Χρονολογικό αφιέρωμα στο Δεκέμβρη του 1944: 8 Δεκέμβρη

Οδόφραγμα του ΕΛΑΣ

Οδόφραγμα του ΕΛΑΣ

Η γενική απεργία συνεχίστηκε στην Αθήνα και τον Πειραιά με απόλυτη επιτυχία, ενώ εκδηλώσεις και απεργίες αλληλεγγύης πραγματοποιήθηκαν σε όλη τη χώρα.

Το βράδυ της 7ης προς 8ης Δεκέμβρη ο ΕΛΑΣ κατέλαβε τις φυλακές των παραπηγμάτων στην οδό Βουλιαγμένης. Η Καισαριανή δέχτηκε και πάλι γενικευμένη επίθεση με αεροπλάνα, όλμους, πυροβολικό και άρματα μάχης, ωστόσο αποκρούστηκε με επιτυχία από τον ΕΛΑΣ. Εκδικούμενη, η Ορεινή Ταξιαρχία, που υπέστη σοβαρές απώλειες, έβαλε φωτιά στις παράγκες του συνοικισμού. Στου Μακρυγιάννη, δυνάμεις των Βρετανών και της Χωροφυλακής, με τη συνδρομή αρμάτων μάχης, αύξησαν τις πιέσεις προκειμένου να σπάσει ο κλοιός του ΕΛΑΣ. Παράλληλα πύκνωσαν τα πυρά από το βράχο της Ακρόπολης. Η ανταπόδοση των πυρών προς την Ακρόπολη απαγορεύτηκε ρητά από τον ΕΛΑΣ, ακόμα και αν επρόκειτο για λόγους στοιχειώδους άμυνας, ώστε να μην προξενηθούν ζημιές στο μνημείο.

Στον Πειραιά σημειώθηκε ο πρώτος μαζικός κανονιοβολισμός των συνοικιών από τον βρετανικό στόλο (στους βομβαρδισμούς μετείχε και το ελληνικό πλοίο Κ40). «Ο λαός του Πειραιά», όμως, «μαζί με τον ΕΛΑΣ εξακολουθεί να είναι κύριος της πόλης του και να υπερασπίζεται με αυταπάρνηση τις ελευθερίες, από τις 2.000 οδοφράγματα που ετοίμασε. Η θρυλική Κοκκινιά σήκωσε επίσης οδοφράγματα. Σε γιορτή που οργάνωσε η ΕΠΟΝ συγκεντρώθηκε όλος ο λαός και με πρωτοφανή ενθουσιασμό έδωσε στα οδοφράγματα τα ονόματα των ηρώων της Κοκκινιάς και άλλων αρχηγών του λαϊκού αγώνα. Όλος ο πληθυσμός ορκίστηκε: ‘Λευτεριά ή Θάνατο!’»[1]

Ο αυξανόμενος αριθμός των τραυματιών μεταξύ των μαχητών αλλά και των αμάχων, πρόβαλλε την ανάγκη για την οργάνωση όλο και περισσότερων νοσοκομείων. Δεκάδες τέτοιες μονάδες δημιουργήθηκαν από τις πρώτες κιόλας ημέρες των μαχών, επανδρωμένες εθελοντικά από εκατοντάδες γιατρούς, νοσοκόμους και απλούς πολίτες, που αυτόκλητα έσπευδαν να βοηθήσουν την υπόθεση του αγώνα, καθ’ όπως μπορούσε ο καθένας, μέρα και νύχτα. Γύρω τους εκτίνονταν ένα ευρύ και καλά οργανωμένο δίκτυο τραυματιοφορέων, που με κίνδυνο τη ζωής τους και πενιχρά –συχνά αυτοσχέδια- μέσα έφεραν εις πέρας το έργο της διακομιδής των πληγωμένων. Ο εξοπλισμός των μονάδων γινόταν με ευθύνη των λαϊκών οργανώσεων, ενώ τα πάντα προέρχονταν από προσφορές. Η καθαριότητα και λειτουργία τους υπήρξε υποδειγματική.

