Ιστορικό-πολιτικό αφιέρωμα στο Νίκο Μπελογιάννη, μέρος Β

Η πολεμική για την αποστολή Μπελογιάννη

Στα 58 χρόνια από την εκτέλεση του κομμουνιστή

(β΄ μέρος)

Σχετικά με την αποστολή του Νίκου Μπελογιάννη έχει διεξαχθεί και συνεχίζεται ως τις μέρες μας έντονη ιδεολογικοπολιτική επίθεση κατά του ΚΚΕ, κυρίως από την πλευρά του οπορτουνιστικού χώρου. Στο επίκεντρο της επίθεσης βρίσκεται πρωταρχικά ο χαρακτήρας του ΚΚΕ ως κόμματος νέου τύπου, όπως επίσης και ο τότε ΓΓ της ΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης.

Τόσο στην προπολεμική περίοδο, όσο και στα χρόνια που αναφερόμαστε, στην επίθεση κατά του ΚΚΕ και του Ζαχαριάδη ως Γενικού Γραμματέα, πρωτοστάτησαν, φυσικά, οι ιδεολογικοί και πολιτικοί μηχανισμοί της αστικής τάξης. Ωστόσο, πολλές φορές η παρέμβασή τους γινόταν σχεδόν περιττή, αφού το ρόλο τους αναλάβαιναν άλλοι, προερχόμενοι «εκ των έσω». Για παράδειγμα, είναι περίπου μνημειώδης η συκοφαντική επίθεση του Γιάννη Πετσόπουλου, ο οποίος, σε βιβλίο του – λίβελο1 κατά του Ζαχαριάδη, τον κατηγορεί ότι «έσπασε» στα μπουντρούμια της Μεταξικής δικτατορίας και έγραψε ένα σοσιαλπατριωτικό γράμμα (εννοεί το πρώτο γράμμα για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο), προκειμένου να σώσει τη ζωή του!

Μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956) ακολούθησε η 6η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ (11-12 Μαρτίου 1956), η οποία καθαίρεσε τον Ζαχαριάδη από ΓΓ της ΚΕ. Στη συνέχεια, η 7η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ (18-24 Φεβρουαρίου 1957) τον καθαίρεσε από την ΚΕ και τον διέγραψε από μέλος του Κόμματος, ενώ αποφάσισε να διερευνήσει ολόκληρη την κομματική πορεία του, για να εξετάσει αν ήταν πράκτορας του εχθρού.

Ολα αυτά τα χρόνια, τόσο η αστική, όσο και η οπορτουνιστική προπαγάνδα έχουν υψώσει ένα αντιδημοκρατικό ιδεολογικό τείχος, με σκοπό να γίνει απροσπέλαστη, αν όχι να φαίνεται εκ προοιμίου αφερέγγυα και δογματική, κάθε άλλη φωνή που επιχειρεί να κρίνει αντικειμενικά τον Ζαχαριάδη. Σε αυτό το πλαίσιο αντιμετωπίζεται και η αποστολή του Μπελογιάννη στην Ελλάδα.Ο οπορτουνιστικός χώρος έχει υποστηρίξει ότι η αποστολή του Μπελογιάννη υπονόμευε την πορεία της πολιτικής και δημοκρατικής ομαλότητας, που, όπως ισχυρίζεται, είχε ξεκινήσει από τον Απρίλιο του 1950, με το σχηματισμό της κυβέρνησης Ν. Πλαστήρα – Σοφ. Βενιζέλου – Γ. Παπανδρέου. Και αυτό γιατί:

«Οταν ο Μπελογιάννης έφυγε από το Βουκουρέστι, άφησε εκεί μια κομμουνιστική ηγεσία και ένα Κόμμα που μολονότι είχε ηττηθεί, δεν είχε αποβάλει την αντάρτικη στολή και την ψυχολογία του βουνού. Ο Ζαχαριάδης διακήρυσσε από το ραδιοφωνικό σταθμό που είχε εγκαταστήσει στις ανατολικές χώρες ότι οι αντάρτες κρατούν τα όπλα «παρά πόδα».

