1977: Η προσπάθεια αλλαγής του ωραρίου και οι αντιδράσεις των εμποροϋπαλλήλων

Apergia wrario

Το πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη» για την απεργία στις 28 Φλεβάρη 1977

Η επίθεση του κεφαλαίου στο ωράριο εργασίας των εμποροϋπαλλήλων πάει πολλές δεκαετίες πίσω. Εκφραση αυτής είναι και η προσπάθεια που ξετυλίχθηκε το 1977, από τους μεγαλοκαταστηματάρχες και την τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Βασικοί στόχοι ήταν η αποδέσμευση του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων από το ωράριο εργασίας των εμποροϋπαλλήλων και η εφαρμογή του ωρομισθίου.

Οι μεγαλοκαταστηματάρχες επεδίωκαν το ωράριο λειτουργίας να μην ταυτίζεται και να είναι μεγαλύτερο του ωραρίου εργασίας, ώστε στη συνέχεια να επιβάλουν στους εργαζόμενους την αλλαγή προς το χειρότερο των εργασιακών σχέσεων, μέσω της αύξησης των ωρών εργασίας, με τη μορφή της «μαύρης», ανασφάλιστης δουλειάς ή με τη μορφή της «νόμιμης», αλλά πιο φθηνής επιπλέον εργασίας. Ανοιγε και μ’ αυτόν τον τρόπο ο δρόμος για την καθιέρωση της μερικής απασχόλησης, που τότε ακόμα δεν υπήρχε.

Ερευνα του «Ριζοσπάστη» εκείνης της εποχής για το ωράριο των καταστημάτων σημείωνε τα εξής: «Τη δεκαετία του 1960 οι εμποροϋπάλληλοι κάνουν μια αγωνιστική προσπάθεια να πετύχουν 8ωρες δουλειά, 8 ώρες ανάπαυση, 8 ώρες ελεύθερο χρόνο, γιατί μπορεί τυπικά να δούλευαν 8 ώρες, αλλά με το διακεκομμένο ωράριο ήταν στο πόδι από τις 7 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ.

Σε ένα φυλλάδιο των «115» το 1965 αναφέρεται «(…) Η καθιέρωση του συνεχούς ωραρίου θα απαλλάξει τους υπαλλήλους των καταστημάτων από τη μεγάλη ταλαιπωρία της διπλής συγκοινωνίας, θα διευκολύνει τη δουλειά τους, θα τους επιτρέψει καλύτερη ανάπαυση…»

Στα 17 χρόνια που πέρασαν από το 1960 οι εργατοϋπάλληλοι κατάφεραν να επιβάλουν συνεχές ωράριο για μερικές ώρες τη βδομάδα. Αλλά το 48ωρο έμεινε 48ωρο (…) Η Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που υπογράφτηκε το 1975 προβλέπει 45ωρο, όμως όπως έδειξε η ίδια η ζωή αυτό δεν εφαρμόστηκε παρά μόνο σε μικρή έκταση, γενικά και ειδικά στο χώρο αυτό».

Ετσι, στα τέλη του 1976 επικρατούσε το εξής καθεστώς: Τυπικά το ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων ήταν 48 ώρες και το ωράριο εργασίας των υπαλλήλων 45 ώρες. Τρεις μέρες τη βδομάδα, το ωράριο λειτουργίας ήταν συνεχές, 8 π.μ. – 3 π.μ. και για τις υπόλοιπες τρεις ήταν διακεκομμένο, 8 π.μ. – 1.30 μ.μ. και 4.30 μ.μ. – 8 μ.μ.

Συνεχές ωράριο χωρίς αποδέσμευση

Στις συνθήκες αυτές, τα σωματεία των υπαλλήλων καταστημάτων κήρυξαν απεργία στα μέσα στου Δεκέμβρη του 1976, διεκδικώντας την καθιέρωση συνεχούς ωραρίου 42 ωρών τη βδομάδα, χωρίς αποδέσμευση από τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων.

