Ε. Τέλμαν: «Τα διδάγματα της εξέγερσης του Αμβούργου» (1925)

Στη μέση και προς τα αριστερά ο ηγέτης του γερμανικού προλεταριάτου Ερνστ Τέλμαν

Στη μέση και προς τα αριστερά ο ηγέτης του γερμανικού προλεταριάτου Ερνστ Τέλμαν

Σαν σήμερα πριν δύο χρόνια, στις 23 Οκτώβρη 1923, το Αμβούργο εξεγέρθηκε. Παρακινούμενο από την εξαθλίωση της περιόδου του πληθωρισμού1, εξωθημένο από την ανήκουστη ανέχεια των εργαζόμενων μαζών, εμπνευσμένο από το πνεύμα του μπολσεβικισμού, το καλύτερο, το πιο επαναστατικό τμήμα της εργατιάς του Αμβούργου πήρε τα όπλα και ξεκίνησε τον αγώνα ενάντια στους καπιταλιστές καταπιεστές.

Δύο χρόνια πέρασαν από την 23η Οκτώβρη 1923. Πολλά άλλαξαν εν τω μεταξύ τόσο στη Γερμανία όσο και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Εμείς, οι κομμουνιστές, ηττηθήκαμε και μαζί με εμάς ηττήθηκε ολόκληρη η γερμανική εργατιά. Η σταθεροποίηση της αστικής Γερμανίας επιτεύχθηκε σ’ έναν ορισμένο, αν και περιορισμένο βαθμό. Δημιουργήθηκαν νέες ελπίδες στην αστική τάξη. Το προλεταριάτο βίωσε ένα χρόνο απογοήτευσης και υποχώρησης. Αν σήμερα μνημονεύουμε τις οδομαχίες του Αμβούργου που έλαβαν χώρα πριν δύο χρόνια, αυτό δεν το κάνουμε παρακινούμενοι απλώς από το γεγονός ότι το ημερολόγιο δείχνει και πάλι 23 Οκτώβρη. Για τους κομμουνιστές και για το ταξικά συνειδητοποιημένο τμήμα του προλεταριάτου οι επέτειοι δεν είναι απλά μέρες μνήμης, αλλά χαράσσουν κατευθύνσεις για την ταξική πάλη, αποτελούν καθοδήγηση για τη δράση. Ιδιαίτερα η πολιτική κατάσταση, στην οποία βρισκόμαστε σήμερα, μας θέτει το επιτακτικό καθήκον να κατανοήσουμε με σαφήνεια την ιστορική σημασία και τα διδάγματα της εξέγερσης του Αμβούργου.

Ποιες ήταν οι αιτίες του αγώνα του Αμβούργου; Ηταν μόνο η προπαγάνδα των κομμουνιστών, ήταν οι αποφάσεις παράνομων μυστικών οργάνων, όπως ισχυρίζονται τα αστικά δικαστήρια; Οχι! Οι αιτίες είναι βαθύτερες. Η εξέγερση δεν ξεπήδησε ούτε από την τυφλή τύχη, ούτε από την ελεύθερη βούληση μερικών συνωμοτών. Η εξέγερση του Αμβούργου ξεπήδησε από την επαναστατική κατάσταση του φθινοπώρου του 1923.

Το φθινόπωρο του 1923 έφερε τη βαθιά κρίση της αστικής τάξης, την κρίση που αγκάλιασε ολόκληρη τη Γερμανία, όλες τις τάξεις και τα στρώματα του πληθυσμού. Ο ιμπεριαλισμός της Αντάντ ολοκλήρωσε την καταστροφική του εργασία. Ο πόλεμος της περιοχής του Ρουρ που κράτησε δέκα μήνες χάθηκε για τη γερμανική αστική τάξη. Το νόμισμα, το μάρκο, το οποίο όταν ανέλαβε η κυβέρνηση Κούνο ήταν στα 8.0002, ανήλθε αργότερα στο ένα τρισεκατομμύριο. Οι εργάτες δεν μπορούσαν ν’ αγοράσουν τίποτα με τους μισθούς τους. Ακόμα και «οι πιο πιστοί υπηρέτες του κράτους», οι υπάλληλοι, άρχισαν να επαναστατούν. Τα μεσαία στρώματα καταστράφηκαν. Το φάντασμα της πείνας περιπλανιόταν στη Γερμανία. Οι κυβερνήσεις της αστικής τάξης ήταν ανήμπορες απέναντι στη διάλυση.

Ο Στρέσεμαν3, ο υπουργός Εξωτερικών εκείνης της εποχής, διακήρυττε μετά από τις απεργίες Κούνο4 «ότι η κυβέρνησή του θα ήταν η τελευταία αστική κυβέρνηση στη Γερμανία».

Ηδη την άνοιξη του 1923 ξέσπασαν στην περιοχή του Ρουρ και της Ανω Σιλεσίας απεργιακά κινήματα. Νέα κύματα της ταξικής πάλης αναπτύχθηκαν σε ολόκληρη τη Γερμανία. Οι εργάτες δεν αγωνίζονταν ακόμα για την εξουσία, αλλά για τις πιο επιτακτικές καθημερινές τους ανάγκες, για την καταπολέμηση της πιο οξυμένης ανέχειας. Ο αγώνας διεξαγόταν ακόμα με «ειρηνικές» μορφές. Ενώ οι δεξιοί σοσιαλδημοκράτες, οι Σόλμαν5 και Σέβερινγκ6, είχαν έρθει ήδη σε συνεννόηση με τους στρατηγούς της Ράιχσβερ7 και εξοπλίζονταν για την αιματηρή κατάπνιξη του προλεταριάτου, οι «αριστεροί» σοσιαλδημοκράτες έκαναν τα πάντα για να καταστήσουν την εργατιά ανίκανη ν’ αμυνθεί, για να την εμποδίσουν να διεξάγει πάλη για την εξουσία, για να την κοροϊδέψουν με διάφορες φράσεις, για να την περιορίσουν στις «ειρηνικές», κοινοβουλευτικές μορφές πάλης της προπολεμικής περιόδου. Αλλά η λογική των πέντε επαναστατικών χρόνων ήταν ισχυρότερη από την προστυχιά των δεξιών και τη δειλία των «αριστερών» σοσιαλδημοκρατών ηγετών.

Η σπίθα του εμφύλιου πολέμου στη Γερμανία ξεπήδησε από τη στιγμή της ανατροπής της κυβέρνησης Κούνο. Ηδη πριν την ανατροπή αυτή είχαν γίνει ανταλλαγές πυρών στο Ρουρ, το Ανόβερο, την Ανω Σιλεσία, τη Βαυαρία και σε άλλα μέρη της Γερμανίας. Τώρα ήταν σε όλους καθαρό ότι μια ειρηνική διευθέτηση των ζητημάτων δεν ήταν πια δυνατή. Η αμείλικτη, βίαιη πάλη με όρους τάξης απέναντι σε τάξη έγινε αναπόφευκτη. Οι απεργίες κατέληγαν σε συγκρούσεις, οι διαδηλώσεις σ’ αιματηρές μικρές μάχες ανάμεσα στους εργάτες και την αστυνομία σε μια ντουζίνα γερμανικές πόλεις. Εφτασε η στιγμή κατά την οποία αποδείχτηκε, όπως έλεγε ο Λένιν στα «Διδάγματα από την εξέγερση της Μόσχας» του έτους 1906, «ότι η γενική απεργία, σαν αυτοτελής και κύρια μορφή πάλης, έχει ξεπεραστεί, ότι το κίνημα ξεφεύγει με αυθόρμητη, ακράτητη δύναμη απ’ αυτά τα στενά πλαίσια και γεννά μια ανώτερη μορφή πάλης, την εξέγερση»8.

Ακριβώς αυτήν τη στιγμή προσεγγίζαμε με τρομακτική ταχύτητα τον Οκτώβρη του 1923. Μπροστά μας είχαμε μια άμεση επαναστατική κατάσταση. Πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις για τη νίκη της εργατικής τάξης, εκτός από μία: την ύπαρξη ενός ξεκάθαρου κομμουνιστικού κόμματος με σιδερένια συνοχή και αδιάλυτους δεσμούς με τις πιο πλατιές μάζες, ενός κόμματος αποφασισμένου και ικανού να ενώσει την αυθόρμητη πάλη των εργατικών μαζών, να την οργανώσει και να την καθοδηγήσει.

Την κρίσιμη στιγμή η καθοδήγηση του Κόμματός μας απέτυχε. Η είσοδος κομμουνιστών ηγετών από κοινού με τους «αριστερούς» σοσιαλδημοκράτες στην κυβέρνηση της Σαξονίας θα ήταν σωστή μόνο αν εξυπηρετούσε έναν μοναδικό στόχο: την οργάνωση της επανάστασης, το κίνημα των μαζών, την ανάληψη της πάλης σε ολόκληρη τη Γερμανία.

Ακριβώς αυτόν το στόχο έχασε από τα μάτια της η τότε ηγεσία του Κόμματος. Οι ηγέτες μας αξιοποίησαν τις θέσεις τους στη σαξονική κυβέρνηση όχι προς όφελος της εξαπόλυσης της επίθεσης, αλλά προς όφελος της αποτροπής της σύγκρουσης. Πολιτική συνασπισμού δεν ήταν η είσοδος στη σαξονική κυβέρνηση, αλλά ότι αφέθηκαν σε αυτήν την κυβέρνηση να ξεγελαστούν και να καθοδηγηθούν, αντί αυτοί να καθοδηγήσουν τις εργατικές μάζες ενάντια στην κυβέρνηση του Ράιχ.

Ξέχασαν ότι το κίνημα έπρεπε να περάσει «σε μια ανώτερη μορφή πάλης». Περιορίστηκαν σε «στενά πλαίσια», προσπάθησαν μάλιστα επιπλέον να «στενέψουν» ακόμα περισσότερο τα ήδη στενά πλαίσια. Εδωσαν την εντολή να σταματήσουν τα απεργιακά κινήματα που βρίσκονταν σ’ εξέλιξη, επειδή «η αποφασιστική μάχη βρίσκεται μπροστά μας».

Το Κόμμα μας ως σύνολο ήταν ακόμα πολύ ανώριμο για να εμποδίσει αυτά τα λάθη της καθοδήγησης. Ετσι, το φθινόπωρο του 1923 η επανάσταση απέτυχε λόγω της απουσίας μίας εκ των πιο σημαντικών προϋποθέσεών της: της ύπαρξης ενός μπολσεβίκικου κόμματος.

Η πολιτική στη Σαξονία τελείωσε με μια αμαχητί οπισθοχώρηση. Η εκτελεστική εξουσία του Ράιχ, η είσοδος των λευκών στρατηγών, επισφράγισε την ήττα.9

Εξαντλείται με αυτά η ιστορία του Οκτώβρη του 1923; Οχι και πάλι όχι! Ακόμα και αργότερα διαπράττονταν πολλές φορές το λάθος, σε αποφάσεις και σε άρθρα, ακόμα και σε λόγους στο αστικό δικαστήριο να γίνεται αναφορά μόνο στη Σαξονία όταν γινόταν λόγος για τον Οκτώβρη του 1923. Ωστόσο δεν υπήρχε μόνο η Σαξονία, υπήρχε και το Αμβούργο!

Το Αμβούργο επιβεβαίωσε στο μέγιστο βαθμό τη λενινιστική διδασκαλία «ότι το κίνημα ξεφεύγει με αυθόρμητη, ακράτητη δύναμη απ’ αυτά τα στενά πλαίσια και γεννά μια ανώτερη μορφή πάλης, την εξέγερση».

Η εξέγερση του Αμβούργου διαμόρφωσε, όπως αναφέρεται στις Θέσεις της Εκτελεστικής Επιτροπής του 1924 «τον αντίθετο πόλο της Σαξονίας».

Αυτοί που βλέπουν στην ιστορία ολόκληρου του Κόμματός μας μέχρι τη Φρανκφούρτη10 μόνο ανικανότητα, προδοσία και οπορτουνισμό, ξεχνάνε τα τεράστια διδάγματα του αγώνα του Αμβούργου. Ξεχνάνε ότι οι πλατιές μάζες των μελών του Κόμματός μας σε καμία περίπτωση δεν υιοθέτησαν παθητική στάση αναμονής, αλλά ήταν αποφασισμένες να δώσουν τη ζωή τους για τη διεκδίκηση της εξουσίας. Και οι εργάτες του Αμβούργου δικαιούνται περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλον να πούνε: Δεν ήταν μόνο οι κομμουνιστές εργάτες του Αμβούργου, αλλά και του Βερολίνου, της Σαξονίας και όλοι οι υπόλοιποι οι οποίοι ήταν έτοιμοι για μάχη.

Οι περιοχές των ακτών της Βόρειας Θάλασσας (Wasserkante) είχαν την ίδια εξέλιξη με ολόκληρη την υπόλοιπη Γερμανία. Ενα κύμα απεργιών και οικονομικών αγώνων θέριεψε σε ολόκληρη την περιοχή της Βόρειας Ακτής. Στις 20 Οκτώβρη έλαβαν χώρα στο Αμβούργο δυναμικές διαδηλώσεις των ανέργων. Σε διάφορα σημεία της πόλης κατέληξαν σε λεηλασίες μαγαζιών με τρόφιμα και σ’ αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία. Οι απαγορευτικές ζώνες της αστυνομίας διασπάστηκαν με τη βία για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια. Την Τρίτη 23 Οκτώβρη, στις 5 η ώρα το πρωί, όλα τα αστυνομικά τμήματα στα προάστια του Αμβούργου καταλήφθηκαν αστραπιαία από επαναστατικές ομάδες μάχης, όλοι οι αστυνομικοί αφοπλίστηκαν. Οι επαναστατικές ομάδες μάχης πήραν όλα τα όπλα και τα πυρομαχικά από τα είκοσι έξι αστυνομικά τμήματα που πιάστηκαν στον ύπνο. Οταν η διεύθυνση της αστυνομίας έστειλε τις ειδικές μονάδες επίθεσης και τις ενισχύσεις που είχαν ήδη καταφτάσει από άλλες περιοχές, οι αγωνιζόμενες περιοχές είχαν μετατραπεί σε οπλισμένα φρούρια. Εκατοντάδες εργάτες κι εργάτριες έστησαν στους δρόμους οδοφράγματα. Αθάνατη παραμένει η φήμη του κόκκινου Μπάρμπεκ11. Τα αστυνομικά στρατεύματα προέλαυναν σε ολόκληρους λόχους και τάγματα, αλλά ήταν υποχρεωμένα συνέχεια να επιστρέφουν άπραγα, αφού οι απώλειές τους αυξάνονταν σε κάθε έφοδο που έκαναν. Οι εργάτες του Μπάρμπεκ έριξαν δέντρα, ξερίζωσαν τα πεζοδρόμια, έφραξαν τους δρόμους με οδοφράγματα από κορμούς δέντρων, πέτρες κι άμμο. Πίσω από αυτά τα οχυρώματα πολεμούσαν σαν τίγρεις.

Οι πρώτες ομάδες μάχης που προχώρησαν σε αστραπιαίες επιθέσεις στα αστυνομικά τμήματα ήταν άοπλες. Ολα τα όπλα και τα πυρομαχικά τα προμηθεύτηκαν από την αστυνομία. 300 άντρες δέχτηκαν καταιγιστικά πυρά από 6.000 έμμισθους της αστυνομίας, της Ράιχσβερ και του Ναυτικού. Αντεξαν τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Πυροβολούσαν τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Επιτίθονταν, έπεφταν, υποχωρούσαν, αλλά δεν παραδίνονταν. Διέσωσαν την τιμή του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας. Ηταν οι πρωτοπόροι της γερμανικής εργατικής τάξης.

Το Αμβούργο ηττήθηκε. Οι μαχητές των οδοφραγμάτων έπεσαν. Ωστόσο μόνο λίγοι σκοτώθηκαν, το μεγαλύτερο τμήμα αιχμαλωτίστηκε, καταδιώχτηκε και διασκορπίστηκε. Ακόμα και σήμερα βρίσκονται σε φυλακές και φρούρια. Η ηρωική τους υπεράσπιση κατά τις δίκες του Αμβούργου με την κατηγορία της υψίστης προδοσίας αποτελούν παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο οι κομμουνιστές στέκονται μπροστά στα αστικά ταξικά δικαστήρια.

Η προλεταριακή επανάσταση υπέστη περισσότερες από μία αιματηρές ήττες. Ωστόσο ποτέ δεν αιμορράγησε μέχρι θανάτου. Προχωράει πιο ισχυρή, πιο περήφανη, πιο αποφασισμένη. Η Παρισινή Κομμούνα τσαλαπατήθηκε. Η ρωσική επανάσταση του 1905 τελείωσε στις τσαρικές κρεμάλες, στα μπουντρούμια, στη Σιβηρία. Και, παρόλ’ αυτά, ξύπνησε εκ νέου! Ετσι και το Αμβούργο δεν είναι νεκρό, Αντίθετα, το Αμβούργο είναι ανίκητο. Νέες εξεγέρσεις του προλεταριάτου, νέες νίκες της αντεπανάστασης θ’ ακολουθήσουν το γερμανικό Οκτώβρη. Στην Πολωνία, την Εσθονία, τη Βουλγαρία ξεσηκώνονται οι εργάτες και ηττούνται. Και, παρόλ’ αυτά, θα νικήσουν!

Οι εξεγέρσεις του προλεταριάτου αποτελούν στάδια στη νικηφόρα πορεία της επανάστασης, όχι μόνο λόγω των άμεσων θετικών αποτελεσμάτων τους, αλλά κυρίως λόγω των μεγάλων διδαγμάτων που εμφυσούνε σε ολόκληρη την εργατική τάξη.

Εξέγερση του Αμβούργου (1923)

Εξέγερση του Αμβούργου (1923)

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΑΜΒΟΥΡΓΟΥ;

1. Οι μικρές αριθμητικά προλεταριακές δυνάμεις, οι οποίες πολέμησαν με το μέγιστο ηρωισμό κάτω από τη σημαία της δικτατορίας, μπόρεσαν να σταθούν στρατιωτικά μ’ επιτυχία ενάντια στην εικοσαπλάσια υπεροχή των θαυμάσια οργανωμένων κι οπλισμένων στρατευμάτων της αστικής τάξης.

