Για το εργατικό κίνημα, την ταξική πάλη και ταξική συνείδηση

εργατες

Το εργατικό κίνημα θα μπορούσε να οριστεί συνοπτικά ως η πράξη συνένωσης και συλλογικής δράσης των εργαζομένων, για επαγγελματικούς ή πολιτικούς σκοπούς , μέσα από αντίστοιχες οργανώσεις, στη βάση της τάξης όπου ανήκουν. Πώς όμως προκύπτει η ανάγκη για συλλογική οργάνωση και δράση; Πώς ο εργάτης αποκτά συνείδηση της τάξης του; Πώς η εργατική τάξη μετατρέπεται από » τάξη καθεαυτή» σε » τάξη για τον εαυτό της»; Γιατί ορισμένα τμήματα της εργατικής τάξης προχωρούν στην οργάνωση των οικονομικών και πολιτικών τους συμφερόντων σε σωματεία και πολιτικά κόμματα, ενώ άλλα όχι;

Τα ερεθίσματα που οδηγούν τους ανθρώπους γενικά σε αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων στα προβλήματά τους πηγάζουν μέσα από τις αντιθέσεις που κυριαρχούν στο πλαίσιο του κοινωνικού τους είναι. Οι αντιθέσεις στην υλική βάση της κοινωνίας , οι οποίες εκδηλώνονται με ιδιαίτερη οξύτητα στις σχέσεις παραγωγής (σχέση εκμεταλλευτή και εκμεταλλευόμενου) επιδρούν στην κοινωνική συνείδηση των ανθρώπων θέτοντάς τους τα διλήμματα, προβληματισμούς, υποδεικνύοντας πιθανές διεξόδους και ενδεχόμενες λύσεις. […]

Ο Β. Ι. Λένιν έγραψε σχετικά με τη διαδικασία ταξικής συνειδητοποίησης και οργάνωσης των εργατών: » Ο κάθε εργάτης χωριστά είναι ανίσχυρος και ανυπεράσπιστος απέναντι στον κεφαλαιοκράτη. Ο εργάτης αναγκάζεται με κάθε θυσία ν’ αναζητήσει και να βρει μέσα για ν’ αποκρούσει τον κεφαλαιοκράτη, για να υπερασπίσει τον εαυτό του. Και το μέσο αυτό το βρίσκουν οι εργάτες στην ένωση. Ο εργάτης, ανίσχυρος όταν είναι μόνος, γίνεται δύναμη όταν ενώνεται με τους συντρόφους του, αποχτά τη δυνατότητα να παλέψει ενάντια στον κεφαλαιοκράτη και να τον αποκρούσει.»

Προοδευτικά και καθώς » η ένωση των εργατών ενός μόνου εργοστασίου, ακόμα και ενός μόνου κλάδου βιομηχανίας αποδείχνεται ανεπαρκής για την απόκρουση όλης της τάξης των κεφαλαιοκρατών, γίνεται απόλυτα αναγκαία η κοινή δράση όλης της τάξης των εργατών. Έτσι, από τις μεμονωμένες εξεγέρσεις των εργατών ξεπηδάει η πάλη όλης της εργατικής τάξης. Η πάλη των εργατών ενάντια στους εργοστασιάρχες μετατρέπεται σε ταξική πάλη. Όλους τους εργοστασιάρχες τους ενώνει ένα συμφέρον: Να κρατούν τους εργάτες σε υποταγή και να τους πληρώνουν όσο το δυνατό μικρότερο μεροκάματο. Και οι εργοστασιάρχες βλέπουν ότι δεν μπορούν να υπερασπίσουν την υπόθεσή τους κατ’ άλλον τρόπο παρά μόνο με την κοινή δράση όλης της τάξης των εργοστασιαρχών, παρά μόνο αποχτώντας επιρροή πάνω στην κρατική εξουσία. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, και τους εργάτες τους συνδέει ένα κοινό συμφέρον: Να μην επιτρέψουν στο κεφάλαιο να τους πνίξει, να υπερασπίσουν το δικαίωμά τους να ζήσουν μια ανθρώπινη ζωή. Και οι εργάτες έτσι ακριβώς πείθονται ότι τους είναι απαραίτητη η ένωση, η κοινή δράση όλης της τάξης – της εργατικής τάξης – και ότι για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο να αποχτήσουν επιρροή πάνω στην κρατική εξουσία» Εξού και η ανάγκη για πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης.

