Όταν Νόμος έγινε το δίκιο του εργάτη: η κατάκτηση του 7ώρου στους οικοδόμους (1964-1965)

Από το βιβλίο "Από την πείρα του κινήματος των οικοδόμων στην Ελλάδα"

Από το βιβλίο «Από την πείρα του κινήματος των οικοδόμων στην Ελλάδα»

[σελ.324-329]

Το διακεκομμένο ωράριο εργασίας που ίσχυε στον κλάδο μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1960, σήμαινε πως οι οικοδόμοι, έφευγαν από το σπίτι νωρίς τα χαράματα για να επιστρέψουν αργά το βράδυ, αφήνοντάς τους ελάχιστο ελεύθερο χρόνο, για ανάπαυση, για δημιουργία ή έστω για μια στοιχειώδη οικογενειακή ζωή. «Δεν μπορούσαμε να κοιμόμαστε [πια] στην οικοδομή σαν ζώα», αναφέρει στη μαρτυρία του ένας παλαίμαχος οικοδόμος, εξηγώντας την κατάσταση που αντιμετώπιζαν με το παλιό ωράριο.[i] Η καθιέρωση επομένως του συνεχούς 7ώρου (7:30-14:30 τη θερινή περίοδο και 8:00-15:00 τη χειμερινή) αποτελούσε για τους εργαζόμενους στον κλάδο ένα ζήτημα ζωτικής σημασίας, το οποίο προοδευτικά ωρίμασε στις πιάτσες και τα γιαπιά των οικοδόμων και –όταν το επίπεδο ανάπτυξης του ταξικού οικοδομικού κινήματος το επέτρεψε- τέθηκε στην ημερήσια διάταξη της πάλης τους.

Το εναρκτήριο σάλπισμα της μάχης έδωσαν οι Μπετατζήδες. Στη σχετική ανακοίνωση που εξέδωσε στις 8/8/1964 η Ένωση Τεχνιτών & Εργατών Μπετόν Αρμέ Αθήνας τονίζονταν: «Συνάδελφοι, Από τη Δευτέρα 10 Αυγούστου κανένας μα κανένας μπετατζής ούτε λεπτό πάνω από 7 ώρες καθημερινή δουλειά. Αυτή είναι η ομόφωνη και ενθουσιώδικη απόφαση της έκτακτης Συνέλευσης του κλάδου μας[ii] και η Διοίκηση καλεί όλους τους μπετατζήδες στην αυστηρή εφαρμογή της. Είναι καιρός πια να δουλεύουμε σαν άνθρωποι κι’ όχι σαν είλωτες –σαν σκλάβοι. Δεν θα θησαυρίζουν και θα φτιάχνουν πρικιούλια μια χούφτα εκμεταλλευτές από τη δικιά μας καμπούρα κι’ εμείς να είμαστε βουτηγμένοι στην εξαθλίωση –τη δυστυχία. Φτάνει πια! Πρέπει να απαλλαγούμε από τα δεσμά της βαριάς και μισητής εκμετάλλευσης και να φτιάξουμε δικαιότερη – ανθρώπινη τη ζωή μας. Για να μην είμαστε ολημερίς το καλοκαίρι στο λιοπύρι και το χειμώνα να μας δέρνει το ξεροβόρι. Για να χουμε χρόνο γι’ ανάπαυση – μόρφωση – ψυχαγωγία. Για να μετριάσουμε την ανεργία…Εμπρός! Σ’ ένα διαρκή ξεσηκωμό για την εφαρμογή του 7ώρου.»[iii]

Αμέσως ξεκίνησε ένας πραγματικός αγώνας δρόμου προκειμένου να φτάσει η ανακοίνωση του σωματείου παντού, να τοιχοκολληθεί στις πιάτσες, να μοιραστεί στα γιαπιά. Την πρώτη μέρα των κινητοποιήσεων πολλοί πήγαν στις δουλειές τους με μια ταμπέλα καρφιτσωμένη στο στήθος η οποία έγραφε: «7 ώρες δουλειά: 7.30 πρωί – 2.30 μεσημέρι». Σύμφωνα με τον Δ. Κουτσούνη (τότε Γ.Γ. της Ένωσης Τεχνιτών & Εργατών Μπετόν Αρμέ Αθήνας) η συμμετοχή των μπετατζήδων στην επιβολή του 7ώρου κυμάνθηκε εκείνη τη μέρα στο 30-35%.[iv] Η αρχή είχε γίνει. Σύντομα, το ένα μετά το άλλο τα ταξικά οικοδομικά σωματεία ακολούθησαν και αυτά στη μάχη. Άμεσα συντάχθηκαν με τους Μπετατζήδες της Αθήνας, οι Μπετατζήδες του Πειραιά και οι Μαρμαρογλύπτες της Αθήνας, ενώ στη συνέχεια εντάχθηκαν στον αγώνα οι Κτίστες, οι Κονιαστές, οι Μπογιατζήδες, οι Μωσαϊκοί, κοκ. Με απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής των Οικοδομικών Οργανώσεων Αθήνας, Πειραιά και Ελευσίνας κηρύχθηκε η ντε-φάκτο εφαρμογή του 7ώρου αρχής γενομένης στις 1/9/1964.[v]

Η αντίδραση των εργοδοτών υπήρξε άμεση. Σε εγκύκλιό της στις 28/8/1964 η Ένωση Εργοληπτικών Οικοδομικών Σωματείων Αθηνών (ΕΕΟΣΑ) προειδοποιούσε τους εργολάβους-μέλη της: «Επειδή επληροφορήθημεν ότι ωρισμένοι εργατοτεχνίται οικοδόμοι προβάλλουν εις τους εργοδότας των εργολάβους την αξίωσιν να χρησιμοποιούνται παρ’ αυτών επί επτάωρον εις τας εργασίας των και ότι εις τινάς περιπτώσεις παρετηρήθη αποχώρησις τούτων μόλις συνεπλήρωσαν το επτάωρον…κατόπιν των ανωτέρω ουδείς εργολάβος πρέπει να δεχθεί να εργάζονται οι εργατοτεχνίται του ολιγότερον των οκτώ ωρών…»[vi]

Ένα «πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα», αναφέρει ο Δ. Κουτσούνης, «είναι το γιαπί του ΟΤΕ που χτιζόταν εκείνη την εποχή στην πλατεία Βικτορίας. Οι εργαζόμενοι στο κτίριο αποφάσισαν ότι από την επόμενη μέρα θα δουλέψουν εφτάωρο. Ο εργολάβος αντέδρασε. Το πρωί οι εργαζόμενοι πήγαν στη δουλειά τους, μπήκαν στο κτίριο, αλλάξανε και περιμένανε να πιάσουν δουλειά. Ο εργολάβος δεν τους άφηνε να πιάσουν δουλειά κι έστειλε άνθρωπο στην πιάτσα και πήρε άλλους μαστόρους. Τους πήγε στο γιαπί, χωρίς να τους πει ότι οι άλλοι κάνουν απεργία. Από την πιάτσα ακόμα είχαν κάνει τη συμφωνία να δουλέψουν εφτάωρο. Όταν έφτασαν στο γιαπί, είδαν τους άλλους που ήταν μέσα και τους ενημέρωσαν, ότι κάνουν απεργία για το εφτάωρο. Ίσα που δεν λιντσάρανε τον άνθρωπο που πήγε και τους πήρε από την πιάτσα.»[vii]