***

[1] Ριζοσπάστης, 9/12/1944

Πηγή: «Δεκέμβρης του ’44: Κρίσιμη ταξική σύγκρουση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2014 – Αναστάσης Γκίκας, «Το χρονικό του Δεκέμβρη 1944″

Πρόσφυγες και εργατικό-κομμουνιστικό κίνημα στην Κοκκινιά του Μεσοπολέμου. Μέρος Β: Δεκαετία 1930

Η διεθνής καπιταλιστική κρίση του 1929-1933 επέδρασε σημαντικά στην ταξική αφύπνιση των εργαζομένων, προσφύγων και γηγενών, σήμανε όξυνση της ταξικής πάλης, αλλά και όξυνση της επιθετικότητας, τους αυταρχισμού και της καταστολής από τη μεριά του αστικού κράτους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν ως προς αυτό οι επισημάνσεις ενός αρθρογράφου στη τοπική εφημερίδα της Κοκκινιάς «Αναγέννησις» τον Δεκέμβρη του 1932, ο οποίος τόνισε: «Ο κοινωνικός κίνδυνος τώρα τελευταία πήρε τόσο ξεκάθαρο χαρακτήρα, με την θύελλα των ατελείωτων απεργιών, που να μην αποτελεί πια και για τους πολλούς ένα κοινωνιολογικό παραμύθι ‘η πάλη των τάξεων’. Η διαπίστωση αυτή που σε γενικές γραμμές ρύθμισε μέχρι τώρα την ιστορία της ανθρωπότητας, έχει ξεφύγει πια τα όρια μιας ψυχρής ακαδημαϊκής έρευνας. Πήρε μια μορφή ξεκάθαρη και κατέβηκε στα πεζοδρόμια των πολιτειών της πείνας και της δυστυχίας με το προσωπείον των απεργιών. Μέσα στην επίταση της παγκόσμιας κρίσης και στον οικονομικό εκφυλισμό της μικροαστικής τάξης, οι κυρίαρχοι διοργανώνοντας φοβερά την ταξική αυτοάμυνά τους προσπαθούν με την βία ν’ ανακόψουν το ορμητικό ρεύμα της πλειοψηφούσας δυστυχίας, που έφτασε αναγκαστικά στις κοινωνικές διαδηλώσεις και στις απεργίες.»

Και συνεχίζει το ίδιο δημοσίευμα: «Μένει τώρα να εξετάσουμε αν η βία είναι το ενδεδειγμένο μέσο για τη διατήρηση της κυριαρχίας από τη μειοψηφία των κεφαλαιοκρατών. Φυλακίζοντας σήμερα την απεργιακή επιτροπή των δημοσίων υπαλλήλων, σκοτώνοντας αύριο ένα φτωχό αρτεργάτη, που αγωνιζότανε για το ψωμί του, αναχαιτίζουμε ή επαυξάνουμε τον κοινωνικό κίνδυνο, που σαλεύει βαθιά τα ρεπιοθέμελά μας; Όταν η πείνα συμπληρώνεται από τον θάνατο, θα σταματήσουν τον πόλεμό τους οι κοινωνικά αδικημένοι; Ή μήπως κάθε παρανομία μας πέφτει σαν προσάναμμα στην παγκόσμια πυρκαγιά;»

Καταλήγοντας ο γραφών προειδοποιήσε: «Δε θα μπορέσουμε να στηρίξουμε μέχρι τέλους τον άδικο νόμο της υπεραξίας, της απλήρωτης δουλειάς, στα όπλα μας. Γιατί αν αυτοί, που κρατούν τα όπλα μας αρνηθούνε μια μέρα τις υπηρεσίες τους διαπιστώνοντας πως πυροβολώντας για ξένα συμφέροντα αυτοκτονούν οι ίδιοι, θα έχουμε χάσει κιόλας το παιχνίδι.»[i]

Όσο λοιπόν η ταξική πάλη οξύνονταν τόσο οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων πύκνωναν σε μαζικότητα, μαχητικότητα και αριθμό. Το καλοκαίρι του 1933 οι εργάτριες στην κλωστοϋφαντουργία της Κοκκινιάς πραγματοποίησαν μια από τις μεγαλύτερες σε διάρκεια απεργίες της μεσοπολεμικής περιόδου, η οποία κράτησε 27 ολόκληρες μέρες. Ο Ριζοσπάστης κατέγραψε τις προσπάθειες των εργοδοτών και των αστυνομικών αρχών να σπάσουν την απεργία. Έτσι, μαθαίνουμε πως την 23η μέρα της απεργίας «μονάχα καμιά 50ρια απεργοσπάστριες στρατολόγησαν οι εργοδότες κουβαλώντας τις με αυτοκίνητα από τις συνοικίες υπό την προστασία της αστυνομίας.» Οι απεργοί όμως, αποφασισμένοι να περιφρουρήσουν την απεργία τους, δεν έμειναν αμέτοχοι σε αυτές τις παρεμβάσεις. Σύντομα ξέσπασαν συμπλοκές στους δρόμους της Κοκκινιάς μεταξύ των εργατών και των αστυνομικών αρχών που είχαν αναλάβει τη μεταφορά των απεργοσπαστών στους χώρους δουλειάς. Πολλοί εργάτες-απεργοί συνελήφθησαν, για να απελευθερωθούν άμεσα με την αστραπιαία και αποφασιστική επέμβαση των συναδέλφων τους. Η απεργία έληξε τελικά νικηφόρα, με τους εργαζόμενους να αποσπούν αύξηση 10% στους μισθούς και τη δέσμευση του αρμόδιου Υπουργού για κατάπαυση της τρομοκρατίας στα εργοστάσια, την κατάργηση των προστίμων και την εφαρμογή του οκταώρου.[ii]

