Ημερίδα για τον «Αντικομμουνισμό και παραχάραξη της Ιστορίας μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα», A: Η εισήγηση του Γ. Μαργαρίτη

Από την ημερίδα (Ριζοσπάστης)

Από την ημερίδα (Ριζοσπάστης)

Τίτλος εισήγησης: «Η παραχάραξη της Ιστορίας μέσα από τα πανεπιστημιακά συγγράμματα»

Εισηγητής: Γιώργος Μαργαρίτης, καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας του ΑΠΘ.

Η διδασκαλία της σύγχρονης ιστορίας στα ελληνικά Πανεπιστήμια

Μαζάουερ, Σκοτεινή Ηπειρος: ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας, Αθήνα, 2001 (1998)

 

Φίλες και φίλοι, συντρόφισσες και σύντροφοι,

Σε εποχές όπου το κυρίαρχο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό σύστημα κλονίζεται, σε εποχές κρίσης, οι άρχουσες τάξεις αλλά και οι άλλοι συντελεστές της πολιτικής έχουν την τάση να στρέφονται στην ιστορία. Είναι κάτι το αυτονόητο. Τα ερωτήματα, τα διλήμματα που το προβληματικό σήμερα θέτει στρέφουν, σχεδόν αναγκαστικά, την αναζήτηση προς το παρελθόν. Αυτό που τους συμβαίνει σήμερα, οι άνθρωποι, οι κοινωνίες, θέλουν να το συγκρίνουν με ό, τι ανάλογο συνέβη στο χθές, και συνακόλουθα να το κατανοήσουν, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, νά αποκτήσουν, τέλος πάντων, ένα είδος γνώσης από την πείρα ανθρώπων και κοινωνιών που έζησαν παρόμοιες καταστάσεις σε προγενέστερες εποχές.

Η στροφή στην ιστορία, μπορούμε να το φανταστούμε, δεν γίνεται με κάποια αμιγώς «επιστημονικά κριτήρια» κεκαθαρμένα από οποιαδήποτε επιρροή του γύρω κόσμου και ανεξάρτητα από τη θέση, από τη σκοπιά, από τους στόχους, σε τελευταία ανάλυση, που υπηρετεί όποιος αποφασίζει να ασχοληθεί με αυτή. Η «αντικειμενικότητα» και η «επιστημονικότητα» τονίζονται ακριβώς όταν καταπατιούνται περισσότερο. Η επιστήμη της ιστορίας γνωρίζει άριστα τη σχετικότητα των πραγμάτων, την διαλεκτική τους σχέση με ο,τιδήποτε υπάρχει ή συμβαίνει γύρω τους, την αλληλουχία του σήμερα με το χθές: τις διαρκώς μεταβαλλόμενες παραμέτρους του χρόνου, του χώρου, για να αρχίσω από τα βασικά, των παραγωγικών σχέσεων και των συντελεστών τους για να προχωρήσω στα πλέον σύνθετα.

Η άρχουσα τάξη γνωρίζει πολύ καλά ετούτη την φυσιολογική διαδικασία. Κρατά με φανατισμό, σε κάθε εποχή, για τον εαυτό της, τη θέση του «Κριτή της Ιστορίας» του θεματοφύλακα της κωδικοποιημένης εμπειρίας του παρελθόντος. Αυτή την εμπειρία την μετατρέπει σε αφήγηση και πάνω σε αυτή νομιμοποιεί τόσο τη σημερινή της θέση στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας, όσο και τις πράξεις της – τις πολιτικές της αποφάσεις – τις οποίες δικαιολογεί στο όνομα του χθές αν και αυτό που την ενδιαφέρει είναι η διαμόρφωση του αύριο.

***

Τα μεγάλα αφηγηματικά κείμενα που προβάλει σήμερα η άρχουσα τάξη στη χώρα μας – και σε ολόκληρο τον κόσμο – έχουν ήδη μια δομική αδυναμία. Εδράζονται στην εποχή του θριάμβου ενώ ήδη βρισκόμαστε σε νέα εποχή αμφιβολίας και προβλημάτων. Το περιεχόμενό τους, η ιδεολογία τους, έχουν στηριχθεί στην θριαμβευτική – από την πλευρά του καπιταλιστικού συστήματος – δεκαετία του 1990-2000, την περίοδο της παλινόρθωσης του καπιταλιστικού συστήματος σε ολόκληρο πρακτικά τον κόσμο και προπαντός στην Λαϊκές Δημοκρατίες και την ίδια τη Σοβιετική Ενωση: ήταν τότε που η «ιστορία τελείωνε» ακριβώς διότι η αστική τάξη μπορούσε εύκολα να νομιμοποιήσει – εκμεταλλευόμενη το σάστισμα των καιρών – μέσα από την ιστορική αφήγηση εξελίξεις που φαίνονταν νομοτελειακές και θεμελίωναν αυτό που πολύ συχνά ακούμε από τους πολιτικούς ταγούς του αστισμού σήμερα: δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Δεν χρειαζόταν τότε η ιστορία ως εμβάθυνση, ως εμπειρία, ως προϋπόθεση για την πολιτική. Αρκούσε πλέον μια ρηχή νομιμοποιητική αφήγηση.

Αυτό διδάσκουμε σήμερα στα Πανεπιστήμια. Τα εγχειρίδια της ιστορίας τα οποία διαβάζουν οι φοιτητές είναι γραμμένα στην προ-προηγούμενη ήδη δεκαετία μέσα στο σκηνικό που περιγράψαμε. Ας το κρατήσουμε αυτό για τη συνέχεια.

***

Ομως οι καιροί έχουν αλλάξει και η αμηχανία πέρασε στην άλλη όχθη του ποταμού. Πως είναι δυνατό, μόλις δέκα ή είκοσι χρόνια από τον καιρό του απόλυτου θριάμβου του το καπιταλιστικό σύστημα να παραδέρνει πάλι μέσα σε κρίση. Πώς είναι δυνατό η μεγάλη υπόσχεση για απρόσκοπτη πρόοδο της δημοκρατίας και της ευημερίας που ο καπιταλισμός υποσχέθηκε – μαζί και το ευρωπαϊκό όνειρο που μας έταξαν οι καθ’ ημάς αστοί κυβερνήτες – να ακυρώνονται, να διαψεύδονται, να μας γυρίζουν πίσω στον καιρό του δαδιού και του μαγγαλιού (σε εμάς) ή στον καιρό της απόλυτης εργασιακής και ασφαλιστικής αβεβαιότητας (για τους άλλους που ζουν στα πιο πετυχημένα κράτη του ισχύοντος συστήματος).

Οι βεβαιότητες με τις οποίες γράφτηκε η ιστορική αφήγηση στην δεκαετία του ενενήντα ανατράπηκαν πλέον. Στη θέση τους ήρθε ένας διάχυτος φόβος για την ιστορία. Η τελευταία – ανησυχούν – μπορεί να μεταβληθεί σε εργαλείο πολιτικής αφύπνισης των εργαζόμενων, των δημιουργών, των πολλών, των πρελεταρίων. Εξοβελισμός της, άρνησή της. Να τους συνδέσει με όσα φαίνεται πως τελείωσας το 1989: με τους εργατικούς αγώνες, τις προλεταριακές επαναστάσεις, την κομμουνιστική ιστορία και παράδοση, την αντιφασιστική Αντίσταση και τους αγώνες για μια λαϊκή δημοκρατία. Η ιστορία γίνεται εχθρός του συστήματος εκεί που το τελευταίο την θεωρούσε ιδεολογικό του θεμέλιο.

Ηδη ζούμε λοιπόν την επίθεση στην ιστορία, την αποκαθήλωση της ιστορίας, τον ευτελισμό της. Στον χώρο της εκπαίδευσης οι νέες αυτές τάσεις ξετυλίγονται ολοένα και πιο γρήγορα: καταιγισμός «ιστορίας» στη μέση εκπαίδευση. / εξοβελισμός των ιστορικών σπουδών στην τριτοβάθμια. / συρρίκνωση της έρευνας και της επιστήμης.

