Η μάχη του Στάλινγκραντ: η μάχη που άλλαξε τον ρου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου

Η κόκκινη σημαία πάνω από το Στάλινγκραντ

Στις 20 του Φλεβάρη του 1943 ο στρατηγός Χάιντς Γκουντέριαν συναντήθηκε με τον Αδόλφο Χίτλερ. «Είχα να τον δω – γράφει στα απομνημονεύματά του1 – από την αποφράδα εκείνη ημέρα της 20ής Δεκεμβρίου 1941 (σ.σ. μετά την ήττα των γερμανικών δυνάμεων στη Μόσχα, που είχε ως αποτέλεσμα ο Γκουντέριαν να πέσει σε δυσμένεια). Στους 14 μήνες που είχαν περάσει από τότε ο Χίτλερ είχε γεράσει πολύ. Το όλο παρουσιαστικό του δεν ήταν πια τόσον επιβλητικό, όπως τότε. Η ομιλία του ήταν διστακτική και το αριστερό του χέρι έτρεμε». Ο γνωστός ακροδεξιός ιστορικός συγγραφέας David Irving συμπληρώνει ότι πέρα από τα άλλα προβλήματα υγείας «ο Χίτλερ περνούσε κρίσεις βαριάς κατάθλιψης… Το Στάλινγκραντ είχε αφήσει βαθιά σημάδια μέσα του»2.

Χωρίς αμφιβολία η έκβαση της Μάχης στο Στάλινγκραντ είχε αλλάξει ολόκληρη τη ροή του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και από στρατιωτική και από πολιτική – ψυχολογική άποψη. Αλλά γιατί; Τι ήταν αυτό που είχε συμβεί;

Στόχος, ο Νότος της Σοβιετικής Ενωσης

Το καλοκαίρι του 1942 τα γερμανικά στρατεύματα εξαπέλυσαν μεγάλη επίθεση στο νότιο τομέα του ανατολικού μετώπου. Ενα τμήμα κινήθηκε προς το Στάλινγκραντ και στις 17/7/1942 έφτασε στα άκρα της πόλης κι ένα άλλο τμήμα έφτασε στον ποταμό Ντον, στην περιοχή της πόλης Ροστόβ, με κατεύθυνση τον Καύκασο.

Την επίθεση αυτή η Γερμανία τη σχεδίαζε από τα τέλη του 1941 αλλά οι σχεδιασμοί έλαβαν ολοκληρωμένη μορφή στρατιωτικού σχεδίου στις 5 του Απρίλη του 1942, όταν το γερμανικό στρατιωτικό επιτελείο εξέδωσε τη διαταγή Νο 41, βάσει της οποίας, κύριος στόχος των γερμανικών στρατευμάτων ετίθετο η συντριβή της σοβιετικής αντίστασης και η κατάληψη του μεγαλύτερου μέρους των βασικών στρατιωτικών και οικονομικών κέντρων της ΕΣΣΔ. «Πρώτα είναι απαραίτητο – έλεγε η διαταγή – να ενώσουμε όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις για τη διεξαγωγή της βασικής επιχείρησης στο νότιο τομέα, με σκοπό να εκμηδενίσουμε τον εχθρό πέρα από τον Ντον, για να καταλάβουμε ύστερα τις πετρελαιοφόρες περιοχές στους πρόποδες του Καυκάσου και τους δρόμους μέσα στον Καύκασο»3. Για να εξασφαλιστεί η επιτυχία της επίθεσης των γερμανικών στρατευμάτων στον τομέα του Καυκάσου, το γερμανικό στρατηγείο σχεδίασε επίθεση στον τομέα του Στάλινγκραντ. Αρχικά, όμως, βάσει της προαναφερόμενης διαταγής προβλεπόταν η προέλαση των γερμανικών δυνάμεων στον Καύκασο και η περικύκλωση και συντριβή των σοβιετικών στρατιωτικών δυνάμεων κοντά στο Στάλινγκραντ. Στη συνέχεια, όμως, τον Ιούλη του 1942, τα σχέδια αυτά τροποποιήθηκαν ώστε να συμπεριλάβουν και την κατάληψη της ίδιας της πόλης. «Την επίθεση στο Στάλινγκραντ – γράφει ο Ian Kershaw4 – θα αναλάμβανε η λιγότερο ισχυρή Ομάδα Στρατιών Β, η οποία αναμενόταν να συνεχίσει αργότερα κατά μήκος του Κάτω Βόλγα προς το Αστραχάν επί της Κασπίας. Αυτή η στρατηγική ήταν καθαρή παραφροσύνη».

 

Εφόρμηση στα χαλάσματα του Στάλινγκραντ

Κρίνοντας εκ των υστέρων – και εκ του αποτελέσματος -, μπορεί εύκολα κανείς να προβεί σε χαρακτηρισμούς τόσο για τη στρατηγική του Χίτλερ όσο και για εκείνη που ακολούθησαν οι Σοβιετικοί. Γι’ αυτό ας σταθούμε σε περισσότερο αντικειμενικά στοιχεία. Βλέποντας κανείς το συσχετισμό δυνάμεων εκείνης της εποχής ανάμεσα στη Σοβιετική Ενωση και τη Γερμανία δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ότι το πλεονέκτημα ήταν με το μέρος των Γερμανών. Εχοντας υπό την κατοχή της ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη, η ναζιστική Γερμανία αξιοποιούσε για τις πολεμικές της ανάγκες τα εργοστάσια της Γαλλίας, του Βελγίου, της Αυστρίας, της Τσεχοσλοβακίας, κλπ., πράγμα που σήμαινε ότι υπερτερούσε ασύγκριτα έναντι της ΕΣΣΔ. Επιπλέον, οι πόροι της για τη βαριά βιομηχανία – τη δική της και των κατεχόμενων χωρών – ήταν δύο με δυόμισι φορές περισσότεροι από εκείνους της Σοβιετικής Ενωσης. Η Γερμανία είχε διπλάσιους εργάτες στην εθνική της οικονομία απ’ ό,τι η ΕΣΣΔ, χώρια που στις κατακτημένες χώρες και χώρες – δορυφόρους της εκατομμύρια εργάτες δούλευαν για την πολεμική της μηχανή. Το 1942, μάλιστα, το 1/4 της γερμανικής πολεμικής παραγωγής το έδιναν οι κατακτημένες περιοχές.

Με την επίθεσή της εναντίον της ΕΣΣΔ, και τις αρχικές της επιτυχίες, η ναζιστική Γερμανία είχε καταφέρει να θέσει υπό την κατοχή της υπερανεπτυγμένες σοβιετικές αγροτικές και βιομηχανικές περιοχές που προπολεμικά έδιναν το 71% της παραγωγής χυτοσιδήρου, το 58% του χάλυβα, το 57% του τροχαίου υλικού, το 63% του άνθρακα καθώς και τον κύριο όγκο του πολεμικού εξοπλισμού και των εφοδίων. Οι κατακτημένες σοβιετικές περιοχές, όπου ζούσε προπολεμικά το 42% του πληθυσμού της χώρας, κάλυπταν το 40% του συνολικού χώρου παραγωγής σιτηρών και το 38% της κτηνοτροφίας5. Ομως, παρά τις δυσκολίες στις οποίες είχε περιέλθει, η Σοβιετική Ενωση κάθε άλλο παρά υποχωρούσε στον τομέα της στρατιωτικο-οικονομικής της βάσης και του τεχνικού εξοπλισμού του στρατού της. Χάρη στις τιτάνιες προσπάθειες του σοβιετικού λαού, στο δεύτερο εξάμηνο του 1942 κατασκευάστηκαν 1,6 φορές περισσότερα πολεμικά αεροπλάνα απ’ ό,τι στο πρώτο εξάμηνο. Αυξήθηκε σημαντικά η παραγωγή των καταδιωκτικών Γιακ-1, Γιακ-7 και Γιακ-9 και των αεροπλάνων καθέτου εφορμήσεως Ιλ-2. Αρχισε επίσης η μαζική παραγωγή των καταδιωκτικών Λα-5 με μεγάλα πτητικά – τεχνικά πλεονεκτήματα, αυξήθηκε η μαζική παραγωγή μεσαίων αρμάτων μάχης Τ-34 σχεδόν δύο φορές και των ελαφρών Τ-70 σχεδόν πέντε φορές. Επίσης, αυξήθηκε σημαντικά η παραγωγή πυροβόλων των 82 και 120 χιλιοστών, όλμων και αυτομάτων όπλων καθώς και η παραγωγή πολεμοφοδίων. «Η συνεχής ενίσχυση και αύξηση της πολεμικο- οικονομικής βάσης της ΕΣΣΔ και του τεχνικού εξοπλισμού του σοβιετικού στρατού – γράφουν οι Σοβιετικοί ιστορικοί6– επέτρεψε στη σοβιετική διοίκηση να εφαρμόσει στις Ενοπλες Δυνάμεις μια σειρά απαραίτητα οργανωτικά μέτρα, που επέβαλλαν οι αλλαγές στον τρόπο της διεξαγωγής των πολεμικών επιχειρήσεων».

 

Για την καλοκαιρινή επίθεση του 1942 προετοιμάστηκαν 5 γερμανικές στρατιές, μια ρουμανική, μια ιταλική και μία ουγγρική. Ολες μαζί αποτέλεσαν την ομάδα στρατιών «Νότος» που διαιρέθηκε σε δύο μέρη: Το «Α» και το «Β». Σύμφωνα με το σχέδιο, η ομάδα στρατιών «Α» είχε ως αποστολή της να κινηθεί νοτιότερα της «Β», να διαβεί τον κάτω ρου του ποταμού Ντον κι ένα τμήμα της να εισβάλει στον Καύκασο. Η ομάδα «Β» θα έπρεπε να διαβεί τον Ντον στο σημείο Βορονέζ – Νόβαγια Καλίτβα και προελαύνοντας προς το Νότο, στο ενδιάμεσο Ντον και Βόλγα, να φτάσει στο Στάλινγκραντ.

Στάλινγκραντ: όλη η πόλη ένα πεδίο μάχης

Πριν αρχίσει η επιχείρηση των βασικών δυνάμεων στο νοτιοδυτικό τομέα – και προς διευκόλυνσή τους – οι Γερμανοί ξεκίνησαν μικρότερες επιχειρήσεις στην Κριμαία, στην περιοχή του Χάρκοβου, στο δυτικό και στο βορειοδυτικό τομέα. Ετσι από το Μάη άρχισαν οι επιθετικές επιχειρήσεις σε μια σειρά τομείς του σοβιετογερμανικού μετώπου από το Λένινγκραντ έως την Κριμαία. Ταυτόχροναμ το Μάη – Ιούνη του 1942 στο νοτιοδυτικό τομέα ο εχθρός κατάφερε να εξασφαλίσει την πρωτοβουλία, να μειώσει την έκταση του μετώπου του και να καταλάβει πιο ευνοϊκές θέσεις για την επόμενη φάση της πολεμικής του εξόρμησης. Η ήττα των σοβιετικών στρατευμάτων στη χερσόνησο Κερτς και νοτιοδυτικά από το Χάρκοβο, η υποχώρησή τους στον τομέα του Βολτσάνσκ και του Κουπιάνσκ χειροτέρευσε κατά πολύ την κατάσταση σε όλη τη νότια πτέρυγα του μετώπου και ο Κόκκινος Στρατός ξαναπέρασε στο στάδιο των αμυντικών ενεργειών.

Στις 28 του Ιούνη άρχισε η επίθεση για την πραγματοποίηση του βασικού σκοπού της ναζιστικής στρατιωτικής επιχείρησης, που ήταν περικύκλωση των σοβιετικών στρατευμάτων του νοτιοδυτικού τομέα. Ομως, παρά τις επιτυχίες, η σθεναρή άμυνα των σοβιετικών δυνάμεων απέτρεψε να συμβεί κάτι τέτοιο κι έτσι ο εχθρός έστρεψε όλες του τις προσπάθειες για να περικυκλώσει τα στρατεύματα του νότιου μετώπου με αποτέλεσμα από τις 17 του Ιούλη του 1942 να αρχίσει η μάχη μπροστά στο Στάλινγκραντ.

