Έκδοση του ΚΚΕ για τα 70 χρόνια από το Δεκέμβρη του 1944: «Δεκέμβρης του ’44: Κρίσιμη ταξική σύγκρουση»

Το εξώφυλλο της έκδοσης

Το εξώφυλλο της έκδοσης

«Αυτή η έκδοση», σημειώνεται στον «Πρόλογο» του βιβλίου, «μελέτη συλλογικής προσπάθειας, πραγματοποιείται με αφορμή τα 70χρονα του Δεκέμβρη που συμπίπτουν με τα 96 χρόνια από την ίδρυση του ΚΚΕ (…) Η παρούσα εργασία, δίχως να θεωρεί ότι έχει εξαντλήσει το θέμα με το οποίο καταπιάνεται, προσεγγίζει το Δεκέμβρη πρωταρχικά αντλώντας συμπεράσματα από αυτόν, αλλά και από την ΕΑΜική πάλη στη διάρκεια της Κατοχής, τα οποία καταγράφονται κυρίως στην ΕΙΣΑΓΩΓΗ (Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ), στο άρθρο για την αναδρομή σε ολόκληρο το 1944 (Διαλεχτή Πολυχρονίδου) και σε άλλα κείμενα του βιβλίου. Συμπεράσματα που ισχυροποιούν τη σύγχρονη πάλη για το σοσιαλισμό. Ταυτόχρονα αναδεικνύει τον ηρωικό αγώνα του ΚΚΕ και του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, όπως περιεκτικά αποδίδεται κυρίως στα άρθρα για τις μάχες των 33 ημερών (Γιώργος Μαργαρίτης), στο Χρονικό του Δεκέμβρη (Αναστάσης Γκίκας) και στο άρθρο για την πάλη της γυναίκας ΕΑΜίτισσας (Φιλιώ Τόλια). Επιχειρεί επίσης να προσθέσει ορισμένες σημαντικές πλευρές στη μελέτη αυτού του μεγάλου και πολύπτυχου γεγονότος της ταξικής πάλης στην Ελλάδα. Ηδη, μια σειρά από τα περιεχόμενα της έκδοσης, αποτελούν έναυσμα για νέες και εκτεταμένες εργασίες σχετικά με εκείνες τις 33 ηρωικές ημέρες. Αναφέρονται τα άρθρα για τον πολιτικό συσχετισμό των δυνάμεων αυτή την περίοδο (Κώστας Σκολαρίκος), τις αστικές στρατιωτικές και πολιτικές οργανώσεις (Χάρης Ροζάκος) και για το ρόλο της διανόησης (Βασίλης Μόσχος).

Η παρούσα έκδοση απευθύνεται ιδιαίτερα στις νέες γενιές της εργατικής τάξης και γενικότερα στη νεολαία που βιώνει την καπιταλιστική βαρβαρότητα, με την πεποίθηση που αποπνέουν τα λόγια του Β. Ι. Λένιν: «Εμείς παλεύουμε καλύτερα από τους πατεράδες μας. Τα παιδιά μας θα παλεύουν ακόμα καλύτερα και θα νικήσουν».1»

Στην «Εισαγωγή» διαβάζουμε, μεταξύ άλλων: «Ο Δεκέμβρης του 1944, αποτελεί συνέχεια της πάλης του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ στην Κατοχή, του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στο οποίο ηγήθηκε το ΚΚΕ. Ηταν το προοίμιο της τρίχρονης εποποιίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), της κορυφαίας ταξικής σύγκρουσης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα. Η λαϊκή ένοπλη πάλη το Δεκέμβρη υπήρξε φαινόμενο μοναδικό σε όλη την καπιταλιστική Ευρώπη μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως μοναδικός υπήρξε και ο αγώνας του ΔΣΕ. Η σύγκρουση του Δεκέμβρη πραγματοποιήθηκε σε διαφορετικές συνθήκες από εκείνες της τριπλής φασιστικής Κατοχής, σε μια φάση που ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είχε ακόμα τελειώσει, αν και η έκβασή του είχε κριθεί. Η γερμανική ιμπεριαλιστική μηχανή και τα συμμαχικά της κράτη βρίσκονταν σε απόλυτη υποχώρηση, ενώ ο Κόκκινος Στρατός προέλαυνε ακάθεκτος, έχοντας ήδη παίξει καθοριστικό ρόλο στη συντριβή του φασισμού στην ευρωπαϊκή σκηνή του πιο αιματηρού πολέμου που γνώρισε η ανθρωπότητα. Η αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας, που εξ αντικειμένου διαπερνούσε την ελληνική κοινωνία και τα προηγούμενα χρόνια, το Δεκέμβρη πρόβαλε με μεγαλύτερη οξύτητα, καθώς είχε φύγει από τη μέση ο παράγοντας της ξένης Κατοχής. Στις μάχες των 33 ημερών πρωταρχικά αναδείχτηκαν η μαζική οργάνωση και αυτενέργεια, η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη και η πολιτική επαγρύπνηση, μαζί με την αυτοθυσία σ’ έναν αγώνα που δόθηκε με πρωταγωνιστή την εργατική τάξη και το κόμμα της, το ΚΚΕ (…)