2. Η άφθαρτη φήμη των μαχητών του Οκτώβρη στο Αμβούργο έγκειται στ’ ότι άρπαξαν τα όπλα σε μια επαναστατική κατάσταση, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχαν 99% πιθανότητες νίκης. Ο λενινισμός διδάσκει ότι η μάχη πρέπει ν’ αρχίζει όταν υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες για τη νίκη. Εγγύηση για τη νίκη δεν υπάρχει ποτέ εκ των προτέρων. Η ήττα σ’ έναν τέτοιο αγώνα είναι χίλιες φορές πιο γόνιμη και πολύτιμη για το μέλλον της ταξικής πάλης από μια υποχώρηση χωρίς μάχη.

3. Η εξέγερση οδηγήθηκε στην ήττα γιατί έμεινε απομονωμένη, αφού δεν υποστηρίχτηκε αμέσως ούτε στη Σαξονία, ούτε σ’ ολόκληρο το Ράιχ. Οι εργάτες σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος μπορούν ν’ αρχίσουν τον αγώνα με το μέγιστο ηρωισμό, ωθούμενοι από το πιο ισχυρό μαζικό κίνημα: Θα ηττηθούν αν δεν πάει μαζί τους το προλεταριάτο ολόκληρης της χώρας. Ειδικά σ’ αυτό έγκειται ο ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος ως εμπροσθοφυλακής του προλεταριάτου, στην οργάνωση και τη συσπείρωση ολόκληρης της εργατικής τάξης σ’ όλα τα βιομηχανικά κέντρα και τις μεγάλες πόλεις, σ’ ολόκληρη τη χώρα. Ειδικά γι’ αυτόν το σκοπό χρειαζόμαστε ένα σιδερένιο, απόλυτα αποφασισμένο, απόλυτα πειθαρχημένο κόμμα με ακλόνητη συνοχή.

4. Δεν είν’ αλήθεια ότι η εξέγερση του Αμβούργου ήταν πραξικόπημα. Αντίθετα, είχε τη συμπάθεια των πιο πλατιών μαζών. Ακόμα και ο αστυνομικός διευθυντής Χένσε (Hense) αναγκάστηκε οργισμένος να παραδεχτεί ότι οι σοσιαλδημοκράτες εργάτες στο Αμβούργο, αυτή η πολύ δεξιά οργάνωση του SPD και μαζί τους «οι πιο πλατιοί κύκλοι του πληθυσμού στάθηκαν στο πλάι των κομμουνιστών». Η αδυναμία μας έγκειτο μόνο στο γεγονός ότι δεν καταφέραμε να συσπειρώσουμε αυτές τις μάζες στέρεα γύρω μας, να τις τραβήξουμε έγκαιρα σ’ όλες τις επιμέρους μάχες, να σχηματίσουμε μ’ αυτές το Ενιαίο Μέτωπο απέναντι στους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες.

5. Για να μπορέσουμε να νικήσουμε σε αγώνες παρόμοιους μ’ αυτούς του Αμβούργου, που θα έρθουν αναπόφευκτα και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερη έκταση, πρέπει να εισχωρήσουμε σαν σφήνα μέσα στις μάζες, να τις ενώσουμε μαζί μας με χίλια νήματα, να σχηματίσουμε ένα πραγματικά προλεταριακό Ενιαίο Μέτωπο μ’ εκατομμύρια εργάτες. Στα συνδικάτα, σε όλες τις μη κομματικές οργανώσεις της εργατικής τάξης πρέπει ν’ αναπτυχθεί μια μεγάλη επαναστατική πτέρυγα, η οποία θ’ αποτελέσει μαζί με τους κομμουνιστές το φορέα των επερχόμενων αγώνων.

6. Ως ιδιαίτερη έλλειψη βιώσαμε στις μέρες του Οκτώβρη στο Αμβούργο την απουσία ενός ισχυρού κινήματος των Συμβουλίων (Räte-bewegung). Αυτό το γεγονός δεν έχει κατανοηθεί ακόμα επαρκώς στο Κόμμα. Τα Συμβούλια είναι τα όργανα τα οποία συνενώνουν σε μια επαναστατική κατάσταση τα εκατομμύρια των μαζών του προλεταριάτου, αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του αγώνα. Αυτό το δίδαγμα δεν πρέπει να το ξεχνάμε ούτε στη σημερινή περίοδο, την περίοδο μεταξύ δύο επαναστάσεων.

7. Η κατάκτηση της εξουσίας του προλεταριάτου δεν είναι μονόπρακτο έργο. Δεν περιορίζεται μόνο στο στρατιωτικό αγώνα εναντίον των στρατευμάτων της αστικής τάξης, αλλά πρέπει να προετοιμαστεί με μακρόχρονη δουλειά του Κομμουνιστικού Κόμματος και ολόκληρου του προλεταριάτου. Οι μελλοντικοί νικητές επί της αστικής τάξης πρέπει να διαπαιδαγωγηθούν, να προετοιμαστούν, να οργανωθούν μέσα σε αμέτρητους επιμέρους αγώνες. Εδώ βρίσκεται το βασικό μας καθήκον αυτήν την περίοδο.

8. Είναι λάθος ότι με την ήττα του Οκτώβρη του 1923 χάθηκε για πάντα μια μοναδική επαναστατική κατάσταση. Η ήττα του 1923 δε θα έχει μεγάλη διάρκεια, ακριβώς όπως και η ήττα του Συνδέσμου του Σπάρτακου12 δεν είχε μεγάλη διάρκεια στις μέρες του Νόσκε το 1919. Η σταθεροποίηση της αστικής Γερμανίας δεν έχει μεγάλη πνοή: Παρά το Σχέδιο Ντάουες13 και το Εγγυητικό Σύμφωνο14 -ή καλύτερα: λόγω του Σχεδίου Ντάουες και του Εγγυητικού Συμφώνου. Η καπιταλιστική σταθεροποίηση στη Γερμανία βιώνει ήδη τώρα την πρώτη της «δύσπνοια». Η μεγάλη συνέπεια της εξέγερσης του Αμβούργου είναι ότι οι εργάτες είδαν για τρία εικοσιτετράωρα την αδυναμία του φαινομενικά ανίκητου ταξικού αντιπάλου σε ολόκληρη την έκτασή της. Κατά τη διάρκεια των ημερών του Αμβούργου οι εργάτες είδαν την αστική τάξη να στέκεται στο χείλος της αβύσσου. Κι αυτήν την εικόνα δεν πρόκειται να την ξεχάσουν ποτέ! Δε θα βαλτώσουμε, αντίθετα θα προχωρήσουμε σε νέους αγώνες, ενώ η δεύτερη επανάσταση στη Γερμανία θα μας βρει με ακόμα πιο βαθιά συνείδηση της αναγκαιότητάς της.

9. Η εξέγερση ήταν υπόδειγμα θαυμάσιας οργάνωσης του επαναστατικού αγώνα, υπόδειγμα οργάνωσης χωρίς περιττές τριβές. Ταυτόχρονα όμως αποκάλυψε και τα μεγαλύτερα οργανωτικά λάθη του Κόμματός μας. Οι μαχητές του Αμβούργου κέρδισαν την πλήρη συμπάθεια των εργατών στις επιχειρήσεις, αλλά οργανωτικά δεν είχαν καμία σύνδεση με αυτούς. Αποδείχτηκε σε όλο της το μεγαλείο η αχρηστία, η ολέθρια οπισθοδρομικότητα της παλιάς μας σοσιαλδημοκρατικής οργάνωσης στη βάση του τόπου κατοικίας. Ο εκλογικός μηχανισμός δεν αξίζει τίποτα στα οδοφράγματα! Το μεγαλύτερο κενό στο πολεμικό μέτωπο του Αμβούργου ήταν η απουσία κομμουνιστικών πυρήνων στις επιχειρήσεις. Μια μάζα μαχητών, όπως αυτή του Αμβούργου, η οποία όμως θα στηρίζεται σε καλά ριζωμένους πυρήνες σε όλες τις επιχειρήσεις και στη συνένωση των πιο πλατιών εργατικών μαζών, θα είναι σε μια αντίστοιχη κατάσταση στο μέλλον ανίκητη.

10. Το μεγαλύτερο, το πιο πολύτιμο δίδαγμα της εξέγερσης του Αμβούργου είναι η μεγαλειώδης εκπλήρωση του ρόλου του Κομμουνιστικού Κόμματος στην προλεταριακή επανάσταση. Οι κομμουνιστές ήταν όχι στα λόγια, αλλά στην πράξη η εμπροσθοφυλακή, η καθοδήγηση, ο οδηγός της εργατικής τάξης. Προσέδωσαν στο κίνημα ένα σαφώς προσδιορισμένο στόχο, ένα διαμορφωμένο με ακρίβεια πρόγραμμα: Τη δικτατορία του προλεταριάτου. Σε σχέση μ’ αυτό, ο αγώνας του Αμβούργου στέκεται σ’ ένα πολύ ψηλότερο επίπεδο απ’ όλα τα προηγούμενα κινήματα. Η Δράση του Μάρτη του 192115 δεν αντέχει σε καμία σύγκριση με την εξέγερση του Αμβούργου. Μόνο επειδή το Κόμμα κρατούσε σταθερά στα χέρια του την καθοδήγηση του αγώνα έγινε κατορθωτό να συνειδητοποιηθεί και να πραγματοποιηθεί από τους επαναστάτες του Αμβούργου -για πρώτη φορά στη Δυτική Ευρώπη- η μαρξιστική-λενινιστική διδασκαλία σύμφωνα με την οποία η εξέγερση είναι τέχνη και ο βασικός νόμος αυτής της τέχνης είναι η θαρραλέα, σταθερή, αποφασιστική επίθεση.

Αυτά είναι τα πιο σημαντικά διδάγματα από την εξέγερση του Αμβούργου. Το φρικτό κόστος που πληρώσαμε γι’ αυτήν ήταν ο θάνατος και η φυλάκιση των καλύτερων ανθρώπων μας. Κι όμως: Αυτή η θυσία θα έχει εκατονταπλάσια αξία. Δεν έπεσαν μόνο για την οικοδόμηση ενός μπολσεβίκικου κόμματος στη Γερμανία, αλλά και για το μέλλον ολόκληρης της εργατικής τάξης.

Τώρα δε βρισκόμαστε στην περίοδο της άμεσης εφόδου, του άμεσου αγώνα για την κατάκτηση της εξουσίας. Βρισκόμαστε στην περίοδο ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη επανάσταση. Η ανάλυση τόσο της παγκόσμιας κατάστασης όσο και της συγκεκριμένης κατάστασης στη Γερμανία φανερώνει σε κάθε σοβαρό άνθρωπο ότι η τωρινή «ανάσα» (σ.μ.: της καπιταλιστικής σταθεροποίησης) δε θα διαρκέσει πολύ. Πρέπει να την αξιοποιήσουμε καλά για να μάθουμε, για να διευρύνουμε τις δυνάμεις μας, για να εκπαιδεύσουμε την εργατική τάξη, για να προετοιμαστούμε οργανωτικά ενόψει των νέων ημερών του Αμβούργου, οι οποίες θα βιώσουν μια αναγέννησή τους σε όλες τις πόλεις της Γερμανίας.

Ειδικά στην τωρινή περίοδο των υπομονετικών μερικών αγώνων, των γερών, αργά αναπτυσσόμενων μερικών κινημάτων, δε μας επιτρέπεται να ξεχάσουμε ούτε για μια στιγμή τη σημασία και τα διδάγματα της εξέγερσης του Αμβούργου. Το Κόμμα μας πραγματοποιεί μια αποφασιστική προσαρμογή από την κορυφή μέχρι τη βάση του. Ξεριζώνει το ψευτοεπαναστατικό πνεύμα που είναι ριζοσπαστικό μόνο στα λόγια. Παραμερίζει τα υπολείμματα του σεχταρισμού, της υποτίμησης των μαζών στις γραμμές του. Αλλάζει την τακτική του για να συνδεθεί πιο στέρεα, πιο στενά με τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες, με τις μάζες στα συνδικάτα και τις επιχειρήσεις. Προχωράει στη ριζική αναμόρφωση των οργανωτικών του αρχών. Εργάζεται στην κατεύθυνση σχηματισμού μιας μεγάλης αριστερής πτέρυγας στο εργατικό κίνημα.

Για την εκπλήρωση αυτών των καθηκόντων χρειαζόμαστε κυρίως την υπομονετική, κουραστική, επίμονη καθημερινή δουλειά. Μήπως αυτό σημαίνει ότι εγκαταλείπουμε τη γραμμή της πολιτικής της εξέγερσης του Αμβούργου; Οχι! Αν την χάσουμε αυτή, χαθήκαμε! Μέσω της μετάβασης στην πολιτική του κερδίσματος και της καθοδήγησης των μαζών σφυρηλατούμε την ταξική βάση για μια νέα Εξέγερση του Αμβούργου, ασύγκριτα μεγαλύτερης έκτασης από την πρώτη, πολύ μεγαλύτερου εύρους, ακόμα πιο βαθιάς ιστορικής σημασίας.

Περισσότερο από ποτέ κάθε κομμουνιστής, κάθε κομματικό μέλος, κάθε μέλος της Κομμουνιστικής Ενωσης Νεολαίας, κάθε επαναστάτης εργάτης πρέπει αυτήν την περίοδο να έχει στο μυαλό του την εικόνα των μαχητών της εξέγερσης του Αμβούργου: Ψύχραιμοι, περιφρονώντας το θάνατο, ολόπλευρα δοσμένοι στην υπόθεση της εργατικής τάξης, με τ’ όπλο στο χέρι, μπροστά τους τα οδοφράγματα, έτοιμοι να υποδεχτούν τον εχθρό και με το βλέμμα στραμμένο σ’ έναν και μόνο στόχο, στο μεγαλύτερο, στον πιο περήφανο στόχο που υπάρχει για τον κομμουνιστή: Τη δικτατορία του προλεταριάτου!

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στις 23 Οκτώβρη 1925, στην εφημερίδα «Rote Fahne» (Κόκκινη σημαία), όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας από το 1919 μέχρι το 1945. Το κείμενο περιλαμβάνεται στη συλλογή κειμένων «Ernst Thälmann, Reden und Aufsätze zur Geschichte der deutschen Arbeiterbewegung Ι» (Ερνστ Τέλμαν, Ομιλίες και παρεμβάσεις για την ιστορία του γερμανικού εργατικού κινήματος) του Ινστιτούτου Μαρξ – Ενγκελς – Λένιν – Στάλιν της ΚΕ του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας, σελ. 254-264.

1. Ως περίοδος του υπερπληθωρισμού στη Γερμανία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης θεωρείται ιδιαίτερα η περίοδος από τα μέσα του 1921 μέχρι τα τέλη του 1923, αν και μερικές φορές συμπεριλαμβάνεται σε αυτήν ολόκληρη η περίοδος 1914-1923. Σε αυτήν την περίοδο συντελέστηκε τεράστια αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων και διολίσθηση της αξίας του γερμανικού μάρκου σε σχέση με τα υπόλοιπα νομίσματα. Στην εξέλιξη αυτή σημαντικό ρόλο έπαιξε η απότομη αύξηση της έκδοσης χρήματος για την αποπληρωμή των κρατικών χρεών από τον πόλεμο και την καταβολή των αποζημιώσεων προς τους νικητές, που προβλεπόταν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Χαρακτηριστικό είναι ότι το Νοέμβρη του 1923 ένα δολάριο ισούταν με 420 δισ. μάρκα.

2. Σ.μ.: Εδώ ο Τέλμαν αναφέρεται μάλλον στο πόσα χάρτινα μάρκα χρειάζονταν για ν’ αγοράσουν ένα χρυσό μάρκο ως ένδειξη της ταχύτητας διολίσθησης του γερμανικού νομίσματος την περίοδο του υπερπληθωρισμού.

3. Ο Γκούσταφ Στρέσεμαν (Gustav Stressemann), ηγέτης του Γερμανικού Λαϊκού Κόμματος, ήταν υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας από το 1923 μέχρι το 1929, ενώ ηγήθηκε ως καγκελάριος και μιας βραχύβιας κυβέρνησης 102 ημερών (13 Αυγούστου – 23 Νοέμβρη 1923).

4. Απεργιακό κύμα ενάντια στην κυβέρνηση Cuno τον Αύγουστο του 1923 που συντέλεσε στην πτώση της.

5. Ο Βίλχελμ Σόλμαν (Wilhelm Sollmann) ήταν στέλεχος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD) και υπουργός Εσωτερικών (13 Αυγούστου 1923-11 Νοέμβρη 1923) στη βραχύβια κυβέρνηση με καγκελάριο τον Γκούσταφ Στρέσεμαν.

6. Ο Καρλ Σέβερινγκ (Carl Severing) ήταν στέλεχος του SPD. Διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών της Πρωσίας (1920-1926 και 1930-1932) και υπουργός Εσωτερικών της Γερμανίας (1928-1930).

7. Η επίσημη ονομασία του γερμανικού στρατού από το 1919 μέχρι το 1935. Μεταφράζεται ως «Αμυνα του Ράιχ». Το 1935 μετονομάστηκε σε Βέρμαχτ (Wehrmacht) που σημαίνει Αμυντική Δύναμη.

8. Β. Ι. Λένιν: «Τα διδάγματα από την εξέγερση της Μόσχας», «Απαντα», τ. 13, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 373.

   9. Η κεντρική κυβέρνηση του Ράιχ έστειλε από το Βερολίνο στρατεύματα «για την αποτροπή της κομμουνιστικής ανατροπής». Στις 21 Οκτώβρη 1923 τα στρατεύματα του Ράιχ απάλλαξαν -στη βάση του διατάγματος εκτάκτου ανάγκης του σοσιαλδημοκράτη Νόσκε- τη σαξονική κυβέρνηση από τα καθήκοντα της.

