Ισπανικός Εμφύλιος (1936 – 1939). Ενα «εθνικό – διεθνικό» ταξικό πεδίο μάχης

ispanikos-emfilios1

Στις 17 – 18 Ιούλη 1936 εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα στην Ισπανία, με σκοπό την ανατροπή της νεοσχηματισθείσας κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου (ενός πολιτικού συνασπισμού με επικεφαλής τους Σοσιαλιστές, στον οποίο μετείχε και το ΚΚ Ισπανίας). Το κίνημα προετοιμαζόταν από καιρό από τμήματα της αστικής τάξης που προσανατολίζονταν στην επιβολή ανοιχτής φασιστικής δικτατορίας. Επικεφαλής του τέθηκε ο στρατηγός Φρ. Φράνκο.

Οι κινηματίες είχαν με το μέρος τους περίπου τη μισή δύναμη του τακτικού στρατού, τη Στρατιά της Αφρικής (αποτελούμενη βασικά από Μαροκινούς – από το Ισπανικό Μαρόκο άλλωστε ξεκίνησε και στέριωσε το πραξικόπημα), μεγάλο μέρος των Σωμάτων Ασφαλείας και βεβαίως τα δεκάδες χιλιάδες μέλη των φασιστικών – παρακρατικών οργανώσεων (όπως οι Φαλαγγίτες, οι Καρλιστές, κ.ά.), που ξεπερνούσαν σε αριθμητική δύναμη τον τακτικό στρατό και αποτέλεσαν σημαντική δύναμη κρούσης των φασιστών.
Ωστόσο, με εξαίρεση ορισμένες επαρχίες (όπου καταλυτικό ρόλο στην επικράτησή τους έπαιξε η επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας και του Βατικανού υπέρ των φασιστών) και την πόλη της Σεβίλλης, οι πραξικοπηματίες δεν κατάφεραν να κυριαρχήσουν. Ειδικά στα αστικά κέντρα, όπου νικήθηκαν κατά κράτος από την οπλισμένη εργατιά. «Στα εργοστάσια και στα ορυχεία συγκροτούνταν εργατικά τάγματα που οπλίζονταν με ό,τι μπορούσαν (…) Ολο το βάρος των πρώτων μαχών με τον καλά εφοδιασμένο στρατό των κινηματιών έπεσε στα ανεκπαίδευτα αυτά και κακοοπλισμένα τμήματα της πολιτοφυλακής που κατόρθωσαν με μεγάλες θυσίες να αναχαιτίσουν (…) το φασιστικό κίνημα».1
Αλλά ούτε και στο ναυτικό οι πραξικοπηματίες είχαν ιδιαίτερη επιτυχία, αφού οι ναύτες, έχοντας συγκροτήσει επαναστατικά συμβούλια, εξεγέρθηκαν, εκτέλεσαν τους αξιωματικούς τους και απέτρεψαν την παράδοση των περισσότερων πλοίων στον Φράνκο.

Τις κρίσιμες όμως εκείνες ώρες (όπως και στη συνέχεια), στην πάλη του εργαζόμενου λαού, βάρυναν καταλυτικά οι ταλαντεύσεις, η αναβλητικότητα, έως και τάση συμβιβασμού της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας του Λαϊκού Μετώπου απέναντι στην αστική – φασιστική επιθετικότητα. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, όπως και τα υπόλοιπα κόμματα που απάρτιζαν το Λαϊκό Μέτωπο, ήταν βεβαίως αστικά ή αστικοποιημένα κόμματα, με τα οποία το ΚΚ είχε συμμαχήσει στο πλαίσιο της στρατηγικής που χάραξε το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Γεγονός, που είχε άμεσες επιπτώσεις στον προσανατολισμό και την αποτελεσματικότητα της πάλης για την υπόθεση της εργατικής τάξης. Οπως απέδειξε η πείρα των Λαϊκών Μετώπων, τόσο στην Ισπανία όσο και στη Γαλλία, η στρατηγική αυτή ούτε τον σοσιαλισμό έφερε πιο κοντά, ούτε το φασισμό μπόρεσε να αναχαιτίσει, καταδεικνύοντας ότι τα θεμελιώδη συμφέροντα της εργατικής τάξης βρίσκονται σε αδιάκοπη αντίθεση με τα αντίστοιχα της αστικής (τόσο σε καιρούς ειρήνης όσο και σε καιρούς πολέμου) και δεν «χωρούν» σε καλούπια αστικής διαχείρισης.
Σε στρατιωτικό επίπεδο, στην πλάστιγγα υπέρ των φασιστικών δυνάμεων, βάρυνε σίγουρα η άμεση και αποφασιστική συνδρομή των Ιταλίας, Γερμανίας και Πορτογαλίας με στρατιωτικό υλικό, άρματα μάχης, αεροπλάνα και στρατεύματα (50.00 – 60.000, 16.000 και 8.000 – 12.000 αντίστοιχα), αλλά και το ταυτόχρονο εμπάργκο των καπιταλιστικών κρατών (ΗΠΑ, Γαλλία, Βρετανία, κ.ά.) προς τη Δημοκρατική Ισπανία (πολιτική της δήθεν «Μη-Επέμβασης»).

Ολα τα παραπάνω συνέτειναν στη γρήγορη προέλαση των φασιστικών στρατευμάτων, που το Σεπτέμβρη του 1936 βρέθηκαν στις πύλες της Μαδρίτης. Το τέλος της Δημοκρατικής Ισπανίας θα ερχόταν σίγουρα πιο γρήγορα, αν δεν υπήρχε η γενναία σοβιετική στρατιωτική βοήθεια – που μόλις είχε αρχίσει να καταφθάνει – αλλά και ένας στρατός, που για πρώτη φορά έκανε την εμφάνισή του. Επρόκειτο για τις Διεθνείς Ταξιαρχίες.