Από το βήμα της απεργιακής συγκέντρωσης των οικοδόμων (πανελλαδική πανοικοδομική απεργία 3/9/1964) ο Κ. Τερζάκης, Πρόεδρος των Μπετατζήδων της Αθήνας και Γραμματέας της Συντονιστικής, υπήρξε καταιγιστικός: «Συνάδελφοι, τούτη την στιγμή οι οικοδόμοι δέχονται την άγρια επίθεση των εργοδοτών γιατί από τις 10 Αυγούστου σήκωσαν ψηλά το λάβαρο της πάλης, εφαρμόζοντας δυναμικά την 7ωρη δουλειά. Η δυναμική επιβολή της 7ωρης δουλειάς αποτελεί μια νέα μεγάλη κατάκτηση στην ιστορία του εργατικού μας κινήματος κι’ από την άποψη αυτή η επικράτησή της είναι για μας χρέος τιμής, υπερηφάνειας και ύψιστο ταξικό καθήκον. Από τη ταξική αυτή σύγκρουση που άρχισε και που σε λίγο θα οξυνθεί αναπόφευκτα, οι νικητές πρέπει να είμαστε και θα είμαστε εμείς. Φέρτε για μια στιγμή στη μνήμη σας τους ηρωικούς μαχητές-προλετάριους του Σικάγου, που με ποτάμι αίμα πότισαν το λιθόστρωτο για να εφαρμόσουν την 8ωρη δουλειά. Προειδοποιούμε την άπληστη εργοδοσία και τούτη τη στιγμή δίνουμε το λόγο της ταξικής μας τιμής, ότι δεν θα μειωθούμε θυσιών. Ενωμένοι και συσπειρωμένοι στις οργανώσεις μας θα εφαρμόσουμε την 7ωρη δουλειά.»[viii]

Στο Δελτίο της Πανελλήνιας Ένωσης Διπλωματούχων Μηχανικών Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΠΕΔΜΕΔΕ) διαβάζουμε: «Σύσσωμος ο κατασκευαστικός κόσμος Αθηνών-Πειραιώς αντετάχθη εις την πραξικοπηματικήν και παράνομον προσπάθειαν καθιερώσεως της 7ώρου εργασίας των οικοδόμων εις τα οικοδομικά έργα. Η ΠΕΔΜΕΔΕ όχι μόνο κατήγγειλε την τοιαύτην πράξιν των εργατοτεχνιτών, αλλά μετέσχε και του αναληφθέντος υπό των Επαγγελματιών Κατασκευαστών Πολυκατοικιών απεργιακού αγώνος [σ.σ. λοκ-άουτ] από 7.9.1964, εκάλεσε δε τα μέλη της να διακόψουν τα εκτελούμενα εις την περιοχήν Πρωτευούσης δημόσια και ιδιωτικά έργα, προς ενίσχυσιν του αγώνος.»[ix]

Πράγματι, στις 7/9/1964 οι εργοδότες κήρυξαν λοκ-άουτ. Με ανακοίνωσή της η Συντονιστική καυτηρίασε το γεγονός: «Συνάδελφοι ηρωικοί οικοδόμοι. Ορισμένοι κατασκευαστές πολυκατοικιών υποκινούμενοι από την ΕΡΕ κήρυξαν από σήμερα λοκ-άουτ με σκοπό να ματαιώσουν την εφαρμογή του 7ώρου. Έτσι μας στερούν τη δουλειά και μας στερούν το ψωμί των παιδιών μας. Απαντήστε στην πρόκληση όπως πάντα με τη γνωστή σας μαχητικότητα. Το δίκαιο είναι με το μέρος μας. Θα νικήσουμε. Ούτε ένας οικοδόμος δεν πρέπει να δουλέψει οκτάωρο.»[x] Στο πλευρό των οικοδόμων στάθηκαν εξ αρχής τα «115»: «Το λοκ-άουτ των κατασκευαστών», τόνιζαν σε σχετική τους καταγγελία, «είναι πράξις κατ’ εξοχήν αντικοινωνική και αντεργατική…Είναι απαράδεκτο την στιγμή που επί μια και πλέον δεκαετία οι εργοδότες αυτοί εθησαύρισαν από το μόχθο των εργαζομένων.»[xi]

Εκτός όμως από τους εργοδότες, οι οικοδόμοι βρήκαν απέναντί τους και τον Κ. Λυκιαρδόπουλο, ο οποίος, δίνοντας διαπιστευτήρια στους εργολάβους, έσπευσε να χαρακτηρίσει το 7ωρο ως «παράνομο και αντιδημοκρατικό»! Παρ’ όλα αυτά, το λοκ-άουτ δεν μπόρεσε να σταθεί. Ήδη από τη δεύτερη μέρα, όλα τα γιαπιά δούλευαν κανονικά στον Πειραιά, ενώ στην Αθήνα οι κλειστές πολυκατοικίες μειώθηκαν σημαντικά. Οι εργαζόμενοι με 7ωρο συνέχισαν να αυξάνονται, ώσπου το νέο ωράριο γενικεύτηκε και έγινε πια κανόνας.[xii]

Η κατάκτησή του ήταν μια πολύ σημαντική υπόθεση: «Όσο είχαμε το 8ωρο, λέγανε στις πιάτσες, ήμασταν σα να ζούσαμε στην εποχή των σπηλαίων. Τότε που οι άνθρωποι περπατούσανε με τα τέσσερα! Τώρα όμως με το 7ωρο σηκωθήκαμε όρθιοι, γίναμε άνθρωποι!»[xiii] «Το 7ωρο», σημειώνει στη μαρτυρία του ο Δ. Κοντός, «δεν νομιμοποιήθηκε δια νόμου…το επιβάλλαμε και εφόσον το επιβάλλαμε έγινε νόμος». «Οι οικοδόμοι έφτιαξαν το δικό τους Νόμο, το δίκαιο Νόμο του εργάτη», προσθέτει ο Κ. Μπουλντής.[xiv]

Τους επόμενους μήνες η μάχη για το 7ωρο επεκτάθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα, με αποκορύφωμα το Μάη του 1965, όπου πραγματοποιήθηκε μπαράζ κινητοποιήσεων σε μια σειρά πόλεις. 48ωρες απεργίες είχαμε στην Καβάλα (στις 6-7/5 και 13-14/5), τα Χανιά (7-8/5) και το Βόλο (10-11/5), τριήμερη απεργία στη Θεσσαλονίκη (13-15/5) και οκταήμερη στις Σέρρες (31/5-7/6). Ανάλογες κινητοποιήσεις έγιναν επίσης σε Ηράκλειο, Μυτιλήνη, Κέρκυρα, Αλεξανδρούπολη και Κω.[xv] «Στη Θεσσαλονίκη, όσες οικοδομές εργάζονταν με 7ωρη εργασία έχουν αναρτήσει ειδική δηλωτική επιγραφή ‘ΕΠΤΑΩΡΗ ΕΡΓΑΣΙΑ’. Όπου οι εργολάβοι επιμένουν -και δεν είναι πολλοί αυτοί που επιμένουν- να μην επιλύσουν το αίτημα των οικοδόμων, τότε τα γιαπιά νεκρώνουν.»[xvi]

«Οχτώ μήνες ύστερα από το πρώτο ξεκίνημα στην Πλατεία Κοτζιά, με τα ταμπελάκια στο στήθος των Οικοδόμων», αναφέρει ο Η. Στάβερης, «η εφτάωρη δουλειά στην οικοδομή έχει κιόλας επιβληθεί σ’ όλη τη χώρα.» Το Μάη του 1965 «το 75% των Οικοδόμων όλης της χώρας δουλεύει εφτάωρο. Ειδικά στην Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη το εφτάωρο εφαρμόζεται από το 80% των εργαζομένων στον κλάδο. Ανάλογα είναι τα ποσοστά και στις άλλες μεγάλες πόλεις. Π.χ. στην Καβάλα εφαρμόζεται από το 80% των Οικοδόμων, στο Αγρίνιο από το 70%, στη Λάρισα από το 60%, στην Κέρκυρα από το 90%, στη Μυτιλήνη και Χανιά από το 100%. Αξίζει να σημειώσουμε πως για την κατάκτηση του εφταώρου οι Οικοδόμοι στις διάφορες επαρχιακές πόλεις δώσανε επίσης σκληρές μάχες.»[xvii]