10. Σ.μ.: Ο Τέλμαν μάλλον αναφέρεται εδώ στο 9ο Συνέδριο του ΚΚΓ που έλαβε χώρα υπό καθεστώς παρανομίας το διάστημα 7-10 Απρίλη 1924 στη Φρανκφούρτη και το Οφενμπαχ. Το Συνέδριο αυτό θεωρούνταν την περίοδο που γράφτηκε το άρθρο ότι διόρθωσε κάποια από τα «δεξιά» λάθη του κόμματος κατά την προηγούμενη περίοδο και καθαίρεσε από την καθοδήγηση του κόμματος τους Μπράντλερ (Brandler), Ταλχάιμερ (Thalheimer) και Βάλχερ (Walcher).

11. Η περιοχή του Αμβούργου στην οποία το ΚΚΓ είχε τη μεγαλύτερη επιρροή. Μετατράπηκε στο κέντρο των μαχών των τριών ημερών.

12. Την άνοιξη του 1915 συγκροτήθηκε η ομάδα «Διεθνής» από μέλη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος που αντιπολιτεύονταν τη γραμμή του κόμματος γενικά, αλλά κυρίως στο θέμα του πολέμου. Η ομάδα αυτή πήρε συνεπή διεθνιστική θέση κόντρα στη σοσιαλπατριωτική γραμμή του κόμματος. Η ομάδα αυτή αποτελούνταν από γνωστούς Γερμανούς επαναστάτες, όπως οι Καρλ Λίμπκνεχτ (Karl Liebknecht), Ρόζα Λούξεμπουργκ (Rosa Luxemburg), Φραντς Μέρινγκ (Franz Mehring), Κλάρα Τσέτκιν (Klara Zetkin), Χέρμαν και Κέτε Ντούνκερ (Hermann & Käte Duncker), Βίλχελμ Πικ (Wilhelm Pieck) κ.ά. Βασική τους θέση ήταν ότι ο κύριος εχθρός κάθε λαού -και του γερμανικού- βρίσκεται στην ίδια του τη χώρα. Ενα χρόνο αργότερα η ομάδα άρχισε να εκδίδει σειρά πολιτικών φυλλαδίων με το όνομα «Γράμματα του Σπάρτακου», απ’ όπου πήρε και το όνομά της. Η ομάδα αυτή μετεξελίχτηκε μαζί με κάποια μέλη του «Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας» στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, το οποίο ιδρύθηκε στη Συνδιάσκεψη των Σπαρτακιστών από τις 30 Δεκέμβρη μέχρι τη 1 Γενάρη 1919.

13. Συμφωνία της Γερμανίας με τις νικήτριες δυνάμεις για τον επανακαθορισμό των όρων αποπληρωμής των πολεμικών αποζημιώσεων.

14. Το λεγόμενο Εγγυητικό Σύμφωνο περιλαμβανόταν στο τελικό πρωτόκολλο που υπογράφηκε στο Λονδίνο την 1η Δεκέμβρη 1925 για να επικυρώσει και τυπικά τις αποφάσεις των Συνθηκών του Λοκάρνο. Οι τελευταίες ήταν σειρά συμφωνιών που συνάφθηκαν τον Οκτώβρη του 1925, με βάση τις οποίες οριστικοποιούνταν τα σύνορα των κρατών της Ευρώπης τα οποία είχαν διαμορφωθεί με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Το Εγγυητικό Σύμφωνο, που περιλαμβανόταν στο τελικό πρωτόκολλο, υπογράφηκε ανάμεσα στη Γερμανία, τη Γαλλία και το Βέλγιο. Σύμφωνα με αυτό, η Γερμανία αναγνώριζε τα δυτικά της σύνορα όπως αυτά είχαν καθοριστεί με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Τα δυτικά αυτά σύνορα της Γερμανίας εγγυούνταν η Μ. Βρετανία και η Ιταλία, οι οποίες θα επενέβαιναν στρατιωτικά εναντίον οποιουδήποτε επιχειρούσε τη μετατόπισή τους. Τ’ ανατολικά σύνορα της Γερμανίας παρέμεναν ακόμα ανοιχτά προς διαπραγμάτευση.

15. Ενοπλη εργατική εξέγερση που πραγματοποιήθηκε το Μάρτη του 1921 στις βιομηχανικές περιοχές της Κεντρικής Γερμανίας υπό την καθοδήγηση του ΚΚΓ (αν και συμμετείχαν κι άλλα κόμματα). Η εξέγερση κατεστάλη στρατιωτικά στις 29 Μάρτη 1921.

Πηγή: ΚΟΜΕΠ, τ.6, 2013

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μέσα από τα σχολικά βιβλία

 

Η κόκκινη σημαία στο Βερολίνο

Η κόκκινη σημαία στο Βερολίνο

Το παρόν άρθρο του Αναστάση Γκίκα* δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην ΚΟΜΕΠ, τεύχος 5/2010 και κατόπιν σε δύο μέρη στον Ριζοσπάστη στις 29/9 και 6/10/2013. Όπως αναφέρεται και στον Ριζοσπάστη, αν και γραμμένο πριν τρία χρόνια, με αφορμή τη συμπλήρωση 65 χρόνων από την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών (9 Μάη 1945), είναι αρκετά επίκαιρο αφού αναφέρεται στο φασισμό και τον πόλεμο, αλλά ταυτόχρονα και διδακτικό από τη σκοπιά της αρνητικής επίδρασης στη συνείδηση των μαθητών, της σκόπιμα διαστρεβλωμένης Ιστορίας που διδάσκεται στο σχολείο. Υπάρχει τέτοια πείρα και σε σχέση με τη δράση της Χρυσής Αυγής.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Εχει επικρατήσει να λέμε πως «λαός χωρίς μνήμη είναι λαός χωρίς μέλλον». Το ζητούμενο ωστόσο δεν είναι τόσο η «ανυπαρξία» της συλλογικής μνήμης ή ιστορικής συνείδησης, αλλά το πώς αυτή διαμορφώνεται, πώς κατασκευάζεται ή ανασκευάζεται με τα μέσα αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας. Και ομολογουμένως, λίγες περίοδοι της ανθρώπινης Ιστορίας έχουν δεχτεί τόση «προσοχή» από πλευράς αστικής ιστοριογραφίας όσο ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο, αφού η συγκεκριμένη περίοδος έχει πολλά να «πει», τόσο για τους λαούς όσο και για τις κυρίαρχες τάξεις.1

Με αφορμή λοιπόν τη συμπλήρωση 65 χρόνων από την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών (9 Μάη 1945), θα εξετάσουμε την έκταση και το περιεχόμενο της διαστρέβλωσης που επιχειρείται σήμερα γύρω από το συγκεκριμένο θέμα, μέσα από τα βιβλία2 Ιστορίας της Γ΄ Γυμνασίου και Γ΄ Λυκείου. Μιας διαστρέβλωσης που θεμελιώνεται και εν συνεχεία οικοδομείται αφενός σε αλλοιώσεις και αφετέρου σε αποσιωπήσεις ιστορικών προσώπων και πραγμάτων, έτσι ώστε εν τέλει να «αποτυπωθεί» στην ιστορική συνείδηση του μαθητή -και αυριανού εργαζόμενου- το επιθυμητό, ιδεολογικοπολιτικά εγκεκριμένο, αποτέλεσμα. Στόχος μας είναι η καλύτερη δυνατή συνδρομή του μαθητή, αλλά και του κομμουνιστή διδασκάλου, στη διαπάλη γύρω από μια σειρά πτυχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που σήμερα βρίσκονται στο επίκεντρο της παραχάραξης και του αντικομμουνισμού.

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Αναζητώντας τα αίτια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα βιβλία Ιστορίας της Γ΄ Γυμνασίου και Γ΄ Λυκείου, ανατρέχουν στη διεθνή οικονομική κρίση του καπιταλισμού (1929-1933), η οποία -σύμφωνα πάντα με τα ίδια- έβαλε τέλος στην προηγούμενη περίοδο της «ευημερίας» και «αισιοδοξίας»3. Βεβαίως ούτε αναφορά γίνεται στον καπιταλιστικό χαρακτήρα των κοινωνιών που εκδηλώθηκε η κρίση ούτε παρουσιάζεται η οικονομική κρίση ως εγγενές χαρακτηριστικό, αναπόσπαστο κομμάτι της λειτουργίας του καπιταλισμού (γεγονός που ενέχει σημαντικές προεκτάσεις και για το σήμερα). Τουναντίον, η κρίση εμφανίζεται λίγο-πολύ ως κάτι το τυχαίο, ως προϊόν ασυνεννοησίας ή παρεξήγησης, που ξεκίνησε από την επιθυμία κάποιων μεγαλοεπενδυτών «να εισπράξουν μέρος από τα κέρδη τους» πουλώντας μετοχές. Παρουσιάζεται ότι αυτό προκάλεσε πανικό μεταξύ των μικροεπενδυτών, ο οποίος με τη σειρά του επέφερε τη γενική κατάρρευση των τιμών στο χρηματιστήριο της Ν. Υόρκης. Για την ουσία του φαινομένου (των κρίσεων στον καπιταλισμό) τίποτε.

Το κύριο είναι η αποσύνδεση της κρίσης από τη γενεσιουργό της αιτία, γεγονός που αναπόφευκτα οδηγεί σε ιστορικές διαστρεβλώσεις. Και βέβαια στο ίδιο σημείο θα μπορούσε να αναφερόταν -έστω και ως υποσημείωση, χάριν μιας στοιχειώδους σφαιρικότητας ή αντικειμενικότητας της επιστήμης- το ότι ταυτόχρονα με την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και την εξαθλίωση εκατομμυρίων εργαζομένων ανά την υφήλιο, υπήρχε και ένας «άλλος κόσμος». Ενας κόσμος όπου οικοδομούνταν ένα άλλο κοινωνικοπολιτικό σύστημα. Οτι την ίδια περίοδο στην ΕΣΣΔ εκπληρωνόταν με επιτυχία το Πρώτο Πεντάχρονο Πλάνο, με ό,τι αυτό συνεπάγονταν για την υλική κατάσταση και την ποιότητα ζωής των εργαζομένων. Ας θέτονταν στην κρίση του μαθητή η σύγκριση μεταξύ των δύο κόσμων. Αρκεί να υπήρχε η πληροφορία.

Απεναντίας, ο θύτης (το εκμεταλλευτικό σύστημα που γεννά τις κρίσεις, το φασισμό, τον πόλεμο) εξαγνίζεται, διαχωρίζεται από το έγκλημα, περιτυλίγεται με αγαστές προθέσεις και κατόπιν επαναλανσάρεται ως …θύμα. Το βιβλίο Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου αναφέρει: «Ισχυρό υπήρξε το πλήγμα που δεχόταν, γενικότερα, το φιλελεύθερο δημοκρατικό πρότυπο στο πεδίο της οικονομίας και, κατ’ επέκταση, η προοπτική της ευημερίας που ήδη διαφαινόταν. Πράγματι, η κοινοβουλευτική δημοκρατία, η οποία κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1920 φαινόταν ότι είχε κυριαρχήσει στο διεθνές στερέωμα, δεχόταν [σ.σ. με αφορμή την κρίση] την αυστηρή κριτική των εχθρών της. Η σταλινική Ρωσία και η φασιστική Ιταλία στο εξωτερικό, αλλά και οι οπαδοί τους στο εσωτερικό των δημοκρατικών χωρών της Ευρώπης ενθαρρύνονταν και ενισχύονταν στην αντίθεσή τους κατά του φιλελευθερισμού»4. Εχθρός της δημοκρατίας λοιπόν ο κομμουνισμός! Εχθροί της δημοκρατίας οι κομμουνιστές και τα κόμματά τους «στο εσωτερικό των δημοκρατικών χωρών», στην περίπτωση της Ελλάδας το ΚΚΕ!

Τι αναδεικνύεται, τι μεταφέρεται στον αναγνώστη-μαθητή μέσα από αυτές τις λίγες και μόνο γραμμές; Καταρχάς, παρατηρούμε την αναβίωση ενός εκ των πλέον αντιδραστικών αντικομμουνιστικών ιδεολογημάτων του αιώνα που μας πέρασε. Ενός ιδεολογήματος που στη χώρα μας συνδέθηκε με τις πιο μαύρες σελίδες της Ιστορίας μας. Οι κατηγορίες περί «εχθρών της δημοκρατίας» και περί «οπαδών ξένων κρατών ή θεωριών» αντηχούν ακόμη στα εδώλια των Εκτακτων Στρατοδικείων, στους τόπους των εκτελέσεων, στα ξερονήσια και τις φυλακές, τόσο της «δημοκρατικής» όσο και της «μη-δημοκρατικής» Ελλάδας.

Ναι, ο κομμουνισμός έρχεται σε αντίθεση με την «αστική δημοκρατία», που αποτελεί μορφή της αστικής εξουσίας, της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Η αστική δημοκρατία, όπως και κάθε άλλη μορφή της αστικής εξουσίας, π.χ. ο φασισμός, αποσκοπεί στη διαιώνιση της εκμετάλλευσης, θωρακίζει και υπερασπίζεται με κάθε μέσο (άλλοτε με την ενσωμάτωση, άλλοτε με την καταστολή και τις διώξεις ή -όπως συμβαίνει συνήθως- με έναν συνδυασμό όλων των παραπάνω) την εκμετάλλευση και καταπίεση. Πρόκειται για τη «δημοκρατία» της μειοψηφίας σε βάρος της πλειοψηφίας. Μόνο η εργατική εξουσία αποκαθιστά τη δημοκρατία της πλειοψηφίας, την κυριαρχία της πάνω στους παλιούς εκμεταλλευτές. Σκόπιμα η αστική ιστοριογραφία προβάλλει τον όρο «δημοκρατία» ταξικά αποστεωμένο. Επιδιώκει την εξίσωση κομμουνισμού – φασισμού. Στο πλαίσιο αυτό, η ιστορική διαπάλη μεταξύ σοσιαλισμού και καπιταλισμού (γέννημα-θρέμμα του οποίου είναι και ο φασισμός) αποσιωπάται, διαγράφεται και τελικά αντικαθίσταται από την «αντίθεση» μεταξύ «δημοκρατίας» και «ολοκληρωτισμών».

Η κρίση όντως προκάλεσε ισχυρό πλήγμα στο «φιλελεύθερο δημοκρατικό πρότυπο» (δηλαδή στον καπιταλισμό) και πιο συγκεκριμένα στην ικανότητα-δυνατότητά του να ενσωματώνει σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας, όπως έκανε προηγουμένως. Αυτή είναι μια εύλογη και καθ’ όλα κατανοητή ανησυχία από τη μεριά της κυρίαρχης ιστοριογραφίας. Ταυτόχρονα όμως εξισώνεται η δυνατότητα αμφισβήτησης της αστικής εξουσίας από την εργατική τάξη, στην προοπτική της επαναστατικής της ανατροπής (κομμουνισμός), με την επιλογή της αστικής τάξης για αλλαγή μορφής διαχείρισης, ώστε να ανταποκρίνεται στις συγκεκριμένες συνθήκες (φασισμός).

Στο βιβλίο Ιστορίας της Γ΄ Γυμνασίου υιοθετείται η κλασσική σοσιαλδημοκρατική-οπορτουνιστική εκδοχή, ότι, ναι μεν κομμουνισμός και φασισμός αποτελούσαν «δύο διαμετρικά αντίθετες προτάσεις οικονομικής και κοινωνικής αναδιοργάνωσης», ωστόσο, τη δεκαετία του 1930, ο κομμουνισμός είχε πλέον διαστρεβλωθεί σε «σταλινισμό». Ετσι αναπαράγεται η εξής εκτίμηση για την ΕΣΣΔ: «Σχεδόν όλες οι εξουσίες συγκεντρώθηκαν στην κορυφή της κρατικής ηγεσίας. Οσοι κρίνονταν ότι μπορούσαν να απειλήσουν το καθεστώς διώκονταν ανελέητα. Την περίοδο 1936-1938 εκτελέστηκαν ως υπονομευτές του καθεστώτος, μετά από δίκες-παρωδίες, οι περισσότεροι από τους μπολσεβίκους ηγέτες που είχαν πάρει μέρος στην επανάσταση του 1917. Ετσι το κομμουνιστικό κόμμα μετατράπηκε βαθμιαία σ’ ένα συγκεντρωτικό μηχανισμό που απλώς υλοποιούσε τις αποφάσεις και λάτρευε τον ηγέτη του (προσωπολατρία). Τα φαινόμενα αυτά, που αποτελούσαν σαφώς διαστρεβλώσεις των θεωρητικών αρχών του μαρξισμού, έγιναν γνωστά αργότερα ως σταλινισμός»5.

Δυστυχώς οι ανάγκες του συγκεκριμένου άρθρου και η στενότητα του χώρου δε μας επιτρέπουν να καταπιαστούμε ουσιαστικά με τη σκόπιμη και ισοπεδωτική διαστρέβλωση που πραγματοποιείται εδώ, τόσο αναφορικά με τη φύση και λειτουργία του σοβιετικού συστήματος γενικά, όσο και με τις ειδικότερες περιόδους της σοβιετικής Ιστορίας. Ενα είναι σίγουρο: τα στοιχεία της αυτενέργειας, της αυτοθυσίας και του ηρωισμού, της συνειδητής πειθαρχίας και της προσήλωσης στο στόχο, που επέδειξαν οι Σοβιετικοί πολίτες και μαχητές καθ’ όλη τη διάρκεια του Πολέμου, δε θα μπορούσαν να είχαν αναπτυχθεί -και μάλιστα στο βαθμό που αναπτύχθηκαν- σε συνθήκες καταπίεσης και τρόμου.