Μπορούσαν, άραγε, το ΕΑΜ – ΚΚΕ να καταλάβουν την εξουσία τις μέρες της απελευθέρωσης της Αθήνας (12 Οκτώβρη 1944); Παρότι η Ιστορία δε γράφεται με υποθετικά σχήματα, η κατάκτηση της εργατικής εξουσίας προϋπέθετε σε βάθος διαχωρισμό των ΕΑΜικών δυνάμεων από τους πολιτικούς και στρατιωτικούς στόχους των «συμμάχων» και της κυβέρνησης Παπανδρέου, γεγονός που θα όξυνε πολύ περισσότερο την ταξική πάλη. Προϋπέθετε ακόμα αναδιάταξη των συμμαχιών μέσα στο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ σε βάση επαναστατική και μετατροπή των φύτρων εξουσίας (λαϊκός στρατός, λαϊκή δικαιοσύνη) σε όργανα της επαναστατικής δράσης. Ακόμα: Επρεπε να προετοιμαστεί το Κόμμα και ισχυρές λαϊκές δυνάμεις για την εφαρμογή σχεδίου κατάληψης της Αθήνας, μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Αυτό, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη δράση και συγκέντρωση δυνάμεων για την κατάληψη και άλλων βασικών κέντρων της χώρας, ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης. Το Κόμμα μας ήταν ιδεολογικά – πολιτικά ανέτοιμο για να διαμορφώσει τέτοιες εξελίξεις (…) Αμέσως μετά το 7ο Συνέδριο της ΚΔ και πριν από το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ, η 4η Ολομέλεια της ΚΕ (27-28 Σεπτεμβρίου 1935) αποφάσισε ότι: «…το ΚΚΕ συνεργάζεται όχι μόνο με τα σοσιαλιστικά και αγροτικά κόμματα (…) αλλά και όλα τα άλλα κόμματα (…) που στέκονται σε μια ελάχιστη δημοκρατική – αντιφασιστική βάση (…) όπως των Φιλελευθέρων»2. Είχε προηγηθεί η απόφαση της ΚΕ (Αύγουστος 1935), η οποία έθετε το στόχο για…»το σχηματισμό αντιφασιστικής – δημοκρατικής κυβέρνησης», με τη συμμετοχή του ΚΚΕ. Η ουσία του 6ου Συνεδρίου, όπως και της 4ης Ολομέλειας ήταν: Μέσα από την πάλη κατά του μοναρχοφασισμού, στη δημοκρατική επανάσταση και μετά στο σοσιαλισμό. Το ΚΚΕ αντιμετώπισε και το Δεκέμβρη με βάση την παραπάνω στρατηγική (…)

