Πρόσφυγες και εργατικό-κομμουνιστικό κίνημα στην Κοκκινιά του Μεσοπολέμου. Μέρος Β: Δεκαετία 1930

Η διεθνής καπιταλιστική κρίση του 1929-1933 επέδρασε σημαντικά στην ταξική αφύπνιση των εργαζομένων, προσφύγων και γηγενών, σήμανε όξυνση της ταξικής πάλης, αλλά και όξυνση της επιθετικότητας, τους αυταρχισμού και της καταστολής από τη μεριά του αστικού κράτους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν ως προς αυτό οι επισημάνσεις ενός αρθρογράφου στη τοπική εφημερίδα της Κοκκινιάς «Αναγέννησις» τον Δεκέμβρη του 1932, ο οποίος τόνισε: «Ο κοινωνικός κίνδυνος τώρα τελευταία πήρε τόσο ξεκάθαρο χαρακτήρα, με την θύελλα των ατελείωτων απεργιών, που να μην αποτελεί πια και για τους πολλούς ένα κοινωνιολογικό παραμύθι ‘η πάλη των τάξεων’. Η διαπίστωση αυτή που σε γενικές γραμμές ρύθμισε μέχρι τώρα την ιστορία της ανθρωπότητας, έχει ξεφύγει πια τα όρια μιας ψυχρής ακαδημαϊκής έρευνας. Πήρε μια μορφή ξεκάθαρη και κατέβηκε στα πεζοδρόμια των πολιτειών της πείνας και της δυστυχίας με το προσωπείον των απεργιών. Μέσα στην επίταση της παγκόσμιας κρίσης και στον οικονομικό εκφυλισμό της μικροαστικής τάξης, οι κυρίαρχοι διοργανώνοντας φοβερά την ταξική αυτοάμυνά τους προσπαθούν με την βία ν’ ανακόψουν το ορμητικό ρεύμα της πλειοψηφούσας δυστυχίας, που έφτασε αναγκαστικά στις κοινωνικές διαδηλώσεις και στις απεργίες.»

Και συνεχίζει το ίδιο δημοσίευμα: «Μένει τώρα να εξετάσουμε αν η βία είναι το ενδεδειγμένο μέσο για τη διατήρηση της κυριαρχίας από τη μειοψηφία των κεφαλαιοκρατών. Φυλακίζοντας σήμερα την απεργιακή επιτροπή των δημοσίων υπαλλήλων, σκοτώνοντας αύριο ένα φτωχό αρτεργάτη, που αγωνιζότανε για το ψωμί του, αναχαιτίζουμε ή επαυξάνουμε τον κοινωνικό κίνδυνο, που σαλεύει βαθιά τα ρεπιοθέμελά μας; Όταν η πείνα συμπληρώνεται από τον θάνατο, θα σταματήσουν τον πόλεμό τους οι κοινωνικά αδικημένοι; Ή μήπως κάθε παρανομία μας πέφτει σαν προσάναμμα στην παγκόσμια πυρκαγιά;»

Καταλήγοντας ο γραφών προειδοποιήσε: «Δε θα μπορέσουμε να στηρίξουμε μέχρι τέλους τον άδικο νόμο της υπεραξίας, της απλήρωτης δουλειάς, στα όπλα μας. Γιατί αν αυτοί, που κρατούν τα όπλα μας αρνηθούνε μια μέρα τις υπηρεσίες τους διαπιστώνοντας πως πυροβολώντας για ξένα συμφέροντα αυτοκτονούν οι ίδιοι, θα έχουμε χάσει κιόλας το παιχνίδι.»[i]

Όσο λοιπόν η ταξική πάλη οξύνονταν τόσο οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων πύκνωναν σε μαζικότητα, μαχητικότητα και αριθμό. Το καλοκαίρι του 1933 οι εργάτριες στην κλωστοϋφαντουργία της Κοκκινιάς πραγματοποίησαν μια από τις μεγαλύτερες σε διάρκεια απεργίες της μεσοπολεμικής περιόδου, η οποία κράτησε 27 ολόκληρες μέρες. Ο Ριζοσπάστης κατέγραψε τις προσπάθειες των εργοδοτών και των αστυνομικών αρχών να σπάσουν την απεργία. Έτσι, μαθαίνουμε πως την 23η μέρα της απεργίας «μονάχα καμιά 50ρια απεργοσπάστριες στρατολόγησαν οι εργοδότες κουβαλώντας τις με αυτοκίνητα από τις συνοικίες υπό την προστασία της αστυνομίας.» Οι απεργοί όμως, αποφασισμένοι να περιφρουρήσουν την απεργία τους, δεν έμειναν αμέτοχοι σε αυτές τις παρεμβάσεις. Σύντομα ξέσπασαν συμπλοκές στους δρόμους της Κοκκινιάς μεταξύ των εργατών και των αστυνομικών αρχών που είχαν αναλάβει τη μεταφορά των απεργοσπαστών στους χώρους δουλειάς. Πολλοί εργάτες-απεργοί συνελήφθησαν, για να απελευθερωθούν άμεσα με την αστραπιαία και αποφασιστική επέμβαση των συναδέλφων τους. Η απεργία έληξε τελικά νικηφόρα, με τους εργαζόμενους να αποσπούν αύξηση 10% στους μισθούς και τη δέσμευση του αρμόδιου Υπουργού για κατάπαυση της τρομοκρατίας στα εργοστάσια, την κατάργηση των προστίμων και την εφαρμογή του οκταώρου.[ii]

Η πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος απέχτησε σταδιακά ευρύτερη απήχηση στις νεώτερες γενιές των προσφύγων, οι οποίες, σε συνθήκες έντασης της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και όξυνσης της ταξικής πάλης, εμφανίζονταν όλο και πιο πρόθυμες να συμμετάσχουν ενεργά στους εργατικούς και πολιτικούς αγώνες. Ο νεανικός ενθουσιασμός σε συνδυασμό με τη ριζοσπαστική πολιτική του ΚΚΕ δημιούργησε ρήγμα στο κρατούν κλίμα απάθειας και ηττοπάθειας, που έδρασε τόσο περιοριστικά-ανασταλτικά στη δραστηριοποίηση των παλαιότερων γενεών. Η τάση της νεολαίας για αμφισβήτηση βρήκε στη θεωρεία και πράξη του ΚΚΕ νέα έκφραση και περιεχόμενο.

Σε σημαντικό πεδίο ριζοσπαστικοποίησης και επαφής των νέων με τις σοσιαλιστικές ιδέες αναδείχθηκαν μεσοπολεμικά οι προσφυγικοί αθλητικοί σύλλογοι. Το Κομμουνιστικό Κόμμα εντόπισε από νωρίς το ταξικό περιεχόμενο και διαπαιδαγωγητική αξία του εργατικού-λαϊκού αθλητισμού, στηρίζοντας με επιτυχία την ανάπτυξή και μαζικοποίησή του, τόσο σε επίπεδο κοινότητας όσο και πανελλαδικά.

Ένας πρόσφυγας ανέφερε σχετικά με τον αναπτυσσόμενο εργατικό-λαϊκό αθλητισμό: «Εκείνη την εποχή δεν είχανε οι νέοι άλλο να ασχοληθούνε και το ποδόσφαιρο και γενικότερα ο αθλητισμός…είχε πραγματικά μια τεράστια απόδοση…» Δεν ήταν λίγες οι φορές όπου τα γήπεδα μεταμορφώνονταν σε χώρους πολιτικών ζυμώσεων: «Μέχρι που να κηρυχτεί η 4η Αυγούστου, η δικτατορία, στη Κοκκινιά γίνονται διάφορες πεταχτές εκδηλώσεις…Θυμάμαι τότε έπαιζα μπάλα…Με τη λήξη του αγώνα ανέβαινε σε ένα κάρο ένας ομιλητής, έλεγε πέντε λέξεις δέκα, πετάγανε προκηρύξεις…» και ούτω καθεξής. Ακολούθως, πολλοί αθλητικοί σύλλογοι στην Κοκκινιά μετατράπηκαν προοδευτικά σε ζωντανούς, μαζικούς τόπους διάδοσης ιδεών.[iii]

 