Η διδασκαλία της επιστήμης της ιστορίας στα Πανεπιστήμιο διαχέεται σε πλήθος ασυνάρτητων μεταξύ τους δεξιοτήτων – κακή αρχειοδιφία, υποκειμενισμός – προφορική ιστορία -, «ψιχουλοποίηση» της γνώσης, εκτροπή σε αυτό που ονομάζεται «μνημονικές μελέτες». Η ιστορία απέθανε – ζήτω η μνήμη. Οπου μνήμη υπονοείται μια τεχνική «πολιτικής – κοινωνικής επικοινωνιακής προσέγγισης» όπου σημασία δεν έχει αυτό που έγινε, το πραγματικό, υλικό και μετρήσιμο, αλλά το τι μαθαίνουν οι ανθρώποι, τι θεωρούν και τι πιστεύουν ότι έγινε στο χθές. Μια μεταφυσική προσέγγιση που ανοίγει τον δρόμο στις αφηγήσεις περί καπιταλιστικού μονόδρομου.

Προϋπόθεση ο στιγματισμός της ιστορίας των λαίκών αγώνων. Εάν οι λαοί «θυμούνται» αυτούς τους αγώνες ως ατυχήματα, ως τερατογενέσεις, ως λάθη, τότε ο στόχος έχει εκπληρωθεί.

***

Θα με συγχωρήσετε, ελπίζω, για την μακροσκελή ετούτη εισαγωγή, τώρα που θα σας αποκαλύψω τον στόχο της. Οταν κλήθηκα να σχολιάσω τα συγγράμματα που δίδονται στις πανμεπιστημιακές αίθουσες για να εντρυφήσουν οι φοιτητές στα ζητήματα της επιστήμης της ιστορίας, σκέφτηκα να ιεραρχήσω λίγο τον χρόνο που θα είχα στη διάθεσή μου σε τούτη εδώ την εκδήλωση για να επικεντρώσω στο πιο σημαντικό από αυτά. Σημαντικό γιατί μιλά για τον κόσμο μας και γιατί «δίνει γραμμή» όχι μόνο σε Ελληνες πανεπιστημιακούς αλλά γενικώτερα στην Ευρώπη και στον καπιταλιστικό κόσμο ολόκληρο. Ολοι έχουν χάσει τον λογαριασμό ως προς την παγκόσμια κυκλοφορία του βιβλίου αυτού, οπωσδήποτε όμως μιλούμε για πολλές δεκάδες εκατομμύρια αντίτυπα σε πολλές γλώσσες του κόσμου: Αναφέρομαι φυσικά στο βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ, Σκοτεινή ήπειρος. Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας.

Ο Μαρκ Μαζάουερ είναι ένας σχετικά νέος και πολύπλευρα προικισμένος ιστορικός. Θα έλεγα ότι είναι κάτι περίσσότερο, κάτι που ο αστισμός είχε απόλυτη ανάγκη σε αυτή την περίοδο που διανύει: είναι ΑΦΗΓΗΤΗΣ. Συνθέτει δηλαδή τα σπαράγματα, το υλικό του παρελθόντος με τρόπο που να δίνει απαντήσεις για το σήμερα. Οχι το σήμερα του οποιουδήποτε, όχι το σήμερα του εργάτη, του εργαζόμενου, του κατεστραμμένου μικροαστού, του φτωχού ή νεόπτωχου (ορολογίες της αστικής τάξης για τα θύματά της). Για το σήμερα του μονοπωλιακού καπιταλισμού μιλούμε. Ο Μαζάουερ δίνει απαντήσεις, ιεραρχεί, εξηγεί ή ερμηνεύει, τα παρελθόντα σε τρόπο ώστε να προσδιορίζονται οι αρετές του σημερινού συστήματος αλλά και οι κίνδυνοι που το απειλούν. Είναι βιβλίο «κεντρώο» και αποσκοπεί στην παγίωση ενός δεδομένου συστήματος. Είναι βιβλίο – επιστέγασμα – του κόσμου που δημιούργησε η καταλυτική δεκαετία 1990-2000. Θυμάστε – τότε που η «ιστορία τελείωνε»…

Για το λόγο αυτό αρέσει σε όλους. Γοήτευσε τους καθ’ ημάς αντικομμουνιστές – γνωστούς αναθεωρητές της ιστορίας – τον κο Καλύβα και τους συν αυτώ. [Το όποιο επιστημονικό τους κύρος στην ιστορία το οφείλουν στις άμεσες ή έμμεσες ευλογίες του Μαζάουερ]. Αρέσει στη δεξιά, οι επίσημοι ταγοί της δεξιάς ιστοριογραφίας των Ιδρυμάτων «Κωνσταντίνος Καραμανλής» ομνύουν στο όνομά του. Αρέσει στην Κεντρο-αριστερά, στην σκέτη αριστερά και στην αριστερίστικη αριστερά. Μόνο στους κομμουνιστές δεν αρέσει και αυτό φαίνεται σε όλους τους υπόλοιπους εξαιρετικά παράξενο. Το γεγονός δε ότι ο Μαζάουερ γνωρίζει ελληνικά και ότι έχει συγγράψει πολλά βιβλία για την ιστορία της Ελλάδας (από την διατριβή του για την κρίση του μεσοπολέμου και την Ελλάδα ως το πόνημα που λέγεται ότι ετοιμάζει σήμερα και που αναφέρεται στην επανάσταση του 1821) τον έχει καταστήσει ένα είδος «εθνικού ιστορικού» αν όχι του επιπέδου του Παραρρηγόπουλου, σίγουρα περισσότερο απ’ ό,τι ο «εθνικός» ιστορικός της μετεμφυλιακής Ελλάδας: αναφέρομαι στον γνωστό βρετανό πράκτορα Κρις Γουντχάουζ….

Πρακτικά είναι αδύνατο να υπάρξει τμήμα ιστορίας / πολιτικής επιστήμης ή ό, τι το συναφές που να αγνοήσει ετούτο το βιβλίο. Δίνεται σε όλα τα προγράμματα σπουδών ιστορίας – τόσο τα δεξιά όσο και τα αριστερά ( όπως ορίζουν τον εαυτό τους – οι σχετικοί όροι ελάχιστη σημασία έχουν πλέον). Δεν είναι ίσως κακή η διάδοσή τους. Πρόκειται για τη ναυαρχίδα των αντικομμουνιστικών δυνάμεων και δεν είναι καθόλου κακό να μελετάς τον εχθρό σου. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε, δεν μπορούμε να το προσπεράσουμε, δεν μπορούμε να το παραγκωνίσουμε – είναι πολύ μεγάλο. Πρέπει αναγκαστικά να αναμετρηθούμε με αυτό.

***

Η συγγραφή του βιβλίου ολοκληρώθηκε στα 1998 – στα ελληνικά – και συνακόλουθα στις πανεπιστημιακές αίθουσες – εμφανίστηκε στα 2001. Εχει σημασία η εποχή: ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός μόλις είχε επιλύσει μια τελευταία εκκρεμότητα – τη περιπλοκή της γιουγκοσλαβικής διαδοχής – ενώ στην τότε ισχυρή (τρομάρα μας) Ελλάδα ο ελληνικός αστισμός θριαμβολογούσε για την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης – «ισότιμοι πλέον εταίροι» (και πάλι τρομάρα μας).

Το βιβλίο δεν είναι μια παράθεση / παράταξη γεγονότων. Αποθησαυρίζει και εκθέτει «ιστορικά», όλες τις αστικές θεωρίες που εκπορεύθηκαν/ακολούθησαν τον μεγάλο θρίαμβο του καπιταλισμού: την παλινόρθωσή του στα σοσιαλιστικά κράτη της κεντρικής – ανατολικής Ευρώπης και τελικά στην ίδια τη Σοβιετική Ενωση.

Να έχουμε υπόψη ότι πάντοτε στην ιστορία τα ερωτήματα που θέτουμε στο παρελθόν είναι ερωτήματα που πηγάζουν από τη σημερινή μας κατάσταση, από τη συγκυρία που διασχίζουμε : ο Μαζάουερ δεν ξεφεύγει από αυτόν τον κανόνα – και φροντίζει να απαντήσει ετούτα τα ερωτήματα με τον τρόπο που οι «νικητές» της δεκαετίας του 1990-2000 επιθυμούν.