Πώς όμως οι εργάτες » φτάνουν στην κατανόηση όλων αυτών των πραγμάτων», πώς αποκτούν » ταξική  αυτοσυνείδηση»; » Οι εργάτες φτάνουν στην κατανόηση αυτή αντλώντας την συνεχώς από την ίδια την πάλη.» Αρχικά, » η έχθρα των εργατών ενάντια στο κεφάλαιο εκδηλωνόταν μόνο με ένα αόριστο αίσθημα μίσους ενάντια στους εκμεταλλευτές τους, με μια αόριστη συναίσθηση της καταπίεσης και της σκλαβιάς τους και με την επιθυμία να εκδικηθούν τους κεφαλαιοκράτες. Η πάλη εκδηλωνόταν τότε με μεμονωμένες εξεγέρσεις των εργατών, που κατέστρεφαν τα κτήρια, έσπαζαν τις μηχανές, έδερναν τους διευθυντές του εργοστασίου κ.τ.λ. Αυτή ήταν η πρώτη , η αρχική μορφή του εργατικού κινήματος, και ήταν απαραίτητη γιατί το μίσος απέναντι στον κεφαλαιοκράτη στάθηκε παντού και πάντοτε το πρώτο κίνητρο για να ξυπνήσει μέσα στους εργάτες ο πόθος να υπερασπίσουν τον εαυτό τους»

Εκείνη η αυθόρμητη, ¨ενστικτώδης» πρώτη αντίδραση των εργατών στην καπιταλιστική εκμετάλλευση λειτούργησε ως προθάλαμος για τη συνειδητή δράση:» Το «αυθόρμητο στοιχείο» δεν αποτελεί στην ουσία τίποτε  άλλο παρά εμβρυακή μορφή του συνειδητού. Ακόμα και οι πρωτόγονοι ξεσηκωμοί εκφράζανε ως ένα βαθμό το ξύπνημα της συνείδησης: Οι εργάτες έχαναν την προαιώνια πίστη τους στο απαρασάλευτο του καθεστώτος που τους συνέθλιβε, άρχιζαν…, δε θα έλεγα να καταλαβαίνουν, μα να νιώθουν την ανάγκη της συλλογικής αντίστασης και να εγκαταλείπουν αποφασιστικά τη δουλική υποταγή στους προϊσταμένους τους. Ωστόσο όλα αυτά ήταν πολύ περισσότερο ξεσπάσματα απόγνωσης κι εκδίκησης παρά αγώνας»

Έτσι στη συνέχεια, » οι εργάτες , εκεί που μισούσαν αόριστα τον κεφαλαιοκράτη, άρχισαν να καταλαβαίνουν πια ότι τα συμφέροντα της τάξης των εργατών είναι εχθρικά προς τα συμφέροντα της τάξης των κεφαλαιοκρατών. Εκεί που ένιωθαν θολά ότι καταπιέζονται, άρχισαν πια να καταλαβαίνουν με ποια ακριβώς μέσα και με ποιον τρόπο συγκεκριμένα τους πνίγει το κεφάλαιο και να ξεσηκώνονται ενάντια στη μια ή στην άλλη μορφή καταπίεσης, βάζοντας όρια στην καταπίεση από μέρους του κεφαλαίου, υπερασπίζοντας τον εαυτό τους από την απληστία του κεφαλαιοκράτη. Αντί να εκδικούνται τους κεφαλαιοκράτες , περνούν τώρα στην πάλη για παραχωρήσεις, αρχίζουν να προβάλουν στην τάξη των κεφαλαιοκρατών τη μια διεκδίκηση ύστερα από την άλλη και απαιτούν βελτίωση των όρων της δουλειάς τους, αύξηση του μεροκάματου, μείωση της εργάσιμης μέρας.»