Πολλοί αγωνιστές οδηγήθηκαν ενώπιον δικαστηρίου ως συνέπεια των διώξεων. Ωστόσο, το γεγονός αυτό απέφερε πολλάκις τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα (από τους διώκτες τους) αποτελέσματα, με τη δικαστική αίθουσα να μεταμορφώνεται σε λαϊκή πλατφόρμα, σε καταγγελτικό βήμα, από το οποίο οι κομμουνιστές εξέθεταν και υπεράσπιζαν τις ιδέες και τις πράξεις τους. Με τη στάση τους κατάφεραν να κερδίσουν το σεβασμό μεγάλης μερίδας των εργαζομένων. Διωκόμενοι κατά κανόνα για την συνδικαλιστική τους δράση παρουσιάζονταν από το ίδιο σύστημα που τους δίκαζε ως εκπρόσωποι-υπέρμαχοι των εργατικών δικαίων. Από το εδώλιο του κατηγορουμένου οι κομμουνιστές γίνονταν κατήγοροι της κρατικής και εργοδοτικής αυθαιρεσίας, της κοινωνικής αδικίας και εκμετάλλευσης, των δεινών στα οποία είχε καταδικάσει τους εργαζόμενους και τα φτωχά λαϊκά στρώματα το αστικό πολιτικοοικονομικό σύστημα. Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη μαρτυρία:

«Θυμάμαι συγκεκριμένα το εξής. Κυριακή γινότανε διάλεξη στη πλατεία του Αγ. Νικολάου…τα 3 Ε [σ.σ. η εθνικιστική-φασιστική οργάνωση Εθνική Ένωσις Ελλάς] με ομιλητή τον Γιάνναρο που ήταν και αρχηγός τους…καθαρώς φασιστικής νοοτροπίας, φασιστικής αντίληψης, φασιστικής επιδίωξης και τα λοιπά. Κατεβαίνει στη Κοκκινιά να κάνει διάλεξη. Εκεί μπαίνει μια ομάδα από 2-3 ανθρώπους…να βάλουνε ερωτήματα. Αποτέλεσμα, όχι μόνο δεν απάντησαν, εδημιούργησαν επεισόδια, έδειραν τους ανθρώπους και η αστυνομία αντί να συλλάβει αυτούς, οι οποίοι δημιούργησαν τα επεισόδια, φόρτωσε την όλη ιστορία στους αγωνιστές οι οποίοι την επομένη εκδικαζόντουσαν…στο αυτόφωρο του Πειραιά. Εκεί που δούλευα έρχεται η γυναίκα του Μήτσου του Νικολαΐδη, συνωνυμία είναι…και θέλει κάποιος να την συνοδέψει να πάει στο δικαστήριο. Ο πιο μικρός ήμουν εγώ και είπα να πάω εγώ αφού δε πάει κανένας άλλος. Και τότε είδα να δικάζονται πέρα από το Γιώργη τον Νικολαΐδη, πέρα από τον Αναστάση τον Κεχαγιά, πέρα από τον Βαρδαξόγλου, τον Μήτσο τον Νικολαΐδη, και 3-4 άλλους…Θυμάμαι το εξής χαρακτηριστικό το οποίο μου έμεινε από τότε μέσα στη σκέψη μου. Λέει ο πρόεδρος του δικαστηρίου στο Γιώργη τον Νικολαΐδη ‘εσείς τι επιδιώκετε?’ Και απαντάει ο Γιώργης ο Νικολαΐδης ‘απλούστατα’ λέει ‘κύριε πρόεδρε, αυτό το τραπέζι που είναι μπροστά σας να το γυρίσουμε ανάποδα.’ Το σύστημα εννοούσε…»[iv] Στην ερώτηση «ποια ήτανε η επίδραση των κομμουνιστών;» ένας πρόσφυγας τόνισε: «Τους θαυμάζανε για την αυτοθυσία τους.»[v]

Και ενώ οι πιέσεις που δέχονταν το ΚΚΕ ως αποτέλεσμα της διαπάλης εντός και εκτός των γραμμών του εξασθένησαν κατά το δεύτερο μισό της μεσοπολεμικής περιόδου, η επιθετικότητα της άρχουσας τάξης, είτε μέσω των «επίσημων» μηχανισμών καταστολής της, είτε μέσω των διαφόρων φασιστικών-παρακρατικών οργανώσεων, παρουσίασε έξαρση. Οι κομματικές συγκεντρώσεις και συνελεύσεις που πραγματοποιούνταν σε δημόσιους χώρους παρακολουθούνταν τακτικά από τις αστυνομικές αρχές, οι οποίες διεξήγαν σωματικές έρευνες και συνέλλεγαν πληροφορίες για την ταυτότητα και τους λόγους συμμετοχής των παρευρισκομένων.[vi] Πρόσφυγες, για τους οποίους υπήρχε ακόμα και η παραμικρή υποψία ότι διατηρούσαν δεσμούς ή συμπάθειες προς το Κομμουνιστικό Κόμμα, υπόκειντο σε πιέσεις, εκβιασμούς, τους δημιουργούσαν ποικίλα προβλήματα. Όπως π.χ. στην περίπτωση μιας χήρας πρόσφυγα, της οποίας η αίτηση στο Υπουργείο Πρόνοιας για στέγαση απερρίφθη με την αιτιολογία πως «αυτή είναι κομμουνίστρια και έχει γιους μπολσεβίκους.»[vii]

Πληθώρα περιστατικών βίας και τρομοκρατίας καταγράφηκαν στον συνοικισμό της Κοκκινιάς και καταγγέλθηκαν μέσα από τις στήλες του Ριζοσπάστη. Παραθέτουμε ενδεικτικά ορισμένα από αυτά:

Στις 22/8/1933: «Την περασμένη Πέμπτη τέσσερις χαφιέδες με επικεφαλή τον [τάδε] πήγαν στην Κοκκινιά και κάνανε έρευνα σε σπίτια διαφόρων εργατών και επαγγελματιών. Στο κουρείο του [τάδε] κάνανε έρευνα και επειδή βρήκαν το περιοδικό ‘Κοινωνική Αλληλεγγύη’ και ένα Ριζοσπάστη τον δείρανε μέσα στο μαγαζί του και του είπανε να περάσει από την ασφάλεια. Ο χαφιές [τάδε] του έκανε πρόταση να κλείσει το μαγαζί και να του ανοίξουν άλλο και να του δίνουν 400δρχ τη βδομάδα για να καταδίδει τους κομμουνιστές και κάθε κίνηση που γίνεται στη συνοικία.»[viii]

Στις 17/9/1934: «Τη μέρα που βγήκε το παράρτημα του Ριζοσπάστη, εδώ οι αστυφύλακες έπιασαν ένα πουλητή στην Κοκκινιά και τον κράτησαν 3 μέρες στην ασφάλεια χωρίς καμιά δικαιολογία. Εκεί μέσα τον έδειραν τρεις φορές και τον τρομοκρατούσαν για να μαρτυρήσει κι άλλους εργάτες [τον εκβιάζαν] ότι θα τον διώξουν στην Αρμενία…Γενικά οι χαφιέδες έχουν αποθρασυνθεί. Γυρνούν στα σπίτια και στα μαγαζιά και κάνουν έρευνες. Επίσης γυρνάν στα Αρμενέϊκα δήθεν ότι ζητούν κάποιο λιποτάκτη, στην πραγματικότητα όμως για να παρακολουθούν τους εργάτες.»[ix]

Στις 2/6/1936: «Οι κάτοικοι της Παλαιάς Κοκκινιάς διαμαρτύρονται έντονα γιατί η Ασφάλεια του Πειραιά κάνει συχνά επιδρομές στον συνοικισμό τους και πιάνει τους εργάτες και νεολαίους που διαβάζουν επαναστατικό Τύπο. Έτσι την περασμένη βδομάδα πιάσανε ένα νεολαίο που διάβαζε ‘Νεολαία’ [σ.σ.: την εφημερίδα της ΟΚΝΕ] και αφού τον τράβηξαν στο τμήμα, τον χτύπησαν άγρια και τον απείλησαν με εκτόπιση…Κατάσχεσαν δε και τα φύλλα του συνεργείου.»[x]

Οι διώξεις σε βάρος των προσφύγων, μελών και υποστηρικτών του Κομμουνιστικού Κόμματος, είχαν ως αποτέλεσμα τη περαιτέρω ενδυνάμωση των δεσμών αλληλεγγύης στον συνοικισμό, όπου όλο και περισσότεροι –ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων- άρχισαν να βλέπουν τους κομμουνιστές με συμπάθεια, ως μια δύναμη αντίστασης και υπεράσπισης των δικαίων τους.