Αρχικά, η πρόταση αυτή περιελάμβανε τέσσερις μέρες συνεχούς ωραρίου το πρωί και δύο μέρες συνεχούς ωραρίου το απόγευμα. Στη συνέχεια μετατρέπεται σε τέσσερις μέρες συνεχούς και δύο διακεκομμένο.

Το αίτημα των υπαλλήλων υποτίθεται ότι στήριζε και η ηγεσία της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδας (ΟΙΥΕ), η οποία όμως υπαναχώρησε τελικά και συμφώνησε με τους μεγαλοκαταστηματάρχες και την κυβέρνηση της ΝΔ τα εξής:

Να παραμείνει – επισημαίνει ο «Ριζοσπάστης» – «(τυπικά) 48ωρο για τη λειτουργία των καταστημάτων και 43ωρο (τυπικά) για απασχόληση υπαλλήλων. Οι ώρες λειτουργίας θα είναι από τις 9 το πρωί μέχρι τις 5.30 το απόγευμα, συνεχές εκτός Σαββάτου, που θα κλείνουν νωρίτερα. Δηλαδή θα καλύπτουν 5μισι ώρες».

Ο εργοδότης, όπως σημείωνε ο «Ριζοσπάστης», «θα καθορίζει δύο βάρδιες. Η μία θα αρχίζει από τις 9 π.μ. και θα τελειώνει στις 4.30 μ.μ. (7,5 ώρες) και η άλλη θα αρχίζεις στις 10 π.μ. και θα τελειώνει στις 5.30 μ.μ. (επίσης επτάμισι ώρες τυπικά)».

Ωστόσο «το σοβαρό πρόβλημα βρίσκεται στο αν πραγματικά θα δουλεύουν οι εργαζόμενοι έστω τις 43 ώρες που προβλέπει η «συμφωνία». Η πείρα από το 45ωρο της Σύμβασης, η διάρθρωση των επιχειρήσεων, οι μηχανισμοί «ελέγχου», η κατοχυρωμένη αυθαιρεσία, η δαμόκλειος σπάθη της απόλυσης κ.λπ. μας λένε ότι οι προϋποθέσεις που έχουν οι εργοδότες για καταστρατήγηση είναι αρκετές.

Σε αυτή τη μερική αποδέσμευση (…) βρίσκεται η μελετημένη ανωμαλία (…) Πέρα όμως από αυτό (…), με το ωράριο που προτείνουν οι παράγοντες αυτοί, ανοίγουν το δρόμο για την εφαρμογή του ωρομισθίου – αυτόν τον σοβαρό κίνδυνο για τους εργαζόμενους – που ήδη εδώ και κάμποσο καιρό το μελετούν οι βιομήχανοι».

Η απεργία που έγινε στις 16 Δεκέμβρη 1976 σε Αθήνα και Πειραιά, κρίθηκε επιτυχημένη, παρά την υπονομευτική στάση της ΟΙΥΕ. Στο πλάι των εργατοϋπαλλήλων στάθηκαν και οι μικρομεσαίοι καταστηματάρχες, αντιλαμβανόμενοι ότι οι στόχοι που εξυπηρετούσαν αυτοί οι σχεδιασμοί οδηγούσαν πολλούς απ’ αυτούς στο «λουκέτο».

Στο ρεπορτάζ για την απεργία ο «Ριζοσπάστης» ανέφερε: «Οι εμποροϋπάλληλοι και οι χαρτοϋπάλληλοι της Αθήνας, από νωρίς το πρωί, άρχισαν να συγκεντρώνονται έξω από τα γραφεία του Συλλόγου τους. Στις 8.30 το πρωί, πάνω από 4.000 απεργοί είχαν κατακλύσει το χώρο έξω από τα γραφεία του συλλόγου τους (…) μίλησε στους συγκεντρωμένους η πρόεδρος του Συλλόγου Ειρήνη Γιαννακακίδου που ανάμεσα στα άλλα, τόνισε τα εξής: «Με το ωράριο που θα εφαρμοστεί θα έχουν δικαίωμα οι εργοδότες να μας κρατάνε 48 ώρες με την προϋπόθεση ότι θα μας πληρώσουν με ωρομίσθιο. Η παραπέρα αποδέσμευση των ωρών λειτουργίας θα ανοίξει το δρόμο στο απαράδεκτο ωρομίσθιο και θα έχει επιπτώσεις οικονομικές και ασφαλιστικές δυσμενείς για τον κλάδο μας»».