Η πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος απέχτησε σταδιακά ευρύτερη απήχηση στις νεώτερες γενιές των προσφύγων, οι οποίες, σε συνθήκες έντασης της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και όξυνσης της ταξικής πάλης, εμφανίζονταν όλο και πιο πρόθυμες να συμμετάσχουν ενεργά στους εργατικούς και πολιτικούς αγώνες. Ο νεανικός ενθουσιασμός σε συνδυασμό με τη ριζοσπαστική πολιτική του ΚΚΕ δημιούργησε ρήγμα στο κρατούν κλίμα απάθειας και ηττοπάθειας, που έδρασε τόσο περιοριστικά-ανασταλτικά στη δραστηριοποίηση των παλαιότερων γενεών. Η τάση της νεολαίας για αμφισβήτηση βρήκε στη θεωρεία και πράξη του ΚΚΕ νέα έκφραση και περιεχόμενο.

Σε σημαντικό πεδίο ριζοσπαστικοποίησης και επαφής των νέων με τις σοσιαλιστικές ιδέες αναδείχθηκαν μεσοπολεμικά οι προσφυγικοί αθλητικοί σύλλογοι. Το Κομμουνιστικό Κόμμα εντόπισε από νωρίς το ταξικό περιεχόμενο και διαπαιδαγωγητική αξία του εργατικού-λαϊκού αθλητισμού, στηρίζοντας με επιτυχία την ανάπτυξή και μαζικοποίησή του, τόσο σε επίπεδο κοινότητας όσο και πανελλαδικά.

Ένας πρόσφυγας ανέφερε σχετικά με τον αναπτυσσόμενο εργατικό-λαϊκό αθλητισμό: «Εκείνη την εποχή δεν είχανε οι νέοι άλλο να ασχοληθούνε και το ποδόσφαιρο και γενικότερα ο αθλητισμός…είχε πραγματικά μια τεράστια απόδοση…» Δεν ήταν λίγες οι φορές όπου τα γήπεδα μεταμορφώνονταν σε χώρους πολιτικών ζυμώσεων: «Μέχρι που να κηρυχτεί η 4η Αυγούστου, η δικτατορία, στη Κοκκινιά γίνονται διάφορες πεταχτές εκδηλώσεις…Θυμάμαι τότε έπαιζα μπάλα…Με τη λήξη του αγώνα ανέβαινε σε ένα κάρο ένας ομιλητής, έλεγε πέντε λέξεις δέκα, πετάγανε προκηρύξεις…» και ούτω καθεξής. Ακολούθως, πολλοί αθλητικοί σύλλογοι στην Κοκκινιά μετατράπηκαν προοδευτικά σε ζωντανούς, μαζικούς τόπους διάδοσης ιδεών.[iii]

 

Πολλοί αγωνιστές οδηγήθηκαν ενώπιον δικαστηρίου ως συνέπεια των διώξεων. Ωστόσο, το γεγονός αυτό απέφερε πολλάκις τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα (από τους διώκτες τους) αποτελέσματα, με τη δικαστική αίθουσα να μεταμορφώνεται σε λαϊκή πλατφόρμα, σε καταγγελτικό βήμα, από το οποίο οι κομμουνιστές εξέθεταν και υπεράσπιζαν τις ιδέες και τις πράξεις τους. Με τη στάση τους κατάφεραν να κερδίσουν το σεβασμό μεγάλης μερίδας των εργαζομένων. Διωκόμενοι κατά κανόνα για την συνδικαλιστική τους δράση παρουσιάζονταν από το ίδιο σύστημα που τους δίκαζε ως εκπρόσωποι-υπέρμαχοι των εργατικών δικαίων. Από το εδώλιο του κατηγορουμένου οι κομμουνιστές γίνονταν κατήγοροι της κρατικής και εργοδοτικής αυθαιρεσίας, της κοινωνικής αδικίας και εκμετάλλευσης, των δεινών στα οποία είχε καταδικάσει τους εργαζόμενους και τα φτωχά λαϊκά στρώματα το αστικό πολιτικοοικονομικό σύστημα. Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη μαρτυρία:

«Θυμάμαι συγκεκριμένα το εξής. Κυριακή γινότανε διάλεξη στη πλατεία του Αγ. Νικολάου…τα 3 Ε [σ.σ. η εθνικιστική-φασιστική οργάνωση Εθνική Ένωσις Ελλάς] με ομιλητή τον Γιάνναρο που ήταν και αρχηγός τους…καθαρώς φασιστικής νοοτροπίας, φασιστικής αντίληψης, φασιστικής επιδίωξης και τα λοιπά. Κατεβαίνει στη Κοκκινιά να κάνει διάλεξη. Εκεί μπαίνει μια ομάδα από 2-3 ανθρώπους…να βάλουνε ερωτήματα. Αποτέλεσμα, όχι μόνο δεν απάντησαν, εδημιούργησαν επεισόδια, έδειραν τους ανθρώπους και η αστυνομία αντί να συλλάβει αυτούς, οι οποίοι δημιούργησαν τα επεισόδια, φόρτωσε την όλη ιστορία στους αγωνιστές οι οποίοι την επομένη εκδικαζόντουσαν…στο αυτόφωρο του Πειραιά. Εκεί που δούλευα έρχεται η γυναίκα του Μήτσου του Νικολαΐδη, συνωνυμία είναι…και θέλει κάποιος να την συνοδέψει να πάει στο δικαστήριο. Ο πιο μικρός ήμουν εγώ και είπα να πάω εγώ αφού δε πάει κανένας άλλος. Και τότε είδα να δικάζονται πέρα από το Γιώργη τον Νικολαΐδη, πέρα από τον Αναστάση τον Κεχαγιά, πέρα από τον Βαρδαξόγλου, τον Μήτσο τον Νικολαΐδη, και 3-4 άλλους…Θυμάμαι το εξής χαρακτηριστικό το οποίο μου έμεινε από τότε μέσα στη σκέψη μου. Λέει ο πρόεδρος του δικαστηρίου στο Γιώργη τον Νικολαΐδη ‘εσείς τι επιδιώκετε?’ Και απαντάει ο Γιώργης ο Νικολαΐδης ‘απλούστατα’ λέει ‘κύριε πρόεδρε, αυτό το τραπέζι που είναι μπροστά σας να το γυρίσουμε ανάποδα.’ Το σύστημα εννοούσε…»[iv] Στην ερώτηση «ποια ήτανε η επίδραση των κομμουνιστών;» ένας πρόσφυγας τόνισε: «Τους θαυμάζανε για την αυτοθυσία τους.»[v]

Και ενώ οι πιέσεις που δέχονταν το ΚΚΕ ως αποτέλεσμα της διαπάλης εντός και εκτός των γραμμών του εξασθένησαν κατά το δεύτερο μισό της μεσοπολεμικής περιόδου, η επιθετικότητα της άρχουσας τάξης, είτε μέσω των «επίσημων» μηχανισμών καταστολής της, είτε μέσω των διαφόρων φασιστικών-παρακρατικών οργανώσεων, παρουσίασε έξαρση. Οι κομματικές συγκεντρώσεις και συνελεύσεις που πραγματοποιούνταν σε δημόσιους χώρους παρακολουθούνταν τακτικά από τις αστυνομικές αρχές, οι οποίες διεξήγαν σωματικές έρευνες και συνέλλεγαν πληροφορίες για την ταυτότητα και τους λόγους συμμετοχής των παρευρισκομένων.[vi] Πρόσφυγες, για τους οποίους υπήρχε ακόμα και η παραμικρή υποψία ότι διατηρούσαν δεσμούς ή συμπάθειες προς το Κομμουνιστικό Κόμμα, υπόκειντο σε πιέσεις, εκβιασμούς, τους δημιουργούσαν ποικίλα προβλήματα. Όπως π.χ. στην περίπτωση μιας χήρας πρόσφυγα, της οποίας η αίτηση στο Υπουργείο Πρόνοιας για στέγαση απερρίφθη με την αιτιολογία πως «αυτή είναι κομμουνίστρια και έχει γιους μπολσεβίκους.»[vii]

Πληθώρα περιστατικών βίας και τρομοκρατίας καταγράφηκαν στον συνοικισμό της Κοκκινιάς και καταγγέλθηκαν μέσα από τις στήλες του Ριζοσπάστη. Παραθέτουμε ενδεικτικά ορισμένα από αυτά:

Στις 22/8/1933: «Την περασμένη Πέμπτη τέσσερις χαφιέδες με επικεφαλή τον [τάδε] πήγαν στην Κοκκινιά και κάνανε έρευνα σε σπίτια διαφόρων εργατών και επαγγελματιών. Στο κουρείο του [τάδε] κάνανε έρευνα και επειδή βρήκαν το περιοδικό ‘Κοινωνική Αλληλεγγύη’ και ένα Ριζοσπάστη τον δείρανε μέσα στο μαγαζί του και του είπανε να περάσει από την ασφάλεια. Ο χαφιές [τάδε] του έκανε πρόταση να κλείσει το μαγαζί και να του ανοίξουν άλλο και να του δίνουν 400δρχ τη βδομάδα για να καταδίδει τους κομμουνιστές και κάθε κίνηση που γίνεται στη συνοικία.»[viii]

