Ε. Τέλμαν: «Τα διδάγματα της εξέγερσης του Αμβούργου» (1925)

Στη μέση και προς τα αριστερά ο ηγέτης του γερμανικού προλεταριάτου Ερνστ Τέλμαν

Στη μέση και προς τα αριστερά ο ηγέτης του γερμανικού προλεταριάτου Ερνστ Τέλμαν

Σαν σήμερα πριν δύο χρόνια, στις 23 Οκτώβρη 1923, το Αμβούργο εξεγέρθηκε. Παρακινούμενο από την εξαθλίωση της περιόδου του πληθωρισμού1, εξωθημένο από την ανήκουστη ανέχεια των εργαζόμενων μαζών, εμπνευσμένο από το πνεύμα του μπολσεβικισμού, το καλύτερο, το πιο επαναστατικό τμήμα της εργατιάς του Αμβούργου πήρε τα όπλα και ξεκίνησε τον αγώνα ενάντια στους καπιταλιστές καταπιεστές.

Δύο χρόνια πέρασαν από την 23η Οκτώβρη 1923. Πολλά άλλαξαν εν τω μεταξύ τόσο στη Γερμανία όσο και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Εμείς, οι κομμουνιστές, ηττηθήκαμε και μαζί με εμάς ηττήθηκε ολόκληρη η γερμανική εργατιά. Η σταθεροποίηση της αστικής Γερμανίας επιτεύχθηκε σ’ έναν ορισμένο, αν και περιορισμένο βαθμό. Δημιουργήθηκαν νέες ελπίδες στην αστική τάξη. Το προλεταριάτο βίωσε ένα χρόνο απογοήτευσης και υποχώρησης. Αν σήμερα μνημονεύουμε τις οδομαχίες του Αμβούργου που έλαβαν χώρα πριν δύο χρόνια, αυτό δεν το κάνουμε παρακινούμενοι απλώς από το γεγονός ότι το ημερολόγιο δείχνει και πάλι 23 Οκτώβρη. Για τους κομμουνιστές και για το ταξικά συνειδητοποιημένο τμήμα του προλεταριάτου οι επέτειοι δεν είναι απλά μέρες μνήμης, αλλά χαράσσουν κατευθύνσεις για την ταξική πάλη, αποτελούν καθοδήγηση για τη δράση. Ιδιαίτερα η πολιτική κατάσταση, στην οποία βρισκόμαστε σήμερα, μας θέτει το επιτακτικό καθήκον να κατανοήσουμε με σαφήνεια την ιστορική σημασία και τα διδάγματα της εξέγερσης του Αμβούργου.

Ποιες ήταν οι αιτίες του αγώνα του Αμβούργου; Ηταν μόνο η προπαγάνδα των κομμουνιστών, ήταν οι αποφάσεις παράνομων μυστικών οργάνων, όπως ισχυρίζονται τα αστικά δικαστήρια; Οχι! Οι αιτίες είναι βαθύτερες. Η εξέγερση δεν ξεπήδησε ούτε από την τυφλή τύχη, ούτε από την ελεύθερη βούληση μερικών συνωμοτών. Η εξέγερση του Αμβούργου ξεπήδησε από την επαναστατική κατάσταση του φθινοπώρου του 1923.

Το φθινόπωρο του 1923 έφερε τη βαθιά κρίση της αστικής τάξης, την κρίση που αγκάλιασε ολόκληρη τη Γερμανία, όλες τις τάξεις και τα στρώματα του πληθυσμού. Ο ιμπεριαλισμός της Αντάντ ολοκλήρωσε την καταστροφική του εργασία. Ο πόλεμος της περιοχής του Ρουρ που κράτησε δέκα μήνες χάθηκε για τη γερμανική αστική τάξη. Το νόμισμα, το μάρκο, το οποίο όταν ανέλαβε η κυβέρνηση Κούνο ήταν στα 8.0002, ανήλθε αργότερα στο ένα τρισεκατομμύριο. Οι εργάτες δεν μπορούσαν ν’ αγοράσουν τίποτα με τους μισθούς τους. Ακόμα και «οι πιο πιστοί υπηρέτες του κράτους», οι υπάλληλοι, άρχισαν να επαναστατούν. Τα μεσαία στρώματα καταστράφηκαν. Το φάντασμα της πείνας περιπλανιόταν στη Γερμανία. Οι κυβερνήσεις της αστικής τάξης ήταν ανήμπορες απέναντι στη διάλυση.

Ο Στρέσεμαν3, ο υπουργός Εξωτερικών εκείνης της εποχής, διακήρυττε μετά από τις απεργίες Κούνο4 «ότι η κυβέρνησή του θα ήταν η τελευταία αστική κυβέρνηση στη Γερμανία».

Ηδη την άνοιξη του 1923 ξέσπασαν στην περιοχή του Ρουρ και της Ανω Σιλεσίας απεργιακά κινήματα. Νέα κύματα της ταξικής πάλης αναπτύχθηκαν σε ολόκληρη τη Γερμανία. Οι εργάτες δεν αγωνίζονταν ακόμα για την εξουσία, αλλά για τις πιο επιτακτικές καθημερινές τους ανάγκες, για την καταπολέμηση της πιο οξυμένης ανέχειας. Ο αγώνας διεξαγόταν ακόμα με «ειρηνικές» μορφές. Ενώ οι δεξιοί σοσιαλδημοκράτες, οι Σόλμαν5 και Σέβερινγκ6, είχαν έρθει ήδη σε συνεννόηση με τους στρατηγούς της Ράιχσβερ7 και εξοπλίζονταν για την αιματηρή κατάπνιξη του προλεταριάτου, οι «αριστεροί» σοσιαλδημοκράτες έκαναν τα πάντα για να καταστήσουν την εργατιά ανίκανη ν’ αμυνθεί, για να την εμποδίσουν να διεξάγει πάλη για την εξουσία, για να την κοροϊδέψουν με διάφορες φράσεις, για να την περιορίσουν στις «ειρηνικές», κοινοβουλευτικές μορφές πάλης της προπολεμικής περιόδου. Αλλά η λογική των πέντε επαναστατικών χρόνων ήταν ισχυρότερη από την προστυχιά των δεξιών και τη δειλία των «αριστερών» σοσιαλδημοκρατών ηγετών.

Η σπίθα του εμφύλιου πολέμου στη Γερμανία ξεπήδησε από τη στιγμή της ανατροπής της κυβέρνησης Κούνο. Ηδη πριν την ανατροπή αυτή είχαν γίνει ανταλλαγές πυρών στο Ρουρ, το Ανόβερο, την Ανω Σιλεσία, τη Βαυαρία και σε άλλα μέρη της Γερμανίας. Τώρα ήταν σε όλους καθαρό ότι μια ειρηνική διευθέτηση των ζητημάτων δεν ήταν πια δυνατή. Η αμείλικτη, βίαιη πάλη με όρους τάξης απέναντι σε τάξη έγινε αναπόφευκτη. Οι απεργίες κατέληγαν σε συγκρούσεις, οι διαδηλώσεις σ’ αιματηρές μικρές μάχες ανάμεσα στους εργάτες και την αστυνομία σε μια ντουζίνα γερμανικές πόλεις. Εφτασε η στιγμή κατά την οποία αποδείχτηκε, όπως έλεγε ο Λένιν στα «Διδάγματα από την εξέγερση της Μόσχας» του έτους 1906, «ότι η γενική απεργία, σαν αυτοτελής και κύρια μορφή πάλης, έχει ξεπεραστεί, ότι το κίνημα ξεφεύγει με αυθόρμητη, ακράτητη δύναμη απ’ αυτά τα στενά πλαίσια και γεννά μια ανώτερη μορφή πάλης, την εξέγερση»8.

