Το σταχανοφικό κίνημα στη Σοβιετική Ένωση – Μια πλευρά της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ

Η εργασία στον σοσιαλισμό αποκτά νέο νόημα και περιεχόμενο


 
Η εμφάνιση και οικοδόμηση του σοσιαλισμού στις αρχές του 20ού αιώνα άνοιξε το δρόμο για την οριστική λύση λαϊκών προβλημάτων, όπως της ανεργίας, της δωρεάν ιατρικής περίθαλψης και Παιδείας, της παροχής δωρεάν κοινωνικών υπηρεσιών από το κράτος, της κατοικίας, της πρόσβασης στις πνευματικές και πολιτιστικές αξίες, σε όφελος του συνόλου των προλεταρίων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων στη Σοβιετική Ενωση, που στον καπιταλισμό δεν μπορούν να λυθούν πλήρως. Και όλα αυτά χάρη στις ενδογενείς δυνατότητες ανάπτυξης της σοσιαλιστικής οικονομίας. Ορισμένοι συγκριτικοί στατιστικοί δείκτες, αν και δεν αποτυπώνουν πλήρως την πραγματικότητα, αφού το περιεχόμενό τους είναι διαφορετικό στον καπιταλισμό από το σοσιαλισμό, μπορούν να αποτυπώσουν την ανωτερότητα του σοσιαλισμού.

Πριν την Οχτωβριανή Επανάσταση, η Ρωσία κατείχε την πέμπτη θέση στον κόσμο στην παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων και την τέταρτη στην Ευρώπη. Λίγο πριν τον πόλεμο κατακτά τη δεύτερη θέση στον κόσμο και την πρώτη στην Ευρώπη. Αν και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος κατέστρεψε το 30% του εθνικού πλούτου της ΕΣΣΔ, το 1950, το εθνικό εισόδημα έφτασε στα 164% του επιπέδου του 1940, η βιομηχανική παραγωγή στα 172% και η αγροτική στα 99%. Η ΕΣΣΔ, ακόμη και στην εικοσιτετράχρονη, πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πορεία της, πραγματοποίησε άλματα αιώνων στη βιομηχανική και οικονομική της ανάπτυξη. Αν στα 1913 το εθνικό εισόδημα της Ρωσίας ήταν 1 (μια μονάδα), στα 1940 έγινε 5,1, ενώ στα 1950 έγινε 8,2, στα 1965 έγινε 29 και στα 1975 έγινε 56.

Οι μέσοι ετήσιοι ρυθμοί ανόδου σε ποσοστά, σε βασικούς δείκτες ανάπτυξης της οικονομίας, είναι χαρακτηριστικοί για την περίοδο 1951 – 1975. Ετσι το εθνικό εισόδημα της ΕΣΣΔ αυξανόταν κατά 8,1%, ενώ των ΗΠΑ κατά 3,2%. Η βιομηχανική παραγωγή αυξανόταν στην ΕΣΣΔ κατά 9,6%, ενώ στις ΗΠΑ κατά 3,8%. Αντίστοιχα, η αγροτική παραγωγή στην ΕΣΣΔ αυξανόταν κατά 3,4%, ενώ στις ΗΠΑ είχε αύξηση κατά 1,7%. Ακόμη και στην περίοδο 1981 – 1985, κατά την οποία υπήρχαν εκτιμήσεις από την ίδια την ΕΣΣΔ για προβλήματα και καθυστερήσεις στην οικονομική ανάπτυξη, η μέση ετήσια αύξηση του εθνικού της εισοδήματος ήταν 3,1%, ενώ στις ΗΠΑ ήταν 2,5%. Στην ΕΣΣΔ υπήρξε ισχυρή τάση προσέγγισης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των ΗΠΑ (55% το 1985, ενώ το 1913 ήταν 11,5%).