Ενας διεθνής προλεταριακός στρατός

Οι Διεθνείς Ταξιαρχίες συγκροτήθηκαν με απόφαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς στις 18 Σεπτέμβρη 1936, ενώ στις γραμμές τους εντάχθηκαν συνολικά 35.000 περίπου μαχητές, από το Μεξικό έως την Κίνα. Αρχικά, ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός του Λαϊκού Μετώπου Λ. Καμπαλέρο αντιτάχθηκε στο όλο εγχείρημα. Στη συνέχεια, ωστόσο, υπό το βάρος των προελαυνόντων στρατευμάτων του Φράνκο, αναγκάστηκε σε υποχώρηση. Οι αναρχικοί (CNT) υπήρξαν επίσης αρνητικοί, απαγορεύοντας μάλιστα το πρώτο διάστημα την είσοδο στους ξένους εθελοντές στα σύνορα που έλεγχαν. Τέτοιας «υποδοχής» έτυχε και μια ομάδα Ελλήνων εθελοντών, τους οποίους «πιάσανε οι Ισπανοί φρουροί που ανήκαν στους αναρχικούς της CNT και τους κράτησαν 40 ώρες» μέχρι να απελευθερωθούν με παρέμβαση του Λαϊκού Μετώπου.2 Να σημειώσουμε πως ξένοι εθελοντές εντάχθηκαν τελικά, τόσο στην αναρχική CNT όσο και στο τροτσκιστικό POUM, σε πολύ μικρότερο όμως βαθμό απ’ ό,τι στις Διεθνείς Ταξιαρχίες.
Οι μαχητές των Διεθνών Ταξιαρχιών ήταν στην πλειοψηφία τους οργανωμένοι κομμουνιστές: το 60% των Γάλλων, το 70% των Αμερικανών, το 75% των βαλκάνιων λαών, το 80% – 90% των Γερμανών, κ.ο.κ. Το 80% ήταν εργάτες, στην πλειοψηφία τους νέοι, αλλά και «ψημένοι» στους ταξικούς αγώνες στις χώρες τους.3

Το ίδιο ίσχυε και για τους Ελληνες. Ο Δημήτρης Σακαρέλλος ήταν Γραμματέας του σωματείου Φορτοεκφορτωτών Πειραιά, ο Νίκος Βαβούδης Γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Πειραιά, ο Νίκος Καραγιάννης στέλεχος της Ναυτεργατικής Ενωσης, ο Α. Δεληγιάννης Γραμματέας της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας Ελλάδας, ο Κώστας Βερνικιώτης εκ των ηγετών των μεγάλων καπνεργατικών αγώνων στο Αγρίνιο, κ.ο.κ. Ολοι στελέχη του ΚΚΕ. Οι μισοί σχεδόν από τους μαχητές που προήλθαν από την Ελλάδα ήταν ναυτεργάτες. Οι Ελληνες που κατέφθασαν στην Ισπανία απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου (τα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα, την Κύπρο, την Αίγυπτο, τη Γαλλία, την Αγγλία, τις ΗΠΑ και τον Καναδά, κ.λπ.) ήταν επίσης εργάτες στην πλειοψηφία τους: Ανθρακωρύχοι, οικοδόμοι, μεταλλουργοί, κ.ο.κ.
Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στους Ελληνες μετανάστες στις ΗΠΑ, που «σκυμμένοι ως ήταν στο μόχθο της δουλειάς, στα χυτήρια, στα εργοστάσια, στις κουζίνες, στο δρόμο, ορθώθησαν, έριξαν τα σύνεργά τους, αφήκαν τις προσωπικές έγνοιες και φροντίδες και κίνησαν να πάνε (…) ν’ αγωνισθούν για το καλό του κόσμου».4 Οι Ελληνες μετανάστες στις ΗΠΑ υπήρξαν η πολυπληθέστερη ομάδα Ελλήνων που πολέμησε στην Ισπανία. Πολλοί εξ αυτών ήταν μέλη του ΚΚ ΗΠΑ (όπως οι Στέφανος Τσερμέγκας, Χρήστος Μούγιαννης, Κώστας Σαμαράς, κ.ά.), με μακρά «θητεία» στους αγώνες της εργατικής τάξης (και όχι μόνο της ομογένειας), στην οργάνωση της πάλης των ανέργων την περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης 1929 – 1933, κ.ο.κ.
Στις Διεθνείς Ταξιαρχίες εντάχθηκαν, τέλος, και τρεις Ελληνίδες από τον Καναδά (η Μαρία Νικολάου, η Ελένη Νικηφόρου και η Τούλα Ιωάννου), που υπηρέτησαν ως νοσοκόμες.
Η βάση των Διεθνών Ταξιαρχιών ήταν στο Αλμπαθέτε, όπου οι ξένοι εθελοντές συγκεντρώνονταν και εκπαιδεύονταν για περίπου ένα μήνα προτού διοχετευτούν στα διάφορα πεδία των μαχών. Συχνά, βέβαια, οι πολεμικές ανάγκες ήταν τέτοιες, που οι εθελοντές στέλνονταν απευθείας στο μέτωπο.
Οι Διεθνείς Ταξιαρχίες υπήρξαν ένα λαμπρό παράδειγμα διεθνούς προλεταριακού στρατού. Παρότι δεν ήταν ένας επαναστατικός στρατός (ως προς τον στρατηγικό σκοπό για τον οποίο μαχόταν), ωστόσο διέθετε πολλά από τα χαρακτηριστικά του, π.χ. στη σύνθεση, στη λειτουργία, στη συνειδητή πειθαρχία και τον ηρωισμό που απορρέουν από το δίκαιο του πολέμου, κ.ο.κ.