Η ΕΣΣΔ ενέπνευσε εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο (περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον 20ό αιώνα) στον αγώνα τους για δικαιώματα και ελευθερίες, για μια καλύτερη ζωή, ενάντια στην εκμετάλλευση και την αδικία, ενάντια σε κάθε είδους καταπίεση, σε κάθε αποικιοκρατικό, ιμπεριαλιστικό ή φασιστικό ζυγό (αγώνας που δεν είναι βέβαια προϊόν «μαζικής εξαπάτησης», όπως θέλουν να τον παρουσιάζουν σήμερα ορισμένοι, στην προσπάθειά τους να διαγράψουν την προσφορά της ΕΣΣΔ στην ανθρωπότητα). Και είναι ταξικά τα αίτια του γεγονότος ότι η ΕΣΣΔ ήταν το προπύργιο αυτού του αγώνα και όχι οι αστικές δημοκρατίες, το «φιλελεύθερο δημοκρατικό πρότυπο», που αποτελεί ένα από τα προσωπεία των ισχυρότερων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Πάνω από το 1/3 της υφηλίου βρισκόταν τότε υπό αποικιοκρατικό ζυγό, γεγονός που περνάει στα «ψιλά», με σύντομες, άοσμες και άχρωμες περιγραφές, δίχως δυσάρεστες λεπτομέρειες για το τι σήμαινε για τους υποταγμένους λαούς η πολύχρονη αποικιοκρατική εκμετάλλευση. Στο θέμα όμως θα επανέλθουμε στη συνέχεια.

Ενδεικτικό του χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας, ακόμα και με κριτήριο το αστικό δικαίωμα της ψήφου, είναι το γεγονός ότι στη Βρετανία οι γυναίκες απέκτησαν πλήρη εκλογικά δικαιώματα το 1928, στη Γαλλία το 1944, στο Βέλγιο το 1948, στην Ελλάδα το 19526, στον Καναδά το 1960 και στην Ελβετία το 1971. Στη σοβιετική Ρωσία οι γυναίκες απέκτησαν πλήρη εκλογικά δικαιώματα με την Επανάσταση του 1917, ενώ πρώτη γυναίκα υπουργός στον κόσμο ορκίστηκε στην ΕΣΣΔ η Αλεξάνδρα Κολοντάι. Στις ΗΠΑ οι Αφροαμερικανοί δεν εξισώθηκαν εκλογικά με τους λευκούς παρά μόνο το 1965 και αυτό έπειτα από μακρόχρονους, αιματηρούς αγώνες (Voting Rights Act). Ολα αυτά τα ιστορικά δεδομένα παραλείπονται από τα σχολικά ιστορικά βιβλία. Για να μη χαλάσει η αγγελικά πλασμένη εικόνα του «φιλελεύθερου δημοκρατικού προτύπου», παραλείπονται οι περίφημες «Πορείες Πείνας», που έγιναν στα διάφορα βιομηχανικά κέντρα της Βρετανίας καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου (τι ανεξήγητη αντίφαση!: πορείες πείνας στη μεγαλύτερη αποικιακή αυτοκρατορία στον κόσμο, που επί δεκαετίες απομυζούσε τεράστια πλούτη από την καταπίεση των λαών!). Ακόμη, σύμφωνα με στοιχεία του συντηρητικού Ινστιτούτου Brookings, κατά την «Χρυσή Εποχή» της δεκαετίας του 1920, λιγότερο από το 60% των Αμερικανών διέθετε εισόδημα ικανό να καλύψει τις βασικές του ανάγκες.

Εξυπηρετώντας την ίδια σκοπιμότητα, παραλείπονται οι 36 δολοφονημένοι απεργοί ανθρακωρύχοι στο Herrin του Illinois (ΗΠΑ) στις 22 Ιούνη 1922, οι 10 δολοφονημένοι απεργοί μεταλλεργάτες του Σικάγου στις 30 Μάη 1937). Δεν αναφέρονται οι ιδιωτικοί στρατοί των μεγάλων μονοπωλιακών συγκροτημάτων, όπως της Ford, της Du Pont και της General Motors, που επιστρατεύτηκαν επανειλημμένα κατά των αγωνιζομένων εργατών. Παραλείπονται «έργα και ημέρες» οργανώσεων, όπως η «Μαύρη Λεγεώνα» (αδερφή οργάνωση της Κου Κλουξ Κλαν στις βόρειες Πολιτείες), που με την αρωγή του κεφαλαίου ανέλαβε καθήκοντα τρομοκράτησης και καθυπόταξης των εργαζομένων, με δολοφονίες, άγριους βασανισμούς, απαγωγές, εμπρησμούς σπιτιών συνδικαλιστών και «κόκκινων», βομβιστικές επιθέσεις κατά συνδικάτων κλπ.7 Αποσιωπούνται γενικά οι σκληροί αγώνες που έδωσε η εργατική τάξη τις δεκαετίες του 1920 και 1930, αλλά και η αστική βία και καταστολή, προκειμένου να μην αποκτηθεί ιστορική γνώση για την ταξική πάλη.

ΦΑΣΙΣΜΟΣ: Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΣΣΔ

Τι ήταν λοιπόν ο φασισμός; Το βιβλίο Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου αναφέρει ότι ο φασισμός ήταν αποτέλεσμα της επιτυχούς εκμετάλλευσης της κρίσης από τα άκρα, τους εχθρούς της δημοκρατίας. Ως χαρακτηριστικό αναφέρεται«…η περίπτωση της Γερμανίας, όπου το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ, το οποίο στις εκλογές του 1928 είχε συγκεντρώσει μόλις το 2,6% των ψήφων, αυξάνει εντυπωσιακά τη δύναμή του μετά την εκδήλωση της διεθνούς οικονομικής κρίσης και τις επιπτώσεις της στη Γερμανία, για να φτάσει το 44% στις εκλογές του Μαρτίου 1933»8.

Ηταν ο φασισμός ένα «ιδιαίτερο» ιταλικό ή γερμανικό φαινόμενο, αποσπασμένο από τη μεγάλη οικονομική κρίση 1929-’32, την αδυναμία ουσιαστικής ανάκαμψης και την επίδρασή της στο πολιτικό σύστημα; Σαφώς όχι. Για την ακρίβεια, προς τα τέλη της μεσοπολεμικής περιόδου, ήταν μάλλον ελάχιστες εκείνες οι χώρες της Ευρώπης στις οποίες δεν είχαν ενταθεί τα μέτρα καταστολής και λαϊκής τρομοκράτησης, η αναστολή αστικοδημοκρατικών ελευθεριών.

Στη Γαλλία, η ακροδεξιά-φασιστική οργάνωση «Σταυροί της Φωτιάς» (Croix-de-Feu), με την υποστήριξη των γαλλικών μονοπωλίων και της καθολικής Εκκλησίας, είχε 400.000 μέλη το 1935. Μετά τη Συμφωνία του Μονάχου το 1938, η κυβέρνηση Νταλαντιέ έθεσε το ΚΚ Γαλλίας εκτός νόμου. Στη Βρετανία, είναι γνωστός ο θαυμασμός του Τσόρτσιλ για το Μουσολίνι, με χαρακτηριστική τοποθέτησή του στη Ρώμη στις 20 Γενάρη 1927: «Αν ήμουν Ιταλός, είμαι σίγουρος ότι θα ήμουν ολόψυχα μαζί σας από την έναρξη της θριαμβευτικής σας πάλης ενάντια στις κτηνώδεις ορέξεις και πάθη του Λενινισμού. Θα πω όμως και μια λέξη για τη διεθνή διάσταση του φασισμού. Εξωτερικά, το κίνημά σας προσέφερε υπηρεσία σε ολόκληρο τον κόσμο […] Η Ιταλία έδειξε πως υπάρχει τρόπος καταπολέμησης των ανατρεπτικών δυνάμεων […] προσέφερε το αναγκαίο αντίδοτο στο ρωσικό δηλητήριο. Από δω και πέρα κανένα μεγάλο έθνος δεν θα στερείται των ύστατων μέσων για τη προστασία του από την καρκινογόνο ανάπτυξη του Μπολσεβικισμού»9.

Αντίστοιχη πολιτική στάση υπήρξε και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, με αποκαλυπτική την προσωπική αλληλογραφία του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, Αμερικανού προέδρου, με τον Ιταλό δικτάτορα10. Αλλωστε και αυτή η πολιτική του «New Deal», για την οποία γίνεται τόση μνεία στα σχολικά βιβλία, φέρεται από πολλούς ακαδημαϊκούς-ιστορικούς ως η αμερικανική εκδοχή του οικονομικού προγράμματος του φασισμού. Ακόμη και ο Μουσολίνι φρόντισε να αποδώσει τα εύσημα στον …εαυτό του για το «New Deal», δηλώνοντας στους «New York Times» (Ιούλης 1933), ότι «το σχέδιο για το συντονισμό της βιομηχανίας ακολουθεί κατά γράμμα τη δική μας πολιτική συνεργασίας». Ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, υποστηρικτής τότε της πολιτικής του «New Deal», τόνισε στο περιοδικό «Time» στις 17 Μάη 1976: «Ο φασισμός υπήρξε πράγματι η βάση για το “New Deal”. Ηταν η επιτυχία του Μουσολίνι στην Ιταλία, με την κυβερνητικά διευθυνόμενή του οικονομία, η οποία οδήγησε πολλούς από τους πρώτους οπαδούς του “New Deal” να πουν “ο Μουσολίνι όμως κάνει τα τρένα να έρχονται στην ώρα τους”».

Η σχέση της αμερικανικής άρχουσας τάξης με τα φασιστικά καθεστώτα της Γερμανίας και της Ιταλίας δεν αρκέστηκε μόνο στην ανταλλαγή «φιλοφρονήσεων» ή «συνταγών» για την οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας. Ενα γεγονός, που δεν αναγράφεται βεβαίως στα σχολικά βιβλία και αποκρύπτεται επιμελώς από την κυρίαρχη ιστοριογραφία, είναι ο καταλυτικός ρόλος που έπαιξαν τα μεγάλα αμερικανικά μονοπωλιακά συγκροτήματα στην οικονομική-στρατιωτική ανόρθωση της Γερμανίας από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην προετοιμασία της για το Β΄. Εταιρίες όπως η Ford, η General Motors (μέσω της θυγατρικής της Opel και όχι μόνο), η General Electric, η Standard Oil (η σημερινή Exxon-Mobil), η IBM, η ΙΤΤ (η σημερινή ΑΤ&Τ), η Τράπεζα Chase Manhattan και πολλές άλλες, έκαναν τεράστιες επενδύσεις, επωφελούμενες του «εξαιρετικού» επιχειρηματικού κλίματος που προσέφερε το Γ΄ Ράιχ, αποκομίζοντας ακόμη μεγαλύτερα κέρδη. Λίγο πριν τον πόλεμο, 250 εταιρίες διέθεταν περιουσιακά στοιχεία αξίας άνω των 450 εκατομμυρίων δολαρίων στη ναζιστική Γερμανία. Σχεδόν το 70% των ξένων επενδύσεων που εισέρευσαν στη Γερμανία τη δεκαετία του 1930 προέρχονταν από τις ΗΠΑ.11 Η εκτίμηση υπήρξε αμοιβαία: τόσο ο πρόεδρος της IBM T. Watson όσο και ο πρόεδρος της Ford H. Ford τιμήθηκαν για τις «υπηρεσίες» τους στο Γ΄ Ράιχ με το μετάλλιο του Μεγάλου Σταυρού της Γερμανικής Τάξης του Αετού το 1937 και 1938 αντίστοιχα.

Πόσοι γνωρίζουν σήμερα ότι: Η μηχανογραφική οργάνωση των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης-εξόντωσης (78 στο σύνολο), που υπήρξε καταλυτική στην «αποτελεσματική» λειτουργία τους, έγινε με τεχνολογία της IBM; Η Standard Oil προμήθευε με καύσιμα τόσο τους Συμμάχους όσο και τον Αξονα στη διάρκεια του πολέμου; Η ITT συνέβαλε σημαντικά στη βελτίωση του γερμανικού συστήματος πληροφοριών και σχεδίασε τις βόμβες Focke-Wulfs, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ενάντια στα συμμαχικά στρατεύματα; Η General Motors κατασκεύασε χιλιάδες θωρακισμένα αυτοκίνητα, φορτηγά και τανκς για το γερμανικό στρατό; Το 1941 η Fordwerke (εργοστάσιο της Ford στο Βερολίνο) προμήθευσε το 1/3 σχεδόν του συνόλου των φορτηγών της Βέρμαχτ, ενώ οι μισοί «εργαζόμενοι» της εταιρίας ήταν «σκλάβοι εργασίας», προερχόμενοι από στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις κατεχόμενες περιοχές.12

Ας γυρίσουμε όμως και πάλι στη Γερμανία του 1933 και την άνοδο του φασισμού στην εξουσία. Οντως, στις εκλογές του Μάη του 1928 το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα άγγιξε το ναδίρ της εκλογικής του επιρροής, συγκεντρώνοντας μόλις το 2,6% των ψήφων και έχοντας χάσει πάνω από το μισό της δύναμής του από το 1924. Δύο χρόνια αργότερα και μεσούσης της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης οι Ναζί είδαν τα ποσοστά τους να εκτοξεύονται στο 18,3%. Το 1930 όμως δεν ήταν απλά η χρονιά της εκλογικής ανάκαμψης του φασισμού στη Γερμανία. Ηταν επίσης η χρονιά όπου το γερμανικό βιομηχανικό και τραπεζικό κεφάλαιο έδειξε την προτίμησή του ανοιχτά και αποφασιστικά στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Α. Χίτλερ.

Οι άμεσοι δεσμοί που αναπτύχθηκαν μεταξύ μονοπωλίων και Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, καταγράφηκαν και στοιχειοθετήθηκαν λεπτομερώς στις Δίκες της Νυρεμβέργης. Η διαβόητη «Δίκη των Βιομηχάνων» -άγνωστη σήμερα- θεωρήθηκε τότε ίσης σημασίας με τις δίκες των στελεχών των Ναζί, των SS, της Βέρμαχτ κλπ. Εκτοτε καταδικάστηκε στη λήθη: οι εγκληματικές ευθύνες των μονοπωλίων για την άνοδο του ναζισμού παραγράφηκαν, τα αίτια του φασισμού και του πολέμου «επαναπροσδιορίστηκαν», τα βιβλία Ιστορίας ξαναγράφτηκαν και σύντομα οι κατηγορούμενοι έγιναν κατήγοροι.

Διαβάζουμε σχετικά στα Πρακτικά της Δίκης: «Επειτα από πρόσκληση του Γκέρινγκ, περίπου 25 από τους μεγαλύτερους βιομηχάνους της Γερμανίας, μαζί με τον Schacht (σ.σ. πρόεδρο της Τράπεζας Διεθνών Διευθετήσεων από το 1930, διευθυντή της Τράπεζας του Ράιχ και από το 1934 υπουργό Οικονομικών των Ναζί), συναντήθηκαν στο Βερολίνο στις 20 Φλεβάρη 1933», δηλαδή «λίγο πριν τις γερμανικές εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933. Στη συνάντηση αυτή ο Χίτλερ ανακοίνωσε την πρόθεση των συνωμοτών (σ.σ. των Ναζί) να αποκτήσουν τον ολοκληρωτικό έλεγχο της Γερμανίας, να διαλύσουν το κοινοβουλευτικό σύστημα, με βία να αντιμετωπίσουν κάθε αντιπολίτευση και να αποκαταστήσουν τη δύναμη της Βέρμαχτ. Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν ο G. Krupp, επικεφαλής της πολεμικής βιομηχανίας Alfried Krupp A.G., τέσσερα ηγετικά στελέχη της I. G. Farben, ενός εκ των μεγαλυτέρων κονσέρν (σ.σ. μονοπωλίων) χημικών στο κόσμο, ο A. Vogler, επικεφαλής της United Steel Works της Γερμανίας και άλλοι επιφανείς βιομήχανοι»13.

Ενας εξ αυτών, ο George von Schnitzler, διευθυντικό στέλεχος της I. G. Farben, κατέθεσε στις Δίκες της Νυρεμβέργης: «Ενώ περίμενα τον Γκέρινγκ να εμφανιστεί, μπήκε στο δωμάτιο ο Χίτλερ, ο οποίος έσφιξε το χέρι όλων και κάθισε στη κεφαλή του τραπεζιού. Σε ένα μακρύ λόγο μίλησε κυρίως για τον κίνδυνο του κομμουνισμού, επί του οποίου έκανε σα να είχε μόλις κερδίσει μια αποφασιστική μάχη». Τα επιχειρήματα του Χίτλερ έπιασαν τόπο. Η συνάντηση έληξε με τη σύσταση ειδικού ταμείου υποστήριξης των Ναζί στις επερχόμενες εκλογές ύψους 3.000.000 μάρκων.14 Στις εκλογές αυτές το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα έλαβε το 43,9% των ψήφων.

Ο βιομηχανικός κολοσσός της Krupp, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία του γερμανικού κεφαλαίου, υπήρξαν βασικοί οικονομικοί αρωγοί-χορηγοί όχι μόνο της πολεμικής μηχανής της φασιστικής Γερμανίας, αλλά και των διαφόρων πολιτικών (κόμμα, οργανώσεις νεολαίας) ή στρατιωτικών οργανώσεων των Ναζί (όπως τα Τάγματα Εφόδου SA, τα SS κλπ.). Ετσι ξεκίνησε το «Ταμείο του Χίτλερ», με κεφάλαια που προέρχονταν «ακόμα και από τους πιο απομακρυσμένους κύκλους της γερμανικής βιομηχανίας, συμπεριλαμβανομένου του κόσμου της αγροτικής οικονομίας και των τραπεζών»15. Με το άνοιγμα των αρχείων της Krupp προέκυψε ότι π.χ. μόνο το εργοστάσιο της εταιρίας στο Essen είχε «προσφέρει» ως το 1945 το ποσό των 4.738.446 μάρκων στο εν λόγω Ταμείο16.

Τα οφέλη υπήρξαν αμοιβαία: «Ο Εθνικοσοσιαλισμός απελευθέρωσε τον Γερμανό εργάτη από τη μέγγενη ενός δόγματος (σ.σ. του κομμουνισμού) που ήταν βασικά εχθρικό τόσο για τον εργοδότη όσο και για τον εργαζόμενο. Ο Αδόλφος Χίτλερ επέστρεψε τον εργάτη στο έθνος του. Τον μετέτρεψε σε πειθαρχημένο στρατιώτη της εργασίας και συνεπώς σύντροφό μας (σ.σ. των βιομηχάνων!)»17. Με άλλα λόγια, ο φασισμός εξασφάλισε την πολυπόθητη για το κεφάλαιο «εργασιακή ειρήνη», διαλύοντας τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργατών και συλλαμβάνοντας, εκτοπίζοντας ή εξοντώνοντας τους κομμουνιστές.