(…) Ετσι στο εσωτερικό της χώρας άρχισε να καλλιεργείται από το «σκληρό πυρήνα» της άκρας δεξιάς η ανησυχία ότι ο κομμουνιστές ετοιμάζουν τον «τρίτο γύρο»».2

Ακόμα:

«Και ο Μπελογιάννης, σ’ αυτή την υπόθεση (…) ήταν ο ιδεολόγος κομμουνιστής που αντιμετώπισε με αξιοπρέπεια και πνευματική ηρεμία τις συνέπειες ενός εμφυλίου πολέμου που, ενώ είχε λήξει από καιρό, οι «σκληροί» πυρήνες των αντιπάλων συντηρούσαν το κλίμα του τεχνητά, σ’ ένα απίθανο και εθνικά επιζήμιο πολιτικό παιχνίδι».3

Χαώδης είναι η απόσταση που χωρίζει αυτές τις απόψεις από κάθε έννοια επαναστατικής αντίληψης και πρακτικής, που περιλαμβάνει και την παράνομη, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε συνθήκες. Είναι άποψη που αρνείται κάθε έννοια στοιχειώδους αντίστασης απέναντι στην αιματοβαμμένη αστική εξουσία.Παρόμοιες αντιλήψεις του οπορτουνιστικού χώρου δείχνουν επιπλέον τέλεια αδιαφορία για όσα συνέβαιναν στον κόσμο, που μέρος τους αποτελούσαν και οι εξελίξεις στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα, οι τέτοιες απόψεις της ηττοπάθειας και της υποταγής εμπεριέχουν και το εχθρικό στοιχείο απέναντι στην πολιτική της Σοβιετικής Ενωσης, που την τοποθετούν στη θέση της συνυπεύθυνης με τις ΗΠΑ για την πολιτική του «ψυχρού πολέμου». Κι ας κηρύχθηκε ο τελευταίος από τον ιμπεριαλισμό, κόντρα στη φιλειρηνική πολιτική της Σοβιετικής Ενωσης και των άλλων κρατών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Είναι γεγονός ότι η 6η Ολομέλεια (9 Οκτωβρίου 1949) είχε αποφασίσει:

«…στη χώρα ξεσπούν κα φουντώνουν μεγάλοι λαϊκοί αγώνες, ενώ οι κύριες δυνάμεις του ΔΣΕ, παρά τη μοναρχοφασιστική επιτυχία στο Βίτσι – Γράμμο, παραμένουν άθιχτες και με το όπλο παρά πόδα».4

Ταυτόχρονα, η 6η Ολομέλεια είχε αποφασίσει την πλήρη αλλαγή της τακτικής του ΚΚΕ. Συγκεκριμένα:

«α) Να σταματήσει σήμερα τον ένοπλο αγώνα αφήνοντας μόνο μικρά παρτιζάνικα τμήματα, σαν μέσο πίεσης για όσο το δυνατόν περισσότερο εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής του τόπου με βάση τις προτάσεις της Σ.Ε. και σαν μορφή άμυνας εναντίον του δολοφονικού οργίου των κρατικών και παρακρατικών οργάνων του μοναρχοφασισμού.β) Να μεταφέρει το κέντρο βάρους της δουλειάς του στην οργάνωση και καθοδήγηση των οικονομικών και πολιτικών αγώνων… (…)

δ) Στο κέντρο της προσοχής του Κόμματος πρέπει να μπει το πρόβλημα της υπεράσπισης της ειρήνης (…)

ζ) Το Κόμμα πρέπει, χρησιμοποιώντας τις δυνατότητες που υπάρχουν, να βγάλει στην Αθήνα νόμιμη, περιοδική, μαζική πολιτική εφημερίδα».5

Με βάση αυτά τα ντοκουμέντα, πρέπει να προσεγγίζεται η ιστορική αλήθεια και για την «υπόθεση Μπελογιάννη», ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στην πολιτική του ΚΚΕ εντοπίζεται η αντίφαση, από τη μία να γίνεται λόγος για επαναστατική κατάσταση και, από την άλλη, να ακολουθείται (σωστά) η προηγούμενη πολιτική κατεύθυνση.

Ομως, η επίθεση για την αποστολή Μπελογιάννη έχει και τα συκοφαντικά χαρακτηριστικά της. Εξιστόρησε στο παρελθόν η Ελλη Παππά, που τα λεγόμενά της έγραψε Η ΑΥΓΗ μετά το θάνατό της:

«Ο Ζαχαριάδης είχε ανάγκη να δημιουργήσει τον μύθο ενός μάρτυρα και τον μύθο ενός προδότη. Τον Μπελογιάννη τον χρησιμοποίησε στη θέση του μάρτυρα. Και τον Πλουμπίδη στη θέση του προδότη»6.