Στις 17/9/1934: «Τη μέρα που βγήκε το παράρτημα του Ριζοσπάστη, εδώ οι αστυφύλακες έπιασαν ένα πουλητή στην Κοκκινιά και τον κράτησαν 3 μέρες στην ασφάλεια χωρίς καμιά δικαιολογία. Εκεί μέσα τον έδειραν τρεις φορές και τον τρομοκρατούσαν για να μαρτυρήσει κι άλλους εργάτες [τον εκβιάζαν] ότι θα τον διώξουν στην Αρμενία…Γενικά οι χαφιέδες έχουν αποθρασυνθεί. Γυρνούν στα σπίτια και στα μαγαζιά και κάνουν έρευνες. Επίσης γυρνάν στα Αρμενέϊκα δήθεν ότι ζητούν κάποιο λιποτάκτη, στην πραγματικότητα όμως για να παρακολουθούν τους εργάτες.»[ix]

Στις 2/6/1936: «Οι κάτοικοι της Παλαιάς Κοκκινιάς διαμαρτύρονται έντονα γιατί η Ασφάλεια του Πειραιά κάνει συχνά επιδρομές στον συνοικισμό τους και πιάνει τους εργάτες και νεολαίους που διαβάζουν επαναστατικό Τύπο. Έτσι την περασμένη βδομάδα πιάσανε ένα νεολαίο που διάβαζε ‘Νεολαία’ [σ.σ.: την εφημερίδα της ΟΚΝΕ] και αφού τον τράβηξαν στο τμήμα, τον χτύπησαν άγρια και τον απείλησαν με εκτόπιση…Κατάσχεσαν δε και τα φύλλα του συνεργείου.»[x]

Οι διώξεις σε βάρος των προσφύγων, μελών και υποστηρικτών του Κομμουνιστικού Κόμματος, είχαν ως αποτέλεσμα τη περαιτέρω ενδυνάμωση των δεσμών αλληλεγγύης στον συνοικισμό, όπου όλο και περισσότεροι –ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων- άρχισαν να βλέπουν τους κομμουνιστές με συμπάθεια, ως μια δύναμη αντίστασης και υπεράσπισης των δικαίων τους.

Παρά τις επιθέσεις και το κύμα καταστολής, το Κομμουνιστικό Κόμμα διέγραψε σταθερή ανοδική τροχιά στους πρόσφυγες της Κοκκινιάς και γενικότερα. Οι κομματικές δυνάμεις στους συνοικισμούς πρωτοστάτησαν στη συγκρότηση επιτροπών αγώνα, που αναδείχθηκαν μέσα από συνοικιακές συνελεύσεις, οργανώνοντας και συντονίζοντας την πάλη εναντίον των υπέρογκων ενοικίων, των προσφυγικών χρεών, των εξώσεων και ούτω καθεξής.[xi] Κάνοντας έναν απολογισμό της δράσης του Ενιαίου Μετώπου στην Κοκκινιά, ο υποψήφιος δήμαρχος του ΚΚΕ Γ. Νικολαΐδης, έγραψε σε άρθρο του στον Ριζοσπάστη: «οι οπαδοί του Ενιαίου Μετώπου Εργατών-Αγροτών οργάνωσαν την Παμπροσφυγική Ένωση και με τις επιτροπές τετραγώνων ματαίωσαν δεκάδες εξώσεων, τοποθέτησαν ορφανά, απέσπασαν βοήθειες για άρρωστες οικογένειες, υποστήριξαν χήρες και με επικεφαλής τον κόκκινο βουλευτή [τους]…διεκδίκησαν από το Υπουργείο την ύδρευση της Κοκκινιάς.» Τα αιτήματα του Ενιαίου Μετώπου για τους πρόσφυγες περιελάμβαναν: επιδόματα και συσσίτια για τους ανέργους, ματαίωση των εξώσεων, σβήσιμο των χρεών, ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη, καλύτερη ύδρευση, αυξημένα μεροκάματα για τους εργάτες, φτηνό ψωμί, αμνηστία για τους καταδικασθέντες συνδικαλιστές και αγωνιστές, κ.α. Ταυτόχρονα, καλούσε σε πάλη ενάντια στον φασισμό και τον πόλεμο.[xii]

Η άνοδος αυτή αποτυπώθηκε εν μέρει και στα εκλογικά αποτελέσματα, που κατέγραψε το ΚΚΕ την περίοδο που εξετάζουμε. Και λέμε εν μέρει, γιατί όπως αναφέραμε και πρωτύτερα σχετικά με την εκλογική διαδικασία, η αλλοίωση της ψήφου ήταν τέτοιας έκτασης, ώστε σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν ακριβής ή αξιόπιστη αποτύπωση της δύναμης-απήχησης των κομμάτων και ιδίως του ΚΚΕ.