Το Στάλινγκραντ και η σημασία του
 

Για την πρακτική βοήθεια και καθοδήγηση στην οργάνωση της άμυνας αλλά και για την κινητοποίηση όλων των δυνάμεων του λαού, στο Στάλινγκραντ στάλθηκαν – μεταξύ άλλων – ο γραμματέας της ΚΕ του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος και μέλος της Κρατικής Επιτροπής Αμυνας, Γ. Μ. Μαλένκοφ, ο στρατηγός Ζούκοφ και ο αντιστράτηγος Βασιλιέφσκι από το Επιτελείο, ενώ ο Ν. Σ. Χρουστσόφ διορίστηκε μέλος του Πολεμικού Συμβουλίου της πόλης με καθήκοντα Πολιτικού Επιτρόπου.

Οι αμυντικές επιχειρήσεις κράτησαν από τις 17 του Ιούλη του 1942 έως τις 18 του Νοέμβρη του ίδιου έτους. Τις επιχειρήσεις αυτές άλλοι Σοβιετικοί στρατιωτικοί τις διαιρούν σε τρία στάδια και άλλοι, όπως ο διοικητής του μετώπου του Στάλινγκραντ, στρατάρχης Α. Ι. Γιερεμένκο, σε πέντε7. Οπως και να ‘χει το θέμα, από το Σεπτέμβρη του 1942 οι μάχες γίνονται πλέον μέσα στην πόλη, που πλέον αποκτά αποφασιστική σημασία και για τις δύο εμπόλεμες πλευρές. Γιατί όμως;

Χάρτης των επιχειρήσεων

Κρατώντας την περιοχή του Στάλινγκραντ τα σοβιετικά στρατεύματα μπορούσαν να χτυπήσουν οποιαδήποτε στιγμή τους Γερμανούς στον Καύκασο και η στρατιωτική διοίκηση των τελευταίων αντιλαμβανόταν ότι δε θα κατάφερνε ποτέ να κυριαρχήσει στην περιοχή του Καυκάσου μη έχοντας υπό τον έλεγχό της το Στάλινγκραντ.

Σ’ ένα λόγο του στις 9/9/1942, προς το στρατιωτικό του επιτελείο, ο Χίτλερ περιέγραφε ως εξής τη γερμανική καλοκαιρινή επίθεση στο νότιο τομέα του ανατολικού μετώπου8: «Βάλαμε σκοπό μας, πρώτο να καταλάβετε τις τελευταίες μεγάλες σιτοπαραγωγικές περιοχές του αντιπάλου, δεύτερο να καταλάβετε τις ανθρακοφόρες περιοχές, απ’ όπου θα προμηθευόμαστε κοκ, τρίτο να προελάσετε προς τις πετρελαιοπηγές του και τέταρτο η επίθεση θα συνεχιστεί ως ότου κοπεί η τελευταία μεγάλη υδάτινη αρτηρία του Βόλγα». Οντως έτσι είχαν τα πράγματα. Στην περιοχή μάλιστα του Βόρειου Καυκάσου και της Υπερκαυκασίας αναλογούσαν πάνω από τα 4/5 της πανενωσιακής εξόρυξης πετρελαίου και πάνω από το μισό των μεταλλευμάτων μαγγανίου. Επιπλέον, αν κυριαρχούσαν στον Καύκασο οι Γερμανοί θα έρχονταν σε επαφή με τις τουρκικές δυνάμεις που ήταν έτοιμες να προσχωρήσουν στον άξονα, θα κατάφερναν να αποκόψουν την Υπεριρανική σιδηροδρομική γραμμή απ’ όπου η ΕΣΣΔ επικοινωνούσε οδικά με τους συμμάχους της Αγγλους και Αμερικανούς και ταυτόχρονα θα μπορούσαν να προελάσουν προς την Ινδία, το Ιράν και το Ιράκ, γεγονός που θα τους έδινε τη δυνατότητα να γείρουν αποφασιστικά την πλάστιγγα του πολέμου με το μέρος τους. Τέλος, την έκβαση της μάχης του Στάλινγκραντ περίμενε και η Ιαπωνία, έτοιμη, αν ηττούνταν οι Σοβιετικοί, να βάλει αμέσως στο χέρι τις περιοχές της σοβιετικής άπω ανατολής9.

 

Πρέπει ακόμη να σημειώσουμε ότι η ευρύτερη περιοχή του Στάλινγκραντ όπως και η ίδια η πόλη έπαιζαν σημαντικό ρόλο στο πολεμικο- οικονομικό δυναμικό της Σοβιετικής Ενωσης. Στις παραμονές του πολέμου το Στάλινγκραντ ήταν σημαντικό βιομηχανικό κέντρο της χώρας με 450.000 κατοίκους και 126 βιομηχανικές επιχειρήσεις. Το εργοστάσιο τρακτέρ του Στάλινγκραντ έφτιαχνε πάνω από τα μισά τρακτέρ της χώρας και το εργοστάσιο «Κράσνι Οκτιάμπρ» έβγαζε κάθε χρόνο γύρω στους 800 χιλιάδες τόνους χάλυβα και περίπου 600 χιλιάδες τόνους ελασμάτων10.

Η στάση της Μ. Βρετανίας και των ΗΠΑ: Το δεύτερο μέτωπο

Παρά τη σημασία που είχε η μάχη του Στάλινγκραντ για την έκβαση ολόκληρου του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η ΕΣΣΔ έδωσε αυτή τη μάχη εντελώς μόνη και αβοήθητη, εγκαταλειμμένη, φτάνοντας πολλές φορές στο χείλος της καταστροφής, από την οποία σώθηκε χάρη στα τεράστια αποθέματα δύναμης του σοβιετικού λαού και στις απεριόριστες δυνάμεις που έκρυβε το σοσιαλιστικό καθεστώς.

Οι δυτικές δυνάμεις, οι ΗΠΑ και η Αγγλία, έβλεπαν στη μάχη του Στάλινγκραντ τη δυνατότητα να υπάρξει, το λιγότερο, μια αμοιβαία εξασθένηση της ΕΣΣΔ και της Γερμανίας που θα τους έδινε τη δυνατότητα να ξεμπερδεύουν με το σοσιαλισμό και να μοιράσουν τις παγκόσμιες αγορές αναμεταξύ τους, χωρίς να μπλέκεται στα πόδια τους ένας μεγάλος ανταγωνιστής όπως ήταν η Γερμανία. Ετσι, αρνήθηκαν να ανοίξουν ένα δεύτερο μέτωπο στην Ευρώπη κατά των δυνάμεων του γερμανικού φασισμού κι έδωσαν τη δυνατότητα στον Χίτλερ να συγκεντρώσει στο ανατολικό μέτωπο τεράστιο αριθμό δυνάμεων και πολεμικού υλικού. Μάλιστα, ο Τσόρτσιλ ταξίδεψε ο ίδιος στη Μόσχα, για να ξεκαθαρίσει στον Στάλιν ότι μέσα στο 1942 οι ΗΠΑ και η Βρετανία δεν επρόκειτο να προχωρήσουν στο άνοιγμα του δεύτερου μετώπου. Στα απομνημονεύματά του ο Βρετανός πρωθυπουργός ξεκαθαρίζει με άκρως αποκαλυπτικό τρόπο πως το σαμποτάζ στο άνοιγμα του δεύτερου μετώπου ήταν συνέχεια της ίδιας αντισοβιετικής πολιτικής που ο ίδιος εφάρμοσε στην προπολεμική περίοδο. Να τι γράφει αναφερόμενος στις σκέψεις που έκανε μέσα στο αεροπλάνο που τον πήγαινε στην ΕΣΣΔ11: «Σκεπτόμουν την αποστολή που με έφερνε στο θλιβερό αυτό μπολσεβίκικο κράτος. Αλλοτε, είχα προσπαθήσει με όλες τις δυνάμεις μου, να το στραγγαλίσω στη γέννησή του και ως την εμφάνιση του Χίτλερ το θεωρούσα θανάσιμο εχθρό της ελευθερίας και του πολιτισμού. Ποιο ήταν τώρα το καθήκον μου; Ο στρατηγός Ουέιβελ που είχε φιλολογική διάθεση τα ανακεφαλαίωσε όλα σε ένα ποίημα με πολλές στροφές, που τελείωνε με τις λέξεις: «Οχι δεύτερο μέτωπο το 1942″».

 

Ο Βρετανός πρωθυπουργός έφτασε στη Μόσχα στις 12 Αυγούστου του 1942 και το ίδιο βράδυ, συνοδευόμενος από τον αντιπρόσωπο του Προέδρου των ΗΠΑ Α. Χάριμαν, συναντήθηκε με τον Στάλιν, τον οποίο και ενημέρωσε ότι οι προετοιμασίες για το δεύτερο μέτωπο θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν τον επόμενο χρόνο. Η διαφωνία του Στάλιν σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο ήταν κατηγορηματική και η ατμόσφαιρα ψυχράνθηκε ακόμη περισσότερο, όταν ο Τσόρτσιλ επιχείρησε να επιχειρηματολογήσει για ενδεχόμενους κινδύνους μιας επιχείρησης στη δυτική Ευρώπη μέσα στο 1942. «Ο Στάλιν – γράφει12 – που είχε αρχίσει να ερεθίζεται, εδήλωσε ότι είχε διαφορετική αντίληψη του πολέμου. Δεν μπορεί κανείς να τον κερδίσει αν δε δεχτεί να διατρέξει κινδύνους. Γιατί φοβάστε τόσο πολύ τους Γερμανούς;.. Ο Στάλιν εδήλωσε, τέλος, ότι αφού δεν μπορούσαμε να πραγματοποιήσωμε την απόβαση στη Γαλλία το 1942, εκείνος δεν ήταν αρμόδιος να το απαιτήση επιμόνως, αλλά έπρεπε να μου ειπή ότι δε συμφωνούσε με τα επιχειρήματά μου».

Την επομένη της συνάντησης, ο Στάλιν έστειλε στον Τσόρτσιλ υπόμνημα, τα βασικά σημεία του οποίου έχουν ως εξής13: «Κατόπιν ανταλλαγής απόψεων γενομένης εις την Μόσχαν την 12 Αυγούστου ε.ε. διεπίστωσα ότι ο Πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας κ. Τσόρτσιλ θεωρεί αδύνατον την οργάνωσιν του δεύτερου μετώπου εις την Ευρώπην κατά το 1942. Ως γνωστόν, η οργάνωσις του δεύτερου μετώπου εις την Ευρώπην κατά το 1942 είχε αποφασισθή κατά την διάρκειαν της επισκέψεως του Μολότωφ εις Λονδίνον και είχε περιληφθεί εις το κοινόν αγγλο- σοβιετικόν ανακοινωθέν, που εδημοσιεύθη την 12 Ιουνίου ε.ε… Είναι εντελώς ευνόητον ότι η Σοβιετική Διοίκησις εξεπόνησε σχέδια διά τας θερινάς και φθινοπωρινάς επιχειρήσεις της, υπολογίζουσα εις την δημιουργίαν δευτέρου μετώπου εις την Ευρώπην εντός του 1942. Είναι εύκολον να αντιληφθή κανείς ότι η άρνησις της κυβερνήσεως της Μεγάλης Βρετανίας να δημιουργήση το δεύτερον μέτωπον εις την Ευρώπην εντός του 1942 καταφέρει ηθικόν πλήγμα εναντίον ολοκλήρου της σοβιετικής κοινής γνώμης, που εβασίζετο εις την δημιουργίαν του δεύτερου μετώπου, δυσχεραίνει την θέσιν του Ερυθρού Στρατού εις το μέτωπον και προξενεί ζημίαν εις τα σχέδια της Σοβιετικής Διοικήσεως… Εγώ και οι συνάδελφοί μου νομίζομεν ότι το έτος 1942 παρέχει τους πλέον ευνοϊκούς όρους διά την δημιουργίαν δευτέρου μετώπου εις την Ευρώπην, δεδομένου ότι όλαι αι δυνάμεις των γερμανικών στρατευμάτων, και μάλιστα αι καλύτεραι, είναι απησχολημέναι εις το ανατολικόν μέτωπον, ενώ εις την Ευρώπη έχουν απομείνει ασήμαντοι δυνάμεις, και μάλιστα αι χειρότεραι. Είναι άγνωστον αν το έτος 1943 θα παρέχη τους ιδίους ευνοϊκούς όρους διά την δημιουργίαν δευτέρου μετώπου, όπως το 1942… Αλλά δυστυχώς εγώ δεν κατόρθωσα να πείσω επ’ αυτού τον κύριον Πρωθυπουργόν της Μεγάλης Βρετανίας, ενώ ο κ. Χάριμαν, αντιπρόσωπος του Προέδρου των ΗΠΑ, κατά τις διαπραγματεύσεις εις Μόσχαν, υπεστήριξε απολύτως τον κύριον Πρωθυπουργόν».