Τα ίδια έγραψαν οι Πότης Παρασκευόπουλος, Τάσος Βουρνάς κ.ά. Τα γεγονότα διαψεύδουν τέτοιες αυθαιρεσίες.

Η αποστολή του Μπελογιάννη ήταν αναγκαία και από την άποψη ότι χρειαζόταν να έρθει στην Ελλάδα κάποιο από τα πιο ικανά στελέχη που διέθετε τότε το ΚΚΕ. Και ήρθαν εκείνα τα χρόνια δεκάδες στελέχη από την προσφυγιά, για να βοηθήσουν στην ανασυγκρότηση του Κόμματος. Ετσι έπρεπε να κάνει ένα Κομμουνιστικό Κόμμα που σέβεται το όνομά του και την ιστορία του.

Εκείνα τα χρόνια ήρθε παράνομα η Ρούλα Κουκούλου, γυναίκα του Ζαχαριάδη, μέλος της ΚΕ. Επίσης, τα μέλη του ΠΓ Δημήτρης Βλαντάς, Γιώργης Βοντίσιος (Γούσιας), Κώστας Κολιγιάννης, Γιώργης Ερυθριάδης (Πετρής), πολλά μέλη της ΚΕ, όπως οι Αύρα Παρτσαλίδου, Χαρίλαος Φλωράκης, Κώστας Λουλές, Μιλτιάδης Πορφυρογένης, Βασίλης Ζάχος, Μήτσος Δάλλας και άλλοι. Ο Πλουμπίδης ζητούσε να έρθει στην Ελλάδα μέλος του ΠΓ, μετά τη σύλληψη του Αναστασιάδη.

Στον Μπελογιάννη το ΠΓ και η ΚΕ είχαν επενδύσει μεγάλες ελπίδες. Το έδειχναν η ανάδειξή του στην ΚΕ και η ευθύνη που του ανατέθηκε στον παράνομο μηχανισμό.

Ετσι, είναι απόλυτα ταιριαστές οι παρακάτω φράσεις:

«Για να μην υπάρξουν ταλαντεύσεις και στο εσωτερικό και να εφαρμοστεί πιστά η γραμμή της, η ηγεσία του ΚΚΕ στέλνει με πλαστά διαβατήρια στην Ελλάδα τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Νίκο Μπελογιάννη και Νίκο Ακριτίδη, παλιό μαθητή της σχολής Ευελπίδων και ηγετικό στέλεχος της ΕΠΟΝ κατά την Κατοχή».7

Ο Μπελογιάννης είχε γράψει στο ημερολόγιό του:

«…μια ζωή μονότονη, πληχτική, χωρίς σοβαρό περιεχόμενο. Οαση η Συνδιάσκεψη και η 6η Ολομέλεια. Ο καιρός περνάει με το διάβασμα και με την προσμονή να ριχτούμε από μέρα σε μέρα στη δουλειά και στη δράση».8

Ιδιαίτερα σε εκείνες τις συνθήκες, στην Ελλάδα έπρεπε να έρθουν στελέχη σαν τον Μπελογιάννη, για τον οποίο ισχύουν στο ακέραιο τα λόγια του Στάλιν:

«Να θυμάστε, σύντροφοι, ότι μόνο εκείνα τα στελέχη είναι καλά, που δε φοβούνται τις δυσκολίες, που δεν κρύβονται από τις δυσκολίες, αλλά, αντίθετα, πηγαίνουν να συναντήσουν τις δυσκολίες για να τις υπερνικήσουν και να τις εξαλείψουν. Μόνο στην πάλη με τις δυσκολίες σφυρηλατούνται τα πραγματικά στελέχη».9