Στις 22 Δεκέμβρη απεργούν, επίσης με επιτυχία, και οι εμποροϋπάλληλοι της Θεσσαλονίκης.

Οι σχεδιασμοί των μεγαλοκαταστηματαρχών

Στις 15 Γενάρη 1977, ο «Ριζοσπάστης» αποκάλυψε τα πρακτικά συνεδρίασης του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Λιανικών Πωλήσεων Ελλάδος (ΣΕΛΠΕ), που έγινε στις 21 Ιούλη 1975. Εγραφε η εφημερίδα:

«Στη συνεδρίαση παραβρέθηκαν:

Π. Λαμπρόπουλος, Ι. Μαρινόπουλος, Γ. Μειμαρίδης, Χ. Χρυσόπουλος, Ι. Γεωργακάς, Γ. Κατράντζος, Ε. Αποστολίδης, Ε. Παπαγιάννης, Γ. Βασιλόπουλος, Σ. Αθανασόγλου, Α. Καρβέλης, Α. Πετρίδης, Σ. Μοσχούτης, Π. Δράκος, Ι. Σκλαβενίτης, Π. Παρνασσάς, Σ. Τσιτσόπουλος».

Μεταξύ άλλων καταγράφεται στο πρακτικό:

«Περαιτέρω ο κ. Μαρινόπουλος αναφέρει ότι ο Σύλλογος προέβη σε ενέργειες κυρίως σχετικά με το ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων υποστηρίζοντας σε γενικές γραμμές και καταρχήν τα ακόλουθα:

α) αποκόλληση λειτουργίας καταστημάτων και απασχόλησης υπαλλήλων πωλήσεων

β) απασχόληση των υπαλλήλων εβδομαδιαίως 45 ώρες κατά ανώτατο όριο

γ) λειτουργία καταστημάτων για όλες τις μέρες της εβδομάδας από Δευτέρα μέχρι και Σάββατο και από ώρα 9.30 π.μ. μέχρι 7 μ.μ. Ετσι τα καταστήματα να λειτουργούν 9μιση ώρες ημερησίως και 57 εβδομαδιαίως.

(…) Στο σημείο αυτό ο κ. Κατράντζος προτείνει ο Σύνδεσμος να καταβάλλει παράλληλα προσπάθειες για θέσπιση του ωρομισθίου. Ο κ. Μειμαρίδης αναφέρει ότι ως ιδέα είναι σωστή αλλά νομίζει ότι θα συναντήσει ισχυρή αντίδραση από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις.

Ακολούθως ο κ. Λαμπρόπουλος λαμβάνει το λόγο και αφού αναφέρει τους κινδύνους που σχετίζονται με το ωρομίσθιο, λέει ότι από πλευράς τακτικής δεν θα πρέπει να επιμείνουμε προς το παρόν για την καθιέρωση του ωρομισθίου. Θα πρέπει, συνέχισε ο κ. Λαμπρόπουλος, να το επιδιώξουμε αργότερα για να μπορούμε προς το παρόν να επιτύχουμε την αποκόλληση και τη λειτουργία των καταστημάτων τουλάχιστον για 48 ώρες τη βδομάδα…».

Δοκιμαστική περίοδος εφαρμογής

Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα εφαρμόσει δοκιμαστικά το νέο ωράριο στις 24 Γενάρη 1977. Σε σύσκεψη που γίνεται με τη συμμετοχή δεκάδων σωματείων αποφασίζεται ότι την πρώτη μέρα δοκιμαστικής εφαρμογής θα κηρυχθεί απεργία. Η κυβέρνηση μετέθεσε την έναρξη στις 28 Φλεβάρη. Ημερομηνία λήξης της δοκιμαστικής περιόδου ορίστηκε η 15η Μάη.