***

Ας έρθουμε όμως στη δομή και το περιεχόμενο του βιβλίου. Πρώτη εντύπωση. Η Σκοτεινή Ηπειρος Ευρώπη δεν έχει προϊστορία. Προκύπτει ένας αγρίοτατος Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος σκοτώνονται 8.000.000 Ευρωπαίοι στα πεδία των μαχών και άλλα 4-5.000.000 στις παρενέργειες και τις «ουρές» του πολέμου, γεννιούνται μα΄υρα σύννεφα – φασισμός και κομμουνισμός – και η κοινοβουλευτική δημοκρατία κινδυνεύει. Πώς έγιναν όλα αυτά;

Για τον Μαζάουερ η ιστορία της Ευρώπης φαίνεται να είναι ανεξάρτητη από την ιστορία του καπιταλισμού – διαπίστωση που ηχεί παράξενα για έναν ακαδημαϊκό που γνωρίζει καλά την οικονομική ιστορία και ξεκίνησε την σταδιοδρομία του με διατριβή πάνω ακριβώς σε μια καπιταλιστική κρίση. Ασχετα όμως από τις δικές του επιστημονικές καταβολές το ζήτημα έχει συζητηθεί ευρύτατα στην κοινότητα των πανεπιστημιακών έτσι ώστε να μην μπορεί να αγνοηθεί. Τι λέει αυτή η προϊστορία;

Είναι γνωστό Η άγνωστη προϊστορία της Ευρώπης: η σύνδεση των ισχυρών δυνάμεων της ηπείρου με τον καπιταλισμό – και η εξυπηρέτηση της ανόδου του – και ταυτόχρονα της ανόδου των ευρωπαικών δυνάμεων στο παγκόσμιο στερέωμα.

Παρένθεση: το σύστημα των κύριων ευρωπαϊκών δυνάμεων από το 1880 ως το 1905 χονδρικά συνδέθηκε με τον καπιταλισμό και του πρόσφερε μια καίρια εξυπηρέτηση. Την εξάπλωσή του σε ολόκληρο τον κόσμο.

Το 1873 η κρίση κτύπησε για πρώτη φορά σε μεγάλη – δομική – έκταση το ανερχόμενο καπιταλιστικό σύστημα. Η αιτία της κρίσης προσδιορίστηκε (επιγραμματικά το επισημαίνω) στην μικρή γεωγραφική έκταση όπου εφαρμοζόταν και λειτουργούσε το σύστημα αυτό: η θεραπεία, η έξοδος από την κρίση, κρίθηκε ότι απαιτούσε εκτατική αντιμετώπιση: την εξάπλωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις ήταν οι μόνες εκείνο τον καιρό που μπορούσαν να προσδέσουν ολόκληρο τον κόσμο στο άρμα του καπιταλισμού καθώς ήσαν οι μόνες που διέθεταν τα προς τούτο εργαλεία: τους στρατούς, τα κράτη και τους δοικητικούς μηχανισμούς , τα συστήματα ενσωμάτωσης – δίκαιο και εκπαιδευτικό σύστημα κλπ. – αυτό που συνοπτικά περιγράφηκε τότε ως «πολιτισμός» και που όφειλε δια πυρός και σιδήρου να επιβληθεί στους απολίτιστους.

Από τη δεκαετία του 1870 και μετά, μέσα σε ελάχιστα χρόνια, οι ισχυροί της Ευρώπης κατέκτησαν κυριολεκτικά τον κόσμο στο όνομα των αναγκών και των λειτουργιών του καπιταλισμού. Αυτό σήμαινε, μεταξύ άλλων ανείπωτο καταναγκασμό και βία. Σε ελάχιστο χρόνο οι παραδοσιακές λειτουργίες έπρεπε να καταστραφούν εκ θεμελίων για ν΄ανοίξουν τον δρόμο στον καπιταλιστικό τρόπο εκμετάλλευσης και συνάμα τρόπο ζωής. Αυτό ακριβώς σήμαινε η σύγκρουση μεταξύ πολιτισμένων και απολίτιστων. Ο Αποικισμός χάρισε στο ευρωπαϊκό σύστημα δυνάμεων την παγκόσμια κυριαρχία αλλά και ταυτόχρονα τις παρέσυρε στη δίνη των καπιταλιστικών και ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και τελικά στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και σε όσα ακολούθησαν.

Η απουσία προϊστορίας δημιουργεί τεράστια κενά τα οποία δεν απασχολούν τον συγγραφέα. Πώς είναι δυνατό, για παράδειγμα, να αποξενώσουμε τον ρατσισμό – τις φυλετικές θεωρίες και πρακτικές – από την αποικιακή τους πηγή και λειτουργία. Η καταδίκη σε συνοπτικό θάνατο παραδόσεων και τρόπων ζωής με μακρόχρονες ρίζες εμπεριείχε την απόλυτη απαξίωση ανθρώπων, φυλών και χώρων. Οι υπάνθρωποι έπρεπε να δεχτούν όσα ο καπιταλισμός – δια του λευκού ανώτερου ανθρώπου – τους υποσχόταν με το καλό, ή συνήθως με το άγριο. Και οι Ευρωπαίοι – το απέδειξε ο επερχόμενος πόλεμος – εκβαρβαρίστηκαν σε αυτή την υπερπόντια αναζήτηση βέλτιστων αποδόσεων του επενδυμένου κεφαλαίου!!!

Αλλά εάν τα περιλάβουμε αυτά σε ένα βιβλίο σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας τότε πως είναι δυνατό να αποδείξουμε ότι η βαρβαρότητα – η βία – ήρθε στη Γηραιά Ηπειρο μέσα από «εκτροπές», «συνωμοσίες» και «στρεβλώσεις» που προκάλεσε ο κομμουνισμός και ο φασισμός. Οπότε τα παραλείπουμε και είμαστε ευτυχισμένοι. Αυτό κάνει ο Μαζάουερ.

(Θυμίζω ότι οι μαθητές του Ελληνες ιστορικοί των ιδρυμάτων Καραμανλής εκθειάζουν στα σχολικά βιβλία με ενθουσιασμό την έλευση του πολιτισμού – διάβαζε καπιταλισμού – στον κόσμο. Και φυσικά εδώ δεν μιλάμε για θύματα και βία… Αμα είναι άγιος ο σκοπός τότε όλα είναι αγιασμένα).

***

Κεντρικό ζήτημα στο βιβλίο του Μαζάουερ δεν είναι η ιστορία της Ευρώπης και ως εκ τούτου ο τίτλος του μπορεί να χαρακτηριστεί παραπλανητικός. Η κεντρική του ιδέα είναι η αποτίμηση των «ατυχημάτων» που έπληξαν το ιδανικό πολιτικό σύστημα της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε μεγάλο μέρος του ευρωπαϊκού εικοστού αιώνα. Τα ατυχήματα αυτά ήσαν δύο: ο κομμουνισμός και ο φασισμός / ναζισμός. Δεν πρόκειτα για την εξέταση των δύο αυτών ατυχημάτων: στόχος είναι να στιγματιστούν και να εξορκιστούν ώστε να μην επανεμφανιστούν πλέον. Για το λόγο αυτό το βιβλίο δίνει ιδιαίτερο βάρος στην εξέταση των Λαϊκών Δημοκρατιών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Προσπαθεί, όπως δηλώνει ο συγγραφέας του, να βρει τους λόγους για τους οποίους ο κομμουνιστικός ολοκληρωτισμός διατηρήθηκε περισσότερο και – συγκριτικά τα πήγε πολύ καλύτερα από τον ναζισμό, αναδεικνυόμενος έτσι σε κυριώτερη απειλή για τη δημοκρατική διακυβέρνηση της Ευρώπης.

***

Το ίδιο το πολιτικό σύστημα που υμνεί και προασπίζει ο συγγραφέας φαίνεται να ανάγεται σε απόλυτη ανιστορική αξία, πέρα από τις συγκυρίες και τις ανάγκες των καιρών: απλά είναι μεταφυσικά τέλειο ή έστω το καλύτερο από τα υπάρχοντα. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία όμως δεν είναι ανεξάρτητη από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και τη λειτουργία του τελευταίου. Ο κοινοβουλευτισμός – προϊόν του 19ου αιώνα – είναι ένα πολιτικό σύστημα αναγκαίο στην εύρυθμη λειτουργία του καπιταλισμού καθώς αμβλύνει και οργανώνει τις εσωτερικές αντιφάσεις του συστήματος – τους ανταγωνισμούς μεταξύ των ισχυρών παραγόντων της μονοπωλιακής οικονομίας – και καθιστά – σε κάποιο βαθμό – συνεργό μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Καθώς τα μέσα παραγωγής στον καπιταλισμό ανήκουν σε πολύ λίγους, ενώ για την λειτουργία τους χρειάζονται πάρα πολλοί, οι τελευταίοι παίρνουν ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών τους «ελευθερίες» – δηλαδή μια ψευδαίσθηση συμμετοχής στις πολιτικές αποφάσεις που τους εκτρέπει από το σημαντικό: από την πραγματική πολιτική εξουσία. Οι ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής μπορούν και παραμένουν έτσι και άρχοντες της πολιτικής.