Τα συμφέροντα των γερμανικών μονοπωλίων ικανοποιούνταν και με τις δύο βασικές επιδιώξεις των Ναζί: την ιμπεριαλιστική αναδιανομή του κόσμου και τη συντριβή της ΕΣΣΔ. Αλλωστε από το 1936 κιόλας ο Χίτλερ είχε δώσει οδηγίες στο Υπουργείο Πολέμου του Ράιχ να ετοιμάζεται για την «αναμέτρηση με τη Ρωσία», την οποία θεωρούσε «αναπόφευκτη»18. Οσον αφορά το πρώτο, ο υπουργός Οικονομίας των Ναζί Schacht δήλωνε στον Αμερικανό πρόξενο Fuller το 1935: «Οι αποικίες είναι απαραίτητες στη Γερμανία. Αν καταστεί δυνατό θα τις αποκτήσουμε μέσα από διαπραγματεύσεις. Αν όχι, θα τις αρπάξουμε»19.

Εδώ τίθενται ξεκάθαρα δύο από τα πλέον θεμελιώδη αίτια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Για κανένα όμως δε γίνεται αναφορά στα σχολικά βιβλία. Για την ακρίβεια, η στόχευση της Σοβιετικής Ενωσης αποσιωπάται εντελώς. Η ιμπεριαλιστική αναδιανομή του κόσμου παρουσιάζεται ως «εκστρατεία κατά του διεθνούς κράτους δικαίου», υπονόμευση του υπάρχοντος συστήματος «συλλογικής ασφάλειας» και «ειρήνης», ως «εμμονή της χιτλερικής Γερμανίας να επιβάλει τη θέλησή της σε βάρος της διεθνούς νομιμότητας» κ.ο.κ. Ετσι, στις δυνάμεις του άξονα καταλογίζεται η πλήρης ευθύνη για τον πόλεμο, ενώ οι «φιλειρηνικές» δυνάμεις του «φιλελεύθερου δημοκρατικού προτύπου», όπως οι ΗΠΑ, εκθειάζονται για την πολιτική «καλής θέλησης» που εφήρμοσαν, ιδιαίτερα vis-à-vis των χωρών της Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής.20 Ας εξετάσουμε τα δύο αυτά ζητήματα αντίστροφα.

Καταρχάς, για ποια «διεθνή νομιμότητα» και ποιο «διεθνές κράτος δικαίου» μιλάμε; Του ιμπεριαλισμού, που εκμεταλλευόταν με αποικιακούς όρους πάνω από το 1/3 της υφηλίου; Οχι, αυτή η «νομιμότητα» δεν αμφισβητούνταν από τα κράτη του Αξονα. Απλώς επιδίωκαν μεγαλύτερο μερίδιο επί των παγκόσμιων αγορών και πλουτοπαραγωγικών πηγών.

Προφανώς μόνο σε «πολιτική καλής θέλησης» δεν μπορούν να αποδοθούν οι αλλεπάλληλες στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ στην Αϊτή (19χρονη κατοχή, 1914-1934), τη Δομινικανή Δημοκρατία (1916-1924), την Κούβα (1917-1933, κατοχή-προτεκτοράτο), το Ελ Σαλβαδόρ (1932), τον Παναμά (1918-1920, 1925), την Ονδούρα (1919, 1924-1925), την Γουατεμάλα (1920) ή την Κίνα (1922-1934).21 Μήπως η Βρετανία δεν επενέβη στρατιωτικά στο Αφγανιστάν (1919) ή στο Ιράκ (1920), όπου ο βρετανικός ιμπεριαλισμός χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τη βόμβα φωσφόρου κατά των Κούρδων που εξεγέρθηκαν ενάντια στην αποικιακή κυριαρχία ή στην πολύπαθη Παλαιστίνη (1936); Αυτή υπήρξε η «διεθνής νομιμότητα» και «ειρήνη» του Μεσοπολέμου.

Οσον αφορά την αποσιώπηση της κοινής στόχευσης φασισμού και αστικής δημοκρατίας ενάντια στην ΕΣΣΔ, αυτή εξυπηρετεί το αστικό ιδεολόγημα περί αντίθεσης δημοκρατίας – ολοκληρωτισμού, που αναπαράγεται στην κυρίαρχη ιστοριογραφία.

Βασικά ιστορικά γεγονότα που αποσιωπούνται έχουν ως εξής: Την περίοδο από τον Ιούνη έως τον Αύγουστο του 1939 πραγματοποιήθηκαν μια σειρά διαπραγματεύσεις μεταξύ Γερμανίας και Βρετανίας, κατά τις οποίες η πρώτη υποσχέθηκε να σεβαστεί την ακεραιότητα της βρετανικής αυτοκρατορίας, η δε δεύτερη παραχώρησε στο Χίτλερ ελευθερία κινήσεων στην Ανατολή. Οι συνομιλίες περιστράφηκαν γύρω από δύο κυρίως άξονες: α) τον καθορισμό σφαιρών επιρροής και β) τη διπλωματική απομόνωση της ΕΣΣΔ. Ο Harold Ickes, επιτετραμμένος των Εσωτερικών Υποθέσεων των ΗΠΑ, έγραφε την εποχή εκείνη στο ημερολόγιό του: «Η Αγγλία ήλπιζε να προκαλέσει σύγκρουση ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γερμανία και να μη διακινδυνέψει η ίδια […] Η Γαλλία θα αναγκαστεί επίσης να απαρνηθεί την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη προς όφελος της Γερμανίας, ελπίζοντας να τη δει να εμπλέκεται σε πόλεμο με τη Σοβιετική Ενωση»22.

Και ενώ η Γερμανία προήλαυνε προς ανατολάς και ούτε μια τουφεκιά δεν είχε ριχτεί από πλευράς των Συμμάχων, παρότι «επισήμως» της είχαν ήδη κηρύξει τον πόλεμο (ο λεγόμενος «παράξενος πόλεμος»), έλαβε χώρα η σοβιετοφινλανδική σύρραξη. Στο πλευρό της αντιδραστικής κυβέρνησης της Φινλανδίας (η οποία σημειωτέον συντάχθηκε στη συνέχεια με τις δυνάμεις του άξονα) έσπευσαν όλοι: Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ και φασιστική Ιταλία συνέδραμαν με στρατιωτικό υλικό, ενώ παράλληλα προετοιμαζόταν και η αποστολή εκστρατευτικού σώματος. Το τελευταίο δεν έφτασε ποτέ αφού επήλθε η νίκη του Κόκκινου Στρατού. Ενα γκολικό δημοσίευμα του 1943 θα σχολιάσει σχετικά με την υπόθεση: «Στα τέλη του 1939-1940 αποτυγχάνει η πολιτική και στρατιωτική συνωμοσία των Τσάμπερλεν και Νταλαντιέ που σκοπό είχε να προκαλέσει μια ανατροπή της κατάστασης σε βάρος της Σοβιετικής Ενωσης και να μπει τέλος στην αντιπαράθεση ανάμεσα στην αγγλογαλλική συμμαχία και τη Γερμανία μέσω ενός συμβιβασμού και μιας αντι-Κομιντέρν συμμαχίας. Η συνωμοσία αυτή συνίστατο στην αποστολή ενός αγγλογαλλικού εκστρατευτικού σώματος για να βοηθήσει τους Φινλανδούς και η επέμβασή του θα προκαλούσε μια εμπόλεμη κατάσταση με τη Σοβιετική Ενωση»23 .

Παράλληλα αποσιωπούνται και οι αλλεπάλληλες ειρηνευτικές προσπάθειες της ΕΣΣΔ, που έλαβαν χώρα στην αυγή του πολέμου. Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε: Το Μάρτη του 1939 η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε στη Γαλλία, την Αγγλία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και την Τουρκία τη σύγκληση διάσκεψης με αντικείμενο την αντιμετώπιση μιας ενδεχομένης γερμανικής επίθεσης. Η Αγγλία αρνήθηκε και η διάσκεψη δεν έγινε ποτέ. Χωρίς αποτέλεσμα ήταν και η νέα πρόταση της ΕΣΣΔ στις 27 Μάη προς Γαλλία και Αγγλία για την οργάνωση ενεργούς αμοιβαίας βοήθειας εναντίον κάθε επιθετικής ενέργειας στην Ευρώπη. Το ίδιο και στις 23 Ιούλη. Επίσης, το Μάη του 1939, η ΕΣΣΔ προσέφερε στρατιωτική βοήθεια στην πολωνική κυβέρνηση σε περίπτωση πολέμου. Η απάντηση της τελευταίας υπήρξε αρνητική (ενώ ταυτόχρονα επικροτήθηκε από τη Γαλλία και την Αγγλία).24 Οι προθέσεις των «Δημοκρατιών» -όπως διαπιστώσαμε ήδη- ήταν άλλες.

Τι «επιλέγουν» να «γνωστοποιήσουν» τα σχολικά βιβλία από το σύνολο των διπλωματικών κινήσεων, επαφών και συμφωνιών της προπολεμικής περιόδου; Το Σύμφωνο «Μολότοφ-Ρίμπεντροπ» (γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης), το οποίο -σύμφωνα με το βιβλίο Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου- «ενίσχυσε» τον Χίτλερ «στην επιλογή του υπέρ του πολέμου». Επίσης γνωστοποιούν τις «φιλικές σχέσεις Χίτλερ – Στάλιν που επισφραγίστηκαν με τον από κοινού διαμελισμό της Πολωνίας»25.Για να γίνει πειστική αυτή η εκτίμηση, σκοπίμως υποβαθμίζεται ως προς τη σημασία άλλα και το περιεχόμενό της η Συμφωνία του Μονάχου μεταξύ Γαλλίας, Αγγλίας, Γερμανίας και Ιταλίας, η οποία είχε προηγηθεί. Αλλωστε η Συμφωνία του Μονάχου ήταν η διπλωματική πλευρά της επιδίωξης των «Αστικών Δημοκρατιών» η Γερμανία να είναι ο εισβολέας στην ΕΣΣΔ. Με την απόκρυψη όλων των ιστορικών δεδομένων που παραθέσαμε, στη συνείδηση του μαθητή και της μαθήτριας διαστρεβλώνεται ο -αναγκαστικός για την ΕΣΣΔ- αμυντικός χαρακτήρας του Συμφώνου «Μολότοφ-Ρίμπεντροφ». Το γεγονός ότι η σοβιετική πολιτική ήταν «κατά κύριο λόγο αμυντική, βασιζόμενη στο φόβο μιας ενδεχόμενης επίθεσης των Συμμάχων ή άλλων σχετιζόμενων δυνάμεων», επιβεβαιώνεται, μεταξύ άλλων, από πληθώρα διπλωματικών πηγών και αρχειακού υλικού της εποχής.26 Οι δε πολεμικές προετοιμασίες της Βρετανίας εναντίον της ΕΣΣΔ σε περίπτωση εμπλοκής της τελευταίας σε πόλεμο με τη Γερμανία είναι επίσης καταγεγραμμένες με σαφήνεια και λεπτομέρεια στα αρχεία του Foreign Office.27 Το Σύμφωνο «Μολότοφ-Ρίμπεντροπ» ήταν το μοναδικό μέσο άμυνας που είχε απομείνει στη Σοβιετική Ενωση δεδομένων των συνθηκών. Εξασφάλισε στη χώρα 21 πολύτιμους μήνες ειρήνης, που κατόπιν αποδείχτηκαν ανεκτίμητοι στην πολεμική της προετοιμασία ενόψει της αναπόφευκτης γερμανικής επίθεσης.

Τέλος, η αναφορά στον Ισπανικό Εμφύλιο, το σημαντικότερο ίσως πρόδρομο γεγονός του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, περιορίζεται, στο μεν βιβλίο Ιστορίας της Γ΄ Γυμνασίου σε μισή -κυριολεκτικά- γραμμή, ενώ στο βιβλίο της Γ΄ Λυκείου παρατίθεται μόνο ως υποσημείωση στην αναφορά στο έργο «Γκουέρνικα» του Π. Πικάσο. Ετσι ο μαθητής δε θα μάθει ποτέ για το ρόλο των αστικών κυβερνήσεων της Γαλλίας και της Βρετανίας (καθώς και της Κοινωνίας των Εθνών) στην απομόνωση (εμπάργκο) της Δημοκρατικής Ισπανίας, την ίδια στιγμή που οι δυνάμεις του Φράνκο απολάμβαναν την αμέριστη υποστήριξη του Αξονα, τόσο σε έμψυχο όσο και σε άψυχο υλικό.

Αλλά ακόμη και αυτές οι δήθεν ουδέτερες αστικές δημοκρατίες δεν υπήρξαν εν τέλει και τόσο ουδέτερες. Το αεροσκάφος που τον Ιούλη του 1936 μετέφερε το στρατηγό Φράνκο από τα Κανάρια νησιά -όπου είχε τεθεί σε απομόνωση- στο ισπανικό Μαρόκο, σηματοδοτώντας ουσιαστικά την απαρχή του Εμφυλίου, ήταν βρετανικό (πιλότος του αεροσκάφους υπήρξε ο Cecil Bebb, αξιωματούχος της βρετανικής υπηρεσίας πληροφοριών MI6).28 Επίσης, παρά το εμπάργκο, η Βρετανία συνέχισε να έχει με τη φασιστική Ισπανία εμπορικές συναλλαγές αξίας πολλών εκατομμυρίων δολαρίων, κεφάλαια απαραίτητα για τη χρηματοδότηση της πολεμικής δραστηριότητας του Φράνκο. Αξιοσημείωτη υπήρξε ακόμη η συνδρομή των ΗΠΑ και των αμερικανικών μονοπωλίων Ford, General Motors, κ.ά. υπέρ των φρανκιστών, σε καύσιμα, οχήματα κ.ο.κ.29 Η μόνη χώρα που στάθηκε δίπλα στη Δημοκρατική Ισπανία ήταν η Σοβιετική Ενωση. Το σπάσιμο του εμπάργκο -φασιστών και «δημοκρατών»- δεν ήταν απλή υπόθεση. Χιλιάδες φορτία κατασχέθηκαν στα σύνορα με τη Γαλλία, ενώ πολλά σοβιετικά πλοία δέχτηκαν επίθεση και βυθίστηκαν στη προσπάθειά τους να μεταφέρουν βοήθεια στον αγωνιζόμενο ισπανικό λαό.30

Η στάση της Γαλλίας, στην κυβέρνηση της οποίας βρισκόταν τότε το Λαϊκό Μέτωπο31 με πρωθυπουργό τον ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος Λεόν Μπλουμ, εγείρει ακόμη ένα κρίσιμο ζήτημα, το οποίο ωστόσο, λόγω της στενότητας του χώρου, δε μας επιτρέπεται να αναπτύξουμε όσο θα χρειαζόταν. Πρόκειται για το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας στη θωράκιση της αστικής εξουσίας, στην υπονόμευση των εργατικών αγώνων και την άνοδο του φασισμού κατά τη μεσοπολεμική περίοδο. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του προέδρου της Β΄ (Σοσιαλιστικής) Διεθνούς, του Βαντερβέλντε, ο οποίος τόνισε στη βελγική βουλή το 1932: «Το καπιταλιστικό σύστημα έχει παντού ρήγματα. Μπορεί να σωθεί μόνο με σοβαρά και επείγοντα μέτρα. Μόλις που προλαβαίνουμε. Προσέξτε να μην γκρεμίσει το προλεταριάτο το ναό, όπως ο Σαμψών». Ενας άλλος σοσιαλιστής, ο Μοντέλ, είχε άλλωστε ξεκαθαρίσει πριν την κρίση πως «μόνο το σοσιαλιστικό κόμμα είναι ικανό να σώσει την αστική κοινωνία»32.

Στην ίδια τη Γερμανία, η κυβερνώσα σοσιαλδημοκρατία, λίγους μόλις μήνες πριν την επικράτηση του ναζισμού, υπεδείκνυε υπερβάλλοντα ζήλο στην καταπολέμηση του μείζονος -κατά τη γνώμη της- κακού… του κομμουνισμού! Αφού απέρριψε ξανά και ξανά τις επανειλημμένες προτάσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας για ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης κατά του φασισμού, φρόντισε να θέσει εκτός νόμου και να διαλύσει το Κόκκινο Μέτωπο, επιτρέποντας παράλληλα την ύπαρξη των Ταγμάτων Εφόδου των Ναζί! Τα παραδείγματα είναι πολλά και σίγουρα δεν εξαντλούνται μέσα σε λίγες μόνο σελίδες. Πρόκειται όμως για ιστορικά γεγονότα που σκόπιμα παραλείπονται από βιβλία Ιστορίας, σχολικά και μη.

Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Στις ενότητες που αφορούν τη διεξαγωγή του πολέμου, την κατοχή και την αντίσταση στον κατακτητή, η τάση για υποβάθμιση του ρόλου της ΕΣΣΔ -και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος γενικότερα- στον αντιφασιστικό αγώνα είναι κάτι παραπάνω από οφθαλμοφανής, καταργώντας κάθε μέτρο αντικειμενικότητας στην προσέγγιση της Ιστορίας.

