Μνήμες και συνειδήσεις στη μέγγενη της σταλινολογίας

Η πορεία των Ελλήνων της ΕΣΣΔ δεν έχει απολύτως καμιά σχέση με τα όσα ισχυρίζεται σήμερα ο χυδαίος αντικομμουνισμός. Το αντίθετο, οι Σοβιετικοί Έλληνες μετείχαν ενεργά στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, με υψηλά ποσοστά ένταξης και δράσης στο Κομμουνιστικό Κόμμα και τη Κομμουνιστική Νεολαία

Η πορεία των Ελλήνων της ΕΣΣΔ δεν έχει απολύτως καμιά σχέση με τα όσα ισχυρίζεται σήμερα ο χυδαίος αντικομμουνισμός. Το αντίθετο, οι Σοβιετικοί Έλληνες μετείχαν ενεργά στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, με υψηλά ποσοστά ένταξης και δράσης στο Κομμουνιστικό Κόμμα και τη Κομμουνιστική Νεολαία

Με αφορμή τη χιλιοειπωμένη, χυδαία και παντελώς ατεκμηρίωτη αντικομμουνιστική προπαγάνδα του κ. Βλ. Αγτζίδη (άξιος ο μισθός του), αυτού του οχετού που εκτοξεύει επί χρόνια τώρα παρουσιάζοντάς τον κάθε φορά ως «αποκάλυψη», αυτής της μπουρδο-σταλινολογίας που έχει αναγάγει σε «επιστήμη», αναδημοσιεύουμε από τον «Ριζοσπάστη» το άρθρο «Μνήμες και συνειδήσεις στη μέγγενη της σταλινολογίας», που, αν και γράφτηκε πριν 4 χρόνια, απαντά 100% στο νέο «κρούσμα» του αντικομμουνιστικού παραληρήματος του κ. Αγτζίδη μέσα από τις πάντοτε «φιλόξενες» (από την εποχή της φασιστικής Κατοχής άλλωστε) στήλες της «Καθημερινής»…

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 μια εφημερίδα του Λονδίνου ανέθεσε στον τότε γνωστό σεναριογράφο και συγγραφέα Hubert Griffith να επισκεφθεί τη Σοβιετική Ενωση και να γράψει ένα σχετικό άρθρο. Ο Griffith όντως μετέβη στην ΕΣΣΔ και έγραψε το άρθρο. Ομως, όταν επέστρεψε, η εφημερίδα αρνήθηκε να το δημοσιεύσει μη εγκρίνοντας το περιεχόμενό του. Ετσι ο ίδιος αποφάσισε αντ’ αυτού να μεταφέρει τα όσα είδε από πρώτο χέρι σε ένα βιβλίο με τίτλο «Seeing Soviet Russia». Αναφερόμενος σε αυτό στη στάση της εφημερίδας, τόνισε:

«Αμα έκλεινα τον εαυτό μου σε ένα δωμάτιο στο Λονδίνο συνθέτοντας ένα δίχτυ από φανταστικές εικόνες – για το πώς 150 εκατομμύρια άνθρωποι πήγαιναν με το μαστίγιο στη δουλειά δέσμιοι των συμμοριών του κομμουνισμού, κλπ. – θα γινόμουν πιστευτός χωρίς δυσκολία, ενώ θα έβρισκα τα λεγόμενά μου να αναπαράγονται, με μνεία, κάθε φορά που το θέμα Ρωσία θα ήταν στην επικαιρότητα.

Αμα, ωστόσο, παρέθετα απλά γεγονότα από την ίδια την Encyclopedia Britannica – για το πώς η παιδική θνησιμότητα μειώθηκε στο μισό τα τελευταία δέκα χρόνια στη Ρωσία – θα με κατηγορούσαν ότι αντλώ τα στοιχεία μου από την μπολσεβίκικη προπαγάνδα, ή ότι πληρώνομαι από την ίδια τη σοβιετική κυβέρνηση»i.

 

Επτά δεκαετίες αργότερα, η κόκκινη τρομο-υστερία – τρομο-λαγνεία καλά κρατεί. Οι σύγχρονοι εργολάβοι της, προκειμένου να καλύψουν τη γύμνια ή την έλλειψη των επιχειρημάτων τους, καταφεύγουν στην παλιά, γνώριμη και «δοκιμασμένη» μέθοδο του αντικομμουνισμού, τη σταλινολογία. Δε χρειάζονται στοιχεία. Δε χρειάζονται πηγές. Δε χρειάζεται εμβάθυνση σε ιστορικά πρόσωπα, γεγονότα και διαδικασίες. Η συστηματική και συνεχώς επαναλαμβανόμενη αναφορά στον Στάλιν ή τον «σταλινισμό» αρκεί – στη λογική τους – ώστε να «απαξιώσουν» τον αντίπαλο και να «πείσουν» για τις «θέσεις» τους. Ομως, η σταλινολογία είναι τόσο παλιά και σάπια, που όσο και αν προσπαθούν ορισμένοι στις μέρες μας να την αναβιώσουν, να την καλλωπίσουν και να την επαναλανσάρουν στη μόδα, δεν μπορούν να κρύψουν τη δυσοσμία που αποπνέει.

Η μαύρη προπαγάνδα που διεξάγεται σήμερα γύρω από τη λεγόμενη «γενοκτονία των Ελλήνων επί Στάλιν» αποτελεί ένα από τα πλέον αγαπημένα και πολυδιαφημιζόμενα μοτίβα της σταλινολογίας. Στο στόχαστρό της δε βρίσκονται απλά οι μνήμες και οι συνειδήσεις των Ελληνοποντίων της πρώην ΕΣΣΔ (ως επί το πλείστον προσφύγων, που κατέφυγαν στη χώρα μας εξαιτίας των εθνικιστικών συγκρούσεων ή της δεινής οικονομικής κατάστασης, που τους κληροδότησε η ανατροπή του σοσιαλισμού και η παλινόρθωση του καπιταλισμού). Στη μέγκενη της αντικομμουνιστικής αναθεώρησης της Ιστορίας τοποθετούνται συνολικά οι μνήμες και οι συνειδήσεις των εργαζομένων, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.

Και πρώτα απ’ όλα των νεότερων γενεών, οι οποίες δεν έχουν ζώσα μνήμη του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε, της κολοσσιαίας προσφοράς του στην ανθρωπότητα, στους αγώνες των εργαζομένων απανταχού της Γης για δικαιώματα και ελευθερίες, στην πάλη των εθνικοαπελευθερωτικών και αντιαποικιακών κινημάτων ενάντια στον ιμπεριαλιστικό ζυγό, στις επεμβάσεις, στους πολέμους. Των γενεών εκείνων, δηλαδή, που παρότι μεγάλωσαν και διαπαιδαγωγήθηκαν σε συνθήκες αντεπανάστασης και οπισθοχώρησης του διεθνούς εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, καλούνται σήμερα – εν μέσω καπιταλιστικής κρίσης – να οργανώσουν την άμυνα και αντεπίθεσή τους.

Εκεί στοχεύουν οι διάφορες «αναλύσεις», όπως, π.χ., του κ. Βλ. Αγτζίδη στην εφημερίδα «Εύξεινος Πόντος» (τεύχος Οκτώβρη 2009), όπου για ακόμη μια φορά «καταγγέλλονται» τα «εγκλήματα του σταλινισμού» κατά του σοβιετικού ελληνισμού. Στο άρθρο αυτό (στο οποίο μπορεί να μην προσφέρονται πηγές, ωστόσο γίνονται 24 αναφορές στις λέξεις Στάλιν και σταλινισμός) ο συγγραφέας επαναλαμβάνει τα γνωστά περί «σταλινικής τρομοκρατίας», η οποία δήθεν έπεσε αναίτια και βαριά πάνω στο σοβιετικό ελληνισμό τη δεκαετία του 1930. Μιλάει για «πολιτιστική γενοκτονία» και «φυσική εξόντωση», ιδία των κομμουνιστών Ελλήνων, για απότομο και βάναυσο τέρμα στην έως τότε ανθούσα πορεία των ελληνικών κοινοτήτων στην ΕΣΣΔ, λόγω του ότι ο «σταλινισμός» έκρινε – παράλογα και συλλήβδην – όλες τις μικρές μειονότητες ως «εν δυνάμει ύποπτες».