Κατά την 48ωρη απεργία στην Καβάλα (13-14/5/1965) συνελήφθη ο Αντιπρόεδρος του σωματείου Οικοδόμων, καθώς και 6 μέλη της Απεργιακής Επιτροπής. Στο Βόλο, η μαζικότατη κινητοποίηση κάπου 3.000-3.500 οικοδόμων στις 16/6/1966 ήρθε αντιμέτωπη με οδοφράγματα της αστυνομίας, που στην προσπάθειά της να εμποδίσει τους απεργούς να φτάσουν στη Νομαρχία και να επιδώσουν το σχετικό ψήφισμα για το 7ωρο, δεν δίστασε να τους επιτεθεί, τραυματίζοντας πολλούς. 11 οικοδόμοι συνελήφθησαν με το αιτιολογικό της «αντίστασης κατά της Αρχής» και παραπέμφθηκαν σε δίκη. Μεταξύ αυτών, ο Πρόεδρος του σωματείου Δ. Πλαγεράς, ο Γραμματέας Γ. Οικονόμου και ο Ταμίας Α. Ίμης. Καθ’ υπόδειξη του Εισαγγελέα κ. Λιάπη (κατόπιν βασιλικού επιτρόπου στα στρατοδικεία της Χούντας) καταδικάστηκαν όλοι σε φυλάκιση από 1-17 μήνες. Η μαζική και αποφασιστική απάντηση των οικοδόμων και των «115» ανάγκασαν τελικά τις Αρχές να αφήσουν ελεύθερους τους συλληφθέντες. Στις 14/9/1966 η αστυνομία προχώρησε σε μαζικές συλλήψεις οικοδόμων στη Λάρισα (περίπου 100) με την κατηγορία ότι «παραβίαζαν το οκτάωρο»! Οι οικοδόμοι απάντησαν με πανοικοδομική συγκέντρωση την επόμενη μέρα.[xviii]

 


[i] Συνέντευξη Δημήτρη Κοντού (Αρχείο Ομοσπονδίας Οικοδόμων-ΑΟΟ)

[ii] Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Δ. Κουτσούνη, Γ.Γ. του σωματείου την εποχή εκείνη, στην εν λόγω Συνέλευση μετείχαν 400-450 μπετατζήδες. Κατά τον ίδιο, υπήρχε «μια διαφωνία με την ηγεσία της ΕΔΑ, που δεν ήταν οικοδόμοι. Το συνδικαλιστικό τμήμα της ΕΔΑ είχε μια δικαιολογημένη, κατά τη γνώμη μου, επιφύλαξη. Δεν πίστευαν ότι μπορεί να επιβληθεί το εφτάωρο με μια απόφαση Γενικής Συνέλευσης και η αποτυχία αυτού του εγχειρήματος θα στοίχιζε σ’ όλο το συνδικαλιστικό κίνημα. Μια αποτυχία των οικοδόμων, θα είχε γενικότερη επίδραση στο συνδικαλιστικό κίνημα. Αυτό δεν το ήθελαν τα στελέχη της ΕΔΑ και γι’ αυτό είχαν τις επιφυλάξεις τους.» Παρατίθεται στο Ζωιτοπούλου-Μαυροκεφαλίδου Κ (ε.π.), Όταν η οργή ξεχειλίζει, εκδ. «Επιτροπή Πρωτοβουλίας», Αθήνα, 2006, σελ.68-69

[iii] Ανακοίνωση της Ένωσης Τεχνιτών & Εργατών Μπετόν Αρμέ Αθηνών, 8/8/1964 (ΑΟΟ)

[iv] Στο Ζωιτοπούλου-Μαυροκεφαλίδου Κ, ό.π., σελ.68. Στη μαρτυρία του ο Δ. Κοντός ανεβάζει το ποσοστό επιτυχίας της κινητοποίησης την πρώτη μέρα στο 60%. Βλ. Συνέντευξη Δημήτρη Κοντού (ΑΟΟ)

[v] Στάβερης Η, Οικοδόμοι: Ηρωικοί αγώνες μιας 7τίας, εκδ. «Παρασκήνιο», Αθήνα, 2003, σελ.114

[vi] Στο κουτί 405.1, Αρχείο ΕΔΑ (ΑΣΚΙ)

[vii] Στο Ζωιτοπούλου-Μαυροκεφαλίδου Κ, ό.π., σελ.69

[viii] Πανοικοδομική, 17/9/1964

[ix] Στο Ζωιτοπούλου-Μαυροκεφαλίδου Κ, ό.π., σελ.214

[x] Ανακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής Οικοδομικών και Ξυλουργικών Οργανώσεων, 7/9/1964 (ΑΟΟ)

[xi] Αυγή, 9/9/1964

[xii] Αυγή, 9/9/1964, 3/6/1965

[xiii] Μαρτυρία Χρήστου Τσεσμελή (ΑΟΟ)

[xiv] Βλ. Συνέντευξη Δημήτρη Κοντού (ΑΟΟ) και Μπουλντής Κ, Πέτρινα χρόνια, ατσάλινες καρδιές: οδοιπορικό μνήμης (χειρόγραφο), 2005, σελ.121

[xv] Βλ. Εγκύκλιος της Ευρείας Συνεργασίας Οικοδομικών Οργανώσεων και Κατεργασίας Ξύλου Ελλάδος, 28/9/1966, κουτί 404.2, Αρχείο ΕΔΑ (ΑΣΚΙ). Στην απεργιακή συγκέντρωση της Θεσσαλονίκης, μια από τις μεγαλύτερες της περιόδου, μετείχαν 4.000 οικοδόμοι. Αυγή, 14/5/1965

[xvi] Κουτί 640.2, Αρχείο ΕΔΑ (ΑΣΚΙ)

[xvii] Στάβερης Η, ό.π., σελ.123

[xviii] Βλ. αντίστοιχα Αυγή, 14/5/1965, Ανακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής Οικοδομικών και Ξυλουργικών Οργανώσεων Αθηνών, χ.η., κουτί 404.4, Αρχείο ΕΔΑ (ΑΣΚΙ), Μαρτυρία Γ. Οικονόμου (στο Ζωιτοπούλου-Μαυροκεφαλίδου Κ, ό.π., σελ.89-92), Στάβερης Η, 2003, ό.π,.141-142, Ελευθερία, 18/6/1966, και Ανακοίνωση της Πανελληνίου Ομοσπονδίας Εργατοτεχνιτών Οικοδόμων και Ξύλου, 16/9/1966, κουτί 404.1, Αρχείο ΕΔΑ (ΑΣΚΙ)

Βλέπε επίσης:

“Από την πείρα του κινήματος των οικοδόμων στην Ελλάδα”

«Από την πείρα του κινήματος των οικοδόμων στην Ελλάδα»

Η ιστορία ενός πραγματικά ηρωικού κλάδου

Η ιστορία ενός πραγματικά ηρωικού κλάδου

Η βιβλιοπαρουσίαση που ακολουθεί πραγματοποιήθηκε στο 23ο Συνέδριο της Ομοσπονδίας Οικοδόμων. Ευχαριστούμε τον Μ.Π. που πήρε την πρωτοβουλία, ζήτησε από το συγγραφέα την ομιλία και μας την έστειλε!