Η απελευθέρωση της δουλειάς από τα καπιταλιστικά δεσμά

Και μόνο αυτοί οι δείκτες είναι ικανοί να αποδείξουν την ανωτερότητα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Είναι γεγονός ότι αυτές οι ενδογενείς δυνατότητες που οφείλονται στις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, δηλαδή στην αντικατάσταση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής με την κοινωνική, άρα και στην κατάργηση της εκμετάλλευσης, απελευθερώνουν την εργασία από τα καταναγκαστικά δεσμά, δίνοντάς της καινούριο ποιοτικά περιεχόμενο. Τώρα οι εργάτες δουλεύουν για το όφελος της κοινωνίας και μέσα απ’ αυτό για το δικό τους συμφέρον. Τώρα στηρίζονται στην ίδια την εργατική τους δύναμη και την παραγωγικότητά της, που γίνεται θεμελιακή πηγή συνεχούς ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, άρα και της ίδιας της εργατικής δύναμης, χωρίς την παρεμβολή των περιόδων κρίσης και καταστροφής. Και βεβαίως ως φαινόμενο αποκτά μαζικό, παγκοινωνικό χαρακτήρα.

Ενα τέτοιο φαινόμενο ήταν το σταχανοφικό κίνημα. Πήρε το όνομά του από έναν πρωτοπόρο εργάτη των ανθρακωρυχείων Ντονμπάς, τον Αλεξέι Γκριγκόριεβιτς Σταχάνοφ. Τη νύχτα από τις 30 στις 31 Αυγούστου 1935, ο Σταχάνοφ κατέρριψε το ρεκόρ εξόρυξης κάρβουνου, βγάζοντας στη βάρδιά του που ήταν 5 ώρες και 45 λεπτά, 102 τόνους, με νόρμα 7 τόνων, που αντιστοιχούσε με 14 νόρμες. Το πώς ο Σταχάνοφ πέτυχε αυτό το ρεκόρ ήταν φαινόμενο για τη συγκεκριμένη εποχή.

Πώς επιτεύχθηκε αυτό το εργατικό κατόρθωμα; Ηταν ζήτημα ανάπτυξης της παραγωγικότητας της εργασίας σε συνθήκες που η ίδια η εργασία είχε απελευθερωθεί από την εκμετάλλευση και το πέτυχε με την τεχνική του κατάρτιση. Ηταν προσωπικό κατόρθωμα του Σταχάνοφ και της πρωτοβουλίας του να κάνει πιο ξεκούραστη και ταυτόχρονα αποδοτική τη δουλειά του προς όφελος της σοβιετικής κοινωνίας.

Ο Αλεξέι Γκριγκόριεβιτς Σταχάνοφ έμεινε στην ιστορία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ ως ανακαινιστής της βιομηχανίας γαιανθράκων, ενώ τιμήθηκε σαν «Ηρωας της Σοσιαλιστικής Εργασίας». Εγινε μέλος του «Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος Μπολσεβίκων» (ΚΚΣΕ) το 1936. Πέθανε το 1970, αλλά το σταχανοφικό κίνημα έμεινε στην ιστορία ως ένα φαινόμενο της δράσης των λαϊκών μαζών που αξιοποιούν τις ενδογενείς δυνατότητες του σοσιαλισμού, προκειμένου να τραβήξουν την κοινωνία και την εξέλιξή της προς τα μπρος, προς την κομμουνιστική κοινωνία.

Ο Ι.Β. Στάλιν, σχετικά με τη σημασία του σταχανοφικού κινήματος για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού – κομμουνισμού έλεγε στο λόγο του προς τους σταχανοφικούς: «Ο κομμουνισμός αποτελεί μια ανώτερη βαθμίδα εξέλιξης. Η αρχή του κομμουνισμού είναι ότι στην κομμουνιστική κοινωνία ο καθένας δουλεύει σύμφωνα με τις ικανότητές του και παίρνει αντικείμενα κατανάλωσης, όχι ανάλογα με τη δουλιά που πρόσφερε, αλλά σύμφωνα με τις ανάγκες που έχει σαν εκπολιτιστικά αναπτυγμένος άνθρωπος. Αυτό σημαίνει, ότι το εκπολιτιστικό και τεχνικό επίπεδο της εργατικής τάξης έγινε αρκετά ψηλό για να μπορεί να υποσκάψει τις βάσεις της αντίθεσης ανάμεσα στην πνευματική και τη σωματική δουλιά, ότι η αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και στη σωματική δουλιά έχει πια εκλείψει και η παραγωγικότητα της δουλιάς ανέβηκε σε τέτοια ψηλή βαθμίδα, που μπορεί να εξασφαλίσει απόλυτη αφθονία σε προϊόντα κατανάλωσης, πράγμα που δίνει στην κοινωνία τη δυνατότητα να διανέμει αυτά τα αντικείμενα, σύμφωνα με τις ανάγκες των μελών της(…)