Το βαθύτερο αντιφατικό γεγονός ήταν ότι το ΚΚΕ, όντας καθοδηγητής της ένοπλης λαϊκής πάλης, συμμετείχε σε μια αστική κυβέρνηση με πολιτικό στόχο την ομαλή δημοκρατική εξέλιξη ως μεταβατική στην πάλη για το σοσιαλισμό. Τέτοια εξέλιξη ήταν ανεδαφική. Η ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων, όπως είχε διαμορφωθεί προς το τέλος της Κατοχής, προϋπέθετε ταξική σύγκρουση, αιματηρή τρομοκρατία εκ μέρους της αστικής τάξης, ανεξάρτητα πόσο το συνειδητοποιούσε το ίδιο το Κόμμα. Ετσι και στις δύο πλευρές υπήρχαν χιλιάδες νεκροί και τεράστιες υλικές καταστροφές, ταυτόχρονα με το όργιο της πτωματολογίας και της προβοκάτσιας που οργάνωσαν οι Βρετανοί και οι εγχώριοι κρατικοί μηχανισμοί. Ποια ομαλότητα ήταν δυνατό να έρθει, για παράδειγμα, μετά από το δολοφονικό όργιο των οργάνων της αστικής τάξης, των λαομίσητων Ταγμάτων Ασφαλείας, εναντίον χιλιάδων αγωνιστών, ακόμα και ανθρώπων που δεν είχαν ενεργή ανάμιξη στην οργανωμένη πάλη; Αλλωστε, ο αστικός πολιτικός κόσμος που αντιστεκόταν στους κατακτητές παίρνοντας το μέρος της βρετανικής πλευράς, συνέδεε την απελευθέρωση με τη διατήρηση της καπιταλιστικής εξουσίας. Παρέμεινε αταλάντευτος σε αυτήν τη θέση, ακόμα και τότε που δεν μπορούσε ούτε στην Αθήνα να έρθει από την Αίγυπτο δίχως τον εγγλέζικο στρατό και τους συμβιβασμούς του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Το ΚΚΕ αντιμετώπισε τον ένοπλο αγώνα των 33 ημερών ως μέσο επίτευξης ενός στόχου που δεν έβγαινε από το πλαίσιο της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ομως η ταξική πάλη έχει τους δικούς της αδήριτους νόμους (…).

Η συμμετοχή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στην αστική κυβέρνηση του 1944 είναι απτό παράδειγμα πόσο ουτοπικός είναι ο ισχυρισμός ότι χάρη στη μαχητικότητα και τη συνέπεια του κομμουνιστικού κόμματος είναι δυνατό μια τέτοια κυβέρνηση να ακολουθήσει ένα φιλολαϊκό δρόμο ή -σε κάθε περίπτωση- να πάρει τουλάχιστον κάποια μέτρα υπέρ του λαού και ν’ ανοίξει σιγά σιγά το δρόμο για έναν ευνοϊκότερο συσχετισμό στην πάλη για το σοσιαλισμό. Αντίθετα με αυτή την αισιόδοξη προσμονή, η πείρα κι εκείνης της περιόδου διδάσκει ότι η συμμετοχή στις αστικές κυβερνήσεις -σε πείσμα των πιο καλών προθέσεων- γίνεται φραγμός στη λαϊκή πάλη και οδηγεί σε πισωγύρισμα με αρνητικές επιπτώσεις για πολλά χρόνια (…)». Επίσης, υπογραμμίζεται σχετικά με τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο: «Οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, τους οποίους ποτέ δεν προκαλούν οι εργατικές – λαϊκές δυνάμεις, αποτελούν συνέχεια, με άλλα μέσα, με τα όπλα, της αντιλαϊκής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής που οι κυρίαρχες αστικές τάξεις, είτε είναι αμυνόμενες είτε είναι επιτιθέμενες, εφαρμόζουν και εφάρμοζαν και στην περίοδο της ειρήνης. Επομένως, το κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα οφείλει να κάνει και στον πόλεμο (και μάλιστα πιο αποφασιστικά λόγω της κατάστασης), εκείνο που επιβάλλεται να κάνει και σε καιρό ειρήνης: Να χτυπήσει την αιτία της εκμετάλλευσης και του πολέμου, την καπιταλιστική εξουσία και τα μονοπώλια, που θυσιάζουν τους λαούς για τα κέρδη στο όνομα της υπεράσπισης της πατρίδας, άλλοτε με την ανεργία και την πείνα, άλλοτε και με τον πόλεμο. Η τέτοια πολιτική διαμορφώνει προϋποθέσεις για δίκαιη ειρήνη, δίχως προσαρτήσεις και παραβιάσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων κάθε λαού, είτε είναι στην πλευρά των επιτιθέμενων είτε στην πλευρά των αμυνόμενων. Οσον αφορά την παραβίαση ή καταπάτηση της εθνικής ανεξαρτησίας από τα επιτιθέμενα καπιταλιστικά κράτη, την υπεράσπισή της πρέπει να την αναλάβει η εργατική τάξη και οι δυνάμεις του στρατού που θα περάσουν με το μέρος της. Σε κάθε χώρα υπάρχει η πατρίδα των εκμεταλλευτών και η πατρίδα αυτών που υφίστανται την εκμετάλλευση (…)».