Οι κοινωνικοί αγώνες λειτουργούν ως σχολείο για την εργατική τάξη. Οι εργάτες » μαθαίνουν να καταλαβαίνουν την ουσία της εκμετάλλευσης στο σύνολό της, μαθαίνουν να καταλαβαίνουν το κοινωνικό σύστημα που στηρίζεται στην εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο». Στην πάλη αυτή , » οι εργάτες δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους, μαθαίνουν να ενώνονται, μαθαίνουν και καταλαβαίνουν την ανάγκη και τη σημασία της ένωσης. Η διεύρυνση της πάλης αυτής και οι όλο συχνότερες συγκρούσεις οδηγούν αναπόφευκτα στη διερεύνηση της πάλης, στην ανάπτυξη του αισθήματος ενότητας, του αισθήματος της αλληλεγγύης τους ανάμεσα στους εργάτες όλης της χώρας, ανάμεσα σε όλη την εργατική τάξη.»

Σε τελευταία ανάλυση , » η πάλη αυτή αναπτύσσει την πολιτική συνείδηση των εργατών. Η μάζα της εργατιάς, εξ αιτίας των συνθηκών της ίδιας της ζωής της, βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση που δεν μπορεί, δεν έχει ούτε τον καιρό, ούτε τη δυνατότητα να σκέφτεται για οποιαδήποτε κρατικά ζητήματα. Η πάλη , όμως , των εργατών ενάντια στους εργοστασιάρχες για τις καθημερινές τους ανάγκες μόνη της και αναπόφευκτα σπρώχνει τους εργάτες στα κρατικά, τα πολιτικά ζητήματα…, πώς εκδίδονται οι νόμοι και οι κανονισμοί και τίνος συμφέροντα εξυπηρετούν. Κάθε σύγκρουση στο εργοστάσιο κατ’ ανάγκη φέρνει τους εργάτες σε σύγκρουση με τους νόμους και τους εκπροσώπους της κρατικής εξουσίας…Η πάλη της εργατικής τάξης ενάντια στην τάξη των κεφαλαιοκρατών κατ’ ανάγκη πρέπει να είναι πολιτική πάλη.»

» Τελικός σκοπός» του » πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης» δεν είναι βέβαια άλλος, όπως τόνισε ο ίδιος ο Κ. Μαρξ, από » την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας για λογαριασμό της και γι’ αυτό, φυσικά, είναι αναγκαία μια οργάνωση της εργατικής τάξης…» Πολιτικό υποκείμενο του εργατικού κινήματος αποτελεί το κόμμα της εργατικής τάξης, το Κομμουνιστικό Κόμμα.[…]

Για να συγκροτηθεί σε » τάξη για τον εαυτό της» , η εργατική τάξη πρέπει να κατακτήσει, λοιπόν, την ταξική της αυτοτέλεια. Να πετύχει με άλλα λόγια, την πλήρη ανεξαρτητοποίησή της από κάθε αστική επιρροή(οργανωτική, πολιτική, ιδεολογική), είτε αυτό αφορά τις συνδικαλιστικές είτε τις πολιτικές της ενώσεις (σωματεία, κόμματα κ.α).

Μέσα από την ίδια την ταξική πάλη , η εργατική τάξη συσπειρώνεται, οργανώνεται και διαπαιδαγωγείται. Αποκτά συνείδηση και γνώση του κοινωνικοοικονομικού συστήματος που την καταδυναστεύει. Αυτοσυνειδητοποιείται και συγκροτείται ως » τάξη για τον εαυτό της» . Αναπτύσσει διάφορες μορφές αγώνα, διαμορφώνει πρόγραμμα δράσης, περνά από την άμυνα στην επίθεση προβάλλοντας μερικά – βραχυπρόθεσμα αλλά και γενικότερα – μακροπρόθεσμα αιτήματα οικονομικής ή πολιτικής φύσεως. Διεκδικεί έκφραση, συμμετοχή και παρέμβαση στους θεσμούς, από μερίδιο εξουσίας(= προοδευτικά και μέσα από την εξέλιξη της ταξικής πάλης στην Ιστορία αναδείχθηκε πως αντικειμενικά, η εργατική τάξη θα διεκδικούσε και θα έπαιρνε όλη την εξουσία στα χέρια της ή τίποτε) ως και τη συνολικότερη ανατροπή της.