Ακριβώς αυτήν τη στιγμή προσεγγίζαμε με τρομακτική ταχύτητα τον Οκτώβρη του 1923. Μπροστά μας είχαμε μια άμεση επαναστατική κατάσταση. Πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις για τη νίκη της εργατικής τάξης, εκτός από μία: την ύπαρξη ενός ξεκάθαρου κομμουνιστικού κόμματος με σιδερένια συνοχή και αδιάλυτους δεσμούς με τις πιο πλατιές μάζες, ενός κόμματος αποφασισμένου και ικανού να ενώσει την αυθόρμητη πάλη των εργατικών μαζών, να την οργανώσει και να την καθοδηγήσει.

Την κρίσιμη στιγμή η καθοδήγηση του Κόμματός μας απέτυχε. Η είσοδος κομμουνιστών ηγετών από κοινού με τους «αριστερούς» σοσιαλδημοκράτες στην κυβέρνηση της Σαξονίας θα ήταν σωστή μόνο αν εξυπηρετούσε έναν μοναδικό στόχο: την οργάνωση της επανάστασης, το κίνημα των μαζών, την ανάληψη της πάλης σε ολόκληρη τη Γερμανία.

Ακριβώς αυτόν το στόχο έχασε από τα μάτια της η τότε ηγεσία του Κόμματος. Οι ηγέτες μας αξιοποίησαν τις θέσεις τους στη σαξονική κυβέρνηση όχι προς όφελος της εξαπόλυσης της επίθεσης, αλλά προς όφελος της αποτροπής της σύγκρουσης. Πολιτική συνασπισμού δεν ήταν η είσοδος στη σαξονική κυβέρνηση, αλλά ότι αφέθηκαν σε αυτήν την κυβέρνηση να ξεγελαστούν και να καθοδηγηθούν, αντί αυτοί να καθοδηγήσουν τις εργατικές μάζες ενάντια στην κυβέρνηση του Ράιχ.

Ξέχασαν ότι το κίνημα έπρεπε να περάσει «σε μια ανώτερη μορφή πάλης». Περιορίστηκαν σε «στενά πλαίσια», προσπάθησαν μάλιστα επιπλέον να «στενέψουν» ακόμα περισσότερο τα ήδη στενά πλαίσια. Εδωσαν την εντολή να σταματήσουν τα απεργιακά κινήματα που βρίσκονταν σ’ εξέλιξη, επειδή «η αποφασιστική μάχη βρίσκεται μπροστά μας».

Το Κόμμα μας ως σύνολο ήταν ακόμα πολύ ανώριμο για να εμποδίσει αυτά τα λάθη της καθοδήγησης. Ετσι, το φθινόπωρο του 1923 η επανάσταση απέτυχε λόγω της απουσίας μίας εκ των πιο σημαντικών προϋποθέσεών της: της ύπαρξης ενός μπολσεβίκικου κόμματος.

Η πολιτική στη Σαξονία τελείωσε με μια αμαχητί οπισθοχώρηση. Η εκτελεστική εξουσία του Ράιχ, η είσοδος των λευκών στρατηγών, επισφράγισε την ήττα.9

Εξαντλείται με αυτά η ιστορία του Οκτώβρη του 1923; Οχι και πάλι όχι! Ακόμα και αργότερα διαπράττονταν πολλές φορές το λάθος, σε αποφάσεις και σε άρθρα, ακόμα και σε λόγους στο αστικό δικαστήριο να γίνεται αναφορά μόνο στη Σαξονία όταν γινόταν λόγος για τον Οκτώβρη του 1923. Ωστόσο δεν υπήρχε μόνο η Σαξονία, υπήρχε και το Αμβούργο!

Το Αμβούργο επιβεβαίωσε στο μέγιστο βαθμό τη λενινιστική διδασκαλία «ότι το κίνημα ξεφεύγει με αυθόρμητη, ακράτητη δύναμη απ’ αυτά τα στενά πλαίσια και γεννά μια ανώτερη μορφή πάλης, την εξέγερση».

Η εξέγερση του Αμβούργου διαμόρφωσε, όπως αναφέρεται στις Θέσεις της Εκτελεστικής Επιτροπής του 1924 «τον αντίθετο πόλο της Σαξονίας».

Αυτοί που βλέπουν στην ιστορία ολόκληρου του Κόμματός μας μέχρι τη Φρανκφούρτη10 μόνο ανικανότητα, προδοσία και οπορτουνισμό, ξεχνάνε τα τεράστια διδάγματα του αγώνα του Αμβούργου. Ξεχνάνε ότι οι πλατιές μάζες των μελών του Κόμματός μας σε καμία περίπτωση δεν υιοθέτησαν παθητική στάση αναμονής, αλλά ήταν αποφασισμένες να δώσουν τη ζωή τους για τη διεκδίκηση της εξουσίας. Και οι εργάτες του Αμβούργου δικαιούνται περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλον να πούνε: Δεν ήταν μόνο οι κομμουνιστές εργάτες του Αμβούργου, αλλά και του Βερολίνου, της Σαξονίας και όλοι οι υπόλοιποι οι οποίοι ήταν έτοιμοι για μάχη.

Οι περιοχές των ακτών της Βόρειας Θάλασσας (Wasserkante) είχαν την ίδια εξέλιξη με ολόκληρη την υπόλοιπη Γερμανία. Ενα κύμα απεργιών και οικονομικών αγώνων θέριεψε σε ολόκληρη την περιοχή της Βόρειας Ακτής. Στις 20 Οκτώβρη έλαβαν χώρα στο Αμβούργο δυναμικές διαδηλώσεις των ανέργων. Σε διάφορα σημεία της πόλης κατέληξαν σε λεηλασίες μαγαζιών με τρόφιμα και σ’ αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία. Οι απαγορευτικές ζώνες της αστυνομίας διασπάστηκαν με τη βία για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια. Την Τρίτη 23 Οκτώβρη, στις 5 η ώρα το πρωί, όλα τα αστυνομικά τμήματα στα προάστια του Αμβούργου καταλήφθηκαν αστραπιαία από επαναστατικές ομάδες μάχης, όλοι οι αστυνομικοί αφοπλίστηκαν. Οι επαναστατικές ομάδες μάχης πήραν όλα τα όπλα και τα πυρομαχικά από τα είκοσι έξι αστυνομικά τμήματα που πιάστηκαν στον ύπνο. Οταν η διεύθυνση της αστυνομίας έστειλε τις ειδικές μονάδες επίθεσης και τις ενισχύσεις που είχαν ήδη καταφτάσει από άλλες περιοχές, οι αγωνιζόμενες περιοχές είχαν μετατραπεί σε οπλισμένα φρούρια. Εκατοντάδες εργάτες κι εργάτριες έστησαν στους δρόμους οδοφράγματα. Αθάνατη παραμένει η φήμη του κόκκινου Μπάρμπεκ11. Τα αστυνομικά στρατεύματα προέλαυναν σε ολόκληρους λόχους και τάγματα, αλλά ήταν υποχρεωμένα συνέχεια να επιστρέφουν άπραγα, αφού οι απώλειές τους αυξάνονταν σε κάθε έφοδο που έκαναν. Οι εργάτες του Μπάρμπεκ έριξαν δέντρα, ξερίζωσαν τα πεζοδρόμια, έφραξαν τους δρόμους με οδοφράγματα από κορμούς δέντρων, πέτρες κι άμμο. Πίσω από αυτά τα οχυρώματα πολεμούσαν σαν τίγρεις.