Φίλες και φίλοι,

Η καταγραφή και αποτύπωση της Ιστορίας ενός κλάδου και του κινήματός του, δεν είναι απλή υπόθεση. Και αυτό -βεβαίως- γιατί δεν αποτελεί (δεν πρέπει και δεν μπορεί να αποτελεί) απλά και μόνο ένα άθροισμα ημερομηνιών, γεγονότων, προσώπων ή πραγμάτων. Τουναντίον, πρόκειται για αναπόσπαστο τμήμα της συλλογικής εμπειρίας της ταξικής πάλης: μιας εμπειρίας, που γενόμενη κτήμα και γνώση στα χέρια της εργατικής τάξης, μπορεί να αποτελέσει ισχυρό όπλο στην πάλη της στο σήμερα και το αύριο.

Στο παρόν έργο, λοιπόν, επιχειρείται μια σύνοψη της πείρας του κινήματος των οικοδόμων, όπως αυτή συσσωρεύτηκε μέσα από δεκαετίες αγώνων. Ακολούθως, το βιβλίο διατρέχει όλους τους σημαντικούς σταθμούς στην ιστορία του κλάδου: από τα πρώτα βήματα της ταξικής αφύπνισης και συνδικαλιστικής οργάνωσης, στους σκληρούς αγώνες του Μεσοπολέμου, τη συμβολή των οικοδόμων στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση και τον Δημοκρατικό Στρατό, τις προκλήσεις της δεκαετίας του 1950 και την ανάπτυξη του κινήματος στη δεκαετία του 1960, έως την αντιδικτατορική πάλη και τη νίκη των ταξικών δυνάμεων επί του κυβερνητικού-εργοδοτικού συνδικαλισμού το 1976-1977.

Κάθε κεφάλαιο, που αντιπροσωπεύει αντίστοιχα και μια χρονική ενότητα, καταπιάνεται αρχικά με τη βιομηχανία (στα πλαίσια της γενικότερης ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Ελλάδα και ειδικότερα), με την εξέλιξή της και τον αντίκτυπο κάθε φορά στον κλάδο. Με τις αλλαγές στον τρόπο και τις μορφές οργάνωσης της παραγωγής, στον αριθμό και τη σύνθεση των απασχολουμένων στην οικοδομή, κοκ. Κεντρικό στοιχείο που αναδεικνύεται εδώ, είναι η θεμελιώδης, διαχρονική και ανειρήνευτη αντίθεση των συμφερόντων κεφαλαίου-εργασίας: με τους πρώτους να απομυζούν τεράστια πλούτη σε βάρος και από τον ιδρώτα των δεύτερων. «Θαμπώνονται τα μάτια μας», κατήγγειλε η ταξική Ομοσπονδία των Οικοδόμων το 1957, «από τις πολυκατοικίες και τα μέγαρα που εμείς φτιάχνουμε και αγανακτάμε για τα χάλια μας. Ούτε παράγκα δεν μας ανήκει, συνάδελφοι, να βάλουμε το κεφάλι μας. Και μήπως είναι αυτό μονάχα; Και το ψωμί πολλές φορές και κείνο μας λείπει.»[i]

Αντικρούοντας το γνωστό επιχείρημα περί «ψωροκώσταινας» (διαχρονική δικαιολογία των αστικών κυβερνήσεων για πάσης φύσεως αντιλαϊκά μέτρα, μέτρα λιτότητας, κοκ.), οι Μπετατζήδες της Αθήνας υπογράμμιζαν τον Ιούνη του 1963: «Η κυβέρνηση …βουλώνει τ’ αυτιά της και απαντάει με το γνωστό παραμύθι, ότι η Ελλάδα είναι φτωχιά. Νομίζει με αυτό πως οι εργάτες είναι αφελείς και περισσότερο τυφλοί και δεν βλέπουν πως η φτώχεια τριγυρνάει μόνον στα σπίτια των εργατών, υπαλλήλων και αγροτών και εξαιρεί τα υπόλοιπα σπίτια των μεγιστάνων. Την ίδια στιγμή που οι εργάτες δεν έχουν ούτε αυτό το ξεροκόμματο να ζήσουν τα παιδιά τους, ξέρουν πως υπάρχουν άνθρωποι που διαθέτουν ειδικό δάσκαλο για τα παιδιά τους, παραμάνες, ιδιωτική κούρσα για να πηγαίνει βόλτα το παιδί του γιατί μελαγχολεί και ακόμα ιδιωτικό γιατρό για να παρακολουθεί την υγεία του. Εμείς οι εργάτες τι έχουμε; Τίποτε απ’ όλα αυτά. Αυτά που έχουν αυτοί τα παίρνουν από εμάς που δουλεύουμε.»[ii]

Οι συνέπειες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης βάραιναν διαχρονικά στις πλάτες των οικοδόμων: φτώχεια, πείνα, ανεργία, θάνατος. Είναι πράγματι συγκλονιστικές οι απανωτές αναφορές στον Τύπο -στον απόηχο της καπιταλιστικής κρίσης τη δεκαετία του 1930- για το θάνατο εργατών οικοδόμων από την πείνα ή το κρύο.

«Προχθές πέθανε ο εργάτης οικοδόμος Στρατής Μπισκιτζής, πρόσφυγας», έγραφε ο Ριζοσπάστης τον Ιούνη του 1932. «Ο θάνατός του προήλθε από την πείνα.» 26/1/1934: «Πέθανε ο άνεργος οικοδόμος απ’ τον συνοικισμό Βενιζελοχώρι από την πείνα. Άφησε γυναίκα και 4 παιδιά.» 18/1/1936: «Πριν τις γιορτές βρέθηκε στο δρόμο ξεπαγιασμένος ο άνεργος οικοδόμος Π. Χατζόπουλος.» Ήταν 70 χρόνων και ακόμα πάλευε για ένα μεροκάματο. Για δεκαετίες οι οικοδόμοι θα δώσουν σκληρές μάχες για τη βελτίωση των όρων και συνθηκών εργασίας και ζωής τους: για το ασφαλιστικό, το συνταξιοδοτικό, για επιδόματα ανεργίας, για την ασφάλεια στο χώρο δουλειάς, κοκ. Τίποτα δεν τους χαρίστηκε. Όλα κατακτήθηκαν μέσα από αλλεπάλληλους, σφοδρούς και αταλάντευτους αγώνες με την εργοδοσία και το κράτος της. Οι κατακτήσεις του κινήματος των οικοδόμων υπήρξαν άμεσα συνδεδεμένοι με τον βαθμό της συνδικαλιστικής οργάνωσης, το συσχετισμό δυνάμεων μέσα στο κίνημα, αλλά και το επίπεδο της ταξικής πάλης συνολικότερα. Δεν ήταν λίγες πάντως οι φορές, όπου το κίνημα των οικοδόμων, με τη μαζικότητα, το δυναμισμό και την στιβαρή ταξική του κατεύθυνση, μπόρεσε να μπει μπροστά, αποτελώντας την εμπροσθοφυλακή, το «βαρύ πυροβολικό» της εργατικής τάξης της χώρας μας, ανοίγοντας δρόμους σε δικαιώματα και κατακτήσεις, όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά και για μια σειρά άλλους κλάδους.