Βεβαίως, η διαδικασία αυτή δεν είναι ούτε ευθύγραμμη, ούτε δεδομένη. Δεν πραγματοποιείται αυτόματα. Δεν είναι καθολική ή ομοιόμορφη. Δεν επηρεάζει, δηλαδή , εξίσου και συγχρονισμένα όλα τα μέρη ή τα μέρη της εργατικής τάξης. Τουναντίον, η ταξική πάλη εμπεριέχει την ίδια στιγμή και το στοιχείο του συμβιβασμού, της ενσωμάτωσης, της υποχώρησης, της ιδεολογικής, πολιτικής και οικονομικής επίθεσης της » άλλης πλευράς»( της αστικής) με πληθώρα μέσων. Οι παράγοντες χειραφέτησης και ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης συνυπάρχουν ταυτόχρονα αλληλοσυμπληρώνονται, αλληλοαναιρούνται. Πρέπει επομένως να εξετάζονται παράλληλα σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους[…]

Αποσπάσμα από το κεφάλαιο 1 του Βιβλίο: “Ρήξη και Ενσωμάτωση. Συμβολή στην Ιστορία του εργατικού-κομμουνιστικού κινήματος του Μεσοπολέμου, 1918-1936″

Πηγή: Ofisofi

Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ πρόδρομος του σοσιαλισμού

του Γιώργου Μωραΐτη*

Από το ΠΡΙΝ, 19.12.2010

Ένας από τους μεγαλύτερους ριζοσπάστες αστούς φιλοσόφους του 18ου αιώνα

Ο Ρουσσώ καλύπτει με τη ζωή του το μεγαλύτερο μέρος του 18ου αιώνα (1712-1778). Με τη σκέψη του έθεσε τις βάσεις για μια ριζοσπαστική ανάγνωση του πολιτικού φαινομένου, μολονότι χρονικά δεν συνέπεσε με καμία από τις μεγάλες επαναστάσεις του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα. Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσω ευσύνοπτα να παρουσιάσω πώς ο Ρουσσώ συνδέεται με τη διατύπωση ενός πρώιμου σοσιαλιστικού αιτήματος, μολονότι ο σοσιαλισμός σαν οικονομικό και πολιτικό σύστημα είναι προϊόν του 19ου αιώνα και της βιομηχανικής επανάστασης.

Ο Ρουσσώ καλύπτει με τη ζωή του το μεγαλύτερο μέρος του 18ου αιώνα (1712-1778). Με τη σκέψη του έθεσε τις βάσεις για μια ριζοσπαστική ανάγνωση του πολιτικού φαινομένου, μολονότι χρονικά δεν συνέπεσε με καμία από τις μεγάλες επαναστάσεις του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα. Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσω ευσύνοπτα να παρουσιάσω πώς ο Ρουσσώ συνδέεται με τη διατύπωση ενός πρώιμου σοσιαλιστικού αιτήματος, μολονότι ο σοσιαλισμός σαν οικονομικό και πολιτικό σύστημα είναι προϊόν του 19ου αιώνα και της βιομηχανικής επανάστασης. Τη σχέση
αυτή θα υποστηρίξω ανατρέχοντας στις θέσεις του φιλοσόφου για τον άνθρωπο σαν έλλογο ον (φιλοσοφική ανθρωπολογία) και στην αντίληψή του για την ιστορία σαν διαδικασία εξέλιξης και προόδου του ανθρώπου και του πολιτισμού του (φιλοσοφία της ιστορίας), μολονότι για κάποιους μελετητές δεν πρέπει να αναζητούμε μια πλήρως ανεπτυγμένη φιλοσοφία της ιστορίας στο έργο του στοχαστή.[1] Βεβαίως, τα δύο αυτά ζητήματα είναι τόσο στενά συνδεδεμένα στην περίπτωση του Ρουσσώ, που είναι σχεδόν αδύνατο να αναφερθείς ή να αναλύσεις το ένα, χωρίς ταυτόχρονα
να αναφερθείς και στο άλλο.

Όταν μιλάμε για φιλοσοφία της ιστορίας, εννοούμε τα κριτήρια που κάποιος στοχαστής θέτει και βάσει των οποίων εξετάζει το ζήτημα της προόδου με τη μορφή της βελτίωσης της κατάστασης των ανθρώπων, υλικά και διανοητικά. Βεβαίως, η συζήτηση αυτή ήταν ευρέως διαδεδομένη την περίοδο του Διαφωτισμού, ο Ρουσσώ όμως την πάει ένα βήμα παραπέρα. Η ισχυρή του διάνοια και το κριτικό του πνεύμα δεν αντιτίθενται απλά στις ασυνέπειες του Διαφωτισμού, αλλά συγκλονιστικά αποκαλύπτουν τον έντονα ταξικό και μάλιστα αστικό τους χαρακτήρα και
περιεχόμενο. Με άλλα λόγια, ο Ρουσσώ διαφωνεί με την τάση των ανερχόμενων αστών και των ιδεολογικών τους εκπροσώπων να αποκλείουν βάναυσα το ευρύτερο λαϊκό και μαζικό στοιχείο από τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Εδώ ακριβώς στηριζόμενος ο Marc Plattner υποστήριξε ότι ο Ρουσσώ ήταν ο πρώτος φιλόσοφος που άσκησε δριμεία κριτική στο Διαφωτισμό από τα Αριστερά.[2]

