Συντάγματα και η αναθεώρησή τους…για ποιον και γιατί;

Σύντομη ιστορική αναδρομή

Του Γιάννη Μακρίδη

Η συνταγματική αναθεώρηση είναι μια προσπάθεια της κυρίαρχης τάξης να κατοχυρώσει να διευρύνει και ασκήσει απρόσκοπτα την εξουσία της και αποτελεί βασικό κομμάτι στην αναμόρφωση του νομικού θεσμικού πλαισίου. Ήδη από το 1852 ο Μαρξ στο έργο του η «18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» είχε αναφέρει πως ένα σύνταγμα διαμορφώνεται κάθε φορά, σε κάθε εποχή και σε κάθε χώρα δεν είναι τίποτε παραπάνω από την αποκρυστάλλωση του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων ενός κράτους σε ένα κωδικοποιημένο πολιτικό κείμενο. Εκφράζει τους ευρύτερους σχεδιασμούς για καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις με στόχο την «οικονομική ανάπτυξη» η τον «εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος»δηλ την ένταση τη εκμετάλλευσης και θωράκιση της εξουσίας της αστικής τάξης. Όλες οι συνταγματικές παρεμβάσεις έχουν επιχειρηθεί με δικιά της πρωτοβουλία και με αντιδημοκρατικό τρόπο για να είναι σίγουρη ως προς το αποτέλεσμα.
H έκταση του αντιδημοκρατισμού αυτής της διαδικασίας γίνεται ακόμα πιο ορατή αν λογαριάσει, κανείς, πως το νόθο εκλογικό σύστημα των βουλευτικών εκλογών αναδείχνει ως κυβέρνηση πλειοψηφίας κόμμα που συγκεντρώνει τη μειοψηφία των ψήφων του εκλογικού συστήματος. Έτσι, ένα κόμμα που είναι μειοψηφία στο εκλογικό σώμα μπορεί ακόμα και να αναθεωρεί το περιεχόμενο άρθρων του Συντάγματος!

1.ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ


Ο αγώνας του 1821 έφερε όπως ήταν φυσικό τα πρώτα τοπικά πολιτεύματα (Οργανισμός της Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος και Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας). Τα κείμενα αυτά ψηφίστηκαν από τοπικές Συνελεύσεις και είχαν ως σκοπό την προσωρινή διοικητική και στρατιωτική οργάνωση του Έθνους μέχρι τη μελλοντική σύσταση της «Βουλής του Έθνους».
Το πρώτο Σύνταγμα της αγωνιζόμενης Ελλάδας προήλθε από την Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου η οποία ψήφισε, την 1η Ιανουαρίου 1822, το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδο

Το Σύνταγμα αυτό έγινε στη σκιά της Ιερής συμμαχίας οι συντάκτες του δεν ήθελαν να προκαλέσουν αντιδράσεις συντηρητικών τους “φίλων” στην Ευρώπη. Περιελάμβανε κάποιες διατάξεις για την προστασία των ατομικών ελευθεριών, ενώ στο επίπεδο των οργανωτικών βάσεων του πολιτεύματος προέβλεπε την αντιπροσωπευτική αρχή καθώς και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών αλλά ταυτόχρονα έκφρασε και τη δυσπιστία ανάμεσα στους στρατιωτικούς και πολιτικούς της εποχής με ότι συμφέροντα αυτοί αντιπροσώπευαν
.Είναι φανερό ότι το κείμενο επηρεάζεται από τα γαλλικά συντάγματα του 1793 ,1795. Έτσι, η «Διοίκησις» αποτελείτο από το «Βουλευτικόν» και το «Εκτελεστικόν», αμφότερα συλλογικά όργανα με ενιαύσια θητεία, τα οποία «ισοσταθμίζονταν» στη νομοπαραγωγική διαδικασία. Ακόμη, υπήρχε και το «Δικαστικόν», όργανο ανεξάρτητο των άλλων δύο πλην όμως εκλεγόμενο από αυτά, ενώ τη Δικαιοσύνη απένειμαν τα «Κριτήρια», δηλαδή τα δικαστήρια.

Το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου αναθεωρήθηκε ένα χρόνο αργότερα, στις 13 Απριλίου 1823, από τη Β΄ Εθνική Συνέλευση . Το νέο Σύνταγμα, ο «Νόμος της Επιδαύρου» όπως ονομάστηκε για να τονίσει τη συνέχεια προς εκείνο του 1822, ήταν νομοτεχνικά αρτιότερο και καθιέρωνε μιαν ελαφρά υπεροχή της νομοθετικής εξουσίας έναντι της εκτελεστικής, αφού πλέον το δικαίωμα αρνησικυρίας της τελευταίας (το veto) από απόλυτο μετατράπηκε σε αναβλητικό, ενώ βελτίωνε και την προστασία των αστικοδημοκρατικών ελευθεριών (ορίστηκε ότι προστατεύεται η ιδιοκτησία, η τιμή και η ασφάλεια όχι μόνο του Έλληνα αλλά κάθε ανθρώπου που βρίσκεται στην επικράτεια, εισήχθη η ελευθερία του τύπου, καταργήθηκε η δουλεία). Ακόμη, κατάργησε και τα τοπικά πολιτεύματα.
Ο πολυαρχικός χαρακτήρας και των δύο Συνταγμάτων ευνόησε αρχικά τις συγκρούσεις μεταξύ Βουλευτικού και Εκτελεστικού που σύντομα εξελίχθηκαν σε ρήξη και εμφύλιο πόλεμο. Αυτό στάθηκε και η αφορμή για τη συστηματική πλέον παρέμβαση των ξένων «προστάτιδων» δυνάμεων στην ελληνική πολιτική ζωή.
Η Γ’ Εθνική Συνέλευση συνήλθε σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου αρχικά το 1825 και συνεχίστηκε το 1827 αφού εξέλεξε ομόφωνα τον Ιωάννη Καποδίστρια ως «Κυβερνήτη της Ελλάδας» για επταετή θητεία, ψήφισε και το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος». Η Συνέλευση ήθελε να δώσει στη χώρα ένα οριστικό πολίτευμα, εμπνευσμένο από δημοκρατικές και αστικές φιλελεύθερες ιδέες .Διατύπωνε για πρώτη φορά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας κατοχύρωνε την προστασία της ιδιοκτησίας εμπεριέχει την αρτιότερη- πληρέστερη διατύπωση των διατάξεων για την προστασία των ατομικών ελευθεριών κλπ Το Σύνταγμα αυτό αποτελείτο από 150 άρθρα και θεωρείται από τα πιο αστικοδημοκρατικά της εποχής. Το Σύνταγμα της Τροιζήνας προσπάθησε να συνδυάσει την ανάγκη ισχυρής κεντρικής εξουσίας με την ύπαρξη αστικών δημοκρατικών δομών, η ισχύς του όμως ανεστάλη λίγο μετά την άφιξη στην Ελλάδα του Ιωάννη Καποδίστρια, τον Ιανουάριο του 1828. Βέβαια το σύνταγμα δεν επηρέασε την άκρως συγκεντρωτική άσκηση της εξουσία από τον Καποδίστρια και σε καμιά περίπτωση δεν λειτούργησε αποτρεπτικά στην επιρροή και δράση των μεγάλων Δυνάμεων και των δεινών που αυτές επέφεραν στη χώρα μας.

2. Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΟΝΑΡΧΙΑΣ

Εν μέσω πολιτικής αταξίας και κατάλυσης της στοιχειώδους ανεξαρτησίας επιλέγεται από τις Μεγάλες Δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία ο Όθων ως βασιλιάς το 1833. Είχε ανακηρυχθεί «ελέω Θεού βασιλεύς της Ελλάδος», και το Ελληνικό κράτος αντιδραστικό μοναρχικό και “ανεξάρτητο” «Βασίλειον της Ελλάδος» πέρα και ενάντια στο υπάρχον σύνταγμα . Στο διάγγελμα του Όθωνα για την ανάληψη των καθηκόντων του δεν υπήρχε καμία νύξη περί Συντάγματος. Λόγω του νεαρού της ηλικίας του νέου Βασιλιά, και μέχρι την ενηλικίωσή του, οι εξουσίες του ασκήθηκαν από την Αντιβασιλεία.
Τα βασικά όμως χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής ήταν η έλλειψη Συντάγματος, η αυθαίρετη διακυβέρνηση, η κακή οικονομική κατάσταση και η αυταρχική νομοθεσία.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1843 στασίασε η στρατιωτική φρουρά των Αθηνών με την υποστήριξη του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού λαού και με αίτημα την παραχώρηση συντάγματος. Αιτία της εξέγερσης αυτής ήταν η αυταρχική διακυβέρνηση του βασιλιά Όθωνα και η παραβίαση των αποφάσεων των προηγούμενων Εθνικών Συνελεύσεων (1821-1827). Η τελική συναίνεση του Όθωνα στις απαιτήσεις των επαναστατών σήμανε τη λήξη της απόλυτης μοναρχίας και σηματοδότησε τη νέα εποχή της Συνταγματικής Μοναρχίας.
Στις 8 Νοεμβρίου ξεκινά τις εργασίες της «Η της Γ Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις» στο κτίριο της Βουλής με κύρια αποστολή την κατάρτιση νέου συντάγματος.
Το Σύνταγμα που προέκυψε τον Μάρτιο του 1844, από τις εργασίες «της Γ’ Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως», υπήρξε ένα Σύνταγμα – συνάλλαγμα, δηλαδή ένα συμβόλαιο μεταξύ του μονάρχη και του ‘Έθνους. Το Σύνταγμα αυτό εγκαθίδρυσε τη Συνταγματική Μοναρχία και συντάχθηκε ως επί το πλείστον με βάση το Γαλλικό Σύνταγμα του 1830 και το Βελγικό του 1831.
Οι κυριότερες διατάξεις του είναι οι εξής: καθιερώνει τη μοναρχική αρχή, αφού ο μονάρχης είναι το κυρίαρχο όργανο του Κράτους. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από τον βασιλέα, ο οποίος έχει και το δικαίωμα της κυρώσεως των νόμων, από τη Βουλή και από τη Γερουσία. Τα μέλη της Βουλής δεν μπορούν να είναι λιγότερα από 80 και εκλέγονται για τριετή θητεία με καθολική ψηφοφορία. Οι γερουσιαστές διορίζονται ισόβια από το βασιλιά και ο αριθμός τους ορίστηκε στους 27, αριθμός ο οποίος όμως μπορούσε να αυξηθεί σύμφωνα με τις ανάγκες και κατά τη βούληση του μονάρχη μέχρι του ½ του όλου αριθμού των βουλευτών.
Καθιερώνεται η ευθύνη των υπουργών για τις πράξεις του βασιλιά, ο οποίος διορίζει και παύει αυτούς. Η δικαιοσύνη πηγάζει από τον βασιλιά και απονέμεται εν ονόματί του από τους δικαστές που ο ίδιος διορίζει.
Τέλος, η Συνέλευση αυτή ψήφισε και τον εκλογικό νόμο της 18ης Μαρτίου 1844, ο οποίος είναι ο πρώτος ευρωπαϊκός εκλογικός νόμος που καθιερώνει, ουσιαστικά, την καθολική ψηφοφορία (μόνον των αρρένων, βεβαίως).
Οι “προστάτιδες” Δυνάμεις και ο Όθων, παρ’ ότι δέχτηκαν την ίδρυση συνταγματικού πολιτεύματος, δεν είχαν τη διάθεση της πιστής εφαρμογής του και, παραβιάζοντας το πνεύμα – αλλά και το γράμμα – του Συντάγματος, προσπάθησαν να συγκεντρώσουν όση περισσότερη δύναμη γίνεται στο μονάρχη .Το πολιτικό σύστημα δικαίως χαρακτηρίζεται ως νόθο και αντιδραστικό .Η πρωθυπουργία Κωλέττη έχει χαρακτηριστεί ως «δικτατορία με κοινοβουλευτικό μανδύα». Από το 1861 αυξανόταν καθημερινά το αντιδυναστικό ρεύμα, το οποίο τροφοδοτούσαν οι αυθαιρεσίες και οι συνεχείς επεμβάσεις του βασιλιά στην κοινοβουλευτική ζωή του τόπου.
Το «Ψήφισμα του Έθνους», το οποίο εξεδόθη στις 11 Οκτωβρίου 1862, κατήργησε τη βασιλεία του Όθωνα και προχώρησε στη σύσταση προσωρινής κυβέρνησης έως τη σύγκληση Εθνικής Συνέλευσης. Το ψήφισμα, βέβαια, δεν καταργούσε το θεσμό της βασιλείας, αλλά τη συγκεκριμένη βασιλεία του Όθωνα και τη δυναστεία. Με το ψήφισμα αυτό έγινε σαφές ότι το «έθνος» αποτελούσε φορέα της αλλαγής και σηματοδοτήθηκε με αυτόν τον τρόπο το πέρασμα από τη μοναρχική στην αστικοδημοκρατική αρχή, αυτή της λαϊκής κυριαρχίας.
Το αυξανόμενο ρεύμα δυσαρέσκειας είχε ως αποτέλεσμα πολίτες και στρατός να εξεγερθούν τη νύχτα της 10ης Οκτωβρίου 1862 και να αποφασίσουν την έξωση του Όθωνα.

1. ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1864

Η Β’ Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα (1863-1864) και ασχολήθηκε τόσο με την εκλογή νέου ηγεμόνα όσο και με τη σύνταξη νέου Συντάγματος, πραγματοποιώντας τη μετάβαση από τη συνταγματική μοναρχία στο πολίτευμα της βασιλευόμενης δημοκρατίας.
Μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις (ανταγωνισμούς) των Μεγάλων δυνάμεων το στέμμα προσφέρεται το στον πρίγκιπα της Δανίας Γεώργιο Γκλύξμπουργκ, ο οποίος ορκίστηκε συνταγματικός βασιλιάς της Ελλάδας με το όνομα «Γεώργιος Α’ Βασιλεύς των Ελλήνων».
Το Σύνταγμα του 1864 συντάχθηκε σύμφωνα με τα πρότυπα του Συντάγματος του Βελγίου του 1831, και της Δανίας του 1849, και των αντιλήψεων των λαών της Ευρώπης. Τονίζει τα αστικοδημοκρατικά χαρακτηριστικά καθιερώνει σαφώς την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αφού μόνον αρμόδιο όργανο για την αναθεωρητική λειτουργία ήταν πλέον η Βουλή
. Ακόμη, το άρθρο 31 επαναλάμβανε ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Έθνος και ενεργούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα, ενώ το άρθρο 44 καθιέρωνε το τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ του λαού, προβλέποντας ότι ο Βασιλιάς έχει μόνον τις εξουσίες που του απονέμουν ρητώς το Σύνταγμα και οι σχετικοί με αυτό νόμοι.
Η Συνέλευση πρόκρινε το σύστημα της μιας Βουλής (μονήρους Βουλής) τετραετούς θητείας, και έτσι η Γερουσία καταργήθηκε αφού πολλοί την κατέκριναν ως όργανο της μοναρχίας. Για την εκλογή των βουλευτών καθιερώθηκε η αρχή της άμεσης, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας, η οποία διεξάγεται και ενεργείται ταυτόχρονα σε όλη την επικράτεια.
Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 71, καθιερώθηκε το ασυμβίβαστο του βουλευτού με τα καθήκοντα του έμμισθου δημοσίου υπαλλήλου και του δημάρχου αλλά όχι και με εκείνα του εν ενεργεία αξιωματικού.
Το Σύνταγμα προέβλεπε τη δυνατότητα σύστασης από τη Βουλή «εξεταστικών των πραγμάτων επιτροπών». Επίσης ο βασιλιάς διατηρούσε το δικαίωμα να συγκαλεί τακτικά και έκτατα τη Βουλή όπως και να τη διαλύει κατά την κρίση του, αλλά το περί διαλύσεως Διάταγμα έπρεπε να είναι προσυπογραμμένο από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Το Σύνταγμα επαναλάμβανε αυτολεξεί τη διάταξη του άρθρου 24 του Συντάγματος τους 1844, κατά την οποία «Ο Βασιλεύς διορίζει και παύει τους Υπουργούς αυτού, πουθενά δεν ορίζει ότι ο βασιλεύς υπεχρεούτο να διορίζει την Κυβέρνηση λαμβάνοντας υπόψη του τη θέληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Τελικά επεβλήθη με τη μορφή της αρχής της «δεδηλωμένης» εμπιστοσύνης της Βουλής, που διατυπώθηκε το 1875 από τον Χαρίλαο Τρικούπη και την οποία δεσμεύθηκε με τον Λόγο του θρόνου, του ιδίου έτους, να τηρεί ο Γεώργιος ο Α’:
Η καθιέρωση της αρχής της «δεδηλωμένης»(Χ. Τρικούπης 8/1875), συνέτεινε στην εξάλειψη μιας συνταγματικής πρακτικής η οποία, σε πολλά σημεία, είχε επαναλάβει τις αρνητικές εμπειρίες της οθωνικής περιόδου. Πράγματι, κατά το διάστημα 1864-1875 δεν έλειψαν ούτε οι νόθες εκλογές ούτε, προ πάντων, η ενεργός ανάμιξη του Θρόνου στα πολιτικά πράγματα μέσω του διορισμού κυβερνήσεων κοινοβουλευτικής μειοψηφίας ή του εξαναγκασμού σε παραίτηση κυβερνήσεων πλειοψηφίας, όταν η πολιτική τους δεν συνέπιπτε με εκείνη του στέμματος.
Το βασικό στοιχείο αυτού του συντάγματος ήταν η καθιέρωση της λαϊκής κυριαρχίας όμως η αρχή αυτή κατάντησε νεκρό γράμμα (έως και στις μέρες μας) στο βαθμό που παραβιάζονται βασικές διατάξεις του συντάγματος από τις εξωτερικές επεμβάσεις και τα ολιγαρχικές ενέργειες της αυλικής καμαρίλας που κατέληγαν ενίοτε και σε αντιδραστικές συνταγματικές εκτροπές ( Κ. Κορδάτος ). Το σύνταγμα του 1864 υπήρξε το μακροβιότερο σύνταγμα της ελληνικής ιστορίας και αποτέλεσε τον κορμό του επόμενων συνταγμάτων (1911 και 1952) .
Ωστόσο το σύνταγμα του 1864ασχετα αν το Στέμμα και οι κυβερνήσεις της πεντηκονταετίας το παραβίαζαν συστηματικά θεωρήθηκε για την εποχή το προοδευτικότερο της Ευρώπης στο μέσα του 19ου αιώνα.

3. Η αναθεώρηση ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ 1911

Το Σύνταγμα του 1864 παρέμεινε αναλλοίωτο μέχρι το 1911. Το τέλος του 19ου αιώνα και οι αρχές του 20ου, όμως, σηματοδοτούν σημαντικές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές και ανακατατάξεις που εκφράζονται σε ένα βαθμό με το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί 1909 , τον αγροτικό ξεσηκωμό στο Κιλελέρ στα 1910 . Η κυριαρχία της εξαρτημένης αστικής τάξης και η συνέχιση της συμμαχίας της με τους τσιφλικάδες αποπέμποντας οποιαδήποτε λύση στο αγροτικό ζήτημα, η σταδιακή εξαφάνιση ή αποδυνάμωση των παλαιών πολιτικών κομμάτων και πρακτικών και οι νέες οικονομικές συνθήκες δημιουργούν έντονες πιέσεις σε ένα πολιτικό οικοδόμημα που έχει διαμορφωθεί για να ανταποκρίνεται σε άλλα δεδομένα. Μια ριζική αστική αλλαγή στην κοινωνία και την οικονομία δεν φαίνεται να προωθείται το αντίθετο μάλιστα.
Συνέπεια του κινήματος στο Γουδί ήταν η άνοδος του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία, επικεφαλής του Κόμματος των Φιλελευθέρων, και η αναθεώρηση του Συντάγματος του 1864 από την Β΄ Αναθεωρητική Βουλή. Οι εργασίες άρχισαν το Γενάρη του 1911 με την «απόλυτη συγκατάθεση του στέμματος μετά το συμβιβασμό που είχε συντελεστεί ανάμεσα στο Βενιζέλο και το κατεστημένο»(Τ. Βουρνάς). Οι άξονες της αναθεώρησης – που αφορούσαν μη θεμελιώδεις διατάξεις – (η οποία όμως, κατά νομική ακριβολογία, δεν ήταν αναθεώρηση αλλά άσκηση συντακτικής εξουσίας) ήσαν η ενίσχυση των ατομικών ελευθεριών («το δημόσιο δίκαιο των Ελλήνων» κατά την ορολογία της εποχής), η ενίσχυση του λεγόμενου κράτους δικαίου και ο γενικότερος εκσυγχρονισμός των θεσμών.
Οι σημαντικότερες αλλαγές σε σχέση με το Σύνταγμα του 1864 στο επίπεδο της προστασίας των ατομικών ελευθεριών ήσαν η ωφελιμότερη προστασία της προσωπικής ασφάλειας, της φορολογικής ισότητας, του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι και του απαραβίαστου της κατοικίας. Επιπλέον, διευκολύνθηκε(;) η αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιοκτησιών προς αποκατάσταση ακτημόνων γεωργών, με ταυτόχρονη(!) δικαστική προστασία της ιδιοκτησίας.
‘Αλλες σημαντικές αλλαγές ήσαν η ίδρυση του Εκλογοδικείου για την επίλυση των εκλογικών διαφορών από τις βουλευτικές εκλογές, η επέκταση των ασυμβιβάστων, η επανίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας ως ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου πια (το οποίο, όμως, συγκροτήθηκε και λειτούργησε υπό το κράτος του Συντάγματος του 1927), η βελτίωση της προστασίας της δικαστικής ανεξαρτησίας και η καθιέρωση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Τέλος, προβλέφθηκε για πρώτη φορά η υποχρεωτική και δωρεάν υποχρεωτική εκπαίδευση, αλλά και η καθαρεύουσα ως «επίσημη γλώσσα του Κράτους». Η αναθεώρηση αυτή « αποτελούσε την εικόνα του συμβιβασμού μεταξύ των αστών που επιχειρούσαν να παγιώσουν την αναγέννησή τους και του κοτζαμπασισμού που στελέχωνε τον κοινωνικό χώρο και το μηχανισμό της πολιτείας» (Τ. Βουρνας).
Η αστοτσφλικάδικη τάξη επιδιώκοντας την κυριαρχία του εκποίησε εξ αρχής την ανεξαρτησία της χώρας δεν στήριξε δημοκρατικές πρωτοβουλίες για αποφασιστική εκκαθάριση και ανανέωση των κοινωνικών και πολιτικών δομών δεν δημιούργησε τις προϋποθέσεις για ολόπλευρη ανάπτυξη του καπιταλισμού ξεκινώντας με τη διανομή της γης στους αγρότες προσδένοντας με τα δάνεια εξ αρχής την οικονομική ζωή της χώρας με τις μεγάλες Δυνάμεις. Αυτές ως ξένο κεφάλαιο επηρεάζουν ως τα σήμερα την πολιτική ζωή της γι αυτό φαντάζουν αστεία ορισμένες φορές όταν περιγράφονται στα συντάγματα της χώρας η λαϊκη κυριαρχία και άλλα αστικοδημοκρατικά φλιναφλίματα . «Οι καταπιεζόμενες μάζες συναντούν στο κάθε βήμα, ακόμη και στο πιο δημοκρατικό αστικό κράτος, τη χτυπητή αντίφαση ανάμεσα στην τυπική ισότητα που διακηρύσσει η “δημοκρατία” των καπιταλιστών και στους χιλιάδες πραγματικούς περιορισμούς και πονηριές, που μετατρέπουν τους προλετάριους σε μισθωτούς δούλους»(Λένιν Απαντα τ. 37 σ.253)
Η μεγάλη διάσταση απόψεων μέσα στο κυρίαρχο μπλόκ εξουσίας η οποία αποτυπώνεται το 1915 μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου ως προς τον προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής οδήγησε τη χώρα σε κρίση με αποτέλεσμα η πολιτική ζωή να αποσταθεροποιηθεί. Οι διαφωνίες εκφράσθηκαν και σε συνταγματικό επίπεδο, αφορούσαν την έκταση των αρμοδιοτήτων του βασιλέα σε σχέση με τον διορισμό της Κυβέρνησης, την παύση των υπουργών και την διάλυση της Βουλής. Η περίοδος 1915-1920 υπήρξε εξαιρετικά ταραγμένη στο εσωτερικό της χώρας (με παράλληλη ύπαρξη δύο κυβερνήσεων, κατοχή μέρους του ελληνικού εδάφους από ξένες δυνάμεις, πολιτικές λύσεις πέρα από κάθε συνταγματική νομιμότητα) .Τον Νοέμβριο του 1920 διεξήχθησαν βουλευτικές εκλογές στις οποίες επικράτησαν οι φιλοβασιλικές δυνάμεις. Επανήλθε στον θρόνο, με δημοψήφισμα, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ενώ συνεκλήθη και η Γ΄ εν Αθήναις Εθνική Συνέλευση για την αναθεώρηση του Συντάγματος, που δεν τελεσφόρησε όμως (ενώ είχαν κατατεθεί εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και πρωτοποριακές προτάσεις) λόγω της μικρασιατικής καταστροφής.
Μετά την ήττα των ελληνικών στρατευμάτων στην Μ. Ασία και το πνίξιμο της «Μεγάλης Ιδέας» στο λιμάνι της Σμύρνης εξερράγη στις 11 Σεπτεμβρίου 1922 στρατιωτικό πραξικόπημα υπό τον Ν. Πλαστήρα, η οποία διέλυσε την Συντακτική συνέλευση.

1. ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1927

Στις 2 Ιανουαρίου 1924 συνήλθε η Δ’ Εθνική Συνέλευση, και αποφάσισε την έκπτωση της δυναστείας αλλά και την κατάργηση του πολιτεύματος της βασιλευόμενης δημοκρατίας (απόφαση που επικυρώθηκε με το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924).
Ενώ η Δ΄ Συντακτική Συνέλευση συνέχιζε τις εργασίες της για την κατάρτιση του νέου Συντάγματος, εξερράγη, στις 30 Ιουνίου 1925, το πραξικόπημα του Στρατηγού Θ. Πάγκαλου. Επίθεση κατά των λαϊκών ελευθεριών και δικαιωμάτων του λαού αλλοτριωμένη των ελληνικών συμφερόντων υπέρ των ξένων εξωτερική πολιτική Μετά την πτώση της δικτατορίας Πάγκαλου εκλέχτηκε η «Βουλή της Α΄ Περιόδου», το 1926, η οποία τελικά ψήφισε το Σύνταγμα του 1927. Το 1926 Επιτροπή τριάντα εμπειρογνωμόνων συνέρχεται και καταρτίζει το «Σύνταγμα της Τριακονταμελούς Επιτροπής».
Το Σύνταγμα αυτό αποτελεί προϊόν προσπάθειας αστικού εκσυγχρονισμού έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο για τις ρυθμίσεις του για τα κοινωνικά δικαιώματα όσο και για τους νέους πολιτικούς θεσμούς που εισάγει στο οργανωτικό του μέρος. Εκφράζει την διάθεση από τη μια της κυρίαρχης τάξης να μην απαρνηθεί ανοιχτά τις φιλελεύθερες παραδόσεις και από την άλλη την ανησυχία της μήπως οι ελευθερίες και λαϊκή κυριαρχία έστω και συνταγματικά κατοχυρωμένη βλάψει την επιρροή της. Στο κεφάλαιο του «δημοσίου δικαίου των Ελλήνων» το Σύνταγμα του 1927 δείχνει να βελτιώνει την προστασία ορισμένων ατομικών δικαιωμάτων (π.χ. ελευθερία του τύπου) και καθιερώνει, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, κάποια κοινωνικά δικαιώματα όπως προστασία της εργασίας, της οικογένειας κλπ.). Βασικό ρόλο για τις διατάξεις αυτές παίζει η ΕΣΣΔ το αναπτυσσόμενο συνδικαλιστικό κίνημα και το Κομμουνιστικό κόμμα που λειτουργούν πλέον σε αντιπαράθεση με την αστική πολιτική και αναπτύσσουν τους πολιτικούς και διεκδικητικούς τους αγώνες .Άλλο χαρακτηριστικό του είναι η πρόβλεψη του θεσμού του αιρετού ανώτατου άρχοντα, ο οποίος εκλέγεται από τη Βουλή και τη Γερουσία για πενταετή θητεία. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι πολιτικά ανεύθυνος, δεν μετέχει της νομοθετικής εξουσίας και μπορεί να διαλύσει τη Βουλή μόνον μετά από σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας.Η νομοθετική εξουσία ασκείται από τη Βουλή και τη Γερουσία.
Σημαντικό νέο στοιχείο υπήρξε, επίσης, η ρητή καθιέρωση του κοινοβουλευτικού συστήματος. Για πρώτη φορά ελληνικό Σύνταγμα περιλάμβανε διάταξη που όριζε ότι η Κυβέρνηση οφείλει «να απολαύει της εμπιστοσύνης της Βουλής». Δεν αποδυναμώνει τις εξωσυνταγματικές παρεμβάσεις της νομοθετικής εξουσίας (γεγονός που γίνεται ως τα σήμερα) αποδυναμώνοντας έτσι τα περισσότερα άρθρα του . Ορισμένοι συνταγματολόγοι το θεωρούν μετριοπαθές και ότι αυτό δεν διακρίνονταν για την πρωτοτυπία του. Αν και το Σύνταγμα αυτό θεωρείται το αρτιότερο από τα προηγούμενα , δε στάθηκε ικανό να αμβλύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις να δώσει κάποια διέξοδο στα λαϊκά προβλήματα. Κοινωνικοί αγώνες αναπτύσσονται τα προβλήματα των εργαζομένων συσσωρεύονται Στις ταραχές που έγιναν κατά την μεγάλη απεργία των επαγγελματιών το Μάρτιο του 1927, η αστυνομία επιτέθηκε, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο απεργοί. Αλλά ούτε να λειτουργήσει ανασχετικά στις πιέσεις των αγγλικών οικονομικών συμφερόντων για αποικιοκρατικού τύπου συμφωνίες όπως αυτή της «Πάουερ» και της «Ούλεν» που υπογράφονται την ίδια περίοδο. Παρά τις προσπάθειες έως και σήμερα ακόμη της κυρίαρχης τάξης να δώσει στο σύνταγμα χαρακτηριστικά δημοκρατικής βιτρίνας ως ασπίδα του λαού. Το ΚΚΕ την ίδια περίοδο αγωνίζεται «ενάντια στο άρθρο 19 του νέου συντάγματος εξ αιτίας του οποίου να σταματήσει η απαλλοτρίωση και η απαλλοτρίωση όλων των υπόλοιπων τσιφλικιών και των μοναστηριακών κτημάτων»(Ριζοσπ.9-7-1927)
Το 1935, ως αντίδραση σε ένα αποτυχημένο «βενιζελικό» πραξικόπημα, καταργήθηκε το Σύνταγμα του 1927, επανήλθε σε ισχύ εκείνο του 1911 και, εν μέσω έντονης πολιτικής κρίσης και αντιπαράθεσης , επανήλθε στον θρόνο μετά από δημοψήφισμα και ο βασιλιάς Γεώργιος. Τον Αύγουστο του 1936 ο κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς κήρυξε δικτατορία, καθεστώς που διατηρήθηκε μέχρι την κατάληψη του ελληνικού εδάφους από τις γερμανικές δυνάμεις τον Απρίλιο του 1941.

3. ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΩΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, το φθινόπωρο του 1944, εφαρμόστηκε και πάλι το Σύνταγμα του 1911, αλλοιωμένο όμως από τα ανελεύθερα μέτρα που εισήγαγαν οι συντακτικές πράξεις και τα ψηφίσματα της ταραγμένης περιόδου της Απελευθέρωσης και του εμφυλίου πολέμου .Μιας περιόδου όπου η κυρίαρχη τάξη επιδιώκει με κάθε τρόπο όχι μόνο να τσακίσει τους αγώνες του λαού αλλά και να βάλει τις βάσεις για το ανελεύθερο καθεστώς της . Το νέο Σύνταγμα, μετά από κυοφορία πέντε περίπου ετών, τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1952.

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1952

Το Σύνταγμα του 1952 λόγω των ιδιαίτερων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που επικρατούσαν κατά την εκπόνηση του, υπήρξε αντιδραστικό και ανελεύθερο και έμεινε σε μεγάλο βαθμό προσκολλημένο στα συνταγματικά κείμενα του 1864/1911 και του 1927.Αντιστοιχούσε σε ένα πολιτικό σύστημα οξυμένης πολιτικής αντίδρασης που έπρεπε να συντηρήσει όλες τις παραμέτρους του μετεμφυλιακού κράτους .Το ΚΚΕ στην παρανομία τα στρατοδικεία οι φυλακές και οι εξορίες με ένα σύνταγμα όπου υποτίθεται κατοχυρώνονται δικαιώματα και ελευθερίες.
Κατοχύρωνε βέβαια τον κοινοβουλευτισμό (δημοκρατική βιτρίνα) σε καθεστώς βασιλευόμενης Δημοκρατίας και οι αρμοδιότητες του βασιλιά παρέμειναν οι ίδιες όπως προέβλεπε το προηγούμενο Σύνταγμα του 1911. Σε δύο ερμηνευτικές δηλώσεις, μάλιστα υπό τα άρθρα 66 και 70, προβλεπόταν ότι η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος ήταν δυνατόν να καταστεί δια νόμου υποχρεωτική και ότι επιτρεπόταν η δια νόμου καθιέρωση του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι για τις γυναίκες στις βουλευτικές εκλογές.
Ορισμένοι συνταγματολόγοι επικαλούνται τα άρθρα του συντάγματος – για την εκπαίδευση – του ανελεύθερης περιόδου 1952 ως αναχρονιστικά στην προσπάθειά τους να εξεύρουν επιχειρήματα για την σημερινή συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 16

Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟ 1963

Την 21 Φεβρουαρίου 1963 κατατέθηκε πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος, η λεγόμενη «βαθειά τομή». Η Κυβέρνηση της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως (Ε.Ρ.Ε.) υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή καταθέτει, στις 21 Φεβρουαρίου 1963, έντεκα χρόνια, δηλαδή, μετά την έναρξη ισχύος του, την πρώτη χρονολογικά (άλλες δύο προτάσεις αναθεώρησης, πιο περιορισμένης έκτασης, κατατίθενται στις 17 και 21 Φεβρουαρίου 1967 από τους βουλευτές Ηλ. Τσιριμώκο και Ευ. Καλαντζή αντίστοιχα, χωρίς όμως να προλάβουν να συζητηθούν) αλλά και την πιο σημαντική πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος του 1952. Η πρόταση, την οποία υπογράφουν 26 βουλευτές–υπουργοί του κόμματος, αποκλήθηκε «βαθεία τομή», λόγω του ιδιαιτέρου εύρους των προτεινομένων αλλαγών. Στο κείμενό τους, οι προτείνοντες υπουργοί–βουλευτές επικαλούνται, μεταξύ άλλων, την ανάγκη ταχύτερης οικονομικής ανάπτυξης την οποία δεν διασφαλίζουν οι διατάξεις του Συντάγματος του 1952, τον «κομμουνιστικόν κίνδυνον» αλλά και την ιδιαίτερη κατάσταση της χώρας, όπου η έλλειψη πολιτικής αγωγής και η καταχρηστική άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων αποτελούν εμπόδια σε μια κανονική πολιτική και οικονομική ζωή, και καταλήγουν στη διατύπωση είκοσι δύο (22) σημείων–επί μέρους προτάσεων αναθεώρησης.»(Βουλή των Ελλήνων)
Ορισμένοι σήμερα δεξιοί πολιτικοί έχουν ρίξει την ιδέα του «επικοινωνιακού άλματος» για τη σημερινή αναθεώρηση. Σε τι συνίσταται αυτό; H πρόταση αναθεώρησης που θα φέρει τη σφραγίδα του κ. K. Καραμανλή του νεοτέρου, όπως λένε, θα πρέπει να συνδυαστεί επικοινωνιακά και με την πρόταση για την αναθεώρηση του Συντάγματος που είχε καταθέσει το 1963 ο θείος του Κωνσταντίνος Καραμανλής. Και αυτό γιατί θεωρούν και τις δύο προτάσεις εξαιρετικά προωθημένες – η καθεμία βεβαίως για την εποχή της.. Στους σημερινούς όμως συνεργάτες του Πρωθυπουργού διαφεύγει το ότι η αναθεώρηση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε λόγω της παραίτησης της κυβέρνησης Καραμανλή, της διάλυσης της Βουλής και ότι πρώην πρωθυπουργός την «κοπάνησε» στο Παρίσι, με πλαστό διαβατήριο.
Το Ιουλιανό πραξικόπημα 1965 υπήρξε μια από τις πιο βαθιές κρίσεις της μεταπολεμικής περιόδου. Τέθηκαν και πάλι ζητήματα λειτουργίας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος ως στοιχεία κυριαρχίας της μεγαλοαστικής τάξης . Αυτά έφεραν σε αντιπαράθεση τον τότε Πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, αρχηγού του πλειοψηφούντος στη Βουλή κόμματος της Ένωσης Κέντρου, με τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τις κυβερνήσεις που ο τελευταίος προσπαθούσε να επιβάλει.
Η στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967, που είχε διάρκεια επτά ετών, ψήφισε και αυτή δύο συνταγματικά κείμενα, το 1968 και το 1973, το τελευταίο μάλιστα προέβλεπε την αβασίλευτη μορφή του πολιτεύματος. Τα συνταγματικά αυτά κείμενα είχαν αντιδημοκρατικά και ανελεύθερα χαρακτηριστικά, βρίσκονταν μακράν του φασιστικού εγκλήματος που συντελούνταν στην ελληνική κοινωνία. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι πολλές φορές οι διακηρύξεις λειτουργούν ως προπέτασμα καπνού και συγκαλύπτουν τις πιο αντιδραστικές επιλογές.