ispanikos-emfilios2

Η συμβολή των Ελλήνων κομμουνιστών

Το ΚΚΕ, παρά τις πρωτοφανείς έως τότε συνθήκες παρανομίας και καταστολής, στις οποίες βρέθηκε με την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά (4 Αυγούστου 1936), ανταποκρίθηκε με αξιοθαύμαστο τρόπο στο διεθνιστικό του καθήκον, καλώντας «ιδιαίτερα τους εργάτες και προπαντός τους ναυτεργάτες (…) να πρωτοστατήσουν στην πάλη (…) ενισχύοντας ολόθερμα την υπόθεση της ισπανικής δημοκρατίας».5 Ακολούθως, συγκροτήθηκε ειδική επιτροπή βοήθειας (αρμόδια και για τη στρατολόγηση εθελοντών μαχητών), ενώ η Εργατική Βοήθεια άνοιξε έρανο για τα θύματα του φασισμού στην Ισπανία. Να σημειωθεί πως, σύμφωνα με μια πηγή, πάνω από 2.000 κομμουνιστές και εργάτες έσπευσαν να δηλώσουν εθελοντές για τον Ισπανικό Εμφύλιο. Και παρότι οι περισσότεροι δεν μπόρεσαν να το κάνουν πράξη λόγω της μεταξικής δικτατορίας, αρκετοί τα κατάφεραν. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει έγγραφο του υφυπουργείου Δημόσιας Ασφάλειας (Φλεβάρης 1937), «απεστάλη εντεύθεν εις Ισπανίαν (…) ικανός αριθμός Ελλήνων κομμουνιστών προς κατάταξιν εις τα εθελοντικά σώματα ων ερυθρών».6

Η μετάβαση στην Ισπανία διά ξηράς υπήρξε ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη υπόθεση. Πολλοί συνελήφθησαν, φυλακίστηκαν ή ακόμα και «εξαφανίστηκαν» στην πορεία. Συγκριτικά, η θαλάσσια οδός ήταν πιο ασφαλής (αν και όχι πάντα). Ετσι, οι περισσότεροι εθελοντές μαχητές μετέβαιναν στη Γαλλία (δήθεν ως οικονομικοί μετανάστες) και κατόπιν, με την καταλυτική συνδρομή της Ναυτεργατικής Ενωσης (που είχε μεταφέρει την έδρα της στη Μασσαλία), περνούσαν στην Ισπανία.

Οι πρώτοι Ελληνες μαχητές κατέφθασαν τον Οκτώβρη του 1936 και εντάχθηκαν στους βαλκανικούς λόχους των ταγμάτων «Ντομπρόφσκι» και «Τέλμαν» της 11ης και 12ης Διεθνούς Ταξιαρχίας, αντίστοιχα, λαμβάνοντας το «βάπτισμα του πυρός» υπερασπιζόμενοι τη Μαδρίτη. Στη συνέχεια και καθώς οι Διεθνείς Ταξιαρχίες αναπτύσσονταν με την έλευση νέων εθελοντών, οι Ελληνες κατανεμήθηκαν – ανάλογα με τη χώρα προέλευσής τους – στα τάγματα «Γ. Δημητρώφ» (Ελλάδα), «Α. Λίνκολν» (ΗΠΑ, Καναδάς) και 2ο βρετανικό τάγμα (Κύπρος), όλα τμήματα της 15ης Διεθνούς Ταξιαρχίας.

Τον Ιούλη του 1937, με πρωτοβουλία των κομμουνιστών, συγκροτήθηκε επίσης ένας αμιγώς ελληνικός λόχος, που πήρε το όνομα «Ν. Ζαχαριάδης» (μετέπειτα «Ρήγας Φεραίος»). Πρώτος διοικητής του λόχου διετέλεσε ο Γιάννης Παντελιάς, υποδιοικητής ο Αναγνώστης Δεληγιάννης και πολιτικός επίτροπος ο Κυριάκος Στεφόπουλος. Η δύναμή του αρχικά ήταν 40 μαχητές, ενώ στο απόγειό του έφτασε τους 125.7
Οι Ελληνες πολέμησαν σε όλα τα μέτωπα του πολέμου, δίνοντας αλλεπάλληλες σκληρές μάχες: Στον Χαράμα (όπου πολλοί Ελληνες μαχητές προήχθησαν για την ανδρεία τους), στο Μπρουνέτ και στο Μπελτσίτε – Κουίντο (όπου ο ελληνικός λόχος κράτησε τις θέσεις που κατέλαβε παρά τις αλλεπάλληλες αντεπιθέσεις του εχθρού – από τους 75 μαχητές του επέζησαν μόλις οι 17…αλλά κράτησαν! «Ετσι», αναφέρει ο Α. Δεληγιάννης, «ο λόχος μας έγραψε εκείνες τις μέρες μια από τις καλύτερες σελίδες στην ιστορία του εμφυλίου πολέμου της Ισπανίας δοξάζοντας το λαό μας και το ΚΚΕ»8). Κατόπιν, ο ελληνικός λόχος ανασυγκροτήθηκε (με νέους εθελοντές και όσους τραυματίες είχαν αναρρώσει) και συνέχισε να μάχεται στο Τερουέλ, στην Αραγονία, έως και την τελική μάχη που έλαβαν μέρος οι Διεθνείς Ταξιαρχίες στον ποταμό Εβρο. Από το νοσοκομείο όπου βρισκόταν, ο ναυτεργάτης Κ. Μαρκόπουλος, έγραφε τον Απρίλη του 1938: «Κανένας μας δεν μένει πίσω. Αν και δεν έχουμε βάλει μπουκιά στο στόμα μας δύο ολόκληρες μέρες, αν και τα χείλια μας είναι κατάξερα (…) Μια φωνή, ένας όρκος επικρατεί παντού: «No Pasaran!»».9

Ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων που πολέμησαν στις Διεθνείς Ταξιαρχίες εκτιμάται μεταξύ 300 – 500. Ωστόσο, υπήρχαν και άλλοι, που υπηρέτησαν στο ναυτικό της Δημοκρατικής Ισπανίας, στις διάφορες δομές επιμελητείας του τακτικού στρατού κ.λπ.