Στην πραγματικότητα, η εξάλειψη της αντίθεσης ανάμεσα στην πνευματική και στη σωματική εργασία μπορεί να επιτευχθεί μόνο πάνω στη βάση της ανόδου του εκπολιτιστικού και τεχνικού επιπέδου της εργατικής τάξης, ως το επίπεδο των μηχανικών και των τεχνικών. Θα ήταν αστείο να νομίζει κανείς, ότι μια τέτοια άνοδος είναι απραγματοποίητη. Είναι πέρα για πέρα πραγματοποιήσιμη μέσα στις συνθήκες του σοβιετικού καθεστώτος, όπου οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας είναι απελευθερωμένες από τα δεσμά του καπιταλισμού, όπου η δουλιά είναι απελευθερωμένη από το ζυγό της εκμετάλλευσης, όπου στην εξουσία βρίσκεται η εργατική τάξη και όπου η νέα γενιά της εργατικής τάξης έχει όλες τις δυνατότητες να εξασφαλιστεί με αρκετή τεχνική μόρφωση. Δεν υπάρχει κανείς λόγος για να αμφιβάλλει κανείς ότι μονάχα μια τέτοια εκπολιτιστική και τεχνική άνοδος της εργατικής τάξης μπορεί να υποσκάψει τις βάσεις της αντίθεσης ανάμεσα στην πνευματική και στη σωματική δουλιά, ότι μονάχα αυτή μπορεί να εξασφαλίσει εκείνην την ψηλή παραγωγικότατα της δουλιάς και κείνη την αφθονία σε προϊόντα κατανάλωσης, που είναι απαραίτητα για να αρχίσει το πέρασμα από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό.(…)

Δεν είναι μήπως ξεκάθαρο ότι οι σταχανοφικοί είναι νεοτεριστές στη βιομηχανία μας, ότι το σταχανοφικό κίνημα αντιπροσωπεύει το μέλλον της βιομηχανίας μας, ότι περιέχει το σπέρμα της μελλοντικής εκπολιτιστικής και τεχνικής ανόδου της εργατικής τάξης, ότι μας ανοίγει το δρόμο που αυτός μονάχα μπορεί να μας επιτρέψει να πραγματοποιήσουμε τους ανώτερους εκείνους δείχτες της παραγωγικότητας της δουλιάς, που είναι απαραίτητοι για το πέρασμα από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό και για την εξάλειψη της αντίθεσης ανάμεσα στην πνευματική και τη σωματική εργασία».

