Μια σύντομη μαρξιστική προσέγγιση στα αίτια που οδήγησαν στη καταστροφή του Πόντου

Το άρθρο είναι βασισμένο σε ομιλία του Νίκου Παπαγεωργάκη που έγινε στο 1ο Επιστημονικό Συνέδριο του Συλλόγου Καυκασίων Καλαμαριάς «Ο Προμηθέας», στις 11-13 Μαΐου 2007, σχετικά με τον Ποντιακό ελληνισμό στη Σοβιετική Ενωση και στην Τουρκία.

Η πορεία μετεξέλιξης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η συγκρότηση του εθνικού αστικού (καπιταλιστικού) τουρκικού κράτους, καθώς και οι επιπτώσεις αυτών των διαδικασιών τόσο στον ελληνισμό της επικράτειας αυτής, όσο και σε αυτόν εντός των συνόρων του ελληνικού κράτους είναι από τα ζητήματα που ελάχιστα απασχόλησαν την μαρξιστική ελληνική ιστοριογραφία, με αποτέλεσμα αυτό το πεδίο ιστορικών ερευνών, σχεδόν να μονοπωλείται από τα αστικά ρεύματα όλων των αποχρώσεων, από τους φορείς του κοσμοπολιτισμού μέχρι αυτούς του ακραίου εθνικισμού και ρατσισμού. Πέρα από τις επιμέρους διαφορές τους, κοινή και βασική τους συνισταμένη παραμένει ο ακραίος αντικομμουνισμός, με τη μορφή είτε της αντι-ΚΚΕ προπαγάνδας είτε (και) με την αντισοβιετική μορφή (ιδιαίτερα την «αντισταλινική», παρόλο που η «σταλινική περίοδος» δε συμπίπτει με αυτή που μας απασχολεί).

Καθώς η (διαστρεβλωμένη κατά κύριο λόγο) Ιστορία αποτελεί και βασικό καπιταλιστικό εργαλείο για τη χειραγώγηση των λαϊκών μαζών, διάφοροι ηγετίσκοι των παραπάνω ρευμάτων έχουν αναδειχθεί και σε παρασκηνιακούς ή ακόμα και σε φανερούς μέντορες της προώθησης των πολιτικών επιδιώξεων των αστών ακόμα και σε μικρασιατικούς και ποντιακούς προσφυγικούς συλλόγους και ομοσπονδίες.
Η ανακοπή και απόκρουση της επιρροής τους στα λαϊκά στρώματα επαφίεται κυρίως στις συνεπείς δυνάμεις του λαϊκού και εργατικού κινήματος και στη σταθερή και συντονισμένη δράση τους σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, ειδικά σε αυτούς που οι αστοί θεωρούν «προνομιακούς» για τη δική τους πολιτική παρέμβαση (εκπαιδευτικά ιδρύματα, ΟΤΑ, προσφυγικά σωματεία κλπ.).
Η αποτελεσματικότητα όμως των λαϊκών δυνάμεων εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό και από το κατά πόσο έχουν τη δυνατότητα να στηριχθούν και σε μαρξιστικές έρευνες και μελέτες, που σχετίζονται με πτυχές αυτής της ιστορικής περιόδου.

ΒΑΣΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΗΣ ΣΦΑΓΗΣ ΤΩΝ ΕΘΝΟΤΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Περισσότερο θίγονται ζητήματα που ενώ ως αιτίες και ως συνθήκες συνέβαλαν και δυστυχώς συνεχίζουν να συμβάλλουν καθοριστικά στη μαζική εξολόθρευση εθνοτήτων και λαών, τείνουν είτε ενσυνείδητα είτε από αφέλεια να υποτιμούνται, με αποτέλεσμα αυτά τα μαζικά εγκλήματα να αποδίδονται τελικά στην ύπαρξη δήθεν «αιμοσταγών λαών» ή «μισάνθρωπων θρησκειών».
Μια αντικειμενική προσέγγιση της σφαγής των Ελλήνων του Πόντου απαιτεί κατ’ αρχάς την αποστασιοποίησή μας από τις κρατούσες και συνεχώς αναπαραγόμενες αναλύσεις και αντιλήψεις που περιορίζονται κυρίως στην αναγωγή της καταστροφής του ελληνισμού -στην προκειμένη του ποντιακού- σε «φυλετικά» κριτήρια.

Στερεότερα και χρήσιμα ακόμα και για τη σημερινή κατάσταση συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν, αν στο πλαίσιο των ιστορικών ερευνών δοθεί το απαιτούμενο βάρος σε ορισμένες βασικές παραμέτρους του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου, μέσα στο οποίο εκτυλίχθηκε ο αφανισμός των Ελλήνων της Τουρκίας. Σε αυτές τις παραμέτρους ανήκουν οπωσδήποτε: α) η διαδικασία διαμόρφωσης έθνους-κράτους από την τουρκική αστική τάξη στην περίοδο του ιμπεριαλισμού, β) το ήδη τότε διαμορφωμένο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα και η διαπάλη στο εσωτερικό του των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, τόσο μεταξύ τους όσο και με μικρότερα καπιταλιστικά κράτη, γ) τα ξεχωριστά συμφέροντα και η δράση της αστικής τάξης των διαφορετικών εθνοτήτων του οθωμανικού και κατοπινά τουρκικού κράτους (στην προκειμένη περίπτωση των Ελλήνων αστών του Πόντου, αλλά και της Κωνσταντινούπολης και της Μ. Ασίας) και δ) ο ρόλος της αστικής τάξης των «μητροπολιτικών» κρατών, στα οποία προσβλέπουν οι αντίστοιχες μειονότητες (στη συγκεκριμένη περίπτωση της Ελλάδας).
Ειδικά οι δύο τελευταίες παράμετροι τείνουν τελευταία είτε να υποβαθμίζονται επιμελώς είτε ακόμα και να διαγράφονται παντελώς ως αντικείμενα της ιστορικής έρευνας.

Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

Στο κατώφλι του 20ού αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσε μαζί με την τσαρική και την αυστροουγγρική τις τελευταίες πολυεθνικές αυτοκρατορίες. Από αυτές η Οθωμανική παρουσίαζε πολύ πιο έντονα και ισχυρά φεουδαρχικά κατάλοιπα τόσο στην οικονομική όσο και στην κρατική – πολιτική της διάρθρωση. Την εποχή του εθνικού αστικού κράτους και πολύ περισσότερο την εποχή του περάσματος του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, αυτή η φεουδαρχική κρατική οντότητα αποτελούσε το μεγαλύτερο ίσως αναχρονισμό της εποχής εκείνης. Ηταν αναμενόμενο ότι κάποια στιγμή αυτή η φεουδαρχική εξουσία θα εξελίσσονταν σε σοβαρό εμπόδιο για την εθνική αστική ανάπτυξη τόσο των διάφορων εθνών και εθνοτήτων που υπάγονταν σε αυτήν (Νότιοι Σλάβοι, Αρμένιοι, Αραβες, Ελληνες κλπ.) όσο και ακόμα και των ίδιων των Τούρκων.

Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία επιδιώκονταν επίμονα η διατήρηση του φεουδαρχικού-απολυταρχικού της χαρακτήρα, με ελάχιστες προσαρμογές. Αυτό οφείλεται στη σύνδεση της στρατηγικής γεωγραφικής της θέσης με τα στρατηγικά συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων και οι ισορροπίες μεταξύ τους επέβαλλαν τη διατήρηση αυτού του μορφώματος κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ακόμα και μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και σε όποια έκταση επέτρεπαν άλλοι παράγοντες, όπως π.χ. οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Είναι βεβαίως αυτονόητο ότι και ο σουλτάνος, ως εκπρόσωπος της φεουδαρχικής τάξης, αξιοποιούσε όσο ήταν δυνατό αυτές τις παγκόσμιες ισορροπίες, ακριβώς για να διατηρήσει και για να ενισχύει την εξουσία του. Στο πέρασμα από το 19ο στον 20ό αιώνα, πέρα από τα στενά του Βοσπόρου, τα πετρέλαια στο Νότο της αυτοκρατορίας ενισχύουν επιπλέον την ήδη ισχυρή διαπραγματευτική ικανότητα της Υψηλής Πύλης στο παζάρι της με τις μεγάλες δυνάμεις (κυρίως της Ευρώπης). Μια ικανότητα που προέρχεται κυρίως από την επιλογή των δυνάμεων αυτών να αποφύγουν την απευθείας μεταξύ τους σύγκρουση, τουλάχιστον για όσο διάστημα δεν είναι πλήρως εξασφαλισμένη η συμμαχία με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσε άλλωστε (παρά το φεουδαρχικό της χαρακτήρα) τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά στην Ασία, μετά την Ιαπωνία.

Ταυτόχρονα δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκαν οι ταξικές αντιθέσεις στο εσωτερικό αυτής της χώρας. Για παράδειγμα, στις αρχές του 20ού αιώνα η μεγάλη αστική τάξη της χώρας (αριθμητικά σαφώς μικρότερη, αλλά οικονομικά πολύ ισχυρότερη από τα υπόλοιπα τμήματα της αστικής τάξης) αποτελούνταν κυρίως από το εμπορικό κεφάλαιο, που στο μεγαλύτερό του μέρος ήταν ελληνικό, αρμένικο, εβραϊκό και συριακό. Αυτό το χριστιανικό (καθολικό και ορθόδοξο) ελληνικό και αρμενικό τμήμα της αστικής τάξης ήταν κυρίως προσανατολισμένο στη στενή συνεργασία με συγκεκριμένα ιμπεριαλιστικά κέντρα (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία).

Το φαινόμενο αυτό εντάθηκε πολύ περισσότερο μετά την πτώχευση του οθωμανικού κράτους (1876), όταν (αρχικά) το αγγλο-γαλλικό και (μετά, σταδιακά) το γερμανικό χρηματιστικό κεφάλαιο πήραν στα χέρια τους βασικούς τομείς της βιομηχανικής παραγωγής και των μεταφορών (σιδηρόδρομους, τραμ, λιμάνια, εταιρίες αερίου και ηλεκτρισμού, τα ελάχιστα υπάρχοντα ορυχεία και επιχειρήσεις ελαφριάς βιομηχανίας). Σ’ αυτή τη φάση το μη μουσουλμανικό τμήμα της μεγάλης αστικής τάξης δένεται στενότερα με τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, αναλαμβάνοντας ακόμα και τις αντιπροσωπίες των βιομηχανιών και τραπεζών των χωρών που αναφέραμε. Ταυτόχρονα όμως γίνεται και ο πιο ορατός και εύκολος (έστω σχετικά) αντίπαλος για τα υπόλοιπα τμήματα της αστικής τάξης που διψούν εξίσου για κοινωνική αναρρίχηση και πλουτισμό.

Υπενθυμίζουμε ότι με βάση τις «διομολογήσεις», η Γαλλία και η Ρωσία είχαν το δικαίωμα κατά το δοκούν να αναμειγνύονται στα εσωτερικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς όφελος των καθολικών και ορθόδοξων χριστιανών αντίστοιχα (και δεν εννοούμε τους ανίσχυρους χριστιανούς μικρούς αγρότες, χειροτέχνες και εργάτες). Αυτό μπορεί να ανταποκρίνονταν στα άμεσα συμφέροντα αυτής της μερίδας της «μη μουσουλμανικής» αστικής τάξης, ταυτόχρονα όμως δυνάμωνε τα δευτερεύοντα διαχωριστικά χαρακτηριστικά και τα αναδείκνυε επίπλαστα σε κύρια, εμποδίζοντας την προσέγγιση και κοινή δράση για την αποτίναξη των καταπιεστικών φεουδαρχικών φραγμών, με βάση την κοινότητα ταξικών συμφερόντων.
Με την καθοριστική συμβολή του κλήρου (μουσουλμανικού και χριστιανικού) οι διαχωριστικές αυτές τάσεις ενισχύθηκαν συνειδητά τόσο από το αντιδραστικό φεουδαρχικό μουσουλμανικό κατεστημένο (πανισλαμισμός) όσο και από τη μη μουσουλμανική αστική τάξη, για να εφαρμοστούν καθέτως σε όλη την κοινωνική δομή, εμποδίζοντας έτσι τους κοινούς ταξικούς αγώνες, π.χ. του Τούρκου, Αρμένιου, Ελληνα κλπ. αγρότη ενάντια στη μεγάλη (τουρκική επί το πλείστον) γαιοκτησία ή των αντίστοιχων εργατών και υπαλλήλων απέναντι σε έναν κοινό εργοδότη, ασχέτως εθνικότητος (επί το πλείστον Αρμένιος, Ελληνας ή Εβραίος από τους «ντόπιους» η Αγγλογάλλος και λίγο αργότερα Γερμανός από τους «ξένους»).

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει άλλωστε και το γεγονός ότι αυτοί οι διαχωρισμοί αξιοποιήθηκαν άριστα και από την απερχόμενη φεουδαρχία και το Σουλτάνο, ως κορυφαίο εκπρόσωπό της, για τη διατήρηση της εξουσίας τους.
Ο Σουλτάνος, όντας ταυτόχρονα και η κορυφαία θρησκευτική αρχή των απανταχού μουσουλμάνων (Χαλίφης), ήταν σε θέση, με τη στενή συνεργασία του μουσουλμανικού κλήρου, να καλλιεργήσει στο έπακρο την ιδέα του πανισλαμισμού ως αποτελεσματικό ιδεολογικό όπλο καταπίεσης ταξικών ή εθνικών διεκδικήσεων, γεγονός που σχετίζεται με ιστορικά διαμορφωμένους θρησκευτικούς θεσμούς.
Διαθέτοντας έναν πολυπληθή στρατό, αποτελούμενο κατά κύριο λόγο από τούρκους αγρότες και λιγότερο από άλλα μουσουλμανικά ή εξισλαμισμένα στοιχεία, ήταν σε θέση, εκμεταλλευόμενος την ισχυρή πίστη του στον ανώτατο θρησκευτικό και κρατικό ηγέτη, να καταστείλει οποιαδήποτε εξέγερση.

Απεναντίας, οι αιματηρές καταστολές των προσπαθειών αμφισβήτησης της καθεστηκυίας τάξης από «αλλόθρησκους» (και ταυτόχρονα «αλλόφυλους») λειτουργούσε και ως βαλβίδα εκτόνωσης για το σύστημα (κάτι παρόμοιο με τα τσαρικά αντιεβραϊκά πογκρόμ, όμως σε πολύ μεγαλύτερη έκταση). Στην ουσία, οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα ή οργάνωση τολμούσε να αμφισβητήσει το Σουλτάνο, ειδικά τον Αβδουλχαμίτ Β΄ (1876-1909), αν δεν (μερικές φορές ακόμα κι αν) εξαγοραζόταν, αντιμετώπιζε το θάνατο ή «τουλάχιστον» τα φρικτά οθωμανικά κάτεργα. Ταυτόχρονα όμως οι μεταρρυθμίσεις που κατά καιρούς εφαρμόζονταν ή εξαγγέλλονταν στο πνεύμα του τανζιμάτ (1838) λειτουργούσαν και ως καθησυχαστικό μέσο, τουλάχιστον για μερίδες των καταπιεσμένων εθνοτήτων, ακόμα και κατά τη βασιλεία του Αβδουλχαμίτ Β΄.

