Ημερίδα για τον «Αντικομμουνισμό και παραχάραξη της Ιστορίας μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα», A: Η εισήγηση του Γ. Μαργαρίτη

Από την ημερίδα (Ριζοσπάστης)

Από την ημερίδα (Ριζοσπάστης)

Τίτλος εισήγησης: «Η παραχάραξη της Ιστορίας μέσα από τα πανεπιστημιακά συγγράμματα»

Εισηγητής: Γιώργος Μαργαρίτης, καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας του ΑΠΘ.

Η διδασκαλία της σύγχρονης ιστορίας στα ελληνικά Πανεπιστήμια

Μαζάουερ, Σκοτεινή Ηπειρος: ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας, Αθήνα, 2001 (1998)

 

Φίλες και φίλοι, συντρόφισσες και σύντροφοι,

Σε εποχές όπου το κυρίαρχο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό σύστημα κλονίζεται, σε εποχές κρίσης, οι άρχουσες τάξεις αλλά και οι άλλοι συντελεστές της πολιτικής έχουν την τάση να στρέφονται στην ιστορία. Είναι κάτι το αυτονόητο. Τα ερωτήματα, τα διλήμματα που το προβληματικό σήμερα θέτει στρέφουν, σχεδόν αναγκαστικά, την αναζήτηση προς το παρελθόν. Αυτό που τους συμβαίνει σήμερα, οι άνθρωποι, οι κοινωνίες, θέλουν να το συγκρίνουν με ό, τι ανάλογο συνέβη στο χθές, και συνακόλουθα να το κατανοήσουν, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, νά αποκτήσουν, τέλος πάντων, ένα είδος γνώσης από την πείρα ανθρώπων και κοινωνιών που έζησαν παρόμοιες καταστάσεις σε προγενέστερες εποχές.

Η στροφή στην ιστορία, μπορούμε να το φανταστούμε, δεν γίνεται με κάποια αμιγώς «επιστημονικά κριτήρια» κεκαθαρμένα από οποιαδήποτε επιρροή του γύρω κόσμου και ανεξάρτητα από τη θέση, από τη σκοπιά, από τους στόχους, σε τελευταία ανάλυση, που υπηρετεί όποιος αποφασίζει να ασχοληθεί με αυτή. Η «αντικειμενικότητα» και η «επιστημονικότητα» τονίζονται ακριβώς όταν καταπατιούνται περισσότερο. Η επιστήμη της ιστορίας γνωρίζει άριστα τη σχετικότητα των πραγμάτων, την διαλεκτική τους σχέση με ο,τιδήποτε υπάρχει ή συμβαίνει γύρω τους, την αλληλουχία του σήμερα με το χθές: τις διαρκώς μεταβαλλόμενες παραμέτρους του χρόνου, του χώρου, για να αρχίσω από τα βασικά, των παραγωγικών σχέσεων και των συντελεστών τους για να προχωρήσω στα πλέον σύνθετα.

Η άρχουσα τάξη γνωρίζει πολύ καλά ετούτη την φυσιολογική διαδικασία. Κρατά με φανατισμό, σε κάθε εποχή, για τον εαυτό της, τη θέση του «Κριτή της Ιστορίας» του θεματοφύλακα της κωδικοποιημένης εμπειρίας του παρελθόντος. Αυτή την εμπειρία την μετατρέπει σε αφήγηση και πάνω σε αυτή νομιμοποιεί τόσο τη σημερινή της θέση στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας, όσο και τις πράξεις της – τις πολιτικές της αποφάσεις – τις οποίες δικαιολογεί στο όνομα του χθές αν και αυτό που την ενδιαφέρει είναι η διαμόρφωση του αύριο.

***

Τα μεγάλα αφηγηματικά κείμενα που προβάλει σήμερα η άρχουσα τάξη στη χώρα μας – και σε ολόκληρο τον κόσμο – έχουν ήδη μια δομική αδυναμία. Εδράζονται στην εποχή του θριάμβου ενώ ήδη βρισκόμαστε σε νέα εποχή αμφιβολίας και προβλημάτων. Το περιεχόμενό τους, η ιδεολογία τους, έχουν στηριχθεί στην θριαμβευτική – από την πλευρά του καπιταλιστικού συστήματος – δεκαετία του 1990-2000, την περίοδο της παλινόρθωσης του καπιταλιστικού συστήματος σε ολόκληρο πρακτικά τον κόσμο και προπαντός στην Λαϊκές Δημοκρατίες και την ίδια τη Σοβιετική Ενωση: ήταν τότε που η «ιστορία τελείωνε» ακριβώς διότι η αστική τάξη μπορούσε εύκολα να νομιμοποιήσει – εκμεταλλευόμενη το σάστισμα των καιρών – μέσα από την ιστορική αφήγηση εξελίξεις που φαίνονταν νομοτελειακές και θεμελίωναν αυτό που πολύ συχνά ακούμε από τους πολιτικούς ταγούς του αστισμού σήμερα: δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Δεν χρειαζόταν τότε η ιστορία ως εμβάθυνση, ως εμπειρία, ως προϋπόθεση για την πολιτική. Αρκούσε πλέον μια ρηχή νομιμοποιητική αφήγηση.

Αυτό διδάσκουμε σήμερα στα Πανεπιστήμια. Τα εγχειρίδια της ιστορίας τα οποία διαβάζουν οι φοιτητές είναι γραμμένα στην προ-προηγούμενη ήδη δεκαετία μέσα στο σκηνικό που περιγράψαμε. Ας το κρατήσουμε αυτό για τη συνέχεια.

***

Ομως οι καιροί έχουν αλλάξει και η αμηχανία πέρασε στην άλλη όχθη του ποταμού. Πως είναι δυνατό, μόλις δέκα ή είκοσι χρόνια από τον καιρό του απόλυτου θριάμβου του το καπιταλιστικό σύστημα να παραδέρνει πάλι μέσα σε κρίση. Πώς είναι δυνατό η μεγάλη υπόσχεση για απρόσκοπτη πρόοδο της δημοκρατίας και της ευημερίας που ο καπιταλισμός υποσχέθηκε – μαζί και το ευρωπαϊκό όνειρο που μας έταξαν οι καθ’ ημάς αστοί κυβερνήτες – να ακυρώνονται, να διαψεύδονται, να μας γυρίζουν πίσω στον καιρό του δαδιού και του μαγγαλιού (σε εμάς) ή στον καιρό της απόλυτης εργασιακής και ασφαλιστικής αβεβαιότητας (για τους άλλους που ζουν στα πιο πετυχημένα κράτη του ισχύοντος συστήματος).

Οι βεβαιότητες με τις οποίες γράφτηκε η ιστορική αφήγηση στην δεκαετία του ενενήντα ανατράπηκαν πλέον. Στη θέση τους ήρθε ένας διάχυτος φόβος για την ιστορία. Η τελευταία – ανησυχούν – μπορεί να μεταβληθεί σε εργαλείο πολιτικής αφύπνισης των εργαζόμενων, των δημιουργών, των πολλών, των πρελεταρίων. Εξοβελισμός της, άρνησή της. Να τους συνδέσει με όσα φαίνεται πως τελείωσας το 1989: με τους εργατικούς αγώνες, τις προλεταριακές επαναστάσεις, την κομμουνιστική ιστορία και παράδοση, την αντιφασιστική Αντίσταση και τους αγώνες για μια λαϊκή δημοκρατία. Η ιστορία γίνεται εχθρός του συστήματος εκεί που το τελευταίο την θεωρούσε ιδεολογικό του θεμέλιο.

Ηδη ζούμε λοιπόν την επίθεση στην ιστορία, την αποκαθήλωση της ιστορίας, τον ευτελισμό της. Στον χώρο της εκπαίδευσης οι νέες αυτές τάσεις ξετυλίγονται ολοένα και πιο γρήγορα: καταιγισμός «ιστορίας» στη μέση εκπαίδευση. / εξοβελισμός των ιστορικών σπουδών στην τριτοβάθμια. / συρρίκνωση της έρευνας και της επιστήμης.