Το αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό σύστημα της αστικής τάξης και του καπιταλισμού γίνεται ενίοτε ενοχλητικό. Αυτό συμβαίνει σε εποχές καπιταλιστικής κρίσης όταν οι ανάγκες συγκέντρωσης του κεφαλαίου – καταστροφής των μη «ανταγωνιστικών» τμημάτων του και η επανασυσσώρευση σε άλλες βάσεις – καθιστούν ενοχλητικές τις κατευναστικές διαστάσεις της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Σε αυτά τα σημεία οι ίδιοι οι ταγοί και υμνητές του συστήματος δεν διστάζουν να το στιγματίσουν, να το καταδικάσουν και να το παραμερίσουν από το πολιτικό προσκήνιο: οι δικτατορίες και τα φασιστικά/ναζιστικά κινήματα είναι οι καλύτερες αποδείξεις για το πώς γίνεται αυτό. Μόλις οι πρόσκαιρες και στοιχειώδεις ισορροπίες του καπιταλισμού επανέλθουν τότε το σύστημα υιοθετείται, επιβάλλεται και εξυμνήται ως η απόλυτη προσφορά της αστικής τάξης στον ανθρώπινο πολιτισμό.

Τίποτε από αυτά δεν απασχολεί τον Μαζάουερ: η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι μια απόλυτη αξία με μεταφυσικά ανιστορικά χαρακτηριστικά. Δεν μπορεί να τεθεί υπό κρίση, άρα δεν μπορεί να τεθεί κάτω από τη μεθοδολογία και τα εργαλεία της ιστορίας.

***

Η αρχική εκτροπή από τον επιστημονικό τρόπο εξέτασης των γεγονότων οδηγεί σε μεθοδολογικές παρενέργειες. Πρόκειται για ένα συνεχές παιχνίδι ανάμεσα στη λεπτομέρεια και την γενίκευση. Ανάμεσα στη φήμη και δη την μονομερή και την γενική κατάσταση. Η μεμονωμένη μαρτυρία του ενός (προφορική ιστορία) ενίοτε αρκεί για να στηρίξει μια γενικώτερη θέση και να ιχνογραφήσει μια ολόκληρη κατάσταση ή εποχή. Δεν χρειάζεται να προστρέξουμε σε επίσημες σοβιετικές πηγές, σε επίσημα κείμενα για να δούμε τι λέει ο Στάλιν. Αρκεί η μαρτυρία του Ντζίλας γι αυτό (σ. 221).

Το γνωστό «κολπάκι» για την «μοιρασιά της Ευρώπης» φυσικά είναι εδώ (σ. 223). Στη γνωστή «ιστορική» διαμάχη για την κατανομή σφαιρών επιρροής στα Βαλκάνια μεταξύ Σοβιετικής Ενωσης και Μεγάλης Βρετανίας στη συνάντηση Τσώρτσιλλ – Στάλιν στη Μόσχα τον Οκτώβριο του 1944, ο Μαζάουερ, φυσικά, τάσσεται με το μέρος του Τσώρτσιλλ. Το γεγονός ότι οι Σοβιετικοί αρνούνταν πάγια τον διακανονισμό των μεταπολεμικών πραγμάτων με κατανομές «ζωνών επιρροής» δεν ενδιαφέρει τον συγγραφέα μας όπως δεν τον προβληματίζει η απουσία αποδεικτικών στοιχείων πέρα από τον λόγο του Τσώρτσιλλ (η επιμονή του οποίου στην πριν από τη λήξη του πολέμου χάραξη ζωνών επιρροής στην Ευρώπη είναι πασίγνωστη, όπως επίσης πασίγνωστη είναι και η σταθερή άρνηση της ΕΣΣΔ όπως και των ΗΠΑ σε μια τέτοια πρακτική) και από το περίφημο πρόχειρο σημείωμα (τσιγαρόχαρτο) των βρετανικών αρχείων, το οποίο όμως φέρει μόνο τα γράμματα του Τσώρτσιλλ.

Η ασάφεια του γεγονότος δεν εμποδίζει τον Μαζάουερ να ισχυριστεί ότι η συμφωνία αυτή ήταν ισάξια (SIC) της αντίστοιχης στη Γιάλτα (σ. 224) – όπου επίσης δεν τίθεται κανένα ζήτημα «ζωνών επιρροής». Επιπρόσθετα η βρετανο-σοβιετική «συμφωνία» συνοδεύεται από παραπομπή που όμως είναι άσχετη με το ίδιο το γεγονός.

Το παιχνίδι του γενικού άκριτου ανακατώματος των πάντων και της ανατροπής των μεγεθών είναι επίσης εδώ. Σε ολόκληρο το βιβλίο των 400 περίπου σελίδων δεν θα βρούμε ιδιαίτερη ενασχόληση, ούτε μνεία στο εργατικό κίνημα, τις οργανώσεις του, τα συνδικάτα του, τις απεργίες του, τους αγώνες του, τα θύματά του, τις πολιτικές εκφράσεις του, την τέχνη που ενέπνευσε, τις αξίες που γέννησε τα μαζικά – μοναδικά στη σύγχρονη ιστορία – πολιτικά κινήματα που δημιούργησε – το δικό μας Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ, για παράδειγμα. Τίποτε ! Σιγή ιχθύος ! Αντίθετα το κίνημα των ευρωπαίων φεντεραλιστών, ολότελα ανυπόστατο στην ιστορία, από την εμφάνισή του την επομένη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου απασχολεί σελίδες του βιβλίου με επαύξηση των ασήμαντων λεπτομερειών σε κοσμογονικά γεγονότα.

(όταν στο δικό μας σχολικό βιβλίο της Γ’ Λυκείου ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος φαίνεται να οραματίζεται στα 1942 σε πλήρη ναζιστική Νέα Ευρώπη την μετέπειτα Νέα Νέα Ευρώπη, ο ένοχος είναι ο δικός μας – ο Μαζάουερ!).

***

Οπωσδήποτε κομμουνισμός και ναζισμός – απειλές για την Θεία Αστική Δημοκρατία – είναι σχεδόν το ίδιο. Για την ακρίβεια ο κομμουνισμός είναι λίγο χειρότερος. Ανθολόγηση; (σ. 51-52) Στα ναζιστικά στρατόπεδα της δεκαετίας του 1930 βρέθηκαν 25-50.000 κρατούμενοι σε αντιδιαστολή με τα εκατομμύρια που στάλθηκαν στα Γκουλάγκ στην περίοδο του Στάλιν. (σ. 52) «Ο ναζισμός ήρθε στην εξουσία με μαζική εκλογική υποστήριξη, ο κομμουνισμός με πραξικόπημα» (σ. 52 επίσης) Στόχος του NSDAP το «φυλετικό κράτος πρόνοιας» όπου «Τα κυριώτερα εσωτερικά του θύματα (του ναζισμού) ήταν μια μικρή μειονότητα (σς. Εβραίοι; Μπολσεβίκοι;) σε αντίθεση με τα εκατομμύρια των χωρικών που είχαν βάλει στόχο οι Μπολσεβίκοι» και επιστέγασμα (σ. 63) «…ο κομμουνισμός αποδείχθηκε το τελευταίο, και ίσως το ανώτερο στάδιο του ιμπεριαλισμού» – επειδή επεξέτεινε τη ζωή μιας Αυτοκρατορίας / προφανώς το τέλος της τελευταίας κατέστησε αναχρονιστικό και μη αναγκαίο τον ιμπεριαλισμό – οι σημερινές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις/εισβολές/βομβαρδισμοί κλπ. δεν είναι παρά ανθρωπιστικές πρωτοβουλίες της Διεθνούς Κοινότητας.