Ο τελευταίος, στην προσπάθεια διατήρησης της φεουδαρχικής του εξουσίας, φάνηκε ιδιαίτερα ικανός στο να επωφελείται από τις εθνικές αντιθέσεις: Μιας που οι έμποροι, οι τοκογλύφοι και οι φοροεισπράκτορες ήταν συχνά Αρμένιοι, δε χρειάστηκε ιδιαίτερη προσπάθεια για να πείσει τις κουρδικές φυλές της Ανατολής να κατασφάξουν τους Αρμένιους. Το ίδιο εύκολα έπειθε να πολεμήσουν οι σιιτικές φυλές των Δρούζων με τους χριστιανούς Μαρονίτες στο Λίβανο, οι Σουνίτες με τους Αλεβίτες στη Συρία, οι σουνίτες νομάδες του Ιράκ με τους σιίτες αγρότες του Νοτίου Ιράκ κλπ. Μια πολιτική που στους ίδιους γεωγραφικά χώρους συνεχίζεται και σήμερα αποτελεσματικά, αυτή τη φορά από το διεθνή ιμπεριαλισμό.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ

Στην περίοδο που μας απασχολεί, η ισχνή αριθμητική και οργανωτική ανάπτυξη της εργατικής τάξης αντικειμενικά καθιστούσε αδύνατη την ανάληψη από αυτήν της ηγεσίας του αγώνα ενάντια στη βάναυση εθνική καταπίεση. Η τουρκική αστική τάξη αντικειμενικά δεν μπορούσε ακόμα να συμβάλει στη συνεπή διεξαγωγή του αστικοδημοκρατικού αγώνα.
Αυτό φάνηκε ήδη με το ριζοσπαστικό ρεύμα του Νεοτουρκισμού, που ξεκινώντας από το 1889 και μετά από σκαμπανεβάσματα κατέληξε το 1907 στη νικηφόρα επανάσταση των Νεότουρκων. Μιας αστικής κατά τον αντικειμενικό ταξικό της χαρακτήρα και κατά τους υποκειμενικούς στόχους που έθετε (επαναφορά συντάγματος, περιορισμός της απολυταρχίας), που ακριβώς λόγω της κοινότητας των συμφερόντων διέθετε ένα μεγάλο λαϊκό έρεισμα σε όλες τις εθνότητες. Οι φορείς της όμως προτίμησαν να μην ριζοσπαστικοποιήσουν περισσότερο αυτές τις μάζες στην κατεύθυνση ενός πλήρους αστικού εκσυγχρονισμού της κοινωνίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οδηγήθηκαν στον εκφυλισμό (στον συμβιβασμό με τους φεουδάρχες και με το ξένο μεγάλο κεφάλαιο) και συνεπακόλουθα στην αντίδραση.

Σταδιακά οι Νεότουρκοι όχι απλά απομακρύνθηκαν από τις παλιότερες δεσμεύσεις τους για λαϊκές και εθνικές ελευθερίες, ακόμα και για πραγματικό αστικό κοινοβούλιο, αλλά και κατέστειλαν βίαια τους όποιους εργατικούς αγώνες και διεκδικήσεις εθνοτήτων, ερχόμενοι σε άμεση ρήξη και με τα τμήματα των αστών και του ανώτερου κλήρου των άλλων εθνοτήτων (των εκεί Ελλήνων συμπεριλαμβανομένων) που αρχικά είχαν ένθερμα υποστηρίξει αυτή την επανάσταση.
Από την άλλη καλλιέργησαν την ιδεολογία του Παντουρκισμού (Τουρανισμού) για την καταπίεση των άλλων εθνοτήτων. Είναι οι ίδιοι που θα χρεωθούν κατά κύριο λόγο τις βαρβαρότητες ενάντια στις άλλες εθνότητες, με αποκορύφωμα τη σφαγή του αρμένικου λαού (1915-1916). Ο εθνικισμός κι η «εθνικοφροσύνη» τους όμως δε θα αποτελέσει εμπόδιο ούτε βέβαια θα τους αποτρέψει από το να δώσουν, π.χ. το 1909, τη συγκατάθεσή τους στην προσάρτηση της (τότε ακόμα) οθωμανικής Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στην Αυστροουγγαρία, έναντι του όχι ευκαταφρόνητου ποσού των 2,5 εκ. τουρκικών λιρών (60 εκ. φράγκων). Και βεβαίως η πρόσδεσή τους στο γερμανικό ιμπεριαλισμό, ακόμα και η ανάθεση της στρατιωτικής διοίκησης σε αυτούς δεν έγινε με βάση θρησκευτικά ή εθνοφυλετικά κριτήρια, αλλά με βάση τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα.

Ο εθνικισμός τους εξαντλούνταν αποκλειστικά στη μαζική εξόντωση των καταπιεσμένων εθνοτήτων και αφού αυτό συνέφερε (ή ακόμα και επιβαλλόταν από) τους επίσης «αλλόφυλους», «αλλοεθνείς» και «αλλόθρησκους» ιμπεριαλιστές (στην προκειμένη Γερμανούς) συμμάχους τους. Η σύνδεση των αστών των υπόλοιπων εθνοτήτων με τα συμφέροντα της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας αποτελεί άλλωστε και την πηγή ανησυχίας του γερμανικού ιμπεριαλιστικού παράγοντα, που από το 1905 με το «σιδηρόδρομο της Βαγδάτης» εισέρχεται με έντονους ρυθμούς στην οικονομία και στην πολιτική της χώρας. Δεν είναι τυχαίο ότι Γερμανοί στρατιωτικοί είναι αυτοί που στις αρχές του Παγκοσμίου Πολέμου πιέζουν και πετυχαίνουν την εφαρμογή δικού τους σχεδίου απομάκρυνσης -και μ’ αυτό τον τρόπο εξόντωσης- του ελληνικού πληθυσμού από την Ανατολική Θράκη και τα παράλια της Μ. Ασίας, σχέδιο που συνέχεια θα εφαρμοστεί και στους Ελληνες του Πόντου.
Για τα ομοεθνή με αυτούς φτωχά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου, η «εθνική» πολιτική των Νεότουρκων όχι μόνο δε στόχευε στην έστω και στοιχειώδη βελτίωση των άθλιων συνθηκών διαβίωσής τους, αλλά και συνέβαλε τα μέγιστα στη μαζική εξολόθρευσή τους ως στρατιώτες, είτε στα μέτωπα του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου είτε (πολύ περισσότεροι) λόγω των άθλιων συνθηκών μεταφοράς και διαβίωσης των στρατευμάτων.

Ο υπερτονισμός της κοινότητας των θρησκευτικών ή εθνοφυλετικών κοινών στοιχείων αποτέλεσε απλά το -ομολογουμένως πολύ επιτυχημένο και γι’ αυτό ακόμα επίκαιρο- εργαλείο των μεγαλοαστών για τον εγκλωβισμό αυτών των στρωμάτων στις εκάστοτε στρατηγικές επιδιώξεις της άρχουσας τάξης. Αυτό βεβαίως δεν αφορά μόνο στην «από κει» πλευρά αλλά και στην «καθ’ ημάς». Μήπως δεν ήταν στην ουσία αυτή η «ομόφυλη» στοίχιση πίσω από τις ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους ελληνική και αρμενική μεγάλη αστική τάξη, που αδυνάτισε π.χ. τόσο τις εθνικοαπελευθερωτικές προσπάθειες των Αρμενίων (κυρίως μέχρι το 1896), όσο και τις δυνατότητες της ένταξης του (αριθμητικά σαφώς μικρότερου) ποντιακού ελληνισμού σε μια ευρύτερη σε έκταση Αρμενία (1918-1920); Οχι μόνο δεν υπήρξε ουσιαστική προσπάθεια κοινού συντονισμού των εθνικών εξεγέρσεων, αλλά τις περισσότερες φορές, όταν μια απ’ τις εθνότητες ξεσηκώνονταν, η άλλη σχεδόν «αυτόματα» μοχθούσε να επιδείξει «καλή συμπεριφορά» απέναντι στην κεντρική εξουσία, για να αποκτήσει την εύνοιά της. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω καταγράφονται ακόμα και σημαντικές αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα σε Ελληνες και Αρμένιους. (Τέτοια θέματα αποσιωπούνται επιμελώς από αυτούς που σήμερα υπερτονίζουν τη «φιλία και αδελφοσύνη αιώνων» ανάμεσα σε Πόντιους και Αρμένιους, με σκοπό την προώθηση κοινής δράσης για «την αναγνώριση των γενοκτονιών».).

Στην Ελλάδα μάλιστα η αστική τάξη διασπάστηκε σε δύο τμήματα, όχι βεβαίως στη βάση του αν η χώρα θα έπρεπε ή όχι να συμμετάσχει στον αιματηρό, πολυδάπανο και άδικο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά με βάση ποια από τις δύο εμπόλεμες ιμπεριαλιστικές συμμαχίες είχε τις περισσότερες πιθανότητες να αναδειχθεί νικήτρια και να παράσχει στην ελληνική αστική τάξη έστω και την ελάχιστη στήριξη για τη διεύρυνση της επικράτειάς της. Η διάσπαση αυτή εγκλώβισε συνολικά τα λαϊκά στρώματα εντός αμφοτέρων των στρατοπέδων ακριβώς κάτω από τα ψευδεπίγραφα συνθήματα περί «εθνικής ιδέας» και περί «εθνικών συμφερόντων» που χρησιμοποίησαν εξίσου και οι δύο αντίπαλες πλευρές.
Σε σχέση με τα ακριβώς προηγούμενα πρέπει να επισημανθεί και το εξής γεγονός: Ενώ κατά την εμπλοκή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον παγκόσμιο πόλεμο, ακόμα και σε περιοχές που οι διώξεις του ελληνισμού δεν έχουν πάρει ευρύτερες διαστάσεις, υπάρχουν Πόντιοι που σωστά αρνούμενοι τη συμμετοχή τους στον πόλεμο, είτε λιποτακτούν είτε αποφεύγουν τη στρατολόγησή τους, παρά τις αρνητικές επιπτώσεις που μπορούσε να επιφέρει αυτή τους η πράξη στον οικογενειακό τους περίγυρο, ταυτόχρονα όμως ένας μικρότερος αλλά σημαντικός αριθμός Ποντίων προστρέχει εθελοντικά στον ελληνικό στρατό για να συμμετάσχει με την άλλη βεβαίως πλευρά, αλλά στον ίδιο άδικο πόλεμο!

Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

Το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν έφερε την Τουρκία απλά στη θέση του ηττημένου. Εκτός από τις εσωτερικές οξύτατες κοινωνικές αντιθέσεις είχε να αντιμετωπίσει και τις ορέξεις των νικητριών δυνάμεων του πολέμου, που όλες τους ήθελαν κι από ένα κομμάτι της χώρας. Ο σουλτάνος Μεχμέτ Στ΄ Βαχεντίν καθώς και η άρχουσα τάξη (μαζί με τους Νεότουρκους) προθυμοποιήθηκαν να προβούν σε οποιαδήποτε υποχώρηση με αντάλλαγμα τη διατήρηση της έστω και κουτσουρεμένης από την κηδεμονία των ιμπεριαλιστών εξουσίας τους.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν σχεδόν φυσικό να αποδιώξουν με προθυμία τη μέχρι τότε ηγετική ομάδα των Νεότουρκων και να επιρρίψουν αποκλειστικά σε αυτήν όχι μόνο τις ευθύνες του πολέμου, αλλά ακόμα και αυτές για τις σφαγές των αρμένικων και ελληνικών πληθυσμών.
Την ίδια περίοδο η κάθε νικήτρια μεγάλη δύναμη (συνήθως πίσω από τις πλάτες των υπολοίπων) έπαιρνε ήδη το «μερίδιό της» από τα απομεινάρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. (Είχε προηγηθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου το μοίρασμα ανάμεσα στην Αγγλία και τη Γαλλία οθωμανικών περιοχών, όπως η Παλαιστίνη, ενώ ταυτόχρονα παρακινούσαν τους εκεί φύλαρχους να πολεμήσουν στο πλευρό τους με δήθεν αντάλλαγμα την ανεξαρτησία τους, η οποία τελικά δεν τους χαρίστηκε αλλά κατακτήθηκε μετά από αιματηρούς λαϊκούς αγώνες δεκαετιών! Ο δε παλαιστινιακός λαός ακόμα μοχθεί για την ανεξαρτησία του!)

Στις 15 (με το παλιό ημερολόγιο 2) Μαΐου 1919, με την προτροπή των Βρετανών ιμπεριαλιστών, ελληνικά στρατεύματα αποβιβάζονταν στη Σμύρνη. Την ίδια περίοδο και με προτροπή των ίδιων «προστατών», η εθνικιστική κυβέρνηση των «Ενωτικών» (Ντασνάκ) του νεοσύστατου (28.5.1918) αρμενικού κράτους ενθαρρύνονταν να δημιουργήσει τη «Μεγάλη Αρμενία» με την απόσπαση τμήματος της ανατολικής Ανατολίας.
Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε μια νέα αστική επανάσταση, απελευθερωτικού πλέον χαρακτήρα, με ηγεσία τα ριζοσπαστικά τμήματα της τουρκικής αστικής τάξης, μιας εκμεταλλευτικής δηλαδή τάξης. Μια επανάσταση που από τον Ιούλη του 1919 θα συντονίζει υπό την ηγεσία του στρατηγού (πασά) Μουσταφά Κεμάλ όλο και περισσότερες οργανώσεις και αντάρτικα τμήματα και θα οδηγήσει τελικά στη σύγκληση της Α΄ Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Αγκυρας (10-23.4.1920), που αποτελεί και την απαρχή της οριστικής ρήξης με το φεουδαρχικό κατεστημένο της Κωνσταντινούπολης και με τους προστάτες «συμμάχους» της. Από δω και πέρα οι αστικές επαναστατικές δυνάμεις ξεκινούν ένα περίπλοκο και δύσκολο πόλεμο με διάφορες δυνάμεις. Εκτός από το στρατό του Σουλτάνου (που αποτελείται από κάθε λογής οπαδών του φεουδαρχικού συστήματος) έχουν να αντιμετωπίσουν και τις εμπειροπόλεμες ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές δυνάμεις αλλά και τους ντόπιους μη τουρκικούς πληθυσμούς, που ξεσηκώνονται στο πλευρό της Υψηλής Πύλης (του τυραννικού θεσμού που χρόνια τους καταπίεζε και τους αφάνιζε) καθ’ υπόδειξη των κατοχικών δυνάμεων.