Επίσης, σε κάθε περίοδο αναδεικνύονται τα προβλήματα, οι προκλήσεις και οι προοπτικές που θέτονταν κάθε φορά μπροστά στο ταξικό οικοδομικό κίνημα. Ζητήματα οργάνωσης, του τρόπου λειτουργίας των συνδικάτων, του περιεχομένου των αιτημάτων, των μετώπων πάλης, της συνεργασίας ή ενότητας με άλλες δυνάμεις, κοκ. Διαχρονικό καθήκον πρόβαλλε η μετατροπή των άμαζων και εύκολα χειραγωγήσιμων από τους διαφόρους εργατοπατέρες, εργοδότες και το αστικό κράτος σωματείων, σε μαζικά, ζωντανά και ταξικά προσανατολισμένα συνδικάτα: εργαλεία προάσπισης και διεκδίκησης των συμφερόντων των οικοδόμων και όχι «συναίνεσης» στην ενσωμάτωση και υποταγή τους στην εκάστοτε αστική πολιτική.

Ειδική θέση στη δουλειά των ταξικών συνδικάτων κατείχε η δουλειά στη νεολαία. Από το 3ο Συνέδριο της Ομοσπονδίας το 1927, όταν και αποφασίστηκε πρώτη φορά η συγκρότηση Επιτροπών Νέων, έως την Συντονιστική Επιτροπή Νέων Οικοδόμων το 1962, κοκ., το ζήτημα της ένταξης, ενεργούς δραστηριοποίησης και ταξικής διαπαιδαγώγησης των νέων οικοδόμων στη συνδικαλιστική ζωή και πάλη, υπήρξε πρώτη προτεραιότητα.

Εκθέτοντας τη συμμετοχή και το ρόλο των νέων οικοδόμων στους ταξικούς αγώνες της περιόδου ενώπιον των αντιπροσώπων της 1ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης των Οικοδόμων το 1963, ο εκπρόσωπος της Συντονιστικής των Νέων τόνισε: «Οι νέοι οικοδόμοι, με τιμή και ενθουσιασμό, πήραν μέρος σ’ όλους τους αυτούς τους αγώνες [αναφέρεται στο Δεκέμβρη του 1960 και τον Οκτώβρη του 1962], στάθηκαν στις πρώτες γραμμές των αγώνων του κλάδου μας, βρέθηκαν μπροστά στις πιο σκληρές συγκρούσεις για τα συμφέροντά μας, χτυπήθηκαν, τραυματίστηκαν, μάτωσαν, πέσαν θύματα των διωγμών, σύρθηκαν στα δικαστήρια και κει υπεράσπισαν με αξιοπρέπεια και με θάρρος τα συμφέροντα του κλάδου, και των νέων εργαζομένων, και γενικά, στάθηκαν, με μια λέξη, υποδειγματικοί στη συμμετοχή τους σε όλους αυτούς τους αγώνες και τις κινητοποιήσεις. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα των γεγονότων του Οκτωβρίου, όπου το 90% των τραυματιών και το 80% αυτών που οδηγήθηκαν στα δικαστήρια ήταν νέοι. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του 17χρονου νέου οικοδόμου που δέχτηκε τις σφαίρες της αστυνομίας στο κορμί του και του άλλου, μόλις 19 χρονών που με θέρμη υπερασπίστηκε απ’ το εδώλιο του κατηγορουμένου στις τελευταίες δίκες, τα συμφέροντα του κλάδου μας και τα ιδιαίτερα αιτήματα των νέων εργαζομένων…Αν κερδίσουμε την νεολαία, κερδίζουμε τις μάχες. Αν κερδίσουμε τη νεολαία, κερδίζουμε το αύριο.»[iii]

Επίκαιρη όσο ποτέ είναι η στάση του Μιχάλη (ενός άνεργου οικοδόμου 21 ετών) στο ενδεχόμενο να μεταναστεύσει προκειμένου να γλυτώσει από την πείνα: «Δεν πάω μετανάστης», έλεγε ξανά και ξανά στο δημοσιογράφο της Αυγής (όργανο τότε της ΕΔΑ). «Ο Μιχάλης είναι 2 μήνες άνεργος. Είναι χλωμός γιατί δεν έχει να φάει. Συντηρείται μόνο με ψωμί…Επίδομα δεν παίρνει γιατί ‘δεν εκπληροί τας υπό του νόμου προβλεπομένας προϋποθέσεις’…-Μου πρότειναν να φύγω, λέει, να πάω μετανάστης στη Γερμανία…Θα κάτσω εδώ στον τόπο μου να αγωνιστώ και να δουλέψω. Δεν πάω εγώ μετανάστης. Δουλειά θέλω εδώ στην Ελλάδα…Δουλειά θέλει ο Μιχάλης…Όμως δουλειά δεν βρίσκει. Χιλιάδες σαν κι’ αυτόν μαραζώνουν κάθε μέρα στα καφενεία. Μερικοί φεύγουν μετανάστες. Οι περισσότεροι μένουν και παλεύουν. Σ’ αυτούς που μένουν, στηρίζονται όλες οι ελπίδες. Γιατί σήμερα οι νέοι εργαζόμενοι και ιδιαίτερα οι νέοι άνεργοι οργανώνονται, συσπειρώνονται και διεκδικούν τα δικαιώματά τους.»[iv] Αυτά ειπώθηκαν και γράφτηκαν το 1963, ακριβώς 60 χρόνια νωρίτερα. Η επικαιρότητά τους –δυστυχώς- «σπάει κόκαλα».

Πολλές είναι πράγματι οι πτυχές της δράσης του οικοδομικού κινήματος που πραγματεύεται το βιβλίο και σίγουρα δεν μπορούν να εξαντληθούν μέσα σε λίγα λεπτά. Αξίζει όμως να κάνουμε μια σύντομη αναφορά και στην φιλειρηνική-αντιιμπεριαλιστική δράση των οικοδόμων, οι οποίοι στάθηκαν σταθερά και αταλάντευτα στο πλευρό των απανταχού λαών που αγωνίζονταν, της Κούβας, του Βιετνάμ, της Παλαιστίνης και βεβαίως της Κύπρου. Όπως τόνιζε την επαύριο της δολοφονίας του μαχητή της ειρήνης βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη, το Δελτίο των Μπετατζήδων: «Οι οικοδόμοι θα φυλάξουν το όραμα ενός ειρηνικού κόσμου που γι’ αυτόν έπεσε ο Γρ. Λαμπράκης και θα αντλούν πάντοτε δυνάμεις από το παράδειγμά του και την αυτοθυσία του.»[v]

Στον αντίποδα, η Ομοσπονδία Λυκιαρδόπουλου, η ΠΟΕΟ, η οποία δεν έπαψε ποτέ να «εγκαλεί» τα ταξικά συνδικάτα, υποδεικνύοντας πως «ούτε η κρίσις εις τον Άγιον Δομίνικον, ούτε το Βιετνάμ» αποτελούν «συνθήματα εργατικά» ή «εργατικές διεκδικήσεις.» Αιτήματα, όπως «να φύγει το ΝΑΤΟ» ή «ο αμερικανικός στόλος από τα Ελληνικά ύδατα», ήταν για την ΠΟΕΟ «στάχτη εις τα μάτια» των οικοδόμων. Στον ίδιο τόνο και η ΓΣΕΕ, η οποία, από τη μια κατήγγειλε τη πρώτη Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης ως «κομμουνιστική επιχείρηση» και από την άλλη οργάνωνε αποστολές «ενημέρωσης» στο ΝΑΤΟ.[vi]