Ακόμα (σ. 214) η προέλαση του Κόκκινου Στρατού στο τέλος του Παγκόσμιου Πολέμου παρουσιάζεται με τα πιο μελανά χρώματα: σφαγές, αρπαγές, βιασμοί, καταστροφές. Σε μερικά σημεία αναρωτιέται κανείς που ακριβώς διαφέρει η περιγραφή της απελευθερωτικής για τους λαούς της Ευρώπης προέλασης των Σοβιετικών από τον τρόπο που την παρουσίαζαν οι ναζί εκείνη την εποχή – λ.χ. ο Γκαίμπελς.

Μέσα σε αυτό το γενικό κλίμα αντικομμουνιστικού φανατισμού το βιβλίο αλληλοαναιρείται σε πολλά σημεία. Στη (σ. 244) προσδιορίζει, «Και οι δύο (ναζισμός και κομμουνισμός) βασίστηκαν στο στρατό και στην αστυνομία για να υποτάξουν ένα κατά βάση εχθρικό πληθυσμό». Είναι απλά λάθος ακόμα και πραγματολογικά «τεχνικά» – οι μαζικές οργανώσεις του ναζιστικού κόμματος, τα Ες Α και τα Ες Ες δεν ήταν ούτε στρατός, ούτε αστυνομία.

Είναι δε παράδοξο πώς την ώρα της κατά Μαζάουερ ιμπεριαλιστικής κατάκτησης της ανατολικής Ευρώπης από την ΕΣΣΔ, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Κόκκινος Στρατός, το εργαλείο αυτής της κατάκτησης απλά εξαφανίζεται: (σ. 245) Από 12.000.000 το 1945 περιορίζεται σε 3.000.000 το 1948. Στη Γερμανία από 1.500.000 το 1945 περνά σε 350.000 τον Ιούλιο του 1947 ενώ αποσύρεται πλήρως από την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία. Πολύ παράξενη αυτή η κατά Μαζάουερ καθυπόταξη των «εχθρικών πληθυσμών» από ένα στρατό που, πολύ απλά – δεν βρίσκεται εκεί.

***

Σαν συμπέρασμα για να κλείσω. Η αστική τάξη στο πέρασμά της από την θέση του οργανωτή της ανθρωπότητας έδωσε πολύ μεγάλους ιστορικούς και έκτισε μια επιβλητική επιστήμη της ιστορίας. Ο Μισελέ, ο Ακτον, ο Μίλλερ, ο Ράνκε, ο Μπρωντέλ έχουν προσφέρει γερά θεμέλια στην ανθρώπινη αυτογνωσία. Αυτοί ιστόρησαν την άνοδο της αστικής τάξης και ανθολόγησαν στο έργο τους όσα αυτή πρόσφερε στην εξέλιξη του πολιτισμού. Τώρα, δεν είμαστε σε εποχή ανόδου, ο καπιταλισμός έδωσε ό, τι είχε – μόνο να παίρνει μπορεί από εδώ και στο εξής. Αυτό που ο Μαζάουερ θεωρεί ιστορικό του θρίαμβο – το 1989 – πιστοποίησε απλά το μέγεθος των αδιεξόδων του. Σε αυτή την φάση η Σκοτεινή Ηπειροςείναι το μέγιστο των έργων που η απολογητική ιστοριογραφία του αστισμού μπορεί να δώσει. Συγκρίνετέ το με την Μεσόγειο του Μπρωντέλ και θα καταλάβετε γιατί, μπορούμε να είμαστε απόλυτα αισιόδοξοι για την αλλαγή του κόσμου.

Μνήμες και συνειδήσεις στη μέγγενη της σταλινολογίας

Η πορεία των Ελλήνων της ΕΣΣΔ δεν έχει απολύτως καμιά σχέση με τα όσα ισχυρίζεται σήμερα ο χυδαίος αντικομμουνισμός. Το αντίθετο, οι Σοβιετικοί Έλληνες μετείχαν ενεργά στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, με υψηλά ποσοστά ένταξης και δράσης στο Κομμουνιστικό Κόμμα και τη Κομμουνιστική Νεολαία

Η πορεία των Ελλήνων της ΕΣΣΔ δεν έχει απολύτως καμιά σχέση με τα όσα ισχυρίζεται σήμερα ο χυδαίος αντικομμουνισμός. Το αντίθετο, οι Σοβιετικοί Έλληνες μετείχαν ενεργά στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, με υψηλά ποσοστά ένταξης και δράσης στο Κομμουνιστικό Κόμμα και τη Κομμουνιστική Νεολαία

Με αφορμή τη χιλιοειπωμένη, χυδαία και παντελώς ατεκμηρίωτη αντικομμουνιστική προπαγάνδα του κ. Βλ. Αγτζίδη (άξιος ο μισθός του), αυτού του οχετού που εκτοξεύει επί χρόνια τώρα παρουσιάζοντάς τον κάθε φορά ως «αποκάλυψη», αυτής της μπουρδο-σταλινολογίας που έχει αναγάγει σε «επιστήμη», αναδημοσιεύουμε από τον «Ριζοσπάστη» το άρθρο «Μνήμες και συνειδήσεις στη μέγγενη της σταλινολογίας», που, αν και γράφτηκε πριν 4 χρόνια, απαντά 100% στο νέο «κρούσμα» του αντικομμουνιστικού παραληρήματος του κ. Αγτζίδη μέσα από τις πάντοτε «φιλόξενες» (από την εποχή της φασιστικής Κατοχής άλλωστε) στήλες της «Καθημερινής»…

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 μια εφημερίδα του Λονδίνου ανέθεσε στον τότε γνωστό σεναριογράφο και συγγραφέα Hubert Griffith να επισκεφθεί τη Σοβιετική Ενωση και να γράψει ένα σχετικό άρθρο. Ο Griffith όντως μετέβη στην ΕΣΣΔ και έγραψε το άρθρο. Ομως, όταν επέστρεψε, η εφημερίδα αρνήθηκε να το δημοσιεύσει μη εγκρίνοντας το περιεχόμενό του. Ετσι ο ίδιος αποφάσισε αντ’ αυτού να μεταφέρει τα όσα είδε από πρώτο χέρι σε ένα βιβλίο με τίτλο «Seeing Soviet Russia». Αναφερόμενος σε αυτό στη στάση της εφημερίδας, τόνισε:

«Αμα έκλεινα τον εαυτό μου σε ένα δωμάτιο στο Λονδίνο συνθέτοντας ένα δίχτυ από φανταστικές εικόνες – για το πώς 150 εκατομμύρια άνθρωποι πήγαιναν με το μαστίγιο στη δουλειά δέσμιοι των συμμοριών του κομμουνισμού, κλπ. – θα γινόμουν πιστευτός χωρίς δυσκολία, ενώ θα έβρισκα τα λεγόμενά μου να αναπαράγονται, με μνεία, κάθε φορά που το θέμα Ρωσία θα ήταν στην επικαιρότητα.

Αμα, ωστόσο, παρέθετα απλά γεγονότα από την ίδια την Encyclopedia Britannica – για το πώς η παιδική θνησιμότητα μειώθηκε στο μισό τα τελευταία δέκα χρόνια στη Ρωσία – θα με κατηγορούσαν ότι αντλώ τα στοιχεία μου από την μπολσεβίκικη προπαγάνδα, ή ότι πληρώνομαι από την ίδια τη σοβιετική κυβέρνηση»i.

 

Επτά δεκαετίες αργότερα, η κόκκινη τρομο-υστερία – τρομο-λαγνεία καλά κρατεί. Οι σύγχρονοι εργολάβοι της, προκειμένου να καλύψουν τη γύμνια ή την έλλειψη των επιχειρημάτων τους, καταφεύγουν στην παλιά, γνώριμη και «δοκιμασμένη» μέθοδο του αντικομμουνισμού, τη σταλινολογία. Δε χρειάζονται στοιχεία. Δε χρειάζονται πηγές. Δε χρειάζεται εμβάθυνση σε ιστορικά πρόσωπα, γεγονότα και διαδικασίες. Η συστηματική και συνεχώς επαναλαμβανόμενη αναφορά στον Στάλιν ή τον «σταλινισμό» αρκεί – στη λογική τους – ώστε να «απαξιώσουν» τον αντίπαλο και να «πείσουν» για τις «θέσεις» τους. Ομως, η σταλινολογία είναι τόσο παλιά και σάπια, που όσο και αν προσπαθούν ορισμένοι στις μέρες μας να την αναβιώσουν, να την καλλωπίσουν και να την επαναλανσάρουν στη μόδα, δεν μπορούν να κρύψουν τη δυσοσμία που αποπνέει.