Ιστορία του ΔΣΕ, μέρος 60: Ο αγώνας του ΔΣΕ και η στάση της Γιουγκοσλαβίας

Η ιστορική προσέγγιση του θέματος

Meros67_Photo1_small.jpg

Σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του εμφυλίου πολέμου είναι η στάση που κράτησε η Γιουγκοσλαβία σ’ όλη τη διάρκειά του – και ιδιαίτερα στις αποφασιστικές του στιγμές – απέναντι στο ελληνικό λαϊκοδημοκρατικό κίνημα και τον ΔΣΕ. Είναι άλλωστε ευρύτερα γνωστό ότι η αποτίμηση του ρόλου του γιουγκοσλάβικου παράγοντα στο ελληνικό ζήτημα, προκαλούσε πάντοτε το ενδιαφέρον, τόσο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου όσο και μετά. Για την έκβαση δε της σύγκρουσης, η στάση της Γιουγκοσλαβίας θεωρήθηκε καθοριστική, όχι μόνο από το ΚΚΕ και τον ΔΣΕ αλλά και από την αντίπαλη πλευρά. Το ΚΚΕ έκανε τότε λόγο, για πισώπλατο χτύπημα του Τίτο που, μαζί με άλλους παράγοντες, συνετέλεσε αποφασιστικά στην ήττα του Δημοκρατικού Στρατού. Αλλά και η άλλη πλευρά, οι νικητές του εμφυλίου, δεν υστέρησαν σε παρόμοιες εκτιμήσεις. «Η ρήξις Τίτο – Κομινφόρμ – σημειώνει π. χ. ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος – διέσπασε τον μηχανισμό της υποστηρίξεως και την ενότητα των συμμοριακών στελεχών. Η δημιουργία νέου μηχανισμού παροχής βοήθειας διά μέσου της Αλβανίας υπήρξεν ανεδαφική. Αι συνέπειαι του ρήγματος τούτου υπήρξαν καταστρεπτικαί διά τον συμμοριτισμόν, λόγω του κλεισίματος των συνόρων (Δ. Ζαφειρόπουλου: «Αντισυμμοριακός Αγών», σελ. 657). Παρόμοιες κρίσεις, με αυτή του Ζαφειρόπουλου, έχουν εκφραστεί αρκετές και μάλιστα, από πρώτης γραμμής κυβερνητικά και κρατικά στελέχη της περιόδου του εμφυλίου και του μετεμφυλιακού καθεστώτος.

Οι εκτιμήσεις του ΚΚΕ

Επιστρέφοντας στο ΚΚΕ, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι μετά τον εμφύλιο, οι εκτιμήσεις του για το ρόλο της Γιουγκοσλαβίας στην έκβαση του αγώνα του ΔΣΕ, γνώρισαν αρκετές διακυμάνσεις. Η 6η ολομέλεια της ΚΕ, τον Οκτώβρη του ’49, εκτίμησε ότι «είναι αναμφισβήτητο γεγονός πως η τιτοϊκή προδοσία χειροτέρεψε το συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος του ΔΣΕ». Ακόμη, η ολομέλεια κατηγόρησε, ανάμεσα στα άλλα, τη Γιουγκοσλαβία, για πέρασμα με τον ιμπεριαλισμό και για πισώπλατο χτύπημα στον ΔΣΕ (Βλέπε: «Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ», τόμος 7ος, σελ. 15). Στην ομιλία του, στην 6η ολομέλεια – που κυκλοφόρησε σε μπροσούρα με τίτλο «Καινούρια κατάσταση – Καινούρια καθήκοντα» – ο Ν. Ζαχαριάδης πήγε ακόμη μακρύτερα σ’ αυτές τις εκτιμήσεις, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Και πρέπει εδώ να το πούμε ανοιχτά, ότι αν απ’ το 1946 ήταν γνωστός ο άτιμος ρόλος του προβοκάτορα Τίτο, τότε το ΚΚΕ δε θα κατέληγε στην απόφαση να ξαναπάρει τα όπλα, θα ακολουθούσε άλλο δρόμο, πιο επίμονο, βασανιστικό, μακρύ, γιατί είναι ολοφάνερο πως δεν μπορούσε να προχωρήσει σε μια νέα ένοπλη αντιπαράθεση χωρίς να έχει εξασφαλισμένα τα νώτα, τη στιγμή που ο μοναρχοφασισμός διέθετε την αμέριστη και ολόπλευρη αμερικανοαγγλική βοήθεια». (Ν. Ζαχαριάδη: «Συλλογή έργων» σελ. 465 – 466). Η θέση αυτή διορθώθηκε γρήγορα και στην 7η ολομέλεια του 1950 αντικαταστάθηκε από την εκτίμηση, πως «αν γνωρίζαμε από το 1946 το ρόλο του Τίτο δε θα ξεκινούσαμε όπως ξεκινήσαμε».