Και στα δύο βιβλία τονίζεται ο παράγων «χειμώνας», ως καθοριστική αιτία στην ανακοπή της γερμανικής προέλασης στο Ανατολικό Μέτωπο («κλασσικό» επιχείρημα όσων προσπάθησαν διαχρονικά να υποτιμήσουν την εποποιία του σοβιετικού λαού). Στην «ηρωική άμυνα» των Βρετανών πιλότων της RAF κατά τη «Μάχη της Αγγλίας» αντιπαραβάλλονται οι «ζωντανοί νεκροί» του πολιορκημένου Λένινγκραντ, που σχεδόν μοιρολατρικά περίμεναν το θάνατο («οι ζωντανοί δεν είχαν κουράγιο να θάψουν τους νεκρούς»). Ο χώρος που διατίθεται για την περιγραφή των πολεμικών επιχειρήσεων δεν αντιστοιχεί, ούτε στο μέγεθος ούτε στη συμβολή τους, στην τελική νίκη. Και το επιστέγασμα όλων αυτών: στο χάρτη των απωλειών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που παρατίθεται στο βιβλίο Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου, οι νεκροί της Σοβιετικής Ενωσης δεν αναγράφονται καν!33

Προκειμένου να σχηματίσουμε μια ορισμένη εικόνα του πόσο ετεροβαρής -και κατά συνέπεια στρεβλή- είναι η αποτύπωση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στα σχολικά βιβλία, αρκεί να αναλογιστούμε τα εξής: Στο Ανατολικό Μέτωπο η Βέρμαχτ σημείωσε τα ¾ των συνολικών απωλειών της. Η Σοβιετική Ενωση είχε περίπου 20.000.000 νεκρούς σε μάχιμο και άμαχο πληθυσμό (εκ των οποίων 2.000.000 μέλη του ΚΚΣΕ), ενώ η Βρετανία 375.000 και οι ΗΠΑ 405.000. Ο Κόκκινος Στρατός σήκωσε το κύριο βάρος (65%) των στρατιωτικών απωλειών μεταξύ των Συμμάχων (Βρετανία και ΗΠΑ από 2% αντίστοιχα). Οι απώλειες του αμερικανικού στρατού στη Γερμανία ήταν 8.351 άνδρες, ενώ μόνο η μάχη για το Βερολίνο στοίχισε στους Σοβιετικούς 300.000 νεκρούς και τραυματίες. Η πολιορκία του Λένινγκραντ υπήρξε η πιο αιματηρή στην Ιστορία της ανθρωπότητας. Κράτησε 872 ημέρες και κόστισε τη ζωή σε περίπου 1.000.000 Σοβιετικούς πολίτες. Μία τιτάνια προσπάθεια πραγματικά, υπόδειγμα ηρωισμού.

Ο ρόλος των αντιστασιακών-αντιφασιστικών κινημάτων στην κατεχόμενη Ευρώπη επίσης υποβαθμίζεται έως και διαγράφεται. Στο βιβλίο Ιστορίας της Γ΄ Γυμνασίου αφιερώνεται μια γραμμή, ενώ παρατίθεται εμβόλιμα η επιστολή ενός Γάλλου αντιστασιακού. Στο δε βιβλίο της Γ΄ Λυκείου η μία και μοναδική αναφορά στην αντίσταση έχει να κάνει με τη σύλληψη του Μουσολίνι από τους «Παρτιζάνους» γενικά (το «κομμουνιστές» εδώ παραλείπεται). Και όμως, τα αντιστασιακά κινήματα συνέδραμαν σημαντικά στην έκβαση του πολέμου, καθηλώνοντας δεκάδες μεραρχίες και προξενώντας σημαντικές φθορές, υλικές και ηθικές, στον εχθρό. Η ύπαρξή τους εξοβελίζεται από την Ιστορία και μαζί τους το στοιχείο του λαϊκού παράγοντα στον αντιφασιστικό αγώνα, κύριος αιμοδότης-οργανωτής του οποίου υπήρξαν οι κομμουνιστές.34

Τέλος, στην ενότητα «εγκλήματα πολέμου κατά της ανθρωπότητας» γίνεται αναφορά στις διώξεις και την εξόντωση «πολυάριθμων εβραίων και τσιγγάνων» στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Γιατί μεταξύ αυτών δεν συγκαταλέγονται τα 2,5-3 εκατομμύρια σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου, που έπεσαν θύματα της ίδιας θηριωδίας, καθώς και οι χιλιάδες κομμουνιστές και αντιφασίστες, που επίσης άφησαν την τελευταία τους πνοή στα κολαστήρια του Αουσβιτς, του Μαουτχάουζεν κ.ο.κ.; Γίνεται ειδική αναφορά στους Ελληνες εβραίους που στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης -και πολύ σωστά. Γιατί όμως δε γίνεται το ίδιο -έστω και μονολεξί- για τους Ελληνες κομμουνιστές και αντιφασίστες που μοιράστηκαν την ίδια τύχη (μεταξύ αυτών και ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδης);

Και βέβαια, όσον αφορά το ζήτημα της «λογοδοσίας», της «απόδοσης ευθυνών» και της «τιμωρίας» εκείνων που διέπραξαν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, δεν αναδεικνύεται ούτε η «μισή αλήθεια». Η δίκη των βιομηχάνων (η δεύτερη δίκη της Νυρεμβέργης), η οποία συστάθηκε για να εξετάσει όχι μόνο την πολύπλευρη στήριξη του κεφαλαίου στο φασισμό, αλλά και τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν υπ’ ευθύνη του κατά της ανθρωπότητας (χρήση αιχμαλώτων πολέμου στην παραγωγή, διαχείριση στρατοπέδων συγκέντρωσης, εξοντωτικές συνθήκες εργασίας κλπ.), διαγράφεται ως ιστορικό γεγονός. Παρομοίως αποσιωπάται ότι το 1950-1951 ο John McCloy, ύπατος αρμοστής των ΗΠΑ στην Αμερικανική Ζώνη κατοχής της Γερμανίας, άρχισε να αμνηστεύει έναν-έναν όλους τους βιομηχάνους και τους τραπεζίτες που είχαν καταδικαστεί ως εγκληματίες πολέμου, όπως τον Krupp, τα στελέχη της I. G. Farben ή τον Friedrich Flick, έναν από τους βασικότερους οικονομικούς υποστηρικτές του Χίτλερ και του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, ο οποίος αποκόμισε τεράστια κέρδη, χρησιμοποιώντας σκλάβους εργάτες που μίσθωνε από τα SS (υπολογίζεται ότι από τους 48.000 εργάτες που εργάστηκαν στις επιχειρήσεις του Flick, σχεδόν το 80% δεν επιβίωσε). Οσες περιουσίες είχαν κατασχεθεί, επεστράφησαν, ενώ πολλοί αποκαστάθηκαν στα προηγούμενα διευθυντικά πόστα τους.

Και δεν ήταν οι μόνοι που «αποκαταστάθηκαν», ώστε να λάβουν μέρος στην οξυνόμενη διαπάλη μεταξύ ιμπεριαλισμού και σοσιαλισμού. Στα πλαίσια της αναδιοργάνωσης των μυστικών υπηρεσιών της Δυτικής Γερμανίας, ο John McCloy έθεσε επικεφαλής τους το Reinhardt Gelen, το Ναζί εγκληματία πολέμου, υπεύθυνο της αντισοβιετικής κατασκοπίας και καταζητούμενο από την ΕΣΣΔ για τα τερατώδη εγκλήματα που διαπράχθηκαν υπό την ηγεσία του στο Ανατολικό Μέτωπο. Την ίδια περίοδο, ο Adolf Heusinger, πρώην αρχηγός του Επιτελείου Στρατού της Βέρμαχτ, διορίστηκε αρχηγός του Επιτελείου Στρατού της Δ. Γερμανίας, ενώ στη συνέχεια τοποθετήθηκε πρόεδρος της Μόνιμης Στρατιωτικής Επιτροπής του ΝΑΤΟ! Εως το 1961 υπηρέτησαν στη διοίκηση του ΝΑΤΟ 136 Γερμανοί στρατηγοί και ναύαρχοι που είχαν καταδικαστεί ως εγκληματίες πολέμου!35

Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

Η εγκαθίδρυση δικτατορικού-φασιστικού καθεστώτος στην Ελλάδα αποδίδεται εν πολλοίς στην «ισοψήφιση… των δύο μεγάλων κομμάτων, Λαϊκού και Φιλελευθέρων, στις εκλογές του Ιανουαρίου 1936» και την «αδυναμία τους στη συνέχεια να συνεργαστούν…σε εποχή γενικότερης κρίσης του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος». Τη «λύση» στο κοινοβουλευτικό «αδιέξοδο» έδωσε ο Βασιλιάς Γεώργιος ο Β΄, διορίζοντας Πρωθυπουργό τον Ι. Μεταξά, οποίος, επικαλούμενος «κομμουνιστικό κίνδυνο», κήρυξε τη δικτατορία στις 4 Αυγούστου 1936.36 Οι ευθύνες λοιπόν του αστικού πολιτικού κόσμου περιορίζονται στην «αδυναμία» τους να συνεργαστούν μεταξύ τους και την «έλλειψη πυγμής» να αντιδράσουν σε αυτό που παρουσιάζεται εδώ λίγο-πολύ ως ένα αυθαίρετο βασιλικό πραξικόπημα. Το ότι βέβαια, τόσο το Κόμμα των Φιλελευθέρων όσο και των Λαϊκών ψήφισαν υπέρ της κυβέρνησης Μεταξά στη Βουλή (οι μεν πρώτοι έδωσαν «ψήφο εμπιστοσύνης», οι δε δεύτεροι «ψήφο ανοχής» – το ΚΚΕ ήταν το μόνο κόμμα που ψήφισε «κατά») τον Απρίλη του 1936, παραδίδοντας επίσημα και σύμφωνα με τους κανόνες του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος τη διακυβέρνηση στο μελλοντικό δικτάτορα, κρίνεται ανάξιο αναφοράς.

Το φλερτ των αστικών «δημοκρατικών» κομμάτων με το φασισμό παραγράφεται και πάλι, όπως ακριβώς έγινε στις ενότητες που πραγματεύονταν τα αίτια της ανόδου του φασισμού σε διεθνές επίπεδο. Ενδεικτική είναι ίσως η στιχομυθία Βενιζέλου – Πλαστήρα, παραμονές των εκλογών του 1933, όταν το Κόμμα των Φιλελευθέρων βρισκόταν αντιμέτωπο με σίγουρη ήττα. Ακολούθως, ο Γ. Δάφνης, στο έργο του «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», αναφέρει πως ο Πλαστήρας πρότεινε στο Βενιζέλο τη διενέργεια πραξικοπήματος, ώστε να «κάνουμε ό,τι και στην Ιταλία, που χάρις στο Φασισμό προοδεύει». Ο Βενιζέλος «του απήντησε ότι δεν ήτο μεν ενθουσιασμένος με το κοινοβουλευτικόν καθεστώς, αλλ’ ότι τα ελαττώματα των άλλων λύσεων ήσαν τόσο μεγάλα, ώστε ουδ’ επί στιγμήν εδέχετο αλλαγήν του πολιτεύματος. Η Ιταλία, προσέθεσεν, επήγαινε καλά, διότι εκεί υπήρχε δικτάτωρ, ενώ εις την Ελλάδα δεν υπήρχε δικτάτωρ… Και χαριτολογών, κατέληξεν ο Βενιζέλος: “Αν πείσεις τον Μουσολίνι να αφήση την Ιταλίαν και να έλθη εδώ, τότε, ίσως, συμφωνήσω να γίνη δικτατορία”»37.

Ο Πλαστήρας θα εκφράσει και πάλι την «προτίμησή» του στις δυνάμεις του Αξονα σε ιδιόχειρη επιστολή του στις 21 Απρίλη 1941 (όταν τα γερμανικά στρατεύματα προήλαυναν ήδη σε ελληνικό έδαφος), προτρέποντας σε σχηματισμό φιλογερμανικής κυβέρνησης.38 Ο δε Γ. Κονδύλης -από την «άλλη πλευρά» του αστικού πολιτικού φάσματος- ένα χρόνο πριν την εγκαθίδρυση του καθεστώτος Μεταξά, θα χαρακτηρίσει τον Ιταλό δικτάτορα ως τον«καλύτερο άνδρα της σημερινής εποχής», ο οποίος «κατάφερε να πειθαρχήσει έναν ζωηρό λαό […] και να λύσει το πρόβλημα της συνεργασίας μεταξύ κεφαλαίου και εργατών»39.

Γιατί επιβλήθηκε δικτατορία το 1936 στην Ελλάδα; Την απάντηση την έδωσε ο ίδιος ο Ι. Μεταξάς, διευκρινίζοντας με ειλικρίνεια όσο και κυνικότητα, πως σκοπός της δικτατορίας δεν ήταν άλλος παρά η «αδιάκοπος φροντίς διά την στερέωσιν του αστικού καθεστώτος με όλας τας αναγκαίας θυσίας δια το σύνολον της κοινωνίας και ιδίως δια τας ενδεείς τάξεις»40.

Στην ενότητα του βιβλίου Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου που πραγματεύεται τη «συμμετοχή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» και την «Εθνική Αντίσταση» η ήττα των ελληνικών στρατευμάτων από τα γερμανικά αποδίδεται στην «υπεροχή» των τελευταίων «σε οργάνωση και οπλικά μέσα». Αυτό όμως δεν αποτελεί παρά μια εξιδανικευμένη και λειψή απεικόνιση της ιστορικής πραγματικότητας. Ο ελληνικός στρατός δεν «υπέκυψε» λόγω της υπεροπλίας του αντιπάλου. Προδόθηκε και εγκαταλείφθηκε στην τύχη του. Δύο μόλις ημέρες μετά την παράδοση τελεσιγράφου δια χειρός του Γερμανού πρέσβη στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή (6 Απρίλη 1941), ο διοικητής του Μετώπου στρατηγός Μπακόπουλος, βάσει διαταγών του αρχιστράτηγου Παπάγου, απηύθυνε στην ηγεσία των χιτλερικών στρατευμάτων παράδοση άνευ όρων. Και αυτό ενώ ο ελληνικός στρατός μαχόταν ακόμη στην Ηπειρο! Η παράδοση του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας άφησε τη Στρατιά Ηπείρου εγκλωβισμένη μεταξύ των ιταλικών και γερμανικών στρατευμάτων, καθιστώντας την οποιαδήποτε άμυνα ιδιαίτερα δύσκολη. Τρεις εβδομάδες αργότερα (και ενώ ο ελληνικός στρατός είχε απωθήσει με επιτυχία την ιταλική επίθεση επί 6 μήνες) η γερμανική μπότα πάτησε στους δρόμους της Αθήνας…

Η «επόμενη μέρα» βρίσκει (στο βιβλίο Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου πάντοτε) την «εξόριστη πλέον ελληνική κυβέρνηση» να υπερασπίζεται «με όσα μέσα διέθετε, τα εθνικά συμφέροντα»41. Η «συνέχιση του αγώνα στο πλευρό των Συμμάχων» ξεκινά με τη συμμετοχή της Ελλάδας στις μάχες του Ελ Αλαμέιν και του Ρίμινι, παρότι χρονικά έπονται της Εθνικής Αντίστασης. Προφανώς στη συνείδηση των συγγραφέων του βιβλίου προηγούνται ιεραρχικά από πλευράς σπουδαιότητας, παρότι η Εθνική Αντίσταση υπερτερούσε παρασάγγας, τόσο από την άποψη της μαζικότητας (το ΕΑΜ έφτασε να έχει 1.500.000 μέλη και ο ΕΛΑΣ 127.535 μαχητές και εφέδρους), όσο και της συμβολής στις πολεμικές επιχειρήσεις γενικά. Αλλά και όσον αφορά τα ελληνικά στρατεύματα στη Μέση Ανατολή, θα ήταν χρήσιμο για το μαθητή να γνωρίζει την τύχη που επιφύλαξε η αστική κυβέρνηση του Καΐρου και ο καθ’ όλα «ευγνώμων» βρετανικός ιμπεριαλισμός στο αντιφασιστικό κίνημα της Μέσης Ανατολής, στέλνοντας χιλιάδες από τους συμμετέχοντες σε αυτό να πεθάνουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Λιβύης και της Ερυθραίας.42

Η υποβάθμιση του ρόλου των κομμουνιστών στον εθνικοαπελευθερωτικό-αντιφασιστικό αγώνα αρχίζει με την αποσιώπηση του περίφημου «Ανοικτού Γράμματος» (31 Οκτώβρη 1940) του Γενικού Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδη, που καλούσε τον ελληνικό λαό σε αντίσταση. Το ΕΑΜ μπορεί να παρουσιάζεται μεν ως η μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση, ωστόσο το ποιος το ίδρυσε, το οργάνωσε και καθοδήγησε δεν αναγράφεται παρά στο γλωσσάρι στο πίσω μέρος του βιβλίου. Στο κείμενο των 153 λέξεων, όπου οι συγγραφείς του βιβλίου επιχείρησαν να συμπτύξουν -κυριολεκτικά και μεταφορικά- το μεγαλείο της Εθνικής Αντίστασης, δε χωράει η μάχη της σοδειάς (όταν το ΕΑΜ έσωσε το λαό από την πείνα), δε χωρούν οι απεργιακοί αγώνες, η ματαίωση της επιστράτευσης, η πολιτιστική-εκπαιδευτική προσπάθεια που έλαβε χώρα στην «Ελεύθερη Ελλάδα» κ.ο.κ. Στην «άοσμη» και «άχρωμη» εκδοχή της περιόδου που προωθείται ιστοριογραφικά, όλοι λίγο-πολύ οι Ελληνες έκαναν αντίσταση και ελάχιστοι έγιναν προδότες. Συνεπώς δεν υπήρχε χώρος για εκείνους που θησαύρισαν επί πτωμάτων στην Κατοχή, τους μαυραγορίτες, τους δοσίλογους, τα Τάγματα Ασφαλείας.

Η απάντηση όμως καμιά φορά έρχεται από τις πιο «απρόσμενες» πηγές: Εκθεση του Βρετανικού Υπουργείου των Εξωτερικών (Foreign Office) στις 27 Ιούλη 1943 αναφέρει πως οι βασιλόφρονες «υπήρξαν ενεργοί (ή από την απάθεια, αδράνειά τους) συνεργάτες του εχθρού και τώρα φυσικά κάνουν ύστατες προσπάθειες να αποδείξουν -μέσω της βιαστικής δημιουργίας νέων “αντιστασιακών ομάδων” και της υπογραφής πρωτοκόλλων- την πίστη τους στους Συμμάχους»43.