Τα ποσοστά του Κομμουνιστικού Κόμματος στην Κοκκινιά (και γενικά στους πρόσφυγες) ξεκίνησαν από ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. Το 1926 ήταν μόλις 1,5%, για να φτάσουν δύο χρόνια αργότερα στο εκλογικό ναδίρ του Μεσοπολέμου: 0,7%. Ωστόσο, στις εκλογές του 1932 το ΚΚΕ εμφανίστηκε σημαντικά ενισχυμένο λαμβάνοντας το 6,8% των ψήφων στον συνοικισμό (αρκετά πάνω από τον εθνικό μέσο όρο: 4,97%). Το 1934 θα διπλασιάσει σχεδόν την εκλογική του δύναμη πετυχαίνοντας το υψηλότερο ποσοστό της περιόδου: 11,2%.

Παραμονές της Μεταξικής δικτατορίας τον Αύγουστο του 1936, το Κομμουνιστικό Κόμμα θα αναδειχθεί εκλογικά σε δεύτερη πολιτική δύναμη στην Κοκκινιά μετά το κόμμα των Φιλελευθέρων, έχοντας καταφέρει σε ένα χρονικό διάστημα μόλις τεσσάρων ετών (δηλαδή από το 1931 ως το 1935) να τριπλασιάσει σχεδόν τις ψήφους του στον συνοικισμό.[xiii]

Η αυξανόμενη επιρροή και απήχηση του ΚΚΕ στη Κοκκινιά εκφράστηκε και μέσα από τη κυκλοφορία του Ριζοσπάστη. Τον Σεπτέμβρη-Οκτώβρη 1933 το συνεργείο του Ριζοσπάστη στην Κοκκινιά ήρθε δεύτερο στην άμιλλα του Πειραιά. Σύντομα όμως θα περνούσε στην πρώτη θέση και μάλιστα με σημαντική διαφορά από τις υπόλοιπες οργανώσεις της πόλης. Το 1934, σχεδόν το ένα τρίτο του συνόλου των φύλλων που διακινούνταν στον Πειραιά αφορούσαν την Κοκκινιά.[xiv]

Οδεύοντας προς την 4η Αυγούστου 1936, τα σωματεία που υιοθετούσαν την πολιτική του Ενιαίου Μετώπου άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Εργατικές ενώσεις, που για διάφορους λόγους στο παρελθόν ελέγχονταν, συστρατεύονταν ή προσανατολίζονταν προς τον κρατικά ενσωματωμένο (ρεφορμιστικό) συνδικαλισμό, αποφάσιζαν η μία μετά την άλλη να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τα ταξικά συνδικάτα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στα πλαίσια του εργατικού κινήματος του Πειραιά και της Κοκκινιάς υπήρξε το σωματείο των καπνεργατών «Αναγέννηση», που το Μάη του 1936, σε συνέλευση στην οποία πήρε μέρος το σύνολο σχεδόν των εργαζομένων, αποφάσισε τη διάλυση και προσχώρηση των μελών του στο ενιαίο ταξικό καπνεργατικό σωματείο η «Αγάπη».[xv] Δύο μήνες πριν τη δικτατορία Μεταξά, το ενιαίο αντιφασιστικό μέτωπο κατέγραφε αξιοσημείωτη δυναμική.

Αναμφίβολα, τα γεγονότα του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη αποτέλεσαν ορόσημο στην ιστορία του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος της χώρας μας. Ο αντίκτυπος που είχαν στις προσφυγικές εργατοσυνοικίες του Πειραιά ήταν μεγάλος. Ένας πρόσφυγας, αυτόπτης μάρτυρας των όσων εξελίχθηκαν στη Κοκκινιά, αναφέρει στη μαρτυρία του: «Την άλλη ημέρα μετά τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, στις 9 του Μάη του 1936 έγινε μια αυθόρμητη διαδήλωση από τα ‘Γερμανικά’ και με αξιοθαύμαστη μαχητικότητα κατέβηκε μέχρι τη πλατεία του Αγ. Νικολάου. Εκεί η αστυνομία χτύπησε με κλομπ και πιστόλια, αιματοκυλώντας το λαό της Κοκκινιάς. Ύστερα από μια βδομάδα κηρύχτηκε η απεργία σε Αθήνα και Πειραιά εις ένδειξη αλληλεγγύης για τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης. Στη πλατεία του Αγ. Νικολάου έγινε η μεγαλύτερη συγκέντρωση όλου του Πειραιά. Χιλιάδες κόσμου είχαν πλημμυρίσει τη πλατεία και τους γύρω δρόμους…Εκείνη την ημέρα η αστυνομία της Κοκκινιάς είχε κρυφτεί μέσα στο τμήμα…Όμως δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Πήρε τηλέφωνο να σταλεί στρατός και να διαλυθεί η συγκέντρωση…οι φαντάροι αντί για να κάνουν αυτό που τους έστειλαν ενώθηκαν με τους εργάτες και με το λαό…»[xvi]

