρατικής έλαβε τοιούτα δικαιώματα» (Θ. Πετζόπουλος: «1941 – 1950 Τραγική Πορεία», σελ. 212). Με την ανάληψη των καθηκόντων του ο Παπάγος προώθησε στην ανώτατη στρατιωτική ηγεσία έμπιστούς του και φυσικά έμπιστους της Αμερικανικής Στρατιωτικής Αποστολής.

Στις πόλεις και στην ύπαιθρο της χώρας η αντίδραση εξαπόλυσε κύμα τρομοκρατίας. Οι μαζικές συλλήψεις έδιναν κι έπαιρναν, εφαρμόστηκαν βασανιστήρια, επιταχύνθηκε η διαδικασία εκτέλεσης δεσμωτών αγωνιστών, απαγορεύτηκε η φιλοξενία προσώπων στα σπίτια χωρίς προηγουμένως να έχει λάβει γνώση η Ασφάλεια. Σε περίπτωση δε παραβάσεων τόσο ο φιλοξενούμενος όσο και ο οικοδεσπότης αντιμετώπιζαν, το ελάχιστο, κίνδυνο φυλάκισης. Στόχος αυτού του τρομοκρατικού οργίου ήταν η πλήρη εκκαθάριση των μετόπισθεν του κυβερνητικού στρατού, ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα ενίσχυσης του ΔΣΕ, είτε με μαζικούς αγώνες – έστω και μικρούς – είτε με την έξοδο λαϊκών αγωνιστών στο βουνό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι σήμαινε αυτή η τρομοκρατία είναι τα όσα συνέβησαν στην Πελοπόννησο το Δεκέμβρη του 1948 μέχρι τέλη Γενάρη του ’49.

Εκστρατεία συκοφάντησης και φανατισμού

Μια μικρή εικόνα του κλίματος των διώξεων και του αντικομμουνιστικού μένους, όπως εκφράστηκε στον Τύπο της εποχής

Meros60_Photo1_small.jpg

«Οταν ο κλέφτης, ο βιαστής, ο κακοποιός πεταχθεί έξω και κλείσει η πόρτα, μαζεύεται η οικογένεια ακόμη λαχανιασμένη από την πάλην μέσα εις το αναστατωμένον δωμάτιον και συζητεί διά το πώς έγινε το κακό, το ποιος φταίει, το πώς θα προφυλαχθεί εις το μέλλον και πώς θα επισκευάση τας ζημίας. Τώρα που έκλεισε η πόρτα του Γράμμου και εντός ολίγου θα ασφαλισθεί από όλες τις πλευρές το σπίτι, η ελληνική οικογένεια χωρίς κλέφτες και βιαστάς θα συγκεντρωθεί και θα συζητήσει πώς έγινε το κακό, ποιος φταίει και ποιος θα προφυλαχθεί…». Με αυτά τα λόγια, σχολίαζε από τις στήλες της εφημερίδας «Καθημερινή» στις 2 Σεπτέμβρη του 1948, ο Κ. Τσάτσος, την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, αποκαλώντας «κλέφτες και βιαστάς» τους μαχητές του ΔΣΕ. Τις επόμενες μέρες ακολουθούν πρωτοσέλιδα άρθρα «γνώμης» διπλωματικών ακολούθων της αμερικάνικης και βρετανικής πρεσβείας σχετικά με τη διεθνή κατάσταση, το «ρωσικό επεκτατισμό» και τη «συμβουλή» να μην εμπλακεί άλλο η Ελλάδα σε αυτήν την κατάσταση, ξεκαθαρίζοντας την εσωτερική της κατάσταση. Χαρακτηριστικά προοίμια του αντικομμουνιστικού μένους και της έντασης των διώξεων, που επακολούθησε τους επόμενους μήνες, μετά τον Γράμμο…