Οι πρώτες ομάδες μάχης που προχώρησαν σε αστραπιαίες επιθέσεις στα αστυνομικά τμήματα ήταν άοπλες. Ολα τα όπλα και τα πυρομαχικά τα προμηθεύτηκαν από την αστυνομία. 300 άντρες δέχτηκαν καταιγιστικά πυρά από 6.000 έμμισθους της αστυνομίας, της Ράιχσβερ και του Ναυτικού. Αντεξαν τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Πυροβολούσαν τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Επιτίθονταν, έπεφταν, υποχωρούσαν, αλλά δεν παραδίνονταν. Διέσωσαν την τιμή του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας. Ηταν οι πρωτοπόροι της γερμανικής εργατικής τάξης.

Το Αμβούργο ηττήθηκε. Οι μαχητές των οδοφραγμάτων έπεσαν. Ωστόσο μόνο λίγοι σκοτώθηκαν, το μεγαλύτερο τμήμα αιχμαλωτίστηκε, καταδιώχτηκε και διασκορπίστηκε. Ακόμα και σήμερα βρίσκονται σε φυλακές και φρούρια. Η ηρωική τους υπεράσπιση κατά τις δίκες του Αμβούργου με την κατηγορία της υψίστης προδοσίας αποτελούν παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο οι κομμουνιστές στέκονται μπροστά στα αστικά ταξικά δικαστήρια.

Η προλεταριακή επανάσταση υπέστη περισσότερες από μία αιματηρές ήττες. Ωστόσο ποτέ δεν αιμορράγησε μέχρι θανάτου. Προχωράει πιο ισχυρή, πιο περήφανη, πιο αποφασισμένη. Η Παρισινή Κομμούνα τσαλαπατήθηκε. Η ρωσική επανάσταση του 1905 τελείωσε στις τσαρικές κρεμάλες, στα μπουντρούμια, στη Σιβηρία. Και, παρόλ’ αυτά, ξύπνησε εκ νέου! Ετσι και το Αμβούργο δεν είναι νεκρό, Αντίθετα, το Αμβούργο είναι ανίκητο. Νέες εξεγέρσεις του προλεταριάτου, νέες νίκες της αντεπανάστασης θ’ ακολουθήσουν το γερμανικό Οκτώβρη. Στην Πολωνία, την Εσθονία, τη Βουλγαρία ξεσηκώνονται οι εργάτες και ηττούνται. Και, παρόλ’ αυτά, θα νικήσουν!

Οι εξεγέρσεις του προλεταριάτου αποτελούν στάδια στη νικηφόρα πορεία της επανάστασης, όχι μόνο λόγω των άμεσων θετικών αποτελεσμάτων τους, αλλά κυρίως λόγω των μεγάλων διδαγμάτων που εμφυσούνε σε ολόκληρη την εργατική τάξη.

Εξέγερση του Αμβούργου (1923)

Εξέγερση του Αμβούργου (1923)

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΑΜΒΟΥΡΓΟΥ;

1. Οι μικρές αριθμητικά προλεταριακές δυνάμεις, οι οποίες πολέμησαν με το μέγιστο ηρωισμό κάτω από τη σημαία της δικτατορίας, μπόρεσαν να σταθούν στρατιωτικά μ’ επιτυχία ενάντια στην εικοσαπλάσια υπεροχή των θαυμάσια οργανωμένων κι οπλισμένων στρατευμάτων της αστικής τάξης.

2. Η άφθαρτη φήμη των μαχητών του Οκτώβρη στο Αμβούργο έγκειται στ’ ότι άρπαξαν τα όπλα σε μια επαναστατική κατάσταση, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχαν 99% πιθανότητες νίκης. Ο λενινισμός διδάσκει ότι η μάχη πρέπει ν’ αρχίζει όταν υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες για τη νίκη. Εγγύηση για τη νίκη δεν υπάρχει ποτέ εκ των προτέρων. Η ήττα σ’ έναν τέτοιο αγώνα είναι χίλιες φορές πιο γόνιμη και πολύτιμη για το μέλλον της ταξικής πάλης από μια υποχώρηση χωρίς μάχη.

3. Η εξέγερση οδηγήθηκε στην ήττα γιατί έμεινε απομονωμένη, αφού δεν υποστηρίχτηκε αμέσως ούτε στη Σαξονία, ούτε σ’ ολόκληρο το Ράιχ. Οι εργάτες σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος μπορούν ν’ αρχίσουν τον αγώνα με το μέγιστο ηρωισμό, ωθούμενοι από το πιο ισχυρό μαζικό κίνημα: Θα ηττηθούν αν δεν πάει μαζί τους το προλεταριάτο ολόκληρης της χώρας. Ειδικά σ’ αυτό έγκειται ο ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος ως εμπροσθοφυλακής του προλεταριάτου, στην οργάνωση και τη συσπείρωση ολόκληρης της εργατικής τάξης σ’ όλα τα βιομηχανικά κέντρα και τις μεγάλες πόλεις, σ’ ολόκληρη τη χώρα. Ειδικά γι’ αυτόν το σκοπό χρειαζόμαστε ένα σιδερένιο, απόλυτα αποφασισμένο, απόλυτα πειθαρχημένο κόμμα με ακλόνητη συνοχή.

4. Δεν είν’ αλήθεια ότι η εξέγερση του Αμβούργου ήταν πραξικόπημα. Αντίθετα, είχε τη συμπάθεια των πιο πλατιών μαζών. Ακόμα και ο αστυνομικός διευθυντής Χένσε (Hense) αναγκάστηκε οργισμένος να παραδεχτεί ότι οι σοσιαλδημοκράτες εργάτες στο Αμβούργο, αυτή η πολύ δεξιά οργάνωση του SPD και μαζί τους «οι πιο πλατιοί κύκλοι του πληθυσμού στάθηκαν στο πλάι των κομμουνιστών». Η αδυναμία μας έγκειτο μόνο στο γεγονός ότι δεν καταφέραμε να συσπειρώσουμε αυτές τις μάζες στέρεα γύρω μας, να τις τραβήξουμε έγκαιρα σ’ όλες τις επιμέρους μάχες, να σχηματίσουμε μ’ αυτές το Ενιαίο Μέτωπο απέναντι στους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες.