Μετά την 6η ολομέλεια του 1956, οι κομματικές εκτιμήσεις για το ρόλο που έπαιξε η Γιουγκοσλαβία στην έκβαση του αγώνα του ΔΣΕ, πέρασαν από την άλλη μεριά. Εκεί που υπήρχε πρόβλημα, εκεί που εκτιμιόταν ότι η Γιουγκοσλαβία, στα 1948 – 49, πρόδωσε το ελληνικό λαϊκοδημοκρατικό κίνημα, όλα έγιναν μέλι – γάλα. Με απόφασή της τον Μάη του ’56, η ΚΕ του Κόμματος σημείωνε πως «η διακοπή των σχέσεων ανάμεσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας το 1948, σαν συνέπεια της ξεσκεπασμένης τώρα προβοκατόρικης δράσης Μπέρια, ζημίωσε την υπόθεση των λαών των δύο χωρών, όπως και την υπόθεση του παγκόσμιου στρατοπέδου της ειρήνης, της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού». Προφανώς, η ΚΕ απέδιδε στον Μπέρια την ευθύνη, για το σπάσιμο των σχέσεων του ΚΚΓ με το Γραφείο Πληροφοριών (Ινφορμπιρό), θεωρώντας ότι αυτό το γεγονός επηρέασε αποφασιστικά τις σχέσεις του ΚΚΕ με το γιουγκοσλάβικο κόμμα. Στη συνέχεια της απόφασης αποδίδονται ευθύνες στον Ζαχαριάδη, για τη διακοπή των σχέσεων των δύο κομμάτων και ο πρώην ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ κατηγορείται, ότι «προσπάθησε με συκοφαντικές επινοήσεις για «πισώπλατο χτύπημα» να μεταθέσει τις ευθύνες για την ήττα του ένοπλου αγώνα 1946 – 1949 στο αδελφό ΚΚ της Γιουγκοσλαβίας, περιέπλεξε ακόμα πιο πολύ το ζήτημα τόσο από ελληνογιουγκοσλαβική, όσο και από διεθνή πλευρά» (Ντοκουμέντα του ΚΚΕ: Από την 6η Πλατιά ολομέλεια της ΚΕ και της ΚΕΕ του ΚΚΕ, Μάρτης 1956 – Ως την 7η Πλατιά ολομέλεια της ΚΕ και της ΚΕΕ του ΚΚΕ, σελ. 44 – 45).

Απ’ όσα αναφέραμε προκύπτει αβίαστα η ανάγκη να προσεγγίσουμε ψύχραιμα, αντικειμενικά και στο μέτρο του δυνατού ολοκληρωμένα, το ζήτημα του ρόλου της Γιουγκοσλαβίας, τόσο στο ξεδίπλωμα του ένοπλου αγώνα του ΔΣΕ, όσο και στην έκβαση που αυτός είχε.

Οι δύο φάσεις της γιουγκοσλάβικης πολιτικής

Τα πρόσωπα όλων, στραμμένα πάνω στον τραυματία που μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο…

Meros67_Photo2_small.jpg

Στο ρόλο, που έπαιξε η Γιουγκοσλαβία στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, διακρίνονται σε χοντρές γραμμές δύο φάσεις, αντιθετικές μεταξύ τους. Η πρώτη καλύπτει την περίοδο από την έναρξη του δεύτερου αντάρτικου μέχρι τη στιγμή, που το Γιουγκοσλαβικό ΚΚ συγκρούεται με το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και αποβάλλεται από το Γραφείο Πληροφοριών (Ινφορμπιρό). Η δεύτερη, αφορά την περίοδο από τη στιγμή εκείνη και μετά και έως την ήττα του ΔΣΕ.