Αρθρογραφία συκοφάντησης και τρομοκρατίας

Meros60_Photo3_small.jpg

Η «Καθημερινή», βέβαια, έχει πάρει, από την πρώτη στιγμή, ξεκάθαρη εμπρηστική και αντικομμουνιστική θέση. Στις 30 Απρίλη 1946, ο διευθυντής και αρθρογράφος της εφημερίδας Γ. Α. Β. (Γεώργιος Βλάχος) έγραφε: «Η κυβέρνησις του Λαϊκού Κόμματος πολιτεύεται απέναντι του Κομμουνισμού, όπως περίπου επολιτεύθησαν αι προ αυτής μεταπολεμικαί Κυβερνήσεις. Κατά τούτο σφάλλει σπουδαίως (…). Η Κυβέρνησις η σημερινή μίαν μόνην μεγίστην και πανελλήνιον έλαβε εντολήν: Να κτυπήση κατακέφαλα τον Κομμουνισμόν. Με ό,τι μπορεί, όπως μπορεί (…). Εχει όλα τα μέσα διά να κτυπήσει αλύπητα τον κομμουνισμόν ως κακήν, ύποπτον, και επαναστατικήν οργάνωσιν, από ξένους κυβερνωμένην, αντεθνικήν (…). Μέγα λάθος είναι να νομίζωμεν ότι οι διευθύνοντες τον κομμουνισμόν (…) είναι Ελληνες (…) και ότι άμα τους φερθώμεν καλά δε θα μας κόψουν τον σβέρκον (…). Και χθες:… Χθες εδόθη η άδεια να εορτασθή με προκηρύξεις πάλιν και συγκεντρώσεις και λαοκρατικά τραγούδια και ίσως με αίμα η κομμουνιστική των Πρωτομαγιά (…). Δεν πάμε καλά, διότι δεν έχομεν εννοήσει ότι ο Κομμουνισμός είναι ένα είδος τέρατος με σώμα και κεφαλή και ότι θέλει κτύπημα εις την κεφαλήν και εις το σώμα του θεραπείαν. Δασκάλους, σχολεία και εθνικούς οδηγούς για τα παραπλανημένα παιδιά, δουλειά και ψωμιά για τους εργάτες, ζώα, σπόρους και άροτρα για την αγροτιά και εντάλματα συλλήψεως (…) διά την Ηγεσίαν…».

Ο ίδιος, στις 4 Γενάρη του 1948, παρατηρούσε και… συμβούλευε: «… Για να κερδίσει τον πόλεμον αυτόν (το Κράτος) πρέπει ήσυχα ήσυχα να εκκαθαρίση το εσωτερικόν, τα μετόπισθεν του στρατού μας, από το πλήθος των ανθρώπων, που είτε από συμφέρον, είτε από αμάθειαν, είτε από φανατισμόν, είτε από βλακείαν, συνεργάζονται με τον εχθρόν. Διά το έργον του τούτο δεν έχει ανάγκην το Κράτος (…) ούτε καν να χύση το δικό του ή των εχθρών του το αίμα. Εχει μόνον ανάγκην οργάνων της Δημοσίας Τάξεως εμπίστων και ασφαλών που θα κτυπούν εδώ κι εκεί μερικές πόρτες κατά τις τρεις το πρωί: Νησιά, δόξα τω Θεώ, έχει το Κράτος…». Ενώ στις 6 Γενάρη του ίδιου χρόνου, δυο απλές ειδήσεις φανερώνουν πολύ περισσότερα απ’ όσα φαίνονται πως γράφουν. Η πρώτη: «Κυβερνητικό ανακοινωθέν: «Η κυβέρνησις είναι ευτυχής ν’ αναγγείλη ότι ο κ. Γκρίσγουολντ (αρχηγός της εν Ελλάδι αμερικανικής αποστολής) εδέχθη σήμερον την αίτησιν της Ελληνικής Κυβερνήσεως διά την αύξησιν του αριθμού των ταγμάτων εθνοφρουράς εις 100 και διά τη μόνιμον αύξησιν του ελληνικού εθνικού στρατού κατά 12.000 άνδρας…». Και η δεύτερη: «Ο υπουργός Παιδείας κ. Παπαδήμος διέταξεν ανακρίσεις διά τα δημιουργηθέντα κατά την πρωτοχρονιάτικην εορτήν της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών έκτροπα, όταν κάποιος εφώναξε κατά το κόψιμο της Βασιλόπιτας: «Να ζήσουν τα ψηλά βουνά»… υπονοών τους δρώντας κατά του έθνους ΕΑΜοσλάβους του Μάρκου».