5. Για να μπορέσουμε να νικήσουμε σε αγώνες παρόμοιους μ’ αυτούς του Αμβούργου, που θα έρθουν αναπόφευκτα και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερη έκταση, πρέπει να εισχωρήσουμε σαν σφήνα μέσα στις μάζες, να τις ενώσουμε μαζί μας με χίλια νήματα, να σχηματίσουμε ένα πραγματικά προλεταριακό Ενιαίο Μέτωπο μ’ εκατομμύρια εργάτες. Στα συνδικάτα, σε όλες τις μη κομματικές οργανώσεις της εργατικής τάξης πρέπει ν’ αναπτυχθεί μια μεγάλη επαναστατική πτέρυγα, η οποία θ’ αποτελέσει μαζί με τους κομμουνιστές το φορέα των επερχόμενων αγώνων.

6. Ως ιδιαίτερη έλλειψη βιώσαμε στις μέρες του Οκτώβρη στο Αμβούργο την απουσία ενός ισχυρού κινήματος των Συμβουλίων (Räte-bewegung). Αυτό το γεγονός δεν έχει κατανοηθεί ακόμα επαρκώς στο Κόμμα. Τα Συμβούλια είναι τα όργανα τα οποία συνενώνουν σε μια επαναστατική κατάσταση τα εκατομμύρια των μαζών του προλεταριάτου, αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του αγώνα. Αυτό το δίδαγμα δεν πρέπει να το ξεχνάμε ούτε στη σημερινή περίοδο, την περίοδο μεταξύ δύο επαναστάσεων.

7. Η κατάκτηση της εξουσίας του προλεταριάτου δεν είναι μονόπρακτο έργο. Δεν περιορίζεται μόνο στο στρατιωτικό αγώνα εναντίον των στρατευμάτων της αστικής τάξης, αλλά πρέπει να προετοιμαστεί με μακρόχρονη δουλειά του Κομμουνιστικού Κόμματος και ολόκληρου του προλεταριάτου. Οι μελλοντικοί νικητές επί της αστικής τάξης πρέπει να διαπαιδαγωγηθούν, να προετοιμαστούν, να οργανωθούν μέσα σε αμέτρητους επιμέρους αγώνες. Εδώ βρίσκεται το βασικό μας καθήκον αυτήν την περίοδο.

8. Είναι λάθος ότι με την ήττα του Οκτώβρη του 1923 χάθηκε για πάντα μια μοναδική επαναστατική κατάσταση. Η ήττα του 1923 δε θα έχει μεγάλη διάρκεια, ακριβώς όπως και η ήττα του Συνδέσμου του Σπάρτακου12 δεν είχε μεγάλη διάρκεια στις μέρες του Νόσκε το 1919. Η σταθεροποίηση της αστικής Γερμανίας δεν έχει μεγάλη πνοή: Παρά το Σχέδιο Ντάουες13 και το Εγγυητικό Σύμφωνο14 -ή καλύτερα: λόγω του Σχεδίου Ντάουες και του Εγγυητικού Συμφώνου. Η καπιταλιστική σταθεροποίηση στη Γερμανία βιώνει ήδη τώρα την πρώτη της «δύσπνοια». Η μεγάλη συνέπεια της εξέγερσης του Αμβούργου είναι ότι οι εργάτες είδαν για τρία εικοσιτετράωρα την αδυναμία του φαινομενικά ανίκητου ταξικού αντιπάλου σε ολόκληρη την έκτασή της. Κατά τη διάρκεια των ημερών του Αμβούργου οι εργάτες είδαν την αστική τάξη να στέκεται στο χείλος της αβύσσου. Κι αυτήν την εικόνα δεν πρόκειται να την ξεχάσουν ποτέ! Δε θα βαλτώσουμε, αντίθετα θα προχωρήσουμε σε νέους αγώνες, ενώ η δεύτερη επανάσταση στη Γερμανία θα μας βρει με ακόμα πιο βαθιά συνείδηση της αναγκαιότητάς της.

9. Η εξέγερση ήταν υπόδειγμα θαυμάσιας οργάνωσης του επαναστατικού αγώνα, υπόδειγμα οργάνωσης χωρίς περιττές τριβές. Ταυτόχρονα όμως αποκάλυψε και τα μεγαλύτερα οργανωτικά λάθη του Κόμματός μας. Οι μαχητές του Αμβούργου κέρδισαν την πλήρη συμπάθεια των εργατών στις επιχειρήσεις, αλλά οργανωτικά δεν είχαν καμία σύνδεση με αυτούς. Αποδείχτηκε σε όλο της το μεγαλείο η αχρηστία, η ολέθρια οπισθοδρομικότητα της παλιάς μας σοσιαλδημοκρατικής οργάνωσης στη βάση του τόπου κατοικίας. Ο εκλογικός μηχανισμός δεν αξίζει τίποτα στα οδοφράγματα! Το μεγαλύτερο κενό στο πολεμικό μέτωπο του Αμβούργου ήταν η απουσία κομμουνιστικών πυρήνων στις επιχειρήσεις. Μια μάζα μαχητών, όπως αυτή του Αμβούργου, η οποία όμως θα στηρίζεται σε καλά ριζωμένους πυρήνες σε όλες τις επιχειρήσεις και στη συνένωση των πιο πλατιών εργατικών μαζών, θα είναι σε μια αντίστοιχη κατάσταση στο μέλλον ανίκητη.

10. Το μεγαλύτερο, το πιο πολύτιμο δίδαγμα της εξέγερσης του Αμβούργου είναι η μεγαλειώδης εκπλήρωση του ρόλου του Κομμουνιστικού Κόμματος στην προλεταριακή επανάσταση. Οι κομμουνιστές ήταν όχι στα λόγια, αλλά στην πράξη η εμπροσθοφυλακή, η καθοδήγηση, ο οδηγός της εργατικής τάξης. Προσέδωσαν στο κίνημα ένα σαφώς προσδιορισμένο στόχο, ένα διαμορφωμένο με ακρίβεια πρόγραμμα: Τη δικτατορία του προλεταριάτου. Σε σχέση μ’ αυτό, ο αγώνας του Αμβούργου στέκεται σ’ ένα πολύ ψηλότερο επίπεδο απ’ όλα τα προηγούμενα κινήματα. Η Δράση του Μάρτη του 192115 δεν αντέχει σε καμία σύγκριση με την εξέγερση του Αμβούργου. Μόνο επειδή το Κόμμα κρατούσε σταθερά στα χέρια του την καθοδήγηση του αγώνα έγινε κατορθωτό να συνειδητοποιηθεί και να πραγματοποιηθεί από τους επαναστάτες του Αμβούργου -για πρώτη φορά στη Δυτική Ευρώπη- η μαρξιστική-λενινιστική διδασκαλία σύμφωνα με την οποία η εξέγερση είναι τέχνη και ο βασικός νόμος αυτής της τέχνης είναι η θαρραλέα, σταθερή, αποφασιστική επίθεση.