Η μαύρη προπαγάνδα που διεξάγεται σήμερα γύρω από τη λεγόμενη «γενοκτονία των Ελλήνων επί Στάλιν» αποτελεί ένα από τα πλέον αγαπημένα και πολυδιαφημιζόμενα μοτίβα της σταλινολογίας. Στο στόχαστρό της δε βρίσκονται απλά οι μνήμες και οι συνειδήσεις των Ελληνοποντίων της πρώην ΕΣΣΔ (ως επί το πλείστον προσφύγων, που κατέφυγαν στη χώρα μας εξαιτίας των εθνικιστικών συγκρούσεων ή της δεινής οικονομικής κατάστασης, που τους κληροδότησε η ανατροπή του σοσιαλισμού και η παλινόρθωση του καπιταλισμού). Στη μέγκενη της αντικομμουνιστικής αναθεώρησης της Ιστορίας τοποθετούνται συνολικά οι μνήμες και οι συνειδήσεις των εργαζομένων, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.

Και πρώτα απ’ όλα των νεότερων γενεών, οι οποίες δεν έχουν ζώσα μνήμη του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε, της κολοσσιαίας προσφοράς του στην ανθρωπότητα, στους αγώνες των εργαζομένων απανταχού της Γης για δικαιώματα και ελευθερίες, στην πάλη των εθνικοαπελευθερωτικών και αντιαποικιακών κινημάτων ενάντια στον ιμπεριαλιστικό ζυγό, στις επεμβάσεις, στους πολέμους. Των γενεών εκείνων, δηλαδή, που παρότι μεγάλωσαν και διαπαιδαγωγήθηκαν σε συνθήκες αντεπανάστασης και οπισθοχώρησης του διεθνούς εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, καλούνται σήμερα – εν μέσω καπιταλιστικής κρίσης – να οργανώσουν την άμυνα και αντεπίθεσή τους.

Εκεί στοχεύουν οι διάφορες «αναλύσεις», όπως, π.χ., του κ. Βλ. Αγτζίδη στην εφημερίδα «Εύξεινος Πόντος» (τεύχος Οκτώβρη 2009), όπου για ακόμη μια φορά «καταγγέλλονται» τα «εγκλήματα του σταλινισμού» κατά του σοβιετικού ελληνισμού. Στο άρθρο αυτό (στο οποίο μπορεί να μην προσφέρονται πηγές, ωστόσο γίνονται 24 αναφορές στις λέξεις Στάλιν και σταλινισμός) ο συγγραφέας επαναλαμβάνει τα γνωστά περί «σταλινικής τρομοκρατίας», η οποία δήθεν έπεσε αναίτια και βαριά πάνω στο σοβιετικό ελληνισμό τη δεκαετία του 1930. Μιλάει για «πολιτιστική γενοκτονία» και «φυσική εξόντωση», ιδία των κομμουνιστών Ελλήνων, για απότομο και βάναυσο τέρμα στην έως τότε ανθούσα πορεία των ελληνικών κοινοτήτων στην ΕΣΣΔ, λόγω του ότι ο «σταλινισμός» έκρινε – παράλογα και συλλήβδην – όλες τις μικρές μειονότητες ως «εν δυνάμει ύποπτες».

Παρ’ όλα αυτά, όπως ο ίδιος τονίζει στη συνέχεια, οι Ελληνες της Σοβιετικής Ενωσης μετείχαν ολόπλευρα και ολόψυχα στον αντιφασιστικό αγώνα, υπογραμμίζοντας μάλιστα πως δεν υπήρξε ούτε ένας συνεργάτης των ναζί στις γραμμές τους (στη λογική ότι οι Ελληνες της ΕΣΣΔ δεν έφταιξαν ποτέ και σε τίποτε, επομένως οι όποιες διώξεις σε βάρος τους υπήρξαν διαχρονικά παντελώς αδικαιολόγητες, άρα έγιναν με κριτήρια «εθνικά»). Τέλος, εγκαλεί το ΚΚΕ για τις εκτιμήσεις που έκανε στο 18ο Συνέδριο για το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, αναπαράγοντας την «κλασσική» πλέον επιχειρηματολογία περί «σταλινικής στροφής», που είχε ως αποτέλεσμα μια «εκ νέου εξόντωση – ηθική αυτή τη φορά – των αθώων θυμάτων της σταλινικής τρομοκρατίας».

Τι και αν τα αρχειακά δεδομένα της ΕΣΣΔ σχετικά με τις διώξεις είναι γνωστά από το 1993 κιόλας (δημοσιευμένα μεταξύ άλλων στα έγκριτα επιστημονικά περιοδικά «American Historical Review» και «L’Historie» του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Ερευνας της Γαλλίας («σταλινικός» δάκτυλος προφανώς και εκεί…); Τι και αν αυτά αποδομούν απ’ τα θεμέλιά τους τις διάφορες θεωρίες περί εθνοκαθάρσεων στην ΕΣΣΔ, αποδεικνύοντας πως οι «ισχυρισμοί ότι ο τρόμος έπεσε με ιδιαίτερο βάρος στις μη ρωσικές εθνικότητες δεν προκύπτει από τα δεδομένα των εγκλείστων κατά την δεκαετία του 1930. Ο συνήθης ισχυρισμός ότι οι περισσότεροι εκ των κρατουμένων ήταν «πολιτικοί» επίσης φαίνεται αναληθής. Από την άλλη μεριά, τα νέα στοιχεία υποστηρίζουν την άποψη, στην οποία κατέληξαν και άλλες στατιστικές έρευνες και μελέτες άλλων τύπων, πως οι διώξεις στόχευαν στη σοβιετική ελίτ». Επηρέασαν δηλαδή μέλη εθνοτήτων τα οποία ανήκαν στη διοικητική και οικονομική ελίτ (και τα οποία αντιμετώπιζαν κατηγορίες διαφθοράς, κατάχρησης εξουσίας, κλπ.), λόγω της θέσης που κατείχαν και όχι εξαιτίας της καταγωγής τους. Ιδιαίτερα δε για «τους λαούς του Καυκάσου», τα αρχειακά ευρήματα δείχνουν πως«ως εθνικές ομάδες επηρεάστηκαν λιγότερο συγκριτικά κατά το 1937-1938»ii.

Ολα αυτά είναι ψιλά γράμματα για τους σύγχρονους σταλινολόγους! Σάμπως εξετάζουν τα βαθύτερα αίτια, τις διεργασίες ή το ιστορικό πλαίσιο που καθόρισε τη μορφή, το περιεχόμενο και πάνω απ’ όλα την αναγκαιότητα λήψης τέτοιων δραστικών μέτρων από τις σοβιετικές αρχές τη δεδομένη περίοδο (πέρα από τα όποια λάθη, υπερβολές και καταχρήσεις που έγιναν και κανείς δεν το αρνείται;); Οχι, ούτε αυτά τους ενδιαφέρουν.

Πώς γίνεται λοιπόν οι Ελληνες της ΕΣΣΔ, 2-3 χρόνια μετά αφότου «ένιωσαν στο πετσί τους το κνούτο της σταλινικής τρομοκρατίας», να εντάσσονται μαζικά, με ηρωισμό και αυταπάρνηση (όπως και έγινε), στον αγώνα για την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής τους πατρίδας από τη φασιστική πολεμική μηχανή;

 

Μνημείο για τους Έλληνες πεσόντες στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο κατά του φασισμού

Μνημείο για τους Έλληνες πεσόντες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά του φασισμού

Ενας εξ αυτών, ο Λάζαρος Μέλικοφ από την Τσάλκα της Γεωργίας, έγραψε από το μέτωπο μια επιστολή στον φίλο του Χαράλαμπο Καρίμποφ, η οποία έκλεινε ως εξής: «Εγώ υπερασπίζω τα σύνορα από τους φασίστες εχθρούς. Για τα σοβιετικά σύνορα δίνω και τη ζωή μου». Ηταν μέλος της Κομσομόλ της διμοιρίας (περίεργο: υποτίθεται πως οι Ελληνες κομμουνιστές είχαν ήδη εξοντωθεί από τους «σταλινικούς») και όπως χιλιάδες άλλοι Ελληνες της Σοβιετικής Ενωσης ρίχτηκε με αυτοθυσία πλάι στους αλλοεθνείς συντρόφους του στην πρώτη γραμμή κατά του φασισμού. Επεσε μαχόμενος κατά την απελευθέρωση της Λευκορωσίας. Για τον ηρωισμό του τιμήθηκε με το μετάλλιο του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου 1ης κατηγορίαςiii.