Ο Ριζοσπάστης κατέγραψε τα γεγονότα. Η συγκέντρωση διαμαρτυρίας για το ματοκύλισμα των απεργών της Θεσσαλονίκης μετεξελίχθηκε γρήγορα σε μαζική πορεία προς τον Πειραιά άνω των 10.000 εργαζομένων, οι οποίοι φώναζαν συνεχώς «εκδίκηση, εκδίκηση». Η διαδήλωση δέχθηκε βίαιη επίθεση και πυρά από τις αρχές με αποτέλεσμα τον τραυματισμό περίπου δέκα ατόμων. Η εφημερίδα έκανε λόγο για πραγματικές οδομαχίες, με τα μαγαζιά να κλείνουν και τις καμπάνες των εκκλησιών να «καλούν τους κατοίκους της Κοκκινιάς σε συναγερμό.» Πάνω από 20.000 λαού ξεχύθηκαν στους δρόμους. Σύμφωνα με τον Ριζοσπάστη επρόκειτο για τη μεγαλύτερη κινητοποίηση που είχε γίνει ποτέ -έως τότε- στην Κοκκινιά![xvii]

Λίγες εβδομάδες πριν τη δικτατορία, το απεργιακό κίνημα στον Πειραιά είχε φτάσει πλέον στο αποκορύφωμά του, αγκαλιάζοντας το σύνολο σχεδόν της εργατικής τάξης της πόλης. Στις μεγάλες κινητοποιήσεις του Μάη «δεν απήργησαν περί τους 1.500 υφαντουργούς από τις 6.000 και πάνω που υπάρχουν, οι εργάτες λιπασμάτων του Κανελλόπουλου, που από την προηγούμενη το βράδυ τους έκλεισε μέσα και τους έδωκε κρεβάτια να κοιμηθούν, και μικρός αριθμός ιδιωτικών υπαλλήλων. Όλοι οι άλλοι κλάδοι πήραν μέρος 100%.» Ο αριθμός των απεργών υπολογίζονταν σε πάνω από 70.000. Στην Κοκκινιά η απεργία σημείωσε επιτυχία 100% σε όλους τους κλάδους, ενώ στο συλλαλητήριο, που πραγματοποιήθηκε με κεντρικό ομιλητή τον υποψήφιο δήμαρχο του Παλλαϊκού Μετώπου για την Κοκκινιά Γ. Νικολαΐδη, μετείχαν σύμφωνα με τον Ριζοσπάστη 25.000 περίπου πρόσφυγες.[xviii]

Το Κομμουνιστικό Κόμμα προσέδωσε διπλό περιεχόμενο και χαρακτήρα σε αυτές τις κινητοποιήσεις: της εργατικής-ταξικής αλληλεγγύης από τη μια και του αντιφασιστικού αγώνα μέσω του αναπτυσσόμενου παλλαϊκού μετώπου από την άλλη. Για πρώτη φορά η συμμετοχή στις συγκεντρώσεις που καλούσε το ΚΚΕ μετρούνταν, όχι σε δεκάδες ή εκατοντάδες όπως στο παρελθόν, αλλά σε χιλιάδες, αντανακλώντας κατ’ αυτό τον τρόπο και σε πραγματικούς αριθμούς την ανοδική πορεία του Κόμματος, την απήχηση της πολιτικής του σε όλο και ευρύτερες μάζες προσφύγων και ντόπιων εργαζομένων.