Αυτά είναι τα πιο σημαντικά διδάγματα από την εξέγερση του Αμβούργου. Το φρικτό κόστος που πληρώσαμε γι’ αυτήν ήταν ο θάνατος και η φυλάκιση των καλύτερων ανθρώπων μας. Κι όμως: Αυτή η θυσία θα έχει εκατονταπλάσια αξία. Δεν έπεσαν μόνο για την οικοδόμηση ενός μπολσεβίκικου κόμματος στη Γερμανία, αλλά και για το μέλλον ολόκληρης της εργατικής τάξης.

Τώρα δε βρισκόμαστε στην περίοδο της άμεσης εφόδου, του άμεσου αγώνα για την κατάκτηση της εξουσίας. Βρισκόμαστε στην περίοδο ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη επανάσταση. Η ανάλυση τόσο της παγκόσμιας κατάστασης όσο και της συγκεκριμένης κατάστασης στη Γερμανία φανερώνει σε κάθε σοβαρό άνθρωπο ότι η τωρινή «ανάσα» (σ.μ.: της καπιταλιστικής σταθεροποίησης) δε θα διαρκέσει πολύ. Πρέπει να την αξιοποιήσουμε καλά για να μάθουμε, για να διευρύνουμε τις δυνάμεις μας, για να εκπαιδεύσουμε την εργατική τάξη, για να προετοιμαστούμε οργανωτικά ενόψει των νέων ημερών του Αμβούργου, οι οποίες θα βιώσουν μια αναγέννησή τους σε όλες τις πόλεις της Γερμανίας.

Ειδικά στην τωρινή περίοδο των υπομονετικών μερικών αγώνων, των γερών, αργά αναπτυσσόμενων μερικών κινημάτων, δε μας επιτρέπεται να ξεχάσουμε ούτε για μια στιγμή τη σημασία και τα διδάγματα της εξέγερσης του Αμβούργου. Το Κόμμα μας πραγματοποιεί μια αποφασιστική προσαρμογή από την κορυφή μέχρι τη βάση του. Ξεριζώνει το ψευτοεπαναστατικό πνεύμα που είναι ριζοσπαστικό μόνο στα λόγια. Παραμερίζει τα υπολείμματα του σεχταρισμού, της υποτίμησης των μαζών στις γραμμές του. Αλλάζει την τακτική του για να συνδεθεί πιο στέρεα, πιο στενά με τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες, με τις μάζες στα συνδικάτα και τις επιχειρήσεις. Προχωράει στη ριζική αναμόρφωση των οργανωτικών του αρχών. Εργάζεται στην κατεύθυνση σχηματισμού μιας μεγάλης αριστερής πτέρυγας στο εργατικό κίνημα.

Για την εκπλήρωση αυτών των καθηκόντων χρειαζόμαστε κυρίως την υπομονετική, κουραστική, επίμονη καθημερινή δουλειά. Μήπως αυτό σημαίνει ότι εγκαταλείπουμε τη γραμμή της πολιτικής της εξέγερσης του Αμβούργου; Οχι! Αν την χάσουμε αυτή, χαθήκαμε! Μέσω της μετάβασης στην πολιτική του κερδίσματος και της καθοδήγησης των μαζών σφυρηλατούμε την ταξική βάση για μια νέα Εξέγερση του Αμβούργου, ασύγκριτα μεγαλύτερης έκτασης από την πρώτη, πολύ μεγαλύτερου εύρους, ακόμα πιο βαθιάς ιστορικής σημασίας.

Περισσότερο από ποτέ κάθε κομμουνιστής, κάθε κομματικό μέλος, κάθε μέλος της Κομμουνιστικής Ενωσης Νεολαίας, κάθε επαναστάτης εργάτης πρέπει αυτήν την περίοδο να έχει στο μυαλό του την εικόνα των μαχητών της εξέγερσης του Αμβούργου: Ψύχραιμοι, περιφρονώντας το θάνατο, ολόπλευρα δοσμένοι στην υπόθεση της εργατικής τάξης, με τ’ όπλο στο χέρι, μπροστά τους τα οδοφράγματα, έτοιμοι να υποδεχτούν τον εχθρό και με το βλέμμα στραμμένο σ’ έναν και μόνο στόχο, στο μεγαλύτερο, στον πιο περήφανο στόχο που υπάρχει για τον κομμουνιστή: Τη δικτατορία του προλεταριάτου!

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στις 23 Οκτώβρη 1925, στην εφημερίδα «Rote Fahne» (Κόκκινη σημαία), όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας από το 1919 μέχρι το 1945. Το κείμενο περιλαμβάνεται στη συλλογή κειμένων «Ernst Thälmann, Reden und Aufsätze zur Geschichte der deutschen Arbeiterbewegung Ι» (Ερνστ Τέλμαν, Ομιλίες και παρεμβάσεις για την ιστορία του γερμανικού εργατικού κινήματος) του Ινστιτούτου Μαρξ – Ενγκελς – Λένιν – Στάλιν της ΚΕ του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας, σελ. 254-264.

1. Ως περίοδος του υπερπληθωρισμού στη Γερμανία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης θεωρείται ιδιαίτερα η περίοδος από τα μέσα του 1921 μέχρι τα τέλη του 1923, αν και μερικές φορές συμπεριλαμβάνεται σε αυτήν ολόκληρη η περίοδος 1914-1923. Σε αυτήν την περίοδο συντελέστηκε τεράστια αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων και διολίσθηση της αξίας του γερμανικού μάρκου σε σχέση με τα υπόλοιπα νομίσματα. Στην εξέλιξη αυτή σημαντικό ρόλο έπαιξε η απότομη αύξηση της έκδοσης χρήματος για την αποπληρωμή των κρατικών χρεών από τον πόλεμο και την καταβολή των αποζημιώσεων προς τους νικητές, που προβλεπόταν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Χαρακτηριστικό είναι ότι το Νοέμβρη του 1923 ένα δολάριο ισούταν με 420 δισ. μάρκα.

2. Σ.μ.: Εδώ ο Τέλμαν αναφέρεται μάλλον στο πόσα χάρτινα μάρκα χρειάζονταν για ν’ αγοράσουν ένα χρυσό μάρκο ως ένδειξη της ταχύτητας διολίσθησης του γερμανικού νομίσματος την περίοδο του υπερπληθωρισμού.

3. Ο Γκούσταφ Στρέσεμαν (Gustav Stressemann), ηγέτης του Γερμανικού Λαϊκού Κόμματος, ήταν υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας από το 1923 μέχρι το 1929, ενώ ηγήθηκε ως καγκελάριος και μιας βραχύβιας κυβέρνησης 102 ημερών (13 Αυγούστου – 23 Νοέμβρη 1923).

4. Απεργιακό κύμα ενάντια στην κυβέρνηση Cuno τον Αύγουστο του 1923 που συντέλεσε στην πτώση της.

5. Ο Βίλχελμ Σόλμαν (Wilhelm Sollmann) ήταν στέλεχος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD) και υπουργός Εσωτερικών (13 Αυγούστου 1923-11 Νοέμβρη 1923) στη βραχύβια κυβέρνηση με καγκελάριο τον Γκούσταφ Στρέσεμαν.