Από τα τέλη του 1948, τα «πύρινα» άρθρα κατασυκοφάντησης των κομμουνιστών και των μαχητών του ΔΣΕ, γίνονται καθημερινή πραγματικότητα, ενώ πάμπολλα ήταν τα πρωτοσέλιδα άρθρα της εφημερίδας, όπου διατρανώνεται ο ρόλος της βασιλείας και του τότε βασιλιά, ως «αντίπαλος, αντίβαρος, καταλύτης του κομμουνισμού». Στις 9 Ιανουαρίου 1949, προβάλλεται μια είδηση από την Ιταλία με τίτλο: «Η Ιταλική κυβέρνησις απηγόρευσεν εκδηλώσεις και εράνους του ΚΚΙ υπέρ των ληστών του Μάρκου – Ενημερώθη ο Τερατσίνι (σημ. «Ρ»: Ιταλός κομμουνιστής βουλευτής και πρόεδρος τότε της ιταλικής Βουλής». Ενδεικτικό πάντως των πιέσεων που ασκούνταν, για να προχωρήσει ακόμα περισσότερο το «ξεκαθάρισμα», είναι το πρωτοσέλιδο σχόλιο που δημοσιεύεται στις 16 Γενάρη του 1949 με την υπογραφή «Ε»: «Σκέπτομαι αυτήν τη δήθεν μαθηματική κουβέντα που ξεπετιέται κάθε τόσο από τα τηλεγραφήματα και τις ανταποκρίσεις που ασχολούνται με την ελληνική κατάστασιν: «Τόσος στρατός, τόσοι συμμορίται. Τόσοι παραπάνω οι πρώτοι από τους δεύτερους. Πώς συμβαίνει να μην αρπάζουνε οι πρώτοι τους δεύτερους από τον γιακά να τελειώνουμε…». Στις 30 Γενάρη του 1949, η «Καθημερινή» καλούσε τους μαχητές του ΔΣΕ «να ανομολογήσουν – όσοι τυχόν είναι ιδεολόγοι – την πλάνην τους και να καταθέσουν όχι προ των αντιπάλων τους, αλλά εις τον άγιον βωμόν της πατρίδος τα όπλα»….

Ανατριχιαστικές ανταποκρίσεις

Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των κομμουνιστών στην περιοχή της Πελοποννήσου, τους πρώτους μήνες του 1949, παρακολουθήθηκαν βήμα προς βήμα από την εφημερίδα «Καθημερινή» και τον πολεμικό απεσταλμένο της Ν. Καλημέρη. Τον Γενάρη, από τις στήλες της εφημερίδας, ο στρατιωτικός διοικητής της Πελοποννήσου υποστράτηγος Πεντζόπουλος και ο αρχηγός Χωροφυλακής Ταξίαρχος Τσάταλος, δήλωναν ότι «είναι απόφασις της στρατιωτικής ηγεσίας διά τη σύντομον και οριστικήν εκκαθάριση της Πελοποννήσου. Αντί πάσης θυσίας θα επιτευχθεί το επιδιωκόμενον αποτέλεσμα». Ενδεικτικές του τι συνέβη εκείνη την περίοδο στην Πελοπόννησο, του μεγέθους των διώξεων, είναι οι ανταποκρίσεις της «Καθημερινής»:

5 Γενάρη: «Εις την περιοχήν Τρικάλων Κορινθίας, εφονεύθησαν οι αρχισυμμορίται Πέππας και Ματσούκας». «Ιδιωτικαί πληροφορίαι θεωρούμεναι αξιόπισται (!) αναφέρουν ότι συμμορίται συλλαμβάνουν ομήρους εκ διαφόρων χωρίων κατά προτίμησιν τους προύχοντας και τους κοινωνικούς παράγοντας».