Η διδασκαλία της επιστήμης της ιστορίας στα Πανεπιστήμιο διαχέεται σε πλήθος ασυνάρτητων μεταξύ τους δεξιοτήτων – κακή αρχειοδιφία, υποκειμενισμός – προφορική ιστορία -, «ψιχουλοποίηση» της γνώσης, εκτροπή σε αυτό που ονομάζεται «μνημονικές μελέτες». Η ιστορία απέθανε – ζήτω η μνήμη. Οπου μνήμη υπονοείται μια τεχνική «πολιτικής – κοινωνικής επικοινωνιακής προσέγγισης» όπου σημασία δεν έχει αυτό που έγινε, το πραγματικό, υλικό και μετρήσιμο, αλλά το τι μαθαίνουν οι ανθρώποι, τι θεωρούν και τι πιστεύουν ότι έγινε στο χθές. Μια μεταφυσική προσέγγιση που ανοίγει τον δρόμο στις αφηγήσεις περί καπιταλιστικού μονόδρομου.

Προϋπόθεση ο στιγματισμός της ιστορίας των λαίκών αγώνων. Εάν οι λαοί «θυμούνται» αυτούς τους αγώνες ως ατυχήματα, ως τερατογενέσεις, ως λάθη, τότε ο στόχος έχει εκπληρωθεί.

***

Θα με συγχωρήσετε, ελπίζω, για την μακροσκελή ετούτη εισαγωγή, τώρα που θα σας αποκαλύψω τον στόχο της. Οταν κλήθηκα να σχολιάσω τα συγγράμματα που δίδονται στις πανμεπιστημιακές αίθουσες για να εντρυφήσουν οι φοιτητές στα ζητήματα της επιστήμης της ιστορίας, σκέφτηκα να ιεραρχήσω λίγο τον χρόνο που θα είχα στη διάθεσή μου σε τούτη εδώ την εκδήλωση για να επικεντρώσω στο πιο σημαντικό από αυτά. Σημαντικό γιατί μιλά για τον κόσμο μας και γιατί «δίνει γραμμή» όχι μόνο σε Ελληνες πανεπιστημιακούς αλλά γενικώτερα στην Ευρώπη και στον καπιταλιστικό κόσμο ολόκληρο. Ολοι έχουν χάσει τον λογαριασμό ως προς την παγκόσμια κυκλοφορία του βιβλίου αυτού, οπωσδήποτε όμως μιλούμε για πολλές δεκάδες εκατομμύρια αντίτυπα σε πολλές γλώσσες του κόσμου: Αναφέρομαι φυσικά στο βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ, Σκοτεινή ήπειρος. Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας.

Ο Μαρκ Μαζάουερ είναι ένας σχετικά νέος και πολύπλευρα προικισμένος ιστορικός. Θα έλεγα ότι είναι κάτι περίσσότερο, κάτι που ο αστισμός είχε απόλυτη ανάγκη σε αυτή την περίοδο που διανύει: είναι ΑΦΗΓΗΤΗΣ. Συνθέτει δηλαδή τα σπαράγματα, το υλικό του παρελθόντος με τρόπο που να δίνει απαντήσεις για το σήμερα. Οχι το σήμερα του οποιουδήποτε, όχι το σήμερα του εργάτη, του εργαζόμενου, του κατεστραμμένου μικροαστού, του φτωχού ή νεόπτωχου (ορολογίες της αστικής τάξης για τα θύματά της). Για το σήμερα του μονοπωλιακού καπιταλισμού μιλούμε. Ο Μαζάουερ δίνει απαντήσεις, ιεραρχεί, εξηγεί ή ερμηνεύει, τα παρελθόντα σε τρόπο ώστε να προσδιορίζονται οι αρετές του σημερινού συστήματος αλλά και οι κίνδυνοι που το απειλούν. Είναι βιβλίο «κεντρώο» και αποσκοπεί στην παγίωση ενός δεδομένου συστήματος. Είναι βιβλίο – επιστέγασμα – του κόσμου που δημιούργησε η καταλυτική δεκαετία 1990-2000. Θυμάστε – τότε που η «ιστορία τελείωνε»…

Για το λόγο αυτό αρέσει σε όλους. Γοήτευσε τους καθ’ ημάς αντικομμουνιστές – γνωστούς αναθεωρητές της ιστορίας – τον κο Καλύβα και τους συν αυτώ. [Το όποιο επιστημονικό τους κύρος στην ιστορία το οφείλουν στις άμεσες ή έμμεσες ευλογίες του Μαζάουερ]. Αρέσει στη δεξιά, οι επίσημοι ταγοί της δεξιάς ιστοριογραφίας των Ιδρυμάτων «Κωνσταντίνος Καραμανλής» ομνύουν στο όνομά του. Αρέσει στην Κεντρο-αριστερά, στην σκέτη αριστερά και στην αριστερίστικη αριστερά. Μόνο στους κομμουνιστές δεν αρέσει και αυτό φαίνεται σε όλους τους υπόλοιπους εξαιρετικά παράξενο. Το γεγονός δε ότι ο Μαζάουερ γνωρίζει ελληνικά και ότι έχει συγγράψει πολλά βιβλία για την ιστορία της Ελλάδας (από την διατριβή του για την κρίση του μεσοπολέμου και την Ελλάδα ως το πόνημα που λέγεται ότι ετοιμάζει σήμερα και που αναφέρεται στην επανάσταση του 1821) τον έχει καταστήσει ένα είδος «εθνικού ιστορικού» αν όχι του επιπέδου του Παραρρηγόπουλου, σίγουρα περισσότερο απ’ ό,τι ο «εθνικός» ιστορικός της μετεμφυλιακής Ελλάδας: αναφέρομαι στον γνωστό βρετανό πράκτορα Κρις Γουντχάουζ….

Πρακτικά είναι αδύνατο να υπάρξει τμήμα ιστορίας / πολιτικής επιστήμης ή ό, τι το συναφές που να αγνοήσει ετούτο το βιβλίο. Δίνεται σε όλα τα προγράμματα σπουδών ιστορίας – τόσο τα δεξιά όσο και τα αριστερά ( όπως ορίζουν τον εαυτό τους – οι σχετικοί όροι ελάχιστη σημασία έχουν πλέον). Δεν είναι ίσως κακή η διάδοσή τους. Πρόκειται για τη ναυαρχίδα των αντικομμουνιστικών δυνάμεων και δεν είναι καθόλου κακό να μελετάς τον εχθρό σου. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε, δεν μπορούμε να το προσπεράσουμε, δεν μπορούμε να το παραγκωνίσουμε – είναι πολύ μεγάλο. Πρέπει αναγκαστικά να αναμετρηθούμε με αυτό.

***

Η συγγραφή του βιβλίου ολοκληρώθηκε στα 1998 – στα ελληνικά – και συνακόλουθα στις πανεπιστημιακές αίθουσες – εμφανίστηκε στα 2001. Εχει σημασία η εποχή: ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός μόλις είχε επιλύσει μια τελευταία εκκρεμότητα – τη περιπλοκή της γιουγκοσλαβικής διαδοχής – ενώ στην τότε ισχυρή (τρομάρα μας) Ελλάδα ο ελληνικός αστισμός θριαμβολογούσε για την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης – «ισότιμοι πλέον εταίροι» (και πάλι τρομάρα μας).

Το βιβλίο δεν είναι μια παράθεση / παράταξη γεγονότων. Αποθησαυρίζει και εκθέτει «ιστορικά», όλες τις αστικές θεωρίες που εκπορεύθηκαν/ακολούθησαν τον μεγάλο θρίαμβο του καπιταλισμού: την παλινόρθωσή του στα σοσιαλιστικά κράτη της κεντρικής – ανατολικής Ευρώπης και τελικά στην ίδια τη Σοβιετική Ενωση.

Να έχουμε υπόψη ότι πάντοτε στην ιστορία τα ερωτήματα που θέτουμε στο παρελθόν είναι ερωτήματα που πηγάζουν από τη σημερινή μας κατάσταση, από τη συγκυρία που διασχίζουμε : ο Μαζάουερ δεν ξεφεύγει από αυτόν τον κανόνα – και φροντίζει να απαντήσει ετούτα τα ερωτήματα με τον τρόπο που οι «νικητές» της δεκαετίας του 1990-2000 επιθυμούν.