Πώς γίνεται κάποιος να δηλώνει έτοιμος να προσφέρει το πολυτιμότερο αγαθό ενός ανθρώπου, την ίδια του τη ζωή, προκειμένου να υπερασπίσει ένα σύστημα, μια πατρίδα, που μέχρι πρότινος δήθεν τον καταδυνάστευε, τον τυραννούσε, του φερόταν ως πολίτη δεύτερης κατηγορίας και ούτω καθεξής; Πρόκειται για ένα πραγματικό «παράδοξο», ένα ακατανόητο παζλ για κάθε στοιχειωδώς καλοπροαίρετο άνθρωπο, που αναζητά με ειλικρίνεια και πέρα από προκατασκευασμένα στερεότυπα την αλήθεια. Ενα «παράδοξο» που μόνο στη λογική της σταλινολογίας μπορεί να «βγάζει» νόημα.

Υπήρχαν και Ελληνες που τάχθηκαν με την άλλη πλευρά, στο πλευρό των ναζί; Ναι, υπήρχαν. Προκαλεί πραγματική έκπληξη ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρξε ούτε ένας συνεργάτης των ναζί μεταξύ των Ελλήνων της ΕΣΣΔ. Αφέλεια, άγνοια ή κάποιος ιδιότυπος εθνικισμός-φυλετισμός; Ο Δημήτριος Διαμαντίδης (μιας και ζητούνται συγκεκριμένα ονόματα), για παράδειγμα, που αναφέρεται στα Αρχεία του ελληνικού υπουργείου των Εξωτερικών ως συλληφθείς και καταδικασθείς για συμμετοχή στο «Ενωμένο Ρωσικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κίνημα» (ROND) τι ήταν; Ο Μπαρίς Μανέλοφ σημειώνει στη μαρτυρία του: «Ενας δικός μου φίλος από την δυτική Ουκρανία δήλωσε μάλιστα με υπερηφάνεια ότι μέχρι το 1956 κιόλας πολεμούσαν τον σοσιαλισμό για την ανεξαρτησία. Και εμείς οι Πόντιοι θυμώνουμε επειδή κάποιοι μας είπαν συνεργάτες των Γερμανών. Μάλιστα ορισμένοι επιμένουνε πως ανάμεσά μας δεν υπήρχε ούτε ένας που να υπήρξε συνεργάτης. Σε όλους τους λαούς υπήρχανε και τέτοιοι. Εμείς οι Πόντιοι δεν ήμασταν εξαίρεση». Και τέτοιες μαρτυρίες υπάρχουν πολλέςiv.

Οι Ελληνες της ΕΣΣΔ πολέμησαν όντως στη συντριπτική τους πλειοψηφία στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού, στο παρτιζάνικο κίνημα ή στη μάχη της παραγωγής στα μετόπισθεν, κατά του φασισμού. Δεν υπάρχουν όμως λαοί ήρωες και λαοί προδότες, έθνη αγγέλων και έθνη δαιμόνων. Σε λίγο θα μας πουν ότι ακόμα και ο δοσιλογισμός ή τα Τάγματα Ασφαλείας στην ίδια την Ελλάδα ήταν εφεύρημα των κομμουνιστών (κάποιοι το έχουν διατυπώσει ήδη στα πλαίσια του ιστορικού αναθεωρητισμού και της εξίσωσης κομμουνισμού-φασισμού)…

Τόσο οι διώξεις της περιόδου 1937-1939, όσο και οι μετεγκαταστάσεις ορισμένων τμημάτων του πληθυσμού το 1944 και 1949 αφορούσαν μια μικρή μερίδα των Ελλήνων, ενώ πραγματοποιήθηκαν για πολύ διαφορετικούς λόγους από εκείνους που προβάλλονται συχνά από τους διάφορους σταλινολόγους. Λόγοι, οι οποίοι υπήρξαν σαφώς πιο σύνθετοι και πιο ουσιώδεις απ’ ό,τι κατά κανόνα υπονοείται, περιορίζοντας τα πάντα σε κάποια μεταφυσική ανθελληνική εμμονή ή στην «τρομοκρατική φύση» του κομμουνισμού, κλπ. Κάθε περίοδος απαιτεί ειδική ανάλυση και εμβάθυνση. Το ίδιο και τα άλλα ζητήματα που τίθενται, όπως, π.χ., ο περιορισμός ή η κατάργηση πολλών εθνικών δομών (εθνικών περιοχών, σχολείων) τη δεκαετία του 1930: Θέματα τα οποία έχουμε παρουσιάσει με πληθώρα στοιχείων (αρχειακών, προφορικών και γραπτών πηγών) στο έργο «Οι Ελληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή») και τα οποία, πέραν ενός γενικού και αόριστου αφορισμού με πάμπολλες αναφορές στον Στάλιν, κανείς δεν έχει βγει ως τα τώρα να διαψεύσει, να αντικρούσει ή να αμφισβητήσει, επιστημονικά και με συγκεκριμένα στοιχεία. Απλώς επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά τα ίδια «επιχειρήματα» στη λογική του «ρίξε ρίξε λάσπη, κάτι θα μείνει».

Μήπως η πρωτοφανής πολιτιστική ανάπτυξη του σοβιετικού ελληνισμού στο Μεσοπόλεμο (που τόσο σθεναρά προβάλλει και υπερασπίζεται ο κ. Αγτζίδης) δεν πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της ίδιας εξουσίας, που ήταν το 1930, το 1940 και το 1950; Μήπως το 1939 δεν ήταν πάνω από 1 στους 10 Ελληνες της ΕΣΣΔ κάτοχοι διπλωμάτων ανώτατης εκπαίδευσης (την ίδια στιγμή μάλιστα που στην Ελλάδα, σχεδόν οι μισοί πρόσφυγες ήταν αναλφάβητοι και το 1/3 των εργαζομένων στη βιομηχανία της πρωτεύουσας ήταν παιδιά); Μήπως δεν υπήρξαν χιλιάδες διακρίσεις Σοβιετικών Ελλήνων στα πεδία των μαχών του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου (με τουλάχιστον εννέα εξ αυτών να λαμβάνουν την ύψιστη τιμή του τίτλου του «Ηρωα της Σοβιετικής Ενωσης»); Μήπως δεν ήταν το ελληνικό χωριό Ντάγκβα της Αντζαρίας, όπου ως το 1950 είχαν απονεμηθεί συνολικά 126 μετάλλια και παράσημα της ΕΣΣΔ σε κολχόζνικους αγρότες, καθιστώντας το ένα από τα πρωτοπόρα χωριά στη μάχη της παραγωγής κατά τη μεταπολεμική περίοδο;

Μήπως δεν ήταν το 1940 και το 1946 όταν ο επιφανής Σοβιετικός Ελληνας σκηνοθέτης Αλέξανδρος Σγουρίδης τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο της ΕΣΣΔ (μια ακόμη φορά προτάθηκε και προσωπικά από τον ίδιο τον Ι. Β. Στάλιν); Μήπως δεν ήταν το 1947 όταν ο διακεκριμένος Σοβιετικός Ελληνας μουσικός Οδυσσέας Δημητριάδης ανέλαβε τη θέση του αρχιμαέστρου της Κρατικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Τιφλίδας (θέση που διατήρησε μέχρι το 1952, δηλαδή 3 ολόκληρα χρόνια μετά την υποτιθέμενη «Γεωργιανοποίηση» της Γεωργίας); Μήπως δεν ήταν το 1937-1939 όταν ο επίσης διακεκριμένος Σοβιετικός Ελληνας καλλιτέχνης Μιχαήλ Τσουλάκης διετέλεσε διευθυντής της Φιλαρμονικής του Λένινγκραντ; Η το 1951-1952 όταν υπήρξε αντιπρόεδρος της Επιτροπής για την Τέχνη του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ; Πότε έπαψαν οι Ελληνες να προσφέρουν και να διακρίνονται στη Σοβιετική Ενωση;

Ποιος σήμερα επιχειρεί να διαγράψει αυτή την αξιομνημόνευτη πορεία του σοβιετικού ελληνισμού χάριν μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, υπό το βάρος ενός τυφλού ή ενσυνείδητου αντικομμουνισμού, στο βωμό μιας νεο-ανακαλυφθείσας σταλινολογίας; Σίγουρα όχι εμείς. Οχι το ΚΚΕ.