Στις 16 Φλεβάρη η κυβέρνηση ψηφίζει το νόμο 549. Στο άρθρο 1 όριζε ότι κατά τη δοκιμαστική περίοδο ο υπουργός Εργασίας θα μπορεί να καθορίζει όπως αυτός θέλει το ωράριο λειτουργίας και εργασίας των καταστημάτων. Στις 17 Φλεβάρη έγινε μαζική γενική συνέλευση του Συλλόγου Εμποροϋπαλλήλων και παίρνουν απόφαση για νέα απεργία.

Στις 25 Φλεβάρη ο υπουργός Εργασίας Λάσκαρης ορίζει το νέο δοκιμαστικό ωράριο. Στην Αττική, το ωράριο λειτουργίας είναι 9 π.μ.- 5.30 μ.μ. τις καθημερινές και 9 π.μ. – 2.30 μ.μ. το Σάββατο. «Οι αποφάσεις αυτές – σχολίαζε ο «Ριζοσπάστης» – κατοχυρώνουν τη μερική αποδέσμευση του ωραρίου και «κρύβουν» τη γενικότερη πρόθεση κυβέρνησης και μεγαλοκαταστηματαρχών για την πλήρη αποδέσμευση και την επιβολή του αντεργατικού ωρομισθίου».

Στις 28 Φλεβάρη γίνεται η απεργία, την οποία στηρίζουν οργανώσεις των εμπόρων, όχι όμως η ΓΣΕΒΕΕ.

Στη 1 Μάρτη, ο πρωτοσέλιδος τίτλος του «Ριζοσπάστη» ήταν: «Νέκρωσε η αγορά Αθήνας και Πειραιά». Σε άλλο ρεπορτάζ αναφέρεται: «Ιδιωτικοί υπάλληλοι και μικρομεσαίοι καταστηματάρχες σαν ένας άνθρωπος αντιστάθηκαν στην εφαρμογή του νέου εξοντωτικού και απάνθρωπου ωραρίου, με 24ωρη απεργία οι πρώτοι και με το κλείσιμο των καταστημάτων τους οι δεύτεροι».

Συνέχεια των αντιδράσεων

Στις 6 Μάρτη ο «Ριζοσπάστης» αναλύοντας την προοπτική των αντεργατικών σχεδιασμών επισήμανε: «Είναι βέβαιο ότι δεν θα πληρώσουν (σ.σ. οι εργοδότες) για πολύ καιρό δεύτερη βάρδια για τις αποδεσμευμένες ώρες, αλλά θα επιδιώξουν με το ίδιο προσωπικό να κρατάνε ανοιχτά τα καταστήματα όλες τις ώρες (…) Αρχίζοντας να πληρώνουν ωρομίσθιο και όχι υπερωριακά την εργασία για τις αποδεσμευμένες ώρες, οι μεγαλοκαταστηματάρχες σκοπεύουν να επεκτείνουν για όλες τις ώρες τον τρόπο αυτό της αμοιβής».

Στις 21 Μάρτη γίνεται νέα κινητοποίηση. Η ΓΣΕΒΕΕ, κάτω από την πίεση, αποφάσισε ομόφωνα το κλείσιμο των καταστημάτων για τη μέρα εκείνη, ενώ ο Σύλλογος Εμποροϋπαλλήλων κάλεσε σε απεργία και συγκέντρωση στα γραφεία του. Και πάλι το ρεπορτάζ αναφέρει ότι «νέκρωσε» η αγορά σε όλη τη χώρα.

Στις 16 Μάη, που έχει πια τελειώσει η δοκιμαστική περίοδος, η κυβέρνηση επαναφέρει το παλιό ωράριο, αν και είχε δεσμευθεί ότι θα παραμείνουν οι 43 ώρες.