***

Ας έρθουμε όμως στη δομή και το περιεχόμενο του βιβλίου. Πρώτη εντύπωση. Η Σκοτεινή Ηπειρος Ευρώπη δεν έχει προϊστορία. Προκύπτει ένας αγρίοτατος Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος σκοτώνονται 8.000.000 Ευρωπαίοι στα πεδία των μαχών και άλλα 4-5.000.000 στις παρενέργειες και τις «ουρές» του πολέμου, γεννιούνται μα΄υρα σύννεφα – φασισμός και κομμουνισμός – και η κοινοβουλευτική δημοκρατία κινδυνεύει. Πώς έγιναν όλα αυτά;

Για τον Μαζάουερ η ιστορία της Ευρώπης φαίνεται να είναι ανεξάρτητη από την ιστορία του καπιταλισμού – διαπίστωση που ηχεί παράξενα για έναν ακαδημαϊκό που γνωρίζει καλά την οικονομική ιστορία και ξεκίνησε την σταδιοδρομία του με διατριβή πάνω ακριβώς σε μια καπιταλιστική κρίση. Ασχετα όμως από τις δικές του επιστημονικές καταβολές το ζήτημα έχει συζητηθεί ευρύτατα στην κοινότητα των πανεπιστημιακών έτσι ώστε να μην μπορεί να αγνοηθεί. Τι λέει αυτή η προϊστορία;

Είναι γνωστό Η άγνωστη προϊστορία της Ευρώπης: η σύνδεση των ισχυρών δυνάμεων της ηπείρου με τον καπιταλισμό – και η εξυπηρέτηση της ανόδου του – και ταυτόχρονα της ανόδου των ευρωπαικών δυνάμεων στο παγκόσμιο στερέωμα.

Παρένθεση: το σύστημα των κύριων ευρωπαϊκών δυνάμεων από το 1880 ως το 1905 χονδρικά συνδέθηκε με τον καπιταλισμό και του πρόσφερε μια καίρια εξυπηρέτηση. Την εξάπλωσή του σε ολόκληρο τον κόσμο.

Το 1873 η κρίση κτύπησε για πρώτη φορά σε μεγάλη – δομική – έκταση το ανερχόμενο καπιταλιστικό σύστημα. Η αιτία της κρίσης προσδιορίστηκε (επιγραμματικά το επισημαίνω) στην μικρή γεωγραφική έκταση όπου εφαρμοζόταν και λειτουργούσε το σύστημα αυτό: η θεραπεία, η έξοδος από την κρίση, κρίθηκε ότι απαιτούσε εκτατική αντιμετώπιση: την εξάπλωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις ήταν οι μόνες εκείνο τον καιρό που μπορούσαν να προσδέσουν ολόκληρο τον κόσμο στο άρμα του καπιταλισμού καθώς ήσαν οι μόνες που διέθεταν τα προς τούτο εργαλεία: τους στρατούς, τα κράτη και τους δοικητικούς μηχανισμούς , τα συστήματα ενσωμάτωσης – δίκαιο και εκπαιδευτικό σύστημα κλπ. – αυτό που συνοπτικά περιγράφηκε τότε ως «πολιτισμός» και που όφειλε δια πυρός και σιδήρου να επιβληθεί στους απολίτιστους.

Από τη δεκαετία του 1870 και μετά, μέσα σε ελάχιστα χρόνια, οι ισχυροί της Ευρώπης κατέκτησαν κυριολεκτικά τον κόσμο στο όνομα των αναγκών και των λειτουργιών του καπιταλισμού. Αυτό σήμαινε, μεταξύ άλλων ανείπωτο καταναγκασμό και βία. Σε ελάχιστο χρόνο οι παραδοσιακές λειτουργίες έπρεπε να καταστραφούν εκ θεμελίων για ν΄ανοίξουν τον δρόμο στον καπιταλιστικό τρόπο εκμετάλλευσης και συνάμα τρόπο ζωής. Αυτό ακριβώς σήμαινε η σύγκρουση μεταξύ πολιτισμένων και απολίτιστων. Ο Αποικισμός χάρισε στο ευρωπαϊκό σύστημα δυνάμεων την παγκόσμια κυριαρχία αλλά και ταυτόχρονα τις παρέσυρε στη δίνη των καπιταλιστικών και ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και τελικά στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και σε όσα ακολούθησαν.

Η απουσία προϊστορίας δημιουργεί τεράστια κενά τα οποία δεν απασχολούν τον συγγραφέα. Πώς είναι δυνατό, για παράδειγμα, να αποξενώσουμε τον ρατσισμό – τις φυλετικές θεωρίες και πρακτικές – από την αποικιακή τους πηγή και λειτουργία. Η καταδίκη σε συνοπτικό θάνατο παραδόσεων και τρόπων ζωής με μακρόχρονες ρίζες εμπεριείχε την απόλυτη απαξίωση ανθρώπων, φυλών και χώρων. Οι υπάνθρωποι έπρεπε να δεχτούν όσα ο καπιταλισμός – δια του λευκού ανώτερου ανθρώπου – τους υποσχόταν με το καλό, ή συνήθως με το άγριο. Και οι Ευρωπαίοι – το απέδειξε ο επερχόμενος πόλεμος – εκβαρβαρίστηκαν σε αυτή την υπερπόντια αναζήτηση βέλτιστων αποδόσεων του επενδυμένου κεφαλαίου!!!

Αλλά εάν τα περιλάβουμε αυτά σε ένα βιβλίο σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας τότε πως είναι δυνατό να αποδείξουμε ότι η βαρβαρότητα – η βία – ήρθε στη Γηραιά Ηπειρο μέσα από «εκτροπές», «συνωμοσίες» και «στρεβλώσεις» που προκάλεσε ο κομμουνισμός και ο φασισμός. Οπότε τα παραλείπουμε και είμαστε ευτυχισμένοι. Αυτό κάνει ο Μαζάουερ.

(Θυμίζω ότι οι μαθητές του Ελληνες ιστορικοί των ιδρυμάτων Καραμανλής εκθειάζουν στα σχολικά βιβλία με ενθουσιασμό την έλευση του πολιτισμού – διάβαζε καπιταλισμού – στον κόσμο. Και φυσικά εδώ δεν μιλάμε για θύματα και βία… Αμα είναι άγιος ο σκοπός τότε όλα είναι αγιασμένα).

***

Κεντρικό ζήτημα στο βιβλίο του Μαζάουερ δεν είναι η ιστορία της Ευρώπης και ως εκ τούτου ο τίτλος του μπορεί να χαρακτηριστεί παραπλανητικός. Η κεντρική του ιδέα είναι η αποτίμηση των «ατυχημάτων» που έπληξαν το ιδανικό πολιτικό σύστημα της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε μεγάλο μέρος του ευρωπαϊκού εικοστού αιώνα. Τα ατυχήματα αυτά ήσαν δύο: ο κομμουνισμός και ο φασισμός / ναζισμός. Δεν πρόκειτα για την εξέταση των δύο αυτών ατυχημάτων: στόχος είναι να στιγματιστούν και να εξορκιστούν ώστε να μην επανεμφανιστούν πλέον. Για το λόγο αυτό το βιβλίο δίνει ιδιαίτερο βάρος στην εξέταση των Λαϊκών Δημοκρατιών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Προσπαθεί, όπως δηλώνει ο συγγραφέας του, να βρει τους λόγους για τους οποίους ο κομμουνιστικός ολοκληρωτισμός διατηρήθηκε περισσότερο και – συγκριτικά τα πήγε πολύ καλύτερα από τον ναζισμό, αναδεικνυόμενος έτσι σε κυριώτερη απειλή για τη δημοκρατική διακυβέρνηση της Ευρώπης.