Στις 4 Αυγούστου 1936 ο Ι. Μεταξάς κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο επιβάλλοντας δικτατορικό-φασιστικό καθεστώς. Παρότι οι προσπάθειες του ΚΚΕ για συγκρότηση ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου σε συνεννόηση με ορισμένα λεγόμενα «δημοκρατικά» αστικά κόμματα (όπως των Φιλελευθέρων) δεν ευδοκίμησε τελικά εξαιτίας των τελευταίων, τα πρώτα θεμέλια του αντιφασιστικού αγώνα είχαν τεθεί γερά στην συνείδηση του λαού της Κοκκινιάς και του ελληνικού λαού γενικότερα. Μέσα από τη δημιουργία μιας σειράς αντιφασιστικών οργανώσεων στις συνοικίες, στα εργοστάσια, τους χώρους όπου σύχναζε και δραστηριοποιούταν η νεολαία, όπως αθλητικοί, πολιτιστικοί και φυσιολατρικοί σύλλογοι, οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες, μαζί με τον βαθύτατα δημοκρατικό λαό της Κοκκινιάς αποτέλεσαν το προζύμι γι’ αυτό που στο άμεσο μέλλον θα έμενε στην Ιστορία ως «το έπος της Εθνικής Αντίστασης».

Εν κατακλείδι, το αντιφασιστικό-αντιστασιακό κίνημα που αναπτύχθηκε στην Κοκκινιά την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δεν εμφανίστηκε ξαφνικά από το πουθενά και το τίποτα. Δεν ήταν το αποτέλεσμα κάποιας «παρθενογένεσης», άλλα συγκεκριμένων μακρόχρονων πολιτικοκοινωνικών ζυμώσεων και αγώνων. Εάν η περίοδος της Κατοχής και της Αντίστασης υπήρξε η εποχή όπου άνθισαν οι αγώνες του προοδευτικού κινήματος στην Κοκκινιά, η περίοδος του Μεσοπολέμου ήταν η εποχή της σποράς και της επίπονης πρώιμης ανάπτυξής του.

 


[i] Αναγέννησις 11/12/1932. Η εφημερίδα αυτοπροσδιορίζεται ως «ανεξάρτητος πολιτική, οικονομική και φιλολογική εφημερίς».

[ii] Ριζοσπάστης 15/7/1933 και 18/7/1933

[iii] Συνέντευξη, κασέτα «Προ της 4ης Αυγούστου-Μαρτυρία Κότη Κεχαγιά», στο Ηχογραφημένο Αρχείο ΠΕΑΕΑ Κοκκινιάς και ΚΟ Κοκκινιάς (Αρχείο ΚΚΕ)

[iv] Συνέντευξη, κασέτα «Προ της 4ης Αυγούστου-Μαρτυρία Κότη Κεχαγιά», στο Ηχογραφημένο Αρχείο ΠΕΑΕΑ Κοκκινιάς και ΚΟ Κοκκινιάς (Αρχείο ΚΚΕ)

[v] Συνέντευξη, κασέτα «Προ της 4ης Αυγούστου», στο Ηχογραφημένο Αρχείο ΠΕΑΕΑ Κοκκινιάς και ΚΟ Κοκκινιάς (Αρχείο ΚΚΕ)

[vi] Δες για παράδειγμα Βιογραφικό Σημείωμα 354, Φάκελος με βιογραφικά αγωνιστών (301-500), στο Αρχείο Κέντρου Μελέτης Ιστορίας Εθνικής Αντίστασης (ΚΜΙΕΑ)

[vii] Ριζοσπάστης 11/6/1930

[viii] Ριζοσπάστης 22/8/1933

[ix] Ριζοσπάστης 17/9/1934

[x] Ριζοσπάστης 2/6/1936

[xi] Ριζοσπάστης 18/10/1930 και 10/8/1930

[xii] Ριζοσπάστης 9/2/1934

[xiii] Ριζοσπάστης 12/6/1935

[xiv] Ριζοσπάστης 3/1/1934

[xv] Ριζοσπάστης 22/5/1936

[xvi] Συνέντευξη, κασέτα «4η Αυγούστου κλπ.», στο Ηχογραφημένο Αρχείο ΠΕΑΕΑ Κοκκινιάς και ΚΟ Κοκκινιάς (Αρχείο ΚΚΕ)

[xvii] Ριζοσπάστης 11/5/1936

[xviii] Ριζοσπάστης 14/5/1936

*Το κείμενο είναι από παρουσίαση του βιβλίου «Ρήξη και Ενσωμάτωση» του Α. Γκίκα, που πραγματοποιήθηκε στις 13 Μαΐου στον πολιτιστικό πολυχώρο «Μάνος Λοΐζος» στη Νίκαια

Βλέπε επίσης:

Πρόσφυγες και εργατικό-κομμουνιστικό κίνημα στην Κοκκινιά του Μεσοπολέμου. Μέρος Α: Δεκαετία 1920

Βιβλίο: “Ρήξη και Ενσωμάτωση. Συμβολή στην Ιστορία του εργατικού-κομμουνιστικού κινήματος του Μεσοπολέμου, 1918-1936″