Παράλληλα, στη σχετική «Αναφορά για την Ελλάδα» (1943) αναφέρεται: «…την ίδια στιγμή που τα εθνικιστικά και συντηρητικά στοιχεία σπαταλούσαν τον χρόνο τους στην αδράνεια, το ΕΑΜ τράβηξε μπροστά φτάνοντας ένα σημείο στο οποίο μπορεί να ισχυριστεί πως είναι ο κύριος αντιπρόσωπος της ελληνικής αντίσταση […]

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το ΕΑΜ είναι ο ηγετικός παράγοντας στο αντιστασιακό κίνημα, και δικαιολογημένα ισχυρίζονται πως ηγούνται του αγώνα τόσο για την απελευθέρωση από τον Αξονα, όσο και για τις εσωτερικές ελευθερίες […]

Οι πρώην πολιτικές προσωπικότητες απέτυχαν να δείξουν στο λαό οποιαδήποτε ηγετική ικανότητα με αυτό ή τον άλλο τρόπο, καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής. Κάποιοι κάτοχοι μεγάλων περιουσιών είναι αντίθετοι στο κίνημα αντίστασης γιατί βλέπουν τα τεράστια κέρδη που συσσώρευαν από την κατοχή να εξατμίζονται από τον κοινό σκοπό […]

Αλλα η μάζα του λαού βλέπει τους αντάρτες ως ηγέτες του αγώνα, και η θέση που κέρδισε το ΕΑΜ αποτελεί απόδειξη πως δεν υπάρχει σοβαρή αντιπολίτευση σε αυτό…»44.

Γι’ αυτό και την ίδια στιγμή όπου γίνονταν οι παραπάνω διαπιστώσεις, ο αστικός κόσμος της Ελλάδας και ο βρετανικός ιμπεριαλισμός προετοιμάζονταν για την «επόμενη μέρα» (σχέδια υπονόμευσης του ΕΑΜ υπάρχουν κατατεθειμένα στα αρχεία του Foreign Office από το 1943 κιόλας).

Σύντομα το στοιχείο της ταξικότητας στον εθνικοαπελευθερωτικό-αντιφασιστικό αγώνα θα εξοβελιζόταν μια για πάντα από την κυρίαρχη ιστοριογραφική αποτύπωση του παρελθόντος, σε μια προσπάθεια να ξεθωριάσει και εν τέλει να σβήσει από την ιστορική συνείδηση των λαών. Μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία, η νέα αστική παραχάραξη της Ιστορίας πάει ένα ακόμη βήμα παραπέρα, προσαρμοζόμενη στην αντιδραστικοποίηση που επέφερε τη νίκη της αντεπανάστασης στις αρχές της δεκαετίας τους 1990.

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
ΚΑΙ Η «ΜΟΙΡΑΣΙΑ» ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Στην ενότητα του βιβλίου Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου με τίτλο «Ο ανταγωνισμός στο στρατόπεδο των νικητών» επαναλαμβάνεται το κλασσικό πλέον επιχείρημα περί μοιρασιάς του κόσμου, με ειδική αναφορά στην περιβόητη ποσοστιαία κατανομή της βαλκανικής από τους Τσόρτσιλ και Στάλιν. Γίνεται λόγος για «τριγμούς στο συμπαγές συμμαχικό οικοδόμημα», για τους οποίους ευθυνόταν κυρίως (ποιος άλλος;) η ΕΣΣΔ, της οποίας τα στρατεύματα «προέλαυναν στην Ανατολική Ευρώπη και στη συνέχεια στην ίδια τη Γερμανία», δημιουργώντας την εντύπωση στους έτερους «συμμάχους» πως δεν είχε κανένα σκοπό να τηρήσει τις όποιες δεσμεύσεις είχε λάβει για το μέλλον των χωρών αυτών. «Οσα γεγονότα ακολούθησαν», αναφέρει εν συνεχεία το βιβλίο, «θα επιβεβαιώσουν τη σταθερή πρόθεση της Σοβιετικής Ενωσης να επιβάλει τον έλεγχό της στην Ανατολική Ευρώπη». Τα γεγονότα δε που διαδραματίζονταν την ίδια περίοδο στην Ελλάδα, «η διαίρεση μεταξύ των Ελλήνων», όπως την παρουσιάζουν οι συγγραφείς του βιβλίου, δεν αποτελούσαν παρά μια «αντανάκλαση της ευρύτερης αντιπαράθεσης» μεταξύ «του δυτικού, καπιταλιστικού-φιλελεύθερου και του κομμουνιστικού προτύπου».Ακολούθως, δύο δρόμοι ανοίγονταν για την Ελλάδα: «θα επιλέγονταν η οδός της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, που εφαρμόζονταν στη Δύση ή εκείνη του υπαρκτού σοσιαλισμού που είχε υιοθετήσει η Σοβιετική Ενωση;»45.

Οι ιστορικές διαστρεβλώσεις, που τροφοδοτούνται εδώ υπεραπλουστευμένα και με τρόπο ισοπεδωτικό στο μαθητή ως ιστορικές αλήθειες, είναι τόσες πολλές, έχουν τόσες πτυχές και τόσο βάθος, που πραγματικά θα χρειάζονταν, όχι ένα, αλλά πολλά άρθρα, προκειμένου να απαντηθούν ικανοποιητικά. Μιας λοιπόν και πολλά από αυτά τα ζητήματα αναπτύχθηκαν ήδη σε πρόσφατο τεύχος της ΚΟΜΕΠ (τ.1/2010), θα αρκεστούμε επί του παρόντος σε μια κωδικοποιημένη παρουσίαση των κύριων στρεβλώσεων:

• Το επιχείρημα περί «μοιρασιάς του κόσμου» θεμελιώνεται διαχρονικά στο περιβόητο «χαρτάκι», που ο Τσόρτσιλ έδωσε στο Στάλιν κατά τη διμερή συνάντηση που έλαβε χώρα τον Οκτώβρη του 1944 στη Μόσχα, για να το λάβει πίσω με ένα σημάδι, το οποίο -σύμφωνα πάντοτε με τον ίδιο- υπονοούσε συμφωνία στην προτεινόμενη μοιρασιά. Το «γεγονός» αυτό έγινε για πρώτη φορά γνωστό μέσα από την έκδοση των απομνημονευμάτων του Βρετανού πρωθυπουργού. Ωστόσο, στην πληθώρα των διπλωματικών εγγράφων και πρακτικών, που εμπεριέχονται στα σοβιετικά, τα βρετανικά ή τα αμερικανικά αρχεία, δε βρέθηκε ποτέ τίποτε άλλο που να υποστηρίζει μια τέτοια συμφωνία. Τουναντίον, υπάρχουν πολλές αναφορές στις ενστάσεις της ΕΣΣΔ όσον αφορά τις προσπάθειες, ιδίως του Τσόρτσιλ, να καθοριστούν σφαίρες επιρροής, οι οποίες θα διασφάλιζαν το πρότερο -αντιδραστικό- status quo για μια σειρά χώρες που βρίσκονταν υπό την άμεση κυριαρχία του βρετανικού ιμπεριαλισμού.46 Τίποτε όμως από αυτά δε λαμβάνεται υπόψη από την κυρίαρχη ιστοριογραφία, εξυπηρετώντας την επιχείρηση σπίλωσης-ακύρωσης της ιστορικής μνήμης για το ρόλο της ΕΣΣΔ στην Αντιφασιστική Νίκη των Λαών.

• «Συμπαγές συμμαχικό οικοδόμημα» δεν υπήρξε ποτέ. Η καθυστέρηση των «Συμμάχων» στο άνοιγμα του «δεύτερου μετώπου», οι ενέργειες της Βρετανίας σε μια σειρά χώρες για την υπονόμευση των αντιστασιακών κινημάτων κ.ο.κ., είναι μόνο μερικά από τα πολυάριθμα παραδείγματα της διαπάλης που διεξαγόταν ταυτόχρονα με τις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των δυνάμεων του Αξονα.

• Η «προέλαση» του Κόκκινου Στρατού στην Ανατολική Ευρώπη παρουσιάζεται εδώ λίγο-πολύ ως κατάκτηση παρά ως απελευθέρωση. Επρεπε ο Κόκκινος Στρατός να σταματήσει στα σύνορα της ΕΣΣΔ; Δεν έπρεπε να απελευθερωθούν οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης (και μάλιστα με τεράστιο ανθρώπινο τίμημα για τον ήδη πολυδοκιμασμένο σοβιετικό λαό) ή το Αουσβιτς και τα άλλα στρατόπεδα του θανάτου, που δε βρίσκονταν σε σοβιετικό έδαφος; Θα είχε απελευθερωθεί η Ευρώπη δίχως τη συνδρομή της ΕΣΣΔ; Οι μετέπειτα εξελίξεις σε μια σειρά χώρες της Ανατολής Ευρώπης δεν ήταν καθόλου το αποτέλεσμα μιας σοβιετικής «κατοχής». Παραγνωρίζεται η αντανάκλαση της ταξικής πάλης στις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις αυτών των χωρών, καθώς και οι υπονομευτικές-επιθετικές ενέργειες του ιμπεριαλισμού την ίδια περίοδο. Το ότι τα σχέδια παλινόρθωσης της αστικής εξουσίας σε μια σειρά χώρες δεν ευδοκίμησε ΚΑΙ χάρις την καταλυτική παρουσία του Κόκκινου Στρατού σε αυτές είναι γεγονός. Ετερον όμως εκάτερον.

• Τέλος, οι μεταπολεμικές εξελίξεις στην Ελλάδα δεν αποτελούσαν βεβαίως απλά και μόνο μια «αντανάκλαση» του «ανταγωνισμού» μεταξύ της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ-Βρετανία. Σίγουρα η διεθνής διαπάλη σοσιαλισμού – ιμπεριαλισμού είχε τον αντίκτυπό της και στην Ελλάδα, όμως επρόκειτο για μια σύγκρουση με πολύ βαθύτερες, ουσιαστικές και βεβαίως εγχώριες ρίζες. Μια σύγκρουση πολύ διαφορετική από εκείνη που υπονοείται στο βιβλίο Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου, που εξελίχτηκε σε συνθήκες πολύ διαφορετικές από εκείνες που σκιαγραφούνται (παραλείπονται εντελώς π.χ. η λευκή βία και τρομοκρατία, οι διώξεις ενάντια στους αγωνιστές της ΕΑΜικής Αντίστασης, οι βασανισμοί, η «άφεση αμαρτιών» των δοσίλογων, των ταγματασφαλιτών, των χιτών και η «ενσωμάτωσή» τους στον «εθνικό» κατασταλτικό μηχανισμό κ.ο.κ.). Οι δρόμοι που ξανοίγονταν μπροστά στον ελληνικό λαό με το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν ήταν «κοινοβουλευτική δημοκρατία δυτικού τύπου» ή «καθεστώς υπαρκτού σοσιαλισμού σοβιετικού τύπου». Πρόκειται για αστικό ιδεολόγημα που εξυπηρετεί τον εγκλωβισμό στην καπιταλιστική εκμετάλλευση. Οι δύο δρόμοι που πρόβαλλαν μπροστά στον ελληνικό λαό ήταν: αστική εξουσία (όπως αυτή μετουσιώθηκε εν συνεχεία στο «πολυπόθητο» κοινοβουλευτικό-δημοκρατικό καθεστώς των διώξεων, των εκτελέσεων, των απαγορεύσεων, του χαφιεδισμού, της εκμετάλλευσης κλπ.) ή εργατική εξουσία.

Ο αστικός πολιτικός κόσμος -μεταξύ αυτών και ο Γ. Παπανδρέου, ο οποίος κυριολεκτικά εκθειάζεται στο βιβλίο- γνώριζε ότι οι κοινωνικοπολιτικοί συσχετισμοί στην Ελλάδα δεν ήταν υπέρ του, ότι θα απαιτούνταν σειρά υπονομευτικών ενεργειών, αλλά και άμεση στρατιωτική επέμβαση από τη μεριά των Βρετανών, προκειμένου να ανακτήσει το χαμένο έδαφος της επιρροής της η αστική εξουσία. Πληθώρα ντοκουμέντων από τα αρχεία του Foreign Office και της Κυβέρνησης του Καΐρου (Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών) επιβεβαιώνουν τα παραπάνω47.

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ

Συνοψίζουμε τα βασικά ιστορικά-πολιτικά ζητήματα που θίξαμε σε απάντηση της παραχάραξης της Ιστορίας που επιχειρούν τα βιβλία της Μέσης Εκπαίδευσης:

• Τα αίτια και η ουσία του φασισμού: Ο φασισμός υπήρξε γέννημα της βαθιάς οικονομικής και πολιτικής κρίσης του Μεσοπολέμου, εναλλακτική πολιτική στη διάσωση του συστήματος. Σε αυτή τη βάση αυξήθηκε η απήχηση της φασιστικής οργάνωσης της κοινωνίας σε μια ολοένα διευρυνόμενη μερίδα του αστικού πολιτικού-οικονομικού κόσμου, ιδιαίτερα σε συνθήκες προετοιμασίας και διεξαγωγής ιμπεριαλιστικού πολέμου. Ο φασισμός στηρίχτηκε οικονομικά και πολιτικά από το μεγάλο κεφάλαιο, το οποίο με τη σειρά του αποκόμισε τεράστια κέρδη από το φασισμό. Οι δεσμοί αυτοί αίματος καταγράφηκαν εν μέρει στις Δίκες της Νυρεμβέργης, για να παραγραφούν κατόπιν από την κυρίαρχη ιστοριογραφία. Σημειωτέον ότι πολλές από τις εταιρίες που χρηματοδότησαν ή αποκόμισαν κέρδη από το φασισμό, υπήρξαν στη συνέχεια χορηγοί μιας σειράς πανεπιστημιακών-ερευνητικών ιδρυμάτων ή Μη-Κυβερνητικών Οργανώσεων για την «προώθηση της δημοκρατίας», προάγοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μια συγκεκριμένη αποτύπωση του παρελθόντος, που θα διέγραφε τις ευθύνες τους και θα αναδείκνυε άλλους εχθρούς – τον κομμουνισμό. Ετσι, σταδιακά, η ιστορική διαπάλη μεταξύ ιμπεριαλισμού και σοσιαλισμού αντικαταστάθηκε από το ιδεολόγημα των «δύο ολοκληρωτισμών», την εξομοίωση κομμουνισμού – φασισμού και το ιδεολόγημα της «αντίθεσης» μεταξύ δημοκρατίας – ολοκληρωτισμών.

• Ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή η επιδίωξή του για αναδιανομή των αγορών με κινητήρια δύναμη τη Γερμανία που ήδη είχε ανατρέψει το συσχετισμό, όπως καταγράφηκε μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ιδιαιτερότητα του Β΄ από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ότι τα άλλα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, ιδιαίτερα της Δυτικής Ευρώπης (Βρετανία, Γαλλία) που άμεσα ανταγωνίζονταν τη Γερμανία, επεδίωκαν να επωφεληθούν από την επιθετικότητα της Γερμανίας, αν στρεφόταν πρώτα ενάντια στην ΕΣΣΔ. Ετσι θα πετύχαιναν τη συντριβή του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο, της ΕΣΣΔ και ταυτόχρονα την αποδυνάμωση της Γερμανίας.

• Η υποτίμηση του λαϊκού παράγοντα στη διαμόρφωση της Ιστορίας και ιδιαίτερα της συνειδητής δράσης, που έρχεται σε ρήξη με την ταξική (αστική) νομιμότητα, που αμφισβητεί, διεκδικεί και παλεύει για την ανατροπή της με όλες τις μορφές, έως και τον ένοπλο αγώνα. Γι’ αυτό και ιστοριογραφικά δίνεται προτεραιότητα στη δράση των «επίσημων» ένοπλων δυνάμεων στη Μέση Ανατολή και όχι των «ανεπίσημων» τμημάτων του ένοπλου λαού στην κατεχόμενη Ελλάδα.

• Η υποβάθμιση έως πλήρη αποσιώπηση του ρόλου της ΕΣΣΔ και των κομμουνιστών στην αντιφασιστική νίκη. Ο μαθητής, γεννημένος και γαλουχημένος σε μια περίοδο γενικότερης οπισθοχώρησης του εργατικού-κομμουνιστικού κινήματος, ντόπιου και διεθνούς, δεν έχει ζώσα εμπειρία του παρελθόντος, των αγωνιστικών παραδόσεων του λαού μας, της ανθρωπότητας συνολικά. Την ίδια στιγμή, το σχολείο αποτελεί αντικειμενικά την κύρια πηγή γνώσης στην παρούσα φάση της ζωής του, ενώ οι «φυσικοί κληρονόμοι» της Εθνικής Αντίστασης (παππούδες και γιαγιάδες που μετείχαν ή έζησαν στην Εθνική Αντίσταση), από τους οποίους θα μπορούσε ενδεχομένως να αντλήσει εναλλακτικές γνώσεις και εμπειρίες, ολοκληρώνουν ένας-ένας το βιολογικό τους κύκλο. Από την άποψη αυτή το μερίδιο της ευθύνης που επωμίζεται ο ριζοσπάστης, ο κομμουνιστής εκπαιδευτικός γίνεται ακόμη μεγαλύτερο, όσον αφορά το περιεχόμενο και τον τρόπο εκμάθησης του γνωστικού αντικειμένου, την αποκάλυψη και καταγγελία των διαστρεβλώσεων που αναπαράγονται στα σχολικά βιβλία, την προάσπιση της ιστορικής αλήθειας μέσω και έξω από τις σχολικές αίθουσες.

Η ανάδειξη της ιστορικής πραγματικότητας, η υπεράσπιση της ιστορικής αλήθειας, εναπόκειται στο ίδιο το λαϊκό, το εργατικό, το νεολαιίστικο κίνημα. Σε μια κοινωνία ταξική, το περιεχόμενο της μόρφωσης είναι αναπόφευκτα ταξικό (πέραν των όποιων επιμέρους βελτιώσεων μπορούν να επιβληθούν με αγώνες). Ομως, όπως οι εκμεταλλεύτριες τάξεις έχουν ζωτικό συμφέρον στην παραχάραξη του παρελθόντος, έτσι και οι εκμεταλλευόμενες έχουν ζωτικό συμφέρον στη γνώση. Και η γνώση, όπως κάθε τι άλλο στα πλαίσια του υπάρχοντος κοινωνικοοικονομικού συστήματος, δε χαρίζεται… κατακτιέται! «Ορίζοντας» το παρελθόν, η αστική τάξη στοχεύει στο μέλλον. Στο μέλλον πρέπει να στοχεύει και η εργατική.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

* Ο Αναστάσης Γκίκας είναι Δρ. Πολιτικών Επιστημών, συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.