9 Γενάρη: «Η ταξιαρχία Πρεκεζέ (σ.σ. τμήμα του ΔΣΕ) διαφυγούσα από τα κρησφύγετα του Πάρνωνος ευρίσκεται κάπου «λείχουσα τας πληγάς της». Χωρίς όμως με αυτό να πρόκειται να αποφύγει την εξόντωσιν, διότι ως χαρακτηριστικώς ετόνισε σήμερον ανώτερος αξιωματικός του στρατού «ο μύλος που αλέθει αργά βγάζει πολύ ψιλό αλεύρι»».

20 Γενάρη: «Εκτός των άλλων παραδειγμάτων αναφέρεται χαρακτηριστικώς το γεγονός του φόνου του αρχισυμμορίτου Γιάννη Γιαννίτσα ή Καπετάν Μπάμπη, όπου ούτος μετέβη διά να συνεννοηθεί με τον αυτοαμυνίτην του χωρίου Δημήτριον Παπαδόπουλον ή Μητσόχαρον. Ο τελευταίος παρέσυρε τον Γιαννίτσα εις την ταβέρναν, όπου τον εφόνευσε και αφού απέκοψε την κεφαλή του την παρέδωσε σήμερον την πρωίαν μετά του αυτομάτου του εις στρατιωτικόν τμήμα»…

22 Γενάρη: «Τμήματα ΛΟΚ κατ’ εξερέυνησιν εις την περιοχήν Ζήριας, συνεπλάκησαν με ομάδα συμμοριτών, με αποτέλεσμα τον φόνον 4 συμμοριτών και μίας συμμορίτισσας».

Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο

Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού στην Πελοπόννησο άρχισαν στις 5/12/1948 – με τη μετακίνηση στρατευμάτων στην περιοχή – και ουσιαστικά ολοκληρώθηκαν στις 30/1/1949. Πριν την έναρξη της επιχείρησης, υπήρχαν στην περιοχή η 72η Ταξιαρχία, 14 Τάγματα ελαφρού πεζικού, 3 Τάγματα Χωροφυλακής, δύο Μοίρες ΛΟΚ, ένα Σύνταγμα αναγνωρίσεως (θωρακισμένα), μια Πυροβολαρχία και φυσικά οι παρακρατικές δυνάμεις. Για την πραγματοποίηση της επιχείρησης, μεταφέρθηκαν από το Βίτσι η 9η Μεραρχία, δύο Μοίρες ΛΟΚ, ένα Σύνταγμα Πεδινού και μια Μοίρα Ορειβατικού Πυροβολικού, ένας Λόχος Μηχανικού. Επίσης επιστρατεύτηκαν μια Μοίρα Στόλου (αντιτορπιλικά και αρματαγωγά και δύναμη Αεροπορίας. Ουσιαστικά, γίνεται λόγος για δυνάμεις που κυμαίνονταν, συνολικά, γύρω στις 40 χιλιάδες άνδρες. Απέναντι σ’ αυτές τις δυνάμεις, ο ΔΣΕ είχε να αντιτάξει την 3η Μεραρχία του με διοικητή τον Στ. Γκιουζέλη και δύναμη μαχητών περί τις 3.500. Κι αν λάβει κανείς υπόψη του ότι αυτοί οι αγωνιστές δεν είχαν σύνδεση με τις υπόλοιπες δυνάμεις του ΔΣΕ στην Ελλάδα και ότι ο ανεφοδιασμός τους γινόταν από τη θάλασσα, γίνεται αντιληπτή η τραγικότητα της κατάστασής τους.

Το σχέδιο εκκαθάρισης της Πελοποννήσου που εφάρμοσε ο κυβερνητικός στρατός πήρε την επωνυμία «Περιστερά». Ομως, μόνο περιστερά δεν ήταν. Τη διεύθυνση της επιχείρησης ανέλαβε ο στρατηγός Τσακαλώτος και τη στρατιωτική διοίκηση είχε ο στρατηγός Θ. Πετζόπουλος, τον οποίο ο λαός, για τα όργια τρομοκρατίας που διέπραξε, πολύ ορθά αποκαλούσε «Ιμπραΐμ».