Παρ’ όλα αυτά, όπως ο ίδιος τονίζει στη συνέχεια, οι Ελληνες της Σοβιετικής Ενωσης μετείχαν ολόπλευρα και ολόψυχα στον αντιφασιστικό αγώνα, υπογραμμίζοντας μάλιστα πως δεν υπήρξε ούτε ένας συνεργάτης των ναζί στις γραμμές τους (στη λογική ότι οι Ελληνες της ΕΣΣΔ δεν έφταιξαν ποτέ και σε τίποτε, επομένως οι όποιες διώξεις σε βάρος τους υπήρξαν διαχρονικά παντελώς αδικαιολόγητες, άρα έγιναν με κριτήρια «εθνικά»). Τέλος, εγκαλεί το ΚΚΕ για τις εκτιμήσεις που έκανε στο 18ο Συνέδριο για το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, αναπαράγοντας την «κλασσική» πλέον επιχειρηματολογία περί «σταλινικής στροφής», που είχε ως αποτέλεσμα μια «εκ νέου εξόντωση – ηθική αυτή τη φορά – των αθώων θυμάτων της σταλινικής τρομοκρατίας».

Τι και αν τα αρχειακά δεδομένα της ΕΣΣΔ σχετικά με τις διώξεις είναι γνωστά από το 1993 κιόλας (δημοσιευμένα μεταξύ άλλων στα έγκριτα επιστημονικά περιοδικά «American Historical Review» και «L’Historie» του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Ερευνας της Γαλλίας («σταλινικός» δάκτυλος προφανώς και εκεί…); Τι και αν αυτά αποδομούν απ’ τα θεμέλιά τους τις διάφορες θεωρίες περί εθνοκαθάρσεων στην ΕΣΣΔ, αποδεικνύοντας πως οι «ισχυρισμοί ότι ο τρόμος έπεσε με ιδιαίτερο βάρος στις μη ρωσικές εθνικότητες δεν προκύπτει από τα δεδομένα των εγκλείστων κατά την δεκαετία του 1930. Ο συνήθης ισχυρισμός ότι οι περισσότεροι εκ των κρατουμένων ήταν «πολιτικοί» επίσης φαίνεται αναληθής. Από την άλλη μεριά, τα νέα στοιχεία υποστηρίζουν την άποψη, στην οποία κατέληξαν και άλλες στατιστικές έρευνες και μελέτες άλλων τύπων, πως οι διώξεις στόχευαν στη σοβιετική ελίτ». Επηρέασαν δηλαδή μέλη εθνοτήτων τα οποία ανήκαν στη διοικητική και οικονομική ελίτ (και τα οποία αντιμετώπιζαν κατηγορίες διαφθοράς, κατάχρησης εξουσίας, κλπ.), λόγω της θέσης που κατείχαν και όχι εξαιτίας της καταγωγής τους. Ιδιαίτερα δε για «τους λαούς του Καυκάσου», τα αρχειακά ευρήματα δείχνουν πως«ως εθνικές ομάδες επηρεάστηκαν λιγότερο συγκριτικά κατά το 1937-1938»ii.

Ολα αυτά είναι ψιλά γράμματα για τους σύγχρονους σταλινολόγους! Σάμπως εξετάζουν τα βαθύτερα αίτια, τις διεργασίες ή το ιστορικό πλαίσιο που καθόρισε τη μορφή, το περιεχόμενο και πάνω απ’ όλα την αναγκαιότητα λήψης τέτοιων δραστικών μέτρων από τις σοβιετικές αρχές τη δεδομένη περίοδο (πέρα από τα όποια λάθη, υπερβολές και καταχρήσεις που έγιναν και κανείς δεν το αρνείται;); Οχι, ούτε αυτά τους ενδιαφέρουν.

Πώς γίνεται λοιπόν οι Ελληνες της ΕΣΣΔ, 2-3 χρόνια μετά αφότου «ένιωσαν στο πετσί τους το κνούτο της σταλινικής τρομοκρατίας», να εντάσσονται μαζικά, με ηρωισμό και αυταπάρνηση (όπως και έγινε), στον αγώνα για την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής τους πατρίδας από τη φασιστική πολεμική μηχανή;

 

Μνημείο για τους Έλληνες πεσόντες στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο κατά του φασισμού

Μνημείο για τους Έλληνες πεσόντες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά του φασισμού

Ενας εξ αυτών, ο Λάζαρος Μέλικοφ από την Τσάλκα της Γεωργίας, έγραψε από το μέτωπο μια επιστολή στον φίλο του Χαράλαμπο Καρίμποφ, η οποία έκλεινε ως εξής: «Εγώ υπερασπίζω τα σύνορα από τους φασίστες εχθρούς. Για τα σοβιετικά σύνορα δίνω και τη ζωή μου». Ηταν μέλος της Κομσομόλ της διμοιρίας (περίεργο: υποτίθεται πως οι Ελληνες κομμουνιστές είχαν ήδη εξοντωθεί από τους «σταλινικούς») και όπως χιλιάδες άλλοι Ελληνες της Σοβιετικής Ενωσης ρίχτηκε με αυτοθυσία πλάι στους αλλοεθνείς συντρόφους του στην πρώτη γραμμή κατά του φασισμού. Επεσε μαχόμενος κατά την απελευθέρωση της Λευκορωσίας. Για τον ηρωισμό του τιμήθηκε με το μετάλλιο του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου 1ης κατηγορίαςiii.

Πώς γίνεται κάποιος να δηλώνει έτοιμος να προσφέρει το πολυτιμότερο αγαθό ενός ανθρώπου, την ίδια του τη ζωή, προκειμένου να υπερασπίσει ένα σύστημα, μια πατρίδα, που μέχρι πρότινος δήθεν τον καταδυνάστευε, τον τυραννούσε, του φερόταν ως πολίτη δεύτερης κατηγορίας και ούτω καθεξής; Πρόκειται για ένα πραγματικό «παράδοξο», ένα ακατανόητο παζλ για κάθε στοιχειωδώς καλοπροαίρετο άνθρωπο, που αναζητά με ειλικρίνεια και πέρα από προκατασκευασμένα στερεότυπα την αλήθεια. Ενα «παράδοξο» που μόνο στη λογική της σταλινολογίας μπορεί να «βγάζει» νόημα.

Υπήρχαν και Ελληνες που τάχθηκαν με την άλλη πλευρά, στο πλευρό των ναζί; Ναι, υπήρχαν. Προκαλεί πραγματική έκπληξη ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρξε ούτε ένας συνεργάτης των ναζί μεταξύ των Ελλήνων της ΕΣΣΔ. Αφέλεια, άγνοια ή κάποιος ιδιότυπος εθνικισμός-φυλετισμός; Ο Δημήτριος Διαμαντίδης (μιας και ζητούνται συγκεκριμένα ονόματα), για παράδειγμα, που αναφέρεται στα Αρχεία του ελληνικού υπουργείου των Εξωτερικών ως συλληφθείς και καταδικασθείς για συμμετοχή στο «Ενωμένο Ρωσικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κίνημα» (ROND) τι ήταν; Ο Μπαρίς Μανέλοφ σημειώνει στη μαρτυρία του: «Ενας δικός μου φίλος από την δυτική Ουκρανία δήλωσε μάλιστα με υπερηφάνεια ότι μέχρι το 1956 κιόλας πολεμούσαν τον σοσιαλισμό για την ανεξαρτησία. Και εμείς οι Πόντιοι θυμώνουμε επειδή κάποιοι μας είπαν συνεργάτες των Γερμανών. Μάλιστα ορισμένοι επιμένουνε πως ανάμεσά μας δεν υπήρχε ούτε ένας που να υπήρξε συνεργάτης. Σε όλους τους λαούς υπήρχανε και τέτοιοι. Εμείς οι Πόντιοι δεν ήμασταν εξαίρεση». Και τέτοιες μαρτυρίες υπάρχουν πολλέςiv.