Παρά τις επιθέσεις και το κύμα καταστολής, το Κομμουνιστικό Κόμμα διέγραψε σταθερή ανοδική τροχιά στους πρόσφυγες της Κοκκινιάς και γενικότερα. Οι κομματικές δυνάμεις στους συνοικισμούς πρωτοστάτησαν στη συγκρότηση επιτροπών αγώνα, που αναδείχθηκαν μέσα από συνοικιακές συνελεύσεις, οργανώνοντας και συντονίζοντας την πάλη εναντίον των υπέρογκων ενοικίων, των προσφυγικών χρεών, των εξώσεων και ούτω καθεξής.[xi] Κάνοντας έναν απολογισμό της δράσης του Ενιαίου Μετώπου στην Κοκκινιά, ο υποψήφιος δήμαρχος του ΚΚΕ Γ. Νικολαΐδης, έγραψε σε άρθρο του στον Ριζοσπάστη: «οι οπαδοί του Ενιαίου Μετώπου Εργατών-Αγροτών οργάνωσαν την Παμπροσφυγική Ένωση και με τις επιτροπές τετραγώνων ματαίωσαν δεκάδες εξώσεων, τοποθέτησαν ορφανά, απέσπασαν βοήθειες για άρρωστες οικογένειες, υποστήριξαν χήρες και με επικεφαλής τον κόκκινο βουλευτή [τους]…διεκδίκησαν από το Υπουργείο την ύδρευση της Κοκκινιάς.» Τα αιτήματα του Ενιαίου Μετώπου για τους πρόσφυγες περιελάμβαναν: επιδόματα και συσσίτια για τους ανέργους, ματαίωση των εξώσεων, σβήσιμο των χρεών, ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη, καλύτερη ύδρευση, αυξημένα μεροκάματα για τους εργάτες, φτηνό ψωμί, αμνηστία για τους καταδικασθέντες συνδικαλιστές και αγωνιστές, κ.α. Ταυτόχρονα, καλούσε σε πάλη ενάντια στον φασισμό και τον πόλεμο.[xii]

Η άνοδος αυτή αποτυπώθηκε εν μέρει και στα εκλογικά αποτελέσματα, που κατέγραψε το ΚΚΕ την περίοδο που εξετάζουμε. Και λέμε εν μέρει, γιατί όπως αναφέραμε και πρωτύτερα σχετικά με την εκλογική διαδικασία, η αλλοίωση της ψήφου ήταν τέτοιας έκτασης, ώστε σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν ακριβής ή αξιόπιστη αποτύπωση της δύναμης-απήχησης των κομμάτων και ιδίως του ΚΚΕ.

Τα ποσοστά του Κομμουνιστικού Κόμματος στην Κοκκινιά (και γενικά στους πρόσφυγες) ξεκίνησαν από ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. Το 1926 ήταν μόλις 1,5%, για να φτάσουν δύο χρόνια αργότερα στο εκλογικό ναδίρ του Μεσοπολέμου: 0,7%. Ωστόσο, στις εκλογές του 1932 το ΚΚΕ εμφανίστηκε σημαντικά ενισχυμένο λαμβάνοντας το 6,8% των ψήφων στον συνοικισμό (αρκετά πάνω από τον εθνικό μέσο όρο: 4,97%). Το 1934 θα διπλασιάσει σχεδόν την εκλογική του δύναμη πετυχαίνοντας το υψηλότερο ποσοστό της περιόδου: 11,2%.

Παραμονές της Μεταξικής δικτατορίας τον Αύγουστο του 1936, το Κομμουνιστικό Κόμμα θα αναδειχθεί εκλογικά σε δεύτερη πολιτική δύναμη στην Κοκκινιά μετά το κόμμα των Φιλελευθέρων, έχοντας καταφέρει σε ένα χρονικό διάστημα μόλις τεσσάρων ετών (δηλαδή από το 1931 ως το 1935) να τριπλασιάσει σχεδόν τις ψήφους του στον συνοικισμό.[xiii]

Η αυξανόμενη επιρροή και απήχηση του ΚΚΕ στη Κοκκινιά εκφράστηκε και μέσα από τη κυκλοφορία του Ριζοσπάστη. Τον Σεπτέμβρη-Οκτώβρη 1933 το συνεργείο του Ριζοσπάστη στην Κοκκινιά ήρθε δεύτερο στην άμιλλα του Πειραιά. Σύντομα όμως θα περνούσε στην πρώτη θέση και μάλιστα με σημαντική διαφορά από τις υπόλοιπες οργανώσεις της πόλης. Το 1934, σχεδόν το ένα τρίτο του συνόλου των φύλλων που διακινούνταν στον Πειραιά αφορούσαν την Κοκκινιά.[xiv]

Οδεύοντας προς την 4η Αυγούστου 1936, τα σωματεία που υιοθετούσαν την πολιτική του Ενιαίου Μετώπου άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Εργατικές ενώσεις, που για διάφορους λόγους στο παρελθόν ελέγχονταν, συστρατεύονταν ή προσανατολίζονταν προς τον κρατικά ενσωματωμένο (ρεφορμιστικό) συνδικαλισμό, αποφάσιζαν η μία μετά την άλλη να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τα ταξικά συνδικάτα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στα πλαίσια του εργατικού κινήματος του Πειραιά και της Κοκκινιάς υπήρξε το σωματείο των καπνεργατών «Αναγέννηση», που το Μάη του 1936, σε συνέλευση στην οποία πήρε μέρος το σύνολο σχεδόν των εργαζομένων, αποφάσισε τη διάλυση και προσχώρηση των μελών του στο ενιαίο ταξικό καπνεργατικό σωματείο η «Αγάπη».[xv] Δύο μήνες πριν τη δικτατορία Μεταξά, το ενιαίο αντιφασιστικό μέτωπο κατέγραφε αξιοσημείωτη δυναμική.

Αναμφίβολα, τα γεγονότα του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη αποτέλεσαν ορόσημο στην ιστορία του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος της χώρας μας. Ο αντίκτυπος που είχαν στις προσφυγικές εργατοσυνοικίες του Πειραιά ήταν μεγάλος. Ένας πρόσφυγας, αυτόπτης μάρτυρας των όσων εξελίχθηκαν στη Κοκκινιά, αναφέρει στη μαρτυρία του: «Την άλλη ημέρα μετά τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, στις 9 του Μάη του 1936 έγινε μια αυθόρμητη διαδήλωση από τα ‘Γερμανικά’ και με αξιοθαύμαστη μαχητικότητα κατέβηκε μέχρι τη πλατεία του Αγ. Νικολάου. Εκεί η αστυνομία χτύπησε με κλομπ και πιστόλια, αιματοκυλώντας το λαό της Κοκκινιάς. Ύστερα από μια βδομάδα κηρύχτηκε η απεργία σε Αθήνα και Πειραιά εις ένδειξη αλληλεγγύης για τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης. Στη πλατεία του Αγ. Νικολάου έγινε η μεγαλύτερη συγκέντρωση όλου του Πειραιά. Χιλιάδες κόσμου είχαν πλημμυρίσει τη πλατεία και τους γύρω δρόμους…Εκείνη την ημέρα η αστυνομία της Κοκκινιάς είχε κρυφτεί μέσα στο τμήμα…Όμως δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Πήρε τηλέφωνο να σταλεί στρατός και να διαλυθεί η συγκέντρωση…οι φαντάροι αντί για να κάνουν αυτό που τους έστειλαν ενώθηκαν με τους εργάτες και με το λαό…»[xvi]