Οι Πόντιοι ξεσηκώνονται με προτροπή της «μητέρας πατρίδας» (της τυχοδιωκτικής ελληνικής αστικής τάξης), οι Κούρδοι με προτροπή των Αγγλων ενώ οι Αρμένιοι, όπως προαναφέραμε, εισβάλλουν στο ανατολικό τμήμα. Είναι κατανοητό ότι μόνο με μεγάλη αποφασιστικότητα (αλλά και σκληρότητα ταυτόχρονα) θα μπορούσε ο κεμαλικός στρατός να αντεπεξέλθει σ’ έναν τόσο πολυμέτωπο αγώνα. Τελικά κατάφερε να υποχρεώσει τις γαλλικές και ιταλικές δυνάμεις να αποσυρθούν από την κυρίως Τουρκία (Δεκέμβρης 1919 – Μάης 1920). Οι εθνικιστικές αρμένικες δυνάμεις των Ντασνάκ, μετά από πανωλεθρία θα ανατραπούν από τα αρμένικα λαϊκά στρώματα, εγκαθιδρύοντας τη σοβιετική εξουσία στο Ερεβάν (29 Νοεμβρίου έως 3 Δεκεμβρίου 1920).
Το 1921 ο ελληνικός στρατός θα παραμείνει μοναδική εμπόλεμη ξένη στρατιωτική δύναμη στο τουρκικό έδαφος, καθώς οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αναπροσανατολίζονταν πλέον προς μια συμμαχία με την τουρκική αστική τάξη, ώστε με μικρότερο ρίσκο να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά τους στην περιοχή. Αυτό δε θα επιφέρει μόνο την καταστροφή του ελληνικού στρατού, ένα χρόνο αργότερα (Αύγουστος 1922), αλλά και τον αιματηρό ξεριζωμό του ελληνισμού.
Ασχετα από το πώς εκτιμούμε συνολικά την τελική έκβαση αυτής της τουρκικής επανάστασης, τις εκατόμβες θυμάτων που αυτή απαίτησε και τους συμβιβασμούς στους οποίους κατέληξε, είναι καθαρό ότι το κάθε ένα από τα εμπλεκόμενα μέρη επωμίστηκε συγκεκριμένες ευθύνες απέναντι σ’ αυτή την επανάσταση καθώς και τις συνέπειες των επιλογών του. Μόνο που οι «μικρές» εθνότητες αποδεκατίστηκαν, ενώ οι ιμπεριαλιστές (που τις είχαν ξεσηκώσει) συνέχιζαν να πλουτίζουν σε βάρος του τουρκικού λαού, ακόμα και μετά την επανάσταση και σε στενή συμμαχία με τη νέα, άρχουσα πλέον, τουρκική αστική τάξη.
Ως υποστήριξη στα παραπάνω παραθέτουμε εδώ και ορισμένες πλευρές των εξελίξεων στον ίδιο τον Πόντο κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο ΠΟΝΤΙΑΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
ΘΥΜΑ ΤΩΝ ΕΠΙΔΙΩΞΕΩΝ ΤΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΩΝ

Ο Διοικητής της Ελληνικής Μεραρχίας του Καυκάσου, Ι. Καλτσίδης, γράφει χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία του: «Με την υποχώρηση των Ρώσων ο Ελληνικός πληθυσμός του Πόντου βρέθηκε σε άσχημη θέση. Ως την τελευταία στιγμή κανείς δεν πίστευε ότι ο Ρωσικός στρατός μπορούσε να υποχωρήσει. Οταν όμως τον είδαν να εγκαταλείπει τα πάντα και να φεύγει, άρχισαν να σκέφτονται και τη δική τους υποχώρηση. Δυστυχώς δεν είχαν τα μέσα και έφευγαν όσοι ήταν οικονομικά ισχυροί…
…Τότε η ηγεσία της Τραπεζούντας κινήθηκε και παρήγγειλε σ’ όλες τις περιφέρειες, που βρίσκονταν κατά μήκος των συνόρων, να οργανωθούν, να οπλιστούν και να κρατήσουν το μέτωπο. Επειδή όμως οι Έλληνες αυτής της περιοχής δεν ήταν δυνατόν ν’ αποτελέσουν μια αξιόλογη στρατιωτική δύναμη που να κρατήσει το μέτωπο, άρχισαν να διαδίδουν παντού ότι στο Καρς, την Τιφλίδα κλπ. οργανώθηκε μια ελληνική Μεραρχία, που θα έτρεχε να βοηθήσει τους Ποντίους, ότι σύντομα θα πρόφταιναν και τα Αρμένικα, Γεωργιανά και Κοζάκικα στρατεύματα κλπ. Με τις διαδόσεις αυτές ο ελληνικός πληθυσμός πίστεψε ότι θα μπορούσε να κρατήσει το μέτωπο και άρχισε να οργανώνεται…Τότε ακριβώς ρίχτηκεν η ιδέα του Ελεύθερου Πόντου… Αλλά […] η πρόχειρη οργάνωση και ο εξοπλισμός μερικών τμημάτων, δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν σοβαρή αντίσταση. Οι υποσχέσεις για στρατιωτική βοήθεια απ’ τον Καύκασο κλπ. έμειναν απραγματοποίητες. […] Οι Ελληνες αρχηγοί της πρωτεύουσας του Πόντου αναγκάστηκαν να φύγουν και ο λαός έμεινε με τα όπλα στα χέρια, εκτεθειμένος στην τουρκική προέλαση, δίχως οδηγίες, δίχως αρχηγούς και πρόγραμμα ενεργειών».

Πρέπει να επισημανθεί ότι αρκετές πλούσιες οικογένειες Ποντίων προπαγάνδιζαν την ιδέα του Ελεύθερου Πόντου, εκ του ασφαλούς, από τα απέναντι βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου, όπου είχαν μετεγκατασταθεί για να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη αναπαραγωγή του πλούτου τους. Ακόμα και όταν με αφορμή την εγκατάσταση του αγγλικού στρατού στην Υπερκαυκασία, η ιδέα αυτή αναζωογονείται, οι ίδιες αυτές οικογένειες παρακινούν τους άλλους να κατευθυνθούν προς την Τραπεζούντα ή την Αμισό, προς καταγραφή του «πλειοψηφούντος» ελληνικού πληθυσμού, ενώ οι ίδιες αποχωρούν από τους νέους τόπους τους, μόνο όταν διαφαίνεται ο κίνδυνος για τις περιουσίες τους από την επεκτεινόμενη επαναστατική σοβιετική εξουσία.
Οι παροτρύνσεις από το εξωτερικό -για διάφορους λόγους η κάθε μία- είχαν σημαντικό μερίδιο ευθύνης ως προς την τελική έκβαση του εγχειρήματος του Ανεξάρτητου Πόντου. Σε μια συνάντηση Ποντίων εκπροσώπων του εξωτερικού με την ελληνική αντιπροσωπία, ένας Πόντιος από τη Ρωσία τόνιζε προφητικά: «Εσείς… φωνάζετε για τον Ελεύθερο Πόντο, αλλά κανείς από σας δεν βρίσκεται εκεί πέρα να οργανώσει επανάσταση ή να ενεργήσει επικεφαλής του έθνους… Ο Πόντος όμως δεν ελευθερώνεται, αν δεν χύσουμε αίμα. Εμπρός λοιπόν κύριοι. Πηγαίνετε στον Πόντο, τεθείτε επικεφαλής του Εθνους και αγωνιστείτε για την ελευθερία του. Εγώ σας δίνω τον λόγο μου ότι με τον εδώ στρατό μας θα σας συνδράμω. Δεν πηγαίνετε όμως. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα που φέρνετε με τις φωνές σας από δω; Θα ξυπνήσετε το μίσος των Τούρκων και μια μέρα ο λαός του Πόντου, που είναι ανίδεος και δεν ξέρει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά σας, θα πληρώσει τα αποτελέσματα των ενεργειών σας».

Καθ’ όλη την περίοδο αυτή είχαν πραγματοποιηθεί διάφορες ενέργειες από πλευράς της Ποντιακής ηγεσίας για υπαγωγή της περιοχής υπό βρετανική ή αμερικανική εντολή (και αφού είχε διαφανεί πλέον η απροθυμία του Βενιζέλου να στηρίξει την υπόθεση ενός ανεξάρτητου Πόντου). Μετά το ναυάγιο των προσπαθειών αυτών, ο Μητροπολίτης Χρύσανθος ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους για την ίδρυση Ποντο-Τουρκικού Κράτους: «Αλλά λίγο αργότερα, μόλις ψιθυρίστηκε ότι ήταν ενδεχόμενο να ανατεθεί στους Έλληνες η εκκαθάριση της Ανατολικής Θράκης και σε αντάλλαγμα να επιδικαστεί αυτή στην Ελλάδα […] ο Ελληνας πρωθυπουργός διέταξε να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις με τη δικαιολογία ότι οι προθέσεις των Τούρκων δεν ήταν ειλικρινείς».
Σε έκθεση του Α. Α. Πάλλη αναφέρεται σχετικά με τον ελληνικό πληθυσμό του Πόντου πως «πολιτικοί και στρατιωτικοί λόγοι απαιτούν να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τους κρατήσουμε εκεί… Η ύπαρξη ενός ελληνικού Πόντου με κάποια αυτονομία και με κοινό σύνορο με μια ανεξάρτητη Αρμενία είναι απαραίτητη προκειμένου να ανακουφιστεί η πίεση του Τουρκικού μπλοκ στην κεντρική Μικρά Ασία ενάντια στην ελληνική ζώνη της Σμύρνης».

Παρά τις επανειλημμένες διαπιστώσεις σε εκθέσεις του Υπουργείου Εξωτερικών ότι η κατάσταση των Ποντίων ήταν τραγική, η ελληνική άρχουσα τάξη προτίμησε να τους κρατήσει εκεί ώστε να αποτελέσουν ένα είδος αντιπερισπασμού στις επιδιώξεις της στη Μικρά Ασία. Η ελληνική αστική τάξη χρησιμοποίησε τους ελληνικούς πληθυσμούς του Πόντου αποκλειστικά και μόνο ως στρατηγικό αντιπερισπασμό ή διαπραγματευτικό χαρτί, προκειμένου να πετύχει τη διεύρυνση της επικράτειας του ελληνικού κράτους στην Ανατολική Θράκη ή (και) τη Μ. Ασία, ως αντάλλαγμα για τις πιστές της υπηρεσίες στο πλευρό των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Από την άλλη πλευρά η τουρκική αστική τάξη, στα πλαίσια της συγκρότησης του δικού της έθνους-κράτους και μη μπορώντας να αφομοιώσει το εγχώριο ελληνικό κεφάλαιο, ένα κεφάλαιο άκρως ανταγωνιστικό και επικίνδυνο για το «ζωτικό της χώρο» (καθώς αυτό αποτελούσε το φορέα της ένωσης με την Ελλάδα και στηρίζονταν και στις λόγχες του ελληνικού στρατού), έστρεψε τις ενέργειές της προς τον αφανισμό του. Συσπείρωσε γύρω της και κινητοποίησε με σοβινιστικά συνθήματα σημαντικά τμήματα του τουρκικού λαού εναντίον όχι μόνο της αστικής τάξης της Ελλάδας, αλλά και ενάντια στους ελληνικούς πληθυσμούς της Τουρκίας, στους οποίους βεβαίως συμπεριλαμβάνονταν και οι Ελληνες του Πόντου.

Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι γνωστά: όχι μόνο δεν πραγματοποιήθηκαν τα τυχοδιωκτικά σχέδια προσάρτησης της Ανατολικής Θράκης, και της περιοχής της Σμύρνης αλλά επήλθε και ο ολοκληρωτικός ξεριζωμός 1.500.000 ανθρώπων από τις περιοχές του Πόντου και της Μικράς Ασίας καθώς και ο αφανισμός εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων.
Σε αυτό τον αφανισμό συνέβαλε ασφαλώς και η στάση Ελλήνων παραγόντων, όπως του ύπατου αρμοστή της Σμύρνης Στεργιάδη, που δεν προέτρεπε τον εκεί ελληνικό πληθυσμό να εγκαταλείψει έγκαιρα την περιοχή, επειδή κατά τη γνώμη του: «Καλύτερα να μείνουν εδώ (σ.σ. στη Μ. Ασία) να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα».

ΜΙΑ «ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ» ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ

Αντί επιλόγου, μια επισήμανση σχετική με τους άλλους γειτονικούς με τους Πόντιους λαούς. Κατά τα τέλη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η εγκατάσταση των αγγλικών στρατευμάτων στην Υπερκαυκασία απέβλεπε τόσο στην εξάσκηση πίεσης προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία για να συνθηκολογήσει συντομότερα, όσο και στην ανάσχεση των επαναστατικών διαδικασιών στο εσωτερικό της Ρωσίας. Για την υλοποίηση αυτών των στόχων ως «πρόθυμοι σύμμαχοι» προσφέρθηκαν τότε οι Γεωργιανοί μενσεβίκοι και οι Αρμένιοι «ενωτικοί», που έλαβαν ως αντάλλαγμα την ηγεσία των νεοσύστατων εθνικών κρατών. Οι ανταγωνισμοί όμως μεταξύ αυτών των «συμμάχων» οδήγησαν σε σφοδρότατες πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ τους. Οι συγκρούσεις αυτές σταματούν οριστικά με την εξάλειψη των αιτιών τους, όταν με την αποχώρηση των Αγγλων τα καταπιεσμένα στρώματα (κύρια εργάτες και αγρότες) ανατρέπουν τα εθνικιστικά αστικά καθεστώτα και εγκαθιδρύουν μια νέα εξουσία, που δεν επιδιώκει πλέον την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού κέρδους αλλά την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, του οποίου βασική ανάγκη και μέλημα ήταν η πλήρης ανάπτυξη των δικαιωμάτων και της προσωπικότητας των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων. (Το δε σοβιετικό κράτος ήταν τόσο «εθνικά καταπιεστικό», που στη ΣΣΔ της Αρμενίας, ακόμα και κατά τη δεκαετία του 1960, επαναπατρίζονταν κατά μέσο όρο 2-4 χιλιάδες Αρμένιοι από τις καπιταλιστικές χώρες! Το διάστημα 1921-69 επαναπατρίστηκαν 220.000 άτομα, αριθμός που αντιστοιχεί στο 10% περίπου του αρμένικου πληθυσμού αυτής της Δημοκρατίας (2.208.300 κάτοικοι το 1970)!).