Παρέμβαση της Ελλης Παππά …μετά θάνατον
Στα τόσα που γράφτηκαν και ειπώθηκαν για τον Μπελογιάννη, μετά το θάνατο της Ελλης Παππά, οι ρήτορες και οι συγγραφείς επεδίωξαν να αποσυνδέσουν τον Μπελογιάννη από το πραγματικό γεγονός: Οτι έζησε και εκτελέστηκε ως στέλεχος του ΚΚΕ. Ταυτόχρονα, ισχυρίστηκαν, και συνεχίζουν να ισχυρίζονται, ότι ο Μπελογιάννης δεν ανήκει στο ΚΚΕ, αλλά ότι ανήκει στη λεγόμενη «κομμουνιστική αριστερά» ή και γενικότερα στην «αριστερά»! Ετσι, μετά τον Λ. Κύρκο, ο οποίος έγραψε ότι ο Μπερλινγκουέρ του θύμισε αργότερα κάτι από τον Μπελογιάννη(!), πολλοί ακόμα από τον οπορτουνιστικό και σοσιαλδημοκρατικό χώρο, όπως οι Π. Παρασκευόπουλος, Τ. Βουρνάς κ.ά., έγραψαν παρόμοια φαιδρά, ενώ πρόσφατα στην ΕΤ-3 (27/3/2010) ο συγγραφέας Β. Βασιλικός είπε ότι ο Μπελογιάννης ήταν ο Ελληνας Γκράμσι!..

Επίσης έχουν επιχειρήσει διάφοροι να «τεκμηριώσουν» το παράδοξο, ότι ο Μπελογιάννης, όπως και ο Πλουμπίδης, δεν ανήκουν στο ΚΚΕ, αλλά ότι ανήκουν στον πολιτικό χώρο που βρίσκονται σήμερα τα συγγενικά τους πρόσωπα!..

Οι Μπελογιάννηδες ανήκουν στο ΚΚΕ. Και βεβαίως δεν ανήκουν πολιτικά στους συγγενείς τους, οπουδήποτε και αν βρίσκονται οι τελευταίοι ιδεολογικά ή και κομματικά. Είναι τελείως διαφορετικοί οι συγγενικοί δεσμοί αίματος, από τους δεσμούς αίματος των ηρωικών νεκρών μας με το ΚΚΕ. Μόνον αυτοί οι δεσμοί μπορούν να αποτιμηθούν ιστορικά και πολιτικά.

Παρόμοιες τοποθετήσεις είχε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν η Ελλη Παππά. Σε μία από αυτές, με αφορμή συνέντευξη που έδωσαν στη ΝΕΤ (22 Απριλίου 1998) η ίδια και η Διδώ Σωτηρίου, είχε απαντήσει ο «Ριζοσπάστης» με το άρθρο Το ΚΚΕ γεννάει Μπελογιάννηδες10. Ανάμεσα σε άλλα στο άρθρο γράφτηκε:

«…δεν μπορεί κανείς να μην επισημάνει, τόσο ορισμένες ουσιώδεις παραλείψεις, όσο και αρνητικές υπογραμμίσεις στις οποίες στάθηκαν η Διδώ Σωτηρίου και η Ελλη Παππά.

(…) Ο Νίκος Μπελογιάννης υπήρξε γνήσιο παιδί του ΚΚΕ. Στις γραμμές του διαπαιδαγωγήθηκε και αναπτύχθηκε, μέσα στις φυλακές, στην ΕΑΜική Αντίσταση, στο Δημοκρατικό Στρατό, στην παρανομία. Ουσιαστικά ο Μπελογιάννης, όντας στο ΚΚΕ από τα πρώτα εφηβικά χρόνια μέχρι το τέλος του, δεν γνώρισε άλλη ζωή πέραν αυτής στο ΚΚΕ. Εκεί διαμόρφωσε την προσωπικότητά του. Δίχως το ΚΚΕ δεν θα υπήρχε Μπελογιάννης. Οπως δεν θα υπήρχαν και οι χιλιάδες επώνυμοι και μη επώνυμοι Μπελογιάννηδες που γέννησε τούτο το Κόμμα.

Και όμως, αυτό το οφθαλμοφανέστατο, αυτό το χιλιάδες φορές αποδεδειγμένο και θεμελιακής σημασίας θέμα, δεν θεώρησαν άξιο λόγου να το αναφέρουν ούτε μια φορά οι Ελλη Παππά και Διδώ Σωτηρίου(…) Το προσπέρασαν ως μη υπάρχον.

(…) Να σημειωθεί, με την ευκαιρία, ότι μια σειρά ασχολούμενοι με την Ιστορία του ΚΚΕ συνηθίζουν να διαχωρίζουν τα πρόσωπα από το Κόμμα, σα να πρόκειται για δύο άσχετες μεταξύ τους οντότητες».

Πολλά χρόνια πριν από το θάνατό της η Ελλη Παππά κατέθεσε στο Μουσείο Μπενάκη δύο πολυσέλιδα κείμενα, με την εντολή να δημοσιευτούν αφού πεθάνει. Μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές έχει δημοσιευτεί μόνο η επιστολή11, την οποία κατέθεσε με το δεύτερο κείμενο και που την έχει σχολιάσει ο «Ριζοσπάστης» (6 Δεκεμβρίου 2009).