Ο Ριζοσπάστης κατέγραψε τα γεγονότα. Η συγκέντρωση διαμαρτυρίας για το ματοκύλισμα των απεργών της Θεσσαλονίκης μετεξελίχθηκε γρήγορα σε μαζική πορεία προς τον Πειραιά άνω των 10.000 εργαζομένων, οι οποίοι φώναζαν συνεχώς «εκδίκηση, εκδίκηση». Η διαδήλωση δέχθηκε βίαιη επίθεση και πυρά από τις αρχές με αποτέλεσμα τον τραυματισμό περίπου δέκα ατόμων. Η εφημερίδα έκανε λόγο για πραγματικές οδομαχίες, με τα μαγαζιά να κλείνουν και τις καμπάνες των εκκλησιών να «καλούν τους κατοίκους της Κοκκινιάς σε συναγερμό.» Πάνω από 20.000 λαού ξεχύθηκαν στους δρόμους. Σύμφωνα με τον Ριζοσπάστη επρόκειτο για τη μεγαλύτερη κινητοποίηση που είχε γίνει ποτέ -έως τότε- στην Κοκκινιά![xvii]

Λίγες εβδομάδες πριν τη δικτατορία, το απεργιακό κίνημα στον Πειραιά είχε φτάσει πλέον στο αποκορύφωμά του, αγκαλιάζοντας το σύνολο σχεδόν της εργατικής τάξης της πόλης. Στις μεγάλες κινητοποιήσεις του Μάη «δεν απήργησαν περί τους 1.500 υφαντουργούς από τις 6.000 και πάνω που υπάρχουν, οι εργάτες λιπασμάτων του Κανελλόπουλου, που από την προηγούμενη το βράδυ τους έκλεισε μέσα και τους έδωκε κρεβάτια να κοιμηθούν, και μικρός αριθμός ιδιωτικών υπαλλήλων. Όλοι οι άλλοι κλάδοι πήραν μέρος 100%.» Ο αριθμός των απεργών υπολογίζονταν σε πάνω από 70.000. Στην Κοκκινιά η απεργία σημείωσε επιτυχία 100% σε όλους τους κλάδους, ενώ στο συλλαλητήριο, που πραγματοποιήθηκε με κεντρικό ομιλητή τον υποψήφιο δήμαρχο του Παλλαϊκού Μετώπου για την Κοκκινιά Γ. Νικολαΐδη, μετείχαν σύμφωνα με τον Ριζοσπάστη 25.000 περίπου πρόσφυγες.[xviii]

Το Κομμουνιστικό Κόμμα προσέδωσε διπλό περιεχόμενο και χαρακτήρα σε αυτές τις κινητοποιήσεις: της εργατικής-ταξικής αλληλεγγύης από τη μια και του αντιφασιστικού αγώνα μέσω του αναπτυσσόμενου παλλαϊκού μετώπου από την άλλη. Για πρώτη φορά η συμμετοχή στις συγκεντρώσεις που καλούσε το ΚΚΕ μετρούνταν, όχι σε δεκάδες ή εκατοντάδες όπως στο παρελθόν, αλλά σε χιλιάδες, αντανακλώντας κατ’ αυτό τον τρόπο και σε πραγματικούς αριθμούς την ανοδική πορεία του Κόμματος, την απήχηση της πολιτικής του σε όλο και ευρύτερες μάζες προσφύγων και ντόπιων εργαζομένων.

Στις 4 Αυγούστου 1936 ο Ι. Μεταξάς κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο επιβάλλοντας δικτατορικό-φασιστικό καθεστώς. Παρότι οι προσπάθειες του ΚΚΕ για συγκρότηση ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου σε συνεννόηση με ορισμένα λεγόμενα «δημοκρατικά» αστικά κόμματα (όπως των Φιλελευθέρων) δεν ευδοκίμησε τελικά εξαιτίας των τελευταίων, τα πρώτα θεμέλια του αντιφασιστικού αγώνα είχαν τεθεί γερά στην συνείδηση του λαού της Κοκκινιάς και του ελληνικού λαού γενικότερα. Μέσα από τη δημιουργία μιας σειράς αντιφασιστικών οργανώσεων στις συνοικίες, στα εργοστάσια, τους χώρους όπου σύχναζε και δραστηριοποιούταν η νεολαία, όπως αθλητικοί, πολιτιστικοί και φυσιολατρικοί σύλλογοι, οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες, μαζί με τον βαθύτατα δημοκρατικό λαό της Κοκκινιάς αποτέλεσαν το προζύμι γι’ αυτό που στο άμεσο μέλλον θα έμενε στην Ιστορία ως «το έπος της Εθνικής Αντίστασης».

Εν κατακλείδι, το αντιφασιστικό-αντιστασιακό κίνημα που αναπτύχθηκε στην Κοκκινιά την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δεν εμφανίστηκε ξαφνικά από το πουθενά και το τίποτα. Δεν ήταν το αποτέλεσμα κάποιας «παρθενογένεσης», άλλα συγκεκριμένων μακρόχρονων πολιτικοκοινωνικών ζυμώσεων και αγώνων. Εάν η περίοδος της Κατοχής και της Αντίστασης υπήρξε η εποχή όπου άνθισαν οι αγώνες του προοδευτικού κινήματος στην Κοκκινιά, η περίοδος του Μεσοπολέμου ήταν η εποχή της σποράς και της επίπονης πρώιμης ανάπτυξής του.

 


[i] Αναγέννησις 11/12/1932. Η εφημερίδα αυτοπροσδιορίζεται ως «ανεξάρτητος πολιτική, οικονομική και φιλολογική εφημερίς».

[ii] Ριζοσπάστης 15/7/1933 και 18/7/1933

[iii] Συνέντευξη, κασέτα «Προ της 4ης Αυγούστου-Μαρτυρία Κότη Κεχαγιά», στο Ηχογραφημένο Αρχείο ΠΕΑΕΑ Κοκκινιάς και ΚΟ Κοκκινιάς (Αρχείο ΚΚΕ)

[iv] Συνέντευξη, κασέτα «Προ της 4ης Αυγούστου-Μαρτυρία Κότη Κεχαγιά», στο Ηχογραφημένο Αρχείο ΠΕΑΕΑ Κοκκινιάς και ΚΟ Κοκκινιάς (Αρχείο ΚΚΕ)

[v] Συνέντευξη, κασέτα «Προ της 4ης Αυγούστου», στο Ηχογραφημένο Αρχείο ΠΕΑΕΑ Κοκκινιάς και ΚΟ Κοκκινιάς (Αρχείο ΚΚΕ)

[vi] Δες για παράδειγμα Βιογραφικό Σημείωμα 354, Φάκελος με βιογραφικά αγωνιστών (301-500), στο Αρχείο Κέντρου Μελέτης Ιστορίας Εθνικής Αντίστασης (ΚΜΙΕΑ)

[vii] Ριζοσπάστης 11/6/1930

[viii] Ριζοσπάστης 22/8/1933

[ix] Ριζοσπάστης 17/9/1934

[x] Ριζοσπάστης 2/6/1936

[xi] Ριζοσπάστης 18/10/1930 και 10/8/1930

[xii] Ριζοσπάστης 9/2/1934

[xiii] Ριζοσπάστης 12/6/1935

[xiv] Ριζοσπάστης 3/1/1934

[xv] Ριζοσπάστης 22/5/1936

[xvi] Συνέντευξη, κασέτα «4η Αυγούστου κλπ.», στο Ηχογραφημένο Αρχείο ΠΕΑΕΑ Κοκκινιάς και ΚΟ Κοκκινιάς (Αρχείο ΚΚΕ)

[xvii] Ριζοσπάστης 11/5/1936

[xviii] Ριζοσπάστης 14/5/1936

*Το κείμενο είναι από παρουσίαση του βιβλίου «Ρήξη και Ενσωμάτωση» του Α. Γκίκα, που πραγματοποιήθηκε στις 13 Μαΐου στον πολιτιστικό πολυχώρο «Μάνος Λοΐζος» στη Νίκαια

Βλέπε επίσης:

Πρόσφυγες και εργατικό-κομμουνιστικό κίνημα στην Κοκκινιά του Μεσοπολέμου. Μέρος Α: Δεκαετία 1920

Βιβλίο: “Ρήξη και Ενσωμάτωση. Συμβολή στην Ιστορία του εργατικού-κομμουνιστικού κινήματος του Μεσοπολέμου, 1918-1936″

Πρόσφυγες και εργατικό-κομμουνιστικό κίνημα στην Κοκκινιά του Μεσοπολέμου. Μέρος Α: Δεκαετία 1920

«Η μεγάλη αυτή εργατούπολις…αποτελεί τον κυριότερον μοχλόν, ο οποίος κινεί την εμπορικήν και βιομηχανικήν ζωήν του Πειραιώς.» Έτσι περιέγραψε την Κοκκινιά η εφημερίδα «Ακρόπολις» στις 14 Φεβρουαρίου 1936. Και όχι άδικα. Η προσφυγούπολη της Κοκκινιάς δεν αποτελούσε απλά τον πολυπληθέστερο ίσως συνοικισμό της πρωτεύουσας, αλλά παρουσίαζε και ασυνήθιστα υψηλά –για την εποχή- ποσοστά συγκέντρωσης εργατικής τάξης. Πράγματι, στα μέσα της δεκαετίας του 1920, ο συνοικισμός της Κοκκινιάς, διέθετε περισσότερους «χειρώνακτες εργάτες» απ’ ότι οι συνοικισμοί του Βύρωνα, της Καισαριανής και της Νέας Ιωνίας μαζί!