Η θεωρία της ιστορίας στον Ρουσσώ, σε απόλυτο σχεδόν βαθμό, ενσωματώνει την εξέλιξη και τη γιγάντωση της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων. Είναι η ιστορία της ανισότητας, της εκμετάλλευσης και της αδικίας. Για το φιλόσοφο, η ανισότητα και η εκμετάλλευση δεν είναι ουδέτερα φορτισμένες, αλλά έντονα ταξικά και μάλιστα αστικά. Με κανένα τρόπο δεν ανάγονται στην πρωταρχική φυσική κατάσταση του ανθρώπου, εφόσον οι φυσικές διαφορές δεν είναι ικανές να δικαιολογήσουν τη σύγκρουση και την αδικία, όπως τις αντιλαμβανόμαστε γύρω μας, μέσα στις
πολιτικές κοινωνίες. Αλλού πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια και τα θεμέλια της ανισότητας.

Τη συζήτηση αυτή ο Ρουσσώ την αναπτύσσει στις σελίδες του Λόγου περί Ανισότητας, όπου και συνδέει την ανισότητα με την εξάρτηση που δημιουργείται μεταξύ των ανθρώπων κατά τη διαδικασία παραγωγής των αγαθών. Με άλλα λόγια, ο φιλόσοφος στηλιτεύει την εξαρτημένη εργασία. Η εξαρτημένη εργασία είναι που δημιουργεί εκμετάλλευση και τελικά ανισότητα. Η διατύπωση είναι διαφωτιστική:

«… όσο καιρό (ο άνθρωπος) καταγινόταν με εργασίες που μπορούσε να κάνει μόνος του, … έζησαν (όλοι οι άνθρωποι) ελεύθεροι, γεροί και ευτυχισμένοι… από τη στιγμή όμως που ένας είχε την ανάγκη βοήθειας κάποιου άλλου, από τη στιγμή που αντιλήφθηκαν πως ήταν χρήσιμο στον ένα να διαθέτει προμήθειες για δύο, η ισότητα χάθηκε, η ιδιοκτησία εισχώρησε, η εργασία έγινε απαραίτητη… γρήγορα φάνηκε να βλασταίνει και να μεγαλώνει, μαζί με τη σοδειά, η σκλαβιά και η δυστυχία».[3]

Στο απόσπασμα αυτό ήδη φάνηκε ότι πέρα από την εξαρτημένη εργασία, η πορεία της εξέλιξης του ανθρώπου επηρεάστηκε αρνητικά και από ένα άλλο στοιχείο, από την εισαγωγή της ατομικής ιδιοκτησίας. Ο Ρουσσώ, αν και δεν αμφιβάλει ότι η ανθρώπινη ιστορία έπρεπε να περάσει από αυτό το στάδιο εξέλιξης, εντούτοις είναι πεπεισμένος ότι η ανθρώπινη εκμετάλλευση και ανισότητα θεμελιώνεται ακριβώς στην ιδιοποίηση αλλοτριώσιμων φυσικών πόρων, που μάλιστα από ένα σημείο και ύστερα έγινε ασύδοτη και ανεξέλεγκτη. Η ασυδοσία αυτή οδήγησε στη
συστηματοποίηση της οικονομικής παραγωγής με την εισαγωγή της μεταλλουργίας και της γεωργίας, που με τη σειρά τους οδήγησαν στην πρακτική του καταμερισμού της εργασίας.[4] Ύστερα από όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η εξέλιξη στο πλαίσιο της ιστορικής προόδου ταυτίζεται με την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που θεμελιώνεται στο δικαίωμα για ιδιοκτησία και στην εξαρτημένη εργασία.