Οι Ελληνες της ΕΣΣΔ πολέμησαν όντως στη συντριπτική τους πλειοψηφία στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού, στο παρτιζάνικο κίνημα ή στη μάχη της παραγωγής στα μετόπισθεν, κατά του φασισμού. Δεν υπάρχουν όμως λαοί ήρωες και λαοί προδότες, έθνη αγγέλων και έθνη δαιμόνων. Σε λίγο θα μας πουν ότι ακόμα και ο δοσιλογισμός ή τα Τάγματα Ασφαλείας στην ίδια την Ελλάδα ήταν εφεύρημα των κομμουνιστών (κάποιοι το έχουν διατυπώσει ήδη στα πλαίσια του ιστορικού αναθεωρητισμού και της εξίσωσης κομμουνισμού-φασισμού)…

Τόσο οι διώξεις της περιόδου 1937-1939, όσο και οι μετεγκαταστάσεις ορισμένων τμημάτων του πληθυσμού το 1944 και 1949 αφορούσαν μια μικρή μερίδα των Ελλήνων, ενώ πραγματοποιήθηκαν για πολύ διαφορετικούς λόγους από εκείνους που προβάλλονται συχνά από τους διάφορους σταλινολόγους. Λόγοι, οι οποίοι υπήρξαν σαφώς πιο σύνθετοι και πιο ουσιώδεις απ’ ό,τι κατά κανόνα υπονοείται, περιορίζοντας τα πάντα σε κάποια μεταφυσική ανθελληνική εμμονή ή στην «τρομοκρατική φύση» του κομμουνισμού, κλπ. Κάθε περίοδος απαιτεί ειδική ανάλυση και εμβάθυνση. Το ίδιο και τα άλλα ζητήματα που τίθενται, όπως, π.χ., ο περιορισμός ή η κατάργηση πολλών εθνικών δομών (εθνικών περιοχών, σχολείων) τη δεκαετία του 1930: Θέματα τα οποία έχουμε παρουσιάσει με πληθώρα στοιχείων (αρχειακών, προφορικών και γραπτών πηγών) στο έργο «Οι Ελληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή») και τα οποία, πέραν ενός γενικού και αόριστου αφορισμού με πάμπολλες αναφορές στον Στάλιν, κανείς δεν έχει βγει ως τα τώρα να διαψεύσει, να αντικρούσει ή να αμφισβητήσει, επιστημονικά και με συγκεκριμένα στοιχεία. Απλώς επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά τα ίδια «επιχειρήματα» στη λογική του «ρίξε ρίξε λάσπη, κάτι θα μείνει».

Μήπως η πρωτοφανής πολιτιστική ανάπτυξη του σοβιετικού ελληνισμού στο Μεσοπόλεμο (που τόσο σθεναρά προβάλλει και υπερασπίζεται ο κ. Αγτζίδης) δεν πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της ίδιας εξουσίας, που ήταν το 1930, το 1940 και το 1950; Μήπως το 1939 δεν ήταν πάνω από 1 στους 10 Ελληνες της ΕΣΣΔ κάτοχοι διπλωμάτων ανώτατης εκπαίδευσης (την ίδια στιγμή μάλιστα που στην Ελλάδα, σχεδόν οι μισοί πρόσφυγες ήταν αναλφάβητοι και το 1/3 των εργαζομένων στη βιομηχανία της πρωτεύουσας ήταν παιδιά); Μήπως δεν υπήρξαν χιλιάδες διακρίσεις Σοβιετικών Ελλήνων στα πεδία των μαχών του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου (με τουλάχιστον εννέα εξ αυτών να λαμβάνουν την ύψιστη τιμή του τίτλου του «Ηρωα της Σοβιετικής Ενωσης»); Μήπως δεν ήταν το ελληνικό χωριό Ντάγκβα της Αντζαρίας, όπου ως το 1950 είχαν απονεμηθεί συνολικά 126 μετάλλια και παράσημα της ΕΣΣΔ σε κολχόζνικους αγρότες, καθιστώντας το ένα από τα πρωτοπόρα χωριά στη μάχη της παραγωγής κατά τη μεταπολεμική περίοδο;

Μήπως δεν ήταν το 1940 και το 1946 όταν ο επιφανής Σοβιετικός Ελληνας σκηνοθέτης Αλέξανδρος Σγουρίδης τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο της ΕΣΣΔ (μια ακόμη φορά προτάθηκε και προσωπικά από τον ίδιο τον Ι. Β. Στάλιν); Μήπως δεν ήταν το 1947 όταν ο διακεκριμένος Σοβιετικός Ελληνας μουσικός Οδυσσέας Δημητριάδης ανέλαβε τη θέση του αρχιμαέστρου της Κρατικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Τιφλίδας (θέση που διατήρησε μέχρι το 1952, δηλαδή 3 ολόκληρα χρόνια μετά την υποτιθέμενη «Γεωργιανοποίηση» της Γεωργίας); Μήπως δεν ήταν το 1937-1939 όταν ο επίσης διακεκριμένος Σοβιετικός Ελληνας καλλιτέχνης Μιχαήλ Τσουλάκης διετέλεσε διευθυντής της Φιλαρμονικής του Λένινγκραντ; Η το 1951-1952 όταν υπήρξε αντιπρόεδρος της Επιτροπής για την Τέχνη του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ; Πότε έπαψαν οι Ελληνες να προσφέρουν και να διακρίνονται στη Σοβιετική Ενωση;

Ποιος σήμερα επιχειρεί να διαγράψει αυτή την αξιομνημόνευτη πορεία του σοβιετικού ελληνισμού χάριν μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, υπό το βάρος ενός τυφλού ή ενσυνείδητου αντικομμουνισμού, στο βωμό μιας νεο-ανακαλυφθείσας σταλινολογίας; Σίγουρα όχι εμείς. Οχι το ΚΚΕ.

Σο

Σοβιετικοί Έλληνες «έτοιμοι για την εφαρμογή του Πεντάχρονου Πλάνου»

Κλείνοντας, θα ήταν ίσως χρήσιμο να αναλογιστούμε το εξής: Αν υπήρχε ποτέ μια πτυχή του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε – πέραν του κοινωνικού κράτους (Παιδεία, Υγεία, Πρόνοια, κλπ.) – που αναγνωριζόταν πάντοτε, τόσο από άσπονδους φίλους όσο και αντιπάλους, ως μια από τις πλέον αναμφισβήτητες κατακτήσεις της Σοβιετικής Ενωσης, δεν είναι άλλη από την πολιτική έναντι των εθνοτήτων, τη φιλία των λαών σε αυτή την πολυεθνική σοβιετική πολιτεία.