Στο βιβλίο περιλαμβάνονται, επίσης, ντοκουμέντα της περιόδου, μαρτυρίες σχετικά με την επιχείρηση ανατίναξης του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετάνια», καθώς και ονόματα νεκρών ΕΑΜιτών το Δεκέμβρη στην περιοχή της Αττικής.

1 Β. Ι. Λένιν, Απαντα, τόμ. 23, σελ. 258, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1986
2 Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, τόμ.4, σελ.246, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1968

Πηγή: Ριζοσπάστης, 14/9/2014

10 Ιούλη 1940: Οι «απόλυτες εξουσίες» του στρατάρχη Πεταίν και η Σοσιαλιστική Διεθνής

O στρατάρχης Πεταίν με τον Χίτλερ

O στρατάρχης Πεταίν με τον Χίτλερ


Του Γιώργου Μαργαρίτη*

Ο Ιούλιος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο μήνας της σοσιαλδημοκρατίας. Πραγματικά το πολιτικό αυτό κίνημα που επικάθησε ρεφορμιστικά πάνω στο δυναμικό εργατικό κίνημα των βιομηχανικών επαναστάσεων του 19ου αιώνα, πήρε, μήνα Ιούλιο πάντοτε, τις δύο σημαντικές αποφάσεις που σφράγισαν την ιστορική του πορεία και αποκάλυψαν, πέρα από την όποια αμφιβολία, τον πραγματικό χαρακτήρα του.

Η πρώτη περίσταση είναι γνωστή: τις τελευταίες ημέρες του Ιουλίου 1914, όταν οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί έσερναν την Ευρώπη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σοσιαλδημοκρατία της Β’ Εργατικής Διεθνούς, ισχυρή και σε πολλά κράτη κυρίαρχη κοινοβουλευτική πολιτική δύναμη, βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα του να αποδεχθεί ή μη την ψήφιση των «κονδυλίων πολέμου», δηλαδή των ειδικών οικονομικών μέτρων που θα επέτρεπαν την χρηματοδότηση του πολέμου και άρα την πραγματοποίησή του. Ως τότε η Σοσιαλδημοκρατία παρουσιαζόταν ως ο βασικός υπέρμαχος της ειρήνης και διακήρυσσε επίμονα την πρόθεσή της να αντιταχθεί στην όποια πολεμική εμπλοκή στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Τα λόγια της όμως αποδείχθηκαν ψεύτικα και παραπλανητικά. Με μια εντυπωσιακή μεταστροφή θέσεων και λόγων, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ψήφισαν ομόθυμα τα πολεμικά κονδύλια -την χρηματοδότηση του πολέμου με έκτακτα μέτρα- και στις δύο πλευρές των αντίπαλων συνασπισμών.

Πολύ λίγοι ήσαν εκείνοι που αντιτάχθηκαν στην μεταστροφή αυτή και στην απόλυτη υποταγή του σοσιαλιστικού κινήματος στις πολεμόχαρες επιταγές του μονοπωλιακού, ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου. Ελάχιστοι αντιτάχθηκαν από αξιοπρέπεια, ο Ζαν Ζωρρές ανάμεσά τους. Άλλοι, λίγοι και αυτοί, αντιτάχθηκαν από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων καθώς διέγνωσαν ότι στις νέες συνθήκες οι εργάτες της Ευρώπης εκτός από το προϊόν του μόχθου τους θα έπρεπε πλέον να καταθέτουν στα πόδια των καπιταλιστών και το αίμα τους, και τη ζωή τους. Ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι ήταν ανάμεσα στους δεύτερους και από αυτούς θα ξεκινούσε λίγο αργότερα η πολιτική αναγέννηση του εργατικού κινήματος: ο Κομμουνισμός.