6. Ο Καρλ Σέβερινγκ (Carl Severing) ήταν στέλεχος του SPD. Διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών της Πρωσίας (1920-1926 και 1930-1932) και υπουργός Εσωτερικών της Γερμανίας (1928-1930).

7. Η επίσημη ονομασία του γερμανικού στρατού από το 1919 μέχρι το 1935. Μεταφράζεται ως «Αμυνα του Ράιχ». Το 1935 μετονομάστηκε σε Βέρμαχτ (Wehrmacht) που σημαίνει Αμυντική Δύναμη.

8. Β. Ι. Λένιν: «Τα διδάγματα από την εξέγερση της Μόσχας», «Απαντα», τ. 13, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 373.

   9. Η κεντρική κυβέρνηση του Ράιχ έστειλε από το Βερολίνο στρατεύματα «για την αποτροπή της κομμουνιστικής ανατροπής». Στις 21 Οκτώβρη 1923 τα στρατεύματα του Ράιχ απάλλαξαν -στη βάση του διατάγματος εκτάκτου ανάγκης του σοσιαλδημοκράτη Νόσκε- τη σαξονική κυβέρνηση από τα καθήκοντα της.

10. Σ.μ.: Ο Τέλμαν μάλλον αναφέρεται εδώ στο 9ο Συνέδριο του ΚΚΓ που έλαβε χώρα υπό καθεστώς παρανομίας το διάστημα 7-10 Απρίλη 1924 στη Φρανκφούρτη και το Οφενμπαχ. Το Συνέδριο αυτό θεωρούνταν την περίοδο που γράφτηκε το άρθρο ότι διόρθωσε κάποια από τα «δεξιά» λάθη του κόμματος κατά την προηγούμενη περίοδο και καθαίρεσε από την καθοδήγηση του κόμματος τους Μπράντλερ (Brandler), Ταλχάιμερ (Thalheimer) και Βάλχερ (Walcher).

11. Η περιοχή του Αμβούργου στην οποία το ΚΚΓ είχε τη μεγαλύτερη επιρροή. Μετατράπηκε στο κέντρο των μαχών των τριών ημερών.

12. Την άνοιξη του 1915 συγκροτήθηκε η ομάδα «Διεθνής» από μέλη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος που αντιπολιτεύονταν τη γραμμή του κόμματος γενικά, αλλά κυρίως στο θέμα του πολέμου. Η ομάδα αυτή πήρε συνεπή διεθνιστική θέση κόντρα στη σοσιαλπατριωτική γραμμή του κόμματος. Η ομάδα αυτή αποτελούνταν από γνωστούς Γερμανούς επαναστάτες, όπως οι Καρλ Λίμπκνεχτ (Karl Liebknecht), Ρόζα Λούξεμπουργκ (Rosa Luxemburg), Φραντς Μέρινγκ (Franz Mehring), Κλάρα Τσέτκιν (Klara Zetkin), Χέρμαν και Κέτε Ντούνκερ (Hermann & Käte Duncker), Βίλχελμ Πικ (Wilhelm Pieck) κ.ά. Βασική τους θέση ήταν ότι ο κύριος εχθρός κάθε λαού -και του γερμανικού- βρίσκεται στην ίδια του τη χώρα. Ενα χρόνο αργότερα η ομάδα άρχισε να εκδίδει σειρά πολιτικών φυλλαδίων με το όνομα «Γράμματα του Σπάρτακου», απ’ όπου πήρε και το όνομά της. Η ομάδα αυτή μετεξελίχτηκε μαζί με κάποια μέλη του «Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας» στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, το οποίο ιδρύθηκε στη Συνδιάσκεψη των Σπαρτακιστών από τις 30 Δεκέμβρη μέχρι τη 1 Γενάρη 1919.

13. Συμφωνία της Γερμανίας με τις νικήτριες δυνάμεις για τον επανακαθορισμό των όρων αποπληρωμής των πολεμικών αποζημιώσεων.

14. Το λεγόμενο Εγγυητικό Σύμφωνο περιλαμβανόταν στο τελικό πρωτόκολλο που υπογράφηκε στο Λονδίνο την 1η Δεκέμβρη 1925 για να επικυρώσει και τυπικά τις αποφάσεις των Συνθηκών του Λοκάρνο. Οι τελευταίες ήταν σειρά συμφωνιών που συνάφθηκαν τον Οκτώβρη του 1925, με βάση τις οποίες οριστικοποιούνταν τα σύνορα των κρατών της Ευρώπης τα οποία είχαν διαμορφωθεί με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Το Εγγυητικό Σύμφωνο, που περιλαμβανόταν στο τελικό πρωτόκολλο, υπογράφηκε ανάμεσα στη Γερμανία, τη Γαλλία και το Βέλγιο. Σύμφωνα με αυτό, η Γερμανία αναγνώριζε τα δυτικά της σύνορα όπως αυτά είχαν καθοριστεί με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Τα δυτικά αυτά σύνορα της Γερμανίας εγγυούνταν η Μ. Βρετανία και η Ιταλία, οι οποίες θα επενέβαιναν στρατιωτικά εναντίον οποιουδήποτε επιχειρούσε τη μετατόπισή τους. Τ’ ανατολικά σύνορα της Γερμανίας παρέμεναν ακόμα ανοιχτά προς διαπραγμάτευση.

15. Ενοπλη εργατική εξέγερση που πραγματοποιήθηκε το Μάρτη του 1921 στις βιομηχανικές περιοχές της Κεντρικής Γερμανίας υπό την καθοδήγηση του ΚΚΓ (αν και συμμετείχαν κι άλλα κόμματα). Η εξέγερση κατεστάλη στρατιωτικά στις 29 Μάρτη 1921.

Πηγή: ΚΟΜΕΠ, τ.6, 2013

10 Ιούλη 1940: Οι «απόλυτες εξουσίες» του στρατάρχη Πεταίν και η Σοσιαλιστική Διεθνής

O στρατάρχης Πεταίν με τον Χίτλερ

O στρατάρχης Πεταίν με τον Χίτλερ


Του Γιώργου Μαργαρίτη*

Ο Ιούλιος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο μήνας της σοσιαλδημοκρατίας. Πραγματικά το πολιτικό αυτό κίνημα που επικάθησε ρεφορμιστικά πάνω στο δυναμικό εργατικό κίνημα των βιομηχανικών επαναστάσεων του 19ου αιώνα, πήρε, μήνα Ιούλιο πάντοτε, τις δύο σημαντικές αποφάσεις που σφράγισαν την ιστορική του πορεία και αποκάλυψαν, πέρα από την όποια αμφιβολία, τον πραγματικό χαρακτήρα του.