Οι υπάλληλοι προχωρούν σε νέα απεργία στις 8 Ιούνη 1977, απαιτώντας 43 ώρες εργασίας τη βδομάδα. Η απεργία γίνεται και πάλι με επιτυχία. Στις 9 Ιούνη ο «Ριζοσπάστης» σημείωνε ότι τα περισσότερα μεγάλα καταστήματα στην Αθήνα και τον Πειραιά ανακοίνωσαν στο προσωπικό τους ότι θα μειώσουν τις ώρες εργασίας στις 43, πως στη Χαλκίδα υπογράφτηκε συμφωνία για άμεση εφαρμογή των 43 ωρών και η Συντονιστική Επιτροπή Εμπορικών Συλλόγων ανακοίνωσε ότι δέχεται να εφαρμόσει το 43ωρο, ανεξάρτητα από το τι θα πουν οι νομάρχες.

Οπως είναι γνωστό, τριάντα χρόνια μετά, οι προσπάθειες των κυβερνήσεων και μεγαλοεπιχειρηματιών του κλάδου, όχι μόνο δεν έχουν σταματήσει, αλλά συνεχίζονται και σήμερα με μεγαλύτερη ένταση για πλήρη απελευθέρωση του ωραρίου και κατάργηση της Κυριακής αργίας…

Πηγή: Ριζοσπάστης, 18/6/2015

Χρονολογικό αφιέρωμα στο Δεκέμβρη του 1944: 5 Δεκέμβρη

Οδοφράγματα του ΕΛΑΣ φτιαγμένα από ράγες ενάντια σε αγγλικά τανκ

Οδοφράγματα του ΕΛΑΣ φτιαγμένα από ράγες ενάντια σε αγγλικά τανκ

Τις πρώτες πρωινές ώρες ο Τσόρτσιλ απέστειλε οδηγίες στους Ουίλσον, Σκόμπι και Λήπερ. Στον πρώτο υπογράμμισε πως «πρώτος σκοπός μας με προτεραιότητα υπέρτατης τάξεως είναι νίκη στην Αθήνα», εξασφαλίζοντας την αποστολή νέων βρετανικών δυνάμεων. Αντίστοιχα, στον Σκόμπι τόνισε: «Είσθε υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης στην Αθήνα και πρέπει να εξουδετερώσετε ή να συντρίψετε όλες τις δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που θα πλησιάσουν προς την πόλη…Μην διστάσετε πάντως να ενεργείτε σαν να βρίσκεστε σε κατεχόμενη πόλη, όπου έχει ξεσπάσει τοπική εξέγερση…»[1]

Στην πρωτεύουσα η γενική απεργία συνεχίστηκε με καθολική επιτυχία. Οι απεγνωσμένες προσπάθειες Χιτών και Χωροφυλακής να σπάσει η απεργία στην Εθνική Τράπεζα δεν ευοδώθηκαν. Δεκάδες συνεργεία ΕΠΟΝιτών όργωσαν από τα χαράματα τις εργατογειτονιές καλώντας τον κόσμο σε κινητοποίηση. Πράγματι, εκατοντάδες χιλιάδες λαού πλημμύρισαν για μια ακόμη φορά το κέντρο της Αθήνας. Στα Χαυτεία η πορεία δέχθηκε και πάλι «ταυτόχρονη δολοφονική επίθεση από το ξενοδοχείο ‘Μητρόπολις’…και από ένα οίκημα της οδού Πατησίων. Χειροβομβίδες ρίχτηκαν κατά του άοπλου πλήθους και πυροβολισμοί με αυτόματα και οπλοπολυβόλα. Ο λαός γονάτισε, χωρίς να κινηθεί, ενώ οι γυναίκες που είχαν πάρει μέρος στη διαδήλωση ζωσμένες με ελληνικές σημαίες τραγουδούσαν: ‘Στο τίμιο λάβαρο πάντα πιστοί…’ Στο μεταξύ έφτασαν άντρες του ΕΛΑΣ και άρχισαν την πολιορκία του ξενοδοχείου ‘Μητρόπολις’ του άντρου αυτού των δολοφόνων.»[2] Ο απολογισμός: 30 νεκροί και πάνω από 100 τραυματίες. Γενικότερα, η τρομοκρατία κατά του λαϊκού κινήματος, με συλλήψεις, βασανισμούς, δολοφονίες, κλπ., εντάθηκε, η κυκλοφορία απαγορεύτηκε μετά τις 17:30, καθώς και η οποιαδήποτε είσοδος-έξοδος από την Αθήνα. Η πρωτοβουλία των κινήσεων όμως ανήκε στον ΕΛΑΣ.