Η δεύτερη όμως εντυπωσιακή μεταστροφή των σοσιαλδημοκρατών είναι λιγώτερο γνωστή και, στις ημέρες μας, σχεδόν ξεχασμένη. Και αυτή, όπως και η πρώτη, έγινε μέσα στο γενικώτερο πλαίσιο ενός παγκοσμίου πολέμου. Πραγματικά, στις συνθήκες ενός πολέμου οι ισχυροί του πλούτου και του αστικού πολιτικού συστήματος έχουν ανάγκη από όλες τις εφεδρείες τους -προφανώς και τις σοσιαλδημοκρατικές.

Στην Γαλλία, οι εκλογές του Απριλίου – Μαΐου 1936 είχαν δώσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε δύο πολιτικούς σχηματισμούς που αυτοορίζονταν ως «αντι-δεξιοί»: στους Ριζοσπάστες (Radicaux), που περιλάμβαναν ένα πλατύ φάσμα αστών δημοκρατών, φιλελεύθερων, μεταρρυθμιστών, και στους Σοσιαλιστές του SFIO (του Γαλλικού Τμήματος της Εργατικής Διεθνούς -της Δεύτερης δηλαδή Διεθνούς της Σοσιαλδημοκρατίας). Τα γεγονότα που προηγήθηκαν, και πιο ειδικά η απόπειρα πραξικοπήματος στο Παρίσι από την άκρα δεξιά στις 6 Φεβρουαρίου 1934, είχαν οδηγήσει σε προσέγγιση και -εν μέρει- σε συνεργασία τα «αντι-δεξιά» κόμματα: Ριζοσπάστες, Σοσιαλιστές αλλά και Κομμουνιστές. Πραγματικά, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, με Γραμματέα τον Μωρίς Τορέζ, υιοθέτησε ανάμεσα στα 1934 και στα 1936 την πολιτική του ευρέως «Μετώπου», της κεντρικής δηλαδή πολιτικής συμμαχίας με κόμματα που -υπολογιζόταν- θα αντιτάσσονταν στην άνοδο της άκρας δεξιάς. Η πρακτική αυτή του ΚΚΓ ήταν μάλιστα το πρόπλασμα που οδήγησε όλη την Κομμουνιστική Διεθνή στην πολιτική των Ενιαίων, Λαϊκών και τελικά Εθνικών Μετώπων στα επόμενα χρόνια.

Η πολιτική αυτή συμφωνία κατέληξε στην δημιουργία, τον Μάιο του 1936,της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου στην Γαλλία, κυβέρνηση όπου κυριαρχούσαν οι Ριζοσπάστες και οι Σοσιαλιστές, και στην οποία το ΚΚΓ -χωρίς να συμμετέχει- παρείχε την στήριξή του. Πρωθυπουργός ορίστηκε ο Σοσιαλιστής Λεόν Μπλούμ.