Ταυτόχρονα με την αρνητική, αλλά αναγκαία και αναπόφευκτη, αυτή εξέλιξη των ανθρώπινων υποθέσεων, συντελείται και μία ακόμη, εξίσου σημαντική και επιβλαβής. Είναι η παρακμή του ανθρώπινου ήθους, που ταυτίζεται με το αγρίεμα των παθών και τη δυνατότητα που αποκτούν οι άνθρωποι να αντιλαμβάνονται και να προσπαθούν να κάνουν κακό στους άλλους, στοιχεία δηλαδή που απουσιάζουν πλήρως από το ρεπερτόριο των αντιδράσεων και συμπεριφοράς των φυσικών ανθρώπων.

Στο σημείο αυτό, και αναφορικά με το φυσικό άνθρωπο και τη φυσική κατάσταση στη σκέψη του Ρουσσώ, δημιουργείται συνήθως μια παρανόηση. Συγκεκριμένα, ο φιλόσοφος πουθενά δεν υποστηρίζει ότι η φυσική κατάσταση, και η ταυτόχρονη απουσία πολιτισμού και κοινωνίας, υπήρξε η ιδανική και ευτυχέστερη στιγμή του ανθρώπινου είδους. Κάθε άλλο.[5] Αν κάτι θετικό υπήρξε σε εκείνο το χρονικά απροσδιόριστο παρελθόν είναι ο χαρακτήρας και τα ανόθευτα φυσικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου που του έδιναν τη δυνατότητα να δημιουργήσει κοινωνίες. Το πρώτο
στοιχείο είναι η «γαλήνη των παθών» και το άλλο η άγνοια του κακού, που πρακτικά μεταφράζεται σε κάτι πολύ ανώτερο, δηλαδή σε συμπόνια ή αλληλεγγύη, σε ένα εγγενές αίσθημα συμπάθειας και κατανόησης για τα άτομα του ίδιου είδους, όταν μάλιστα αυτά υποφέρουν.

Το τρίτο στοιχείο πάλι που ο φιλόσοφος αναγνωρίζει σαν ίδιον του ανθρώπου είναι η επιθυμία για εξέλιξη και βελτίωση της θέσης του και της κατάστασής του. Εύκολα, συνδυάζοντας όλα τα παραπάνω στοιχεία, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι στο κέντρο της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας του Ρουσσώ τοποθετείται το αίτημα για εξέλιξη που όμως διαθέτει ένα σαφέστατο ηθικό όριο. Το όριο αυτό είναι η αποφυγή πρόκλησης ζημίας στους άλλους ή διαφορετικά η ικανοποίηση του αιτήματος της εξέλιξης για όλους από κοινού τους ανθρώπους, ως είδος, και όχι ως
εξατομικευμένες μονάδες. Απορρίπτεται κατηγορηματικά δηλαδή η βελτίωση των ατόμων που θεμελιώνεται στην εκμετάλλευση και τη δυστυχία όλων των υπολοίπων. Η απόρριψη του θεσμού της ιδιοκτησίας στηρίζεται ακριβώς εδώ, στο ότι δηλαδή η ατομική ιδιοκτησία είναι το κατεξοχήν προϊόν εκμετάλλευσης και εξαπάτησης, κάτι που ο Ρουσσώ περιγράφει γλαφυρότατα στην αρχή του δεύτερου μέρους του Λόγου περί Ανισότητας, όπου και διαβάζουμε για εγκλήματα, πολέμους, φόνους, αθλιότητες, αίσχη και αγύρτες.[6]

Η αναφορά μας στην πολιτική φιλοσοφία του Ρουσσώ στο τέλος αυτού του άρθρου, δεν γίνεται επειδή ο Ρουσσώ απλά θεωρείται ένας μεγάλος πολιτικός στοχαστής, αλλά επειδή αφενός στη σκέψη του η πολιτική και η ιστορία ταυτίζονται και αφετέρου επειδή η γιατρειά όλων των ανθρώπινων προβλημάτων βρίσκεται ακριβώς στις πολιτικές αρετές των ανθρώπων. Με άλλα λόγια, επειδή η φιλοσοφία της ιστορίας και η φιλοσοφική ανθρωπολογία σε ένα μεγάλο μέρος τους είναι πολιτική θεωρία και κοινωνική κριτική. Οι πολιτικές κοινωνίες λοιπόν, στην αρχή της
εμφάνισής τους, υπήρξαν, όπως και η ατομική ιδιοκτησία, προϊόν εξαπάτησης των πολλών από λίγους πονηρούς. Υπήρξαν η θεωρητική νομιμοποίηση και ηθική δικαιολόγηση της ανισότητας κατά τέτοιο τρόπο, που όπως παρατηρεί ο Ρουσσώ: «πρόσθεσαν νέες δυσκολίες στον αδύναμο και νέες δυνάμεις στον πλούσιο»[7], εφόσον «είναι λογικό να πιστεύει κανείς πως ένα πράγμα μάλλον εφευρέθηκε από εκείνους που ωφελεί, παρά από αυτούς που βλάπτει».[8]