Η ΚΕ του ΕΛΑΣ εξέδωσε διαταγή προς το Α’ ΣΣ να εκκαθαρίσει τις συνοικίες και να τις κρατήσει ελεύθερες. Ακολούθως, συνεχίστηκαν οι επιχειρήσεις κατά των αστυνομικών τμημάτων που δεν είχαν ακόμα εξουδετερωθεί. Υπήρχαν βεβαίως και περιπτώσεις, όπως του Τάγματος Εθνοφυλακής Κορωπίου, το οποίο προσχώρησε σχεδόν σύσσωμο στον ΕΛΑΣ, ή του 3ου Τάγματος της Αθήνας, που διαλύθηκε από την ίδια την κυβέρνηση διότι δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη! Ο κλοιός του ΕΛΑΣ περισφίχτηκε γύρω από την Ειδική Ασφάλεια, την Ανώτερη Διοίκηση της Χωροφυλακής, κ.α. εστίες του εχθρού. Έως το βράδυ είχαν καταληφθεί: οι φυλακές Συγγρού (όπου ήταν οχυρωμένη η φρουρά και 120 περίπου δωσίλογοι-κρατούμενοι), η Εφορία Υλικού Πολέμου, η έδρα των Χιτών στη Σόλωνος 108, κ.α. Οι βρετανικές δυνάμεις επενέβησαν επανειλημμένα: στις φυλακές Συγγρού (όπου κατάφεραν να περισώσουν αρκετούς δωσίλογους, αλλά είχαν και τους πρώτους 2 νεκρούς), στην Εφορία Υλικού Πολέμου (την οποία ανακατέλαβαν με τη συνδρομή ισχυρής δύναμης αρμάτων μάχης) και αλλού.

Στο Πολυτεχνείο μάλιστα (το οποίο είχε νωρίτερα καταλάβει και τώρα υπερασπιζόταν ο λόχος σπουδαστών «Λόρδος Βύρων» του ΕΛΑΣ), οι Βρετανοί εισέβαλαν με παρόμοιο τρόπο όπως η Χούντα 69 χρόνια αργότερα: «Ζώσανε το Πολυτεχνείο κι ένα τανκ έπεσε πάνω στην κεντρική σιδερένια πύλη και την έριξε. Ένα τμήμα τους μπήκε αιφνιδιαστικά στο κτήριο της Γραμματείας και άρχισε να ρίχνει πισώπλατα στους σπουδαστές που πολεμούσαν απ’ τα παράθυρα και σ’ όσους βρίσκονταν στο διάδρομο.» Ο επικεφαλής των βρετανικών στρατευμάτων απείλησε τους σπουδαστές-μαχητές πως, αν δεν παραδίδονταν αμέσως, θα τους εξόντωναν όλους. Εκείνοι όμως πολέμησαν παλικαρίσια απέναντι στις υπέρτερες δυνάμεις που είχαν απέναντί τους και τελικά όταν νύχτωσε κατάφεραν να διαφύγουν. Οι Βρετανοί αποσύρθηκαν και την επόμενη μέρα ο λόχος σπουδαστών επέστρεψε ανακαταλαμβάνοντας όλα τα κτίρια του Πολυτεχνείου.[3]

Το απόγευμα, το μεγαλύτερο μέρος της Ορεινής Ταξιαρχίας κατέλαβε θέσεις στο κέντρο της Αθήνας (Πανεπιστημίου-Ακαδημίας), ενώ στον Πειραιά το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό αποβίβασε νέες δυνάμεις στο μέγαρο Βάτη. Στο αεροδρόμιο του Χασανίου (Ελληνικό) κατέφθασαν 40 μεταγωγικά αεροπλάνα μεταφέροντας 1.500 Βρετανούς στρατιώτες.