***

Το ίδιο το πολιτικό σύστημα που υμνεί και προασπίζει ο συγγραφέας φαίνεται να ανάγεται σε απόλυτη ανιστορική αξία, πέρα από τις συγκυρίες και τις ανάγκες των καιρών: απλά είναι μεταφυσικά τέλειο ή έστω το καλύτερο από τα υπάρχοντα. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία όμως δεν είναι ανεξάρτητη από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και τη λειτουργία του τελευταίου. Ο κοινοβουλευτισμός – προϊόν του 19ου αιώνα – είναι ένα πολιτικό σύστημα αναγκαίο στην εύρυθμη λειτουργία του καπιταλισμού καθώς αμβλύνει και οργανώνει τις εσωτερικές αντιφάσεις του συστήματος – τους ανταγωνισμούς μεταξύ των ισχυρών παραγόντων της μονοπωλιακής οικονομίας – και καθιστά – σε κάποιο βαθμό – συνεργό μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Καθώς τα μέσα παραγωγής στον καπιταλισμό ανήκουν σε πολύ λίγους, ενώ για την λειτουργία τους χρειάζονται πάρα πολλοί, οι τελευταίοι παίρνουν ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών τους «ελευθερίες» – δηλαδή μια ψευδαίσθηση συμμετοχής στις πολιτικές αποφάσεις που τους εκτρέπει από το σημαντικό: από την πραγματική πολιτική εξουσία. Οι ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής μπορούν και παραμένουν έτσι και άρχοντες της πολιτικής.

Το αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό σύστημα της αστικής τάξης και του καπιταλισμού γίνεται ενίοτε ενοχλητικό. Αυτό συμβαίνει σε εποχές καπιταλιστικής κρίσης όταν οι ανάγκες συγκέντρωσης του κεφαλαίου – καταστροφής των μη «ανταγωνιστικών» τμημάτων του και η επανασυσσώρευση σε άλλες βάσεις – καθιστούν ενοχλητικές τις κατευναστικές διαστάσεις της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Σε αυτά τα σημεία οι ίδιοι οι ταγοί και υμνητές του συστήματος δεν διστάζουν να το στιγματίσουν, να το καταδικάσουν και να το παραμερίσουν από το πολιτικό προσκήνιο: οι δικτατορίες και τα φασιστικά/ναζιστικά κινήματα είναι οι καλύτερες αποδείξεις για το πώς γίνεται αυτό. Μόλις οι πρόσκαιρες και στοιχειώδεις ισορροπίες του καπιταλισμού επανέλθουν τότε το σύστημα υιοθετείται, επιβάλλεται και εξυμνήται ως η απόλυτη προσφορά της αστικής τάξης στον ανθρώπινο πολιτισμό.

Τίποτε από αυτά δεν απασχολεί τον Μαζάουερ: η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι μια απόλυτη αξία με μεταφυσικά ανιστορικά χαρακτηριστικά. Δεν μπορεί να τεθεί υπό κρίση, άρα δεν μπορεί να τεθεί κάτω από τη μεθοδολογία και τα εργαλεία της ιστορίας.

***

Η αρχική εκτροπή από τον επιστημονικό τρόπο εξέτασης των γεγονότων οδηγεί σε μεθοδολογικές παρενέργειες. Πρόκειται για ένα συνεχές παιχνίδι ανάμεσα στη λεπτομέρεια και την γενίκευση. Ανάμεσα στη φήμη και δη την μονομερή και την γενική κατάσταση. Η μεμονωμένη μαρτυρία του ενός (προφορική ιστορία) ενίοτε αρκεί για να στηρίξει μια γενικώτερη θέση και να ιχνογραφήσει μια ολόκληρη κατάσταση ή εποχή. Δεν χρειάζεται να προστρέξουμε σε επίσημες σοβιετικές πηγές, σε επίσημα κείμενα για να δούμε τι λέει ο Στάλιν. Αρκεί η μαρτυρία του Ντζίλας γι αυτό (σ. 221).

Το γνωστό «κολπάκι» για την «μοιρασιά της Ευρώπης» φυσικά είναι εδώ (σ. 223). Στη γνωστή «ιστορική» διαμάχη για την κατανομή σφαιρών επιρροής στα Βαλκάνια μεταξύ Σοβιετικής Ενωσης και Μεγάλης Βρετανίας στη συνάντηση Τσώρτσιλλ – Στάλιν στη Μόσχα τον Οκτώβριο του 1944, ο Μαζάουερ, φυσικά, τάσσεται με το μέρος του Τσώρτσιλλ. Το γεγονός ότι οι Σοβιετικοί αρνούνταν πάγια τον διακανονισμό των μεταπολεμικών πραγμάτων με κατανομές «ζωνών επιρροής» δεν ενδιαφέρει τον συγγραφέα μας όπως δεν τον προβληματίζει η απουσία αποδεικτικών στοιχείων πέρα από τον λόγο του Τσώρτσιλλ (η επιμονή του οποίου στην πριν από τη λήξη του πολέμου χάραξη ζωνών επιρροής στην Ευρώπη είναι πασίγνωστη, όπως επίσης πασίγνωστη είναι και η σταθερή άρνηση της ΕΣΣΔ όπως και των ΗΠΑ σε μια τέτοια πρακτική) και από το περίφημο πρόχειρο σημείωμα (τσιγαρόχαρτο) των βρετανικών αρχείων, το οποίο όμως φέρει μόνο τα γράμματα του Τσώρτσιλλ.

Η ασάφεια του γεγονότος δεν εμποδίζει τον Μαζάουερ να ισχυριστεί ότι η συμφωνία αυτή ήταν ισάξια (SIC) της αντίστοιχης στη Γιάλτα (σ. 224) – όπου επίσης δεν τίθεται κανένα ζήτημα «ζωνών επιρροής». Επιπρόσθετα η βρετανο-σοβιετική «συμφωνία» συνοδεύεται από παραπομπή που όμως είναι άσχετη με το ίδιο το γεγονός.

Το παιχνίδι του γενικού άκριτου ανακατώματος των πάντων και της ανατροπής των μεγεθών είναι επίσης εδώ. Σε ολόκληρο το βιβλίο των 400 περίπου σελίδων δεν θα βρούμε ιδιαίτερη ενασχόληση, ούτε μνεία στο εργατικό κίνημα, τις οργανώσεις του, τα συνδικάτα του, τις απεργίες του, τους αγώνες του, τα θύματά του, τις πολιτικές εκφράσεις του, την τέχνη που ενέπνευσε, τις αξίες που γέννησε τα μαζικά – μοναδικά στη σύγχρονη ιστορία – πολιτικά κινήματα που δημιούργησε – το δικό μας Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ, για παράδειγμα. Τίποτε ! Σιγή ιχθύος ! Αντίθετα το κίνημα των ευρωπαίων φεντεραλιστών, ολότελα ανυπόστατο στην ιστορία, από την εμφάνισή του την επομένη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου απασχολεί σελίδες του βιβλίου με επαύξηση των ασήμαντων λεπτομερειών σε κοσμογονικά γεγονότα.

(όταν στο δικό μας σχολικό βιβλίο της Γ’ Λυκείου ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος φαίνεται να οραματίζεται στα 1942 σε πλήρη ναζιστική Νέα Ευρώπη την μετέπειτα Νέα Νέα Ευρώπη, ο ένοχος είναι ο δικός μας – ο Μαζάουερ!).

***

Οπωσδήποτε κομμουνισμός και ναζισμός – απειλές για την Θεία Αστική Δημοκρατία – είναι σχεδόν το ίδιο. Για την ακρίβεια ο κομμουνισμός είναι λίγο χειρότερος. Ανθολόγηση; (σ. 51-52) Στα ναζιστικά στρατόπεδα της δεκαετίας του 1930 βρέθηκαν 25-50.000 κρατούμενοι σε αντιδιαστολή με τα εκατομμύρια που στάλθηκαν στα Γκουλάγκ στην περίοδο του Στάλιν. (σ. 52) «Ο ναζισμός ήρθε στην εξουσία με μαζική εκλογική υποστήριξη, ο κομμουνισμός με πραξικόπημα» (σ. 52 επίσης) Στόχος του NSDAP το «φυλετικό κράτος πρόνοιας» όπου «Τα κυριώτερα εσωτερικά του θύματα (του ναζισμού) ήταν μια μικρή μειονότητα (σς. Εβραίοι; Μπολσεβίκοι;) σε αντίθεση με τα εκατομμύρια των χωρικών που είχαν βάλει στόχο οι Μπολσεβίκοι» και επιστέγασμα (σ. 63) «…ο κομμουνισμός αποδείχθηκε το τελευταίο, και ίσως το ανώτερο στάδιο του ιμπεριαλισμού» – επειδή επεξέτεινε τη ζωή μιας Αυτοκρατορίας / προφανώς το τέλος της τελευταίας κατέστησε αναχρονιστικό και μη αναγκαίο τον ιμπεριαλισμό – οι σημερινές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις/εισβολές/βομβαρδισμοί κλπ. δεν είναι παρά ανθρωπιστικές πρωτοβουλίες της Διεθνούς Κοινότητας.