1. Ο αναπροσδιορισμός της ιστορικής μνήμης των λαών -με αιχμή το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά όχι μόνο- δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία. Εντάσσεται σε μια γενικότερη προσπάθεια που εκτυλίσσεται τα τελευταία χρόνια σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ενδεικτικά αναφέρουμε: την καθιέρωση της 9ης Μάη ως «Ημέρας της Ευρώπης» («αντικαθιστώντας» έτσι την επέτειο της «Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών») από την ΕΕ το 1985, το «Μνημόνιο για την ανάγκη διεθνούς καταδίκης των εγκλημάτων των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων» (το γνωστό και ως «Αντικομμουνιστικό Μνημόνιο»), που κατετέθη προς συζήτηση στο Συμβούλιο της Ευρώπης το 2006, τον ορισμό της 23ης Αυγούστου (την ημέρα δηλαδή που υπεγράφη το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ) ως «Ευρωπαϊκής Ημέρας Μνήμης για τα θύματα του Ναζισμού και του Σταλινισμού» από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2008 κ.ά.

2. Πρόκειται για τα βιβλία: Ε. Λούβη , Δ.Χρ.Ξιφαράς «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία» της Γ΄ Γυμνασίου και Ι. Κολλιόπουλος, Κ. Σβολόπουλος, Ε. Χατζηβασιλείου, Θ. Νήμας, Χ. Σχολινάκη- Χελιώτη «Ιστορία του Νεότερου και Σύγχρονου Κόσμου» της Γ΄ Λυκείου (Γενικής Κατεύθυνσης) – Δ΄ Εσπερινού Λυκείου. Τα δύο βιβλία, αν και προϊόντα διαφορετικών ιδεολογικών ρευμάτων, υπηρετούν ενιαία την αστική αντίληψη για την Ιστορία.

3. Βιβλίο Ιστορίας Γ΄ Γυμνασίου, σελ. 112.

4. Βιβλίο Ιστορίας Γ΄ Γυμνασίου, σελ. 104.

5. Βιβλίο Ιστορίας Γ΄ Γυμνασίου, σελ. 116.

6. Στη χώρα μας οι γυναίκες απέκτησαν για πρώτη φορά πλήρη εκλογικά δικαιώματα το 1944, στις εκλογές που διεξήχθησαν στην ελεύθερη -από το ΕΑΜ- Ελλάδα για το Εθνικό Συμβούλιο της ΠΕΕΑ (αναφέρεται στο βιβλίο της Γ΄ Γυμνασίου, όχι όμως της Γ΄ Λυκείου).

7. Σύμφωνα με την Εκθεση της Επιτροπής «La Follette» (από το γερουσιαστή του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος Robert M. La Follette) για τα ατομικά δικαιώματα (Civil Liberties), την περίοδο 1933-1937 οι αμερικανικές επιχειρήσεις «επένδυσαν» πάνω από 10 εκατομμύρια δολάρια σε πληροφοριοδότες (χαφιέδες), απεργοσπάστες και όπλα-πυρομαχικά (δακρυγόνα, πολυβόλα, θωρακισμένα αυτοκίνητα, βόμβες θρυμματισμού κ.ά.) που προορίζονταν στη μάχη κατά των συνδικάτων. Βλέπε U.S. Congress, Senate, Subcommittee of the Committee on Education and Labor. Hearings Pursuant to S. Res. 266, Violations of Free Speech and Rights of Labor. 74th-76th Cong., 1936-1940. Για την «άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», βλέπε το ομότιτλο βιβλίο των Ρ. Ο. Μπόγιερ και Χ. Μ. Μορέ, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 1993.

8. Βιβλίο Ιστορίας Γ΄ Λυκείου, σελ. 104.

9. Βλέπε M. Gilbert (1992): «Churchill: A Life» (London: Minerva) και L. Picknett et al: «War of the Windsors: A Century of Unconstitutional Monarcy» (Edinburgh: Mainstream Publishing), 2002, σελ. 78.

10. L. DiStasi: «Una Storia Segreta: The Secret History of Italian American Evacuation and Investment During World War II», (Berkeley: HeyDay Books) 2001, σελ. 163.

11. Γιαταοικονομικάστοιχείαβλέπε D. Hayward: «U.S.-German Trade Policies and Economic Preparation for War, 1933-40», 2002 και F. Nicosia & J. Huener: «Business and Industry in Nazi Germany», Berghahn Books, 2004.

12. Βλέπεενδεικτικά BBC News, 23/2/1998, K. Silverstein: «Ford and the Fuhrer», στο «The Nation», τεύχος 3/2000, σελ.14, Ch. Higham: «Trading with the Enemy» Delacorte Press, 1983, σελ. 1-33, ACSA Press Release, 13.7.2003 κ.α.

13. Πρακτικά Δικών της Νυρεμβέργης (από δω και πέρα ΠΔΝ), τ. 1, Κεφάλαιο VIII.

14. Ντοκουμέντο EC-439, ΠΔΝ.

15. Ντοκουμέντο D-151, ΠΔΝ.

16. Ντοκουμέντο D-325, ΠΔΝ.

17. Από ομιλία του G. Krupp, 26 Γενάρη 1934, Ντοκουμέντο D-392, ΠΔΝ

18. Ντοκουμέντο EC-416, ΠΔΝ.

19. Ντοκουμέντα EC-450 και US-629, ΠΔΝ.

20. Βλέπε βιβλίο Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου, σελ.105, 110, 111 και Γ΄ Γυμνασίου, σελ.116

21. Αφού αποστρατεύτηκε, ο Στρατηγός S. Butler, επικεφαλής πολλών τέτοιων επεμβάσεων, περιέγραψε την καριέρα του ως εξής: «Ξόδεψα 33 χρόνια και 4 μήνες στην ενεργό στρατιωτική υπηρεσία… Και κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής ξόδεψα τον περισσότερο καιρό μου ως μπράβος των μεγάλων επιχειρήσεων, της Wall Street και των τραπεζιτών. Με λίγα λόγια υπήρξα… ένας γκάγκστερ του καπιταλισμού… Ετσι, συνέδραμα στο να γίνει το Μεξικό ασφαλές για τα συμφέροντα του αμερικανικού πετρελαίου το 1914. Συνέδραμα στο να γίνει η Αϊτή και η Κούβα ασφαλές μέρος για τους λεβέντες της National City Bank να αποκομίζουν κέρδη. Συνέδραμα στο βιασμό μισής ντουζίνας κρατών της Κεντρικής Αμερικής για το όφελος της Wall Street». S. Butler, όπωςπαρατίθεταιστο J. Brabner: «War is a Racket», στο «Real War Stories», νο.2 (Forestville, CA: Eclipse, 1991).

22. H. L. Ickes: «The Secret Diary of Harold Ickes», τ. 2, 1936-1939 (London: Weindenfeld & Nicolson, 1955), σελ. 705.

23. «Petite encyclopedie politique du monde», σελ. 136.

24. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Θ1-Θ2, σελ. 715-719.

25. Βλέπε βιβλίο Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου, σελ. 113, 115, 120.

26. Βλέπε π.χ. τα απομνημονεύματα του Σοβιετικού πρέσβη στη Βρετανία I . Maisky: «Memoirs of a Soviet Ambassador, The War, 1939-1943» (London, 1967), σελ.137 και National Archives, Department of State, 740.0011 EW 1939/3446, 1 Ιούνη 1940. Ο αμυντικός χαρακτήρας της σοβιετικής πολιτικής για τη συγκεκριμένη περίοδο είναι δίκαιος όχι μόνο ως προς την υπεράσπιση της κυριαρχίας της, αλλά κυρίως ως προς την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής κυριαρχίας.

27. Επιχειρήσεις που συν τοις άλλοις προέβλεπαν κατάληψη του Ιράκ και βομβαρδισμό των πετρελαίων του Μπακού. FO 954/24, minutes by Wamer, Strang and Cadogan, 31 Μάη, CAB 79/86, COS (41) 197, Public Record Office κ.α.

28. Βλέπε άρθρο της βρετανικής εφημερίδας «The Guardian», 18 Ιούλη 2006. Το ταξίδι περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια ο ίδιος ο Bebb στην εφημερίδα «News Chronicle», 7 Νοέμβρη 1936.

29. Θ. Παπαρήγα: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1996, σελ. 50, αναφέρεται ότι «σύμφωνα με τα στοιχεία της πρεσβείας στη Μαδρίτη, οι ΗΠΑ έδωσαν συνολικά 1.886.000 τόνους καυσίμων, ενώ τρεις εταιρίες (η Φορντ, η Στουντεμπέικερ και η Τζένεραλ Μότορς) έδωσαν 12.000 φορτηγά. Για τις εμπορικές συναλλαγές της Βρετανίας βλέπε: R. Fraser (1979): «Blood of Spain: An Oral History of the Spanish Civil War» (New York: Pantheon), σελ. 279, 410.

30. Η ΕΣΣΔ κινδύνεψε να χάσει το μισό εμπορικό της στόλο σε αυτή την προσπάθεια. Παρόλα αυτά, η σοβιετική βοήθεια υπήρξε πολύτιμη, μετρώντας συνολικά 806 αεροπλάνα, 362 τανκς και 1.555 πυροβόλα όπλα (χώρια η βοήθεια σε τεχνική υποστήριξη και ανθρώπινο δυναμικό), Academy of Sciences of the USSR (1974): «International Solidarity with the Spanish Republic, 1936-1939», (Moscow: Progress), σελ. 329-330.

31. Στο Λαϊκό Μέτωπο μετείχαν το Σοσιαλιστικό, το Κομμουνιστικό και το Ριζοσπαστικό Κόμμα. Κέρδισε τις εκλογές του Μάη 1936 και σχημάτισε κυβέρνηση υπό το Λεόν Μπλουμ, ηγέτη των σοσιαλιστών. Το ΓΚΚ δεν έλαβε μέρος στην κυβέρνηση, στήριξε όμως την κοινοβουλευτική πλειοψηφία του Μετώπου, έως την έκρηξη του Ισπανικού Εμφυλίου, όπου διαφώνησε με τη στάση των σοσιαλιστών – ριζοσπαστών και ήρε την υποστήριξή του. Ετσι, τον Ιούνη του 1937, ο Λ. Μπλουμ αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε Θ Παπαρήγα: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1996.

32. Βλέπε αντίστοιχα «Le Peuple» 7 Μάη 1932 και «Republique Sociale» 15 Νοέμβρη 1928, στο Ρ. Π. Ντουτ: «Σοσιαλδημοκρατία και Φασισμός», ΚΟΜΕΠ, τ.6/2009, σελ. 124.

33. Βλέπε βιβλίο Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου, σελ. 117, 118, 133 και της Γ΄ Γυμνασίου, σελ. 127, 129.

34. Στο απόγειο της δύναμής του (τέλη 1944) το παρτιζάνικο κίνημα έφτασε να μετρά σχεδόν 3.000.000 μαχητές (Αλβανία 70.000, Βέλγιο 75.000, Βουλγαρία 110-130.000, Γαλλία 100.000, Γιουγκοσλαβία 800.000, Δανία 20.000, Ελλάδα-ΕΛΑΣ 77.500 μόνιμοι και 50.000 έφέδροι, ΕΣΣΔ 1.000.000, Ιταλία 256.000, Πολωνία 300.000. Ενοπλα αντάρτικα σώματα σχηματίστηκαν επίσης σε Αυστρία, Γερμανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ουγγαρία και Τσεχοσλοβακία). Β. Γεωργίου: «Ιστορία της Αντίστασης, 1940-1945», εκδ. «Αυλός», 1979, τ. 5, σελ. 2082-2304.

35. Βλέπε H. Mehls & E. Mehls: «13 August», στο «Illustriere Historische Hefte», τεύχος 17, Βερολίνο, έκδοση του Κεντρικού Ινστιτούτου Ιστορίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΓΛΔ, 1979. Πρόσφατο δημοσίευμα της εφημερίδας «Το Βήμα» (19 Μάρτη 2010) έκανε λόγο για πάνω από 200 άτομα, που παρότι ήταν «άμεσοι συνεργοί του αρχηγού των ναζιστικών μυστικών υπηρεσιών Χάινριχ Χίμλερ», βρέθηκαν μεταπολεμικά, εν γνώσει των Αμερικανών, να στελεχώνουν τις μυστικές υπηρεσίες της Δ. Γερμανίας, έχοντας «αναλάβει εργολαβικά την προστασία της Δύσης από την “απειλή εξ Ανατολών”».

36. Βιβλίο Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου, σελ. 106-107 και Γ΄ Γυμνασίου, σελ. 119.

37. Γ. Δάφνης: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», τ. Β΄, εκδ. «Ικαρος», Αθήνα, 1955, σελ. 182-184.

38. Αναδημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή», 14 Σεπτεμβρίου 1997

39. Γ. Ανδρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδ. «Διογένης», 1977,

σελ. 150.

40. Σ. Λιναρδάτου: «4η Αυγούστου», εκδ. «Θεμέλιο», 1966, σελ. 112. Ο φασισμός ως θελκτική και καθ’ όλα ευπρόσδεκτη προοπτική για το κεφάλαιο -ντόπιο και διεθνές- αποτυπώθηκε συν τοις άλλοις και στην ενθουσιώδη υποδοχή της δικτατορίας από τον Πρέσβη της Βρετανίας: «Οι θαυμάσιες ενέργειες του Στρατηγού Μεταξά έχουν τώρα επικεντρωθεί σε αυτό τον σκοπό [σ.σ. στην “τακτοποίηση του χάους” που είχαν δημιουργήσει οι απεργίες και οι κομμουνιστές το προηγούμενο διάστημα] εδώ και εννέα μήνες και σε αυτό το μικρό διάστημα έχουν γίνει πολλά. Μεταξύ αυτών: α) ο περιορισμός “της επέκτασης του κομμουνισμού”, β) το γεγονός ότι “οι ξένοι κάτοχοι γραμματίων έλαβαν, ως μια πρώτη πράξη εκ μέρους του νέου καθεστώτος, 40% από τους τόκους που τους οφείλονταν για τα προηγούμενα δύο έτη… αντί του 35% που τους προσέφερε η Δημοκρατική Κυβέρνηση” και γ) το ότι “εξυγίανε” τη χώρα από “την εσωτερική σαπίλα”, η οποία “έχει σταματήσει προς το παρόν”». Confidential: Greece, Annual Economic Report (A) for 1936, FO371/21143, Public Record Office.

41. Βιβλίο Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου, σελ. 122.

42. Βλέπε Β. Χατζηαγγέλη: «Το Ογδοο Τάγμα: Η διάλυση των Ενόπλων Δυνάμεων Μέσης Ανατολής», εκδ. «Κέδρος», 1994.

43. Εκθεση του Foreign Office, 27.7.1943, Φάκελος HS5/22, Public Record Office.

44. Σύνοψη της Αναφοράς για την Ελλάδα, 1943, Φάκελος HS5/224, Public Record Office.

45. Βιβλίο Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου, σελ. 134-135

46. Βλέπε ενδεικτικά: Εγγραφο του Υπουργείου Πολέμου της Βρετανίας (FO 371/112828, Public Record Office), με ημερομηνία 1 Γενάρη 1944, όπου αναφέρεται ξεκάθαρα πως «η άποψη της σοβιετικής κυβέρνησης […] είναι ότι τα ζητήματα που αφορούν τις χώρες της Νοτιανατολικής Ευρώπης θα τα λύσουν οι λαοί αυτοί από μόνοι τους», (δίχως δηλαδή παρέμβαση εκ των έξω). Καθώς επίσης: «The Soviet Union at International Conferences During the Great Patriotic War of 1941-1945, Collected Documents», Vol.1, «The Moscow Conference of the Foreign Ministers of the USSR, the USA and Great Britain (October 19-30, 1943)», «The Foreign Policy of the Soviet Union During the Great Patriotic War. Documents and Materials (January 1, 1941-December 31, 1944)», Vol.2. Ακόμη: Δ. Αρβανιτάκη: «Γιάλτα: μια ακόμα σύγκρουση σοσιαλισμού – καπιταλισμού», ΚΟΜΕΠ, τ.1/2010, σελ. 91-112.

47. Από τα αρχεία του Foreign Office βλέπε ενδεικτικά: HS 5/419, HS 5/22, HS 5/228 και FO 954/11 (Public Record Office). Από το αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, βλέπε π.χ. την επιστολή του Γ. Παπανδρέου προς την ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου (20 Σεπτέμβρη 1944), όπου έγραφε μεταξύ άλλων: «Ευρίσκομαι εις απόγνωσιν. Κατάστασις επιδεινούται ραγδαίως Βαλκανικήν και Ελλάδα και ευρίσκομαι εδώ με εσταυρωμένας χείρας. Μου είναι ακατονόητος πλήρης εγκατάλειψις Βαλκανικής και Ελλάδος υπό Μεγάλης Βρετανίας. ΕΑΜ καταλαμβάνει [σ.σ. απελευθερώνει] βαθμιαίως άπασαν εκκενουμένην Ελλάδα…Μόνη μου ελπίς έχει απομείνει Λονδίνον. Μόνον Βρετανική Κυβέρνησις και ιδίως Πρωθυπουργός Τσώρτσιλ δύναται μεταβάλη κατάστασιν εξευρίσκων και διατάσσων άλλοθεν δυνάμεις ενεργήσουν αμέσως Ελλάδα. Θέτω υπό κρίσιν σας αν άμεσος έλευσίς μου Λονδίνον θα ήτο χρήσιμος. Παρακαλώ ενεργήσατε δι’ όλων δυνάμεών σας…», Φάκελος 31.1 του 1944.