Ακόμα και μεταξύ των Σοβιετικών εμιγκρέδων (στην πλειοψηφία τους αντεπαναστάτες ή συνεργάτες των ναζί), που κατέφυγαν στις ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εν συνεχεία αξιοποιήθηκαν συστηματικά ως «μάρτυρες της σταλινικής τρομοκρατίας»v, οι καταθέσεις για το συγκεκριμένο ζήτημα υπήρξαν αποκαλυπτικές. Στην ερώτηση εάν «το σοβιετικό κράτος αντιμετώπιζε διαφορετικά τις διάφορες εθνότητες» και εάν «υπήρξαν εθνικές διώξεις (κατά το παράδειγμα των ναζί)», οι απαντήσεις υπήρξαν στο σύνολό τους κατηγορηματικά αρνητικές. Οι διαφορές μεταξύ των εθνών περιορίζονταν στο πεδίο της πολιτιστικής ιδιαιτερότητας και ποικιλομορφίας, και όχι σε επίπεδο «πολιτικό ή αναφορικά με την ποιότητα ζωής». Πολλοί από τους ερωτηθέντες «συνέδεσαν άμεσα την απουσία μαζικών εθνικών προκαταλήψεων και συγκρούσεων με την επίσημη πολιτική που ακολουθούσε το κράτος»«Οχι, αυτό ήταν αδύνατο», τόνισε ένας συγκεκριμένα, «όλοι πρέπει να αγαπάνε όλους στη Σοβιετική Ενωση». Ενώ ένας άλλος πρόσθεσε σχετικά πως«απαγορευόταν αυστηρά από το νόμο να προσβάλλει κανείς κάποιο μέλος οποιασδήποτε εθνικότητας, ανεξάρτητα από το αν ήταν Ρώσος, Ουκρανός, Λευκορώσος, ή οτιδήποτε άλλο». Η επιτυχία της σοβιετικής πολιτικής έναντι των εθνοτήτων επισημάνθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων: «Η ισότητα μεταξύ των εθνών πρέπει να θεωρηθεί ως ένα επίτευγμα του σοβιετικού συστήματος»vi.

Ισως γι’ αυτό ο Jean-Marie Chauvier επισήμανε στη «Le Monde Diplomatique» (τεύχος Μάρτη 2004) τη διάχυτη νοσταλγία που επικρατεί σήμερα στην ΕΣΣΔ γύρω από το «πνεύμα φιλίας των παλιών πολυεθνικών σοβιετικών κοινοτήτων εργαζομένων και μεταναστών».Αναφέρει, τέλος – και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία – πως «οι αρχές και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης απέτυχαν στην προσπάθειά τους να παρουσιάσουν τα 70 χρόνια της σοβιετικής εξουσίας ως έναν εφιάλτη», προσθέτοντας πως «οι πιέσεις που ασκήθηκαν ώστε να δημιουργηθεί μια τέτοια εικόνα δεν είναι πλέον αποτελεσματικές».

Βεβαίως, εκείνοι που έχουν σήμερα συμφέρον να διαστρεβλώσουν, να διαβάλουν και να χρεοκοπήσουν στη συνείδηση των λαών το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, δεν πρόκειται να καταθέσουν έτσι εύκολα τα όπλα. Σε μια εποχή όπου η κοινωνική αδικία, οι ταξικές αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις οξύνονται, προβάλλει ακόμα πιο επιτακτικά η «ανάγκη» για «προληπτικά κτυπήματα» κατά της σοσιαλιστικής εναλλακτικής. Γι’ αυτό και ενώ διανύουμε μια περίοδο κυριολεκτικής άλωσης των δικαιωμάτων και ελευθεριών των εργαζομένων, στο συνταξιοδοτικό, στο ασφαλιστικό, στην Παιδεία, στην Υγεία και παντού, κάποιοι ξοδεύουν τόνους μελανιού ασχολούμενοι με …τον Στάλιν και την ΕΣΣΔ. Η Ιστορία, ωστόσο, μπορεί να καταγράφεται από τους νικητές, γράφεται όμως από τους λαούς. Και αυτοί θα τους δώσουν την απάντηση που τους αξίζει…

Σημειώσεις

i Παρατίθεται στο Wainwright W (1949) «The Forced Labor Swindle» (London: Farleigh Press Ltd) σελ.14

ii Κρατικά Αρχεία της Ρωσικής Ομοσπονδίας (GARF) και Κεντρικά Κρατικά Αρχεία της Οκτωβριανής Επανάστασης της ΕΣΣΔ (TsGAOR), όπως παρατίθενται και αναλύονται στο Getty J A, Rittersporn G T, Zemskov V N (1993) «Victims of the Soviet Penal System in the Pre-War Years: A First Approach on the Basis of Archival Evidence», στο «American Historical Review», τόμος 98, τεύχος 4 Οκτώβρη, σελ.1028-1029 και 1043. Τα στοιχεία αυτά σχετικά με τους Ελληνες επιβεβαιώνονται και μέσα από τα Αρχεία του ελληνικού υπουργείου των Εξωτερικών.

iii Αθηναϊκός Κούριερ, 2-9 Ιούνη 2006, άρθρο Διογένη Μέλικοφ

iv Βλέπε Φάκελο 88.7 του 1947 (Ιστορικό & Διπλωματικό Αρχείο ΥΠΕΞ) καθώς και μαρτυρίες Μπαρίς Μανέλοφ και Τατιάνας Σιβηριάδη, Αθηναϊκός Κούριερ, (χ.η.) και 21-28 Ιούλη 2006, κ.ά.

v Βλέπε Πρακτικά της Αμερικανικής Γερουσίας (1948) και Loftus J (1982) «The Belarus Secret» (New York: A. Knopf) σελ.101-104

vi Ενδεικτικά: Συνεντεύξεις Α 13, 18, 20, 25, 46, 60, 91, 131, 145, 340, 342, 349, 380, 385, 393, 482, 528, 1053, από το Harvard Interview Project.

Του Αναστάση Γκίκα

Δρ. Πολιτικών Επιστημών, μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ

Πηγή: «Ριζοσπάστης», 25/12/2009

Βλέπε επίσης πάνω στο θέμα:

Οι Έλληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ

(Ξανα)γράφοντας την Ιστορία σε τηλεοπτικό χρόνο: Με αφορμή τις «διώξεις των Ελλήνων επί Στάλιν» στην εκπομπή «Φάκελοι»

Ο αντικομμουνισμός του κ. Βλάση Αγτζίδη. Το τελευταίο του παραλήρημα στην Καθημερινή

Με αφορμή την αντικομμουνιστική φιέστα Αγτζίδη, Τζούχα, Παπαχελά, Τέλογλου και ενόψει την 23η Αυγούστου (”ημέρα μνήμης για τα θύματα κομμουνισμού-φασισμού”)

Από την απολογία του Γκ. Δημητρόφ στη δίκη της Λειψίας: «Οποιος δε θέλει να ‘ναι το αμόνι, πρέπει να γίνει το σφυρί!»