Εντείνεται η μαζική βία

Πρώτη ενέργεια της επιχείρησης «Περιστερά» ήταν η πλήρη απομόνωση της Πελοποννήσου από την υπόλοιπη Ελλάδα. Κανείς δεν μπορούσε να μπει ή να βγει από την περιοχή της, χωρίς την άδεια της Αστυνομίας και των στρατιωτικών δυνάμεων. Η θαλάσσια περιοχή ελεγχόταν από το στόλο, ούτως ώστε να εμποδιστεί ο ανεφοδιασμός των ανταρτών και στα λιμάνια γινόταν εξονυχιστικός έλεγχος των ταξιδιωτών και των φορτίων των καραβιών. Δίπλα σ’ αυτά τα μέτρα, προστέθηκαν και οι αδίστακτες μαζικές συλλήψεις πληθυσμού, που θεωρούνταν ύποπτος ότι συμπαθούσε ή βοηθούσε τις δυνάμεις του ΔΣΕ. Η σκληρότητα αυτών των μέτρων απεικονίζεται ανάγλυφα στις διαταγές που εξέδωσε ο στρατηγός Πετζόπουλος προς τις μονάδες στρατού που διοικούσε. Συγκεκριμένα, σε διαταγή του στις 18/12/1948 ανέφερε:

«Προβείτε προκαταρκτικάς ενεργείας, ώστε την 27 – 12 – 48 συλληφθώσι ταυτοχρόνως εκ των αστικών κέντρων απάσης υμών περιοχής εν συνεννοήσει μετά των κατά τόπους στρατιωτικών αρχών, άπαντες ιδιώται κομμουνισταί, ανεξαρτήτως εάν θεωρούνται ύποπτοι ή ου και ανεξαρτήτως επαγγέλματος (δημόσιοι υπάλληλοι, επιστήμονες). Εφιστώ την προσοχή σας επί γεγονότος ότι είθισται συλλαμβάνονται εργάται ή μικροεπαγγελματίαι και παραμένωσι ελεύθεροι οι πλέον επικίνδυνοι οι επιστήμονες και άλλοι. Ουδεμίαν τοιαύτην εξαίρεσιν θα ανεχθώ. Τουναντίον, συλλήψεις ενεργηθώσιν από τους πλέον επικινδύνους τούτους μέχρι τελευταίου κομμουνιστού».

Στις 28/12/1948 ο νέος Ιμπραΐμ της Πελοποννήσου τηλεγραφούσε στην Καλαμάτα και στην Πάτρα:

«Σύνολον συλληφθέντων εντός πόλεως ΚΑΛΑΜΩΝ απαράδεκτον. Φαίνεται δε με αντελήφθητε. Επαναλαμβάνω ουδείς κομμουνιστής δέον παραμείνη ελεύθερος ΚΑΛΑΜΑΣ, ένθα σοβαρωτέρα κομμουνιστική εστία ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ. Δέον αντιληφθήτε ότι αστικά κέντρα δέον εκκαθαρισθώσι απολύτως από κομμουνιστικόν μίασμα. Διά κομμουνιστάς διαμένοντας αστικά κέντρα ουδείς οίκτος. Συλλήψεις συνεχισθώσι».

«Ανακοινώσατε αστυνομικόν διευθυντήν Πατρών κάτωθι διαταγήν μου. Αναφερθείς αριθμός συλληφθέντων εν Πάτραις 63 προξενεί αλγεινήν εντύπωσιν και τον θεωρώ απαράδεκτον. Φαίνεται ότι οι αρμόδιοι και υπεύθυνοι δεν αντελήφθησαν ότι εκκαθάρισις αστικών κέντρων και γενικώς μετόπισθεν στρατού από κομμουνιστικά στοιχεία αποτελεί ύψιστον εθνικόν καθήκον και ανάγκην…». (Βλέπε: Θ. Πετζόπουλου: «1941 – 1950 Τραγική πορεία», σελ. 204 και 206 – 207. Επίσης: Σ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», τόμος 3ος, σελ. 345 – 346).