Με το που πάτησαν το πόδι τους στις ελληνικές ακτές, οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και του Πόντου ήρθαν αντιμέτωποι με την πιο άγρια και στυγνή εκμετάλλευση από το κεφάλαιο, το οποίο είδε σε αυτούς ένα ιδιαίτερα ευάλωτο και χειραγωγήσιμο εργατικό δυναμικό, που καταναγκασμένο από τις ανάγκες της άμεσης επιβίωσης, θα ήταν έτοιμο να δεχθεί οποιασδήποτε όρους και συνθήκες εργασίας.

Ταυτόχρονα, οι εργοδότες προσέβλεπαν στο πλεονάζον προσφυγικό εργατικό δυναμικό προκειμένου να ξεφορτωθούν –ή τουλάχιστον να εξουδετερώσουν- ένα περισσότερο έμπειρο και μαχητικό προλεταριάτο, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί μέσα από τους εργατικούς αγώνες της προηγούμενης περιόδου.

Αντιμέτωπη με αυτή την κατάσταση η ΓΣΕΕ, που τότε βρισκόταν ακόμη υπό την ηγεσία των ταξικών δυνάμεων, έριξε ειδικό βάρος στην συνδικαλιστική οργάνωση των προσφύγων, ώστε να μπορέσουν και οι ίδιοι να διεκδικήσουν από καλύτερες θέσεις, πλάι στη ντόπια εργατική τάξη, λύσεις στο πλήθος των προβλημάτων που τους βασάνιζαν. Απευθυνόμενη στους πρόσφυγες εργαζομένους μέσα από τις στήλες του Ριζοσπάστη, η Συνομοσπονδία υπογράμμισε τη σημασία της οργάνωσής τους στα σωματεία: «Μέσα σε αυτά τα εργοστάσια που δουλεύετε 12 ώρες δουλειά σας δίνουνε ένα γελοίο ημερομίσθιο. Σας παύουνε χωρίς καμία δικαιολογία. Και με τα δυστυχήματα που σας συμβαίνουνε πολύ συχνά αρνούνται να σας αποζημιώσουνε. Η Γενική Συνομοσπονδία σαν ανώτερος οργανισμός της οργανωμένης εργατικής τάξεως δεν μπορεί να αδιαφορεί για τη σημερινή σας κατάσταση. Έχει υποχρέωση να σας βοηθήσει να οργανωθείτε και να διεκδικήσετε από το κεφάλαιον αυτά που κερδίσανε ως τώρα οι ντόπιοι εργάτες και ακόμα περισσότερα. Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται να ενδιαφερθείτε πρώτα εσείς οι ίδιοι για τον εαυτό σας. Είναι ανάγκη να οργανωθείτε…Είσαστε πολλοί και είναι λίγοι οι εκμεταλλευτές σας.»[i]

Πληθώρα στοιχείων γύρω από την συνδικαλιστική κίνηση, τις συνθήκες εργασίας και τους αγώνες στους χώρους δουλειάς, μπορεί να αντλήσει κανείς μέσα από τις συχνές και εκτεταμένες εργατικές ανταποκρίσεις του Ριζοσπάστη (γραμμένες μάλιστα πολλές φορές από τους ίδιους τους εργαζομένους). Μια ιδιαίτερα κατατοπιστική εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε στην βιομηχανία ταπητουργίας, για παράδειγμα, συναντάμε σε μια σειρά άρθρα που δημοσιεύτηκαν την περίοδο 1929-1931.

Ακολούθως, μαθαίνουμε πως, την εποχή εκείνη δραστηριοποιούνταν στη Κοκκινιά δύο μεγάλες επιχειρήσεις ταπητουργίας, η «Eastern Carpet» και η «Oriental Carpet». Οι εταιρίες αυτές διέθεταν ακόμη εργοστάσια στη Δραπετσώνα, τα Ταμπούρια και αλλού. Πρόκειται για σχετικά μεγάλες παραγωγικές μονάδες για τα δεδομένα της μεσοπολεμικής Ελλάδας, που απασχολούσαν από 300 έως 500 περίπου εργάτες-ιες η κάθε μία. Παράλληλα λειτουργούσαν και μικρότερες επιχειρήσεις με 20 έως 200 εργάτες-ιες. Συνολικά, ο αριθμός των εργαζομένων στον κλάδο ανέρχονταν σε 11.000.

Οι επιχειρήσεις αυτές απασχολούσαν τόσο προσφυγικό όσο και ντόπιο εργατικό δυναμικό. Το γεγονός δεν πέρασε ανεκμετάλλευτο από τους εργοδότες, οι οποίοι επέδειξαν ιδιαίτερη ευρηματικότητα στην αξιοποίηση των όποιων εθνικών-πολιτισμικών διαφορών μεταξύ τους, με σκοπό τη διάσπαση της ταξικής τους ενότητας: «ένα μέσο για να κρατούν τους εργάτες και τις εργάτριες χωρισμένους», δήλωσε ένας εργάτης στον Ριζοσπάστη, «οι επιχειρήσεις έχουν και την εθνικότητα. Έτσι ξεσηκώνουν τους Ρωμιούς ενάντια στους Αρμένηδες και τους Αρμένηδες ενάντια στους Ρωμιούς. Για να το πετύχουν αυτό μεταχειρίζονται το εξής κόλπο. Για επιστάτη των Ρωμιών βάζουν Αρμένη ευνοούμενό τους, για επιστάτη των Αρμενίων δε ένα Ρωμιό ευνοούμενό τους», κοκ.

Οφείλουμε σε αυτό το σημείο να τονίσουμε πως το Κομμουνιστικό Κόμμα έδωσε τότε μια τιτάνια μάχη με στόχο την κοινωνικοταξική χειραφέτηση των προσφυγικών λαϊκών μαζών, καταγγέλλοντας –στον αγώνα του να καταργήσει στην πράξη- τις διαχωριστικές γραμμές που επιδίωκε να επιβάλλει ο αστικός κόσμος μεταξύ των γηγενών και των προσφύγων εργαζομένων στη λογική του «διαίρει και βασίλευε». Στον αντίποδα, οι κομμουνιστές πρόβαλλαν την εξής θέση, που διατρανώθηκε σε όλους τους τόνους στον κομματικό Τύπο: «η Ελλάδα δεν διαιρείται σε ντόπιους και πρόσφυγες. Η Ελλάδα διαιρείται σε πλούσιους και φτωχούς, σε ανθρώπους που δε δουλεύουν και ζουν και σε ανθρώπους που ολημερίς και ολονυχτίς δουλεύουν και δεν μπορούν να ζήσουν…ο καθένας πρέπει να διαλέξει μεταξύ του πλουσίου πρόσφυγα που συνδυάζεται με τον πλούσιο ντόπιο και του φτωχού πρόσφυγα που σύντροφό του θα έχει το φτωχό ντόπιο εργάτη ή αγρότη.»[ii]

Επανερχόμενοι τώρα στις συνθήκες δουλειάς στη ταπητουργία: Η εργάσιμη μέρα για τους άντρες κυμαίνονταν από 9 έως 9½ ώρες, ενώ για τις γυναίκες έφτανε ακόμα και τις 15 ώρες με ελάχιστο μεροκάματο. Η πληρωμή δεν γινόταν ανάλογα με το χρόνο εργασίας (π.χ. με την ώρα, τη μέρα ή το μήνα), αλλά με βάση την ποσότητα που παρήγε ο κάθε εργαζόμενος (δηλαδή με το κομμάτι). Όσο για τους «νόμους περί προστασίας ανηλίκων», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ένας από τους εργάτες, «όπως και σε όλους τους εργατικούς κλάδους δεν υπάρχουν.»[iii]