Η πρώτη περίσταση είναι γνωστή: τις τελευταίες ημέρες του Ιουλίου 1914, όταν οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί έσερναν την Ευρώπη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σοσιαλδημοκρατία της Β’ Εργατικής Διεθνούς, ισχυρή και σε πολλά κράτη κυρίαρχη κοινοβουλευτική πολιτική δύναμη, βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα του να αποδεχθεί ή μη την ψήφιση των «κονδυλίων πολέμου», δηλαδή των ειδικών οικονομικών μέτρων που θα επέτρεπαν την χρηματοδότηση του πολέμου και άρα την πραγματοποίησή του. Ως τότε η Σοσιαλδημοκρατία παρουσιαζόταν ως ο βασικός υπέρμαχος της ειρήνης και διακήρυσσε επίμονα την πρόθεσή της να αντιταχθεί στην όποια πολεμική εμπλοκή στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Τα λόγια της όμως αποδείχθηκαν ψεύτικα και παραπλανητικά. Με μια εντυπωσιακή μεταστροφή θέσεων και λόγων, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ψήφισαν ομόθυμα τα πολεμικά κονδύλια -την χρηματοδότηση του πολέμου με έκτακτα μέτρα- και στις δύο πλευρές των αντίπαλων συνασπισμών.

Πολύ λίγοι ήσαν εκείνοι που αντιτάχθηκαν στην μεταστροφή αυτή και στην απόλυτη υποταγή του σοσιαλιστικού κινήματος στις πολεμόχαρες επιταγές του μονοπωλιακού, ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου. Ελάχιστοι αντιτάχθηκαν από αξιοπρέπεια, ο Ζαν Ζωρρές ανάμεσά τους. Άλλοι, λίγοι και αυτοί, αντιτάχθηκαν από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων καθώς διέγνωσαν ότι στις νέες συνθήκες οι εργάτες της Ευρώπης εκτός από το προϊόν του μόχθου τους θα έπρεπε πλέον να καταθέτουν στα πόδια των καπιταλιστών και το αίμα τους, και τη ζωή τους. Ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι ήταν ανάμεσα στους δεύτερους και από αυτούς θα ξεκινούσε λίγο αργότερα η πολιτική αναγέννηση του εργατικού κινήματος: ο Κομμουνισμός.

Η δεύτερη όμως εντυπωσιακή μεταστροφή των σοσιαλδημοκρατών είναι λιγώτερο γνωστή και, στις ημέρες μας, σχεδόν ξεχασμένη. Και αυτή, όπως και η πρώτη, έγινε μέσα στο γενικώτερο πλαίσιο ενός παγκοσμίου πολέμου. Πραγματικά, στις συνθήκες ενός πολέμου οι ισχυροί του πλούτου και του αστικού πολιτικού συστήματος έχουν ανάγκη από όλες τις εφεδρείες τους -προφανώς και τις σοσιαλδημοκρατικές.

Στην Γαλλία, οι εκλογές του Απριλίου – Μαΐου 1936 είχαν δώσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε δύο πολιτικούς σχηματισμούς που αυτοορίζονταν ως «αντι-δεξιοί»: στους Ριζοσπάστες (Radicaux), που περιλάμβαναν ένα πλατύ φάσμα αστών δημοκρατών, φιλελεύθερων, μεταρρυθμιστών, και στους Σοσιαλιστές του SFIO (του Γαλλικού Τμήματος της Εργατικής Διεθνούς -της Δεύτερης δηλαδή Διεθνούς της Σοσιαλδημοκρατίας). Τα γεγονότα που προηγήθηκαν, και πιο ειδικά η απόπειρα πραξικοπήματος στο Παρίσι από την άκρα δεξιά στις 6 Φεβρουαρίου 1934, είχαν οδηγήσει σε προσέγγιση και -εν μέρει- σε συνεργασία τα «αντι-δεξιά» κόμματα: Ριζοσπάστες, Σοσιαλιστές αλλά και Κομμουνιστές. Πραγματικά, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, με Γραμματέα τον Μωρίς Τορέζ, υιοθέτησε ανάμεσα στα 1934 και στα 1936 την πολιτική του ευρέως «Μετώπου», της κεντρικής δηλαδή πολιτικής συμμαχίας με κόμματα που -υπολογιζόταν- θα αντιτάσσονταν στην άνοδο της άκρας δεξιάς. Η πρακτική αυτή του ΚΚΓ ήταν μάλιστα το πρόπλασμα που οδήγησε όλη την Κομμουνιστική Διεθνή στην πολιτική των Ενιαίων, Λαϊκών και τελικά Εθνικών Μετώπων στα επόμενα χρόνια.

Η πολιτική αυτή συμφωνία κατέληξε στην δημιουργία, τον Μάιο του 1936,της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου στην Γαλλία, κυβέρνηση όπου κυριαρχούσαν οι Ριζοσπάστες και οι Σοσιαλιστές, και στην οποία το ΚΚΓ -χωρίς να συμμετέχει- παρείχε την στήριξή του. Πρωθυπουργός ορίστηκε ο Σοσιαλιστής Λεόν Μπλούμ.

Η ανέφελη συνεργασία κράτησε λίγο. Το Λαϊκό Μέτωπο δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες που δημιούργησαν οι εργατικές κινητοποιήσεις του Μαΐου 1936, δεν στρατεύθηκε στην υπόθεση της προάσπισης της Δημοκρατίας απέναντι στο φασιστικό στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ισπανία τον Ιούλιο του 1936. Οι κυβερνήσεις του παρέμειναν προσηλωμένες στην βρετανική συμμαχία και αγνόησαν τις εκκλήσεις της Σοβιετικής Ένωσης για αποφασιστική συστράτευση ενάντια στον ναζισμό. Τελικά ακόμα και οι σπουδαίες κατακτήσεις της εργατικής τάξης του καλοκαιριού του 1936 -οι 40 ώρες εβδομαδιαίας εργασίας και η «άδεια μετ’ αποδοχών»- επρόκειτο να ακυρωθούν σε λίγους μήνες από τους ίδιους πολιτικούς συσχετισμούς. Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που είδε τις δυνάμεις του να ενισχύονται μέσα στον αρχικό ενθουσιασμό και τις προσδοκίες που καλλιέργησε η ενωτική δράση (στις εκλογές του 1936 διπλασίαζε τις ψήφους του σε σχέση με το 1932 -στα 1936 έφθασε το 1.500.000 ψήφους έναντι 2.000.000 των Σοσιαλιστών και 1.400.000 των Ριζοσπαστών), γνώρισε στη συνέχεια κλυδωνισμούς στη βάση των ταλαντεύσεων μιας πολιτικής την οποία δεν μπορούσε να ελέγξει. Τελικά, μέσα σε γενική απογοήτευση και σε διωγμούς, είδε τις δυνάμεις του να συρρικνώνονται ακριβώς την ώρα που πύκνωναν τα σύννεφα του φασισμού και του πολέμου. Σε αυτή την κρίσιμη φάση -από το 1937 ως το 1940- η εξουσία πέρασε στον Νταλαντιέ -ηγέτη των Ριζοσπαστών- που, στο όνομα των έκτακτων συνθηκών που προκαλούσε η κρίση και η προοπτική του πολέμου, πήρε σκληρά αντεργατικά μέτρα επιτρέποντας και καλλιεργώντας ταυτόχρονα τον αντικομμουνισμό και κάθε είδους αντιδραστική ιδεολογία (π.χ. ένα ξέφρενο αντισημιτισμό με πρώτο στόχο τον Λεόν Μπλουμ). Στελέχη και μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, συνδικαλιστές και προοδευτικοί διανοούμενοι βρέθηκαν σε διωγμό, πάρα πολλοί έχασαν τις δουλειές τους και φυλακίστηκαν. Οι πρόσφυγες του ισπανικού εμφυλίου κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης με προοπτική να παραδοθούν στους Γερμανούς. Τέλος, λίγες ημέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, τον Σεπτέμβριο του 1939, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα τέθηκε εκτός νόμου, οι εκλεγμένοι εκπρόσωποί του (εξήντα βουλευτές και ένας γερουσιαστής) καθαιρέθηκαν, και πολλοί από αυτούς φυλακίστηκαν ή εκτοπίστηκαν… Στις 9 Απριλίου 1940 με εισήγηση του Σοσιαλιστή (!) Σερόλ, υπουργού δικαιοσύνης, η κομμουνιστική δραστηριότητα χαρακτηρίστηκε «προδοτική πράξη η οποία δύναται να επισύρει την ποινή του θανάτου…»!