Σο

Σοβιετικοί Έλληνες «έτοιμοι για την εφαρμογή του Πεντάχρονου Πλάνου»

Κλείνοντας, θα ήταν ίσως χρήσιμο να αναλογιστούμε το εξής: Αν υπήρχε ποτέ μια πτυχή του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε – πέραν του κοινωνικού κράτους (Παιδεία, Υγεία, Πρόνοια, κλπ.) – που αναγνωριζόταν πάντοτε, τόσο από άσπονδους φίλους όσο και αντιπάλους, ως μια από τις πλέον αναμφισβήτητες κατακτήσεις της Σοβιετικής Ενωσης, δεν είναι άλλη από την πολιτική έναντι των εθνοτήτων, τη φιλία των λαών σε αυτή την πολυεθνική σοβιετική πολιτεία.

Ακόμα και μεταξύ των Σοβιετικών εμιγκρέδων (στην πλειοψηφία τους αντεπαναστάτες ή συνεργάτες των ναζί), που κατέφυγαν στις ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εν συνεχεία αξιοποιήθηκαν συστηματικά ως «μάρτυρες της σταλινικής τρομοκρατίας»v, οι καταθέσεις για το συγκεκριμένο ζήτημα υπήρξαν αποκαλυπτικές. Στην ερώτηση εάν «το σοβιετικό κράτος αντιμετώπιζε διαφορετικά τις διάφορες εθνότητες» και εάν «υπήρξαν εθνικές διώξεις (κατά το παράδειγμα των ναζί)», οι απαντήσεις υπήρξαν στο σύνολό τους κατηγορηματικά αρνητικές. Οι διαφορές μεταξύ των εθνών περιορίζονταν στο πεδίο της πολιτιστικής ιδιαιτερότητας και ποικιλομορφίας, και όχι σε επίπεδο «πολιτικό ή αναφορικά με την ποιότητα ζωής». Πολλοί από τους ερωτηθέντες «συνέδεσαν άμεσα την απουσία μαζικών εθνικών προκαταλήψεων και συγκρούσεων με την επίσημη πολιτική που ακολουθούσε το κράτος»«Οχι, αυτό ήταν αδύνατο», τόνισε ένας συγκεκριμένα, «όλοι πρέπει να αγαπάνε όλους στη Σοβιετική Ενωση». Ενώ ένας άλλος πρόσθεσε σχετικά πως«απαγορευόταν αυστηρά από το νόμο να προσβάλλει κανείς κάποιο μέλος οποιασδήποτε εθνικότητας, ανεξάρτητα από το αν ήταν Ρώσος, Ουκρανός, Λευκορώσος, ή οτιδήποτε άλλο». Η επιτυχία της σοβιετικής πολιτικής έναντι των εθνοτήτων επισημάνθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων: «Η ισότητα μεταξύ των εθνών πρέπει να θεωρηθεί ως ένα επίτευγμα του σοβιετικού συστήματος»vi.

Ισως γι’ αυτό ο Jean-Marie Chauvier επισήμανε στη «Le Monde Diplomatique» (τεύχος Μάρτη 2004) τη διάχυτη νοσταλγία που επικρατεί σήμερα στην ΕΣΣΔ γύρω από το «πνεύμα φιλίας των παλιών πολυεθνικών σοβιετικών κοινοτήτων εργαζομένων και μεταναστών».Αναφέρει, τέλος – και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία – πως «οι αρχές και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης απέτυχαν στην προσπάθειά τους να παρουσιάσουν τα 70 χρόνια της σοβιετικής εξουσίας ως έναν εφιάλτη», προσθέτοντας πως «οι πιέσεις που ασκήθηκαν ώστε να δημιουργηθεί μια τέτοια εικόνα δεν είναι πλέον αποτελεσματικές».

Βεβαίως, εκείνοι που έχουν σήμερα συμφέρον να διαστρεβλώσουν, να διαβάλουν και να χρεοκοπήσουν στη συνείδηση των λαών το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, δεν πρόκειται να καταθέσουν έτσι εύκολα τα όπλα. Σε μια εποχή όπου η κοινωνική αδικία, οι ταξικές αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις οξύνονται, προβάλλει ακόμα πιο επιτακτικά η «ανάγκη» για «προληπτικά κτυπήματα» κατά της σοσιαλιστικής εναλλακτικής. Γι’ αυτό και ενώ διανύουμε μια περίοδο κυριολεκτικής άλωσης των δικαιωμάτων και ελευθεριών των εργαζομένων, στο συνταξιοδοτικό, στο ασφαλιστικό, στην Παιδεία, στην Υγεία και παντού, κάποιοι ξοδεύουν τόνους μελανιού ασχολούμενοι με …τον Στάλιν και την ΕΣΣΔ. Η Ιστορία, ωστόσο, μπορεί να καταγράφεται από τους νικητές, γράφεται όμως από τους λαούς. Και αυτοί θα τους δώσουν την απάντηση που τους αξίζει…

Σημειώσεις

i Παρατίθεται στο Wainwright W (1949) «The Forced Labor Swindle» (London: Farleigh Press Ltd) σελ.14

ii Κρατικά Αρχεία της Ρωσικής Ομοσπονδίας (GARF) και Κεντρικά Κρατικά Αρχεία της Οκτωβριανής Επανάστασης της ΕΣΣΔ (TsGAOR), όπως παρατίθενται και αναλύονται στο Getty J A, Rittersporn G T, Zemskov V N (1993) «Victims of the Soviet Penal System in the Pre-War Years: A First Approach on the Basis of Archival Evidence», στο «American Historical Review», τόμος 98, τεύχος 4 Οκτώβρη, σελ.1028-1029 και 1043. Τα στοιχεία αυτά σχετικά με τους Ελληνες επιβεβαιώνονται και μέσα από τα Αρχεία του ελληνικού υπουργείου των Εξωτερικών.

iii Αθηναϊκός Κούριερ, 2-9 Ιούνη 2006, άρθρο Διογένη Μέλικοφ

iv Βλέπε Φάκελο 88.7 του 1947 (Ιστορικό & Διπλωματικό Αρχείο ΥΠΕΞ) καθώς και μαρτυρίες Μπαρίς Μανέλοφ και Τατιάνας Σιβηριάδη, Αθηναϊκός Κούριερ, (χ.η.) και 21-28 Ιούλη 2006, κ.ά.

v Βλέπε Πρακτικά της Αμερικανικής Γερουσίας (1948) και Loftus J (1982) «The Belarus Secret» (New York: A. Knopf) σελ.101-104

vi Ενδεικτικά: Συνεντεύξεις Α 13, 18, 20, 25, 46, 60, 91, 131, 145, 340, 342, 349, 380, 385, 393, 482, 528, 1053, από το Harvard Interview Project.

Του Αναστάση Γκίκα

Δρ. Πολιτικών Επιστημών, μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ

Πηγή: «Ριζοσπάστης», 25/12/2009

Βλέπε επίσης πάνω στο θέμα:

Οι Έλληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ

(Ξανα)γράφοντας την Ιστορία σε τηλεοπτικό χρόνο: Με αφορμή τις «διώξεις των Ελλήνων επί Στάλιν» στην εκπομπή «Φάκελοι»

Ο αντικομμουνισμός του κ. Βλάση Αγτζίδη. Το τελευταίο του παραλήρημα στην Καθημερινή

Με αφορμή την αντικομμουνιστική φιέστα Αγτζίδη, Τζούχα, Παπαχελά, Τέλογλου και ενόψει την 23η Αυγούστου (”ημέρα μνήμης για τα θύματα κομμουνισμού-φασισμού”)