Ξεχωριστή, τέλος, ήταν η συνδρομή των Ελλήνων ναυτεργατών (υπό την καθοδήγηση της Ναυτεργατικής Ενωσης), που με εξαιρετική αυτοθυσία και ηρωισμό επάνδρωσαν τα ισπανικά πλοία, μεταφέροντας πολεμοφόδια, συχνά με το όπλο στο χέρι. Οι θαλάσσιες μεταφορές προς τη Δημοκρατική Ισπανία ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνες, αφού τα πλοία βάλλονταν συνεχώς από τη γερμανική αεροπορία και τα ιταλικά υποβρύχια. Εξίσου κινδύνευαν και τα πληρώματα των ελληνικών εμπορικών πλοίων (οι Ελληνες εφοπλιστές έκλειναν συμφωνίες και με τις δύο πλευρές του Εμφυλίου, αποκομίζοντας αστρονομικά κέρδη, εξαιτίας του «υψηλού ρίσκου» του ταξιδιού). Πολλοί ναυτεργάτες έχασαν τη ζωή τους ή κατέληξαν αιχμάλωτοι.
Σε αρκετές περιπτώσεις, με πρωτοβουλία των κομμουνιστών ναυτεργατών, τα πληρώματα των πλοίων με προορισμό τα λιμάνια που ήλεγχαν οι φασίστες κατέβηκαν σε απεργία ή στασίασαν μεταφέροντας τα φορτία τους στη Δημοκρατική Ισπανία. Οι ενέργειες αυτές είχαν εξαιρετική σημασία δεδομένου ότι με την επιστροφή τους στην Ελλάδα οι ναυτεργάτες αντιμετώπιζαν με βεβαιότητα, είτε τη φυλακή, είτε την πείνα (σε μια εποχή όπου η ανεργία στους ναυτεργάτες ήταν τρομακτική).

Φάρος προλεταριακού διεθνισμού

Οι Διεθνείς Ταξιαρχίες υπήρξαν ένα από τα λαμπρότερα παραδείγματα προλεταριακού διεθνισμού στην Ιστορία του κομμουνιστικού – εργατικού κινήματος. Εκατομμύρια εργαζόμενοι κινητοποιήθηκαν απ’ άκρη σ’ άκρη της Γης υπέρ του αγώνα του ισπανικού λαού. Τα ΚΚ και τα ταξικά συνδικάτα πρωτοστάτησαν για την – όσο το δυνατόν – ασφαλή μετάβαση των απανταχού εθελοντών στην Ισπανία, μεριμνώντας για τη σίτιση, τη στέγαση και βεβαίως τη μεταφορά τους εκεί, με κάθε μέσο (πλοία, τρένα, φορτηγά, με οδηγούς μέσα από τα Πυρηναία, κ.ο.κ.).

Το στοιχείο του προλεταριακού διεθνισμού αντικατοπτριζόταν χαρακτηριστικά στη σύνθεση των Διεθνών Ταξιαρχιών, οι μαχητές των οποίων προέρχονταν από 53 συνολικά χώρες. Η ουσία του όμως έγκειτο πρώτα και κύρια στο περιεχόμενο της πάλης τους. Πολεμώντας υπέρ του εργαζόμενου ισπανικού λαού, οι μαχητές των Διεθνών Ταξιαρχιών είχαν συνείδηση πως πολεμούσαν ταυτόχρονα και για την υπόθεση της δικής τους και της παγκόσμιας εργατιάς. «Ο μόνος δρόμος πίσω στη Γερμανία είναι μέσα από τη Μαδρίτη», είχε πει χαρακτηριστικά ένας Γερμανός, ο H. Beimler. Αντίστοιχα, όπως έγραφε ο Κατσούνης από τo μέτωπο, οι Ελληνες μαχητές «πολεμώντας εδώ στην Ισπανία πολεμούν και το μεταξικό φασισμό στην Ελλάδα». «Η ύπαρξη και μόνο καθαυτή ενός τέτοιου στρατού», επεσήμανε ο Αμερικανός κομμουνιστής και μαχητής των Διεθνών Ταξιαρχιών A. Bessie, αποτελούσε «κατηγορηματική απόδειξη ότι [η παγκόσμια εργατιά] έχει κοινό συμφέρον και σκοπό».10
Η ενότητα της τάξης στα συμφέροντα και το σκοπό – πέρα από εθνικότητα ή φυλή – αποτυπώθηκε επίσης στο γεγονός ότι εργάτες της αποικιοκράτειρας Βρετανίας και της αποικιοκρατούμενης Κύπρου πολέμησαν δίπλα – δίπλα στο ίδιο τάγμα. Οπως επίσης οι λευκοί και νέγροι μαχητές του αμερικανικού τάγματος «Α. Λίνκολν» (ο κομμουνιστής O. Law υπήρξε μάλιστα ο πρώτος νέγρος επικεφαλής λευκών στρατιωτών στην Ιστορία).11

Στην Ισπανία δεν συγκρούστηκε μόνο ο ντόπιος ένοπλος εργαζόμενος λαός με ντόπιες αστικές στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δυνάμεις. Συγκρούστηκαν επίσης οι Γερμανοί κομμουνιστές και εργάτες με τη γερμανική «Λεγεώνα του Κόνδορα», οι Ιταλοί με τους στρατιώτες του ιταλικού εκστρατευτικού Σώματος, οι Πορτογάλοι με τους συμπατριώτες τους της «Λεγεώνας Βιριάτο», οι Γάλλοι με τους φασίστες ομοεθνείς τους του τάγματος «Ζαν Ντ’ Αρκ», οι Σοβιετικοί με τους Ρώσους αντεπαναστάτες που έσπευσαν να καταταχθούν στο στρατό του Φράνκο, κ.ο.κ.12Οπως πολύ χαρακτηριστικά τόνισε ο δικτάτορας της Πορτογαλίας Α. Σαλαζάρ, επρόκειτο για «μια διεθνή σύγκρουση σε ένα εθνικό πεδίο μάχης».13
Βεβαίως, η διεθνής του διάσταση και η σημασία της διεθνιστικής αλληλεγγύης, δεν παραγράφει το γεγονός πως ο Ισπανικός Εμφύλιος διεξαγόταν στο εθνικό πεδίο πάλης, που αποτελεί το κύριο πεδίο πάλης για κάθε ΚΚ – και τότε και σήμερα.