Σημειώσεις

1. Ετσι, ενώ π.χ. ο ελληνοτουρκικός πόλεμος, με αφορμή την επανάσταση στην Κρήτη (1897) κατέληξε σε ήττα της Ελλάδας, οι μεγάλες δυνάμεις επεμβήκανε αμέσως για να εξασφαλίσουν παρόλα αυτά μια ενδιάμεση λύση προς όφελος της Ελλάδας (αυτονομία της Κρήτης υπό Ελληνα πρίγκιπα), στην περίπτωση όμως των Αρμενίων, όταν δηλαδή ο Αβδουλχαμίτ Β΄ έστειλε φανατικές ισλαμικές κουρδικές φυλές να ξεκάνουν δεκάδες χιλιάδες Αρμενίων (1894-1896), η «δυτική χριστιανοσύνη» περιορίστηκε μόνο στα κροκοδείλια δάκρυα κι αργότερα στην καταγραφή των βαρβαροτήτων. Οι οικονομικές τους συναλλαγές με το Σουλτάνο παραήταν τότε καλές για να τις διακινδυνέψουν (χώρια που οι Αρμένιοι αλληθώριζαν πιο πολύ προς τη Ρωσία απ’ ό,τι προς αυτούς!).
2. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι με την κατάργηση του θεσμού του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη (Ισταμπούλ), οι μουσουλμάνοι έπαψαν να έχουν έναν και μοναδικό χαλίφη, αλλά με βάση και τις εθνικές διαφοροποιήσεις, πολυάριθμοι πλέον «χαλίφηδες» -μέχρι και σήμερα- ερίζουν μεταξύ τους για την πρωτιά.
3. Σ’ αυτό τουλάχιστον το σύγχρονο τουρκικό κράτος αποτελεί ευθεία συνέχεια του παλιού
4. tanzimat-i hairiye= «διατάγματα ευημερίας» που πρωτοεισήγαγε ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ το τελευταίο έτος της βασιλείας του, για τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών και με απώτερο σκοπό τον περιορισμό των αποσχιστικών τάσεων των εθνοτήτων που αποτελούσαν την αυτοκρατορία.
5. Η έλλειψη ισχυρής, συγκεντρωμένης και οργανωμένης εργατικής τάξης συνέβαλε ακριβώς σ’ αυτές τις αρνητικές εξελίξεις. Αντίθετα, η οργάνωση της εργατικής τάξης στη Θεσσαλονίκη σε σωστή κατεύθυνση (με την καθοριστική συμβολή της Φεντερασιόν) θα φέρει θετικά αποτελέσματα, που λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων που προήλθαν από τους πολέμους θα έχουν επίδραση μόνο στο εργατικό κίνημα της Ελλάδας.
6. «Στην προσπάθειά τους για εμπορική κατάκτηση οι Γερμανοί είχαν αντιμέτωπους, εκτός από τους Αγγλους και τους Γάλλους, και τους αυτόχθονες χριστιανικούς λαούς, τους Αρμένιους και τους Ελληνες, που είχαν στα χέρια τους, μέχρι την εμφάνισή τους, το μικρασιατικό εμπόριο και τη βιομηχανία. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στη Δυτική Μικρά Ασία, πριν από τη μικρασιατική καταστροφή, σε σύνολο 5.308 εργοστασίων τα 4.008 ήταν ελληνικά, ποσοστό 75,51%. Δικαιολογημένα λοιπόν οι Γερμανοί θεωρούσαν τους Ελληνες σοβαρό εμπόδιο για την οικονομική τους διείσδυση στην περιοχή» (Κ. Φωτιάδης, «Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου», Αθήνα 2004, σελ.112).
7. Ασχετα από το βαθμό προοδευτικότητας που είχε παρόμοια πρόταση του Ελ. Βενιζέλου και του Μητροπολίτη Τραπεζούντας, Χρύσανθου προς τις νικήτριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Αντάντ, όταν αυτές θεωρούσαν το κίνημα Ατατούρκ ακόμα ως αντίπαλο, φαίνεται καθαρά ότι δεν μπορούσε να υλοποιηθεί κυρίως λόγω αυτών των αντιθέσεων που αναφέραμε.
8. Βλέπε π.χ. τις σχετικά πρόσφατα δημοσιευμένες αναμνήσεις του Δ. Κελεκίδη: «Το Αντάρτικο του Πόντου», εκδ. «Γόρδιος», Αθήνα 2006, σελ. 166-167, 172-173 και 176-178.
9. Για να επισημοποιήσουν μάλιστα αυτή την απόδοση ευθυνών, οι Νεότουρκοι ηγέτες καταδικάστηκαν και από δικαστήριο, που συστάθηκε με επιμονή και των κατοχικών δυνάμεων. Μόνο που το δικαστήριο στήθηκε αφού οι κατάδικοι κατέφυγαν με τις περιουσίες τους στο εξωτερικό. Ο γοργός αναπροσανατολισμός της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων ήταν τέτοιος που καμιά από αυτές δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια, ώστε οι καταδίκες να εφαρμοστούν στην πράξη. Αρκετοί από τους καταδικασμένους τριγύριζαν ανενόχλητοι ανά την Ευρώπη, όσο βέβαια δεν αντιμετώπιζαν τις πράξεις αντεκδίκησης των Αρμενίων της διασποράς (π.χ. ο Ταλαάτ Πασάς).
10. Από την ονομασία του αστικού-εθνικιστικού κόμματος «Ντασνακτσουτιούν» («Ενωση»).
11. Εχει σημασία έστω και σημειολογικά να αναφέρουμε το γεγονός ότι στην Τραπεζούντα, εκεί δηλαδή όπου ο ελληνοποντιακός πληθυσμός είχε μια ηπιότερη αντιμετώπιση από τις αρχές, η παρουσία του πρώτου ηγέτη των (ακόμα ελάχιστων) Τούρκων κομμουνιστών, Μουσταφά Σουπχί, θεωρήθηκε τόσο επικίνδυνη, ώστε να δολοφονηθεί (Ιανουάριος 1921).
12. Χειρόγραφο 2: Περιοχή Καυκάσου: Καλτσίδης Ιωάννης (1963) «Ο Ελληνισμός του Καυκάσου και οι περιπέτειές του», Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, σελ.75-76.
13. Το σίγουρο είναι ότι τα εξ Αμερικής ποντιακά σωματεία είχαν κάνει σημαία τους τον ανεξάρτητο Πόντο υπό την κηδεμονία (ω, τι σύμπτωση!) του Προέδρου των ΗΠΑ Ουίλσον (που κατά τα άλλα τασσόταν «από λόγους αρχής» ενάντια στο διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας!). Οριστική θέση ή άρνηση του Προέδρου σ’ αυτήν την πρόταση δεν κατορθώσαμε να βρούμε!
14. Χειρόγραφο 2: Περιοχή Καυκάσου: Καλτσίδης Ιωάννης (1963) «Ο Ελληνισμός του Καυκάσου και οι περιπέτειές του», Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, σελ. 163-164.
15. Μ. Λ. Κασαπίδη.: «Χρύσανθος: Ο Αρχιερέας-Εθνάρχης των Ποντίων», (2004), ΕΚΕΜΕ: Μελβούρνη, σελ. 93. Οι υπογραμμίσεις δικές μας.
16. Α. Α. Πάλλη: «Exchange and Settlement of Minorities of Populations in the Balkans 1912-1920», Κωνσταντινούπολη 1920, σελ. 10, Αρχείο Βενιζέλου, Φάκελοι Υπουργείου Εξωτερικών (173/27), Μουσείο Μπενάκη. Η υπογράμμιση δική μας.
17. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η ακόλουθη δήλωση σχετικά με τους Αρμένιους, που διατυπώθηκε κατά τη διάρκεια σύσκεψης παραγόντων του κόμματος των Νεότουρκων το 1915, που όμως, τηρουμένων των αναλογιών, ισχύει και για τους Ελληνες: «Αν η εξόντωση του αρμενικού στοιχείου, μέχρι και του τελευταίου, είναι αναγκαία για την εθνική μας πολιτική, πολύ περισσότερο είναι αναγκαία για την εδραίωση της εθνικής μας οικονομίας.» (Οπως παρατίθεται στο Κ. Φωτιάδη: «Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου», Αθήνα 2004, σελ. 146. Η έμφαση δική μας.)
18. Δαφνής: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», σελ. 16, όπως παρατίθεται στο Γιάννη Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», 5η εκδ., «Εκδόσεις 20ος Αιώνας», τ. 13, σελ. 575.
19.Τα στοιχεία από τη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 3, σελ. 643.

του Νίκου Παπαγεωργάκη

Θ. Παπαρήγα: Παρατηρήσεις για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

1

Η ναζιστική εισβολή στην ΕΣΣΔ είχε σαν βασικό χαρακτηριστικό την ενίσχυση του αντεπαναστατικού, αντισοσιαλιστικού χαρακτήρα του πολέμου. Ωστόσο, τα αποτελέσματά της δεν περιορίστηκαν σ’ αυτό. Είχε και άλλα, όχι λιγότερο σημαντικά:

α) Δημιουργεί ή τελικά διαμορφώνει διεθνείς συμμαχίες.

β) Διαμορφώνει οριστικά ένα βασικό χαρακτηριστικό του πολέμου, που δε θα πάψει να υπάρχει και να διευρύνεται ως το τέλος του: Τη συνύπαρξη δύο πολέμων μέσα σε ένα.

Εκείνο που θα μας απασχολήσει εδώ δεν είναι η πορεία του πολέμου και η διάταξη των δυνάμεων που δημιούργησε. Αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά. Θα μας απασχολήσουν κυρίως τα διπλά χαρακτηριστικά του πολέμου, τα οποία, όντας διπλά και ακριβώς επειδή είναι διπλά, αποτελούν έκφραση της διπλής ομάδας αντιθέσεων του πολέμου: Των αντιθέσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, από τη μια, και των αντιθέσεων κεφαλαίου εργασίας, από την άλλη.

Ενα τέτοιο δείγμα εμφανίζεται στις παραμονές της επίθεσης ενάντια στην ΕΣΣΔ. Αν πιστέψουμε το στρατηγό Χάλντερ, στις 30 Μάρτη του 1941, ο ίδιος ο Χίτλερ αναλύει στην ανώτατη στρατιωτική ηγεσία τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές της εκστρατείας ενάντια στην ΕΣΣΔ:

«Πάλη δύο ιδεολογιών. Ετυμηγορία συντριπτική σε βάρος του μπολσεβικισμού: Είναι σαν ένα αντικοινωνικό έγκλημα. Ο κομμουνισμός είναι ένας τρομαχτικός κίνδυνος για το μέλλον. Πρόκειται για αγώνα εκμηδένισης. Αν δε δούμε το θέμα κάτω από αυτή τη γωνία, θα νικήσουμε, βέβαια, τον εχθρό, αλλά, σε 30 χρόνια, ο κομμουνιστικός εχθρός θα μας αντιπαρατεθεί και πάλι. Πάλη ενάντια στη Ρωσία: Εξολόθρευση των μπολσεβίκων επιτρόπων και της κομμουνιστικής διανόησης.»

Εκείνο που προβάλλει καθαρά σ’ αυτές τις γραμμές είναι ακριβώς αυτό που, δύο μήνες μετά, θα γίνει καθημερινή πραγματικότητα: Ενας πόλεμος πλήρους εξόντωσης.

Μια από τις αιτίες ήταν, αναμφίβολα, οι γενικά εξτρεμιστικές αντιλήψεις των εθνικοσοσιαλιστών. Ωστόσο, αυτό δεν μας απαλλάσσει από το κρίσιμο ερώτημα: Γιατί αυτή η τοποθέτηση γίνεται μόνο πριν από την εισβολή στην ΕΣΣΔ;

Η απάντηση είναι πολύ σαφής και βγαίνει από το ίδιο το κείμενο της ομιλίας του Χίτλερ: Η εξόντωση της επανάστασης, ώστε αυτή να πάψει να απειλεί ή με οποιονδήποτε τρόπο να ενοχλεί τους καπιταλιστές.

Το περιστατικό που αναφέρει ο στρατηγός Χάλντερ έχει και ένα ευρύτερο ιστορικό ενδιαφέρον: Αποτελεί επιπλέον απόδειξη της πραγματικής φύσης της ναζιστικής ηγεσίας.

Η σύνδεση ναζισμού-καταστροφής (και όχι απλώς ήττας) της ΕΣΣΔ φαίνεται πολύ καθαρά. Η ναζιστική ηγεσία το ξέρει πολύ καλά και όλη της η θητεία δεν είναι παρά η συστηματική οικονομική, στρατιωτική, τεχνική και ιδεολογική προετοιμασία γι’ αυτό. Η διάσταση της ναζιστικής πολιτικής που αφορά στην αναδιανομή του κόσμου σε βάρος των άλλων δυνάμεων υποτάσσεται, από την πλευρά της μακροπρόθεσμης «τεχνικής», στο στόχο της καταστροφής της ΕΣΣΔ και έχει αξία, στα μάτια της αστικής τάξης, μόνο αν εξυπηρετεί αυτό το στόχο.

Αυτό θα φανεί πολύ καθαρά στη διάρκεια του πολέμου.

«Οταν μιλάμε για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι, στην πραγματικότητα, δεν υπήρξε ένας μόνο πόλεμος αλλά πολλοί. Ο πόλεμος που έκαναν ο βρετανοαμερικανικός και ο γαλλικός ιμπεριαλισμός ενάντια στο γερμανικό ανταγωνιστή τους δεν είχε πολλά κοινά με τον εθνικό αντιφασιστικό πόλεμο που διεξήγαγε η ΕΣΣΔ. Ο πόλεμος στη Δύση ήταν ένας πόλεμος μεταξύ στρατών της αστικής τάξης. Ο πόλεμος στη Δύση παρέμενε, κατά κάποιο τρόπο, ένας πόλεμος περισσότερο ή λιγότερο «πολιτισμένος» μεταξύ «πολιτισμένων» αστών».1

Η άποψη αυτή του L. Martens έχει, αναμφίβολα, πολλά στοιχεία υπέρ της. Ενα από αυτά είναι, αναμφίβολα, η ίδια η διεξαγωγή του πολέμου.

Στο μέτωπο Γερμανίας-ΕΣΣΔ, ο πόλεμος παίρνει, από την αρχή, ένα χαρακτήρα συστηματικά εξοντωτικό. Κατ’ αρχήν, οι ίδιες οι σοβιετικές δυνάμεις, καθώς αναδιπλώνονται προς την Ανατολή, κάνουν ό,τι μπορούν ώστε να μην αφήσουν τίποτα πίσω τους. Οι ναζιστικές δυνάμεις κάνουν το ίδιο και θα το επαναλάβουν ακόμα πιο εμπεριστατωμένα στη φάση της υποχώρησής τους.

Οι σφαγές είναι κάτι το σύνηθες. Οι ίδιες οι οδηγίες της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης είναι σαφείς: Η χώρα πρέπει να σβήσει από το χάρτη, εκτός μόνο στο βαθμό που είναι «μίνιμουμ απαραίτητη» για αξιοποίηση.2

Τα ειδικά σώματα παίζουν ακόμα πιο συστηματικό ρόλο. Τα περιβόητα SS αποδείχνονται όργανα συστηματικής και εξοντωτικής υποδούλωσης της Ανατολής. Στα χέρια μας έχουν φτάσει υπεράφθονες οδηγίες, στις οποίες επισυνάπτονται και ειδικοί κατάλογοι, όπου ολόκληρες ειδικά επιλεγμένες κατηγορίες του πληθυσμού καταγράφονται συστηματικά για εξόντωση. Μια χαρακτηριστική λεπτομέρεια: Την πρώτη θέση κατέχουν τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΣΕ, που πρέπει να βρεθούν, να συλληφθούν και οπωσδήποτε να εξοντωθούν. Ο πρώτος χώρος όπου γίνεται αυτή η επιλογή είναι οι αιχμάλωτοι πολέμου. 3 Αντίθετα, στη Δύση δεν έχουμε τέτοια φαινόμενα σε συστηματική έκταση.

Η συγκριτική αντιπαράθεση των πολεμικών επιχειρήσεων είναι επίσης πολύ διδακτική.

Είναι πολύ γνωστό ότι οι μονάδες της Βέρμαχτ δεν παραδίδονταν με τίποτα στο σοβιετικό στρατό. Ακόμα και σε συνθήκες ανέλπιδα συντριπτικής υπεροχής δυνάμεων του αντιπάλου, ακόμα και ολοκληρωτικά περικυκλωμένες, οι ναζιστικές μονάδες προτιμούν την ολοκληρωτική εξόντωση από την παράδοση. Τέτοιο δείγμα ήταν, π.χ., η Μάχη του Στάλινγκραντ, αλλά υπάρχουν και πάρα πολλές άλλες. Τέτοια ήταν, π.χ., η πολιορκία του Κένιγκσμπεργκ, που χρειάστηκε 419 εφόδους για να καταληφθεί, η ίδια η Μάχη του Βερολίνου, όπου ήταν φανερό ότι οι Γερμανοί δεν είχαν από πουθενά να περιμένουν βοήθεια και όπου πολλοί Γερμανοί τραυματίες, νοσοκόμοι, γιατροί κλπ. σκοτώθηκαν (και, πολλές φορές, πνίγηκαν) όταν οι ναζιστικές μονάδες κατέστρεψαν τα νοσοκομεία εκστρατείας «για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού». Στο Βερολίνο, οι σοβιετικές δυνάμεις που προέλαυναν βρήκαν Γερμανούς στρατιωτικούς κρεμασμένους από δέντρα ή στήλες του ηλεκτρικού με πινακίδες που έγραφαν ΠΡΟΔΟΤΗΣ. ΛΙΠΟΤΑΚΤΗΣ κ.ά. παρόμοια. Μερικοί Σοβιετικοί στρατιωτικοί βεβαιώνουν ότι είδαν ιδίοις όμμασιν εκτελέσεις Γερμανών στρατιωτικών από γερμανικές μονάδες για λόγους που δεν έχουν διευκρινιστεί, αλλά που θεωρείται βέβαιο ότι αφορούσαν προτάσεις παράδοσης. Στη Βουδαπέστη, όπου γίνονται άγριες μάχες και στο υπέδαφος (σε υπόγειους χώρους που χρησιμοποιούνταν και χρησιμοποιούνται σαν χρηματοκιβώτια τραπεζών ή χώροι κατάψυξης και που έχουν μετατραπεί σε οχυρά), οι μονάδες των SS αρνούνται να παραδοθούν. Καθώς οι εκκλήσεις των Σοβιετικών επαναλαμβάνονται, τα SS προχωρούν σε ένα βήμα όχι μόνο κάπως αστείο, αν λάβει κανείς υπόψη του την τραγικότητα της κατάστασης, αλλά και που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το σημείο-κλειδί της ιδεολογικής ταυτότητας των SS, τον αντιδραστικό ελιτισμό: Οργανώνουν δημοψήφισμα, το οποίο, μάλιστα, καταλήγει στο ΟΧΙ.

Στο Πόζναν, Σοβιετικοί και Γερμανοί στρατιώτες σφάζονται όχι για κάθε δωμάτιο αλλά για κάθε γωνία ενός διακλαδωμένου συστήματος οχυρώσεων. Η ναζιστική διοίκηση, για να κλείσει το δρόμο της σοβιετικής εφόδου, επανδρώνει τις οχυρώσεις και με συντάγματα στρατιωτικοποιημένης αστυνομίας. Οι απώλειες είναι τρομακτικές και από τις δύο μεριές. Μόνο όταν φτάνουν το 80%, οι Γερμανοί αποφασίζουν να παραδοθούν.