Στην πρώτη φάση η Γιουγκοσλαβία βοηθάει αποφασιστικά τον ένοπλο αγώνα του ελληνικού λαϊκοδημοκρατικού κινήματος. Θα μπορούσε να πει κανείς, χωρίς να κατηγορηθεί ότι υπερβάλλει, πως στα πλαίσια του διεθνούς κομμουνιστικού και προοδευτικού κινήματος και για την ενίσχυση του αγώνα, που διεξήγαγε ο ελληνικός λαός και το ΚΚΕ, η Γιουγκοσλαβία είχε χρεωθεί με ειδικό – αποφασιστικής σημασίας – ρόλο. Αποτελούσε το κέντρο, μέσα από το οποίο περνούσε όλη η διεθνιστική βοήθεια που πήγαινε στον ΔΣΕ και ήταν ο βασικός ενδιάμεσος σταθμός επαφής του ΚΚΕ και του ΔΣΕ με το διεθνές προοδευτικό – επαναστατικό κίνημα και, τον ηγέτη του κινήματος αυτού, την ΕΣΣΔ. Ταυτόχρονα, αποτελούσε χώρο υποδοχής τραυματιών του Δημοκρατικού Στρατού, χώρο εκπαίδευσης των ανταρτών και χώρο άντλησης εφεδρειών του ΔΣΕ, αφού πολλοί σλαβομακεδόνες πρόσφυγες από την Ελλάδα – λόγω των δεινών του πολέμου – έβρισκαν καταφύγιο στη γιουγκοσλάβικη Μακεδονία. Επίσης, στη Γιουγκοσλαβία ήταν εγκατεστημένος και ο ραδιοσταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα». Ο ρόλος αυτός της Γιουγκοσλαβίας δεν ήταν τυχαίος και δεν της αποδόθηκε χωρίς σκέψη από το διεθνές κομμουνιστικό και προοδευτικό κίνημα. Μετά την ΕΣΣΔ, ήταν η πιο ισχυρή χώρα του λαϊκοδημοκρατικού – σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Συνόρευε με την Ελλάδα και στα χρόνια της κατοχής αναπτύχθηκε στο εσωτερικό της ένα από τα ισχυρότερα αντάρτικα κινήματα στην Ευρώπη, ενάντια στο φασισμό. Αντίθετα, οι υπόλοιπες χώρες της Βαλκανικής, η Αλβανία και η Βουλγαρία, ήταν αρκετά αδύνατες και τα προηγούμενα καθεστώτα τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχαν συνεργαστεί με τον άξονα. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η Γιουγκοσλαβία συγκέντρωνε τις καλύτερες των προϋποθέσεων, για να αναλάβει την προώθηση της ενίσχυσης των Ελλήνων ανταρτών και ήταν – ή φαινόταν πως ήταν – η λιγότερο ευάλωτη στις επιθέσεις του ιμπεριαλισμού.

Μετά τη σύγκρουση του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας με το Γραφείο Πληροφοριών, και την αποπομπή του πρώτου από τις τάξεις του δεύτερου, η Γιουγκοσλαβία, εξ αντικειμένου δεν μπορούσε να παίξει τον παλιό της ρόλο, να λειτουργεί δηλαδή ως το κέντρο μεταφοράς της διεθνούς ενίσχυσης στο Δημοκρατικό Στρατό. Ούτε μπορούσε, να μεσολαβεί στο διεθνές προοδευτικό – κομμουνιστικό κίνημα, στην ΕΣΣΔ και στις Λαϊκές Δημοκρατίες για λογαριασμό του ΚΚΕ και του ΔΣΕ, ούτε και το ελληνικό κίνημα μπορούσε μέσω της Γιουγκοσλαβίας να κρατάει τις διεθνείς επαφές του. Η αλλαγή του ρόλου της Γιουγκοσλαβίας ήταν πλέον επιβεβλημένη από τα πράγματα κι αυτό πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, όταν εξετάζεται ο ρόλος της στον αγώνα της περιόδου εκείνης, του ελληνικού λαϊκοδημοκρατικού κινήματος. Ηταν, επίσης, επιβεβλημένο το ΚΚΕ και ο ΔΣΕ να αναμορφώσουν και να αναδιατάξουν πλήρως τη μέχρι τότε δουλιά τους, στους τομείς που προηγουμένως καλύπτονταν μέσω της Γιουγκοσλαβίας.

