Με τη δυνατότητα αναπλήρωσης των απωλειών σε μαχητές και πολεμοφόδια να έχει εξαντληθεί από καιρό για τον ΕΛΑΣ, η επιθετική πρωτοβουλία περνούσε ολοένα και περισσότερο στις αντίπαλες δυνάμεις. Βασικός στόχος πλέον του ΕΛΑΣ ήταν η πάση θυσία διατήρηση των θέσεών του, ενώ κάθε σπιθαμή γης υπερασπιζόταν μέχρι τη τελευταία σφαίρα ή τον τελευταίο υπερασπιστή της. Οι προσπάθειες των Βρετανών επικεντρώθηκαν στον άξονα Πειραιάς-Φάληρο και τις συνοικίες μεταξύ των οδών Συγγρού και Πειραιώς, ενώ αυξήθηκε η πίεση κατά των θέσεων του ΕΛΑΣ σε Πετράλωνα-Θησείο-Ψυρρή. Οι Ανατολικές συνοικίες απειλήθηκαν με αποκοπή από το μέτωπο της υπόλοιπης Αθήνας. Ο ΕΛΑΣ απάντησε με στοχευμένες αναδιατάξεις δυνάμεων και αντεπιθέσεις σε καίρια σημεία (κυρίως τη νύχτα).
Την ίδια μέρα η ΚΕ του ΕΑΜ επέδωσε διαμαρτυρία στον Πρόεδρο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού Ι. Ντε Ρενιέ σχετικά με τους δολοφονικούς βομβαρδισμούς των βρετανικών δυνάμεων κατά του άμαχου πληθυσμού, «με πολλά θύματα εις νεκρούς και τραυματίας υπερβαίνοντα μέχρι σήμερον τας 2.500.»[1]
Έπειτα από αλλεπάλληλες πιέσεις, η ΚΕ του ΕΑΜ και η Παναθηναϊκή Επιτροπή, πέτυχαν την επανέναρξη της χορήγησης τροφίμων από τον Ερυθρό Σταυρό.
Οι αιχμάλωτοι του ΕΛΑΣ μέχρι τις 20 Δεκέμβρη υπερέβαιναν τους 1.000 Βρετανούς και 1.250 Έλληνες οπλίτες και αξιωματικούς.[2]
***
[1] Παρατίθεται στο Νίκανδρος Κεπέσης, Δεκέμβρης του 1944, σελ.248, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1994.
[2] Σπύρος Α. Κωτσάκης, Δεκέμβρης του 1944 στην Αθήνα, σελ.189, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1986.
Πηγή: «Δεκέμβρης του ’44: Κρίσιμη ταξική σύγκρουση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2014 – Αναστάσης Γκίκας, «Το χρονικό του Δεκέμβρη 1944″