Αντίθετα, στη Δύση η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Οχι, βέβαια, ότι οι ναζιστικές δυνάμεις δεν προσπαθούν να ανακόψουν την προέλαση των Αμερικανών και των Βρετανών. Στις συγκρούσεις, όμως, δεν κυριαρχεί το πάθος. Μόλις η υπεροχή (πολύ φανερή για να την παραβλέψει κανείς) των αμερικανικών και βρετανικών μονάδων γίνει πια «απαράκαμπτη», οι ναζιστικές δυνάμεις σπεύδουν να υποχωρήσουν ή να παραδοθούν. Η «έλλειψη πάθους» έχει σοβαρές στρατιωτικές συνέπειες και από την άλλη μεριά. Το καλοκαίρι του 1944, οι βρετανικές δυνάμεις ηττώνται στην Ολλανδία από έναν εχθρό που δεν έχει καμιά μαχητική αξία και σχεδόν δε διαθέτει όπλα. Το Δεκέμβρη του 1944, στην περιοχή των Αρδεννών, οι αμερικανικές δυνάμεις, που διαθέτουν γιγαντιαία υπεροχή, υποχωρούν μπροστά σε γερμανικές τεθωρακισμένες μονάδες που αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα μετακίνησης λόγω ασφυκτικής έλλειψης καυσίμων.4

Η κατάσταση προχωράει ένα βήμα ακόμα όταν οι αμερικανικές και βρετανικές δυνάμεις μπαίνουν στο γερμανικό έδαφος. Εκεί, οι γερμανικές δυνάμεις τα αφήνουν όλα «σύξυλα» και παραδίνονται κατά μάζες. Μεγάλες πόλεις, όπως το Αμβούργο, το Εσεν, το Κάσελ, η Φραγκφούρτη, το Μόναχο παραδίνονται αμαχητί και συχνά από τηλεφώνου. Οι διοικητές των στρατιωτικών μονάδων (π.χ. στο Εσεν) αψηφούν τις διαταγές του Χίτλερ για αντίσταση μέχρις εσχάτων και παραδίνονται ή, τουλάχιστον, παραδίνουν τις δυνάμεις τους χωρίς καμιά μάχη. Οι απώλειες των ΗΠΑ στη Γερμανία ήταν 8.351 άνδρες, για ένα στρατό περίπου 3.000.000, ενώ μόνο η μάχη του Βερολίνου και μόνο στους Σοβιετικούς στοίχισε 300.000 νεκρούς και τραυματίες. Τα κινηματογραφικά ντοκουμέντα των ίδιων των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ δείχνουν στρατιωτικές μονάδες που παραδίνονται συντεταγμένες και με επικεφαλής τους διοικητές τους. Το μαζικό κύμα της παράδοσης φαίνεται από το ότι, μόνο στο Σλέσβιχ-Χόλσταϊν, 5 οι στρατιωτικές και ναυτικές δυνάμεις που παραδόθηκαν στους Βρετανούς υπολογίζονται σε 2.000.000 άνδρες. Κάθε άλλο παρά σπάνιες είναι οι περιπτώσεις όπου μεγάλες μονάδες παραδόθηκαν σε ολιγομελείς περιπόλους ή ακόμα και σε μεμονωμένους στρατιώτες. Εξίσου, ή και περισσότερο, συχνό υπήρξε το φαινόμενο των μαχών που μόνο στόχο είχαν να σπάσουν το σοβιετικό κλοιό όχι για λόγους διαφυγής αλλά για να εξασφαλιστεί η παράδοση σε αμερικανικές ή βρετανικές μονάδες. Τέτοιες μάχες έγιναν και μετά την υπογραφή της άνευ όρων συνθηκολόγησης.

Δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με τον πολιτικό πληθυσμό. Ενώ στην Ανατολή, ο πολιτικός πληθυσμός βοηθά το στρατό και τον υποστηρίζει και όταν αυτός υποχωρεί, τον ακολουθεί, στη Δύση η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική: Αν πιστέψουμε τις επίσημες εκθέσεις των ίδιων των ναζιστικών αρχών, στις δυτικές περιοχές της Γερμανίας, οι αγρότες όχι μόνο αρνούνται να ανεφοδιάσουν το στρατό, αλλά διώχνουν και τους στρατιώτες από τα σπίτια τους και τους παρακινούν να λιποτακτήσουν. Στους τοίχους, εμφανίζονται συνθήματα γραμμένα στην αγγλική γλώσσα – συνήθως, μάλιστα, με μεγάλα ορθογραφικά, γραμματικά και συντακτικά λάθη. Αν η εικόνα αυτή είναι αληθινή, πρόκειται, στην πραγματικότητα, για γενικευμένη εξέγερση. Πράγμα που συχνά οδηγεί σε μαζικές θηριωδίες των ναζιστών σε βάρος του γερμανικού άμαχου πληθυσμού.

Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η ίδια η ναζιστική κορυφή κάνει το ίδιο. Κανείς ηγέτης της ναζιστικής Γερμανίας δεν είναι γνωστό να επιδίωξε να παραδοθεί στο σοβιετικό στρατό. Αντίθετα, ηγέτες πρώτης γραμμής, όπως ο Χ. Γκέρινγκ, ο Χ. Χίμλερ κ.ά., παραδόθηκαν στις δυτικές δυνάμεις.6

Ο στρατός, άλλωστε, γενικεύει το παράδειγμα: Η OKW (Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ) συνθηκολογεί στις 8 Μάη 1945 στην πόλη Ρεμς (Reims) της Ανατολικής Γαλλίας μόνο στους Αμερικανούς, αλλά, τελικά, αυτή η «συνθηκολόγηση χωρίς την ΕΣΣΔ» δεν γίνεται δεκτή από τους Αμερικανούς. Σήμερα, δεν υπάρχει πια αμφιβολία ότι ο ναζιστικός στρατός δε διαλύεται στη Δύση μόνο λόγω της (αναμφισβήτητης) υπεροχής των αμερικανικών και βρετανικών δυνάμεων: Διαλύεται και για να τους ανοίξει το δρόμο προς το Βερολίνο. Αυτό είναι σήμερα όχι μόνο φανερό, αλλά και γνωστό από τα σχέδια της OKW. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το ότι τα σχέδια αυτά αναφέρονται και σε προκηρύξεις του Ν50ΑΡ που κυκλοφορούν στο ήδη πολιορκημένο από το σοβιετικό στρατό Βερολίνο, όπου διεξάγονται άγριες οδομαχίες.7

Στα στρατόπεδα αιχμαλώτων, η κατάσταση είναι όμοια. Οι συνθήκες ζωής ανάμεσα στους Βρετανούς και τους Αμερικανούς αιχμαλώτους, από τη μια, και τους Σοβιετικούς, από την άλλη, δεν είχαν τίποτα το κοινό – πράγμα που εξηγεί και την ανατριχιαστική θνησιμότητα ανάμεσα στους τελευταίους.8 Ιδιαίτερα έντονη ήταν η προσπάθεια των ναζιστών να μετατρέψουν τους Σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου σε προδότες. Γενικά, πάντως, τα ναζιστικά στρατιωτικά στρατόπεδα συγκέντρωσης παραμένουν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και τα λιγότερο ερευνημένα θέματα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Παράλληλα, δεν πρέπει και να υπερβάλλουμε, υπεραπλουστεύοντας το θέμα. Οπως ο Α΄, έτσι και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε μια ένδειξη της γενικευμένης βαρβαρότητας της ιμπεριαλιστικής κοινωνίας. 9 Η ένδειξη αυτή ήταν ακόμα μεγαλύτερη στην κορυφή της κοινωνίας αυτής, δηλαδή στη ναζιστική Γερμανία. Π.χ. η στάση των ναζιστών απέναντι στους Βρετανούς και κυρίως τους Αμερικανούς αιχμαλώτους δίνει την εντύπωση ότι ήταν το αποτέλεσμα μιας πολύ έντονης και συνεχούς συγκράτησης που με δυσκολία επιβάλλεται. Οι αγριότητες σε βάρος αιχμαλώτων, αν και πολύ πιο σπάνιες, καθόλου δε λείπουν. Δείχνουν, μάλιστα, να εξαπλώνονται στην τελική φάση του πολέμου, όταν μια μερίδα της ναζιστικής κορυφής χάνει κάθε ελπίδα προσέγγισης με τις δυτικές δυνάμεις. Ετσι, π.χ., στις μάχες των Αρδεννών, οι Αμερικανοί αιχμάλωτοι εκτελούνται σχεδόν συστηματικά και, συχνά, ομαδικά.

Ενα ιδιόμορφο αλλά χαρακτηριστικό σημείο συγκέντρωσης των αντιθέσεων του πολέμου ήταν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί. Το θέμα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ο πρώτος πόλεμος τόσο εκτεταμένης χρήσης της αεροπορίας, της οποίας δοκιμή ήταν ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος.

Η αφομοίωση αυτής της εμπειρίας από τη ναζιστική ηγεσία φάνηκε από την αρχή της δυτικής εκστρατείας και συγκεκριμένα στο Ρότερνταμ, το οποίο βομβαρδίζεται άγρια. Οι καταστροφές είναι μεγάλες. Υπάρχουν 814 νεκροί, χιλιάδες τραυματίες και 78.000 άστεγοι.10

Καθώς ο πόλεμος προχωρεί, οι βρετανικές πόλεις (συμπεριλαμβανομένων και των βορειοϊρλανδικών) γίνονται στόχοι της ναζιστικής αεροπορίας τον Ιούνη του 1940-Μάη του 1941, ενώ η βρετανική αεροπορία αντικαθιστά τις προκηρύξεις, που ως τότε έριχνε στη Γερμανία,11 με βόμβες. Μετά το Μάρτη του 1942, οι βομβαρδισμοί γίνονται πιο συστηματικοί: Οι κοινοί βρετανοαμερικανικοί ιπτάμενοι στόλοι ισοπεδώνουν τις γερμανικές πόλεις, μετατρέποντας τις σε σωρούς ερειπίων. Το γεγονός ότι η ναζιστική Γερμανία δεν μπορεί να αντιτάξει κάτι ανάλογο, δείχνει το συσχετισμό των δυνάμεων.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να υπογραμμιστούν δύο πράγματα: α) Οι αεροπορικοί αυτοί βομβαρδισμοί, που καταλήγουν να πάρουν γιγαντιαίες διαστάσεις, γίνονται αποκλειστικά στη Δύση. Στην Ανατολή, όπου συγκεντρώνονται κολοσσιαίες αεροπορικές δυνάμεις, οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί λείπουν σχεδόν τελείως. Ο αεροπορικός βομβαρδισμός της γραμμής του πυρός και οι γιγαντιαίες αερομαχίες είναι φαινόμενα σχεδόν καθημερινά, αλλά οι βομβαρδισμοί των μετόπισθεν σχεδόν λείπουν τελείως. Μόνο στις πρώτες ημέρες του πολέμου, η σοβιετική αεροπορία βομβαρδίζει το Βερολίνο και το Ντάντσιχ. Σχεδόν αμέσως μετά, εγκαταλείπει αυτή την τακτική. Η γερμανική αεροπορία, της οποίας οι προωθημένες βάσεις απέχουν μόνο μερικά λεπτά πτήσης, δε βομβαρδίζει τη Μόσχα στις 7 Νοέμβρη του 1941. Η σοβιετική πρωτεύουσα που, για μια κρίσιμη στιγμή του πολέμου, βρίσκεται σχεδόν μέσα στη ζώνη των επιχειρήσεων, παθαίνει μόνο ασήμαντες ζημιές.

β) Οι βομβαρδισμοί αυτοί δεν έπαιξαν σχεδόν κανένα στρατιωτικό ρόλο. Τα θύματα τους ήταν, βέβαια, πάρα πολλά, αλλά δε φαίνεται να επηρέασαν σε τίποτα την πορεία των επιχειρήσεων.

Ετσι, βλέπουμε τη Γερμανία, που βομβαρδίζεται αμείλικτα, να αυξάνει συνεχώς την πολεμική της παραγωγή. Κάτω από τα ερείπια, βρίσκονται γεμάτες αποθήκες. Το 1944 είναι χρόνος-ρεκόρ για την παραγωγικότητα. 12 Το Γενάρη του 1945, η Γερμανία, δηλαδή μια χώρα που «πνέει τα λοίσθια», παράγει το διπλάσιο οπλισμό από το Γενάρη του 1940, όταν βρισκόταν σε κατάσταση ακράτητης επέκτασης.

Τι είχε συμβεί; Μα είναι πολύ απλό: Οι βομβαρδισμοί δεν έπλητταν, κατά κανόνα, βιομηχανικές εγκαταστάσεις αλλά χώρους κατοικίας. Γιατί, όμως, δεν έπλητταν βιομηχανικές εγκαταστάσεις;

Αυτό έχει πολλά και πολύπλοκα αίτια.

Ενας λόγος είναι, οπωσδήποτε, ότι οι χώροι των βιομηχανικών εγκαταστάσεων ήταν καλύτερα προστατευμένοι. Αυτό, όμως, είναι δύσκολο να δεχτούμε ότι τα συμμαχικά επιτελεία δεν το γνώριζαν. Και, αφού το γνώριζαν,13 γιατί συνέχιζαν τους άχρηστους βομβαρδισμούς;

Ολα δείχνουν ότι τα χαρακτηριστικά των αεροπορικών αυτών βομβαρδισμών έχουν την εξήγηση τους στα εξής:

α) Στη χρήση των βομβαρδισμών σαν μέσου οικονομικής ανάκαμψης. Ολα δείχνουν ότι η καταστροφή των χώρων κατοικίας και λιγότερο των βιομηχανικών εγκαταστάσεων ήταν ένας τρόπος (και, πιθανότατα, ο μόνος που απέμενε) για τη δημιουργία του απαραίτητου «κενού» ώστε να μπορεί στη συνέχεια να κινηθεί ο οικονομικός μηχανισμός της κάλυψής του. Πρόκειται, στην ουσία, για μια από τις πιο φοβερές μορφές έκφρασης του «καπιταλισμού που σαπίζει».14

β) Στη χρήση των βομβαρδισμών σαν μέσον αντιπαράθεσης συμφερόντων μονοπωλιακών ομάδων. Αφθονούν, πράγματι, οι ενδείξεις ότι το πού θα έπεφταν οι βόμβες καθορίστηκε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, και από τα συγκεκριμένα συμφέροντα που θα έθιγαν. Τα ακίνητα που θα πλήττονταν συχνά καθορίζονταν με βάση τη διαπάλη των μονοπωλίων για την εξασφάλιση πλεονεκτημάτων, τη διαφύλαξη συγκεκριμένων συμφερόντων κλπ. Εχει, π.χ., επισημανθεί ότι τα τεράστια κτίρια της IG Farben στη Φραγκφούρτη έμειναν άθικτα εν μέσω των καπνιζόντων ερειπίων. Σε ποιο, άραγε, βαθμό αυτό οφειλόταν στους πολύ γνωστούς δεσμούς της IG Farben με τα μονοπώλια των ΗΠΑ;

γ) Στη χρήση των βομβαρδισμών σαν ένα πολύπλοκο παιχνίδι αντιπαράθεσης και συμμαχίας. Η καταστροφή της γερμανικής βιομηχανίας, ιδιαίτερα της πολεμικής, θα μείωνε την ικανότητα της Γερμανίας να καταστρέψει την ΕΣΣΔ ή, τουλάχιστον, να της αντιτάξει «καταστροφική αντίσταση». Από την άλλη, καθώς ο πόλεμος προχωρεί και φαίνεται ότι ένα τμήμα της Γερμανίας θα καταληφθεί από το σοβιετικό στρατό, εντείνονται οι βομβαρδισμοί ακριβώς αυτών των περιοχών. Το Φλεβάρη του 1945, μια εκτεταμένη αεροπορική επιδρομή της αμερικανικής και βρετανικής αεροπορίας ερειπώνει το Βερολίνο – χωρίς, προφανώς, να θίξει καθόλου τη μαχητική ικανότητα των ναζιστικών στρατιωτικών μονάδων που έχουν ήδη συγκεντρωθεί εκεί.15 Η περίπτωση της Δρέσδης, που σβήνει από το χάρτη χωρίς κανένα ουσιαστικό λόγο, είναι χαρακτηριστική και των αντιφάσεων αυτής της στρατηγικής. Καθώς τα γεγονότα τρέχουν όλο και πιο γρήγορα, η αδράνεια της προηγούμενης κατάστασης βαραίνει στη μετέπειτα εξέλιξη: Η Δρέσδη καταστρέφεται εκ θεμελίων, αλλά η γέφυρα της και μερικά εργοστάσια που διαθέτει δεν έπαθαν τίποτα.