Ολες αυτές οι αλλαγές, δε σήμαιναν φυσικά και υποχρεωτικό αντικειμενικά αδυνάτισμα της βοήθειας, που η Γιουγκοσλαβία, αυτή καθαυτή, έδινε στον ΔΣΕ, αν και εκεί πήγαν τα πράγματα. Σήμαιναν πολύ απλά, ότι αυτή η χώρα δε θα έπαιζε – γιατί δεν μπορούσε πλέον να παίξει – το διεθνή ρόλο, που της είχε αποδοθεί στο παρελθόν. Σταθμίζοντας αυτές τις εξελίξεις το ΚΚΕ, σε συνάρτηση με τις ανάγκες του ένοπλου αγώνα που διεξήγαγε, αν και στην 4η ολομέλεια της ΚΕ του πήρε απόφαση υπέρ του Ινφορμπιρό στη διαμάχη, που αυτό είχε με το ΚΚΓ, δεν ανακοίνωσε δημόσια αυτή του την απόφαση, αλλά εσωκομματικά, ενημέρωσε το γιουγκοσλαβικό κόμμα για τη θέση του και συμφώνησε μαζί του στην απρόσκοπτη συνέχιση της βοήθειας από μέρους της Γιουγκοσλαβίας στον αγώνα του ΔΣΕ. Στην πραγματικότητα, όμως, το ΚΚΓ ακολούθησε εντελώς διαφορετική πολιτική, παρεμβάλλοντας αργά, αλλά σταθερά, όλο και περισσότερα εμπόδια στον Δημοκρατικό Στρατό.

Τι ήταν το Γραφείο Πληροφοριών

Επειδή στο σημερινό μέρος του αφιερώματος χρησιμοποιούμε τον όρο «Γραφείο Πληροφοριών» (ήταν γνωστό επίσης και με δύο άλλες ονομασίες: Ινφορμπιρό ή Κομινφόρμ), θεωρήσαμε σκόπιμο να δώσουμε ορισμένες πληροφορίες γι’ αυτό.

Το ΙΝΦΟΡΜΠΙΡΟ (Γραφείο Πληροφοριών) ή ΚΟΜΙΝΦΟΡΜ (Κομμουνιστικό Γραφείο Πληροφοριών – ονομασία που κυριάρχησε κυρίως στη Δύση) ιδρύθηκε στην Πολωνία το Σεπτέμβρη του 1947, από 9 κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα. Συγκεκριμένα το Γραφείο Πληροφοριών αποτελούνταν από τα εξής κόμματα: ΚΚ Σοβιετικής Ενωσης, ΚΚ Βουλγαρίας, Κόμμα Εργαζομένων Ουγγαρίας, Ενιαίο Εργατικό Κόμμα Πολωνίας, Εργατικό Κόμμα Ρουμανίας, ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, ΚΚ Γιουγκοσλαβίας, ΚΚ Ιταλίας και ΚΚ Γαλλίας. Εδρα του Γραφείου Πληροφοριών αρχικά είχε οριστεί το Βελιγράδι. Δημοσιογραφικό όργανο του Γραφείου Πληροφοριών, σ’ όλη τη διάρκεια του βίου του, ήταν η εφημερίδα «Για Σταθερή Ειρήνη, Για τη Λαϊκή Δημοκρατία».

Η σύνθεση του Ινφορμπιρό άλλαξε με την αποπομπή του Γιουγκοσλαβικού ΚΚ από τις τάξεις του, στις 28 Ιούνη του ’48. Ετσι τα κόμματα που το αποτελούσαν έμειναν 8, χωρίς ποτέ να συμπληρωθεί το κενό με την προσχώρηση άλλου κόμματος, στη θέση του ΚΚΓ και χωρίς ποτέ να επιχειρηθεί ευρύτερη διεύρυνση και με άλλα κομμουνιστικά κόμματα.