 

Η αναφορά του Στάλιν ότι ο κύριος όγκος των γερμανικών δυνάμεων βρισκόταν στο Ανατολικό μέτωπο ήταν κάτι περισσότερο από πραγματική. Ο Στρατηγός του Κόκκινου Στρατού Ν. Ταλένσκι γράφει χαρακτηριστικά14: «Το Χιτλερικό στρατηγείο επωφελούμενο της έλλειψης δεύτερου μετώπου στην Ευρώπη, ρίχνει, χωρίς να διατρέξει κανέναν κίνδυνο, σχεδόν όλες του τις στρατιωτικές εφεδρείες στο σοβιετο – γερμανικό μέτωπο. Από τις 254 γερμανικές μεραρχίες θα συγκέντρωνε εκεί τουλάχιστον 179, δηλαδή το 70% όλων του των δυνάμεων. Εκτός τούτου, ο Χίτλερ υποχρεώνει τους δορυφόρους του να παρατάξουν 61 μεραρχίες». Αλλες σοβιετικές πηγές, οι οποίες στηρίζονται σε πιο αναλυτική επεξεργασία των ιστορικών στοιχείων αναφέρουν ότι το Νοέμβρη του 1942 «από τις 269 μεραρχίες των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, στο σοβιετο – γερμανικό μέτωπο βρίσκονταν 197,5 μεραρχίες. Εκτός από αυτές, δρούσαν εκεί 72,5 μεραρχίες των συμμάχων της Γερμανίας»15. Αυτό που εντέλει αποδεικνύεται είναι πως οι Γερμανοί – καθ’ όλη τη διάρκεια της επιχείρησής τους στο Νοτιοδυτικό τομέα της ΕΣΣΔ, ενίσχυαν συνεχώς τις στρατιωτικές τους δυνάμεις, γεγονός που μπορεί να ερμηνευτεί μόνο από την απουσία του δυτικού μετώπου.

Η υπονομευτική στάση των Δυτικών απέναντι στην ΕΣΣΔ είχε κι άλλες πλευρές. Οι Αμερικανοί προσπάθησαν να αξιοποιήσουν τη δύσκολη κατάσταση της Σοβιετικής Ενωσης για να βάλουν πόδι στα εδάφη της. Στις 17 Ιουνίου του 1942, ο Πρόεδρος Ρούσβελτ με μήνυμά του προς τον Στάλιν και επικαλούμενος το ενδεχόμενο ιαπωνικής επίθεσης στην ΕΣΣΔ, ζήτησε να παραχωρηθούν στην αεροπορία των ΗΠΑ χώροι προσγείωσης στη Σιβηρία. Μετά από 6 ημέρες, με νέο μήνυμά του ο Ρούσβελτ πρότεινε να εγκαινιαστεί αεροπορική γραμμή ανάμεσα στην Αλάσκα και τη Σιβηρία ενώ στη συνέχεια – με νεότερες προτάσεις του – ζητούσε να εγκατασταθούν στη σοβιετική άπω Ανατολή και τη Σιβηρία μεγάλες αμερικανικές αεροπορικές δυνάμεις, να πάει στην άπω Ανατολή αμερικανική στρατιωτική αποστολή υπό τον στρατηγό Μπράντλεϊ για να επιθεωρήσει τα σοβιετικά στρατεύματα και να αποσταλεί στη Μόσχα ο στρατηγός Μάρσαλ, με σκοπό να συζητηθεί το ζήτημα της Σιβηρίας. Φυσικά η ηγεσία της ΕΣΣΔ απέρριψε μια τέτοια εξέλιξη.16

Τέλος, από τα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας αποκαλύπτεται πως οι Αγγλοαμερικανοί ήταν έτοιμοι να καταλάβουν τις πετρελαιοπηγές του Καυκάσου σε περίπτωση νίκης των Ναζί μη διστάζοντας ακόμη και να προχωρήσουν σε μια πλατιά αντισοβιετική συμμαχία με τους Γερμανούς, εφόσον δεν μπορούσαν να πράξουν αλλιώς. Το μόνο που τους ανησυχούσε για το πώς θα δράσουν ήταν το ενδεχόμενο νίκης της ΕΣΣΔ.17

Η νίκη και η σημασία της

Οπως έχουμε ήδη αναφέρει, η μάχη του Στάλινγκραντ σε πολύ χοντρές γραμμές παρουσιάζει τις εξής φάσεις: Στις 28 Ιουνίου 1942 οι Γερμανοί πέρασαν στην επίθεση και ύστερα από σφοδρές μάχες ο σοβιετικός στρατός κατάφερε να τους σταματήσει στο Βορονέζ. Ετσι το κύριο βάρος του πολέμου μεταφέρθηκε νοτιότερα προς την κατεύθυνση του Στάλινγκραντ. Η μάχη για την πόλη άρχισε στις 17 Ιουλίου του 1942 στον ποταμό Τσιρ. Το αμυντικό στάδιο της Μάχης του Στάλινγκραντ κράτησε ως τις 18 Νοεμβρίου 1942, αλλά το Σεπτέμβρη η πόλη κινδύνεψε να κυριευτεί από τον εχθρό, αφού αυτός κατάφερε να περάσει στο εσωτερικό της και να φτάσει ως το κέντρο της. Μάλιστα, το ραδιόφωνο του Βερολίνου έσπευσε να ανακοινώσει πως το Στάλινγκραντ έπεσε. Παρόμοιες ανακοινώσεις βγήκαν και στις κατεχόμενες χώρες, όπως και στην Ελλάδα όπου μεταξύ άλλων κυκλοφόρησε πλατιά προκήρυξη με τίτλο «ΕΠΕΣΕ ΤΟ ΣΤΑΛΙΝΓΚΡΑΝΤ». Ο Ρεμόν Καρτιέ σχολιάζει18: «Λέγοντας πως το Στάλινγκραντ έχει σχεδόν καταληφθεί, ο Φύρερ δεν παραβάζει την αλήθεια. Οι Ρώσοι διατηρούν την αποβάθρα του Πορθμείου, αγκιστρώνονται μέσα στη «ρακέτα του τένις», κρατούν ένα μέρος του εργοστασίου «Ερυθρός Οκτώβρης», καθώς και τις ανατολικές εξόδους των εργοστασίων Μπαρικάρντ και Τζερζίνσκι. Ολο το υπόλοιπο τμήμα, τα εννέα δέκατα του Στάλινγκραντ, 50 χλμ. ερειπίων, βρίσκονται στα χέρια του εχθρού. Ολα τα κεντρικά κτίρια έχουν γκρεμιστεί. Ολα τα ξύλινα σπίτια έχουν καεί και το μόνο που μένει είναι χιλιάδες μαυρισμένες καμινάδες. Μην μπορώντας να διαβεί το Βόλγα ο πληθυσμός έχει καταφύγει στη Στέππα, χωρίς μέσα για τη συντήρησή του, και χιλιάδες αθώοι πεθαίνουν από την πείνα». Χαρακτηριστική της κατάστασης είναι η περιγραφή που δίνει ο μεγαλύτερος πολεμικός ανταποκριτής του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, Βασίλι Γκρόσμαν, στις ανταποκρίσεις του που δημοσιεύονταν τότε στην εφημερίδα του Κόκκινού Στρατού «Κράσναγια Ζβέσβντα». Σε μία από αυτές γράφει19: «Εδώ στο Στάλινγκραντ, οι Γερμανοί ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο τις επιθετικές τους δυνάμεις. Παγίωσαν τις θέσεις τους στον νότιο και τον κεντρικό τομέα της πολιτείας. Ολο το βάρος πυρός των αναρίθμητων πυροβολαρχιών, των χιλιάδων κανονιών και αεροπλάνων έπεσε στο βόρειο τομέα της πόλης, στο εργοστάσιο που βρισκόταν στο κέντρο της βιομηχανικής περιοχής. Οι Γερμανοί υπολογίζανε πως άνθρωπος είναι αδύνατο να βαστάξει σε μια τέτοια υπερένταση, πως δεν υπάρχουν στον κόσμο τέτοιες καρδιές, τέτοια νεύρα που δε θα ‘σπαγαν στην άγρια κόλαση της φωτιάς, του σίδερου που σφύριζε ολόγυρα της σειόμενης γης και της τεταμένης ατμόσφαιρας. Ο γερμανικός μιλιταρισμός μάζεψε εδώ όλους τους θεούς και τους δαίμονές του».

Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1942 – κι ενώ οι μάχες στο Στάλινγκραντ δίνονταν σώμα με σώμα, σε κάθε σπιθαμή γης της πόλης – οι στρατηγοί Ζούκοφ και Βασιλιέφσκι πέταξαν προς τη Μόσχα για να συναντήσουν τον Στάλιν. Στη συνάντηση εκείνη σχεδιάστηκε η επιχείρηση ΟΥΡΑΝΟΣ, στόχος της οποίας ήταν η προετοιμασία του Κόκκινου Στρατού ώστε να αντεπιτεθεί, να σπάσει τον κλοιό του αντιπάλου και να περικυκλώσει τις δυνάμεις του. Ταυτόχρονα, αποφασίστηκε να μελετηθεί περαιτέρω μια τέτοια επιχείρηση και να κρατηθεί απόλυτη μυστικότητα.

Στα τέλη Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε και νέα συνάντηση των στρατηγών με τον Στάλιν, εξετάστηκαν όλες οι λεπτομέρειες και από μέρους του σοβιετικού ηγέτη δόθηκε η τελική έγκριση της επιχείρησης20.

Στις 19 Νοεμβρίου του 1942 ο σοβιετικός στρατός πέρασε στην αντεπίθεση και ως τις αρχές του Γενάρη είχε καταφέρει να αντιστρέψει πλήρως την κατάσταση θέτοντας σε κλοιό τα εχθρικά στρατεύματα τα οποία και κάλεσε να παραδοθούν με τελεσίγραφο που απέστειλε στις 8 Ιανουαρίου 1943. Το σοβιετικό τελεσίγραφο αφού ανέλυε την απελπιστική κατάσταση των γερμανικών δυνάμεων, κατέληγε21: «Ενόψει της απελπιστικής κατάστασης στην οποία βρίσκεστε, και προκειμένου ν’ αποφύγετε μια άσκοπη αιματοχυσία, σας προτείνουμε να δεχτείτε τους παρακάτω όρους συνθηκολόγησης: 1. Ολα τα περικυκλωμένα γερμανικά στρατεύματα, υπό τη διοίκησή σας και υπό τη διοίκηση του επιτελείου σας, θα τερματίσουν την αντίσταση. 2. Θα παραδώσετε στα εντεταλμένα από εμάς πρόσωπα όλα τα μέλη των ενόπλων δυνάμεών σας, όλο το πολεμικό υλικό και όλο τον στρατιωτικό εξοπλισμό σε καλή κατάσταση. 3. Εγγυόμαστε την ασφάλεια όλων των αξιωματικών και των ανδρών που θα πάψουν να αντιστέκονται και την επιστροφή τους στο τέλος του πολέμου στη Γερμανία ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα επιθυμούν να πάνε αυτοί οι αιχμάλωτοι πολέμου. 4. Ολοι οι άνδρες των μονάδων που παραδίδονται μπορούν να κρατήσουν τις στρατιωτικές στολές τους, τα διακριτικά του βαθμού τους, τα παράσημα, τα προσωπικά αντικείμενα και τιμαλφή και, στην περίπτωση των υψηλόβαθμων αξιωματικών, τα ξίφη τους. 5. Ολοι οι ανώτεροι και κατώτεροι αξιωματικοί και οι στρατιώτες που παραδίδονται θα λαμβάνουν αμέσως κανονική μερίδα συσσιτίου. 6. Ολοι οι τραυματίες, οι άρρωστοι και όσοι υποφέρουν από κρυοπαγήματα θα τύχουν ιατρικής περιθάλψεως.