Οι Διεθνείς Ταξιαρχίες διαλύονται – η πάλη συνεχίζεται…

Υποχωρώντας στις διαρκείς πιέσεις της Διεθνούς Επιτροπής «Μη-Επέμβασης», ο Σοσιαλιστής πρωθυπουργός του Λαϊκού Μετώπου Χ. Νεγκρίν, ανακοίνωσε στις 21 Σεπτέμβρη 1938 τη διάλυση των Διεθνών Ταξιαρχιών, ευελπιστώντας στην ταυτόχρονη αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων της άλλης πλευράς, αλλά και στη χαλάρωση του διεθνούς εμπάργκο κατά της Δημοκρατικής Ισπανίας – κάτι που, βεβαίως, δεν συνέβη. Ετσι η Δημοκρατική Ισπανία στερήθηκε ένα πολύ σημαντικό μάχιμο δυναμικό και μάλιστα, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η κρίσιμη μάχη του Εβρου.

Γενικά, μια ακριβής εκτίμηση των θυσιών σε απώλειες των Διεθνών Ταξιαρχιών είναι εξαιρετικά δύσκολη, για μια σειρά από λόγους. Ωστόσο, η πλειονότητα των πηγών συγκλίνει στο γεγονός ότι υπήρξαν ιδιαίτερα υψηλές, κυμαινόμενες στο 1/3 του συνόλου. Αυτό ισχύει και για τους Ελληνες, των οποίων οι απώλειες «οπωσδήποτε ξεπερνούν τους 100».14 Οι μεγάλες απώλειες οφείλονταν τόσο στο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μαχητών ήταν εργατόπαιδα, που δεν είχαν ξαναπιάσει όπλο στη ζωή τους, όσο και στο ότι οι Διεθνείς Ταξιαρχίες αξιοποιήθηκαν γενικά ως «δύναμη κρούσης», στις πιο επικίνδυνες αποστολές και μέτωπα. Οφείλονταν, τέλος, στο γεγονός ότι οι ίδιοι οι μαχητές, πεπεισμένοι για την υπόθεση του πολέμου, ρίχνονταν στη μάχη με απαράμιλλη αυτοθυσία, έτοιμοι πάντοτε να δώσουν ακόμα και τη ζωή τους για αυτή.
Για κείνους που επέζησαν, πάντως, το μέλλον διαγραφόταν εξαιρετικά δυσοίωνο, δεδομένου ότι στις χώρες των περισσοτέρων κυριαρχούσαν φασιστικά – δικτατορικά καθεστώτα. Την εχθρότητα της αστικής τάξης της χώρας τους αντιμετώπισαν και όσοι προέρχονταν από τις αστικές δημοκρατίες. Το Βέλγιο και η Ολλανδία τους στέρησε την ιθαγένεια με το αιτιολογικό ότι υπηρέτησαν σε ξένο στρατό. Στις ΗΠΑ, πολλοί συνελήφθησαν και τέθηκαν υπό κράτηση, ενώ άλλοι απελάθηκαν. Στην Ελβετία καταδικάστηκαν σε φυλάκιση και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Από τους Ελληνες μαχητές των Διεθνών Ταξιαρχιών, πολλοί πήραν την ισπανική ιθαγένεια και συνέχισαν να μάχονται μέχρι το τέλος. Κάποιοι μάλιστα παρέμειναν και μετά την επικράτηση του Φράνκο μετέχοντας σε αντάρτικες μονάδες. Οσοι πέρασαν στη Γαλλία, κλείστηκαν σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης (όπου συγκρότησαν δύο οργανωμένες ομάδες, στο Περπινιάν και στα Κάτω Πυρηναία). Απ’ αυτούς, κάποιοι κατάφεραν να διαφύγουν εντασσόμενοι στη γαλλική αντίσταση. Αλλοι, όπως το στέλεχος του ΚΚΕ Αναγνώστης Δεληγιάννης, παραδόθηκαν στις μεταξικές αρχές (ο Δεληγιάννης εξορίστηκε στον Αϊ – Στράτη και κατόπιν παραδόθηκε στους κατακτητές και εκτελέστηκε το 1943). Οι ναυτεργάτες συνέχισαν την πάλη τους μέσα από τις γραμμές της Ομοσπονδίας Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕΝΟ).
Στην πλειοψηφία τους οι κομμουνιστές μαχητές των Διεθνών Ταξιαρχιών δεν έπαψαν ποτέ να παλεύουν για την υπόθεση της εργατικής τάξης. Χαρακτηριστική είναι π.χ. η περίπτωση του Νίκου Καραγιάννη, που μετά την Ισπανία ηγήθηκε του ΕΑΜικού κινήματος στη Μέση Ανατολή και κατόπιν πολέμησε στον ΔΣΕ για να πεθάνει στην πολιτική προσφυγιά. `Η του Νίκου Βαβούδη, που το 1951, δουλεύοντας στον παράνομο μηχανισμό του Κόμματος, προτίμησε να αυτοκτονήσει παρά να παραδοθεί ζωντανός στα χέρια της Ασφάλειας. `Η του Κώστα Βιδάλη, ανταποκριτή του «Ριζοσπάστη» στον Ισπανικό Εμφύλιο, που το 1946 δολοφονήθηκε με άγρια βασανιστήρια από παρακρατικούς του Σούρλα, όντας σε αποστολή για την αστική τρομοκρατία στη Θεσσαλία. Και τόσων, τόσων άλλων…