Η ανέφελη συνεργασία κράτησε λίγο. Το Λαϊκό Μέτωπο δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες που δημιούργησαν οι εργατικές κινητοποιήσεις του Μαΐου 1936, δεν στρατεύθηκε στην υπόθεση της προάσπισης της Δημοκρατίας απέναντι στο φασιστικό στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ισπανία τον Ιούλιο του 1936. Οι κυβερνήσεις του παρέμειναν προσηλωμένες στην βρετανική συμμαχία και αγνόησαν τις εκκλήσεις της Σοβιετικής Ένωσης για αποφασιστική συστράτευση ενάντια στον ναζισμό. Τελικά ακόμα και οι σπουδαίες κατακτήσεις της εργατικής τάξης του καλοκαιριού του 1936 -οι 40 ώρες εβδομαδιαίας εργασίας και η «άδεια μετ’ αποδοχών»- επρόκειτο να ακυρωθούν σε λίγους μήνες από τους ίδιους πολιτικούς συσχετισμούς. Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που είδε τις δυνάμεις του να ενισχύονται μέσα στον αρχικό ενθουσιασμό και τις προσδοκίες που καλλιέργησε η ενωτική δράση (στις εκλογές του 1936 διπλασίαζε τις ψήφους του σε σχέση με το 1932 -στα 1936 έφθασε το 1.500.000 ψήφους έναντι 2.000.000 των Σοσιαλιστών και 1.400.000 των Ριζοσπαστών), γνώρισε στη συνέχεια κλυδωνισμούς στη βάση των ταλαντεύσεων μιας πολιτικής την οποία δεν μπορούσε να ελέγξει. Τελικά, μέσα σε γενική απογοήτευση και σε διωγμούς, είδε τις δυνάμεις του να συρρικνώνονται ακριβώς την ώρα που πύκνωναν τα σύννεφα του φασισμού και του πολέμου. Σε αυτή την κρίσιμη φάση -από το 1937 ως το 1940- η εξουσία πέρασε στον Νταλαντιέ -ηγέτη των Ριζοσπαστών- που, στο όνομα των έκτακτων συνθηκών που προκαλούσε η κρίση και η προοπτική του πολέμου, πήρε σκληρά αντεργατικά μέτρα επιτρέποντας και καλλιεργώντας ταυτόχρονα τον αντικομμουνισμό και κάθε είδους αντιδραστική ιδεολογία (π.χ. ένα ξέφρενο αντισημιτισμό με πρώτο στόχο τον Λεόν Μπλουμ). Στελέχη και μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, συνδικαλιστές και προοδευτικοί διανοούμενοι βρέθηκαν σε διωγμό, πάρα πολλοί έχασαν τις δουλειές τους και φυλακίστηκαν. Οι πρόσφυγες του ισπανικού εμφυλίου κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης με προοπτική να παραδοθούν στους Γερμανούς. Τέλος, λίγες ημέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, τον Σεπτέμβριο του 1939, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα τέθηκε εκτός νόμου, οι εκλεγμένοι εκπρόσωποί του (εξήντα βουλευτές και ένας γερουσιαστής) καθαιρέθηκαν, και πολλοί από αυτούς φυλακίστηκαν ή εκτοπίστηκαν… Στις 9 Απριλίου 1940 με εισήγηση του Σοσιαλιστή (!) Σερόλ, υπουργού δικαιοσύνης, η κομμουνιστική δραστηριότητα χαρακτηρίστηκε «προδοτική πράξη η οποία δύναται να επισύρει την ποινή του θανάτου…»!

Ο δρόμος για τα χειρότερα είχε ανοίξει. Το γαλλικό κεφάλαιο και οι πολιτικοί του εκπρόσωποι, επιλέγοντας τις διώξεις των κομμουνιστών ως πρώτο και βασικό μέτρο αντιμετώπισης του… ναζισμού στον επερχόμενο πόλεμο, έδειξαν ξεκάθαρα τις επιλογές και τις προθέσεις τους. Μερικούς μήνες αργότερα, τον Μάιο του 1940, ο γαλλικός στρατός -ο ισχυρότερος της Ευρώπης όπως διαφημιζόταν- κατέρρευσε χωρίς να πολεμήσει. Και την επαύριο της ανακωχής, το πολιτικό σύστημα της Γαλλίας άρχισε να φλερτάρει ανοικτά με την ιδέα της προσχώρησης της Γαλλίας στην ναζιστική πολιτική πρόταση της Νέας Ευρώπης. Ένα μέρος των πνευματικών ελίτ της χώρας είχε ήδη σπεύσει να χαιρετίσει την «νέα ελευθερία» της Γαλλίας: «η σωτήρια ήττα», έτσι ονόμασε την συμφορά του Ιουνίου ο Σαρλ Μωρράς!