Στο ερώτημα ποιοι ήταν αυτοί που συλλαμβάνονταν δεν είναι δύσκολο να δοθεί η απάντηση. Οι αρχές κάτω από τέτοιου είδους διαταγές δεν πολυσκοτίζονταν για το ποιους θα έβαζαν στο χέρι. Προχωρούσαν αδιακρίτως σε συλλήψεις, αρκεί να είχαν υπόνοιες ότι ο υποψήφιος προς σύλληψη δεν τους έμοιαζε και τόσο εθνικόφρονας. Ετσι, μαζί με τους κομμουνιστές, αριστερούς και προοδευτικούς πολίτες, τα κρατητήρια γέμισαν και από δεξιούς, συντηρητικούς και βασιλόφρονες, οι οποίοι δεν είχαν επιδείξει κάποια ιδιαίτερη αντικομμουνιστική δραστηριότητα για να μπορούν να τους ξεχωρίσουν τα στρατιωτικά και αστυνομικά όργανα.

Από τα στοιχεία που υπάρχουν γίνεται λόγος για 4.500 συλληφθέντες, οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες. Οσοι θεωρήθηκαν ιδιαίτερα επικίνδυνοι – περί τους 2.500 – φορτώθηκαν σε αρματαγωγά και στάλθηκαν στη Μακρόνησο και το Τρίκκερι. Οι άλλοι κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Σκηνές ιλαροτραγωδίας

Οι συλλήψεις συντηρητικών πολιτών, όπως ήταν επόμενο, προξένησαν αντιδράσεις που πολύ γρήγορα έφτασαν ως την Αθήνα. Ετσι, κινήθηκαν πολιτικοί και άλλοι παράγοντες για να σώσουν ανθρώπους που κινδύνευαν να χαθούν – ή, το λιγότερο, να υποστούν συνέπειες χωρίς λόγο – μέσα σ’ αυτήν την ξέφρενη παραζάλη του αντικομμουνισμού. Να πώς περιγράφει αυτή την ιλαροτραγωδία ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος: «Ως ήτο επόμενον, η πληροφορία των συλλήψεων μετεδόθη αμέσως εις Αθήνας και οι πολιτικοί παράγοντες εκινητοποιήθησαν προς πάσας τας κατευθύνσεις να ματαιώσουν τας συλλήψεις. Τα τηλέφωνα του Στρατηγείου του Σώματος Στρατού ήρχισαν να κωδωνίζουν συνεχώς. Το Αρχηγείον Χωροφυλακής εζήτη να αποκεφαλίση τον επιθεωρητήν Χωροφυλακής, το ΓΕΣ εζήτη τον λόγον πώς και διατί ανελήφθη αυτή η πρωτοβουλία, άνευ υπολογισμού των συνεπειών κλπ., διάφοροι παράγοντες των κομματαρχών πασάδων της Πελοποννήσου είχον συγκεντρωθή εις την εξώπορταν του στρατοπέδου, κρατούντες καταλόγους συλληφθέντων προσώπων, φίλων των εν κυβερνήσει υπουργών και απαιτούντες την άμεσον απόλυσίν των. Το Επιτελείον του Σώματος και ειδικώς ο αρχηγός του Α` Κλάδου, συντ/ρχης τότε, Κετσέας Γρ., μη θέλων να επικοινωνήση τηλ/κώς με τον διοικητήν του Σώματος Στρατού, διά να αναφέρη τα συμβαίνοντα και να ζητήση διαταγάς και αφ’ ετέρου αντιλαμβανόμενος ότι θα έπρεπε να τον απαλλάξη από τας πιέσεις που ασφαλώς θα υφίστατο εις Αθήνας, απεφάσισε να δημιουργήση κατάστασιν αδυναμίας επεμβάσεως εις οιονδήποτε μέχρις ότου αποπλεύσουν τα πλοία. ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ ΔΙΕΤΑΞΕ ΤΗΝ ΑΠΟΚΟΠΗΝ ΤΩΝ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΩΝ ΜΕ ΤΑΣ ΑΘΗΝΑΣ ΩΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΙΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΩΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΞΩΠΟΡΤΑΝ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΕΙΟΥ ΕΙΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΝ 500 ΜΕΤΡΩΝ. Καθησύχασε τον επιθεωρητήν Χωροφυλακής, ο οποίος εφαίνετο στενοχωρημένος και διέταξε την εκτέλεσιν της αποφάσεώς μου, ήτοι την αναχώρησιν οπωσδήποτε των πλοίων προ του μεσονυχτίου και την αποστολήν σήματος αφίξεως εις Μακρόνησον… Το απόγευμα της επομένης, ελήφθη σήμα των πλοίων ότι έφτασαν εις Μακρόνησον και απεβίβασαν συλληφθέντας.