Ο δρόμος για τα χειρότερα είχε ανοίξει. Το γαλλικό κεφάλαιο και οι πολιτικοί του εκπρόσωποι, επιλέγοντας τις διώξεις των κομμουνιστών ως πρώτο και βασικό μέτρο αντιμετώπισης του… ναζισμού στον επερχόμενο πόλεμο, έδειξαν ξεκάθαρα τις επιλογές και τις προθέσεις τους. Μερικούς μήνες αργότερα, τον Μάιο του 1940, ο γαλλικός στρατός -ο ισχυρότερος της Ευρώπης όπως διαφημιζόταν- κατέρρευσε χωρίς να πολεμήσει. Και την επαύριο της ανακωχής, το πολιτικό σύστημα της Γαλλίας άρχισε να φλερτάρει ανοικτά με την ιδέα της προσχώρησης της Γαλλίας στην ναζιστική πολιτική πρόταση της Νέας Ευρώπης. Ένα μέρος των πνευματικών ελίτ της χώρας είχε ήδη σπεύσει να χαιρετίσει την «νέα ελευθερία» της Γαλλίας: «η σωτήρια ήττα», έτσι ονόμασε την συμφορά του Ιουνίου ο Σαρλ Μωρράς!

Με την δραστήρια παρέμβαση των ακροδεξιών παραγόντων, και ειδικά του Πιερ Λαβάλ, η Γαλλική Εθνοσυνέλευση συνεδρίασε τελικά στη μεγάλη αίθουσα του Καζίνο του Βισύ, όπου είχε καταφύγει διωγμένη από το Παρίσι και το Μπορντώ. Εκεί, στο όνομα της διατήρησης του Κράτους, της (κοινωνικής) Τάξης και των αξιών της «Εργασίας, της Οικογένειας και της Πατρίδας» (Travail, Famille, Patrie), τέθηκε σε ψηφοφορία ο Συνταγματικός Νόμος (Loi Constitutionelle) που παραχωρούσε «απόλυτες εξουσίες» (Pleins Pouvoirs) στον γηραιό ακροδεξιό στρατάρχη Φιλίπ Πεταίν. Στους 649 βουλευτές και γερουσιαστές παρόντες οι 569 υπερψήφισαν την πρόταση. Η Γ’ Γαλλική Δημοκρατία καταργήθηκε και στη θέση της εγκαθιδρύθηκε η «Γαλλική Πολιτεία» -το κράτος του Βισύ. Το κράτος αυτό αποτέλεσε το πρόπλασμα για τα πολιτικά συστήματα της ναζιστικής Νέας Ευρώπης. Ένα σχεδόν χρόνο αργότερα, και στην Ελλάδα το πολιτικό καθεστώς της συνεργασίας με τους ναζί -η κυβέρνηση Τσολάκογλου- ονομάστηκε «Ελληνική Πολιτεία» και λειτούργησε με βάση το γαλλικό πρότυπο.

Για να επιστρέψουμε στην αφετηρία ας δούμε τη στάση των πολιτικών δυνάμεων στην κρίσιμη αυτή απόφαση. Μετά την αποβολή των Κομμουνιστών αντιπροσώπων, η Γαλλική Εθνοσυνέλευση αποτελείτο από 846 αντιπροσώπους (βουλευτές και γερουσιαστές). Από αυτούς ήσαν παρόντες στο Καζίνο του Βισύ οι 649. Από αυτούς οι 569 ψήφισαν υπέρ των «απόλυτων εξουσιών», οι 80 εναντίον. Από τους 126 παρόντες Σοσιαλιστές -της SFIO (του Γαλλικού Τμήματος της Εργατικής Διεθνούς)- οι 36 καταψήφισαν την πρόταση, οι 90 όμως την υπερψήφισαν. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι έτεροι «σύμμαχοι» του Λαϊκού Μετώπου, Ριζοσπάστες της αριστεράς ή της δεξιάς, υπερψήφισαν επίσης την πρόταση. Ανάμεσα στους 80 που αντιτάχθηκαν στη δικτατορία του Πεταίν και τη συνακόλουθη στροφή προς τον ναζισμό και τον Άξονα, υπήρξαν αντίθετα και μερικοί δεξιοί ή συντηρητικοί, που για δικούς τους λόγους καταψήφισαν την πρόταση. Στην άλλη πλευρά, οι λίγοι πρώην βουλευτές του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που είχαν, τον Σεπτέμβριο του 1939, καταγγείλει το Γερμανο-Σοβιετικό Σύμφωνο μη επίθεσης και τον «σταλινισμό», και ως εκ τούτου είχαν διαγραφεί από το ΚΚΓ, υπερψήφισαν ομόθυμα τις «απόλυτες εξουσίες» στον στρατάρχη Πεταίν. Ο δρόμος από τον αντι-σοβιετισμό και τον «αντι-σταλινισμό» ως την Νέα Ευρώπη του Χίτλερ και του ευρωπαϊκού καπιταλισμού αποδείχθηκε εντυπωσιακά βατός και σύντομος…

Αυτό ήταν το θλιβερό τέλος των ενωτικών προσδοκιών του 1936. Αυτή ήταν η αξιοπιστία των «δημοκρατικών» δυνάμεων, με τη συνεργασία των οποίων θα αναχαιτιζόταν ο ναζισμός. Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός, γοητεύτηκε στο σύνολό του σχεδόν από τα μεγαλεπήβολα σχέδια του ναζισμού. Τόσο το αποφασιστικό ξερρίζωμα του Κομμουνισμού, η υποταγή του εργατικού κινήματος, όσο και η αποκατάσταση της παγκόσμιας κυρίαρχης θέσης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και η δημιουργία μιας Νέας Ευρώπης, βρήκαν απήχηση σε όλες της πρωτεύουσες της Γηραιάς Ηπείρου. Και μπροστά στο κοινό συμφέρον οι μεγάλες κουβέντες της σοσιαλδημοκρατίας περί αριστεράς, δημοκρατίας και προόδου, αποδείχθηκαν απλά πομφόλυγες.

* O Γιώργος Μαργαρίτης είναι ιστορικός, καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Πηγή: http://902.gr/node/47314#/0