Αλλωστε, αυτό γίνεται όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και σε άλλες χώρες. Βλέπουμε, π.χ., τη συστηματική καταστροφή μέσω των βομβαρδισμών των εργοστασίων SKODA στην Τσεχοσλοβακία. Στη Ρουμανία, οι πετρελαιοπηγές του Πλοέστι βομβαρδίζονται συστηματικά. Και αυτά γίνονται ενώ ο πόλεμος τελειώνει και είναι πια φανερό ότι στις περιοχές αυτές πλησιάζει ο σοβιετικός στρατός. Εκτός αυτού, παίρνονται και άλλα μέτρα: Οσο είναι δυνατόν, οι περιοχές αυτές εκκενώνονται, συχνά με θεαματικό τρόπο, από ό,τι πολύτιμο διαθέτουν.16

Ετσι εξηγείται και η εξέλιξη στην Ανατολή. Από τη μια πλευρά, η ΕΣΣΔ παραιτείται από την αρχή από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς γιατί καταλαβαίνει ότι με αυτούς, ακόμα κι αν έχουν επιτυχία (όπως οι δικοί της), δεν πρόκειται να κερδίσει τίποτα. Εκτός αυτού, σε όλη τη διάρκεια του πολέμου είναι πολύ φανερή η (συνήθως, αποτυχημένη) προσπάθεια της ΕΣΣΔ να αποφύγει τις καταστροφές, ιδιαίτερα των αστικών κέντρων (μια από τις πολύ σπάνιες περιπτώσεις επιτυχίας, η Κρακοβία). Σ’ αυτό, εμφανίζεται, σε παραλλαγμένη μορφή, η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας: Εκείνο που για τις δυτικές δυνάμεις ήταν ένας παράγοντας οικονομικής ανάκαμψης, για την ΕΣΣΔ ήταν ένα δυσβάσταχτο οικονομικό βάρος.17

Από την άλλη πλευρά, και η ναζιστική Γερμανία αποφεύγει τους βομβαρδισμούς, ακόμα και στις ευνοϊκές στιγμές, γιατί καταλαβαίνει ότι οι απώλειες θα είναι τόσο μεγάλες ώστε κάθε επιτυχία θα έχανε την αξία της.

Σήμερα ξέρουμε ότι και οι δύο πλευρές έβλεπαν σωστά. Μετά τον πόλεμο, ειδική επιτροπή εμπειρογνωμόνων του Πεντάγωνου χαρακτήρισε τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς «μεγαλύτερη και δαπανηρότερη γκάφα της στρατιωτικής ιστορίας». Πολύ ακριβής εκτίμηση, ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς ότι, πέρα από τα πάμπολλα άλλα, στοίχισαν τη ζωή σε χιλιάδες (και, πιθανότατα, δεκάδες χιλιάδες) Βρετανούς και Αμερικανούς πιλότους, πλοηγούς, πυροβολητές κλπ.

Οσα είπαμε παραπάνω δείχνουν και κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία: τη συνέχιση των επαφών διαφόρων τύπων μεταξύ των δυτικών δυνάμεων και της Γερμανίας στη διάρκεια του πολέμου.

Τέτοιες επαφές είναι σήμερα γνωστό ότι έγιναν. Κέντρο, π.χ., των βρετανογερμανικών επαφών ήταν η Λισαβόνα. Μεταξύ Αμερικανών και Γερμανών, παρόμοιες συναντήσεις έχουμε, όπως όλα δείχνουν, πολύ συχνά στη Στοκχόλμη, συχνά με τη μεσολάβηση Σουηδών κρατικών και οικονομικών παραγόντων. Οι επαφές αυτές δεν έφεραν, βέβαια, την πλήρη γεφύρωση των αντιθέσεων, αλλά δεν έμειναν και χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Επέτρεψαν, π.χ., κάποιο βρετανικό έλεγχο στη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα, τη συμφωνία για την ανενόχλητη αποχώρηση των Γερμανών από αυτήν, μερικές ακόμα αδιευκρίνιστες διαβουλεύσεις για την Ιταλία κλπ.

Ακόμα πιο συστηματικές ήταν οι επαφές μεταξύ των τμημάτων του μονοπωλιακού κεφαλαίου, οι οποίες ουδέποτε σταμάτησαν και, όπως φαίνεται, ούτε καν επηρεάστηκαν από την έναρξη του πολέμου. Μια πρόγευση τέτοιων επαφών υπήρχε ακόμα από την εποχή των «εν ψυχρώ προσαρτήσεων» του 1938-39. Στη διάρκεια του πολέμου, το φαινόμενο πήρε συστηματική έκταση.18

Αυτό παρουσίασε συχνά και την προσωπική πλευρά του. Υπήρχε μια ολόκληρη μερίδα της ηγεσίας της ναζιστικής Γερμανίας που ήταν πάντα (και, όπως φαίνεται, δίκαια) ύποπτη για υπερβολική συμπάθεια προς τις δυτικές δυνάμεις. Η μερίδα αυτή βρισκόταν παντού, στον πολιτικό μηχανισμό, στο στρατό, στον οικονομικό τομέα, ακόμα και στο μηχανισμό πληροφοριών (ο περίφημος Κανάρις, που, τελικά, δεν γλίτωσε από την εκδικητική μανία του Χίτλερ των τελευταίων ημερών του πολέμου, είχε πάντα τη φήμη του «ανθρώπου των Αγγλων», φήμη μάλλον υπερβολική, αλλά όχι χωρίς κάποια βάση). Ακόμα πιο χαρακτηριστική υπήρξε η περίπτωση του Βάλτερ Σέλενμπεργκ, ενός από τα λαμπρότερα στελέχη του NSDAP. Προσχωρώντας στο ναζιστικό κόμμα στα 1933, ο Σέλενμπεργκ είχε μια λαμπρή και σχεδόν αστραπιαία άνοδο. Στις παραμονές του πολέμου, είναι κιόλας υπαρχηγός του Χάινριχ Χίμλερ. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, υπήρξε μια σημαδιακή συζήτηση μεταξύ Χίμλερ και Σέλενμπεργκ την 1.1.1942, δηλαδή αμέσως μετά τις μάχες της Μόσχας και την εξάπλωση του πολέμου στην Ασία, που σήμαινε και κήρυξη πολέμου ΗΠΑ-Γερμανίας. Στη συζήτηση αυτή, ο Σέλενμπεργκ ανοιχτά και ο Χίμλερ καλυμμένα καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ναζιστική Γερμανία είναι καταδικασμένη και δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να νικήσει. Δεν είναι, ίσως, χωρίς ενδιαφέρον το ότι το συμπέρασμα αυτό φαίνεται πασιφανές και στους δύο.

Ο Σέλενμπεργκ θεωρούνταν πάντα ένα από τα πιο «δυτικόφιλα» στελέχη του NSDAP. Ανήκοντας, όπως φαίνεται, στην ίδια ομάδα με τον Ες, ο Σέλενμπεργκ έχει το θάρρος να αντιταχτεί σε κάθε σκέψη εισβολής στη Βρετανία και τάσσεται υπέρ της επίθεσης ενάντια στην ΕΣΣΔ.

Σήμερα, ξέρουμε ότι ο Β. Σέλενμπεργκ ήταν πρόεδρος εταιρίας των ΗΠΑ και ότι έμεινε τέτοιος σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. 19 Δεν είναι, ασφαλώς, τυχαίο το ότι ο Σέλενμπεργκ υπήρξε ο πρωταγωνιστής των επαφών, μέσω Σουηδίας, της ναζιστικής Γερμανίας και των δυτικών δυνάμεων. Η συνέχεια της εξέλιξής του δεν είναι λιγότερο θεαματική. Στις πρώτες ημέρες μετά το τέλος του πολέμου, ο Σέλενμπεργκ βρίσκεται ανεξήγητα στη Σουηδία. Εχει, μάλιστα, την άνεση να γράψει και βιβλίο με τον εύγλωττο τίτλο Στους διαδρόμους της εξουσίας. Το βιβλίο εκδίδεται το 1948 και, όπως φαίνεται, η πρωτότυπη έκδοσή του έγινε στην αγγλική γλώσσα.

Στην πραγματικότητα, η εικόνα αυτή (επαφές, αδέξιοι βομβαρδισμοί, ατελέσφορες στρατιωτικές κινήσεις, άγρια αντίσταση στην Ανατολή και μαλθακότητα στη Δύση, διαφορετική στάση του πολιτικού πληθυσμού κλπ.) δείχνει έναν παράγοντα που ξεπερνά πολύ τη συγκεκριμένη πολιτική και στρατιωτική συγκυρία: Δείχνει την, ας την πούμε έτσι, «ιστορική όσμωση» μεταξύ Γερμανίας και δυτικών δυνάμεων, σαν κρατών που συμμετέχουν σε ένα κοινό κοινωνικοϊστορικό σχηματισμό – που είναι, όπως είναι γνωστό, ο καπιταλιστικός.

Σε μερικές κρίσιμες στιγμές, η «όσμωση» αυτή φαίνεται σε όλο της το βάθος. Η διαφορετική στάση στα μέτωπα ήταν ένα τέτοιο δείγμα. Μια άλλη παράξενη και αγνοημένη περίπτωση μας δείχνει, ίσως πιο πολύ, το ίδιο.

Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης έγινε σε δύο κύματα, που κράτησαν από ένα 24ωρο το καθένα. Στο πρώτο κύμα, συμμετείχαν κυρίως βρετανικά αεροπλάνα που βομβάρδισαν την κυρίως πόλη. Στο δεύτερο, συμμετείχαν κυρίως αμερικανικά αεροπλάνα που βομβάρδισαν τις γύρω από την πόλη περιοχές. Μεταξύ των δύο κυμάτων, βρετανικοί και αμερικανικοί ΡΣ προειδοποιούν τον πληθυσμό και του δίνουν οδηγίες να συγκεντρωθεί σε ορισμένες περιοχές για να αποφύγει τους βομβαρδισμούς, πράγμα που ο πληθυσμός κάνει. Βέβαια, το πρόβλημα είναι ότι το δεύτερο κύμα βομβαρδίζει ακριβώς αυτές τις περιοχές όπου υπάρχουν και τα πιο πολλά θύματα – ωστόσο, το θέμα δεν βρίσκεται εδώ: Βρίσκεται στο ότι ο πληθυσμός της Δρέσδης αποδεικνύεται ότι άκουγε (και «άκουγε») τους βρετανικούς και αμερικανικούς σταθμούς σε μαζική κλίμακα. Οι γερμανικές εκπομπές του ΡΣ της Μόσχας αποδείχτηκαν πολύ λιγότερο αποτελεσματικές…20

Υπάρχουν ενδείξεις ότι και οι ναζιστικοί βομβαρδισμοί παρουσίαζαν, συχνά, «συμμετρική» εικόνα.
Ενας κάτοικος του Μάντσεστερ, μιας από τις βρετανικές πόλεις που γνώρισαν τους χειρότερους βομβαρδισμούς, έδωσε στο γράφοντα την εξής εικόνα:

Τα γερμανικά αεροπλάνα πετούν πάνω από την πόλη σε σχετικά χαμηλό ύψος και με σχετικά μικρή ταχύτητα. Οι βόμβες τους χτυπούν άγρια την πόλη, προκαλώντας πολλά θύματα και εκτεταμένες καταστροφές. Ωστόσο, δεν χτυπούν τα εργοστάσια «Τσάμπερλεν», παρ’ όλο που βρίσκονται στις όχθες του ποταμού Ιργουελ, που διασχίζει την πόλη και φωτίζεται και από το φως της σελήνης. Και ευτυχώς για την πόλη του Μάντσεστερ, η οποία τη γλιτώνει, κυριολεκτικά, πολύ φτηνά. Γιατί τα εργοστάσια αυτά είναι εργοστάσια πυρομαχικών και εργάζονται 24 ώρες το 24ωρο. Είναι γεμάτα εκρηκτικά. Μια μόνο βόμβα είναι αρκετή όχι για να καταστρέψει απλώς αλλά για να σβήσει τελείως από την επιφάνεια της γης όλη την πόλη και τα περίχωρα της. Και, όμως, αυτή η βόμβα, σε βομβαρδισμούς που κρατούν σχεδόν 10 μήνες, δεν πέφτει.

Πού οφειλόταν αυτή η παράδοξη αδεξιότητα των Γερμανών αεροπόρων; Δύσκολο να το πει κανείς. Δεν έχουμε, όμως, το δικαίωμα να υποψιαστούμε ότι έπαιξε κάποιο ρόλο το γεγονός ότι τα εργοστάσια Τσάμπερλεν ήταν μέρος του μεγάλου (και πολύ γνωστού και σήμερα) μονοπωλίου της χημείας ICI (Imperial Chemicals Industries), του οποίου η σύνδεση με γερμανικά συμφέροντα δεν ήταν μυστικό για κανένα;

Αλλωστε, αυτή η σύμφυση εξηγεί, σε μεγάλο βαθμό, και την επιδεικτική πολιτική του «κατευνασμού», δηλαδή της ανοχής ή και της υποκίνησης και ενίσχυσης των επιθετικών ενεργειών της ναζιστικής Γερμανίας.

«Ο (σ.σ., βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ) Τσάμπερλεν ήταν ένας από τους μεγαλομετόχους της ICI, συνεταιρικής εταιρίας της IG Farben, της οποίας ο Πρόεδρος Χέρμαν Σμιτς βρισκόταν στο ΔΣ της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών».21

Αυτή η κατάσταση είχε και στρατιωτικές συνέπειες. Ετσι, π.χ., η βρετανική αεροναυπηγική βιομηχανία υπερκαλύπτει κανονικά, σε όλη τη διάρκεια της Μάχης της Αγγλίας, τις απώλειες της RAF. Οι αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν πρόβλημα έλλειψης πυρομαχικών και βλημάτων. Μια εκδήλωση του φαινομένου είναι και η περίφημη ναυτική υπεροχή, γιατί, για τη διατήρηση της, ακόμα και σε ειρηνική περίοδο (χωρίς καν να μιλήσουμε για τις καταστροφές και τις απώλειες των ναυμαχιών), απαιτείται μια κολοσσιαία βιομηχανική βάση σε κατάσταση λειτουργίας.

Τέλος, στο πολύπλοκο κουβάρι των αντιθέσεων του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου αξίζει να αναφέρουμε και το περίφημο θέμα του «Δεύτερου Μετώπου». Είναι γνωστό ότι, για δύο χρόνια, το μέτωπο αυτό δεν ανοίγει, αφήνοντας τη Γερμανία να πολεμά σχεδόν ανενόχλητη στην Ανατολή.

Σήμερα, τα στοιχεία που έχουμε είναι υπεραρκετά για να αποδειχτεί ότι η εξέλιξη αυτή δεν οφειλόταν σε στρατιωτικούς λόγους αλλά στο ότι «οι βρετανοαμερικανικοί κύκλοι, που είχαν, το 1938-39, προωθήσει την πολιτική του Μονάχου, ξανακερδίζουν επιρροή».

Ακόμα περισσότερο, γνωρίζουμε το πλήρες σχέδιο. Το ανέπτυξε το 1943 στο Φράνκο ο πρεσβευτής της Βρετανίας στη Μαδρίτη σερ Σάμιουελ Χόαρ. Το σχέδιο πρόβλεπε ότι, όταν οι σοβιετικές δυνάμεις προωθηθούν, ύστερα από παρατεταμένη και δαπανηρή προσπάθεια, στην Κεντρική Ευρώπη, θα βρουν απέναντί τους (και, αν χρειαστεί, αντιμέτωπες) άφθαρτες και ετοιμοπόλεμες δυνάμεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Προβλέπει, δηλαδή, ακριβώς εκείνο που έγινε.