Ο ρόλος των δυνάμεων της ενσωμάτωσης στο οικοδομικό συνδικαλιστικό κίνημα αποκαλύπτεται στοιχειοθετημένα και από πληθώρα πηγών στο σύνολο του βιβλίου. Οι δυνάμεις αυτές, άλλοτε επιστρατεύοντας την κομμουνιστοφοβία και τον αντικομμουνισμό, άλλοτε χρησιμοποιώντας «αριστερή φρασεολογία», δεν έπαψαν ποτέ να το υπονομεύουν. Όπου δεν μπόρεσαν να τα καταφέρουν μέσα από την ιδεολογικοπολιτική διαπάλη, μέσα από την κατάκτηση της πλειοψηφίας στα σωματεία με τη συνδικαλιστική τους δράση (πράγμα σπάνιο), τα κατάφερναν με διασπάσεις, με τη δημιουργία αντισυνδέσμων ή σωματείων σφραγίδων. Σε αυτό συνέδραμε αποφασιστικά και η συνδικαλιστική νομοθεσία, η οποία ευνοούσε τον πολυκερματισμό –και συνάμα τον καλύτερο έλεγχο- του συνδικαλιστικού κινήματος, αφού κάθε φορά που οι ταξικές δυνάμεις κατακτούσαν την πλειοψηφία σε ένα συνδικάτο, οι δυνάμεις της ενσωμάτωσης μπορούσαν πολύ απλά να ιδρύσουν ένα άλλο, ενώ μέσα από την αθρόα σύσταση σωματείων κατάφερναν διαχρονικά να κατασκευάζουν τεχνητές πλειοψηφίες στα δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια όργανα του συνδικαλιστικού κινήματος. Ενδεικτικά είναι τα Πρακτικά της Ομοσπονδίας Λυκιαρδόπουλου της 22 Μαΐου 1965, όπου τονίζονταν μεταξύ άλλων: «Πρέπει ν’ αναφέρω ότι η κατάστασις της Ομοσπονδίας δεν πάει καλά…Μας παίρνουν συνεχώς σωματεία. Από αυτή τη στιγμή θα πρέπει να αρχίσουμε να κάνουμε δύο σωματεία όπου μας παίρνουν ένα, εκτός και αν νομίζετε ότι θα πρέπει να πέσομε αδόξως. Αυτοί κάνουν πόλεμο να μας παίρνουν τα σωματεία, εμείς θα κάνουμε πόλεμο να φτιάχνουμε άλλα.»[vii] Τόσο απλά.

Συνομιλητές της εκάστοτε εξουσίας, «δημοκρατικής» ή δικτατορικής, οι δυνάμεις του εργοδοτικού συνδικαλισμού υπήρξαν το μακρύ χέρι της κυβέρνησης στο εργατικό κίνημα, με τη συνεργασία τους με τις αρχές (ακόμα και με την ίδια την Ασφάλεια) να εκδηλώνεται, άλλοτε συγκαλυμμένα και άλλοτε εντελώς απροκάλυπτα. Τους όρκους πίστεως και τις δηλώσεις μετανοίας της ΓΣΕΕ συμπλήρωναν πάντοτε οι αρχές του λεγόμενου Ελεύθερου Συνδικαλισμού περί συνεργασίας και όχι της πάλης των τάξεων.

Και δίπλα σε όλα αυτά βεβαίως, η ανοιχτή καταστολή. Από τη χρήση του στρατού ενάντια στους απεργούς τη δεκαετία του 1920 και παρακρατικών-φασιστικών οργανώσεων τη δεκαετία του 1930, στα ξερονήσια, τις φυλακές και το συνδικαλιστικό της Ασφάλειας τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, έως τις «αύρες» της μεταπολίτευσης. Η βία απέναντι στους εργάτες που αγωνίζονταν, δεν έλειψε ποτέ. Οι οικοδόμοι, ως πρωτοπόροι στις ειδικότερες αλλά και γενικότερες κινητοποιήσεις της εργατιάς εισέπραξαν σημαντικό μέρος αυτής της βίας. Εκατοντάδες ήταν οι διωκόμενοι, οι φυλακισμένοι και εξόριστοι οικοδόμοι της περιόδου που εξετάζουμε. Στο βιβλίο γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια καταγραφής τους. Η ηρωική τους στάση ενώπιον των δικαστών τους (είτε επρόκειτο για τα δικαστήρια της «δημοκρατίας» είτε για τα έκτακτα στρατοδικεία της δικτατορίας), αποτελεί παράδειγμα αγωνιστικού ήθους.

Κλάδος σκληραγωγημένος και σκληροτράχηλος από τη φύση της δουλειάς και ψημένος στο καμίνι της ταξικής πάλης, οι οικοδόμοι δεν αποτελούσαν φυσικά εύκολο αντίπαλο. Οι συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής ήταν σφόδρες. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που πολλά όργανα της τάξης δήλωναν ασθένεια κάθε φορά που οι οικοδόμοι κατέβαιναν σε απεργία, γνωρίζοντας τι θα αντιμετωπίσουν.

Πολλά θα μπορούσαμε να πούμε πράγματι, αλλά δεν μας το επιτρέπει ο χρόνος. Ας δούμε λοιπόν συνοπτικά τα περιεχόμενα του βιβλίου. Διατρέχοντας την ιστορική διαδρομή του κινήματος των οικοδόμων, από τις ρίζες του έως τη δεκαετία του 1970 και το 10ο Συνέδριο της Ομοσπονδίας, το βιβλίο είναι χωρισμένο σε 7 κεφάλαια-ενότητες.

Το 1ο κεφάλαιο καταπιάνεται συνοπτικά με τη λεγόμενη «προϊστορία» του κινήματος: με  την εξέλιξη της συνδικαλιστικής οργάνωσης από τις συντεχνίες του μεσαίωνα έως τις αλληλοβοηθητικού χαρακτήρα μικτές οργανώσεις εργατών-εργοδοτών (στα τέλη του 19ου αιώνα) και τα πρώτα ταξικά σωματεία (στις αρχές του 20ου). Η διαδικασία συγκρότησης ενός σύγχρονου οικοδομικού προλεταριάτου, πραγματοποιήθηκε μέσα από τα μεγάλα δημόσια έργα και έργα υποδομής, δρόμους, λιμάνια, κοκ. Ο κλάδος αναπτύχθηκε παράλληλα με την ανάπτυξη του ελληνικού αστικού κράτους και βεβαίως του καπιταλισμού. Με βάση αυτή τη διαπίστωση έχει σημασία να παρακολουθήσουμε τις μορφές οργάνωσης τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων στη συνέχεια, αλλά ταυτόχρονα και τα μέσα που αξιοποίησε το αστικό κράτος για να χτυπήσει το ανερχόμενο πλέον κίνημα στον κλάδο.

Αυτό που αμέσως διαπιστώνει κανείς είναι ότι το αστικό κράτος, η εργοδοσία, άρχισε να ανησυχεί, να παίρνει κατασταλτικά μέτρα και να οξύνει την επίθεση όταν το κίνημα άρχισε να αποκτά ταξικά χαρακτηριστικά, να προβάλει αιτήματα που απηχούσαν τις ανάγκες του κλάδου και συγχρόνως να πολιτικοποιεί την πάλη του.

Το 2ο κεφάλαιο περιλαμβάνει την περίοδο του Μεσοπολέμου (1918-1936). Εδώ ξεχωρίζει βεβαίως η ίδρυση της Ομοσπονδίας, απόρροια της ωριμότητας του κινήματος και της αναζήτησης, από μεγάλο μέρος των εργαζομένων, καλύτερης οργανωτικής συγκρότησής του. Η ίδρυση της Ομοσπονδίας συνένωσε τη δύναμη των σωματείων, έλυσε το ζήτημα της ενιοποίησης των αιτημάτων και των αγώνων του κλάδου. Προσανατόλισε την πάλη σε ταξική γραμμή, όξυνε την αντιπαράθεση με τον κυβερνητικό εργοδοτικό συνδικαλισμό, το ρεφορμισμό. Βοήθησε να αναδειχθεί ακόμα καλύτερα η σύγκρουση των δύο γραμμών στο εργατικό κίνημα, συμβάλλοντας γενικότερα στην ανάπτυξη του ταξικού κινήματος.