Ακόμα (σ. 214) η προέλαση του Κόκκινου Στρατού στο τέλος του Παγκόσμιου Πολέμου παρουσιάζεται με τα πιο μελανά χρώματα: σφαγές, αρπαγές, βιασμοί, καταστροφές. Σε μερικά σημεία αναρωτιέται κανείς που ακριβώς διαφέρει η περιγραφή της απελευθερωτικής για τους λαούς της Ευρώπης προέλασης των Σοβιετικών από τον τρόπο που την παρουσίαζαν οι ναζί εκείνη την εποχή – λ.χ. ο Γκαίμπελς.

Μέσα σε αυτό το γενικό κλίμα αντικομμουνιστικού φανατισμού το βιβλίο αλληλοαναιρείται σε πολλά σημεία. Στη (σ. 244) προσδιορίζει, «Και οι δύο (ναζισμός και κομμουνισμός) βασίστηκαν στο στρατό και στην αστυνομία για να υποτάξουν ένα κατά βάση εχθρικό πληθυσμό». Είναι απλά λάθος ακόμα και πραγματολογικά «τεχνικά» – οι μαζικές οργανώσεις του ναζιστικού κόμματος, τα Ες Α και τα Ες Ες δεν ήταν ούτε στρατός, ούτε αστυνομία.

Είναι δε παράδοξο πώς την ώρα της κατά Μαζάουερ ιμπεριαλιστικής κατάκτησης της ανατολικής Ευρώπης από την ΕΣΣΔ, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Κόκκινος Στρατός, το εργαλείο αυτής της κατάκτησης απλά εξαφανίζεται: (σ. 245) Από 12.000.000 το 1945 περιορίζεται σε 3.000.000 το 1948. Στη Γερμανία από 1.500.000 το 1945 περνά σε 350.000 τον Ιούλιο του 1947 ενώ αποσύρεται πλήρως από την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία. Πολύ παράξενη αυτή η κατά Μαζάουερ καθυπόταξη των «εχθρικών πληθυσμών» από ένα στρατό που, πολύ απλά – δεν βρίσκεται εκεί.

***

Σαν συμπέρασμα για να κλείσω. Η αστική τάξη στο πέρασμά της από την θέση του οργανωτή της ανθρωπότητας έδωσε πολύ μεγάλους ιστορικούς και έκτισε μια επιβλητική επιστήμη της ιστορίας. Ο Μισελέ, ο Ακτον, ο Μίλλερ, ο Ράνκε, ο Μπρωντέλ έχουν προσφέρει γερά θεμέλια στην ανθρώπινη αυτογνωσία. Αυτοί ιστόρησαν την άνοδο της αστικής τάξης και ανθολόγησαν στο έργο τους όσα αυτή πρόσφερε στην εξέλιξη του πολιτισμού. Τώρα, δεν είμαστε σε εποχή ανόδου, ο καπιταλισμός έδωσε ό, τι είχε – μόνο να παίρνει μπορεί από εδώ και στο εξής. Αυτό που ο Μαζάουερ θεωρεί ιστορικό του θρίαμβο – το 1989 – πιστοποίησε απλά το μέγεθος των αδιεξόδων του. Σε αυτή την φάση η Σκοτεινή Ηπειροςείναι το μέγιστο των έργων που η απολογητική ιστοριογραφία του αστισμού μπορεί να δώσει. Συγκρίνετέ το με την Μεσόγειο του Μπρωντέλ και θα καταλάβετε γιατί, μπορούμε να είμαστε απόλυτα αισιόδοξοι για την αλλαγή του κόσμου.

Τα Κομμουνιστικά Κόμματα Ιταλίας και Γαλλίας στις «Εθνικές Κυβερνήσεις» (1944 – 1947)

Εισαγωγή

Ιταλοί παρτιζάνοι κατά την απελευθέρωση της Φλωρεντίας

Σε περιόδους κλονισμού της σταθερότητας του αστικού κοινοβουλευτισμού, όταν δηλαδή αδυνατίζει η αυθόρμητη αναπαραγωγή της εργατικής – λαϊκής συναίνεσης στην αστική εξουσία, ως καταφύγιο του αστικού πολιτικού κόσμου αναδεικνύεται ο εγκλωβισμός των αξιώσεων του εργατικού – λαϊκού κινήματος στα όρια του αστικού εποικοδομήματος. Αποκορύφωμα του εγκλωβισμού αποτελεί η ψευδαίσθηση της δυνατότητας ύπαρξης μιας «φιλολαϊκής», «αριστερής», «αντικαπιταλιστικής» κ.ο.κ. κυβέρνησης που διαδίδεται από τα σοσιαλδημοκρατικά και οπορτουνιστικά κόμματα με κοινωνικό – ταξικό στήριγμα τα μεσαία στρώματα. Η συγκεκριμένη ψευδαίσθηση βασίζεται στο «βίαιο», αντιδιαλεκτικό χωρισμό των αντιλαϊκών συνεπειών της αστικής πολιτικής διαχείρισης από την καπιταλιστική οικονομία στην οποία στηρίζεται και την οποία αναπαράγει. Ομως, απαραίτητος όρος για την καθολική επικράτησή της είναι η εγκατάλειψη της ταξικά αυτόνομης στρατηγικής εκ μέρους των ΚΚ, ώστε να συμβάλλουν στο ρετουσάρισμα της αστικής εξουσίας μέσω της συμμετοχής τους σε κυβερνήσεις συνεργασίας με αστούς και οπορτουνιστές. Τμήμα της αστικής και μικροαστικής συγχορδίας αποτελεί η δικαιολόγηση της συγκεκριμένης επιλογής, στο όνομα των έκτακτων συνθηκών και της αδυναμίας άμεσης κατάκτησης της εργατικής εξουσίας. Η παραπάνω φόρμουλα αποτελεί τη συμπύκνωση του ρεφορμισμού από το Μπέρνσταϊν ως τις μέρες μας, παρά τις επιμέρους τροποποιήσεις και τις αναγκαίες προσαρμογές στις εκάστοτε συνθήκες της ταξικής πάλης. Ωστόσο, στο παρόν κείμενο, θα επικεντρωθούμε στην εμπειρία των δυτικοευρωπαϊκών κυβερνήσεων εθνικής ενότητας που σχηματίστηκαν μετά το Β΄ Παγκόσμιο Ιμπεριαλιστικό Πόλεμο. Το συγκεκριμένο ιστορικό παράδειγμα έχει ιδιαίτερη σημασία, εξαιτίας των πολιτικών συσχετισμών της εποχής. Τα δυτικοευρωπαϊκά ΚΚ «απολάμβαναν» αυξημένο κύρος, λόγω του πρωταγωνιστικού τους ρόλου στην ένοπλη αντιφασιστική πάλη και του βαρύ φόρου αίματος που προσέφερε η ΕΣΣΔ στην ήττα του φασισμού. Παράλληλα, μεγάλο μέρος του αστικού πολιτικού κόσμου είχε απολέσει την αξιοπιστία του, διότι συνεργάστηκε με τις δυνάμεις του Αξονα ή επειδή δεν προσπάθησε να οργανώσει την αντίσταση απέναντί τους. Και όλα αυτά, ενώ ο λαϊκός παράγοντας ήταν οπλισμένος, οργανωμένος σε μαζικές λαϊκές οργανώσεις και «εκπαιδευμένος» στις φλόγες του πολέμου να αγωνίζεται για την επιβίωση και τα δικαιώματά του με το όπλο στο χέρι. Με αυτή την έννοια, οι μεταπολεμικές συνθήκες προσφέρονται για την αποτίμηση όχι μόνο των υποστηρικτών της συμμετοχής των ΚΚ στην αστική πολιτική διαχείριση, αλλά και όσων ραφιναρισμένων (και γι’ αυτό επικινδυνότερων) οπορτουνιστών υποστηρίζουν σήμερα ότι η «φιλολαϊκή» διακυβέρνηση αποκτά νόημα όταν ο λαϊκός παράγοντας είναι οργανωμένος και πιέζει για αλλαγές.