Και ο ΕΛΑΣ όμως ενισχύθηκε (αν και ομολογουμένως σε πολύ μικρότερο βαθμό, σε άντρες και οπλισμό). Το βράδυ κατέφθασε στο Βύρωνα έπειτα από μακρά εξουθενωτική πορεία ένα Σύνταγμα του ΕΛΑΣ Κορίνθου. Η υποδοχή του λαού ήταν συγκινητική: «Χωρίς χρονοτριβή τους προσφέρθηκε από το λαό, ό,τι ήτανε δυνατό στις περιστάσεις εκείνες να τους ξεκουράσει, και ύστερα να πλυθούνε και να φάνε. Ένα συνεργείο γυναικών με τις ραπτομηχανές τους, εγκατασταθήκανε στα γρήγορα…και έραβε συνέχεια όλη εκείνη τη νύχτα, από τόπια κάμποτ που τους έφερε η Λαϊκή Επιτροπή της Ν. Ελβετίας…»[4] Οι αστείρευτες δυνάμεις και το μεγαλείο της ψυχής του λαϊκού παράγοντα αποτυπώθηκαν εκείνο το βράδυ και στον Πειραιά, όπου νέοι, γέροι, άνδρες, γυναίκες, σύσσωμος ο λαός, ρίχτηκαν στη μάχη των οδοφραγμάτων. Σχεδόν 2.000 οδοφράγματα υψώθηκαν στον Πειραιά, μόνο το βράδυ της 5ης προς 6ης Δεκέμβρη!

Το ίδιο βράδυ το Α’ ΣΣ του ΕΛΑΣ εξέδωσε διαταγή σχετικά με τη μεταχείριση των αιχμαλώτων, τονίζοντας: «Παρακαλούμεν όπως λάβετε τα αναγκαία μέτρα δια την ασφάλειαν της ζωής των συλλαμβανομένων αιχμαλώτων (αστυνομικών, χωροφυλάκων, κλπ.)…Απαγορεύεται η κακομεταχείρισις και η αφαίρεσις της ζωής αυτών…Οι δωσίλογοι εκ των αιχμαλώτων δεν πρόκειται να αποφύγωσι τας ποινάς οίτινες επισύρουσιν οι άδικοι πράξεις αυτών, πλην αυταί θα επιβάλλονται νομίμως και υπό της αρμοδίας αρχής.»[5]

Στις 5 του Δεκέμβρη διακόπηκε η ηλεκτροδότηση στην περιοχή της πρωτεύουσας.

***

[1] Βλ. Σόλων Ν. Γρηγοριάδης, Δεκέμβρης-Εμφύλιος 1944-1949, σελ.118, εκδ. Κ. Καπόπουλος, Αθήνα, 1994 και Σπύρος Α. Κωτσάκης, Δεκέμβρης του 1944 στην Αθήνα, σελ.78-79, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1986.

[2] Ριζοσπάστης, 6/12/1944

[3] Σπύρος Τζουβέλης, Μέρες και νύχτες του Δεκέμβρη, σελ.11-14, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2003.

[4] Βλ. Μενέλαος Χαραλαμπίδης, «Τα Δεκεμβριανά στις Ανατολικές Συνοικίες της Αθήνας», στο Δεκέμβρης ’44: Οι μάχες στις γειτονιές της Αθήνας, σελ.74, εκδ. Ε-Ιστορικά, Αθήνα, 2010. Για τις Λαϊκές Επιτροπές βλ. στη συνέχεια.

[5] Όπως παρατίθεται στο Αυτός ήταν ο Δεκέμβρης: Η ένοπλη απάντηση του λαού στην Αγγλική κατοχή, σελ.76-77, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 2004.

Πηγή: «Δεκέμβρης του ’44: Κρίσιμη ταξική σύγκρουση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2014 – Αναστάσης Γκίκας, «Το χρονικό του Δεκέμβρη 1944″