Με αφορμή μια απεργιακή κινητοποίηση των ταπητουργών στη Κοκκινιά, τα Ταμπούρια και τη Δραπετσώνα το 1929, ο Ριζοσπάστης επανήλθε με ειδικό αφιέρωμα περιγράφοντας τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες δουλειάς, που ίσχυαν για τις γυναίκες εργαζόμενες. Ακολούθως, στο ρεπορτάζ συναντάμε «ολόκληρη την οικογένεια, από τα μικρότερα ως τις γριές να δουλεύουν όλες στα εργοστάσια, προ παντός οι ενήλικες και να φτάνουν στο σημείο να παίρνουν και τα παιδιά της αγκαλιάς με την κούνια τους και να την έχουν δίπλα τους για να μην υποχρεώνονται να σηκώνονται από τον αργαλειό…»[iv]

Το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι δεν αναγνωριζόταν στις εργάτριες, οι οποίες παρακολουθούνταν και ελέγχονταν συνεχώς από τους διάφορους επιστάτες, αρχιεργάτες ή άλλους ‘ευνοούμενους’ της εργοδοσίας. Για να εξασφαλίσουν τον έλεγχο ή τουλάχιστον να διασπάσουν τη συνοχή, την αλληλεγγύη και τις προσπάθειες οργάνωσης των γυναικών εργαζομένων, οι εργοδότες επιστράτευσαν διάφορα μέσα. Μια εργάτρια ανέφερε σχετικά: «Σύγχρονα, για να παραλύσουν κάθε κίνηση των εργατριών κοντά στα άλλα μέσα (π.χ. βαφτίζουν τα παιδιά μερικών εργατριών για να τις έχουν με το μέρος τους σε κάθε κίνηση) εξασκούν και τρομοκρατία και απειλούν με διώξιμο τις εργάτριες.»[v]

Η προσπάθεια συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργατριών στην ταπητουργία απέτυχε το 1927, για να επαναληφθεί δύο χρόνια αργότερα με περισσότερη επιτυχία.[vi]

Στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος συνέβαλλε αποφασιστικά και η παρέμβαση των κομμουνιστών σε επίπεδο κοινότητας. Τα πρώτα βήματα του ΚΚΕ στην Κοκκινιά την περίοδο 1925-1926 περιγράφονται στο βιογραφικό σημείωμα του Γ. Νικολαΐδη, ενός εκ των πρωταγωνιστών του εργατικού κινήματος της Κοκκινιάς του Μεσοπολέμου και υποψηφίου δημάρχου του ΚΚΕ στις τοπικές εκλογές. Ακολούθως, διαβάζουμε πως τα χρόνια εκείνα, ο Γ. Νικολαΐδης «παίρνει πρωτοβουλία και με τη βοήθεια ορισμένων συντρόφων δημιουργούν την Δημοκρατική Ένωση Προσφύγων με γραμματέα τον ίδιο…Η Ένωση αυτή έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη ανάπτυξη του Αριστερού Κινήματος» με παρουσία και παρέμβαση στα «προβλήματα τοπικά ή γενικότερα, σε επιστημονικές ή πολιτιστικές εκδηλώσεις», κλπ. Οι συνθήκες στις οποίες πραγματοποιήθηκε η πρώτη αυτή προσέγγιση του ΚΚΕ με στους πρόσφυγες δεν υπήρξαν οι ευνοϊκότερες. Ας μη λησμονούμε πως την ίδια περίοδο, στα πλαίσια της δικτατορίας του Πάγκαλου, οι διώξεις κατά των κομμουνιστών είχαν ενταθεί.[vii]

Δεν ήταν όμως αυτός ο μόνος αντίπαλος που είχε να αντιμετωπίσει το ΚΚΕ και το ταξικό εργατικό κίνημα τη δεκαετία του 1920.

Καταρχάς, είχαν να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις της ιδεολογικοπολιτικής ενσωμάτωσης που δρούσαν μέσα στους συνοικισμούς. Σχεδόν ταυτόχρονα με την άφιξη των προσφύγων, μια νέα «τάξη» εμφανίσθηκε μέσα από τις γραμμές τους, γνωστή και με τον λαοφιλή χαρακτηρισμό «προσφυγοπατέρες» ή «τζορμπατζίδες» (έλληνες πρόκριτοι και γαιοκτήμονες στην οθωμανική αυτοκρατορία). Τα μέλη της νέας αυτής κοινωνικής και οικονομικής «τάξης» ενσωματώθηκαν γρήγορα στο υπάρχον status quo, τοποθετούμενοι σε διευθυντικά πόστα τραπεζικών οργανισμών, Υπουργείων, της ΕΑΠ κ.α.[viii] Την ίδια στιγμή που η συντριπτική μάζα των συμπατριωτών τους, δοκιμαζόμενη από την πείνα και τη φτώχεια, πάλευε να λάβει έστω και ένα ελάχιστο μέρος των αποζημιώσεων που δικαιούταν, εκείνοι απολάμβαναν «ειδικής» μεταχείρισης, εξασφαλίζοντας προνομιακά δάνεια από την Εθνική Τράπεζα για την χρηματοδότηση επιχειρήσεων, κλπ. Διαμορφώθηκε έτσι μια «ελίτ» μεταξύ των προσφυγικών πληθυσμών. Η αποκατάσταση της ταξικής διάρθρωσης ανάμεσα στους πρόσφυγες (η αποκατάσταση της αστικής τάξης) προηγήθηκε κατά πολύ της αποκατάστασης των λαϊκών προσφυγικών μαζών σε μια στοιχειώδη «φυσιολογική» ζωή.[ix]

Η άρχουσα οικονομική, κοινωνική και πολιτική τους θέση στις προσφυγικές κοινότητες στηρίχθηκε εν πολλοίς στην εμφάνιση και λειτουργία δεκάδων προσφυγικών συλλόγων.

Οι προσφυγικοί σύλλογοι δεν αποτελούσαν ουσιαστικά υπολογίσιμες ομάδες πίεσης, ιδιαίτερα όσον αφορά αιτήματα, τα οποία ξεπερνούσαν τα όρια που τους επέτρεπε η ίδια τους η ενσωμάτωση στο υπάρχον πολιτικό σύστημα γενικά και στο Κόμμα των Φιλελευθέρων ειδικότερα. Ακόμη και όταν περιστασιακά αποστασιοποιούνταν, προσχηματικά ή μη, από μια ανοιχτά συμβιβαστική πολιτική, περιορίζονταν σε συστάσεις επιτροπών, διαβήματα διαμαρτυρίας και επισκέψεις σε βουλευτικά γραφεία. Η αποτελεσματικότητα τέτοιων πρακτικών ‘διεκδίκησης’ υπήρξε τουλάχιστον αμφίβολη. Προσφυγικές επιτροπές εμφανίζονταν συχνά στην πόρτα του ενός ή του άλλου Υπουργείου, ζητώντας ακρόαση από τον Υπουργό ή κάποιον ανώτερο υπάλληλο ώστε να εκθέσουν τα αιτήματά τους. Η απάντηση που εισέπρατταν ήταν συνήθως η ίδια: «την άλλη βδομάδα».[x]

Όλα τα παραπάνω αποτελούσαν πολιτικές δομές και μηχανισμούς, που είχαν ως κύρια λειτουργία τον περιορισμό και έλεγχο των αντιδράσεων των προσφύγων, την αποτροπή μετασχηματισμού των αποσπασματικών αντιδράσεων και διεκδικήσεών τους σε οργανωμένο, μαζικό, μαχητικό κίνημα, με πολιτικές προεκτάσεις και ταξικό περιεχόμενο. Ακόμα και η παραμικρή ‘παρέκκλιση’ από την καθιερωμένη οδό διοχέτευσης της λαϊκής δυσαρέσκειας αντιμετωπίζονταν με φόβο και καχυποψία. Γεγονός που διατυπώθηκε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο από την εφημερίδα Ελεύθερο Βήμα (φιλοκυβερνητική), η οποία με αφορμή τις προσφυγικές κινητοποιήσεις στα μέσα του 1930, έγραψε: «αι κυοφορούμεναι οχλαγογικαί σκηναί γύρω από τη προσφυγική δυσφορίαν πρέπει να ματαιωθούν χωρίς επιφυλάξεις. Υπάρχουν αρκεταί δεκάδες προσφύγων βουλευτών, αρμοδιοτάτων και επαρκεστάτων όπως ερμηνεύσουν τη κοινή γνώμη των εκλογέων τους. Οι δρόμοι δεν έχουν να κάμουν τίποτε εν προκειμένω.»[xi] Και όμως, με την πάροδο του χρόνου, οι «δρόμοι» θα αναδειχθούν σε πολύ αποτελεσματικότερο πεδίο διεκδίκησης από ότι οι δίοδοι των Υπουργείων, των πολιτικών γραφείων, των υπηρεσιών ή των κρατικά ενσωματωμένων και πολιτικά κηδεμονευόμενων προσφυγικών συλλόγων.