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τ. Θ1 – Θ2, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, σελ. 469.
2. Παλαιολογόπουλος Δ., Ελληνες αντιφασίστες εθελοντές στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο (1936 – 1939), εκδ. «Φιλιππότη», Αθήνα, 1986, σελ. 61.
3. Thomas H., The Spanish Civil War, εκδ. Penguin, London, 1961, σελ. 258 και Alpert M, «The Clash of Spanish Armies: Contrasting Ways of War in Spain, 1936 – 1939», στο War in History, τ. 6(3), 1999, σελ. 331 – 351.
4. Αρχείο ΚΚΕ – έγγραφο 420011.
5. Το ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τ. 4ος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1975, σελ. 421.
6. Σφήκας Θ., Η Ελλάδα και ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος, εκδ. «Στάχυ», Αθήνα, 2000, σελ. 225 – 226.
7. «Ριζοσπάστης», 5 Οκτώβρη 1975 και 16 Νοέμβρη 1980.
8. Τσερμέγκας Στ. & Τσιρμιράκης Λ., No Pasaran. Ελληνες αντιφασίστες εθελοντές στην Ισπανία, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987, σελ. 44.
9. Τσερμέγκας Στ. & Τσιρμιράκης Λ., ό.π., σελ. 44. No Pasaran («Δεν θα περάσουν»): Σύνθημα που βροντοφώναξε κατά την πολιορκία της Μαδρίτης το ηγετικό στέλεχος του ΚΚ Ισπανίας Ντ. Ιμπαρούρι – η θρυλική «πασιονάρια» – για να γίνει κατόπιν η φράση – σύμβολο όλου του αγώνα.
10. Regler G., The owl of Minerva, εκδ. «Farrar, Straus & Cudahy», N.Y., 1959, Τσερμέγκας Στ. & Τσιρμιράκης Λ., ό.π., σελ. 24 και Bessie A, Men in Battle, εκδ. «Chandler & Sharp», N.Y., 1939, σελ. 343.
11. Carroll P. N., The Odyssey of the Abraham Lincoln Brigade, εκδ. «Stanford University Press», Stanford, 1994, σελ. 18.
12. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί πως μεταξύ των Γερμανών και Ιταλών στρατιωτών υπήρξαν αρκετά «κρούσματα» αυτομολήσεων προς την άλλη πλευρά, όπως π.χ. στη μάχη του Χαράμα και της Γκουανταλαχάρα. Στην περίπτωση της τελευταίας, δε, ήταν τόσα πολλά, που το επιτελείο του Φράνκο αναγκάστηκε να διατάξει την «αποχώρηση των ιταλικών μονάδων από τον τομέα» («Ριζοσπάστης», 16 Νοέμβρη 1980).
13. Κατσούδας Κ., «Οι Ισπανοί εθνικιστές και η 4η Αυγούστου», στο Μνήμων, τ. 26, 2004, σελ. 168.
14. Παλαιολόγος Δ., ό.π., σελ. 102.

Του Αναστάση Γκίκα (μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ)

Δημοσιεύτηκε σε δύο μέρη στον Ριζοσπάστη

10 Ιούλη 1940: Οι «απόλυτες εξουσίες» του στρατάρχη Πεταίν και η Σοσιαλιστική Διεθνής

O στρατάρχης Πεταίν με τον Χίτλερ

O στρατάρχης Πεταίν με τον Χίτλερ


Του Γιώργου Μαργαρίτη*

Ο Ιούλιος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο μήνας της σοσιαλδημοκρατίας. Πραγματικά το πολιτικό αυτό κίνημα που επικάθησε ρεφορμιστικά πάνω στο δυναμικό εργατικό κίνημα των βιομηχανικών επαναστάσεων του 19ου αιώνα, πήρε, μήνα Ιούλιο πάντοτε, τις δύο σημαντικές αποφάσεις που σφράγισαν την ιστορική του πορεία και αποκάλυψαν, πέρα από την όποια αμφιβολία, τον πραγματικό χαρακτήρα του.

Η πρώτη περίσταση είναι γνωστή: τις τελευταίες ημέρες του Ιουλίου 1914, όταν οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί έσερναν την Ευρώπη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σοσιαλδημοκρατία της Β’ Εργατικής Διεθνούς, ισχυρή και σε πολλά κράτη κυρίαρχη κοινοβουλευτική πολιτική δύναμη, βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα του να αποδεχθεί ή μη την ψήφιση των «κονδυλίων πολέμου», δηλαδή των ειδικών οικονομικών μέτρων που θα επέτρεπαν την χρηματοδότηση του πολέμου και άρα την πραγματοποίησή του. Ως τότε η Σοσιαλδημοκρατία παρουσιαζόταν ως ο βασικός υπέρμαχος της ειρήνης και διακήρυσσε επίμονα την πρόθεσή της να αντιταχθεί στην όποια πολεμική εμπλοκή στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Τα λόγια της όμως αποδείχθηκαν ψεύτικα και παραπλανητικά. Με μια εντυπωσιακή μεταστροφή θέσεων και λόγων, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ψήφισαν ομόθυμα τα πολεμικά κονδύλια -την χρηματοδότηση του πολέμου με έκτακτα μέτρα- και στις δύο πλευρές των αντίπαλων συνασπισμών.

Πολύ λίγοι ήσαν εκείνοι που αντιτάχθηκαν στην μεταστροφή αυτή και στην απόλυτη υποταγή του σοσιαλιστικού κινήματος στις πολεμόχαρες επιταγές του μονοπωλιακού, ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου. Ελάχιστοι αντιτάχθηκαν από αξιοπρέπεια, ο Ζαν Ζωρρές ανάμεσά τους. Άλλοι, λίγοι και αυτοί, αντιτάχθηκαν από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων καθώς διέγνωσαν ότι στις νέες συνθήκες οι εργάτες της Ευρώπης εκτός από το προϊόν του μόχθου τους θα έπρεπε πλέον να καταθέτουν στα πόδια των καπιταλιστών και το αίμα τους, και τη ζωή τους. Ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι ήταν ανάμεσα στους δεύτερους και από αυτούς θα ξεκινούσε λίγο αργότερα η πολιτική αναγέννηση του εργατικού κινήματος: ο Κομμουνισμός.

Η δεύτερη όμως εντυπωσιακή μεταστροφή των σοσιαλδημοκρατών είναι λιγώτερο γνωστή και, στις ημέρες μας, σχεδόν ξεχασμένη. Και αυτή, όπως και η πρώτη, έγινε μέσα στο γενικώτερο πλαίσιο ενός παγκοσμίου πολέμου. Πραγματικά, στις συνθήκες ενός πολέμου οι ισχυροί του πλούτου και του αστικού πολιτικού συστήματος έχουν ανάγκη από όλες τις εφεδρείες τους -προφανώς και τις σοσιαλδημοκρατικές.