Ο Βούλγαρος κομμουνιστής ηγέτης Γκ. Δημητρόφ

Ο Βούλγαρος κομμουνιστής ηγέτης Γκ. Δημητρόφ

Ο Γκεόργκι Δημητρώφ (1882 – 1949) υπήρξε στέλεχος του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Παιδί εργατικής οικογένειας από τη νοτιοδυτική Βουλγαρία, δούλεψε ως στοιχειοθέτης σε τυπογραφείο και αναδείχθηκε σε συνδικαλιστής ηγέτης. Εντάχθηκε στο Βουλγαρικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα το 1902 και προσχώρησε στην επαναστατική – μαρξιστική πτέρυγά του με επικεφαλής τον Ντίμιταρ Μπλαγκόεφ, τους λεγόμενους «στενούς σοσιαλιστές». Το 1903, οι «στενοί σοσιαλιστές» δημιούργησαν ξεχωριστό κόμμα. Το 1915 ως εκλεγμένος βουλευτής στο κοινοβούλιο αντιτάχθηκε στην ψήφιση των πολεμικών πιστώσεων. Γι’ αυτό το λόγο φυλακίστηκε μέχρι το 1917. Το 1919 το κόμμα των «στενών σοσιαλιστών» μετονομάζεται σε Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας και εντάσσεται στην Κομμουνιστική Διεθνή. Μετά την επικράτηση της δικτατορίας του Τσάνκοφ στη Βουλγαρία, ο Γκ. Δημητρώφ διέφυγε στο εξωτερικό, ενώ καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Εμεινε στη Σοβιετική Ενωση μέχρι το 1929. Στη συνέχεια, ταξίδεψε στη Γερμανία, χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα και ανέλαβε ευθύνη στο Κεντροευρωπαϊκό τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Το Μάρτη του 1933, συνελήφθη μαζί με τους Βούλγαρους κομμουνιστές Ποπόφ, Τάνεφ, τον αρχηγό της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΚΚ Γερμανίας Ερνστ Τόργκλερ με την κατηγορία του εμπρησμού του Ράιχσταγκ στις 27 Φλεβάρη 1933. Ο Γκ. Δημητρώφ αναδείχθηκε το 1934 σε Γραμματέας της Κομμουνιστικής Διεθνούς μέχρι και την αυτοδιάλυσή της το 1943. Από αυτήν τη θέση πρωτοστάτησε στην πολιτική γραμμή της Διεθνούς, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά το 7ο Συνέδριο. Το 1944, μετά από 22 χρόνια εξορίας, επέστρεψε στη Βουλγαρία. Ηγήθηκε του ΚΚ Βουλγαρίας ως Γενικός Γραμματέας και της εγκαθίδρυσης της σοσιαλιστικής εξουσίας στη χώρα. Πέθανε τον Ιούλη του 1949. Ο εμπρησμός τους Ράιχσταγκ (γερμανικό κοινοβούλιο) έγινε λίγες μέρες πριν από τις εκλογές του Μάρτη του 1933. Ηδη, από τις 30 Γενάρη, ο Χίτλερ είχε διοριστεί καγκελάριος από τον Πρόεδρο Χίντεμπουργκ και με τις ευλογίες του γερμανικού κεφαλαίου. Η ναζιστική κυβέρνηση υποστήριξε πως ο εμπρησμός ήταν μέρος σχεδίου «κομμουνιστικής εξέγερσης» και έτσι πέρασε σε μια ανελέητη ανοιχτή επίθεση ενάντια στους κομμουνιστές με συλλήψεις στελεχών και μελών του ΚΚ ανάμεσά τους και του ηγέτη του Ερνστ Τέλμαν.

 

Η δίκη της υπόθεσης πραγματοποιήθηκε στην πόλη της Λιψίας. Ξεκίνησε στις 21 Σεπτέμβρη του 1933, στο IV Ποινικό Δικαστήριο του Ράιχ και ολοκληρώθηκε στις 23 Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου. Οπως αποδείχθηκε, ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ αποτέλεσε οργανωμένη προβοκάτσια των ναζί, με στόχο να ενοχοποιήσουν το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας και την Κομμουνιστική Διεθνή. Το κατηγορητήριο της δίκης κατέρρευσε και οι ναζιστικές αρχές υποχρεώθηκαν να αφήσουν τον Δημητρώφ και τους συντρόφους του ελεύθερους να φύγουν για την ΕΣΣΔ.

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελείται από αποσπάσματα της απολογίας του Γκ. Δημητρώφ στις 16 Δεκέμβρη του 1933. Στα αποσπάσματα που επιλέχθηκαν αναδεικνύεται η στάση του κομμουνιστή απέναντι σε ένα δικαστήριο οργανωμένο από το αστικό κράτος (και ειδικότερα από τη φασιστικής μορφής διακυβέρνηση) που έχει ως στόχο όχι μόνο τη φυσική του εξόντωση αλλά την ηθική και πολιτική καταδίκη του κομμουνισμού, της πάλης της εργατικής τάξης για την απελευθέρωσή της. Η στάση του Γκ. Δημητρώφ είναι υποδειγματική, δε στέκεται ως ένα ξεχωριστό άτομο απέναντι στους δικαστές του. Αναδεικνύει εξαρχής τον πολιτικό στόχο της δίκης. Η αντιπαράθεση στη δίκη γίνεται αντιπαράθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργατική τάξη, ανάμεσα στην αστική εξουσία και τους μηχανισμούς της και το επαναστατικό εργατικό κίνημα, το κομμουνιστικό κίνημα. Ο Γκ. Δημητρώφ αξιοποιεί το βήμα του δικαστηρίου, για να αναπτύξει τις θέσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς, να προπαγανδίσει την ανάγκη υπεράσπισης της Σοβιετικής Ενωσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να κατανοήσουμε και τα αποσπάσματα από την απολογία του, που αναφέρονται στην έκκληση της ΚΔ για κοινή δράση κομμουνιστών και σοσιαλδημοκρατών ενάντια στο φασισμό. Το ΚΚΕ έχει θέσει το ζήτημα της ανάγκης κριτικής μελέτης των επεξεργασιών του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και εκείνης της περιόδου, με σκοπό την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων για το σήμερα και το αύριο. Για το ζήτημα της συμμαχίας κομμουνιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων υπενθυμίζουμε την εξής επισήμανση του «Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ β’ τόμος (1949-1968)» στη σελ. 99:

«(…) κυριάρχησε η άποψη ότι τα Κομμουνιστικά Κόμματα δεν θα μπορούσαν να απεγκλωβίσουν τις εργατικές δυνάμεις που ακολουθούσαν τη σοσιαλδημοκρατία, ότι θα απομονώνονταν από αυτές αν δεν ακολουθούσαν πολιτική συμμαχίας με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.

Οι ιστορικές εξελίξεις έδειξαν ότι μεγάλο μέρος της βάσης των άλλων κομμάτων κερδίζεται με την όξυνση της ταξικής πάλης, με ισχυρό ιδεολογικό μέτωπο κατά της αστικής πολιτικής και του οπορτουνισμού, και ότι αυτό αφορά και την περίοδο κορύφωσης των κοινωνικοπολιτικών συγκρούσεων, ακόμα περισσότερο αυτή».

Την μετάφραση των αποσπασμάτων που ακολουθούν έκανε ο Γιώργος Πολυμερίδης.

************
Ο Δημητρόφ από το βήμα του δικαστηρίου

Ο Δημητρόφ από το βήμα του δικαστηρίου

Δημητρώφ: Αναγνωρίζω ότι μιλώ απότομα και σκληρά. Ο αγώνας μου και η ζωή μου επίσης ήταν απότομη και σκληρή. Η γλώσσα μου όμως είναι γλώσσα ειλικρινής και άδολη. Συνηθίζω να λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους.

Δεν είμαι δικηγόρος που από υποχρέωση υπερασπίζεται τον πελάτη του.

Υπερασπίζομαι τον εαυτό μου σαν κατηγορούμενος κομμουνιστής.

Υπερασπίζομαι την ίδια μου την κομμουνιστική, επαναστατική τιμή.

Υπερασπίζομαι τις δικές μου ιδέες, τις δικές μου κομμουνιστικές πεποιθήσεις.

Υπερασπίζομαι το νόημα και το περιεχόμενο της ζωής μου.

Να γιατί καθετί που λέω στο δικαστήριο είναι αίμα από το αίμα μου και σάρκα από τη σάρκα μου.

Κάθε λέξη είναι έκφραση της πιο βαθιάς μου αγανάκτησης ενάντια στην άδικη κατηγορία, ενάντια στο γεγονός ότι ένα τέτοιο αντικομμουνιστικό έγκλημα προσάπτεται στους κομμουνιστές.

Συχνά μ’ έψεξαν για το ότι δεν παίρνω στα σοβαρά την ανώτατη γερμανική Δικαιοσύνη. Αυτό δεν είναι καθόλου σωστό.