Εκτός των προαναφερθέντων όμως, το ΚΚΕ και το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα είχαν να αντιμετωπίσουν και τις δυνάμεις του συμβιβασμού, της ενσωμάτωσης στο συνδικαλιστικό κίνημα. Δυνάμεις, που αποθάρρυναν τους εργαζομένους από το να αγωνίζονται, αποδεχόμενοι μοιρολατρικά την εκμετάλλευση και ανάγοντας την ικανοποίηση των αιτημάτων τους σε ζήτημα φιλανθρωπίας των κρατούντων. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η επιστολή του Γενικού Γραμματέα της Ένωσης Εργατών Φορτοεκφορτωτών Λιμένος και Προλιμένων Πειραιά στην εφημερίδα Ακρόπολις, στην οποία, μεταξύ άλλων, ανέφερε: «Εμείς φυσικά δε ζητήσαμε να αντικατασταθεί το φτωχικό μας τραπέζι με το πλουσιοπάροχο των εφοπλιστών ή των μεγαλεμπόρων. Εμείς ζητάμε να μη μας αφαιρεθεί το λίγο μαύρο ψωμί που είναι και κείνο πένθιμο για να φαίνεται αρμονικό με το σύνολον της άλλης δυστυχίας μας…Η αξίωσίς μας περιορίζεται εις το λογικό όριο να μη μας στερήσουν το ψωμί μας…Και είναι άξιος αυτός ο λαός πάντα να θυσιάζεται, πάντα να λησμονιέται;…Κυβερνήτης καλός είναι εκείνος που δε χωρίζει τα παιδιά του σε ευνοούμενα και σε απόπαιδα, αλλά εκείνος που τα θεωρεί όλα παιδιά του και μοιράζει δίκαια τα αγαθά του σε αυτά για να μη γεννάει παράπονα…»[xii]

Οι όποιες επικλήσεις στα «αισθήματα φιλανθρωπίας» κράτους και εργοδοτών δεν φαίνεται να απέδωσαν. Τουναντίον, η ένταση της εκμετάλλευσης από τη μια και η αδιαφορία των αρμόδιων αρχών από την άλλη ήταν τέτοιας έκτασης, που συχνά προκάλεσε αντιδράσεις ακόμα και μεταξύ του αστικού Τύπου: «Κατά μήκος της Παλαιάς Κοκκινιάς, της μεγάλης αυτής συνοικίας του Πειραιώς, λειτουργούν τα βυρσοδεψία. Μέσα σε αυτά δουλεύει πλήθος εργατών υπό τας αθλιοτέρας συνθήκας, διότι τα κατ’ ευφημισμόν ονομαζόμενα εργοστάσια δεν είναι άλλο παρά τρώγλες, τάφοι εντός των οποίων είναι θαμμένοι οι βυρσοδέψαι ζωντανοί. Μέσα σε αυτούς τους τάφους οι εργάται δεν δουλεύουν 8 ώρες όπως ορίζουν οι συμβάσεις εργασίας, αι οποίαι αναπαύονται εις τα χρονοντούλαπα του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας άλλα όσας ώρας θέλουν οι εργοστασιάρχαι.» Όταν οι τελευταίοι δε πληροφορήθηκαν πως οι εργαζόμενοι αποφάσισαν να ιδρύσουν σωματείο «ηπείλησαν όσους θα γραφτούν στην οργάνωση ότι θα τους απολύσουν και θα τους πετάξουν στον δρόμο.» Να σημειωθεί πως οι εργοδότες ήταν επίσης προσφυγικής καταγωγής.[xiii]

Στο βαθμό που της αναλογούσε, η τοπική αυτοδιοίκηση μετείχε και αυτή στην προσπάθεια ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος, δίπλα στο κράτος, τους εργοδότες και τα ρεφορμιστικά συνδικάτα. Πράγματι, οι τοπικές αρχές, όπως και στη περίπτωση της Κοκκινιάς, ενέκριναν συχνά χρηματικά κονδύλια σε «φιλικά» προσκείμενα σωματεία, επιμελούνταν της στέγασής τους, γίνονταν χορηγοί στη συμμετοχή τους σε εργατικά συνέδρια, κοκ.[xiv]

Παρά τις αρχικές δυσκολίες, έως τα τέλη της δεκαετίας του 1920 οι πρώτοι σπόροι της ταξικής αφύπνισης είχαν ήδη τοποθετηθεί καλά μεταξύ των προσφύγων εργαζομένων της πόλης. Η εξέλιξη της σχέσης των προσφύγων με το εργατικό κίνημα κατά την πρώιμη αυτή περίοδο αποτυπώθηκε συνοπτικά σε άρθρο ενός πρόσφυγα κομμουνιστή στον Ριζοσπάστη (7 Μαρτίου 1928) με τίτλο τα «Εργατικά Συνέδρια και το καθήκον των προσφύγων».

«Είναι γνωστό», τόνισε ο συγγραφέας, «πως εμείς οι πρόσφυγες τα πρώτα χρόνια της εισροής μας, ποτισμένοι με το αφιόνι της μοιρολατρίας και φέρνοντας μαζί μας για μοναδικό εφόδιο τις θρησκοκοινωνικές μας προλήψεις και την άκρατο προσωπολατρία, συντρίμμια δε ως είμαστε, μπροστά στις άμεσες ανάγκες της συντήρησης μας, σταθήκαμε ξένοι ως προς τον εργατικό αγώνα, και πολλάκις διώχτες και εχτροί!! Και πρώτα-πρώτα οι πρόσφυγες εργάτες και μισθωτοί κατεβάσανε τα μεροκάματα και τους μισθούς γενικά, ζημιώνοντας έτσι γενικά τους ντόπιους, β) με την ανοργανωσιά μας αδυνατίσαμε και φέραμε περισπασμούς στο συνδικαλιστικό κίνημα σ’ όλη του την εξέλιξη. γ) Σπάσαμε τις απεργίες σε πολλούς κλάδους, δ) πολλάκις όργανα τυφλά των προσφυγοπατέρων μας στηρίζαμε την ίδρυση ξεχωριστών εργατοπροσφυγικών οργανώσεων (εθνικά καπνεργατικά σωματεία, Σιδηροδρομικοί Θεσσαλονίκης κλπ.).»