Επίσης, πραγματεύτηκε μείζονα οργανωτικά ζητήματα, όπως ήταν η αναδιοργάνωση και συνένωση των πολυκερματισμένων ανά ειδικότητα οικοδομικών σωματείων σε Βιομηχανικές Ενώσεις Οικοδόμων (Β.Ε.Ο.) κατά τόπο. Πράγματι, οι αποφάσεις που έλαβε το 2ο Συνέδριο πάνω στο οργανωτικό ζήτημα και η παραπέρα επεξεργασία τους στο 3ο αποτελέσαν ορόσημο στην ιστορία του οικοδομικού κινήματος. Και παρά την αναθεώρησή τους το 1931 και την επιστροφή στην παλιά μορφή οργάνωσης, το εγχείρημα των Β.Ε.Ο. υπήρξε πρωτοποριακό. Θα έπρεπε να περάσουν πολλές δεκαετίες ακόμα, ωσότου γίνει πραγματικότητα η συνένωση των διαφόρων κλαδικών σωματείων στα συνδικάτα Οικοδόμων και Συναφών Επαγγελμάτων.

Τέλος, στο εν λόγω κεφάλαιο, καταγράφεται η σημαντική συμβολή της Ομοσπονδίας και των Β.Ε.Ο. στην υπεράσπιση των οικοδόμων στους τόπους δουλειάς, γύρω από τα μέτρα προστασίας της ζωής τους, την εφαρμογή του 8ωρου, την ανάδειξη και προώθηση του προβλήματος της κοινωνικής ασφάλισης, κ.α. Αξιοσημείωτη και πολύτιμη είναι –ακόμα και σήμερα- η πείρα από την οργάνωση της πάλης των ανέργων τη δεκαετία του 1930. Στα χρόνια που ακολούθησαν συναντάμε έντονα τα αποτελέσματα της σποράς που άφησαν οι συνδικαλιστικοί-πολιτικοί αγώνες και εμπειρία του Μεσοπολέμου.

Το 3ο κεφάλαιο καταπιάνεται με την περίοδο από τη μεταξική δικτατορία έως την ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση και τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού, δηλαδή με τα χρόνια 1936-1949. Στην ενότητα αυτή αναδεικνύεται η συμβολή των οικοδόμων στην αντιδικτατορική πάλη, στην αντίσταση κατά του φασίστα κατακτητή και των ντόπιων συνεργατών του μέσα από το Εργατικό ΕΑΜ, το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, καθώς και κατόπιν στην πάλη του ΔΣΕ. Ειδικό ενδιαφέρον έχουν οι διεργασίες στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα μετά την απελευθέρωση, οι νίκες του Εργατικού Αντιφασιστικού Συνασπισμού (του ΕΡΓΑΣ) και οι μεθοδεύσεις της ντόπιας αντίδρασης –αλλά και ξένων συνδικαλιστικών και διπλωματικών παραγόντων- για τη βίαιη και από τα πάνω αλλαγή των συσχετισμών στα συνδικάτα. Η άλωση του συνδικαλιστικού κινήματος ολοκληρώθηκε με το ξήλωμα όλων σχεδόν των δημοκρατικά εκλεγμένων συνεπών συνδικαλιστών (γεγονός που συνήθως ακολουθούσε η φυλάκιση ή εκτόπισή τους) και η αντικατάστασή τους από «εγκεκριμένους» εργατοπατέρες, πολλοί εκ των οποίων είχαν ήδη δώσει τα ανάλογα διαπιστευτήρια ως μεταξικοί ή κατοχικοί συνδικαλιστές. Πρόκειται για ονόματα τα οποία συνεχίζουμε κατόπιν να συναντάμε και επί «δημοκρατίας» (δεκαετίες 1950 και 1960) και επί Χούντας, αλλά και στη συνέχεια (πάλι επί «δημοκρατίας»), αποκαλύπτοντας με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τη «διαχρονικότητα» του εργοδοτικού, κρατικά-ενσωματωμένου συνδικαλισμού.

Το 4ο κεφάλαιο εξετάζει τη δεκαετία του 1950 και τη τιτάνια προσπάθεια που κατέβαλαν οι ταξικές δυνάμεις στο οικοδομικό κίνημα για την ανασύνταξή του, μέσα στις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί στον απόηχο της ένοπλης ήττας του λαϊκού κινήματος. Εκτός από τον χωροφύλακα, οι οικοδόμοι είχαν να αντιμετωπίσουν και την απαξίωση των συνδικάτων στη συνείδηση των εργατών. Απαξίωση, που είχε επιφέρει ο εργοδοτικός συνδικαλισμός. «Ο χαρτοπόλεμος της Ομοσπονδίας, του ΕΚΑ και των σωματείων», αναφέρει στη μαρτυρία του ένας παλαίμαχος συνδικαλιστής οικοδόμος, «κάλυπταν όλο το χώρο των κινητοποιήσεων της εργατικής τάξης. Πήγαιναν τα ‘στελέχη’ των εργαζομένων, με μια τσάντα παραγεμισμένη με χαρτιά και εφημερίδες στον εκάστοτε υπουργό Εργασίας, πίνανε το καφεδάκι τους, χαριτολογώντας, άλλαζαν φιλοφρονήσεις και τελείωνε η δουλειά. Κάπου-κάπου, ανακοινώνονταν στους εργάτες οι υποσχέσεις των αρμοδίων κι όλα δούλευαν ρολόι. Γι’ αυτό και τα σωματεία, ήταν πάντα αδειανά από εργάτες. Δεν υπήρχε εμπιστοσύνη στη συνδικαλιστική ηγεσία των Μακρήδων και των Θεοδωρικών, γιατί δεν είχαν λύσει κανένα πρόβλημα των εργατών…Πως λοιπόν τώρα αυτοί οι άνθρωποι, θα δέχονταν τις δικές μας προτάσεις, για κινητοποιήσεις, για συγκεντρώσεις και απεργίες; Έμοιαζαν σα το διάβολο με το λιβάνι. Το συνδικαλιστικό τμήμα της ασφάλειας αλώνιζε παντού. Από την αυγή, ως αργά τη νύχτα όπου να πήγαινες μπροστά σου τους έβλεπες…Αυτή και χειρότερη ακόμα ήταν η κατάσταση που βρήκαν οι δικοί μας συνδικαλιστές, από την αρχή που πάτησαν το πόδι τους στο φρούριο των Μακρή-Θεοδωρικών.»[viii]

Το κλίμα αυτό θα άλλαζε σταδιακά μέσα από συστηματική, επίμονη και επίπονη δουλειά, με δουλειά «μυρμηγκιού», έτσι ώστε, σιγά-σιγά οι ταξικές δυνάμεις στο οικοδομικό κίνημα να σπάσουν τον πάγο, να αφυπνίσουν τους εργάτες και να τεθούν επικεφαλής στους αγώνες τους. Στην εξέλιξη αυτή συνέδραμε βεβαίως και το γεγονός ότι η οικοδομή τη δεκαετία του 1950 αποτέλεσε το καταφύγιο, το αποκούμπι κάθε κατατρεγμένου κομμουνιστή, αγωνιστή της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, απολυμένου από την εξορία και τη φυλακή, καταδιωκόμενου από την επαρχία, κοκ. Οι άνθρωποι αυτοί, μαθημένοι στους διωγμούς και τις κακουχίες, σφυρηλατημένοι στους πιο σκληρούς αγώνες, αψήφησαν το φόβο, μπήκαν μπροστά και βοήθησαν καταλυτικά στο να σπάσει ο πάγος της τρομοκρατίας, στρώνοντας το δρόμο για τη μεγαλειώδη ανάπτυξη του κινήματος τη δεκαετία του 1960.