Η απάντησή σας θα πρέπει να δοθεί γραπτώς μέχρι τις 10.00, ώρα Μόσχας, 9 Ιανουαρίου 1943. Πρέπει να παραδοθεί από τον προσωπικό σας εκπρόσωπο, ο οποίος θα πρέπει να ταξιδέψει με αυτοκίνητο το οποίο θα φέρει λευκή σημαία, στο δρόμο που οδηγεί στη βοηθητική γραμμή Κόνι, στον (σιδηροδρομικό) σταθμό Κότλου-Μπαντζ. Τον εκπρόσωπό σας θα συναντήσει ένας πλήρως εξουσιοδοτημένος Ρώσος αξιωματικός στην Περιοχή Β, πεντακόσια μέτρα νοτιοανατολικά της βοηθητικής γραμμής 564 στις 10.00 στις 9 Ιανουαρίου 1943.

Αν αρνηθείτε την προσφορά μας να παραδώσετε τα όπλα σας, σας γνωστοποιούμε με την παρούσα ότι οι δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού και της Κόκκινης Αεροπορίας θα υποχρεωθούν να προχωρήσουν στη συντριβή των περικυκλωμένων γερμανικών στρατευμάτων. Η ευθύνη γι’ αυτό θα είναι δική σας.

Εκ μέρους του Στρατηγείου της Ανώτατης Διοίκησης του Κόκκινου Στρατού,

Υποστράτηγος Πυροβολαρχίας Βορόνοφ

Ο Αρχηγός Στρατιάς των Δυνάμεων του μετώπου του Ντον, Αντιστράτηγος Ροκοσόφσκι».

Με διαταγή του Χίτλερ, ο επικεφαλής των γερμανικών δυνάμεων στρατάρχης φον Πάουλους απέρριψε το σοβιετικό τελεσίγραφο. Λίγες ημέρες αργότερα όμως, στις 24 Ιανουαρίου του 1943, ο ίδιος ζήτησε από το Χίτλερ άδεια για να συνθηκολογήσει. Να πώς αιτιολογούσε αυτή του την πρόταση: «…Ο στρατός έχει μείνει χωρίς πυρομαχικά και τρόφιμα. Διατηρούμε επαφή μόνο με στοιχεία από έξι μεραρχίες. Ενδείξεις αποσύνθεσης στα νότια, βόρεια και δυτικά μέτωπα. Δεν είναι πια δυνατή μια αποτελεσματική διοίκηση. Μικρή αλλαγή στο ανατολικό μέτωπο: Δεκαοχτώ χιλιάδες τραυματίες χωρίς εφόδια σε επιδέσμους και φάρμακα. Οι 44, 76, 100, 305 και 384 Μεραρχίες Πεζικού εξοντώθηκαν. Το μέτωπο διασπάστηκε ύστερα από ισχυρές διεισδύσεις σε τρεις πλευρές. Οχυρά και καταφύγια διαθέσιμα μόνο μέσα στην ίδια την πόλη, περαιτέρω αντίσταση μάταιη. Κατάρρευση αναπόφευκτη. Ο στρατός ζητά άμεση άδεια για παράδοση για να σωθούν οι ζωές των υπόλοιπων ανδρών».

Η απάντηση του Χίτλερ ήταν και πάλι αρνητική: «Παράδοση ανεπίτρεπτη. Εκτη Στρατιά θα κρατήσει τις θέσεις της μέχρις ενός, μέχρι την τελευταία σφαίρα και με την ηρωική της αντίσταση θα προσφέρει μια αλησμόνητη συνεισφορά για την εγκαθίδρυση ενός αμυντικού μετώπου και για τη σωτηρία του Δυτικού κόσμου.

Αδόλφος Χίτλερ»22.

Ετσι, η απόρριψη κάθε ιδέας για συνθηκολόγηση από τη γερμανική διοίκηση σήμανε και την τελευταία φάση της μάχης του Στάλινγκραντ, που ολοκληρώθηκε στις 2 Φεβρουαρίου με την πλήρη νίκη των δυνάμεων του Κόκκινού Στρατού. Την ίδια ημέρα ο Ι. Β. Στάλιν απηύθυνε ημερήσια διαταγή προς τα στρατεύματα του Ντον όπου έλεγε23:

«Στον αντιπρόσωπο του Αρχηγείου της Ανωτάτης διοίκησης του στρατού, στρατάρχη του πυροβολικού σ. Βορόνωφ.

Στο διοικητή των στρατευμάτων του μετώπου του Ντον, στρατηγό σ. Ροκοσόφσκι.

Συγχαίρω εσάς και τα στρατεύματα του μετώπου του Ντον, για το επιτυχημένο ξεκαθάρισμα των εχθρικών στρατευμάτων που είχαν κυκλωθεί κοντά στο Στάλινγκραντ. Εκφράζω τις ευχαριστίες μου σε όλους τους μαχητές, διοικητές και πολιτικούς καθοδηγητές του μετώπου του Ντον για τις εξαιρετικές αυτές πολεμικές επιχειρήσεις». Λίγες ημέρες αργότερα, στην 25η επέτειο της ίδρυσης του Κόκκινου Στρατού ο Στάλιν θα χαρακτηρίσει τη μάχη του Στάλινγκραντ ως «τη μεγαλύτερη στην ιστορία των πολέμων»24.

Αντίθετη ακριβώς ήταν η εικόνα στη Γερμανία. Στις 3 Φεβρουαρίου του 1943 η Ανώτατη Διοίκηση Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας εξέδωσε ένα ειδικό ανακοινωθέν στο οποίο αναφερόταν: «Η μάχη του Στάλινγκραντ ετελείωσε. Πιστοί στον όρκον των να πολεμήσουν μέχρι τελευταίας πνοής, οι άνδρες της Εκτης Στρατιάς, υπό την υποδειγματικήν ηγεσίαν του στρατάρχου Πάουλους, κατεβλήθησαν υπό της υπεροχής του εχθρού και υπό των δυσμενών συνθηκών που αντιμετωπίζουν αι δυνάμεις μας». Πριν την ανάγνωση της ανακοίνωσης, από το γερμανικό ραδιόφωνο ακούστηκε τυμπανοκρουσία σε χαμηλό τόνο και μετά την ανάγνωση παίχτηκε το δεύτερο μέρος της Πέμπτης Συμφωνίας του Μπετόβεν. Στη συνέχεια γνωστοποιήθηκε πως με εντολή του Χίτλερ είχε κηρυχθεί τετραήμερο εθνικό πένθος στο διάστημα του οποίου όλα τα θέατρα, οι κινηματογράφοι και τα κέντρα διασκέδασης της χώρας θα παρέμεναν κλειστά25.

Ο Κόκκινος Στρατός σπάει τα δεσμά του φασισμού

«Η νίκη των στρατευμάτων μας στο Στάλινγκραντ – γράφει ο στρατάρχης Ζούκωφ26 – αποτέλεσε την αρχή της ριζικής καμπής του πολέμου υπέρ της ΕΣΣΔ… Από τη στιγμή αυτή η Σοβιετική διοίκηση πήρε ολοκληρωτικά τη στρατιωτική πρωτοβουλία και την κράτησε ως το τέλος του Πολέμου». Ηταν μια νίκη που κερδήθηκε με σκληρές μάχες σώμα με σώμα «από κτίριο σε κτίριο, όπου το κάθε κτίριο της πόλης γινόταν ερείπια»27. Την εικόνα ολοκληρώνουν τα λόγια ενός εκ των πρωταγωνιστών της νίκης, του στρατάρχη Α. Μ. Βασιλιέφσκι, ο οποίος έγραψε28: «Η ψυχή της άμυνας του Στάλινγκραντ ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα. Το κόμμα ήταν που κατηύθυνε όλες τις προσπάθειες του λαού και του στρατού στην υπεράσπιση της γραμμής του Βόλγα, ενέπνευσε τους μαχητές σε ηρωικά κατορθώματα».

Ηταν μια νίκη στην οποία υποχρεώθηκαν να υποκλιθούν όλοι και προπαντός οι Αγγλοαμερικανοί. «Είναι μία καταπληκτική νίκη» έγραψε ο Τσόρτσιλ στον Στάλιν. Ο Ρούσβελτ πιο διαχυτικός, δε δίστασε να χαρακτηρίσει το γεγονός «ως ένα από τα λαμπρότερα κεφάλαια του πολέμου των λαών που ηνώθησαν εναντίον του Ναζισμού και των μιμητών του»29. Ομως την πραγματικότητα – που ακολούθησε – περιγράφουν καλύτερα τα λόγια που έγραψε ένας από τους πολλούς Γερμανούς στρατιώτες του Στάλινγκραντ στις δύσκολες ημέρες του Ιανουαρίου του ’43, σε κάποιο δικό του πρόσωπο: «… Τώρα λοιπόν ξέρεις ότι δε θα γυρίσω. Πες το με τρόπο στη μητέρα και στον πατέρα. Αυτό μου έχει προκαλέσει φοβερό σοκ και τις χειρότερες αμφιβολίες για το καθετί. Κάποτε ήμουνα δυνατός και γεμάτος πίστη, τώρα είμαι μικρός κι επιφυλακτικός. Δε θα μάθω ποτέ για πολλά απ’ όσα γίνονται εδώ αλλά ακόμα κι αυτά τα λίγα που ξέρω, δεν μπορώ να τ’ αντέξω. Κανένας δεν μπορεί να μου πει ότι οι σύντροφοί μου πέθαναν με τις λέξεις «Γερμανία» ή «Χάιλ Χίτλερ!» στα χείλη. Δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε το γεγονός ότι πεθαίνουν κάποιοι άνδρες, όμως η τελευταία κουβέντα που λέει κάποιος είναι για τη μητέρα του ή για το πρόσωπο που αγαπά περισσότερο, αλλιώς είναι απλώς μια κραυγή για βοήθεια. Εχω ήδη δει εκατοντάδες άνδρες να πέφτουν και να πεθαίνουν και πολλοί, όπως κι εγώ, ήταν στη Χιτλερική Νεολαία. Ομως όλοι όσοι μπορούσαν να φωνάξουν, φώναξαν βοήθεια ή το όνομα κάποιου που δεν μπορούσε στην πραγματικότητα να τους βοηθήσει.

Ο Φίρερ έχει υποσχεθεί να μας βγάλει από εδώ. Αυτό μας το έχουν διαβάσει και το πιστεύουμε όλοι ακράδαντα. Το πιστεύω ακόμα και σήμερα, επειδή απλώς πρέπει να πιστέψω σε κάτι. Αν αυτό δεν είναι αλήθεια, τι μου μένει για να πιστέψω; Αν αυτό που μας υποσχέθηκαν δεν είναι αληθινό, τότε η Γερμανία θα χαθεί, γιατί καμία άλλη υπόσχεση δεν μπορεί να τηρηθεί ύστερα απ’ αυτό. Αχ, αυτές οι αμφιβολίες, αυτές οι τρομερές αμφιβολίες. Ας γινόταν να είχαν κιόλας διαλυθεί!».