Με την δραστήρια παρέμβαση των ακροδεξιών παραγόντων, και ειδικά του Πιερ Λαβάλ, η Γαλλική Εθνοσυνέλευση συνεδρίασε τελικά στη μεγάλη αίθουσα του Καζίνο του Βισύ, όπου είχε καταφύγει διωγμένη από το Παρίσι και το Μπορντώ. Εκεί, στο όνομα της διατήρησης του Κράτους, της (κοινωνικής) Τάξης και των αξιών της «Εργασίας, της Οικογένειας και της Πατρίδας» (Travail, Famille, Patrie), τέθηκε σε ψηφοφορία ο Συνταγματικός Νόμος (Loi Constitutionelle) που παραχωρούσε «απόλυτες εξουσίες» (Pleins Pouvoirs) στον γηραιό ακροδεξιό στρατάρχη Φιλίπ Πεταίν. Στους 649 βουλευτές και γερουσιαστές παρόντες οι 569 υπερψήφισαν την πρόταση. Η Γ’ Γαλλική Δημοκρατία καταργήθηκε και στη θέση της εγκαθιδρύθηκε η «Γαλλική Πολιτεία» -το κράτος του Βισύ. Το κράτος αυτό αποτέλεσε το πρόπλασμα για τα πολιτικά συστήματα της ναζιστικής Νέας Ευρώπης. Ένα σχεδόν χρόνο αργότερα, και στην Ελλάδα το πολιτικό καθεστώς της συνεργασίας με τους ναζί -η κυβέρνηση Τσολάκογλου- ονομάστηκε «Ελληνική Πολιτεία» και λειτούργησε με βάση το γαλλικό πρότυπο.

Για να επιστρέψουμε στην αφετηρία ας δούμε τη στάση των πολιτικών δυνάμεων στην κρίσιμη αυτή απόφαση. Μετά την αποβολή των Κομμουνιστών αντιπροσώπων, η Γαλλική Εθνοσυνέλευση αποτελείτο από 846 αντιπροσώπους (βουλευτές και γερουσιαστές). Από αυτούς ήσαν παρόντες στο Καζίνο του Βισύ οι 649. Από αυτούς οι 569 ψήφισαν υπέρ των «απόλυτων εξουσιών», οι 80 εναντίον. Από τους 126 παρόντες Σοσιαλιστές -της SFIO (του Γαλλικού Τμήματος της Εργατικής Διεθνούς)- οι 36 καταψήφισαν την πρόταση, οι 90 όμως την υπερψήφισαν. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι έτεροι «σύμμαχοι» του Λαϊκού Μετώπου, Ριζοσπάστες της αριστεράς ή της δεξιάς, υπερψήφισαν επίσης την πρόταση. Ανάμεσα στους 80 που αντιτάχθηκαν στη δικτατορία του Πεταίν και τη συνακόλουθη στροφή προς τον ναζισμό και τον Άξονα, υπήρξαν αντίθετα και μερικοί δεξιοί ή συντηρητικοί, που για δικούς τους λόγους καταψήφισαν την πρόταση. Στην άλλη πλευρά, οι λίγοι πρώην βουλευτές του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που είχαν, τον Σεπτέμβριο του 1939, καταγγείλει το Γερμανο-Σοβιετικό Σύμφωνο μη επίθεσης και τον «σταλινισμό», και ως εκ τούτου είχαν διαγραφεί από το ΚΚΓ, υπερψήφισαν ομόθυμα τις «απόλυτες εξουσίες» στον στρατάρχη Πεταίν. Ο δρόμος από τον αντι-σοβιετισμό και τον «αντι-σταλινισμό» ως την Νέα Ευρώπη του Χίτλερ και του ευρωπαϊκού καπιταλισμού αποδείχθηκε εντυπωσιακά βατός και σύντομος…

Αυτό ήταν το θλιβερό τέλος των ενωτικών προσδοκιών του 1936. Αυτή ήταν η αξιοπιστία των «δημοκρατικών» δυνάμεων, με τη συνεργασία των οποίων θα αναχαιτιζόταν ο ναζισμός. Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός, γοητεύτηκε στο σύνολό του σχεδόν από τα μεγαλεπήβολα σχέδια του ναζισμού. Τόσο το αποφασιστικό ξερρίζωμα του Κομμουνισμού, η υποταγή του εργατικού κινήματος, όσο και η αποκατάσταση της παγκόσμιας κυρίαρχης θέσης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και η δημιουργία μιας Νέας Ευρώπης, βρήκαν απήχηση σε όλες της πρωτεύουσες της Γηραιάς Ηπείρου. Και μπροστά στο κοινό συμφέρον οι μεγάλες κουβέντες της σοσιαλδημοκρατίας περί αριστεράς, δημοκρατίας και προόδου, αποδείχθηκαν απλά πομφόλυγες.

* O Γιώργος Μαργαρίτης είναι ιστορικός, καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Πηγή: http://902.gr/node/47314#/0