Εδώ σημειώνουμε ότι η επιλογή και των προσώπων δεν ήταν τυχαία. Είναι προφανές ότι η Βρετανία θεωρεί τον σερ Σάμιουελ Χόαρ σαν τον πιο κατάλληλο πρεσβευτή στη Μαδρίτη για δύο λόγους:

α) Γιατί, σαν ειδικός σύμβουλος του πρωθυπουργού Ν. Τσάμπερλεν, υπήρξε ένας από τους πιο ένθερμους αρχιτέκτονες του Μονάχου.

β) Γιατί, αν εξαιρέσουμε το Χίτλερ, το Μουσολίνι και τους παρομοίους, ήταν αυτός που πιο πολύ συνετέλεσε στη νίκη του Φράνκο.

————————————————————-

* Το κείμενο είναι το τελευταίο κεφάλαιο από το βιβλίο «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Σκέψεις για μερικές πλευρές του» του αξέχαστου Θανάση Παπαρήγα. Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα 1996.

Αποτελεί το πρώτο μιας σειράς κειμένων και άρθρων που θα δημοσιεύσει η ΚΟΜΕΠ το 2005, που συμπληρώνονται 60 χρόνια από το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και ενώ διεξάγεται από τις αστικές τάξεις μια τεράστιας κλίμακας επιχείρηση να ξαναγραφτεί η Ιστορία στα μέτρα τους.

1. Ludo Martens: «Un autre regard sur Staline, Editions EPO, Βρυξέλλες 1994, σελ. 268.

2. Τα σχετικά ντοκουμέντα κυριολεκτικά αφθονούν. Δε θα μας απασχολήσουν εδώ. Αρκεί να πούμε ότι υπάρχει ακόμα και εγκύκλιος, υπογεγραμμένη από τον Χ. Γκέρινγκ στις 21.5.41, δηλαδή πριν από την εισβολή, που προέβλεπε την απαγόρευση της μεταφοράς τροφίμων από περιοχές της ΕΣΣΔ σε άλλες περιοχές της ΕΣΣΔ (G. Badia: «Histoire de l’ Allemagne contemporaine, vol. II, Editions Sociales, Paris 1964, σελ. 163).

3. Υπάρχει και ένα άλλο ερωτηματικό. Πολλοί ιστορικοί διαπιστώνουν ότι από το τέλος του 1942 πολλαπλασιάζονται κατακόρυφα τα σεμινάρια και οι παρόμοιες «επιμορφωτικές» δραστηριότητες του σώματος των SS. Πού οφειλόταν αυτό; Μέχρι σήμερα, δεν έχει διευκρινιστεί. Υπάρχει, ωστόσο, και η άποψη ότι αυτό οφειλόταν στην πορεία του πολέμου στην Ανατολή: Εχει πάρει τόσο άγριο χαρακτήρα ώστε ακόμα και τα SS κλονίζονται.

4. Αυτό παρουσιάζεται πολύ χαρακτηριστικά και στην κινηματογραφική παρουσίαση της επιχείρησης από τους Αμερικανούς. Αλλο στοιχείο της ταινίας (πλήρως σύμφωνο με την ιστορική αλήθεια) είναι η παντελής απουσία της Λούφτβαφε. Οι Γερμανοί δεν διαθέτουν ούτε ένα αεροπλάνο και γι’ αυτό εξετάζουν απεγνωσμένα τα μετεωρολογικά στοιχεία: Αν διασκορπιστεί η ομίχλη, είναι τελείως έκθετοι στα αμερικανικά πλήγματα από τον αέρα.

5. Στο βορειοδυτικό άκρο της Γερμανίας, στα σύνορα με τη Δανία.

6. «Αυτή η στάση, που εξηγείται από ταξικές αιτίες -ανάμεσα σε καπιταλιστικά κράτη, ακόμα και προσωρινά εχθρικά, υπάρχει πάντα μια κάποια αλληλεγγύη που κάνει ένα συμβιβασμό δυνατό ή, εν πάση περιπτώσει, πιο πιθανό από ό,τι με την ΕΣΣΔ- είχε ενισχυθεί από την πολιτική του κατευνασμού των δυτικών δυνάμεων, που παρατάθηκε πέρα από την κήρυξη του πολέμου. Επιτρέπει να καταλάβουμε την αλλαγή μετώπου της Βέρμαχτ στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1940» (G. Badia: «Histoire de l’ Allemagne contemporaine», vol. II, Editions Sociales,Paris 1964, σελ. 219).

7. G. Forster, R. Lakowski, 1945 ,Das Jahr der endgultigen Niederlage der faschistischen Wehrmacht, Militarverlag der DDR, Berlin 1985, σελ. 330-332.

8. Η σκηνή που περιέχει το βιβλίο Σφαγείο Νο 5 του Kurt Vonnegut, Jr., που εμφανίζεται πολύ γλαφυρά και στην ομώνυμη ταινία (σκηνοθεσία George Roy Hill) αντιστοιχεί πλήρως στην ιστορική αλήθεια.

9. Αυτό που θέλουμε εδώ να πούμε είναι ότι, στην ιμπεριαλιστική «κοινωνία» (;), η αγριότητα γίνεται ένα στοιχείο per se, που δεν υποτάσσεται εύκολα (και ούτε καν πάντα) σε πολιτικούς υπολογισμούς.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις που μας επιτρέπουν να υποψιαστούμε ότι και η σοβιετική ηγεσία ανησυχεί έντονα για τις πιθανές πολιτικοϊδεολογικοψυχολογικές παρενέργειες του πολέμου.

10. Πράγμα που αποτελεί ένδειξη της ναζιστικής αντίληψης του πολέμου, δηλαδή του τρομοκρατικού πολέμου. Παράλληλα, δείχνει ότι μόνο η ύπαρξη της ΕΣΣΔ γλίτωσε τους λαούς της Δυτικής Ευρώπης από μια ούτε καν τρομακτική απειλή. Αυτό και μόνο δείχνει πόσο ύπουλη είναι εκείνη η προπαγάνδα μισοαποκατάστασης που καταδικάζει μόνο την εισβολή στην ΕΣΣΔ.
Ασφαλώς, αυτή η εισβολή ήταν το κύριο raison d’ etre του ναζισμού. Αυτό, όμως, καθόλου δεν σημαίνει (αντίθετα, συνηγορεί υπέρ του αντιθέτου) ότι οι ναζιστικές κατακτήσεις στη Δυτική Ευρώπη, τα Βαλκάνια κλπ. δεν ήταν συμπτώματα της ναζιστικής αγριότητας και συνεπώς «νομιμοποιούνται».

11. Στην περίοδο Σεπτέμβρη 1939-Απρίλη 1940, τα βρετανικά αεροπλάνα ρίχνουν στη Γερμανία κυρίως προκηρύξεις. Από τις 3 ως τις 25 Σεπτέμβρη του 1939, η βρετανική αεροπορία έριξε στη Γερμανία συνολικά 18.000.000 προκηρύξεις (Ι. Μ. Μάισκυ, «Πόλεμος, Ποιος βοήθησε το Χίτλερ;», Εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1966, σελ. 13).

12. Ενα χαρακτηριστικό γεγονός αποκαλύπτει μια πλευρά της ουσίας της υπόθεσης. Ενώ 3 ολόκληρα χρόνια βομβαρδισμών δεν έχουν κατορθώσει να θίξουν τη γερμανική βιομηχανία, το Σεπτέμβρη του 1944 παρουσιάζεται, για πρώτη φορά στην ιστορία της ναζιστικής Γερμανίας, μια απότομη πτώση της πολεμικής παραγωγής: Εχασε τις πετρελαιοπηγές του Πλοέστι, που περιήλθαν στα χέρια του σοβιετικού στρατού.

13. Για να είμαστε δίκαιοι προς όλους, πρέπει να πούμε ότι οι βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών είχαν επανειλημμένα ενημερώσει τη διοίκηση της αεροπορίας για την περιορισμένη αποτελεσματικότητα των αεροπορικών βομβαρδισμών.

14. «Συνολικά, η παραγωγική ικανότητα της (σ.σ., γερμανικής) βιομηχανίας είχε μειωθεί κατά το ένα πέμπτο. Λιγότερο ακόμα στη σιδηρουργία (10%) και στη χημική βιομηχανία (15%). Τα κέντρα κατοικίας είχαν πληγεί περισσότερο από τα εργοστάσια και αυτό δεν ήταν καρπός της τύχης» (G. Badia: «Histoire de l’ Allemagne contemporaine» vol. II, Editions Sociales, Paris 1964, σελ. 229). Σημειώνουμε ότι μερικοί αναλυτές βλέπουν τέτοιου είδους φαινόμενα και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

15. Η λεπτομέρεια αυτή επιβεβαιώνει πολύ ανάγλυφα όλα όσα λέμε σχετικά. Παράλληλα, αποκαλύπτει ένα άλλο στοιχείο: Μπαίνοντας στο Βερολίνο, ο σοβιετικός στρατός βρίσκει μια πόλη ήδη καταστραμμένη. Οι άγριες οδομαχίες ολοκληρώνουν την καταστροφή. Στο κεφάλαιο των βομβαρδισμών, πρέπει να υπολογιστεί και ένα νέο είδος βομβαρδισμών, που κάνει την εμφάνιση του στην τελευταία φάση του πολέμου: Πρόκειται για τους μη αεροπορικούς βομβαρδισμούς, δηλαδή για τους πυραυλικούς βομβαρδισμούς.
Από το Γενάρη του 1944 και συγκεκριμένα από τις 13 Γενάρη, η ναζιστική Γερμανία αρχίζει τη χρήση των πυραύλων «V». Η ονομασία τους προέρχεται από το αρχικό των λέξεων «Vergeltungswaffe» (όπλο ανταπόδοσης). Ο πρώτος τύπος που χρησιμοποιήθηκε ήταν το V-1. Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, χρησιμοποιήθηκαν 10.500 V-1, από τους οποίους οι 2.500 έπληξαν το Λονδίνο. Οι πύραυλοι «V-1» παρουσίαζαν πολλές ατέλειες: Η ταχύτητα τους, αν και μεγαλύτερη των αεροσκαφών της εποχής, ήταν πάντα σχετικά περιορισμένη, δεν παρουσίαζαν καμιά δυνατότητα τηλεκατεύθυνσης και παρουσίαζαν υψηλό δείκτη ανασφάλειας: Πολλοί εξερράγησαν στον αέρα ή έπεσαν στη θάλασσα. Το βασικότερο ελάττωμα τους ήταν ότι μπορούσαν να αχρηστευτούν από τα βρετανικά παράκτια πυροβολεία.
Στις 8 Σεπτέμβρη του 1944, η ναζιστική Γερμανία άρχισε τη χρήση του νέου πυραύλου «V-2». Ο τύπος αυτός είχε μεγαλύτερη ταχύτητα, μεγαλύτερο βεληνεκές, παρουσίαζε τα πρώτα σημάδια τηλεκατεύθυνσης και ήταν εντελώς απρόσβλητος από την αντιαεροπορική άμυνα. Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, χρησιμοποιήθηκαν 4.300 πύραυλοι «V-2», από τους οποίους 1.402 στη Βρετανία, από τους οποίους 517 στο Λονδίνο.
Παρά τις μεγάλες ατέλειες τους, οι πύραυλοι αυτοί (και ιδιαίτερα ο «V-2») αποδείχτηκαν πολύ επικίνδυνοι, προκαλώντας πολλά θύματα (πάνω από 35.000) και μεγάλες καταστροφές. Πιθανότατα, μόνο η κατάληψη των βάσεων εκτόξευσης τους από τις συμμαχικές δυνάμεις έσωσε το Λονδίνο από την πλήρη εξαφάνιση από το πρόσωπο της γης.

16. «Οταν έπεσε η Γερμανία, ο Στόκτον και ο Μπεν εξασφάλισαν φορτηγά που τα έστειλαν στο ρωσικό τομέα, ξεσήκωσαν πολύτιμο υλικό από τα κτίρια της ITT και τα αεροδρόμια και τα μετέφεραν στον αμερικανικό τομέα» (Charles Higham: «Αμερικανο-ναζιστική συνωμοσία», εκδ. «Καρρέ», Αθήνα 1985, σελ. 157).
Πρόκειται για τον Σόσθενς Μπεν, ιδρυτή (1920) της ITT, και τον Κένεθ Στόκτον, δεξί χέρι του Μπεν, αντιστράτηγο των ένοπλων δυνάμεων των ΗΠΑ, ενδιάμεσο σε επιχειρηματικές επαφές της ITT με τη ναζιστική Γερμανία σε όλη τη διάρκεια του πολέμου.
Κάτι παρόμοιο έγινε και σε ένα άλλο πολύ σοβαρό τομέα. Στις τελευταίες ημέρες του πολέμου, ειδικό συνεργείο των ένοπλων δυνάμεων των ΗΠΑ προωθήθηκε ανεξάρτητα στις ακτές της Βαλτικής, στην περιοχή του Ρόστοκ. Εκεί, παρέλαβε το διευθυντικό προσωπικό της γερμανικής πυραυλικής βιομηχανίας, δηλαδή πολλές δεκάδες άτομα και, μεταξύ τους, το γνωστό μηχανικό Βέρνερ φον Μπράουν, τα επιστημονικά υλικά και ντοκουμέντα τους και τα πιο σημαντικά τεχνικά τους όργανα -υλικά συνολικού βάρους άνω των 11 τόνων- και, ύστερα από μυθιστορηματικό ταξίδι, τα μετέφεραν στον αμερικανικό τομέα. Αυτό κινδύνευε να δημιουργήσει σοβαρά επεισόδια όχι μόνο με τους Σοβιετικούς, που ήταν η δύναμη κατοχής της Βορειοανατολικής Γερμανίας, όπου βρίσκεται το Ρόστοκ, αλλά και με τους Βρετανούς, που ήταν η δύναμη κατοχής της Βορειοδυτικής Γερμανίας. Αλλά το ίδιο έγινε και σε άλλες χώρες.
«Η Standard Oil δεν λυπήθηκε χρήματα για όπλα, δώρα και αεροπλάνα, ώστε αμέσως μετά τη μεταπολίτευση στη Ρουμανία, στις 30 Αυγούστου του 1944, όταν ο βασιλιάς Μιχαήλ απαίτησε την παραίτηση του στρατάρχη Ανέσκου και κήρυξε τον πόλεμο στον Χίτλερ, όσο ο Κόκκινος Στρατός δεν είχε μπει ακόμα στο Βουκουρέστι, αντιμετωπίζοντας την αντίσταση των Γερμανών, να στείλει εκεί ειδική αποστολή του ΤΣΥ με επικεφαλής τον Ράσελ Ντορ, συνεταίρο του Ντόνοβαν στο δικηγορικό γραφείο που είχε στην Ουόλ Στριτ. Η ομάδα του ΤΣΥ, που πήγε αεροπορικώς στο Βουκουρέστι από το Κάιρο, κατόρθωσε να κλέψει τα αρχεία της ρουμανικής και της γερμανικής κατασκοπείας και τα απόρρητα επιστημονικά έγγραφα που είχαν σχέση με τη μελέτη των προοπτικών ανάπτυξης της πετρελαιοβιομηχανίας στη Ρουμανία» (Γ. Σεμιόνοφ, Διατάσσεσαι να επιζήσεις, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1986, σελ. 52).
Η υπηρεσία που αναφέρεται σαν ΤΣΥ (Τμήμα Στρατηγικών Υπηρεσιών) ήταν, στην πραγματικότητα, η OSS (Organisation for Strategic Studies – Οργάνωση Στρατηγικών Μελετών). Ιδρύθηκε το καλοκαίρι του 1941 και θεωρείται ο πρόδρομος της CIA.
Ο «Ντόνοβαν» ήταν ο Τζόζεφ Ντόνοβαν, πρώτος διευθυντής της OSS.
Το γεγονός ότι οι Αμερικανοί μπορούσαν να κάνουν, σε τόσο περιορισμένο χρόνο, τόσο απελπιστικά δύσκολες επιχειρήσεις έχει πολύ μεγάλη σημασία.
Οι επιχειρήσεις αυτές (παράδειγμα, η επιχείρηση στις ακτές της Βαλτικής) θα ήταν εντελώς αδύνατο να γίνουν χωρίς προηγουμένη -και πιθανότατα μακρόχρονη- συνεννόηση. Οι επιχειρήσεις αυτές είναι στην πραγματικότητα κλασικές ενδείξεις «ιστορικής όσμωσης» και, όπως είδαμε, όχι μόνο με τη ναζιστική Γερμανία, αλλά με ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη. Είναι φανερό ότι εξηγούν σοβαρές πτυχές των μεταπολεμικών πια γεγονότων.