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1975

Μετά την πολιτική αλλαγή στη χώρα τον Ιούλιο του 1974, η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με επικεφαλής τον Κων. Καραμανλή έθεσε ως πρώτο στόχο την εδραίωση του κλυδωνιζόμενου- όχι μόνο από τις εσωτερικές του αντιθέσεις αλλά και από το λαϊκό κίνημα- αστικού συστήματος. Σε αυτή την προσπάθεια εντάσσεται και η εξάλειψη των «τραυματικών εμπειριών» του εμφυλίου και επανέφερε σε
ισχύ το Σύνταγμα του 1952, εκτός από τις διατάξεις του που αφορούν τον βασιλέα. Στις 8 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους διεξήχθη δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος. Το εκλογικό σώμα, με ποσοστό 69,18% εξέφρασε την εναντίον της βασιλευόμενης δημοκρατίας βούλησή του, γεγονός που έκλεισε οριστικά το πολιτειακό ζήτημα στην Ελλάδα.
Το Σύνταγμα του 1975 εκπονήθηκε από τη Νέα Δημοκρατία με βάση τα Συντάγματα του 1952 και του 1927, καθώς και την πρόταση αναθεώρησης του 1963. Πολλές διατάξεις του είχαν επίσης ως βάση το Σύνταγμα της Δυτ. Γερμανίας του 1949 και της Γαλλίας του 1958. Παρά τις έντονες αντιθέσεις που προκάλεσε το αρχικό σχέδιο συντάγματος (το οποίο είχε συντάξει η τότε κυβέρνηση Κ. Καραμανλή) .Στο τέλος της συζήτησης η αντιπολίτευση αποχώρησε αφήνοντας μέσα στο Βουλευτήριο μόνο τη Νέα Δημοκρατία.
Το Σύνταγμα του 1975 περιέχει έναν ευρύ κατάλογο αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων. Εισάγει το πολίτευμα της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όπου όμως ο αρχηγός του κράτους διατηρεί την αρμοδιότητα να παρεμβαίνει στην πολιτική ζωή. Το λεγόμενο κράτος δικαίου φαίνεται να προστατεύεται, ενώ προβλέπεται και η συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς και – εμμέσως – στην ιμπεριαλιστική τότε ΕΟΚ. Βρίσκεται πιο πίσω από το σύνταγμα του 1952 σε ότι αφορά τον περιορισμό των διαδηλώσεων, δεν κατοχυρώνει θεσμικά το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης και παρά νομιμοποίηση ποινικοποιεί στην ουσία τη δράση των κομμουνιστικών οργανώσεων. Εξάλλου, ως προς την συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, το Σύνταγμα του 1975 περιορίστηκε σε ορισμένες γενικού χαρακτήρα ρυθμίσεις χωρίς να κατοχυρώνει σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων στη εργασία την υγεία κλπ.. Tο Σύνταγμα του 1975, η NΔ και αργότερα το ΠAΣOK το θεωρούν «επιτυχημένο» από την σκοπιά τους γιατί, τα χρόνια που υπάρχει, εξυπηρέτησε και εξυπηρετεί την κυρίαρχη τάξη που πολιτικά εκπροσωπούν. Yπήρξε και είναι, συμπεριλαμβανομένων και των αναθεωρήσεών του, ένα αστικό σύνταγμα διασφάλισης των συμφερόντων της εγχώριας πλουτοκρατικής ολιγαρχίας και του ξένου ιμπεριαλιστικού παράγοντα, σε βάρος του ελληνικού λαού και γι’ αυτό οι λαϊκές και αριστερές δυνάμεις στάθηκαν και στέκονται σε αντίθεση με αυτό.
«Πάρτε τους βασικούς νόμους των σύγχρονων κρατών, πάρτε τον τρόπο της διακυβέρνησής τους, πάρτε την ελευθερία του συνέρχεσθαι ή του Τύπου, πάρτε την “ισότητα των πολιτών μπροστά στο νόμο” -και θα δείτε σε κάθε βήμα την υποκρισία της αστικής δημοκρατίας… Δεν υπάρχει κανένα κράτος, έστω και το πιο δημοκρατικό, που να μην έχει στο Σύνταγμά του παραθυράκια και επιφυλάξεις που εξασφαλίζουν στην αστική τάξη τη δυνατότητα να κινητοποιεί στρατεύματα ( σήμερα τα ΜΑΤ ) ενάντια στους εργάτες, να κηρύσσει το στρατιωτικό νόμο κτλ. “σε περίπτωση διατάραξης της τάξης”,- στην πραγματικότητα σε περίπτωση που η εκμεταλλευόμενη τάξη “παραβιάζει” το καθεστώς της σκλαβιάς της και κάνει προσπάθειες να φέρεται όχι δουλικά». (Λένιν Άπαντα τ.37 σ.255)

ΟΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ 1986 ΚΑΙ ΤΟΥ 2001

Παρά το γεγονός ότι οι «αυξημένες» αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν ασκήθηκαν ποτέ μέχρι το 1986, υπήρχαν εν τούτοις ως υφιστάμενες δυνατότητες και επηρέασαν την εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων την περίοδο 1980-1985, δηλαδή κατά την πρώτη συνύπαρξη του Κ. Καραμανλή ως Προέδρου της Δημοκρατίας και της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν και ο στόχος της αναθεωρητικής διαδικασίας του 1985-1986.
Στις 6 Μαρτίου του 1986, σύμφωνα με το άρθρο 110 του Συντάγματος που ορίζει ότι οι διατάξεις του Συντάγματος υπόκεινται σε αναθεώρηση εκτός από εκείνες που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας καθώς και μερικές άλλες διατάξεις, έντεκα άρθρα αναθεωρήθηκαν και ψηφίστηκε η μεταφορά του κειμένου του Συντάγματος στη δημοτική γλώσσα.
Με την αναθεώρηση αυτή οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας περιορίστηκαν σε σημαντικό βαθμό. Παρά την πολιτική και συνταγματική ένταση της περιόδου εκείνης, το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975/1986, που εισήγαγε ένα αμιγώς κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης, έγινε απολύτως αποδεκτό από όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Στο τέλος της συζήτησης για την αναθεώρηση η αντιπολίτευση αποχώρισε
Την άνοιξη του 2001 ψηφίστηκε μία νέα, πολύ πιο εκτεταμένη αυτή τη φορά, αναθεώρηση του Συντάγματος, και μάλιστα μέσα σε ένα συναινετικό κλίμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά το γεγονός ότι εβδομήντα εννιά συνολικά άρθρα του Συντάγματος τροποποιήθηκαν, η αναθεώρηση έγινε στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων αποδεκτή από τα τέσσερα πέμπτα του συνόλου των βουλευτών, έτσι ο όρος «συναινετική αναθεώρηση» αποδίδει την πολιτική πραγματικότητα σε ότι αφορά κύρια τα δύο μεγάλα κόμματα.
Το αναθεωρημένο Σύνταγμα φαίνεται ότι εισάγει νέα ατομικά δικαιώματα (όπως πχ. την προστασία της γενετικής ταυτότητας ή την προστασία από την ηλεκτρονική επεξεργασία προσωπικών δεδομένων), νέους κανόνες διαφάνειας στην πολιτική ζωή (χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων, προεκλογικές δαπάνες, σχέσεις των ιδιοκτητών μέσων μαζικής επικοινωνίας με το Κράτος κ.ά.),στην ουσία περιορίζει τις ατομικές ελευθερίες και δικαιώματα επιδιώκοντας τον ακόμη πιο στενό και σύγχρονο και συστηματικό έλεγχο της πολιτικής δράσης. Αναδιοργανώνει τη λειτουργία της Βουλής και ενισχύει το αποκεντρωτικό σύστημα της χώρας. Πάντως, η αναθεώρηση αυτή δεν ασχολήθηκε με κανένα θέμα λειτουργίας του «πολιτεύματος».
Επίσης πιστοποιείται, μια αντιδραστική στροφή, από τις αλλαγές που έφερε η αναθεώρηση του 2001: την αλλαγή των άρθρων 28 και 80 του Συντάγματος με ερμηνευτικές δηλώσεις για τη στενότερη πρόσδεση της χώρας μας στην EE, την αλλαγή στο άρθρο 103 που έπληξε το καθεστώς της μονιμότητας της εργασίας στο δημόσιο και διεύρυνε το καθεστώς πρόσληψης προσωρινών συμβασιούχων ιδιωτικού δικαίου στο δημόσιο, με την απαγόρευση να μονιμοποιούνται ή να μετατρέπεται η σύμβασή τους σε αορίστου χρόνου, την αλλαγή στο άρθρο 24 του Συντάγματος που αποδυνάμωσε την κρατική υποχρέωση για την προστασία του περιβάλλοντος, την αλλαγή στο άρθρο 29 που επέβαλε την κρατική επέμβαση στα οικονομικά των κομμάτων
H συνταγματική αναθεώρηση του 2001 έστρωσε το έδαφος για την επιχειρούμενη τώρα τρίτη αναθεώρηση του 2006. Όχι μόνο με την έννοια ότι η νέα αναθεώρηση, σε μεγάλο βαθμό, προεκτείνει και βαθαίνει την αντιδραστική αναθεώρηση διατάξεων που αναθεωρήθηκαν και το 2001 (π.χ. για την άρση της μονιμότητας στο δημόσιο, την προσαρμογή του ελληνικού κράτους στα κελεύσματα της EE, κρατικός έλεγχος κομμάτων). Aλλά και με την έννοια ότι από τότε προετοιμάσθηκε το κλίμα για να περάσουν τώρα (που όπως λέει η NΔ, εννοώντας τη συναίνεση του ΠAΣOK, «οι συνθήκες έχουν ωριμάσει») καίριες αντιδραστικές αλλαγές σαν την κατοχύρωση μέσα στο Σύνταγμα διάταξης για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, την οποία ο σημερινός αρχηγός του ΠAΣOK είχε ψηφίσει στη Bουλή και στην αναθεώρηση του 2001. Ότι από τότε οικοδομήθηκε μια μεγάλη συναίνεση ΠAΣOK-NΔ για την αντιδραστική αναθεώρηση του Συντάγματος, που καταγράφηκε με μια πλειοψηφία 270 βουλευτών του ΠAΣOK και της NΔ και την οποία το ΠAΣOK «χρωστάει», σήμερα, να ανταποδώσει στη NΔ.
Σήμερα η Ελλάδα έχει ένα Σύνταγμα που διαθέτει πολιτική και ιστορική νομιμοποίηση από την κυρίαρχη τάξη και τα κόμματά της , προσαρμοσμένο στις διεθνείς εξελίξεις στο βαθμό που ικανοποιεί την καπιταλιστική εκμετάλλευση των εργαζομένων και τις ανάγκες του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου. Εξ αλλου ο Λένιν είχε υπογραμμίσει, ότι η καπιταλιστική κοινωνία κατά βάση δεν αναπτύσσεται με επιτυχία αν δεν έχει σταθεροποιημένο αντιπροσωπευτικό σύστημα, αν δεν υπάρχουν ορισμένα πολιτικά δικαιώματα για τον πληθυσμό.

Μακριδης Γιαννης

Η εξέλιξη των σχετικών διατάξεων με την εκπαίδευση στα ελληνικά συντάγματα, από το Σχέδιο Συντάγματος του Ρήγα του 1797 μέχρι το υφιστάμενο συνταγματικό πλαίσιο του 1975, όπως αναθεωρήθηκε το 1986..
Σχέδιο Συντάγματος του Ρήγα του 1797

Αρθρο 22. «Όλοι χωρίς εξαίρεσιν έχουν χρέος να ηξεύρουν γράμματα, η πατρίς έχει να καταστήσει σχολεία εις όλα τα χωρία δια τα αρσενικά και θηλυκά παιδία. Εκ των γραμμάτων γεννάται η προκοπή με την οποία λάμπουν τα ελεύθερα έθνη, να εξηγούνται οι παλαιοί ιστορικοί συγγραφείς. Εις δε τας μεγάλας πόλεις να παραδίδεται η Γαλλική και η Ιταλική γλώσσα, η δε Ελληνική να ήναι απαραίτητος.»
Σύνταγμα του Αστρους του 1823

Αρθρο πζ’. «Συστηματικώς να οργανισθή η εκπαίδευσις της νεολαίας, και να εισαχθεί καθ’ όλην την Επικράτειαν η Αλληλοδιδακτική μέθοδος από την Διοίκησιν.»
Σύνταγμα «Ηγεμονικό» του 1832

Αρθρο 28. «Όλοι οι Ελληνες έχουν το δικαίωμα ν’ αποκτώσι μέρος των υλικών και ηθικών αγαθών, οίον κτήματα και χρήματα και παιδείαν, και να απολαύωσι μετ’ ασφαλείας τους καρπούς των πόνων των, να συσταίνωσι καταστήματα παιδευτικά, βιομηχανίας και τεχνών, και να φροντίζωσι περί της ιδίας αυτών και των ιδίων τέκνων ευπορίας και εκπαιδεύσεως, συμμορφούμενοι με τους τεθησομένους περί τούτων νόμους.»
Σύνταγμα του 1844 (άρθρο 11) και του 1864 (άρθρο 16)

«Η ανωτέρα εκπαίδευσις ενεργείται δαπάνη του Κράτους, εις δε την δημοτικήν συντρέχει και το Κράτος κατά το μέτρον της ανάγκης των δήμων.
Εκαστος έχει το δικαίωμα να συσταίνη εκπαιδευτικά καταστήματα, συμμορφούμενος με τους Νόμους του Κράτους.»
Σύνταγμα του 1911

Αρθρο 16. «Η εκπαίδευσις, διατελούσα υπό την ανωτάτην εποπτείαν του Κράτους, ενεργείται δαπάνη αυτού. Η στοιχειώδης εκπαίδευσις είναι δι’ άπαντας υποχρεωτική, παρέχεται δε δωρεάν υπό του Κράτους.
Επιτρέπεται εις ιδιώτας και εις νομικά πρόσωπα η ίδρυσις ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, λειτουργούντων κατά το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους.»
Σύνταγμα του 1925

Αρθρο 21. «Η εκπαίδευσις διατελεί υπό την ανωτάτην εποπτείαν του Κράτους και ενεργείται δαπάνη αυτού ή των οργανισμών της τοπικής αυτοδιοικήσεως.