Η περίοδος αυτή (μέχρι τη Χούντα) εξετάζεται με λεπτομέρεια στο κεφάλαιο 6. Τα χρόνια αυτά συντελείται μια πλήρης ανατροπή στο συσχετισμό δύναμης στο οικοδομικό κίνημα, με επίκεντρο τη Συντονιστική των διαγραμμένων από την Ομοσπονδία σωματείων. Η πορεία της Συντονιστικής είναι πράγματι εντυπωσιακή. Στις αρχές του 1960 αριθμούσε μόλις 15 σωματεία, συγκεντρωμένα στην πλειοψηφία τους στην Αθήνα και τον Πειραιά. Τον Απρίλη του 1964 μετατράπηκε σε πανελλαδικό όργανο, συσπειρώνοντας έως τα τέλη του έτους 128 οικοδομικές και ξυλουργικές οργανώσεις. Το Μάη του 1966 οι οργανώσεις αυτές είχαν γίνει 155.[ix] Ταυτόχρονα, οι οικοδόμοι αναδείχθηκαν στο «βαρύ πυροβολικό» της εργατικής τάξης συνολικότερα, πρωτοστατώντας και πρωτοπορώντας σε κάθε εκδήλωση, διαμαρτυρία ή κινητοποίηση της εργατικής τάξης της χώρας μας. Το 1966 η Ελλάδα ήταν πρώτη σε απεργίες στον κόσμο: ο 1 στους 4 σχεδόν απεργούς ήταν οικοδόμος. Η μαζικότητα, ο δυναμισμός και ο ταξικός προσανατολισμός του κινήματος επέφερε τότε σημαντικότατες κατακτήσεις για τον κλάδο, όπως το 7ωρο, η υπαγωγή στα βαριά και ανθυγιεινά και πολλά άλλα. Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει την περίοδο αυτή, το ζήτημα της ενότητας, το πώς αξιοποιήθηκε από τις δυνάμεις της ενσωμάτωσης και τι θέματα δημιούργησε για το ίδιο το ταξικό οικοδομικό κίνημα.

Ακολουθεί το 7ο κεφάλαιο που πραγματεύεται τα χρόνια της Χούντας, το ρόλο της Ομοσπονδίας και την αντιδικτατορική πάλη των οικοδόμων (με την ιδιαίτερη, βαρύνουσα συμβολή τους στην εξέγερση του Πολυτεχνείου).

Τέλος, το βιβλίο κλείνει με την περίοδο της μεταπολίτευσης έως και το 10ο Συνέδριο της Ομοσπονδίας (το 1977) όπου ολοκληρώθηκε η νίκη των ταξικών δυνάμεων επί του εργοδοτικού-κυβερνητικού συνδικαλισμού. Οι προκλήσεις της αποχουντοποίησης και του εκδημοκρατισμού των συνδικάτων, της κρατικής καταστολής (που εκφράστηκε τόσο με διάφορα νομοθετήματα και ανοιχτές επεμβάσεις στο συνδικαλιστικό κίνημα, όσο και με ωμή βία), δεν ήταν λίγες. Ωστόσο, οι οικοδόμοι κατάφεραν να γίνουν κύριοι στο σπίτι τους, ανατρέποντας τους εργατοπατέρες που είχαν κατακαθίσει στην Ομοσπονδία για δεκαετίες και γυρίζοντας πια σελίδα στην ιστορία του κινήματος.

Φίλες και φίλοι,

Βεβαίως το αποτέλεσμα θα το κρίνει ο αναγνώστης. Ωστόσο, είμαστε πεπεισμένοι πως η πείρα του κινήματος των οικοδόμων αποτελεί ένα χρήσιμο, αν όχι απαραίτητο, εργαλείο για κάθε εργάτη -οικοδόμο και μη- για κάθε έναν που θέλει να διερευνήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες διεξήχθηκε η ταξική πάλη, η διαπάλη με τον κυβερνητικό-εργοδοτικό συνδικαλισμό, αλλά και τις δυνάμεις του συμβιβασμού, της ταξικής συνεργασίας στο εργατικό κίνημα. Ταυτόχρονα αποτελεί ένα φόρο τιμής στους χιλιάδες αγωνιστές του κλάδου, που με την ακούραστη και ανιδιοτελή δράση τους πάλεψαν σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες για να ξημερώσει ένα καλύτερο αύριο, όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά και την εργατική τάξη της χώρας μας συνολικότερα. Σε μια περίοδο, όπου οι κατακτήσεις δεκαετιών δέχονται λυσσαλέα επίθεση, ποδοπατούνται και ξηλώνονται μία-μία, η μελέτη της πείρας του κινήματος, δεν αποτελεί πολυτέλεια αλλά αναγκαιότητα. Γιατί, αν υπάρχει ένα διαχρονικό συμπέρασμα που προκύπτει από αυτή είναι πράγματι πως «τίποτα δε χαρίζεται, όλα κατακτιούνται.»

Αναστάσης Γκίκας, 18/1/2013


[i] Βλ. Εγκύκλιος Ομοσπονδίας Εργατοτεχνιτών Οικοδόμων Ελλάδος, 24/5/1957 (ΑΟΟ), Στατιστική Επετηρίς της Ελλάδος, 1958 και Οικονομικός Ταχυδρόμος, 21/5/1959

[ii] Δελτίον, 15/6/1963

[iii] Κουτί 404.5, Αρχείο ΕΔΑ (ΑΣΚΙ)

[iv] Αυγή, 24/3/1963

[v] Αυγή, 25/5/1963, 28/5/1963, Δελτίον, 15/6/1963, Μπουλντής Κ, 2005, σελ.122

[vi] Προκήρυξις της ΠΟΕΟΞ προς όλους τους οικοδόμους της χώρας, Ιούλιος 1965, κουτί 404.1, Αρχείο ΕΔΑ (ΑΣΚΙ) και Προκήρυξις της ΠΟΕΟ προς τους οικοδόμους της χώρας, Ιούνιος 1964 (ΑΟΟ), Εργατικό Βήμα, 28/4/1963, Εγκύκλιος ΓΣΕΕ, αρ. 16, 28/2/1962, κουτί 358, Αρχείο ΕΔΑ (ΑΣΚΙ)

[vii] Πρακτικόν Συνεδριάσεως Γραμματείας ΠΟΕΟΞ, 22/5/1965 (ΑΟΟ)

[viii] Μαρτυρία του Δημήτρη Πατρέλη όπως παρατίθεται στο Στάβερης Η, 2003, σελ.33-34

[ix] Έγγραφο 98063: Ενημερωτικό Σημείωμα για τα συνέδρια των Οικοδόμων και Αυτοκινητιστών πριν το 14ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ, 23/10/1965 (Αρχείο ΚΚΕ), Εγκύκλιος της Ευρείας Συνεργασίας Οικοδομικών Οργανώσεων και Κατεργασίας Ξύλου Ελλάδας, αρ.10, 26/5/1966, κουτί 404.2, Αρχείο ΕΔΑ (ΑΣΚΙ), Ελεύθερα Συνδικάτα, 1/12/1964, Αυγή, 8/3/1966