Η πραγματικότητα έχει τους δικούς της αδυσώπητους νόμους. Και η πραγματικότητα της νίκης στο Στάλινγκραντ, πρώτα στους ηττημένους και ύστερα σ’ ολόκληρο τον κόσμο έδειξε με αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι οι βεβαιότητες του εχθρού είχαν καταρρεύσει όλες, ότι η ροή του πολέμου είχε αλλάξει ριζικά.

Ο νικηφόρος Κόκκινος Στρατός στο Βερολίνο

Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

1. Χάιντς Γκουντέριαν: «Β’ Παγκόσμιος πόλεμος – Αναμνήσεις ενός Στρατιώτου», εκδόσεις Α. Καραβία – Α. Δημητριάδη, σελ. 281.

2. David Irving: «Ο Πόλεμος του Χίτλερ», εκδόσεις Γκοβόστη, τόμος Β΄, σελ. 716-717.

3. Υπουργείον Αμύνης ΕΣΣΔ: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος – Οι σπουδαιότερες επιχειρήσεις του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου 1941-1945», εκδόσεις ΚΑΔΜΟΣ, Αθήνα 1959, σελ. 106.

4. Ian Kershaw: «Χίτλερ 1936-1945 – Νέμεσις», εκδόσεις SCRIPTA, σελ. 489.

5. Λεονίντ Γιερεμεγιεφ: «Η Σοβιετική Ενωση στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο 1941-1945», εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, σελ. 56-57.

6. Υπουργείον Αμύνης ΕΣΣΔ: «Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1939-1945», εκδόσεις ΚΥΨΕΛΗ, τόμος Β΄, σελ. 40.

7. Υπουργείον Αμύνης ΕΣΣΔ: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος – Οι σπουδαιότερες επιχειρήσεις του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου 1941-1945», εκδόσεις ΚΑΔΜΟΣ, Αθήνα 1959, σελ. 108-110.

8. Υπουργείο Αμύνης ΕΣΣΔ: «Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος», εκδόσεις 20ός αιώνας, Αθήνα 1959, σελ. 238.

9. Λεονίντ Γιερεμεγιέφ, στο ίδιο, σελ. 60-61.

10. «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος 1939-1945», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, τόμος Α΄, σελ. 409-410.

11. Ουίν. Τσόρτσιλ: «2ος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ, τόμος Δ΄, σελ. 317.

12. Ουίν. Τσόρτσιλ: «2ος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ, τόμος Δ΄, σελ. 320-321.

13. «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος – Η αλληλογραφία Στάλιν – Τσώρτσιλ – Ρούσβελτ – Τρούμαν», εκδόσεις Μέλισσα, τόμος Α΄, σελ. 72-73.

14. Ν. Ταλένσκι: «Μόσχα – Στάλινγκραντ: Δύο γερά χτυπήματα», Εκδόσεις Κορυδαλλού – Αθήνα 1945, σελ. 47.

15. Υπουργείον Αμύνης ΕΣΣΔ: «Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1939- 1945», εκδόσεις ΚΥΨΕΛΗ, τόμος Β΄, σελ. 41.

16. «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος – Η αλληλογραφία Στάλιν – Τσώρτσιλ – Ρούσβελτ – Τρούμαν», εκδόσεις Μέλισσα, τόμος Β΄, σελ. 24-26 και 50-52.

17. Υπουργείο Αμύνης ΕΣΣΔ: «Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος», εκδόσεις 20ός αιώνας, Αθήνα 1959, σελ. 246-248.

18. Ρεμόν Καρτιέ: «Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου», εκδόσεις Πάπυρος, τόμος Β΄, σελ. 75.

19. Β. Γκρόσμαν: «Ετσι πολεμήσαμε στο Στάλινγκραντ», Εκδόσεις ΡΗΓΑΣ, Αθήνα 1945, σελ. 4.

20. Γ. Κ. Ζούκοφ: «Αναμνήσεις και Στοχασμοί», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 2ος, σελ. 97-105 και Α. Μ. Βασιλέφσκι: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 286-288.

21. «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», επιμέλεια Jon E. Lewis, Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 330-331.

22. «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», επιμέλεια Jon E. Lewis, Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 340.

23. Ι. Β. Στάλιν: «Ο Μεγάλος Πόλεμος για την Πατρίδα», εκδόσεις «ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ», Αθήνα 1946, σελ. 61.

24. Στο ίδιο, σελ. 63.

25. William Shirer: «Η Ανοδος και η Πτώσις του Γ΄ Ράιχ», εκδόσεις Αρσενίδη, τόμος Γ΄, σελ. 255.

26. Γ. Κ. Ζούκοφ: «Αναμνήσεις και Στοχασμοί», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 2ος, σελ. 151.

27. Denis Richards: «Ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης 1789- 2000», εκδόσεις Δ. Παπαδήμα, σελ. 554.

28. Α. Μ. Βασιλέφσκι: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 349.

29. «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος – Η αλληλογραφία Στάλιν – Τσώρτσιλ – Ρούσβελτ – Τρούμαν», εκδόσεις Μέλισσα, τόμος Α΄, σελ. 110 και τόμος Β΄, σελ. 55.

Ιστορικό αφιέρωμα στα 70χρονα της 28ης Οκτωβρίου 1940: Το «ΟΧΙ» του Μεταξά και το ΟΧΙ του ελληνικού λαού

Το ΟΧΙ του ελληνικού λαού
 

Πολίτες της Αθήνας, στοιβαγμένοι και γαντζωμένοι όπως - όπως στο τρένο, ξεκινούν για το αλβανικό μέτωπο

Το βράδυ της 25ης Οκτωβρίου του 1940 το ελληνικό Εθνικό Θέατρο εγκαινίαζε τη χειμερινή του περίοδο με την παράσταση «Μαντάμ Μπατερφλάι» του Πουτσίνι από τη Λυρική Σκηνή. Παρόντες στην παράσταση, όλος ο «καλός κόσμος» της εποχής, η κυβέρνηση του Μεταξά, ο ίδιος ο δικτάτορας, ο βασιλιάς Γεώργιος με την οικογένειά του, η ηγεσία της ιταλικής πρεσβείας, ενώ προσκεκλημένος της κυβέρνησης παραβρέθηκε στην παράσταση και ο γιος του Πουτσίνι με τη σύζυγό του. Το επόμενο βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, προς τιμήν του ζεύγους Πουτσίνι η ιταλική πρεσβεία έδωσε δεξίωση, στην οποία είχε προσκληθεί σχεδόν όλος ο «καλός κόσμος» της προηγούμενης βραδιάς και φυσικά η ελληνική κυβέρνηση και η βασιλική οικογένεια. Εντούτοις, η πολιτική εκπροσώπηση της χώρας περιορίστηκε στις παρουσίες του μόνιμου υφυπουργού Εξωτερικών Νικ. Μαυρουδή και του υφυπουργού Τύπου και Τουρισμού Θ. Νικολούδη. Η δεξίωση, ακολουθώντας τις ελληνικές συνήθειες, ξεκίνησε αργά το βράδυ και κράτησε ως τα ξημερώματα. Τα τραπέζια ήταν διακοσμημένα με ελληνικές και ιταλικές σημαίες, ενώ η τούρτα έφερε πάνω τη φράση «Ζήτω η Ελλάς»1.Η εικόνα και των δύο εκδηλώσεων άφηνε την εντύπωση πως οι σχέσεις των δύο χωρών δεν αντιμετώπιζαν άμεσα την απειλή κάποιας ρήξης, αλλά τούτο μάλλον ήταν περισσότερο ένα διπλωματικό παιχνίδι παρά η αλήθεια. Πίσω από τη βιτρίνα, η πραγματικότητα φάνταζε σκληρή και αδυσώπητη.

 

Λίγο πριν την έναρξη, και κατά τη διάρκεια της δεξίωσης στην ιταλική πρεσβεία, οι αρμόδιες υπηρεσίες της λάμβαναν κομματιαστά – σε τέσσερις δόσεις – ένα κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα, η αποκρυπτογράφηση του οποίου θα το καθιστούσε το σημαντικότερο, ίσως, ιστορικό ντοκουμέντο της σύγχρονης ιστορίας των ελληνοϊταλικών σχέσεων.
Η κήρυξη του πολέμου

Μετά τις 5 το πρωί της 27ης Οκτωβρίου του 1940, όταν έφυγαν και οι τελευταίοι καλεσμένοι από την ιταλική πρεσβεία, ο πρέσβης Εμμανουέλε Γκράτσι πήρε το αποκρυπτογραφημένο τηλεγράφημα κι άρχισε να το διαβάζει. Επρόκειτο για μια τελεσιγραφική διακοίνωση της ιταλικής προς την ελληνική κυβέρνηση, η οποία μεταξύ άλλων έλεγε2:

«Η ουδετερότης της Ελλάδος απέβη ολονέν και περισσότερον απλώς και καθαρώς φαινομενική. Η ευθύνη διά την κατάστασιν ταύτην επιπίπτει πρωτίστως επί της Αγγλίας και επί της προθέσεώς της όπως περιπλέκη πάντοτε άλλας χώρας εις τον πόλεμον. Η Ιταλική Κυβέρνησις θεωρεί έκδηλον ότι η πολιτική της Ελληνικής Κυβερνήσεως έτεινε και τείνει να μεταβάλη το ελληνικόν έδαφος, ή τουλάχιστον να επιτρέψη όπως το ελληνικόν έδαφος μεταβληθή εις βάσιν πολεμικής δράσεως εναντίον της Ιταλίας. Τούτο δε θα ηδύνατο να οδηγήση εις μίαν ένοπλον ρήξιν μεταξύ της Ιταλίας και της Ελλάδος, ρήξιν την οποίαν η Ιταλική Κυβέρνησις έχει πάσαν πρόθεσιν να αποφύγη. Οθεν, η Ιταλική Κυβέρνησις κατέληξεν εις την απόφασιν να ζητήση από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν – ως εγγύησιν διά την ουδετερότητα της Ελλάδος και ως εγγύησιν διά την ασφάλειαν της Ιταλίας – το δικαίωμα να καταλάβη διά των ενόπλων αυτής δυνάμεων, διά την διάρκειαν της σημερινής προς την Αγγλίαν ρήξεως, ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους. Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως μη εναντιωθή εις την κατάληψιν ταύτην και όπως μη παρεμποδίση την ελευθέραν διέλευσιν των στρατευμάτων των προοριζομένων να την πραγματοποιήσωσι. Τα στρατεύματα ταύτα δεν παρουσιάζονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και η Ιταλική Κυβέρνησις δεν προτίθεται ποσώς, διά της προσωρινής κατοχής στρατηγικών τινών σημείων, επιβαλλομένης υπό της ανάγκης των περιστάσεων και εχούσης καθαρώς αμυντικόν χαρακτήρα, να θίξη οπωσδήποτε την κυριαρχίαν και την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος. Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως δώση αυθωρεί εις τας στρατιωτικάς αρχάς τας αναγκαίας διαταγάς ίνα η κατοχή αυτή δυνηθή να πραγματοποιηθή κατά ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήση αντίστασιν, η αντίστασις αύτη θα καμφθή διά των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας, αι οποίαι ήθελον προκύψη εκ τούτου».