Είναι αλήθεια ότι για μένα σαν κομμουνιστή ανώτατος νόμος είναι το Πρόγραμμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ανώτατο δικαστήριο, είναι η Επιτροπή Ελέγχου της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

Αλλά για μένα σαν κατηγορούμενος, το Δικαστήριο του Ράιχ είναι μια δικαστική αρχή που πρέπει να την παίρνω σοβαρά υπόψη.

Οχι μόνο γιατί τα μέλη αυτού του δικαστηρίου είναι πέρα για πέρα αρμόδια, αλλά και γιατί αποτελεί έναν πολύ σπουδαίο τροχό της κρατικής εξουσίας, της κοινωνικής τάξης που κυριαρχεί εδώ, γιατί είναι μια δικαστική αρχή που μπορεί οριστικά και αμετάκλητα να απαγγείλει την εσχάτη των ποινών. Εγώ μπορώ να δηλώσω με ήσυχη τη συνείδησή μου ότι μπροστά στο δικαστήριο, άρα και μπροστά στην κοινή γνώμη, σε όλα τα ζητήματα έλεγα μόνο την αλήθεια. Σε ό,τι αφορά το κόμμα μου, το οποίο βρίσκεται σε κατάσταση παρανομίας, αρνούμαι να δώσω τα όποια αποδειχτικά στοιχεία. Εγώ πάντα μιλούσα σοβαρά και με το αίσθημα της πιο βαθιάς πεποίθησης.

Πρόεδρος: Δεν θα ανεχθώ, σ’ αυτήν εδώ την αίθουσα, να ασχολείστε με κομμουνιστική προπαγάνδα. Αυτό το κάνατε σε όλη τη διάρκεια του δικαστηρίου. Αν συνεχίσετε σ’ αυτό το πνεύμα, θα σας αφαιρέσω το λόγο.

Δημητρώφ: Αντιτίθεμαι αποφασιστικά ενάντια στον ισχυρισμό ότι επιδιώκω προπαγανδιστικούς σκοπούς. Οτι η υπεράσπισή μου μπρος στο δικαστήριο του Ράιχ, πέτυχε, επιπλέον, και προπαγανδιστικά αποτελέσματα, αυτό είναι σωστό. Μπορεί ακόμα να παραδεχτεί κανείς ότι η στάση μου μπρος στο δικαστήριο μπορεί να χρησιμεύσει σαν παράδειγμα για έναν κατηγορούμενο κομμουνιστή. Ομως, δεν είναι αυτός ο σκοπός της υπεράσπισής μου. Ο δικός μου σκοπός ήταν να διαψεύσω την κατηγορία ότι δήθεν οι Δημητρώφ, Τόργκλερ, Ποπόφ και Τάνεφ, το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα και η Κομμουνιστική Διεθνής έχουν κάτι το κοινό με τον εμπρησμό.

Γνωρίζω ότι κανένας στη Βουλγαρία δεν πιστεύει στη δική μας απίθανη συμμετοχή στον εμπρησμό του Ράιχσταγκ. Γνωρίζω ότι στο εξωτερικό είναι ζήτημα αν πιστεύει κανείς κάτι τέτοιο. Στη Γερμανία, όμως, οι συνθήκες είναι άλλες, εδώ μπορεί να πιστέψουν σε τέτοιους παράξενους ισχυρισμούς.

Να γιατί εγώ θέλω να αποδείξω ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είχε και δεν έχει τίποτε το κοινό με τη συμμετοχή σ’ ένα τέτοιο έγκλημα.

(…)

Κύριοι δικαστές!

Δεν είναι η πρώτη φορά που προσάπτουν στους κομμουνιστές παρόμοια εγκληματική δολοφονική πράξη. Δεν μπορώ να παραθέσω εδώ όλα τα παραδείγματα αυτού του είδους. Υπενθυμίζω το ατύχημα της σιδηροδρομικής γραμμής εδώ στη Γερμανία, κοντά στο Γιούτερμποργκ, που προκάλεσε ένας ψυχοπαθής, τυχοδιώκτης, προβοκάτορας.

Τότε όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και σε άλλες χώρες, στη διάρκεια πολλών μηνών, διαδιδόταν ο ισχυρισμός ότι αυτή η υπόθεση είναι έργο του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος και ότι αυτή η τρομοκρατική πράξη είναι των κομμουνιστών. Μετά έγινε γνωστό ότι αυτή η πράξη έγινε από τον ψυχοπαθή και τυχοδιώκτη Μάτουσκα. Ο ίδιος συνελήφθη και καταδικάστηκε.

Αναφέρω άλλο παράδειγμα -η δολοφονία του Γάλλου Προέδρου από τον Γκουργκούζωφ. Τότε, επίσης, σε όλες τις χώρες γράφανε ότι εδώ υπάρχει ανάμειξη των κομμουνιστών. Ο Γκουργκούζωφ παρουσιάστηκε σαν κομμουνιστής σαν σοβιετικός πράκτορας. Τι αποδείχτηκε; Αποδείχτηκε ότι η απόπειρα δολοφονίας είχε οργανωθεί από τους λευκοφρουρούς και ότι ο Γκουργκούζωφ ήταν προβοκάτορας που επιδίωκε τη διακοπή των σχέσεων ανάμεσα στη Σοβιετική Ενωση και τη Γαλλία.

Υπενθυμίζω, επίσης, τη δολοφονική απόπειρα στον καθεδρικό ναό της Σόφιας. Αυτή η δολοφονική απόπειρα δεν ήταν οργανωμένη από το Βουλγάρικο Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά για το λόγο αυτό καταδιώχτηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα. Δυο χιλιάδες εργάτες, αγρότες και διανοούμενοι δολοφονήθηκαν με θηριώδικο τρόπο από τις φασιστικές συμμορίες με το πρόσχημα ότι ο καθεδρικός ναός της Σόφιας τινάχτηκε στον αέρα από τους κομμουνιστές. Αυτή η προβοκάτσια είχε οργανωθεί από τη βουλγάρικη αστυνομία.

Ακόμα από το 1920, ο ίδιος ο διοικητής της αστυνομίας της Σόφιας Προύτκιν οργάνωσε τη βομβιστική δολοφονική επίθεση κατά τη διάρκεια της απεργίας των σιδηροδρομικών σαν μέσο για να προβοκάρει τους Βούλγαρους εργάτες.

(…)

Οποιος θέλει να αγωνίζεται σωστά με τον αντίπαλό του, αυτός πρέπει να γνωρίζει καλά αυτόν τον αντίπαλο. Η απαγόρευση του κόμματος, η διάλυση των μαζικών οργανώσεων, η απώλεια της νομιμότητας – όλα αυτά είναι βαριά χτυπήματα πάνω στο επαναστατικό κίνημα. Τούτο, όμως, δε σημαίνει ότι τα πάντα έχουν χαθεί.

Το Φλεβάρη του 1933, το Κομμουνιστικό Κόμμα βρισκόταν μπρος στον κίνδυνο της απαγόρευσης. Ο κομμουνιστικός Τύπος είχε απαγορευτεί, αναμενόταν η απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα την περίμενε. Γι’ αυτό γινόταν λόγος στις προκηρύξεις και στις εφημερίδες. Το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα ήξερε καλά ότι σε πολλές χώρες τα κομμουνιστικά κόμματα είναι απαγορευμένα, ωστόσο συνεχίζουν τη δράση τους και τον αγώνα. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα είναι απαγορευμένα σε Πολωνία, Βουλγαρία, Ιταλία και σε μερικές άλλες χώρες.

Εγώ μπορώ να μιλώ γι’ αυτό με βάση την πείρα του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Μετά την εξέγερση το 1923, το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα είχε απαγορευτεί, αλλά αυτό δρούσε, παρ’ όλο που αυτό του κόστισε πολυάριθμα θύματα, το κόμμα έγινε πιο δυνατό απ’ ό,τι ήταν πριν από το 1923. Τούτο το καταλάβαινε ο κάθε κριτικά σκεπτόμενος άνθρωπος.