Η στοιχειώδης εκπαίδευσις είναι δι• όλους υποχρεωτική, παρέχεται δε δωρεάν υπό του Κράτους (…)
Εις την οργάνωση της εκπαιδεύσεως να λαμβάνονται υπ’ όψιν αι βιωτικαί ανάγκαι και επιδιώκεται, όπως τα πνευματικά αγαθά γίνωνται όσον το δυνατόν περισσότερον κτήμα όλων των πολιτών, δια τους οποίους πρέπει να δημιουργούνται από απόψεως εκπαιδεύσεως εξ ίσου ευνοϊκαί συνθήκαι προς ανάπτυξιν της ιδιοφυϊας των και εν γένει των πνευματικών των ικανοτήτων. Προς τούτο συνιστώνται υπό του Κράτους και των οργανισμών της τοπικής αυτοδιοικήσεως υποτροφίαι δια τους ευδοκιμούντας εις τα γράμματα και τα τέχνας απόρους νέους.
Επιτρέπεται εις ιδιώτας και νομικά πρόσωπα η ίδρυσις ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, λειτουργούντων κατά το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους.»
Σύνταγμα του 1927

Αρθρο 23. «Η εκπαίδευσις διατελεί υπό την ανωτάτην εποπτείαν του Κράτους και ενεργείται δαπάνη αυτού ή των οργανισμών της τοπικής αυτοδιοικήσεως.
Η στοιχειώδης εκπαίδευσις είναι δι’ όλους υποχρεωτική, παρέχεται δε δωρεάν υπό του Κράτους (…)
Επιτρέπεται εις ιδιώτας και νομικά πρόσωπα η ίδρυσις ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, λειτουργούντων κατά το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους.»

Ερμηνευτική δήλωσις επί του άρθρου 23:

«Η έννοια της τελευταίας παραγράφου του άρθρου 23 είναι ότι δια νόμου δύνανται να θεσπιθώσιν άδειαι προς ίδρυσιν ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων.»
Σύνταγμα του 1948

Αρθρο 9. «Η εκπαίδευσις διατελεί υπό την ανωτάτην εποπτείαν του Κράτους και ενεργείται δαπάνη αυτού ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως.
Εις πάντα τα σχολεία μέσης και στοιχειώδους εκπαιδεύσεως η διδασκαλία αποσκοπεί την πνευματικήν και ηθικήν αγωγήν και την ανάπτυξιν της εθνικής συνειδήσεως των νέων επί τη βάσει των ιδεολογικών κατευθύνσεων του ελληνικού και χριστιανικού πολιτισμού.
Η στοιχειώδης εκπαίδευσις είναι δι’ όλους υποχρεωτική, παρέχεται δε δωρεάν υπό του Κράτους (…)
Επιτρέπεται, κατόπιν αδείας της Κυβερνήσεως, εις ιδιώτας μη εστερημένους των πολιτικών των δικαιωμάτων και εις νομικά πρόσωπα η ίδρυσις εκπαιδευτηρίων λειτουργούντων κατά το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους.»
Σύνταγμα του 1952

Αρθρο 16. «Η Παιδεία τελεί υπό την ανωτάτην εποπτείαν του Κράτους και ενεργείται δαπάνη αυτού ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως.
Η στοιχειώδης εκπαίδευσις είναι δι’ όλους υποχρεωτική, παρέχεται δε δωρεάν υπο του Κράτους. Ο νόμος ορίζει τα έτη της υποχρεωτικής φοιτήσεως, τα οποία δεν δύνανται να είναι ολιγώτερα των εξ.
Τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα αυτοδιοικούνται υπό την εποπτείαν του Κράτους, οι δε καθηγηταί τούτων είναι δημόσιοι υπάλληλοι.
Επιτρέπεται, κατόπιν αδείας της αρχής, εις ιδιώτας με εστερημένους των πολιτικών δικαιωμάτων και εις νομικά πρόσωπα η ίδρυσις εκπαιδευτηρίων λειτουργούντων κατά το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους.»
Σύνταγμα του 1968 και του 1973

Αρθρο 17. «Η παιδεία τελεί υπό την ανωτάτην εποπτείαν του Κράτους, παρέχεται δαπάναις αυτού, σκοπεί δε και εις την ηθικήν και πνευματικήν αγωγήν και την ανάπτυξιν της εθνικής συνειδήσεως των νέων επί τη βάσει των αξιών του ελληνικού και του χριστιανικού πολιτισμού.

4. Τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι αυτοδιοικούμενα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, λειτουργούν υπό την εποπτείαν του Κράτους και ενισχύονται οικονομικώς υπ’ αυτού. Οι καθηγηταί των είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Αι αρχαί των εκλέγονται παρά των τακτικών καθηγητών αυτών. Την κρατικήν εποπτείαν επί των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυματων ασκεί ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων δια Κυβερνητικού Επιτρόπου, ως νόμος ορίζει.
5. Επιτρέπεται, κατόπιν αδείας της αρχής, εις ιδιώτας μη εστερημένους των πολιτικών δικαιωμάτων και εις νομικά πρόσωπα η ίδρυσις εκπαιδευτηρίων, λειτουργούντων κατά το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους. Οι ιδρύοντες ιδιωτικά εκπαιδευτήρια και οι διδάσκοντες εις ταύτα δέον να κέκτηνται τα δια τους δημοσίους υπαλλήλους απαιτούμενα ηθικά και λοιπά προσόντα, ως νόμος ορίζει.»
Σύνταγμα του 1975 και του 1986


Αρθρο 16.

4. Όλοι οι Ελληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια.
Το Κράτος ενισχύει τους σπουδαστές που διακρίνονται, καθώς και αυτούς που έχουν ανάγκη από βοήθεια ή κρατική προστασία, ανάλογα με τις ικανότητές τους.
5. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει.
6. Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα, με τις προϋποθέσεις που νόμος ορίζει. Τα σχετικά με την κατάσταση όλων αυτών των προσώπων καθορίζονται από τους οργανισμούς των οικείων ιδρυμάτων.
Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεν μπορούν να παυθούν προτού λήξει σύμφωνα με το νόμο ο χρόνος υπηρεσίας τους παρά μόνο με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 88 παράγραφος 4 και ύστερα από απόφαση συμβουλίου που αποτελείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, όπως νόμος ορίζει.
7. Η επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παράχεται από το Κράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές.
8. Νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας για την ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο Κράτος, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σ’ αυτά, καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού προσωπικού τους.
Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται.»

Στο Σχέδιο Συντάγματος του Ρήγα αναγνωρίζεται ο ρόλος του κράτους στη χρηματοδότηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας («η πατρίς έχει να καταστήσει σχολεία»). Ταυτόχρονα, από πολύ νωρίς (Σύνταγμα του 1844) εισάγεται η έννοια της παιδείας με δαπάνη του κράτους στην οποία όμως συμμετέχει και η τοπική αυτοδιοίκηση. Ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση αναγνωρίζεται ρητά από το Σύνταγμα του 1844 και διατηρείται σε όλα τα Συντάγματα μέχρι και το 1952. Η σχετική διάταξη απαλείφεται στα Συντάγματα της δικτατορίας (1968-1973) και το ισχύον Σύνταγμα του 1975.

Επίσης συνταγματικός αποκλεισμός των ιδιωτών από την παροχή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης υπάρχει από το 1952 και ρητές προς την κατεύθυνση αυτή διατάξεις εμφανίζονται στο Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 18, παρ. 5 & 8).

Αναλόγως εξελικτική είναι και η συνταγματική πορεία της «δωρεάν» παιδείας. Ο Χ. Τρικούπης, παρά τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος του 1844 και 1864, θεώρησε ότι είναι συνταγματική η επιβολή τελών χαρτοσήμου στους μαθητές της μέσης και ανώτατης εκπαίδευσης (έμμεσα δίδακτρα) και την καθιέρωσε το 1892.
Η λέξη «δωρεάν» εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1911 και ρητά προβλέπεται ότι αναφέρεται μόνο στη στοιχειώδη εκπαίδευση, κάτι που εξακολουθεί να ισχύει μέχρι και το Σύνταγμα του 1952. Οι απόλυτα ρητές διατάξεις περί ‘δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της στα κρατικά εκπαιδευτήρια’ εμφανίζονται για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1975.