Στους δρόμους της Αθήνας, ο λαός είπε ΟΧΙ στο φασισμό

 

Το κείμενο της διακοίνωσης συνοδευόταν από μια σειρά οδηγίες σχετικά με τον τρόπο που όφειλε να χειριστεί το θέμα η ηγεσία της πρεσβείας. Γράφει ο Γκράτσι στις αναμνήσεις του3: «Το περίφημο αυτό έγγραφο κακοπιστίας συνοδεύετο από τις εξής οδηγίες. Η επίδοση της διακοινώσεως έπρεπε να γίνει χωρίς προειδοποίηση στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου και την επίδοση της διακοινώσεως θα έπρεπε να ακολουθήσει η προφορική ανακοίνωση ότι οι κινήσεις των στρατευμάτων μας θα άρχιζαν την 6 πρωινή της ίδιας ημέρας. Τα πάντα είχαν υπολογισθεί ώστε ο πόλεμος να καταστεί αναπόφευκτος».Οι οδηγίες ακολουθήθηκαν κατά γράμμα. Δέκα περίπου λεπτά πριν την 3η πρωινή της 28ης Οκτωβρίου ο Γκράτσι, ο στρατιωτικός ακόλουθος της ιταλικής πρεσβείας κι ένας διερμηνέας έφτασαν έξω από την κατοικία του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά. Στη σχετική έκθεσή του ο διοικητής της υπηρεσίας της σχετικής με τα ζητήματα ασφάλειας του πρωθυπουργού γράφει4: «Το υπ’ αριθ. Δ. Σ. 75 αυτοκίνητον του οποίου επέβαιναν ο πρεσβευτής της Ιταλίας μεθ’ ενός άλλου προσώπου σταθμεύει προς της εισόδου της εν Κηφισία οικίας όπου διαμένει ο Πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς. Ευθύς ως το αυτοκίνητον εστάθμευσε προ της εισόδου της οικίας, ο σκοπός χωροφύλαξ πλησιάσας όπως διαπιστώση την ταυτότητα των επιβαινόντων είδε κατερχόμενους τον πρεσβευτή της Ιταλίας, κρατούντα ανά χείρας ένα φάκελλον, και τον άγνωστον συνοδόν του οίτινες και του εδήλωσαν ότι είναι απολύτως ανάγκη να παρουσιασθή αμέσως ο κ. Πρέσβυς εις τον κ. Πρόεδρον της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Ο χωροφύλαξ αμέσως ειδοποίησε τον υπαξιωματικόν της υπηρεσίας, ο οποίος μετέβη και εκτύπησε κατ’ επανάληψιν τον κώδωνα της επί της οδού Κεφαλληνίας εισόδου της οικίας, αλλά δεν του εδόθη απάντησις. Επειδή δ’ ο πρέσβυς επέμενε τονίζων ότι οπωσδήποτε πρέπει να παρουσιασθή εις τον κ. Πρόεδρον, ο υπαξιωματικός της υπηρεσίας αφύπνισε τον αρχιφύλακα ενωματάρχην Τραυλόν, ο οποίος εκάλεσεν από τηλεφώνου τον κ. Πρόεδρον εις τον οποίον και ανέφερεν ότι ο πρεσβευτής της Ιταλίας ευρίσκετο έξωθι της οικίας και επέμενε να παρουσιασθή ενώπιόν του. Ο κ. Πρόεδρος του απήντησεν επί λέξει: «Καλά, τέτοια ώρα! Τι θέλει;». Εις απάντησιν δε του ενωμοτάρχου ότι δεν εγνώριζε το σκοπόν της αφίξεώς του, απήντησε «καλά περίμενε». Ακολούθως ο κ. Πρόεδρος εξήλθεν της θύρας και εκάλεσε τον πρεσβευτήν, εισήλθον δε και οι δύο μαζύ εντός της οικίας».

Γυναίκες στο μέτωπο

 

Σύμφωνα με την αφήγηση του ίδιου του Γκράτσι, μόλις οι δύο άνδρες μπήκαν στο εσωτερικό του σπιτιού και κάθισαν σ’ ένα μικρό σαλονάκι, ο Ιταλός πρέσβης επέδωσε στον Ελληνα δικτάτορα το κείμενο της διακοίνωσης. «Ο Μεταξάς – γράφει ο Γκράτσι5 – άρχισε να το διαβάζει. Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια να βουρκώνουν, όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Οταν τελείωσε την ανάγνωση, με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή: «Alors, c’ est la querre» (σ.σ. ώστε έχουμε πόλεμο)».Ο Γκράτσι επιχείρησε να αποφορτίσει το κλίμα, ισχυριζόμενος ότι η προσφυγή στα όπλα δεν ήταν αναγκαστική εφόσον η Ελλάδα έδειχνε τη διάθεση να συμμορφωθεί προς τις ιταλικές απαιτήσεις. Εντούτοις δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει στο συνομιλητή του ποια στρατηγικά σημεία επί του ελληνικού εδάφους έπρεπε να τεθούν υπό ιταλική κατοχή. Πέραν όμως τούτου, ούτε ο Μεταξάς ήταν ηλίθιος για να μην καταλαβαίνει πως ακόμη κι αν ήθελε να συμμορφωθεί προς τις ιταλικές απαιτήσεις, δεν ήταν σε θέση να το πράξει μέσα στο χρονικό περιθώριο των τριών ωρών που του δινόταν, δεδομένου ότι στις 6 το πρωί θα άρχιζε η προέλαση των στρατιωτικών δυνάμεων της Ιταλίας προς την Ελλάδα. Ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος, αν και στις τάξεις του δικτατορικού καθεστώτος ήταν τουλάχιστον ισχυρή, αν όχι κυρίαρχη, η άποψη ότι θα γινόταν μόνο για μερικές ημέρες και μόνο για την τιμή των όπλων. Αλλά τότε γιατί δεν προτίμησαν το συμβιβασμό; Στο ερώτημα αυτό, η απάντηση έρχεται μέσα από την απάντηση σε ένα άλλο ερώτημα που εδώ και εξήντα τόσα χρόνια κυριαρχεί στις συζητήσεις των Ελλήνων: Ποιος είπε το πραγματικό ΟΧΙ, ο Μεταξάς ή ο λαός; ΄Η αλλιώς πιο ακριβέστερα: Το «ΟΧΙ» του Μεταξά ήταν της ίδιας βαρύτητας και της ίδιας σημασίας με το ΟΧΙ του ελληνικού λαού;

Το «ΟΧΙ» του Μεταξά και το ΟΧΙ του λαού
 

Αλβανικό έπος

Ενας παλιός αστός πολιτικός του λεγόμενου Δημοκρατικού Κέντρου, ο Γεώργιος Καφαντάρης είχε πει με δεικτικό τρόπο για τη στάση του Μεταξά απέναντι στο ιταλικό τελεσίγραφο: «Είπε το ΟΧΙ, ο μόνος Ελληνας που θα μπορούσε να πει το ΝΑΙ»6. Το λογοπαίγνιο αυτό του Καφαντάρη ήταν ευθεία αναφορά στις ιδεολογικές και πολιτικές συγγένειες που είχε ο ίδιος ο δικτάτορας και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου με τα φασιστικά κινήματα της Ευρώπης εκείνης της ιστορικής περιόδου, ιδιαίτερα δε με το ιταλικό φασιστικό κίνημα του Μπενίτο Μουσολίνι. Ομως το «ΟΧΙ» του Μεταξά αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι σε τέτοιες ιστορικές στιγμές τις αποφάσεις δεν τις επιβάλλουν οι ιδεολογικές και πολιτικές προτιμήσεις των ηγετών, αλλά τα γενικότερα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων στην εσωτερική και διεθνή τους διάσταση. Ο Μεταξάς το γνώριζε αυτό πολύ καλά – ίσως καλύτερα από πολλούς άλλους στον κύκλο των ηγετών του δικτατορικού καθεστώτος – και μάλιστα πολύ πριν από το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου. Στις 3 Μαρτίου του 1934 για παράδειγμα, μιλώντας στο Συμβούλιο των Πολιτικών αρχηγών, έλεγε κατά λέξη7: «Αν και είναι βεβαίως παράτολμον εις την πολιτική να δημιουργή κανείς δόγματα, η Ελλάς δύναται να θέση ως δόγμα πολιτικόν ότι εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να ευρεθή εις στρατόπεδον αντίθετον εκείνου εις το οποίον θα ευρίσκετο η Αγγλία. Δυνάμεθα τούτο να το θεωρήσωμεν ως δόγμα. Εγώ τουλάχιστον το ασπάζομαι». Την πολιτική αυτή ο Μεταξάς τη συνέχισε και στην περίοδο της δικτατορίας του. Για την ακρίβεια ήταν τέτοια η αγγλική επιρροή πάνω στην Ελλάδα που ούτε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου μπόρεσε να αμφισβητήσει παρά τον πολιτικοϊδεολογικό του προσανατολισμό προς τα φασιστικά ευρωπαϊκά καθεστώτα και τις στενές οικονομικές σχέσεις που ανέπτυξε μ’ αυτά. Δεν επρόκειτο βέβαια μόνο για πολιτική επιρροή, αλλά και για οικονομική, αφού οι σχέσεις του ελληνικού κεφαλαίου με το αγγλικό ήταν ιδιαίτερα ισχυρές. Για παράδειγμα, στο διάστημα 1922-1932 παρουσιάζεται στην Ελλάδα μια τεράστια εισβολή ξένων κεφαλαίων, σχεδόν διπλάσια απ’ αυτή που είχαμε την εποχή του Τρικούπη. Το εξωτερικό χρέος της χώρας έφτανε τα 1.022 εκατομμύρια χρυσά φράγκα, ενώ το εσωτερικό ήταν 144 εκατομμύρια χρυσά φράγκα. Συστηματικοί δανειστές της χώρας – αγοραστές δηλαδή ελληνικών χρεογράφων – ήταν ο οίκος «Hambro» του Λονδίνου (γνωστός από τα δάνεια της εποχής του Τρικούπη), το συγκρότημα «Speyer and Co» της Ν. Υόρκης και η Εθνική Τράπεζα Αθηνών. Το 67,42% του εξωτερικού χρέους ήταν αγγλικά κεφάλαια, το 9,88% ήταν κεφάλαια των ΗΠΑ, το 7,52% ήταν γαλλικά κεφάλαια, το 5,40% σουηδικά, το 3,44% βελγικά, το 1,7% γερμανικά και το 1,65% ιταλικά. Επίσης ένα ποσό 108 εκατομμυρίων δολαρίων (περίπου το 20% του συνολικού εξωτερικού χρέους) ήταν χρεόγραφα, οι κάτοχοι των οποίων ζούσαν στην Ελλάδα8.

Οι Ελληνες φαντάροι ξεκινούν για το μέτωπο

 

Αντιλαμβάνεται κανείς τι τεράστια οικονομικά συμφέροντα παίζονταν στην Ελλάδα και πόση μεγάλη ήταν η οικονομική επιρροή της Αγγλίας στη χώρα. Ετσι δεν είναι καθόλου παράξενο που η μεταξική δικτατορία δεν κλόνισε, αλλά αντίθετα ενίσχυσε τις σχέσεις της χώρας με την Αγγλία. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι ο υφυπουργός της Αγγλίας, Ρ. Βάνσιταρτ, έγραφε σε υπόμνημά του το Μάη του 1937 για τις ελληνοαγγλικές σχέσεις9: «Βρήκαμε ότι το καθεστώς Μεταξά είναι πολύ πιο συνεννοήσιμο από πολλά από τα προϋπάρχοντα καθεστώτα»… Η πραγματικότητα αυτή επιβεβαιώθηκε μερικά χρόνια αργότερα από τον ίδιο τον Ελληνα δικτάτορα ο οποίος, στις αρχές Μάη του 1940, εξομολογούνταν, στον Αρθουρ Μάρτον – ανταποκριτή της «Ντέιλι Τέλεγκραφ» στην Αίγυπτο – τον οποίο συνάντησε στην Αθήνα, τα παρακάτω10: «Είμεθα ουδέτεροι εφ’ όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτα δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης».Εντούτοις ο Μεταξάς μπροστά στο ενδεχόμενο πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας με την Ιταλία επιχείρησε να διερευνήσει τη δυνατότητα απεμπλοκής από την Αγγλία και συμβιβασμού με τις απαιτήσεις του φασιστικού μπλοκ της Ευρώπης. Να πώς ο ίδιος περιέγραψε αυτό το θέμα στη συνάντηση που είχε με τους ιδιοκτήτες και τους αρχισυντάκτες του αθηναϊκού Τύπου στις 30 Οκτώβρη του 1940:

«Μη νομίσητε ότι η απόφασις του ΟΧΙ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μην φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά. ‘Η ότι δεν έγινε παν ό,τι επετρέπετο και μπορούσε να γίνει διά να τον αποφύγωμε….

Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν ευθύνην της αναμείξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πως καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τον τόπον από αυτόν, έστω και διά παντός τρόπου, ο οποίος όμως θα συμβιβάζετο με τα γενικώτερα συμφέροντα του Εθνους. Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατεύθυνσιν τον Αξονος, μου εδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορούσε να είναι μία εκουσία προσχώρησις της Ελλάδος εις τη «Νέαν Τάξιν».

Προσχώρησις που θα εγένετο όλως ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ «ως εραστήν του Ελληνικού πνεύματος».

Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις τη Νέαν Τάξιν προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους γείτονάς μας, και ναι μεν αυτό θα συνεπήγετο φυσικά θυσίας τινάς διά την Ελλάδα, αλλά αι θυσίαι θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως «ασήμαντοι» εμπρός εις τα «οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα» τα οποία θα είχεν διά την Ελλάδα ή Νέα Τάξις εις την Ευρώπην και εις την Βαλκανικήν. Φυσικά με πάσαν περίσκεψιν και ανεπισήμως επεδίωξα δι’ όλων των μέσων να κατατοπισθώ συγκεκριμένως ποίαι θα ήσαν αι θυσίαι αυταί, με τας οποίας η Ελλάς θα έπρεπε να πληρώση την ατίμωσιν της εξ ιδίας θελήσεως προσφοράς της να υπαχθή υπό τη Νέαν Τάξιν.

Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού μου εδόθη να καταλάβω ότι η προς τους Ελληνας στοργή του Χίτλερ ήτο οι εγγυήσεις ότι αι θυσίαι αυταί θα περιορίζοντο «εις το ελάχιστον δυνατόν». Οταν επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσον επί τέλους θα μπορούσε να είναι ούτο το ελάχιστον τελικώς, μάς εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς τη Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς.

Δηλαδή θα έπρεπε, διά να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από τη Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Αγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των…

Θα εδημιουργούντο έτσι όχι δύο, όπως το 1916, αλλά τρεις αυτήν τη φοράν Ελλάδες.

Η πρώτη θα ήτο η επίσημος των Αθηνών, η οποία είχεν φθάσει εις την πώρωσιν και το κατάντημα διά να αποφύγη τον πόλεμον να δεχθή να γίνη εθελοντής δούλος, πληρώνουσα μάλιστα την τιμήν αυτήν και με τη συγκατάθεσίν της να αυτοακρωτηριασθή τραγικώτατα, παραδίδουσα εις την δουλείαν πληθυσμούς αμιγώς ελληνικούς και μάλιστα δύναμαι να είπω τους ελληνικωτέρους των ελληνικών τοιούτους. Δευτέρα θα ήτο η πραγματική Ελλάς. Δηλαδή η παμψηφία της κοινής γνώμης του Εθνους, το οποίον ποτέ δε θα απεδέχετο την εκουσίαν του υποδούλωσιν πληρωνομένην μάλιστα με εθνικόν ακρωτηριασμόν αφόρητον και ισοδυναμούσαν με οριστικήν ατίμωσιν και μελλοντικήν βεβαίαν εκμηδένισιν του Ελληνισμού ως εννοίας και οντότητος, εκμηδένισιν πρώτον ηθικήν και δεύτερον εν συνεχεία της ηθικής και υλικήν.

Το Εθνος ουδέποτε θα συνεχώρει εις τον Βασιλέα και την Εθνικήν Κυβέρνησιν της 4ης Αυγούστου, τοιαύτην πολιτικήν.

Τρίτη τέλος θα προέκυπτε μία ακόμη Ελλάς, η Ελλάς την οποίαν δε θα παρέλειπον να δημιουργήσουν, φυσικά με την επίκλησιν του δημοκρατισμού, οι δημοκρατικοί Ελληνες υπό την κάλυψιν του βρετανικού Στόλου εις τας νήσους, Κρήτην και εις τας άλλας. Η τρίτη αυτή Ελλάς, η «Δημοκρατική» θα είχε με το μέρος της όχι μόνον την πρόθυμον υποστήριξιν της Αγγλίας εις την οποίαν θα έδιδε το δικαίωμα να καλύψη τας νήσους μας, καλυπτομένη και η ιδία εις την Βόρειον Αφρικήν, αλλά θα είχε με το μέρος της και το Εθνικόν δίκαιον. Η ηθική της δύναμις λοιπόν θα απερρόφα μοιραίως την επίσημον Ελλάδα, διότι θα διέθετεν η τρίτη αυτή Ελλάς, την ανεπιφύλακτον έγκρισιν και ενίσχυσιν της ανεπισήμου, της «δευτέρας» Ελλάδος, της Εθνικής δημοσίας γνώμης εν τη παμψηφία της»11.

Ο κυνικός τρόπος με τον οποίο ο ίδιος ο Μεταξάς ομολογεί ότι κατ’ ουσίαν εξαναγκάστηκε να μπει στον πόλεμο με την Ιταλία, ασφαλώς δεν αφήνει περιθώρια για περισσότερα σχόλια.

Αν όμως το «Οχι» του Μεταξά ήταν υποχρεωτικό στο πλαίσιο των διεθνών ανταγωνισμών της εποχής και των ιδιαίτερων δεσμών του ελληνικού με το ξένο κεφάλαιο, το ΟΧΙ του ελληνικού λαού πήγαζε από τις παραδόσεις, την ιστορία του, το αναφαίρετο δικαίωμά του και τον αναμφισβήτητο πόθο του να ζήσει ελεύθερος και ανεξάρτητος. Ο ελληνικός λαός όχι μόνο δεν ταλαντεύτηκε στο δικό του ΟΧΙ, αλλά ήταν και ο μόνος που πίστευε στη νίκη κόντρα στα όσα πίστευε και στα όσα περίμενε από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο η δικτατορία.

Για να φανεί πόσο τεράστια ήταν η απόσταση των δικτατόρων από τις διαθέσεις του λαού, αξίζει να αναφέρουμε τούτο: Την επομένη της κήρυξης του πολέμου, στις 29 Οκτώβρη του 1940 ο δικτάτορας Μεταξάς έγραφε στο ημερολόγιό του: «Με ανησυχεί η υπεραισιόδοξος Κοινή Γνώμη»12. Τον ανησυχούσε δηλαδή το υψηλό ηθικό του λαού, το ότι το λαό τον διακατείχε στο μέγιστο βαθμό ο κυριότερος ψυχολογικός όρος για τη διεξαγωγή ενός νικηφόρου πολέμου!!!

Αλλά αν ο Μεταξάς και η δικτατορία ήταν σε αναντιστοιχία με τα αισθήματα του ελληνικού λαού, σε πλήρη αντιστοιχία μ’ αυτά βρίσκονταν οι κομμουνιστές.

Το ΚΚΕ στις παραμονές του πολέμου

Η έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου βρήκε το ΚΚΕ αποδεκατισμένο, την ηγεσία και τα στελέχη του στις φυλακές και τις εξορίες, τις οργανώσεις του σμπαραλιασμένες και όσες υπήρχαν ακόμη, υπό το καθεστώς του άγριου διωγμού. Η μεταξική δικτατορία είχε καταφέρει ισχυρότατο πλήγμα στο σώμα του Κόμματος, αφού στο πρόσωπό του – όπως προαναφέραμε – έβλεπε τον κύριο και ανυποχώρητο εχθρό της.

Την 28η Οκτώβρη 1940, περίπου δυο χιλιάδες κομμουνιστές, πρωτοπόρα μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, βρίσκονταν κρατούμενοι σε 22 φυλακές, στρατόπεδα και τόπους εξορίας. Για παράδειγμα στην Ακροναυπλία (μαζί με την Πύλο) ήταν 625, στον Αϊ-Στράτη 230, στην Ανάφη 220, στην Αίγινα 170, στην Τρίπολη και άλλες φυλακές 500, στη Φολέγανδρο 140, στην Κίμωλο 36, στην Κέρκυρα και στα νησιά Ιο, Σίφνο, Αμοργό κλπ περίπου 50, στα σανατόρια (φυματικοί) γύρω στους 40 κ.ο.κ.

Επίσης, όλη σχεδόν η ηγεσία του ΚΚΕ που είχε εκλεγεί από το 6ο Συνέδριο (Δεκέμβρης 1935) βρισκόταν ανάμεσα στους φυλακισμένους και στους εξόριστους. Ο ΓΓ της ΚΕ του Κόμματος, Ν. Ζαχαριάδης, από τις αρχές του 1940, είχε μεταφερθεί από τις φυλακές της Κέρκυρας στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών. Στην Κέρκυρα βρίσκονταν τα μέλη του ΠΓ Γιώργης Σιάντος, Βασίλης Νεφελούδης και Μήτσος Παρτσαλίδης, καθώς και το μέλος της ΚΕ Γιάννης Ζεύγος. Στην Ακροναυπλία βρίσκονταν ο Γιάννης Ιωαννίδης μέλος του ΠΓ και τα μέλη της ΚΕ Κώστας Θέος, Βασίλης Βερβέρης, Μήτσος Παπαρήγας, Μιχάλης Σινάκος και Ανδρέας Τσίπας. Στην Κίμωλο τα μέλη της ΚΕ Μιλτιάδης Πορφυρογένης, Πέτρος Ρούσος και Χρύσα Χατζηβασιλείου. Στη Φολέγανδρο τα μέλη της ΚΕ Στέργιος Αναστασιάδης και Παντελής Καραγγίτσης – Σίμος. Στη Γαύδο το μέλος της ΚΕ Λεωνίδας Στρίγκος. Τέλος, στο σανατόριο της Αθήνας «Σωτηρία» νοσηλευόταν το μέλος της ΚΕ Ν. Πλουμπίδης.

Για να έχουμε την ακριβή και ολοκληρωμένη εικόνα του Κόμματος εκείνης της εποχής είναι απαραίτητο να σταθούμε και στην κατάσταση που παρουσίαζαν οι παράνομες οργανώσεις. Καταρχήν κεντρικός παράνομος καθοδηγητικός μηχανισμός ουσιαστικά έπαψε να υπάρχει μετά τη σύλληψη του Γιώργη Σιάντου και του Γρηγόρη Σκαφίδα, το Νοέμβρη του 1939. Η ομάδα στελεχών (Μήτσος Παπαγιάννης, Β. Κτιστάκης, Χρήστος Κανάκης, Σταματία Βιτσαρά κ.ά.) που εμφανίστηκε ως ΚΕ του Κόμματος και έμεινε στην ιστορία με την επωνυμία «παλιά ΚΕ», πέραν του ότι θεωρήθηκε ύποπτη και καταγγέλθηκε, ήταν απομονωμένη από τις κομματικές δυνάμεις και δεν τις επηρέαζε.

Το κενό της κομματικής καθοδήγησης επιχείρησε να «καλύψει» η Ασφάλεια έχοντας προφανή στόχο να κατευθύνει τις κομματικές δυνάμεις, τους εργαζόμενους και το λαό σύμφωνα με τα συμφέροντα του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Ετσι στις αρχές του 1940 εμφανίστηκε η «Προσωρινή Διοίκηση του ΚΚΕ» που διεκδικούσε την ηγεσία του Κόμματος και καθοδηγούνταν απευθείας από τον Μανιαδάκη, υφυπουργό Ασφαλείας του Μεταξά. Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο η «παλιά ΚΕ» όσο και η «Προσωρινή Διοίκηση» έβγαζαν η καθεμία το δικό της «Ριζοσπάστη».