Τα δύο τελευταία χρόνια όμως «οι πρόσφυγες προλετάριοι πια, φύσει και θέσει, κάτω από την πίεση της πραγματικότητας μπήκαν αθρόα στις επαγγελματικές ενώσεις και πρωτοστάτησαν πολλάκις…». Κλείνοντας, υπογράμμισε: «Η μπουρζουαζία χτυπά γενικά την εργατική τάξη, μη ξεχωρίζοντας ντόπιους και πρόσφυγες.»[xv]

Στην αποτίμηση της συνδικαλιστικής δουλειάς του Κόμματος για την περίοδο από τον Γενάρη ως τον Απρίλη του 1927 αναφέρθηκαν πολλές περιπτώσεις οργάνωσης σε σωματεία ανοργάνωτων μέχρι τότε εργατών, όπως π.χ. στη βιομηχανία κλινών, στα πετρέλαια (Σελλ-Στάνταρ), στα λιμενικά έργα, στους καφεϋπαλλήλους, στους κουρείς και αλλού. Σε γενικές γραμμές παρατηρήθηκε «μια σταθερή ανύψωση του επαγγελματικού κινήματος.»[xvi] Την ίδια στιγμή, νέοι κομματικοί πυρήνες συγκροτήθηκαν σε κλάδους με μεγάλη συγκέντρωση προσφύγων εργατών, όπως για παράδειγμα στους υφαντουργούς και τους καπνεργάτες.[xvii]

Οι γενικότερες εξελίξεις στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα της χώρας μας δεν άφησαν ανεπηρέαστο τον Πειραιά. Κατά την πραξικοπηματική κατάληψη της ΓΣΕΕ στο 4ο Συνέδριο της Συνομοσπονδίας (Μάης 1928) ακυρώθηκαν συνολικά τα πληρεξούσια 12 σωματείων, ενώ η ψήφος άλλων 8 μετατράπηκε σε συμβουλευτική. Στα πλαίσια της νόθευσης του Συνεδρίου και της αλλαγής των συσχετισμών υπέρ της ρεφορμιστικής παράταξης μειώθηκαν ακόμη οι ψήφοι 12 εργατικών ενώσεων. Μεταξύ αυτών ήταν και τα σωματεία Υποδήσεως, Αρτεργατών «Περσεφόνη», Ταπητουργίας και Οικοδόμων Πειραιά. Συνολικά, οι ψήφοι των ταξικών σωματείων μειώθηκαν από 31 σε 12.[xviii]

Όταν ιδρύθηκε το Ενωτικό Εργατικό Κέντρο Πειραιά, μετρούσε στη δύναμή του 15 συνολικά εργατικές ενώσεις.[xix]

Το γεγονός αυτό έδωσε νέα ώθηση στους εργατικούς αγώνες. Το καλοκαίρι του 1929 ξέσπασε μεγάλη απεργία στον κλάδο της ταπητουργίας. Ο Γραμματέας της Ενωτικής Συνομοσπονδίας Η. Θωίδης κατέγραψε την εξέλιξη του απεργιακού αγώνα στην Κοκκινιά: «Στη συνοικία της Κοκκινιάς, που παρακολουθούσα προσωπικώς την απεργία…οι εργοστασιακές επιτροπές κάτω από την καθοδήγησή μας και με υποβοήθηση της πρωτοβουλίας τους εκ μέρους μας κατόρθωσαν να επεκτείνουν εντός δύο ημερών την απεργία σε όλα τα εργοστάσια της Κοκκινιάς, είκοσι τον αριθμό. Σημειωτέον ότι την δουλειά αυτή την κάναν πέντε εργοστασιακές επιτροπές.» Η απεργία έληξε με επιτυχία, αφού όχι μόνο πέτυχε τον αρχικό της σκοπό, ακυρώνοντας τη μείωση των ημερομισθίων που είχε ανακοινώσει η εργοδοσία, αλλά κατάφερε να αποσπάσει και σημαντικές αυξήσεις.[xx]

Μια ακόμη σημαντική παράμετρος της εν λόγω απεργίας υπήρξε η ουσιαστική συνδρομή εργατών από πιο πεπειραμένους στους αγώνες κλάδους (όπως π.χ. των υποδερματών) στην οργάνωση και διεξαγωγή της. Μια προχωρημένη πράξη ταξικής αλληλεγγύης, που δεν ήταν χωρίς προσωπικό κόστος, αφού σε πολλές περιπτώσεις οδήγησε στην απόλυση τους από τη δουλειά.[xxi]

Τα ταξικά συνδικάτα καλούσαν συχνά σε απεργίες αλληλεγγύης στο πλευρό συναδέλφων τους, που βρίσκονταν σε απεργιακή κινητοποίηση. Όταν για παράδειγμα η καπνοβιομηχανία «Γκλεν» προχώρησε σε απολύσεις στη Καβάλα, θέτοντας τη πόλη σε απεργιακό αναβρασμό, οι εργαζόμενοι του Πειραιά (καθώς και της Θεσσαλονίκης, κ.α.) κινητοποιήθηκαν άμεσα σε συμπαράσταση, οργανώνοντας συλλαλητήρια διαμαρτυρίας, κλπ.[xxii]

Σε περιόδους κινητοποιήσεων πραγματοποιούνταν οικονομικές εξορμήσεις με σκοπό την ενίσχυση ειδικών ‘απεργιακών ταμείων’, που στήνονταν προκειμένου να βοηθηθούν υλικά οι οικογένειες των απεργών ή να καλυφθούν έστω και μερικώς τα έξοδα διεξαγωγής του αγώνα. Ιδιαίτερα σημαντική ως προς αυτό υπήρξε η συνδρομή της Εργατικής Βοήθειας, η οποία πολλάκις παρείχε οικονομική και νομική κάλυψη στους απεργούς, καθώς επίσης στους συλληφθέντες, φυλακισθέντες ή εξορισθέντες εργαζομένους-θύματα της ταξικής πάλης.

Έτσι, όταν την 23η μέρα της απεργίας των κλωστοϋφαντουργών στο εργοστάσιο «Ρετσίνα» οι αρχές συγκρούστηκαν με τους εργάτες, με αποτέλεσμα την σύλληψη πέντε εξ αυτών, την οικονομική και νομική τους υποστήριξη ανέλαβε το τοπικό παράρτημα της Εργατικής Βοήθειας Κοκκινιάς.[xxiii] Το ίδιο συνέβη και κατά την απεργία των εργαζομένων του Πειραιά στο μέταλλο και αλλού.[xxiv]

 


[i] Ριζοσπάστης 19/10/1924

[ii] Ριζοσπάστης 7/9/1926

[iii] Ριζοσπάστης 22/3/1929

[iv] Ριζοσπάστης 1/7/1929

[v] Ριζοσπάστης 25/5/1931

[vi] Ριζοσπάστης 24/3/1929

[vii] Βιογραφικό Σημείωμα Γεωργίου Νικολαΐδη, στο Ηχογραφημένο Αρχείο ΠΕΑΕΑ Κοκκινιάς και ΚΟ Κοκκινιάς (Αρχείο ΚΚΕ)

[viii] Βλέπε Greek Refugee Settlement Commission (1926)

[ix] Ριζοσπάστης 25/4/1929, κ.α.

[x] Ριζοσπάστης 19/1/1929

[xi] Παρατίθεται στο Ριζοσπάστης 19/6/1930

[xii] Ακρόπολις 8/5/1929

[xiii] Ακρόπολις 13/8/1931

[xiv] Βλέπε σχετικά Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Ν Κοκκινιάς, 16η Συνεδρία, 28/12/1934, όπως και της 65ης Συνεδρίας, 4/2/1936, Αρχείο Δήμου Κοκκινιάς (Νίκαια)

[xv] Ριζοσπάστης 7/3/1928

[xvi] Έκθεση Δράσης της Τοπικής Επιτροπής Πειραιώς (Ιανουάριος-Απρίλης 1927), σελ.3 (Φάκελος 6), Αρχείο ΚΚΕ

[xvii] Έκθεση Δράσης της Τοπικής Επιτροπής Πειραιώς (Ιανουάριος-Απρίλης 1927), σελ.3 (Φάκελος 6), Αρχείο ΚΚΕ

[xviii] Ριζοσπάστης 11/5/1928

[xix] Ριζοσπάστης 14//4/1929

[xx] Ριζοσπάστης 2/7/1929

[xxi] Ριζοσπάστης 12/7/1929

[xxii] Ριζοσπάστης 23, 24, 25/7/1933. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε στο επόμενο κεφάλαιο.

[xxiii] Ριζοσπάστης 15/7/1933

[xxiv] Ριζοσπάστης 13/8/1935

*Το κείμενο είναι από παρουσίαση του βιβλίου «Ρήξη και Ενσωμάτωση» του Α. Γκίκα, που πραγματοποιήθηκε στις 13 Μαΐου στον πολιτιστικό πολυχώρο «Μάνος Λοΐζος» στη Νίκαια

Βλέπε επίσης:

Πρόσφυγες και εργατικό-κομμουνιστικό κίνημα στην Κοκκινιά του Μεσοπολέμου. Μέρος Β: Δεκαετία 1930

Βιβλίο: “Ρήξη και Ενσωμάτωση. Συμβολή στην Ιστορία του εργατικού-κομμουνιστικού κινήματος του Μεσοπολέμου, 1918-1936″