Οι περιπτώσεις της Ιταλίας και της Γαλλίας

Από τη μάχη για την απελευθέρωση του Παρισιού, Αύγουστος 1944

Κυβερνήσεις εθνικής ενότητας σχηματίστηκαν μεταπολεμικά σχεδόν σ’ όλες τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Γαλλία, Ελλάδα, Δανία, Φινλανδία, Αυστρία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ισλανδία, Νορβηγία).1 Ωστόσο, ιδιαίτερη σημασία έχουν οι περιπτώσεις της Ιταλίας και της Γαλλίας, αφού εκεί τα ΚΚ ανέπτυξαν πλούσια αντιφασιστική δράση, ενώνοντας υπό την ομπρέλα μαζικών οργανώσεων εκατομμύρια εργάτες, εργάτες γης και φτωχούς αυτοαπασχολούμενους της πόλης και του χωριού. Ενδεικτικά, κυριαρχούσαν στις Γενικές Συνομοσπονδίες Εργατών σε βαθμό που οι αστικές συνδικαλιστικές δυνάμεις προτίμησαν να δημιουργήσουν αργότερα διασπαστική αυτόνομη δομή (1947). Η επιρροή τους καθρεφτιζόταν και στα ισχυρά ένοπλα τμήματα των αντιστασιακών οργανώσεων, σε μια περίοδο ελλιπούς ανασυγκρότησης των αστικών κατασταλτικών μηχανισμών.

Βέβαια, οι ευνοϊκές για το εργατικό – λαϊκό κίνημα συνθήκες δε στέρησαν τους οπορτουνιστές από επιχειρήματα για την αναγκαιότητα ειρηνικής διεκδίκησης της εξουσίας. Αντίθετα, στην επιχειρηματολογία τους συμπεριλήφθηκε η ανάγκη της αστικοδημοκρατικής σταθεροποίησης έναντι του κινδύνου της φασιστικής παλινόρθωσης, ενώ υποστήριξαν ότι η όξυνση της ταξικής πάλης θα μπορούσε να αποτελέσει το πρόσχημα μιας επίθεσης των ΗΠΑ στην ΕΣΣΔ με ατομικές βόμβες.

Η στροφή του Σαλέρνο

Από τη μάχη για την απελευθέρωση του Παρισιού, Αύγουστος 1944

Ιδιαίτερα σημαντική χρονιά για τις μεταπολεμικές εξελίξεις στην Ιταλία ήταν το 1943. Η αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού έγειρε οριστικά την πλάστιγγα του πολέμου εναντίον του φασιστικού άξονα, αυξάνοντας αντικειμενικά την κινητικότητα των ευρωπαϊκών αστικών πολιτικών δυνάμεων. Οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία, φοβούμενες πως η σοβιετική επέλαση άλλαζε τις ευρωπαϊκές ισορροπίες προχώρησαν στην απόβαση στη Σικελία (Ιούλης 1943).

Στο βόρειο τμήμα της Ιταλίας παρέμεινε το φασιστικό καθεστώς του Σαλό, αλλά τον Μουσολίνι είχε αντικαταστήσει ο βετεράνος στρατιωτικός Μπαντόλιο2 που, ως επικεφαλής του φασιστικού καθεστώτος, διεξήγαγε μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Αγγλοαμερικάνους, προκαλώντας την εισβολή των Γερμανών στη Βόρεια και την Κεντρική Ιταλία και την επαναφορά του Μουσολίνι (8 Σεπτέμβρη). Η αλλαγή στάσης του Μπαντόλιο αντικατόπτριζε τη δυναμική των διεργασιών στο εσωτερικό της ιταλικής αστικής τάξης, η οποία βλέποντας την αλλαγή του διεθνούς συσχετισμού θεώρησε απαραίτητη την αλλαγή στρατοπέδου στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις ως όρο διάσωσης της εξουσίας της.

Εξάλλου, η διάσωση της αστικής εξουσίας δεν ήταν εύκολη υπόθεση στην Ιταλία, αφού ο φασισμός αποτέλεσε κυρίαρχη αστική πολιτική επιλογή. Ακόμα και το Βατικανό, που ασκούσε μεγάλη επίδραση στην εργατική τάξη και το φτωχό λαό πριν από τον πόλεμο, έβλεπε την επιρροή του να μειώνεται μετά τη στήριξη (με οικονομικά και θεσμικά ανταλλάγματα) που είχε παράσχει στον Μουσολίνι.

Και ενώ οι αστικοί θεσμοί είχαν φθαρεί, το ΚΚ γνώριζε πρωτοφανή άνθιση, πολλαπλασιάζοντας τα μέλη του μετά την επιστροφή του καθοδηγητικού του κέντρου στην Ιταλία (1941). Οσο περισσότερο οι Ιταλοί βεβαιώνονταν για το άδοξο τέλος των φασιστικών ιμπεριαλιστικών αξιώσεων, τόσο περισσότερο διευρυνόταν η επιρροή του, αφού τα προηγούμενα χρόνια είχε καθιερωθεί με τους αγώνες και τις θυσίες του ως βασικός αιμοδότης του αντιφασισμού. Μάλιστα, ο ιταλικός αντιφασισμός, αντιμετωπίζοντας όχι ξένο καταχτητή, αλλά την κυρίαρχη πολιτική μορφή της αστικής εξουσίας είχε περισσότερο ταξικό και λιγότερο εθνικοαπελευθερωτικό περιεχόμενο.

Παρ’ όλα αυτά, στις 9 Σεπτέμβρη 1943 το ΚΚ Ιταλίας (το οποίο, όπως και το ΚΚ Γαλλίας μετονομάστηκαν σε Ιταλικό και Γαλλικό ΚΚ, για να υπογραμμίσουν ότι πρωτίστως ενδιαφέρονται για την Ιταλία και δεν αποτελούν τμήματα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, άρα δεν υπάγονται στις αποφάσεις του), κάλεσε αιφνιδιαστικά το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων να σχηματίσουν κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Μπαντόλιο. Η πρόταση του ΙΚΚ έμεινε στην ιστορία ως «στροφή του Σαλέρνο», και αποσκοπούσε στη στερέωση της αστικής δημοκρατίας με τη συμμετοχή του βασιλιά και του Μπαντόλιο3, ενώ μετέθετε την επίλυση του ζητήματος της εξουσίας ύστερα από την απελευθέρωση.4 Βέβαια, δε μετατόπιζε απλά χρονικά το ζήτημα, αλλά συνεργαζόμενο με αστικές πολιτικές δυνάμεις και αποδεχόμενο το αστικό Σύνταγμα, αποδεχόταν την επίλυσή του εντός των τειχών της αστικής διαχείρισης.

Με αυτήν την έννοια, η στροφή του Σαλέρνο συνιστούσε προοίμιο της συμμετοχής του στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας». Αλλωστε, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και η ιταλική αστική τάξη είχαν εκτιμήσει την αύξηση της επιρροής του και προτίμησαν τη συμμετοχή του στην αστική πολιτική διαχείριση, παρά την απόπειρα περιθωριοποίησής του, η οποία πιθανά θα τροφοδοτούσε βλέψεις συνολικής ανατροπής της αστικής εξουσίας σε τμήματα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.5

Ομως, το ΙΚΚ δεν «αντιλήφθηκε» τον κίνδυνο ενσωμάτωσης και πίστευε ότι συμμετέχοντας στην κυβέρνηση (στη βάση δρομολογημένης γραμμής από την ΚΔ πριν την αυτοδιάλυσή της το 1943) αύξανε το κύρος του. Στη διαμόρφωση αυτής της λαθεμένης θέσης συντέλεσαν οι οξυμένες αντικομμουνιστικές επιθέσεις που παρουσίαζαν τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση ως αστική υποχώρηση. Ετσι, συνέχισε να καλεί (1946) σε λαϊκή ενότητα με σοσιαλιστικό – κομμουνιστικό προσανατολισμό, παρά τη συνεργασία με το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (ΧΔΚ) και το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΙΣΚ)6, υποστηρίζοντας πως η δυνατότητα ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό παρεχόταν απ’ το μεταπολεμικό αστικό σύνταγμα.7