Σε ό,τι αφορά τις κομματικές οργανώσεις, παρά την τρομοκρατία που είχε επιβάλει το Μεταξικό καθεστώς, είχαν διατηρηθεί ορισμένοι κομματικοί πυρήνες που συνέχιζαν τη δράση τους τόσο σε Αθήνα – Πειραιά όσο και στις άλλες περιοχές της χώρας. Κατά κανόνα οι οργανώσεις αυτές δεν είχαν εμπιστοσύνη ούτε στην «παλιά ΚΕ» ούτε στην «Προσωρινή Διοίκηση» και δρούσαν ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Εμπιστεύονταν μόνο τις ομάδες των φυλακισμένων και εξόριστων στελεχών του κόμματος με τις οποίες επιδίωκαν να αποκτήσουν επαφή. Το ανώτερο κομματικό όργανο που κατάφερε να διατηρηθεί ήταν το Μακεδονικό Γραφείο της ΚΕ που είχε την ευθύνη της καθοδήγησης των οργανώσεων στη Μακεδονία και τη Θράκη13.

Η ιταλική επιδρομή και η στάση των κομμουνιστών

Υπό τις συνθήκες που προαναφέραμε κανένα πολιτικό κόμμα δε θα ήταν σε θέση να παρέμβει στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας, πολύ περισσότερο δε, σε τόσο συνταρακτικές εξελίξεις όπως ένας πόλεμος. Και για του λόγου το αληθές σημειώνουμε την ανυπαρξία των αστικών κομμάτων καθ’ όλη τη διάρκεια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου αλλά και όταν εκδηλώθηκε η ιταλική επιδρομή. Ομως το ΚΚΕ δεν ήταν ένα συνηθισμένο κόμμα. Αμέσως μόλις εκδηλώθηκε η στρατιωτική επιδρομή της Ιταλίας η ηγεσία του, τα μέλη και τα στελέχη του από τις φυλακές και τις εξορίες παρέμβηκαν και η παρέμβασή τους αυτή ήταν ουσιαστική, ενεργή και αποφασιστική δίπλα στο δοκιμαζόμενο λαό.

Χρονολογικά πρώτοι αντέδρασαν οι ακροναυπλιώτες, οι οποίοι στις 29 Οκτωβρίου 1940 – μια μέρα μετά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου – με υπόμνημα τους (που υπογραφόταν από το Γ. Ιωαννίδη και τον Κ. Θέο) προς την κυβέρνηση Μεταξά, ζητούσαν να πάνε στην πρώτη γραμμή του πυρός για να πολεμήσουν14. Οι ακροναυπλιώτες πέραν του προαναφερόμενου υπομνήματος έστειλαν προς τη Μεταξική κυβέρνηση άλλα δύο κείμενα: Ενα «ανοιχτό γράμμα» στις 6/11/1940 κι ένα υπόμνημα στις 13/11/1940. Το «ανοιχτό γράμμα» εξέφραζε τη συμφωνία τους με το περιεχόμενο του γράμματος του Ν. Ζαχαριάδη και το υπόμνημα της 13/11 ήταν η απάντηση προς την κυβέρνηση του Μεταξά, επειδή η τελευταία τους ζητούσε δηλώσεις μετανοίας για να τους επιτρέψει να πάνε πολεμήσουν στο μέτωπο τον Ιταλό επιδρομέα.

Να ποια ήταν η περήφανη απάντηση των κομμουνιστών της Ακροναυπλίας στο υπόμνημά τους στις 13/11/1940. «Οι ιδέες μας είναι πάντοτε και έχουν για κίνητρο, αφετηρία και σκοπό την εξύψωση και την ευημερία του ελληνικού λαού και του έθνους, ολόκληρο δε το παρελθόν μας είναι μια συνεπής και συνεχής προσπάθεια για την επίτευξη αυτών των σκοπών. Στον αγώνα αυτόν δώσαμε ό,τι πολύτιμο είχαμε, υποστήκαμε αγόγγυστα επί σειρά ετών όλα τα μαρτύρια και τις στερήσεις της εξορίας και της φυλακής και πολλοί από μας έχουν θυσιάσει και τη ζωή τους, χωρίς κανένα υπολογισμό προσωπικών μας ωφελημάτων. Και σήμερα, ακριβώς διότι μένουμε πιστοί στις αρχές μας και διότι έχουμε για έμβλημά μας «Πάνω απ’ όλα τα συμφέροντα του ελληνικού λαού» τασσόμεθα ανεπιφύλακτα στο πλευρό της κυβέρνησης, που διευθύνει την αντίσταση του ελληνικού λαού ενάντια στον επιδρομέα»15.

Το πιο γνωστό όμως ντοκουμέντο του ΚΚΕ για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, αυτό που σφράγισε τις σχέσεις του με τον ελληνικό λαό και αποτέλεσε τον καθοδηγητικό μπούσουλα για την οργάνωση της Εαμικής Εθνικής Αντίστασης είναι το «Ανοιχτό Γράμμα προς το λαό της Ελλάδας» του τότε ΓΓ της ΚΕ του Κόμματος, Ν. Ζαχαριάδη, που δημοσιεύτηκε στις αθηναϊκές εφημερίδες στις 2 Νοέμβρη του 1940.

Το γράμμα του Ν. Ζαχαριάδη – η προοπτική και το συμπέρασμα

«Ο φασισμός του Μουσολίνι – έλεγε το γράμμα16– χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και να την εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι Ελληνες παλεύουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.

Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. Επαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούρια Ελλάδα της δουλιάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό.

Ολοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θάναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας.

Αθήνα 31 του Οχτώβρη 1940

Νίκος Ζαχαριάδης

Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ».

Το περιεχόμενο του γράμματος προκάλεσε το θαυμασμό ακόμη και των αντιπάλων του ΚΚΕ. «Η πρώτη αντίδραση του κόμματος – γράφει ο Ευαγ. Αβέρωφ αναφερόμενος στη στάση του ΚΚΕ στον ελληνοϊταλικό πόλεμο17 – υπήρξε απρόβλεπτη. Στις 30 Οκτωβρίου του 1940 (σ.σ. 31 Οκτωβρίου είναι το σωστό), ο Ζαχαριάδης από τη φυλακή όπου βρισκόταν τρεισήμισι περίπου χρόνια, απηύθυνε μια επιστολή προς τον Μανιαδάκη. Δημοσιεύτηκε αμέσως σε όλες τις εφημερίδες. Επρόκειτο για μια ωραία έκκληση υπέρ της αμύνης και κατέληγε ως εξής: «Όλοι στον αγώνα, καθένας στη θέση του, η νίκη θα ανήκη στην Ελλάδα και στο λαό της. Οι εργάτες όλου του κόσμου βρίσκονται στο πλευρό μας». Ηταν κείμενο επιδέξιο από την πλευρά του (η νίκη στο λαό, όχι στη δικτατορία, οι εργάτες όλου του κόσμου) αλλά ήταν συγχρόνως κείμενο χρήσιμο για τον αγώνα. Ηταν επίσης ευθυγραμμισμένο με τις δηλώσεις όλων των πολιτικών ηγετών, οι οποίοι αντετίθεντο όλοι στο δικτατορικό καθεστώς. Πράγματι, όλοι οι πολιτικοί ηγέτες είχαν κηρυχτεί υπέρ της ενόπλου αντιστάσεως κατά του εισβολέως».

Τα σημεία του γράμματος που στρέφονται κατά της δικτατορίας δεν είναι μόνο αυτά που επισημάνει ο Αβέρωφ. Η φράση «Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα» είναι ίσως το ισχυρότερο χαστούκι κατά της δικτατορίας και μία σαφέστατη έκκληση προς τον ελληνικό λαό να είναι εχθρικός απέναντί της κι απέναντι στα όργανά της. Αλλά το γράμμα δε σταματούσε εκεί. Εδινε προοπτική στο λαό και προσδιόριζε με ακρίβεια το χαρακτήρα της πάλης του όταν έλεγε πως «έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλιάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό».

Αυτή την προοπτική ήθελε να εμποδίσει η άρχουσα τάξη και τα πολιτικά της όργανα, δηλαδή τα όργανα της μεταξικής δικτατορίας. Για το λόγο αυτό όχι μόνο αρνήθηκαν στους φυλακισμένους κομμουνιστές να πάνε να πολεμήσουν στο μέτωπο, αλλά και τους παρέδωσαν στους κατακτητές όταν το μέτωπο κατέρρευσε την άνοιξη του ’41, ύστερα από τη γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας. Τα συμπεράσματα ανήκουν στον αναγνώστη.

1 Δ. Κόκκινου: «Οι δύο πόλεμοι 1940 – 1941», Εκδοτική Εταιρία «Ο Πλάτων», Αθήναι 1946, τόμος Β’, σελ. 167 – 170 και Heinz A. Richter: «Η Ιταλογερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος», εκδόσεις «Γκοβόστη», σελ. 121-122

2 Βασιλικόν Υπουργείον των Εξωτερικών: «Η Ελληνική Λευκή Βίβλος 1940 – Διπλωματικά έγγραφα: Η Ιταλική επίθεσις κατά της Ελλάδος», Αθήναι 1940, σελ. 145-146

3 Εμμανουέλε Γκράτσι: «Η αρχή του τέλους – Η επιχείρηση κατά της Ελλάδος», εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ», σελ. 274

4 Δ.Κ. Σβολόπουλου: «Ο πόλεμος των Ελλήνων 1940 – 1941», Αθήναι 1945 / Τύποις «ΠΥΡΣΟΥ», ΑΕ, τόμος Α’, σελ. Ζ’

5 Εμμανουέλε Γκράτσι, στο ίδιο, σελ. 285

6 Φοίβου Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909 – 1940», εκδόσεις Κ. Καπόπουλος, τόμος 4ος, σελ. 344

7 Ιωάννου Μεταξά: «Ημερολόγιο», εκδόσεις «Γκοβόστη», τόμος Δ’ σελ. 77

8 «Ιστορία Ελληνικού Εθνους», «Εκδοτική Αθηνών» τόμος ΙΕ, σελ. 335-338

9 Γ. Ανδρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδόσεις «ΔΙΟΓΕΝΗΣ», σελ 25

10 «Τα Μυστικά Αρχεία του Φόρεϊν Οφφις», ΒΙΠΕΡ, εκδόσεις «ΠΑΠΥΡΟΣ», σελ. 76

11 Ιωάννου Μεταξά: «Ημερολόγιο», εκδόσεις «Γκοβόστη», τόμος Δ’ σελ. 522-524

12 Ιωάννου Μεταξά, στο ίδιο, σελ. 520

13 Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος Α’, σελ. 342-347

14 Το υπόμνημα δε σώθηκε στα αρχεία του ΚΚΕ αλλά σίγουρα υπάρχει κάπου στα αρχεία του κράτους. Οι πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτό προέρχονται από μαρτυρίες που δημοσιεύτηκαν στο «Ριζοσπάστη» της 28/10/1945 κι από την εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» της 28/10/1965 όπου δημοσιεύτηκε το τελευταίο μέρος του, προερχόμενο προφανώς από τα κρατικά αρχεία.

15 «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» 28/10/1945.

16 «Το ΚΚΕ – Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 5ος, σελ. 9-10

17 Ευάγγελου Αβέρωφ: «Φωτιά και τσεκούρι», εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ», σελ. 93.

Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Βλέπε επίσης:

Ιστορικό αφιέρωμα στα 70χρονα της 28ης Οκτωβρίου 1940: Τα “ΟΧΙ”, η άνοδος του φασισμού, ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος, Κατοχή και Αντίσταση, ο αστικός κόσμος και οι κομμουνιστές (ΕΑΜ-ΚΚΕ), η αναθεώρηση της Ιστορίας και η άνοδος της ακροδεξιάς σήμερα