Στην Γαλλία, οι εκλογές του Απριλίου – Μαΐου 1936 είχαν δώσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε δύο πολιτικούς σχηματισμούς που αυτοορίζονταν ως «αντι-δεξιοί»: στους Ριζοσπάστες (Radicaux), που περιλάμβαναν ένα πλατύ φάσμα αστών δημοκρατών, φιλελεύθερων, μεταρρυθμιστών, και στους Σοσιαλιστές του SFIO (του Γαλλικού Τμήματος της Εργατικής Διεθνούς -της Δεύτερης δηλαδή Διεθνούς της Σοσιαλδημοκρατίας). Τα γεγονότα που προηγήθηκαν, και πιο ειδικά η απόπειρα πραξικοπήματος στο Παρίσι από την άκρα δεξιά στις 6 Φεβρουαρίου 1934, είχαν οδηγήσει σε προσέγγιση και -εν μέρει- σε συνεργασία τα «αντι-δεξιά» κόμματα: Ριζοσπάστες, Σοσιαλιστές αλλά και Κομμουνιστές. Πραγματικά, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, με Γραμματέα τον Μωρίς Τορέζ, υιοθέτησε ανάμεσα στα 1934 και στα 1936 την πολιτική του ευρέως «Μετώπου», της κεντρικής δηλαδή πολιτικής συμμαχίας με κόμματα που -υπολογιζόταν- θα αντιτάσσονταν στην άνοδο της άκρας δεξιάς. Η πρακτική αυτή του ΚΚΓ ήταν μάλιστα το πρόπλασμα που οδήγησε όλη την Κομμουνιστική Διεθνή στην πολιτική των Ενιαίων, Λαϊκών και τελικά Εθνικών Μετώπων στα επόμενα χρόνια.

Η πολιτική αυτή συμφωνία κατέληξε στην δημιουργία, τον Μάιο του 1936,της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου στην Γαλλία, κυβέρνηση όπου κυριαρχούσαν οι Ριζοσπάστες και οι Σοσιαλιστές, και στην οποία το ΚΚΓ -χωρίς να συμμετέχει- παρείχε την στήριξή του. Πρωθυπουργός ορίστηκε ο Σοσιαλιστής Λεόν Μπλούμ.

Η ανέφελη συνεργασία κράτησε λίγο. Το Λαϊκό Μέτωπο δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες που δημιούργησαν οι εργατικές κινητοποιήσεις του Μαΐου 1936, δεν στρατεύθηκε στην υπόθεση της προάσπισης της Δημοκρατίας απέναντι στο φασιστικό στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ισπανία τον Ιούλιο του 1936. Οι κυβερνήσεις του παρέμειναν προσηλωμένες στην βρετανική συμμαχία και αγνόησαν τις εκκλήσεις της Σοβιετικής Ένωσης για αποφασιστική συστράτευση ενάντια στον ναζισμό. Τελικά ακόμα και οι σπουδαίες κατακτήσεις της εργατικής τάξης του καλοκαιριού του 1936 -οι 40 ώρες εβδομαδιαίας εργασίας και η «άδεια μετ’ αποδοχών»- επρόκειτο να ακυρωθούν σε λίγους μήνες από τους ίδιους πολιτικούς συσχετισμούς. Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που είδε τις δυνάμεις του να ενισχύονται μέσα στον αρχικό ενθουσιασμό και τις προσδοκίες που καλλιέργησε η ενωτική δράση (στις εκλογές του 1936 διπλασίαζε τις ψήφους του σε σχέση με το 1932 -στα 1936 έφθασε το 1.500.000 ψήφους έναντι 2.000.000 των Σοσιαλιστών και 1.400.000 των Ριζοσπαστών), γνώρισε στη συνέχεια κλυδωνισμούς στη βάση των ταλαντεύσεων μιας πολιτικής την οποία δεν μπορούσε να ελέγξει. Τελικά, μέσα σε γενική απογοήτευση και σε διωγμούς, είδε τις δυνάμεις του να συρρικνώνονται ακριβώς την ώρα που πύκνωναν τα σύννεφα του φασισμού και του πολέμου. Σε αυτή την κρίσιμη φάση -από το 1937 ως το 1940- η εξουσία πέρασε στον Νταλαντιέ -ηγέτη των Ριζοσπαστών- που, στο όνομα των έκτακτων συνθηκών που προκαλούσε η κρίση και η προοπτική του πολέμου, πήρε σκληρά αντεργατικά μέτρα επιτρέποντας και καλλιεργώντας ταυτόχρονα τον αντικομμουνισμό και κάθε είδους αντιδραστική ιδεολογία (π.χ. ένα ξέφρενο αντισημιτισμό με πρώτο στόχο τον Λεόν Μπλουμ). Στελέχη και μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, συνδικαλιστές και προοδευτικοί διανοούμενοι βρέθηκαν σε διωγμό, πάρα πολλοί έχασαν τις δουλειές τους και φυλακίστηκαν. Οι πρόσφυγες του ισπανικού εμφυλίου κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης με προοπτική να παραδοθούν στους Γερμανούς. Τέλος, λίγες ημέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, τον Σεπτέμβριο του 1939, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα τέθηκε εκτός νόμου, οι εκλεγμένοι εκπρόσωποί του (εξήντα βουλευτές και ένας γερουσιαστής) καθαιρέθηκαν, και πολλοί από αυτούς φυλακίστηκαν ή εκτοπίστηκαν… Στις 9 Απριλίου 1940 με εισήγηση του Σοσιαλιστή (!) Σερόλ, υπουργού δικαιοσύνης, η κομμουνιστική δραστηριότητα χαρακτηρίστηκε «προδοτική πράξη η οποία δύναται να επισύρει την ποινή του θανάτου…»!