Η ίδρυση του Γραφείου Πληροφοριών ήταν η πρώτη προσπάθεια – περιορισμένης έκτασης – για συντονισμό της δράσης των κομμουνιστικών κομμάτων, μετά τη διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1943). Το κενό αυτού του συντονισμού είχε φανεί – τουλάχιστον – αμέσως μετά τον πόλεμο και το είχαν επισημάνει πολλά κομμουνιστικά κόμματα, μεταξύ των οποίων και το ΚΚΕ, το οποίο στο 7ο Συνέδριό του εξέδωσε και σχετικό ψήφισμα («Για τη διεθνή πολιτική ενότητα της εργατικής τάξης»), όπου, μεταξύ άλλων, υπογραμμιζόταν: «Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, πιστό στην υπόθεση της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού, εκφράζει την ευχή να ενσωματωθούν το γρηγορότερο όλα τα εργατικά κόμματα του κόσμου, που πιστεύουν στο σοσιαλισμό, ανεξάρτητα από αποχρώσεις, σε μια νέα ενιαία διεθνή πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης» («Επίσημα κείμενα ΚΚΕ», τόμος 6ος, σελ. 113).

Η ανάγκη διεθνούς συντονισμού της δράσης των ΚΚ υπογραμμίστηκε στην ιδρυτική διάσκεψη του Ινφορμπιρό στην Πολωνία και επισημάνθηκαν μάλιστα ορισμένα άκρως ανησυχητικά φαινόμενα, που καλλιεργήθηκαν μέσα στα κομμουνιστικά κόμματα μετά τη διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ). Στην εισήγησή του, σ’ αυτή τη διάσκεψη ο Ζντάνοφ τόνισε, μεταξύ άλλων: «Ορισμένοι σύντροφοι πήραν το ζήτημα με τέτοιο τρόπο σαν η διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς να σημαίνει και διακοπή κάθε σύνδεσης, κάθε επαφής ανάμεσα στα αδελφά Κομμουνιστικά Κόμματα. Η πείρα έδειξε ακόμα ότι τέτοια έλλειψη σύνδεσης ανάμεσα στα αδελφά Κομμουνιστικά Κόμματα δεν είναι σωστή, είναι επιζήμια και στην πραγματικότητα αφύσικη. Το Κομμουνιστικό Κίνημα αναπτύσσεται στα εθνικά πλαίσια, ταυτόχρονα όμως έχει και καθήκοντα και συμφέροντα κοινά για τα κόμματα διαφόρων χωρών… Αυτή η ανάγκη για σύσκεψη και εθελοντικό συντονισμό της δράσης των χωριστών Κομμουνιστικών Κομμάτων ωρίμασε ιδιαίτερα σήμερα, που η συνεχιζόμενη έλλειψη σύνδεσης μπορεί να οδηγήσει σε αδυνάτισμα της αμοιβαίας κατανόησης, και με τον καιρό σε σοβαρά λάθη» («Η σύσκεψη των 9 Κομμουνιστικών Κομμάτων στην Πολωνία», Εκδοτικό Ελεύθερης Ελλάδας, Νοέμβρης 1947, σελ. 33).

Το Γραφείο Πληροφοριών αυτοδιαλύθηκε τον Απρίλη του 1956, περίπου ένα μήνα μετά το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Στη σχετική ανακοίνωση, που δημοσιεύτηκε στο δημοσιογραφικό του όργανο στις 17/4/1956 (αναδημοσιεύτηκε στα ελληνικά στο περιοδικό του ΚΚΕ «Νέος Κόσμος», τεύχος 4-5/1956, σελ. 17-18), τονίζεται η προσφορά του ΙΝΦΟΡΜΠΙΡΟ, γίνεται επίκληση αλλαγής των συνθηκών σε σχέση με την εποχή της ίδρυσής του και υπογραμμίζεται: «Οι Κεντρικές Επιτροπές των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων που ανήκουν στο Γραφείο Πληροφοριών, αφού αντάλλαξαν γνώμες πάνω στα ζητήματα της δράσης του, παραδέχτηκαν ότι το Γραφείο Πληροφοριών που ιδρύθηκε απ’ αυτές το 1947 εξάντλησε τις λειτουργίες του και γι’ αυτό αποφάσισαν ομόφωνα να σταματήσει η δράση του Γραφείου Πληροφοριών των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων και η έκδοση του οργάνου του, της εφημερίδας «Για σταθερή ειρήνη, για τη λαϊκή δημοκρατία»».

Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του «Ρ»

Περιεχόμενα

https://erodotos.wordpress.com/istoria-dse/