17. Ο πόλεμος στην Ασία, όπου το στοιχείο της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας είναι πολύ πιο αδύνατο ή εμφανίζεται μόνο έμμεσα, θα ήταν επίσης πολύ διδακτικός σε συμπεράσματα.
Κατ’ αρχήν, στις παραμονές του πολέμου, το βιομηχανικό δυναμικό της Ιαπωνίας δεν υπερβαίνει το 10% εκείνου των ΗΠΑ. Αυτό, μαζί με διαφόρους στρατηγικούς παράγοντες, θα έχει ένα πολύ σοβαρό αποτέλεσμα: Ενώ οι ΗΠΑ μπορούν άνετα να βομβαρδίζουν την Ιαπωνία, εκείνη δεν μπορεί να κάνει το ίδιο στις ΗΠΑ. Πολύ γρήγορα, τα πράγματα ξεκαθαρίζουν: Παρά την πολύχρονη προετοιμασία της, η Ιαπωνία υφίσταται τεράστιες απώλειες στη θάλασσα και τον αέρα. Στους ιαπωνικούς ουρανούς κυριαρχούν τα αεροπλάνα των ΗΠΑ. Οι βομβαρδισμοί είναι εξοντωτικοί. Υπολογίζεται ότι το Τόκιο βομβαρδίστηκε με συνολική ισχύ 13 Χιροσίμα. Μετά το Γενάρη του 1945, η ιαπωνική πολεμική αεροπορία δεν υπάρχει πια.
Οι απώλειες στη θάλασσα είναι εφιαλτικές. Το Σεπτέμβρη του 1945, έμενε στην Ιαπωνία εμπορικός στόλος συνολικού ακαθάριστου εκτοπίσματος μόνο 1.400.000 τόνων, έναντι 6.000.000 το 1940 και παρά το γεγονός ότι στη διάρκεια του πολέμου είχε ναυπηγηθεί στόλος συνολικού ακαθάριστου εκτοπίσματος 4.100.000 τόνων.
Το 1945, η Ιαπωνία έχει φτάσει στο χείλος της πλήρους εθνικής καταστροφής, και πιθανότατα το έχει ξεπεράσει. Η βιομηχανία δεν λειτουργεί, στόλος δεν υπάρχει, οι καταστροφές είναι μεγάλες, ενώ η αποστράτευση του κολοσσιαίου Αυτοκρατορικού Στρατού και η επιστροφή περίπου 6.000.000 Ιαπώνων εποίκων από τα πρώην κατεχόμενα εδάφη σπρώχνουν τα πράγματα ως το λιμό. Δύο χρόνια μετά την υπογραφή της συνθηκολόγησης, η βιομηχανική παραγωγή είναι κάτω από το 50% του επιπέδου του 1936 και, σύμφωνα με μερικούς υπολογισμούς, του 1930.
Είναι πολύ πιθανό ότι η Ιαπωνία θα είχε πάψει τελείως να υπάρχει χωρίς τη βοήθεια των ΗΠΑ σε τρόφιμα, φάρμακα, καύσιμα, χημικά προϊόντα κλπ., που αρχίζει από την πρώτη μεταπολεμική ημέρα. Εν μέρει για να ανακουφιστεί η καταστροφική επισιτιστική κατάσταση και εν μέρει λόγω πολιτικών υπολογισμών, οι ΗΠΑ επιτρέπουν, από το 1946 κιόλας, την αλιεία έξω από τα ιαπωνικά χωρικά ύδατα, πράγμα που προκαλεί τις διαμαρτυρίες των άλλων χωρών του Ειρηνικού.
Ωστόσο, οι εξελίξεις στην Κίνα και στην Κορέα πείθουν τις ΗΠΑ ότι η Ιαπωνία «χρειάζεται» για να χρησιμοποιηθεί ενάντια στην ΕΣΣΔ. Ετσι, αρχίζει μια πολιτική ενίσχυσης που επιτρέπει μια, αργή στην αρχή, αλλά αναμφισβήτητη, βιομηχανική άνοδο. Στα 1955, η βιομηχανική παραγωγή έχει ήδη, επιτέλους, ξεπεράσει (κατά 50%) το επίπεδο του 1934-36. (Τα στοιχεία προέρχονται από την Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια, εκδόσεις Κ. Εμμανουήλ-Δ. Κιτσία & Σία, Αθήνα 1970, λήμμα «Ιαπωνία», σελ. 296-347).
Σημειώνουμε ότι και στην περίπτωση της Ιαπωνίας η Επιθεώρηση Στρατηγικών Βομβαρδισμών των ΗΠΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πολεμική παραγωγή της το 1945 θα είχε, λόγω της καταστροφής του στόλου, μειωθεί στο 40-50% του 1944, ακόμα και χωρίς τους βομβαρδισμούς (στο ίδιο, σελ. 310).
Πιθανώς χωρίς αυτούς, όμως, δεν θα είχε δημιουργηθεί το αναγκαίο «κενό» για την ανάκαμψη από την κρίση.
Η περίπτωση της Ιαπωνίας και η ομοιότητα της με τη Γερμανία (αν και στην Ιαπωνία οι καταστροφές φαίνεται να είναι πολύ μεγαλύτερες) δείχνουν ακριβώς αυτό που έλεγε ο Μαρξ για την καπιταλιστική ανάπτυξη και, αργότερα, «κωδικοποίησε» ο Λένιν: Η πορεία της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι μια πορεία γενικά μεν ανοδική, αλλά όχι αδιάκοπα ανοδική. Και αυτό γιατί «δεν μπορεί να εξελιχθεί χωρίς δύο βήματα εμπρός και ένα (και, καμιά φορά, ολόκληρα δύο) πίσω».

18. «Η στάση της συμφιλιωτικής μερίδας της αστικής τάξης της Βρετανίας και της Γαλλίας θα ήταν ακατανόητη εάν δεν προσθέταμε ότι, σε κάθε προσάρτηση, ή σχεδόν, είχαν γίνει συμφωνίες, είτε σε επίπεδο κυβερνήσεων είτε σε επίπεδο επιχειρηματιών, που επέτρεπαν την εκκαθάριση, με κέρδος, των γαλλικών και βρετανικών συμφερόντων στα προσαρτημένα εδάφη. Αυτό έγινε με την Αυστρία, αυτό θα γίνει και με την Τσεχοσλοβακία. Ακόμα και μετά την ήττα και στη διάρκεια της κατοχής της Γαλλίας, αυτή η συνεργασία δεν θα σταματήσει σε μερικούς τομείς» (G. Badia: «Histoire de l’ Allemagne contemporaine, vol. II, Editions Sociales, Paris 1964, σελ. 104).
Ο Higham αναφέρει ότι, στις 22.9.1939, έγινε στη Χάγη συνάντηση ανάμεσα στον Φρανκ Α. Χάουαρντ, αντιπρόεδρο της Standard Oil και μέλος του ΔΣ της Chase και τον Φριτς Ρίνγκερ της IG Farben. Στη συνάντηση αυτή, πέραν των πολλών άλλων, υπογράφηκε και συμφωνία ότι η συνεργασία θα συνεχιστεί «ανεξάρτητα από την είσοδο στον πόλεμο των ΗΠΑ» (Charles Higham: «Αμερικανο-ναζιστική συνωμοσία», εκδ. «Καρρέ», Αθήνα 1985, σελ. 66).
Σε όλα αυτά, ο Higham βλέπει μια φοβερή και τρομερή «αμερικανοναζιστική συνωμοσία». Εκείνο που πράγματι υπήρχε ήταν η «φυσιολογική» λειτουργία του μονοπωλιακού κεφαλαίου.

19. Ηταν η περίφημη ITT (σημερινή ATT). Ο Higham γράφει ότι ο Σέλενμπεργκ διορίστηκε επειδή προστάτευε την εταιρία, με «εικονικό μισθό» (Charles Higham: «Αμερικανο-ναζιστική συνωμοσία», εκδ. «Καρρέ», Αθήνα 1985, σελ. 139). Τόσο αλτρουιστής, ο Σέλενμπεργκ; Αμφιβάλλουμε. Περιττό, βέβαια, να πούμε ότι και ο Χίμλερ υπερασπίζει την εταιρία «με όλη του τη δύναμη» (στο ίδιο).

20. Μια ιδιόμορφη τροπή αυτής της «ιστορικής όσμωσης» δείχνει και ένα άγνωστο περιστατικό.
Οπως είναι γνωστό, η ναζιστική ηγεσία είχε καταρτίσει το λεγόμενο «Γενικό Σχέδιο» (General Plan). Σ’ αυτό το σχέδιο, αναφέρονταν οι γενικές σκέψεις της, οι προβλέψεις για τη μεταπολεμική κατάσταση κλπ.
Το ίδιο το «Γενικό Σχέδιο» δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα. Γνωστά είναι μόνο μερικά ντοκουμέντα που αναφέρονται σαν συνημμένα σ’ αυτό. Οσον αφορά στην ήττα που ολοφάνερα πλησιάζει, σχεδόν όλα τα ντοκουμέντα αυτά επικεντρώνονται στην ανάγκη διάσπασης των συμμάχων και συμπαράταξης της Γερμανίας με τις δυτικές δυνάμεις.
Σχεδόν όλα, το τονίζουμε. Γιατί έχει βρεθεί ένα το οποίο βλέπει την κατάσταση διαφορετικά: Ενώ παραμένει στην προσπάθεια διάσπασης των συμμάχων, προτείνει τη συμπαράταξη με την ΕΣΣΔ.
Πρόκειται για ένα ντοκουμέντο ενδιαφέρον, γιατί τεκμηριώνει το συλλογισμό του με το εξής επιχείρημα:
Στην Ανατολή, η αντίσταση όχι μόνο του στρατού («μέτωπο») αλλά και του λαού («Εσωτερική δύναμη αντίστασης») παραμένει άθικτη. Στη Δύση, αντίθετα, «το μέτωπο βρίσκεται σε πλήρη διάλυση, η εσωτερική δύναμη αντίστασης απέναντι στις δυτικές δυνάμεις έχει περιοριστεί σε μικρά ή ελάχιστα τμήματα του στρατού».
Ο υπαινιγμός είναι σαφής: Με τόση και τέτοια «εσωτερική δύναμη αντίστασης», η Γερμανία δεν κινδυνεύει από τον «μπολσεβικισμό». Από την άλλη, όπως λέγεται ανοιχτά στο ντοκουμέντο, δεν έχει τίποτα να προσφέρει στις δυτικές δυνάμεις. Γι’ αυτό, πρέπει να κάνει χωριστή ειρήνη με την ΕΣΣΔ.
Αυτό θα είναι ωφέλιμο και για τα δύο μέρη:
α) Για τη Γερμανία, γιατί θα αποφύγει την καταστροφή. Για να μη μιλήσουμε για το ότι, αλλιώς, «ο γερμανικός λαός, θα υποδουλωθεί για δεκαετίες, μακροπρόθεσμα θα γίνει ο μισθοφόρος της ξηράς ενάντια στην Ανατολή για τη Βρετανία, ενώ, στην εσωτερική πολιτική ζωή, θα νικήσουν η αντίδραση και ο καπιταλισμός σε μια έκταση που θα κάνει αδύνατη κάθε σοσιαλιστική οικοδόμηση».
β) Για την ΕΣΣΔ, γιατί, με το τέλος του πολέμου, η συμμαχία της με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία θα τελειώσει και, μαζί της, τα οποιαδήποτε οικονομικά και στρατηγικά πλεονεκτήματα. Αλλωστε, «η Γιάλτα έδωσε στη Ρωσία μόνο μια περιορισμένη (και αυτή συνεχώς συζητήσιμη) επιρροή στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη» και «η ήττα της Γερμανίας από τις δυτικές δυνάμεις σημαίνει για την ΕΣΣΔ την παράταση του πολέμου μέσω ενός Γ’ Παγκόσμιου Πολέμου».
Γι’ αυτό, η Γερμανία θα κάνει χωριστή συμφωνία ειρήνης με την ΕΣΣΔ και θα συμβάλει στο να γίνει αυτό και με την Ιαπωνία, ώστε «να αποκρουστεί η βρετανοαμερικανική επιρροή στην Κίνα». Θα βοηθήσει την ΕΣΣΔ στη μεταπολεμική της ανόρθωση, θα αναγνωρίσει τα συμφέροντα της ΕΣΣΔ παντού και θα τη βοηθήσει να προωθηθεί όπου θέλει (π.χ.. Ειρηνικό, Μέση Ανατολή, Περσικό Κόλπο κλπ.), θα αναγνωρίσει «τις σοβιετικές δημοκρατίες, Πολωνία, Λιθουανία, Εσθονία, Λετονία, Φινλανδία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Μακεδονία, Ελλάδα και, ενδεχομένως, Τουρκία».
Μόνοι όροι τα σύνορα του 1914 για τη Γερμανία, αναγνώριση της επιρροής της στη Βόρεια και Βορειοδυτική Ευρώπη, ιδιαίτερα ενάντια στη Βρετανία, και «ισχυρότερη επιρροή» στην Αυστρία.
Τέλος, οι δύο χώρες θα κάνουν, «με βάση το πρότυπο των 16 (;) Σοβιετικών Δημοκρατιών του 1943», ένα συνασπισμό, τη «Σοσιαλιστική Ενωση», όπου «η διαμόρφωση της εσωτερικής κατάστασης παραμένει, από κάθε άποψη, ελεύθερη για τους επιμέρους λαούς» (Forster-Lakowski, 1945…, σελ. 245).
Το ντοκουμέντο έχει ημερομηνία 5 Απρίλη του 1945.0 συγγραφέας του είναι άγνωστος και βρέθηκε μέσα στα έγγραφα της «κυβέρνησης» Ντένιτς.
Αναντίρρητα, ο συγγραφέας του ντοκουμέντου κάνει μια πολύ νηφάλια ανάλυση της κατάστασης. Μερικές από τις διαπιστώσεις του, αν τις δει κανείς εκ των υστέρων, φαίνονται σαν πραγματικά προφητικές.
Από την άλλη μεριά, ο συγγραφέας, με ένα πολύ τολμηρό stretch of imagination:
α) Διαπιστώνει την «ιστορική όσμωση», την οποία θεωρεί επικίνδυνη αλλά και εγγύηση.
β) Αγνοεί την «ιστορική όσμωση», αφού ζητά από το γερμανικό ιμπεριαλισμό να δεχτεί μια συνέχιση της κυριαρχίας του χωρίς καταπολέμηση και, μάλιστα, με επέκταση σε όλο τον κόσμο της ηγεμονίας των επαναστατικών δυνάμεων.
Φυσικά, η Ανώτατη Διοίκηση έκανε το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή εκείνο που συνέφερε τον ιμπεριαλισμό.
Το ερωτηματικό που υπάρχει είναι μήπως αυτό το ντοκουμέντο, που φαίνεται να είναι μοναδικό στο είδος του, ήταν πλαστό. Πλαστό όχι με την έννοια της γνησιότητας της συγγραφής, αλλά με την έννοια της σκοπιμότητας. Υπάρχει, δηλαδή, η περίπτωση να γράφτηκε ειδικά για να βρεθεί και να παρακινήσει τους δυτικούς συμμάχους σε μια αντισοβιετική προσέγγιση με τη Γερμανία.

21. Charles Higham: «Αμερικανο-ναζιστική συνωμοσία», εκδ. «Καρρέ», Αθήνα 1985, σελ. 29.

22. G. Badia: «Histoire de l’ Allemagne contemporaine», vol. II, Editions Sociales, Paris 1964, σελ. 188.