Ο δρόμος για τα χειρότερα είχε ανοίξει. Το γαλλικό κεφάλαιο και οι πολιτικοί του εκπρόσωποι, επιλέγοντας τις διώξεις των κομμουνιστών ως πρώτο και βασικό μέτρο αντιμετώπισης του… ναζισμού στον επερχόμενο πόλεμο, έδειξαν ξεκάθαρα τις επιλογές και τις προθέσεις τους. Μερικούς μήνες αργότερα, τον Μάιο του 1940, ο γαλλικός στρατός -ο ισχυρότερος της Ευρώπης όπως διαφημιζόταν- κατέρρευσε χωρίς να πολεμήσει. Και την επαύριο της ανακωχής, το πολιτικό σύστημα της Γαλλίας άρχισε να φλερτάρει ανοικτά με την ιδέα της προσχώρησης της Γαλλίας στην ναζιστική πολιτική πρόταση της Νέας Ευρώπης. Ένα μέρος των πνευματικών ελίτ της χώρας είχε ήδη σπεύσει να χαιρετίσει την «νέα ελευθερία» της Γαλλίας: «η σωτήρια ήττα», έτσι ονόμασε την συμφορά του Ιουνίου ο Σαρλ Μωρράς!

Με την δραστήρια παρέμβαση των ακροδεξιών παραγόντων, και ειδικά του Πιερ Λαβάλ, η Γαλλική Εθνοσυνέλευση συνεδρίασε τελικά στη μεγάλη αίθουσα του Καζίνο του Βισύ, όπου είχε καταφύγει διωγμένη από το Παρίσι και το Μπορντώ. Εκεί, στο όνομα της διατήρησης του Κράτους, της (κοινωνικής) Τάξης και των αξιών της «Εργασίας, της Οικογένειας και της Πατρίδας» (Travail, Famille, Patrie), τέθηκε σε ψηφοφορία ο Συνταγματικός Νόμος (Loi Constitutionelle) που παραχωρούσε «απόλυτες εξουσίες» (Pleins Pouvoirs) στον γηραιό ακροδεξιό στρατάρχη Φιλίπ Πεταίν. Στους 649 βουλευτές και γερουσιαστές παρόντες οι 569 υπερψήφισαν την πρόταση. Η Γ’ Γαλλική Δημοκρατία καταργήθηκε και στη θέση της εγκαθιδρύθηκε η «Γαλλική Πολιτεία» -το κράτος του Βισύ. Το κράτος αυτό αποτέλεσε το πρόπλασμα για τα πολιτικά συστήματα της ναζιστικής Νέας Ευρώπης. Ένα σχεδόν χρόνο αργότερα, και στην Ελλάδα το πολιτικό καθεστώς της συνεργασίας με τους ναζί -η κυβέρνηση Τσολάκογλου- ονομάστηκε «Ελληνική Πολιτεία» και λειτούργησε με βάση το γαλλικό πρότυπο.

Για να επιστρέψουμε στην αφετηρία ας δούμε τη στάση των πολιτικών δυνάμεων στην κρίσιμη αυτή απόφαση. Μετά την αποβολή των Κομμουνιστών αντιπροσώπων, η Γαλλική Εθνοσυνέλευση αποτελείτο από 846 αντιπροσώπους (βουλευτές και γερουσιαστές). Από αυτούς ήσαν παρόντες στο Καζίνο του Βισύ οι 649. Από αυτούς οι 569 ψήφισαν υπέρ των «απόλυτων εξουσιών», οι 80 εναντίον. Από τους 126 παρόντες Σοσιαλιστές -της SFIO (του Γαλλικού Τμήματος της Εργατικής Διεθνούς)- οι 36 καταψήφισαν την πρόταση, οι 90 όμως την υπερψήφισαν. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι έτεροι «σύμμαχοι» του Λαϊκού Μετώπου, Ριζοσπάστες της αριστεράς ή της δεξιάς, υπερψήφισαν επίσης την πρόταση. Ανάμεσα στους 80 που αντιτάχθηκαν στη δικτατορία του Πεταίν και τη συνακόλουθη στροφή προς τον ναζισμό και τον Άξονα, υπήρξαν αντίθετα και μερικοί δεξιοί ή συντηρητικοί, που για δικούς τους λόγους καταψήφισαν την πρόταση. Στην άλλη πλευρά, οι λίγοι πρώην βουλευτές του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που είχαν, τον Σεπτέμβριο του 1939, καταγγείλει το Γερμανο-Σοβιετικό Σύμφωνο μη επίθεσης και τον «σταλινισμό», και ως εκ τούτου είχαν διαγραφεί από το ΚΚΓ, υπερψήφισαν ομόθυμα τις «απόλυτες εξουσίες» στον στρατάρχη Πεταίν. Ο δρόμος από τον αντι-σοβιετισμό και τον «αντι-σταλινισμό» ως την Νέα Ευρώπη του Χίτλερ και του ευρωπαϊκού καπιταλισμού αποδείχθηκε εντυπωσιακά βατός και σύντομος…

Αυτό ήταν το θλιβερό τέλος των ενωτικών προσδοκιών του 1936. Αυτή ήταν η αξιοπιστία των «δημοκρατικών» δυνάμεων, με τη συνεργασία των οποίων θα αναχαιτιζόταν ο ναζισμός. Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός, γοητεύτηκε στο σύνολό του σχεδόν από τα μεγαλεπήβολα σχέδια του ναζισμού. Τόσο το αποφασιστικό ξερρίζωμα του Κομμουνισμού, η υποταγή του εργατικού κινήματος, όσο και η αποκατάσταση της παγκόσμιας κυρίαρχης θέσης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και η δημιουργία μιας Νέας Ευρώπης, βρήκαν απήχηση σε όλες της πρωτεύουσες της Γηραιάς Ηπείρου. Και μπροστά στο κοινό συμφέρον οι μεγάλες κουβέντες της σοσιαλδημοκρατίας περί αριστεράς, δημοκρατίας και προόδου, αποδείχθηκαν απλά πομφόλυγες.

* O Γιώργος Μαργαρίτης είναι ιστορικός, καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Πηγή: http://902.gr/node/47314#/0