Το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, αν και παράνομο, μπορεί ανάλογα με την κατάσταση να πραγματοποιήσει την επανάσταση. Αυτό δείχνει η πείρα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσίας ήταν παράνομο, υποβλήθηκε σε αιματηρές καταδιώξεις, όμως, μετά απ’ αυτό η εργατική τάξη με επικεφαλής το Κομμουνιστικό Κόμμα ήρθε στην εξουσία. Οι ηγέτες του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος δεν μπορούσαν να θεωρούν ότι όλα χάθηκαν και ότι το ζήτημα έμπαινε είτε-είτε: ή εξέγερση ή χαμός. Οι ηγέτες του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος δεν μπορούσε να σκέπτονται έτσι ανόητα. Το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα ήξερε καλά ότι η παράνομη δουλειά θα έχει πολλά θύματα, θα απαιτεί αυτοθυσία και τόλμη, ήξερε επίσης ότι οι επαναστατικές του δυνάμεις θα δυναμώσουν και ότι το ίδιο θα αποδειχθεί ικανό να πραγματοποιήσει τα άμεσα καθήκοντα που στέκονται μπροστά του. Να γιατί αποκλείεται τελείως ότι το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα θα έπρεπε σ’ αυτήν την περίοδο να τα παίξει όλα για όλα. Οι κομμουνιστές δεν είναι ευτυχώς τόσο κοντόφθαλμοι όσο οι αντίπαλοί τους. Ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές δεν χάνουν τον έλεγχο των νεύρων τους.

Σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί ότι το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα και τ’ άλλα κομμουνιστικά κόμματα είναι τμήματα της Κομμουνιστικής Διεθνούς. (…)

Σε αυτό το παγκόσμιο κόμμα των εκατομμυρίων μελών της Κομμουνιστικής Διεθνούς το πιο ισχυρό κόμμα είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ενωσης. Είναι το κυβερνών κόμμα της Σοβιετικής Ενωσης -στο μεγαλύτερο κράτος του κόσμου. Η Κομμουνιστική Διεθνής -το παγκόσμιο κομμουνιστικό κόμμα- κάνει εκτίμηση της πολιτικής κατάστασης από κοινού με τις ηγεσίες των κομμουνιστικών κομμάτων όλων των χωρών.

Η Κομμουνιστική Διεθνής, ενώπιον της οποίας είναι άμεσα υπεύθυνα όλα τα τμήματα, δεν είναι οργάνωση των συνωμοτών, αλλά παγκόσμιο κόμμα. Ενα τέτοιο παγκόσμιο κόμμα δεν μπορεί να παίζει με την εξέγερση και την επανάσταση. Ενα τέτοιο παγκόσμιο κόμμα δεν μπορεί να λέει επίσημα τούτο ή εκείνο το πράγμα στα εκατομμύρια των οπαδών του και ταυτόχρονα, αλλά στα κρυφά, να κάνει το αντίθετο. Ενα τέτοιο κόμμα, αγαπητέ μου Δρ. Ζακ, δεν κρατά λογιστική διπλογραφία!

(…)

Βρήκαν πάνω μου την έκκληση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Εγώ νομίζω ότι αυτή μπορεί επίσης να διαβαστεί. Σ’ αυτήν την έκκληση έχουν ιδιαίτερη σημασία δύο σημεία. Σ’ αυτήν γίνεται λόγος για τις διαδηλώσεις στις διάφορες χώρες σε σχέση με τα γεγονότα στη Γερμανία. Σ’ αυτή γίνεται λόγος για τα καθήκοντα του Κομμουνιστικού Κόμματος στην πάλη ενάντια στην εθνικοσοσιαλιστική τρομοκρατία, όπως και για την υπεράσπιση των Οργανώσεων και του Τύπου της εργατικής τάξης. Σ’ αυτήν την έκκληση, μεταξύ των άλλων, αναφέρεται:

«Το κύριο εμπόδιο στο δρόμο της δημιουργίας του ενιαίου μαχητικού μετώπου των κομμουνιστών και των σοσιαλδημοκρατών εργατών ήταν και είναι η πολιτική της συνεργασίας με την αστική τάξη, που ακολουθούσαν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, τα οποία έθεσαν τώρα το παγκόσμιο προλεταριάτο κάτω από τα χτυπήματα του ταξικού εχθρού. Αυτή η πολιτική της συνεργασίας με την αστική τάξη, γνωστή με το όνομα της λεγόμενης πολιτικής «το μικρότερου κακού», οδήγησε πρακτικά στο θρίαμβο του φασισμού στη Γερμανία.

Η Κομμουνιστική Διεθνής και τα κομμουνιστικά κόμματα σε όλες τις χώρες πολλές φορές (όχι μια φορά) έχουν δηλώσει την ετοιμότητά τους για κοινό αγώνα με τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου, της πολιτικής αντίδρασης και στον κίνδυνο του πολέμου.»

(…)

Ο μύθος ότι τάχα ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ είναι έργο των κομμουνιστών κατέρρευσε. Εγώ δε θα παραθέσω εδώ τις καταθέσεις των μαρτύρων, όπως αυτό το έκαναν οι άλλοι συνήγοροι. Το ζήτημα, όμως, αυτό μπορεί να θεωρείται τελείως διευκρινισμένο για κάθε αλλιώς σκεπτόμενο άνθρωπο. Ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ δεν έχει καμιά σχέση με τη δράση του κομμουνιστικού κόμματος όχι μόνο με την εξέγερση, αλλά και με τη διαδήλωση, και με την απεργία, ή και με άλλες παρόμοιες πράξεις.

Τούτο αποδείχτηκε πέρα για πέρα από τη δικαστική ανάκριση. Ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ -εγώ δε μιλώ για τους ισχυρισμούς των εγκληματιών και των ψυχοπαθών- δεν είχε υιοθετηθεί από κανέναν σαν σύνθημα για εξέγερση. Σε σχέση με τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ κανένας δεν είχε παρατηρήσει τις οποιεσδήποτε ενέργειες, πράξεις, απόπειρες για εξέγερση. Κανένας δεν άκουσε τίποτα. Ολοι οι μύθοι προς αυτήν την κατεύθυνση αναφέρονται σε μια περίοδο μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ. Οι εργάτες την περίοδο αυτή βρίσκονταν σε κατάσταση άμυνας ενάντια στην επίθεση του φασισμού. Το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα προσπάθησε να οργανώσει την αντίσταση των μαζών, την άμυνα. Ομως, είναι αποδεδειγμένο ότι ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ ήταν το πρόσχημα, το προανάκρουσμα για μια πλατιά σχεδιασμένη συντριβή της εργατικής τάξης και της πρωτοπορίας -του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος.

(…)

Σε σχέση μ’ αυτό, απόδειξη είναι επίσης και το έκτακτο διάταγμα της γερμανικής κυβέρνησης από τις 25 του Φλεβάρη του 1933.

Αυτό είχε εκδοθεί αμέσως μετά τον εμπρησμό. Διαβάστε αυτό το διάταγμα. Τι λέγεται σ’ αυτό;

Σ’ αυτό αναφέρεται ότι αναστέλλονται άρθρα του συντάγματος, και συγκεκριμένα το άρθρο για την ελευθερία του συνέρχεσθαι, την ελευθερία, το απαραβίαστο της ανθρώπινης προσωπικότητας, το απαραβίαστο της κατοικίας κ.τ.λ. Σ’ αυτό βρίσκεται η ουσία αυτού του έκτακτου διατάγματος, στη δεύτερη παράγραφό του – εκστρατεία ενάντια στην εργατική τάξη…

Πρόεδρος: Οχι ενάντια στους εργάτες, αλλά ενάντια στους κομμουνιστές.