Από την άλλη πλευρά όμως, οι πολιτικές κοινωνίες φέρουν τα στοιχεία εκείνα που μπορούν ουσιαστικά να εξελίξουν την ανθρώπινη κατάσταση, με τρόπο που να ικανοποιεί την επιθυμία για αποφυγή πρόκλησης ζημιάς στους άλλους. Μπορεί, κατά το φιλόσοφο, ο άνθρωπος να γίνει το ηθικό ον που οφείλει να είναι, βάσει της φύσης του, πριν αυτή αλλοιωθεί από τις βλαβερές συνέπειες του θεσμού της ατομικής ιδιοκτησίας και την ανάπτυξη του αισθήματος της φιλαυτίας. Αν άλλωστε ο Ρουσσώ δεν πίστευε κάτι τέτοιο, δεν θα είχε κανένα λόγο να γράψει φιλοσοφία.
Όλες οι απόψεις του για το πώς θεμελιώνεται μια υγιής πολιτική κοινωνία, εκτίθενται στο περίφημο Κοινωνικό Συμβόλαιο.

Ο Ρουσσώ, όπως παρατηρεί ο Αύγουστος Μπαγιόνας, αναγνωρίζει το ρόλο του κακού και των αναπόφευκτων αντιφάσεων που δημιουργεί στην ιστορία.[9] Το ανθρώπινο είδος άλλοτε εξελίσσεται ανοδικά και άλλοτε διάγει περιόδους παρακμής και πτώσης, σε μια ατέρμονη πορεία. Σε αυτή ακριβώς την παρατήρηση, ο Engels θεμελιώσε τη θέση ότι ο Ρουσσώ είναι διαλεκτικός φιλόσοφος, εφόσον αντιλαμβάνεται πλήρως τη διαλεκτική φύση της ιστορίας. Το έσχατο σημείο εξέλιξης των πολιτικών κοινωνιών είναι που δημιουργεί τις προϋποθέσεις και θέτει τις βάσεις για να
προχωρήσουν εκ νέου τα άτομα σε επαναπροσδιορισμό των όρων οργάνωσης των κοινωνιών τους. Όπως το θέτει εύλογα ο Engels στο Anti-Duhring: «η ανισότητα αλλάζει εκ νέου σε ισότητα… στην ανώτερη ισότητα του κοινωνικού συμβολαίου. Οι καταπιεστές υφίστανται την καταπίεση. Είναι η άρνηση της άρνησης».[10]

*O Γιώργος Μωραΐτης είναι υποψ. διδάκτωρ φιλοσοφίας στο Α.Π.Θ.

[1] Μπαγιόνα, Αύγουστου. Η Θεωρία της Ιστορίας από τον Θουκυδίδη στον Sartre: Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, Υπηρεσία Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1980, σ.144.

[2] Plattner, Marc F. Ρουσσώ’s State of Nature: An Interpretation of the Discourse on Inequality, Northern Illinois Press, DeKalb 1979, σ. 5.

[3] Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ. Πραγματεία περί της Καταγωγής και των Θεμελίων της Ανισότητας ανάμεσα στους Ανθρώπους, μτφρ. Μέλπω Αλεξίου-Καναγκίνη, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2006, σ. 121.

[4] Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ. οπ.π., σ. 122.

[5] Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ. οπ.π., σ. 121.

[6] Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ. οπ.π., σ. 113.

[7] Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ. οπ.π., σ. 130.

[8] Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ. οπ.π., σ. 132.

[9] Μπαγιόνα, Αύγουστου. οπ.π., σ. 144.

[10] Engels, Friedrich. “Anti-Duhring”, CW, vol. 25, σ. 129.