Το ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό απαιτούσε κατά το ΙΚΚ την εξάπλωση της τυπικής αστικής δημοκρατίας από την Πολιτική στην Οικονομία μέσω ρωμαλέων μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις εθνικής ενότητας δεν κατόρθωσαν να επιλύσουν ούτε τα άμεσα και οξυμένα οικονομικά προβλήματα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκειά τους το κόστος ζωής ανέβηκε 23 φορές, τη στιγμή που οι μισθοί αυξήθηκαν μόλις 50%. Ταυτόχρονα, η ανεργία κινείτο σε υψηλά επίπεδα και κλιμακώθηκε περαιτέρω μετά την επιστροφή των αιχμαλώτων πολέμου (1947).8

Ακόμα όμως και στο επίπεδο των αστικών εκσυγχρονισμών και των απαραίτητων θεσμικών μεταρρυθμίσεων, οι κυβερνήσεις εθνικής ενότητας ήταν ιδιαίτερα φειδωλές. Αφαίρεσαν οποιονδήποτε ρόλο από τις αντιφασιστικές επιτροπές που είχαν συγκροτηθεί στις απελευθερωμένες περιοχές, ενώ δεν προχώρησαν την εκκαθάριση του αστικού μηχανισμού από δεδηλωμένους φασίστες. Πολύ περισσότερο, ο ίδιος ο Τολιάτι, ως υπουργός Δικαιοσύνης, αμνήστευσε ακόμα και στελέχη του φασιστικού καθεστώτος (Ιούνης 1946).9 Το ΙΚΚ συνηγόρησε, στο όνομα της σύμπνοιας, με τον καθολικό κόσμο ακόμα και στη συνταγματική κατοχύρωση των προνομίων που είχε παραχωρήσει ο Μουσολίνι στο Βατικανό.10 Ομως, οι κινήσεις καλής θέλησης προς το Βατικανό, δεν το εμπόδισαν να αφορίσει τους κομμουνιστές ύστερα από την εκδίωξη του ΙΚΚ από την κυβέρνηση.11

Ετσι, η ιταλική αστική τάξη και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός χρησιμοποίησαν το κύρος των κομμουνιστών ως σταθεροποιητικό παράγοντα για την αποκατάσταση του κλονισμένου αστικού πολιτικού κόσμου και κρατικού μηχανισμού, ενώ το 1947 φαίνεται πως αποφάσισαν ότι η περίοδος της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης είχε λήξει και έσπευσαν να εκδιώξουν το ΙΚΚ από την κυβέρνηση. Η απόφασή τους πιθανά επιταχύνθηκε από τη σοβιετική απόκτηση της ατομικής βόμβας που επέφερε νέα ισορροπία δυνάμεων. Στο μεταξύ, φούντωνε ο «Ψυχρός Πόλεμος». Ωστόσο, το ΙΚΚ δεν αναπροσανατόλισε τη στρατηγική του, αλλά επέμεινε στην ειρηνική – κοινοβουλευτική κατάκτηση του σοσιαλισμού:

«Το βασικό δεδομένο των κομμουνιστών συνέχισε να είναι η συμμετοχή στην κυβέρνηση και η διατήρηση της εύθραυστης συμμαχίας με το ΧΔΚ… ορισμένες από τις ελπίδες των Κομμουνιστών σε αυτή την κατεύθυνση μοιάζουν τραγικές ειρωνείες. Ο Scoccimaro (υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας και στέλεχος του ΙΚΚ) αναπολούσε πως τη νύχτα πριν ο De Gasperi (σ.σ.: επικεφαλής του ΧΔΚ και πρωθυπουργός κυβέρνησης εθνικής ενότητας, που έπειτα από το αναφερόμενο ταξίδι στις ΗΠΑ απέπεμψε το ΙΚΚ από την κυβέρνηση) αναχωρήσει για την Αμερική, ο ίδιος δούλευε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες για να ετοιμάσει τον εκτιμώμενο προϋπολογισμό για το επόμενο έτος, έτσι ώστε οι Αμερικανοί να μπορούν να δουν ότι τα οικονομικά της χώρας, αν και στα χέρια των κομμουνιστών, ήταν προσεκτικά διαχειρισμένα. Επειτα, έδωσε τα αποτελέσματα της εργασίας του στο De Gasperi στο αεροδρόμιο, υποσχόμενος μεγαλύτερη τεκμηρίωση αν οι Αμερικάνοι το απαιτούσαν. Και όλα αυτά όταν ο De Gasperi και οι Αμερικανοί συναντιόντουσαν για να συζητήσουν το πώς καλύτερα θα νικήσουν την Αριστερά και όχι το πώς θα συνεργαστούν μαζί της».12

Η γαλλική «εξοχότερη δημοκρατία»
Το ΚΚ Γαλλίας, από τις πρώτες μέρες της φασιστικής κατοχής, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του αγώνα, παρά το γεγονός ότι είχε κηρυχθεί παράνομο από το 1939, επειδή προπαγάνδιζε την αμοιβαία ευθύνη των αστικών κρατών για το ξέσπασμα του πολέμου.13 Ιδρύοντας αρχικά επαναστατικές επιτροπές απελευθέρωσης στα εργατικά προάστια του Παρισιού (στόχευαν στην απελευθέρωση αιχμαλώτων και στην επαναλειτουργία των εργοστασίων για την κάλυψη των λαϊκών αναγκών14) και την οργάνωση OS (προστάτευε τους προπαγανδιστές του κόμματος και συγκέντρωνε όπλα) και πρωτοστατώντας στη συνέχεια στην ίδρυση του Εθνικού Μετώπου και του ένοπλου σκέλους του, κατόρθωσε να αναδειχτεί σε κύρια αντιστασιακή δύναμη.15

Ωστόσο, η ΕΣΣΔ, για να διατηρήσει ισορροπίες στο πλαίσιο της αντιφασιστικής συμμαχίας αναγνώρισε τον Ντε Γκολ ως εκπρόσωπο της γαλλικής Αντίστασης (1941)16, γεγονός στο οποίο συναίνεσε το ΚΚΓ και προχώρησε συνεργασία με αστικές πολιτικές δυνάμεις στο Εθνικό Συμβούλιο Αντίστασης. Ηταν η απαρχή της συμμετοχής του στην εξόριστη γαλλική κυβέρνηση και της ενοποίησης των κομμουνιστικών αντάρτικων σωμάτων με τα ένοπλα τμήματα των αστικών οργανώσεων και τα υπολείμματα του γαλλικού στρατού.17 Οι αστικές πολιτικές δυνάμεις αποδέχτηκαν τη συμμετοχή του στην εξόριστη κυβέρνηση ως αναγκαία για την αναγνώρισή της από ευρύτερα τμήματα του γαλλικού πληθυσμού, αφού, πέρα από ισχυρά αντάρτικα σώματα, έλεγχε την πλειοψηφία της παράνομης Γενικής Εργατικής Ομοσπονδίας (CGT – αριθμούσε 5 εκατομμύρια μέλη) και τις Ενώσεις Νέων, Γυναικών και Λογοτεχνών.18

Μετά την απελευθέρωση, το ΓΚΚ έθεσε στόχο την παγίωση της αστικής δημοκρατίας, την ανοικοδόμηση, την τιμωρία των δοσιλόγων, την αυτόνομη από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό γαλλική πολιτική και τη δημιουργία αριστερού μπλοκ με τους σοσιαλιστές και τους ριζοσπάστες.19 Σύμφωνα με σοβιετική αρχειακή πηγή, οι συγκεκριμένες κατευθύνσεις είχαν συζητηθεί στη συνάντηση Τορέζ – Στάλιν20 και το ΓΚΚ εκτιμούσε ότι μπορούσαν να αποτελέσουν πρόλογο κοινοβουλευτικής κατάκτησης του σοσιαλισμού:

«Η πρόοδος της δημοκρατίας σε ολόκληρο τον κόσμο, με τις σπάνιες εξαιρέσεις που υπάρχουν για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα, αφήνει την ελπίδα της επιλογής και άλλων δρόμων προς το σοσιαλισμό από αυτόν που επιλέχθηκε από τους Ρώσους Κομμουνιστές. Σε οποιαδήποτε περίπτωση ο δρόμος είναι διαφορετικός για κάθε χώρα. Πάντα σκεφτόμασταν και λέγαμε ότι ο γαλλικός λαός, ο οποίος είναι πλούσιος από σημαντικές παραδόσεις, θα βρει για τον εαυτό του το δρόμο για εξοχότερη δημοκρατία, πρόοδο και κοινωνική δικαιοσύνη… Το Γαλλικό κόμμα των εργατών το οποίο ευχόμαστε να δημιουργήσουμε από τη συγχώνευση των Κομμουνιστών και των Σοσιαλιστών θα αποτελέσει τον καθοδηγητή προς αυτή τη δημοκρατία, τη νέα και λαϊκή».21

Ο «εξοχότερος» δρόμος προς το σοσιαλισμό περνούσε από την εθνικοποίηση των στρατηγικών κλάδων, την κατάκτηση εργατικών δικαιωμάτων (40ωρο, πληρωμένες άδειες, συνδικαλιστικές ελευθερίες, Ασφάλιση κ.λπ.) και την κατοχύρωση της φιλειρηνικής διεθνούς γαλλικής πολιτικής.22 Στην πραγματικότητα, το σύνολο των παραπάνω αιτημάτων ικανοποιήθηκε, δίχως βέβαια να αμφισβητηθεί η αστική εξουσία.

Οι κυβερνήσεις εθνικής ενότητας πραγματοποίησαν εθνικοποιήσεις σε κλάδους στρατηγικής σημασίας που ήταν απαραίτητες για τη μεταπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη, χωρίς βέβαια να καταργούν την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Τα εργατικά δικαιώματα αντιμετωπίστηκαν ως συνέπεια του αμοιβαίου οφέλους κεφαλαίου – εργασίας από την καπιταλιστική ανάπτυξη. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο Τορέζ καλούσε την εργατική τάξη να πρωτοστατήσει στην άνοδο της παραγωγικότητας και επέπληττε όσους εργάτες αργούσαν στη δουλειά.23 Τέλος, η ανεξαρτησία από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό συνιστούσε ενίσχυση των συμφερόντων του γαλλικού κεφαλαίου στη διεθνή ιμπεριαλιστική κονίστρα. Ετσι, το ΓΚΚ καταδίκασε την αντιαποικιοκρατική αλγερινή εξέγερση ως φασιστική συνωμοσία (Μάης 1945), ενώ στήριξε τον αγώνα του ΚΚ Βιετνάμ εναντίον της γαλλικής αποικιοκρατίας, μόνο στο βαθμό που δεν επηρέαζε το στάτους κβο της Ινδοκίνας (1946).24 Οι δε σύμμαχοί του σοσιαλδημοκράτες προτίμησαν έπειτα από την αποχώρηση του Ντε Γκολ (1946) να συνεργαστούν με τις υπόλοιπες αστικές πολιτικές δυνάμεις και όχι με το ΓΚΚ.25

Τελικά, το ΓΚΚ εκδιώχθηκε από την κυβέρνηση (1947), με πρόσχημα την άρνησή του να συμφωνήσει με την πολιτική μισθών της κυβέρνησης εθνικής ενότητας και τη στάση του στον πόλεμο της Ινδοκίνας.26 Είχε όμως προλάβει να συμβάλει στη μεταπολεμική σταθεροποίηση της γαλλικής αστικής εξουσίας.

Παραπομπές:

1. CHILDS David, The Changing Face of Western Communism(p.14), Groom Helm Editions, London 1980.

2. DUNNAGE Jonathan, Twentieth Century Italy – A Social History (pp.121-2), Pearson Education Editions, Edinburg 2002.

3. TOGLIATTI Palmiro, Speech to the Napolitan Communist Cadres (1st April 1944) στο VANICELLI Mauricio-LANGE Peter, The Communist Parties of Italy, France and Spain: Postwar Change and Continuity (pp.30-3), George Allen and Unwin Editions, London 1981.

4. URBAN Joan, Moscow and the Italian Communist Party (From Togliatti to Berlinguer)(pp.171-2), I.B. Tauris Editions, London 1986.

5. DI NOLFO Enio, The United States and the PCI: The Years of Policy Formation(1942-6) στο SERFATY Simon-GRAY Lawrence, The Italian Communism (Yesterday, Today, Tomorrow)(pp.42-8), Aldwych Press, London 1981.

6. TOGLIATTI Palmiro, Speech in Reggio Emilia (September 24, 1946) στο VANICELLI Mauricio-LANGE Peter, The Communist Parties of Italy, France and Spain: Postwar Change and Continuity (p.110), George Allen and Unwin Editions, London 1981.

7. ΤΣΕΡΟΝΙ Ουμπέρτο, Κρίση του μαρξισμού;(σ.94), Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1979.

8. GINSBORG Paul, A History of Contemporary Italy(pp.79-80), Penguin Editions, London 1990.

9. Ο.π. (pp.88-93).

10. TOGLIATTI Palmiro, Speech to the Constitution Assembly on Article 7 of the Constitution (March 25, 1947) στο VANICELLI Mauricio-LANGE Peter, The Communist Parties of Italy, France and Spain: Postwar Change and Continuity (pp.110-2), George Allen and Unwin Editions, London 1981.

11. SASSOON Donald, Contemporary Italy: Economy, Society and Politics(pp.247-8), Longman Editions, London & New York 1997.

12. GINSBORG Paul, A History of Contemporary Italy (pp. 79-80), Penguin Editions, London 1990.

13. CAUB Thomas J., After the Fall (German Policy in Occupied France) (p.112), Oxford University Press, Oxford & New York 2010.

14. TAYLOR Lynne, The Parti Communiste Francais and the French Resistance in the Second World War στο JUDT Tony, Resistance and Revolution in Mediterranean Europe(1939-1948) (pp.56-9), Routledge Editionds, London & New York 1989.

15. DAVIES Peter, France and the Second World War (Occupation, Collaboration and Resistance)(p.44), Routledge Editions, New York 2001.

16.Record of the Conversation with the US Ambassador in Great Britain, Winant (May 24,1942) στο RZHESHEVSKY Oleg, War and Diplomacy (The Making of the Grand Alliance-From Stalin Archives)(pp.134-5), Harwood Academic Publiushers, Amsterdam 1996.

17. TIERSLY Ronald, French Communism (1920-1972) (pp.115-9), Columbia University Press, Columbia 1974.

18. MORTIMER Edward, The Rise of the French Communist Party (pp.338-342), Faber&Faber Editions, London 1984.

19. HANLEY D.L. -KERR A. P. – WAITES N. H., Contemporary France: Politics and Society since 1945(p.151), Taylor & Francis Editions, 2005.

20.Notes of Talk of Com. J.V. Stalin with the General Secretary of the CC of the French Communist Party, Com. Thorez (November 19, 1944) στο http://www.revolutionarydemocracy.org/rdv7n1/Thorez/htm.

21. THOREZ Maurice, Interview, Newspaper «TIMES», November 18, 1946.

22. ΣΕΡΒΕΝ Μαρσέλ, Η πολιτική κατάσταση στη Γαλλία ύστερα από το δημοψήφισμα(σ.57-8), Περιοδικό «Νέος Κόσμος», τ.11/1958.

23. THOREZ Maurice, We will win the battle of production στοhttp://www.marxists.org/reference/archive/thorez/1946/production.htm

24. MORTIMER Edward, The Rise of the French Communist Party (pp.347-9), Faber&Faber Editions, London 1984.

25. ADERETH M., The French Communist Party: A Critical History (1920-1984-from the Comintern to the «Colours de France») (pp.138-9), Manchester University Press, Manchester 1984.

26. COTTA Mauricio, Structuring the New Party System after the Dictatorship: Coalitions, Alliances, Fusions and Splits during the Transition and Post-Transition Stages στο PRIDHAM Geoffrey – LEWIS P.G., Stabilising Fragile Democracies: Comparing New-Party System in Southern and Eastern Europe(p.75), Routledge Editions, London 1986.

Του Κώστα ΣΚΟΛΑΡΙΚΟΥ*
* O Κώστας Σκολαρίκος είναισυνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ

Πηγή: Ριζοσπάστης, 12/1/2014