Δημητρώφ: Πρέπει να πω ότι με βάση αυτό το έκτακτο διάταγμα συνελήφθησαν όχι μόνο κομμουνιστές, αλλά και σοσιαλδημοκράτες και χριστιανοί εργάτες, ενώ διέλυσαν και τις οργανώσεις τους.

Θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι αυτό το έκτακτο διάταγμα τασσόταν όχι μόνο ενάντια στο Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, αν και αυτό εννοείται, ήταν πρώτα απ’ όλα εναντίον του, αλλά και ενάντια στ’ άλλα αντιπολιτευτικά κόμματα και ομάδες.

Ο νόμος αυτός ήταν απαραίτητος για τη δημιουργία κατάστασης έκτακτης ανάγκης, και αυτός συνδέεται άμεσα, οργανικά με τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ.

(…)

Κύριε Πρόεδρε, Εσείς μου κάνετε μομφή. Εγώ μπορώ να σας εκφράσω την αντίρρησή μου σ’ αυτό: σαν Βούλγαρος επαναστάτης ενδιαφέρομαι για το επαναστατικό κίνημα σε όλες τις χώρες, ενδιαφέρομαι, λόγου χάρη, και για τα νοτιοαμερικανικά πολιτικά ζητήματα και τα γνωρίζω ίσως όχι λιγότερο από τα γερμανικά, αν και ποτέ δεν ήμουν στην Αμερική. Εξάλλου, αν στη Νότια Αμερική πυρποληθεί το κτίριο κάποιου κοινοβουλίου, τούτο δε σημαίνει ότι εγώ θα ευθύνομαι γι’ αυτό. Στη διάρκεια της δικαστικής έρευνας εδώ, στο δικαστήριο, εγώ έμαθα πολλά και χάριν της πολιτικής μου αίσθησης προσανατολίστηκα σε πολλές λεπτομέρειες.

(…)

Ο αστυνομικός υπάλληλος Χέλερ παραθέτει εδώ ένα κομμουνιστικό ποίημα από ένα βιβλίο που εκδόθηκε το 1925, για να αποδείξει ότι το 1933 οι κομμουνιστές πυρπόλησαν το Ράιχσταγκ.

Εγώ, επίσης, θα παραθέσω ένα ποίημα, αλλά από τον μεγαλύτερο Γερμανό ποιητή Γκαίτε:

Ετοίμασε έγκαιρα το νου σου.

Στους δυο δίσκους της ζυγαριάς της

μεγάλης ευτυχίας

σπάνια υπάρχει ηρεμία:

είσαι υποχρεωμένος ή να υψώνεσαι

ή να κατεβαίνεις προς τα κάτω

Εξουσίαζε ή υπάκουε,

με την τελετή ή γνωρίσου με

τον πόνο,

υψώσου σαν το βαρύ σφυρί –

ή στάσου σαν το αμόνι.

ΝΑΙ, όποιος δε θέλει να ‘ναι

το αμόνι, πρέπει να γίνει το σφυρί!

(…)

Ο ανώτατος εισαγγελέας πρότεινε να αθωωθούν οι κατηγορούμενοι Βούλγαροι λόγω έλλειψης αποδειχτικών. Για μένα αυτό δεν είναι καθόλου απλό. Αυτό δεν θα μπορούσε να αποβάλει τις υποψίες. Οχι, στη διάρκεια του δικαστηρίου αποδείχτηκε ότι εμείς δεν έχουμε τίποτε το κοινό με τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, να γιατί δεν μπορούν να υπάρχουν οι οποιεσδήποτε υποψίες. Εμείς οι Βούλγαροι, όπως και ο Τόργκλερ, πρέπει να αθωωθούμε όχι λόγω έλλειψης αποδείξεων, αλλά γιατί σαν κομμουνιστές που είμαστε, δεν έχουμε, και δεν μπορούσαμε να έχουμε, καμία σχέση με τούτη την αντικομμουνιστική πράξη.

Εγώ προτείνω να ληφθεί η παρακάτω απόφαση:

1) Το ανώτατο δικαστήριο να αναγνωρίσει την αθωότητά μας σε τούτη την υπόθεση και το κατηγορητήριο για άδικο, τούτο αφορά εμένα, τον Τόργκλερ, τον Ποπόφ και τον Τάνεφ.

2) Ο Βαν ντερ Λούμπε να θεωρηθεί σαν όργανο που χρησιμοποίησαν οι εχθροί της εργατικής τάξης.

3) Οι ένοχοι γι’ αυτήν την αδικαιολόγητη κατηγορία εναντίον μας να κληθούν για να λογοδοτήσουν.

4) Οι υπεύθυνοι αυτοί να καταδικαστούν σε αποζημίωση απέναντί μας για το χρόνο και την υγεία που μας έκαναν να χάσουμε, καθώς και για τις ταλαιπωρίες που μας έκαναν να περάσουμε.

Πρόεδρος: Αυτές τις λεγόμενες προτάσεις σας το δικαστήριο θα τις πάρει υπόψη κατά τη συζήτηση της ποινής.

Δημητρώφ: Θα ‘ρθει ο καιρός που τα αιτήματα αυτά θα εξοφληθούν μαζί με τους τόκους. Σε ό,τι αφορά την πλήρη διαλεύκανση του ζητήματος του εμπρησμού στο Ράιχσταγκ και την αποκάλυψη των πραγματικών εμπρηστών και αυτό, εννοείται, θα το πραγματοποιήσει το λαϊκό δικαστήριο της μελλοντικής προλεταριακής δικτατορίας.

Στο XVII αιώνα, ο θεμελιωτής της επιστημονικής Φυσικής Γαλιλαίος Γαλιλέι παραπέμφθηκε στο αυστηρό δικαστήριο της Ιεράς Εξέτασης, που έπρεπε να τον καταδικάσει σαν αιρετικό σε θάνατο.

Με βαθιά πεποίθηση και αποφασιστικότητα είπε:

«Και όμως η γη γυρίζει!» Και αυτή η επιστημονική θέση έγινε αργότερα κτήμα ολάκερης της ανθρωπότητας.

Πρόεδρος: (Διακόπτει απότομα τον Δημητρώφ, σηκώνεται, μαζεύει τα χαρτιά και ετοιμάζεται να βγει)

Δημητρώφ (συνεχίζει): Εμείς οι κομμουνιστές μπορούμε τώρα όχι λιγότερο αποφασιστικά απ’ το γέρο Γαλιλαίο να πούμε: «Και όμως η γη γυρίζει!»

Ο τροχός της Ιστορίας κινείται προς τα μπρος, προς μια σοβιετική Ευρώπη, προς μια παγκόσμια Ενωση των Σοβιετικών Δημοκρατιών.

Και αυτόν τον τροχό που τον σπρώχνει το προλεταριάτο, κάτω από την καθοδήγηση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, κανένα μέτρο εξόντωσης, καμία καταδίκη σε καταναγκαστικά μέτρα, καμιά καταδίκη σε θάνατο δεν θα τον σταματήσει. Γυρίζει και θα γυρίζει ως την οριστική νίκη του κομμουνισμού!

(Οι αστυνομικοί πιάνουν τον Δημητρώφ και με τη βία τον υποχρεώνουν να καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου.

Ο Πρόεδρος και το δικαστήριο αποσύρονται σε συνεδρίαση για το ζήτημα, αν ο Δημητρώφ μπορεί να συνεχίσει το λόγο του. Μετά τη συνεδρίαση, το δικαστήριο επέστρεψε και ανακοινώνει ότι αφαιρείται οριστικά ο λόγος από τον Δημητρώφ.)

Πηγή: Ριζοσπάστης, 15/12/2013