Διέταξε την αποκατάστασιν της τηλεφωνικής γραμμής και ανέφερε εις ΓΕΣ, δι’ εκτάκτου δελτίου, τη σύλληψιν και μεταφοράν εις Μακρόνησον.

Το ΓΕΣ και οι εν Αθήναις πολιτικοί, μη γνωρίζοντες τη μεταφοράν εις Μακρόνησον, αλλά νομίζοντες ότι οι συλληφθέντες κρατούνται εις Πελοπόννησον, ήλπιζαν ότι θα επιτύγχανον την απόλυσίν των. Οταν επληροφορήθησαν ότι είχον ήδη μεταφερθή εις Μακρόνησον, εξέσπασαν εις εντόνους διαμαρτυρίας, αλλά ήτο πλέον αργά, διότι ουδείς ετόλμα, εν όψει των περιστάσεων και της πιέσεως των Αμερικάνων, να αναλάβη την ευθύνην της μεταφοράς των πάλιν εις Πελοπόννησον» (Θρ. Τσακαλώτος: «40 Χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος», τόμος β`, σελ. 203 – 204).

Συντριβή των δυνάμεων του ΔΣΕ

Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, με συντριπτικό συσχετισμό δυνάμεων εις βάρος του και χωρίς δυνατότητες ανεφοδιασμού του σε πυρομαχικά, ο ΔΣΕ στην Πελοπόννησο, παρά την ενεργητικότητα, το θάρρος και των ηρωισμό των μαχητών του, οδηγήθηκε εκ των πραγμάτων σε ήττα και συντριβή. Σ’ αυτόν τον αγώνα έδωσαν τη ζωή τους πολλοί αγωνιστές και τα καλύτερα στελέχη του ΔΣΕ Πελοποννήσου. Ανάμεσά τους και ο Στ. Γκιουζέλης, ο οποίος στο τελευταίο, πριν τον θάνατό του, άρθρο που έστειλε στο περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός», με ημερομηνία 13/1/1949, γράφει ανάμεσα στα άλλα: «Η πείρα από την αντιμετώπιση 25 τώρα μέρες, της επιδρομής του εχθρού, δείχνει πως ο λαός του Μοριά με μαχητική του πρωτοπορία τον ΔΣ του θα φανούν αντάξιοι κληρονόμοι των ηρωικών παραδόσεων της κλεφτουριάς του ’21 και θα συντρίψουν τις ορδές των νέων Μπρα`ϊμηδων του μοναρχοφασιμού» (βλέπε: «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ», έκδοση «Ριζοσπάστης», 1996, τόμος Β`, σελ. 85 – 87).

Στις 29 Γενάρη του 1949, ο στρατηγός Τσακαλώτος παρέδιδε τη διοίκηση όλων των δυνάμεων της Πελοποννήσου στον στρατηγό Πετζόπουλο. Η παράδοση αυτή σήμαινε ότι για τον κυβερνητικό στρατό η εκκαθάριση της Πελοποννήσου από τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού ουσιαστικά είχε τελειώσει.

Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του «Ρ»

Περιεχόμενα

https://erodotos.wordpress.com/istoria-dse/