Διαβάζοντας την επιστολή αντιλαμβάνεται κανείς γιατί πανηγύρισε ο αστικός Τύπος, που βεβαίως δεν σκοτίστηκε για την ιστορική αλήθεια, παρά μόνο για το πώς θα επιτεθεί στο ΚΚΕ.

Στο μεταξύ τίποτα το νέο δεν υπάρχει στα δημοσιεύματά τους επί δεκαετίες. Απλώς αναμασούν τα ίδια και τα ίδια. Και εκλαμβάνουν περίπου ως θέσφατο οτιδήποτε έχει πει κάποιος από τους πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής, αρκεί αυτό να στρέφεται κατά του ΚΚΕ. Για τον ίδιο λόγο αντιμετωπίζουν ως ιστορική πηγή κάθε μαρτυρία της Ελλης Παππά. Αυτό συνιστά αυθαιρεσία. Το γιατί, φαίνεται από το εξής παράδειγμα:

Πολλές φορές η Ελλη Παππά υπογράμμισε σε συνεντεύξεις της ότι ο Μπελογιάννης της είπε «να ζήσεις για το παιδί και για την εκδίκηση». Το νόημα που η Ελλη Παππά έδωσε σε αυτήν τη φράση, έπειτα από χρόνια, είναι ότι με τη λέξη «εκδίκηση» ο Μπελογιάννης, ούτε λίγο – ούτε πολύ, εννοούσε ανατροπές στην οργανωτική λειτουργία του Κόμματος, στα επαναστατικά του χαρακτηριστικά και άλλα, όπως και «εκδίκηση» για την επιλογή από το ΚΚΕ της ένοπλης πάλης στα 1946-1949. Ομως, άλλα έγραψε η ίδια πριν από πολλά χρόνια σχετικά με τη λέξη «εκδίκηση».

Στις 3 Μαΐου 1952 ο ραδιοφωνικός σταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα» μετέδωσε το δεύτερο γράμμα της Ελλης Παππά, που είχε δημοσιευτεί στη γαλλική εφημερίδα «Ουμανιτέ» τέσσερις μέρες πριν (29 Απριλίου), με τον τίτλο «Εκδίκηση». Εκεί έγραψε:

«Πρέπει να ζήσεις για την εκδίκηση. Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Μπελογιάννη όταν έφευγε για το εκτελεστικό απόσπασμα. Είμαι βέβαιη πως εσείς λεύτεροι άνθρωποι στην Ελλάδα και σ’ όλο τον κόσμο, τον ακούσατε μαζί μου, μα και πως σας εμπνέουν την ίδια αγανάκτηση, την ίδια φλόγα, για να εκδικηθείτε τους δολοφόνους του Μπελογιάννη, τους δολοφόνους χιλιάδων και χιλιάδων αγωνιστών, εκείνους που αλυσοδένουν τους λαούς και δολοφονούν τα καλύτερα παιδιά του»12.

Εξάλλου, στα γράμματα που έστειλε στον Νίκο Ζαχαριάδη από τη φυλακή, το 1952, η Ελλη Παππά αναφέρθηκε και πάλι στην «εκδίκηση», γράφοντας:

«Αγαπητέ μου σ., αυτά είναι λίγα μπροστά στα όσα έχω να σου πω. Δεν ξέρω αν κατάφερα τίποτα, βλέπεις δεν διαβάζω13 και τι γράφω και ίσως βρεις και ασυναρτησίες. Πάντως το να σας το πω έστω και κουτσά το θεωρώ σαν υπέρτατη υποχρέωσή μου και σε σας και στο Κόμμα και στην εκδίκηση που μου ζήτησε ο Νίκος. Σκέφτεσαι σ. πως όλη αυτή η πλεκτάνη δεν θα μπορούσε να γίνει αν ζούσε; Γι’ αυτό τον φάγανε (…) Σύντροφε, σου στέλνουμε όλη μας τη σκέψη, την αγάπη και την ελπίδα πως θα γιατρέψετε γρήγορα την κατάσταση όπως πρέπει και όπως περιμένουμε»14.

Τόσο από αυτό, όσο και από το γράμμα στην «Ουμανιτέ», γίνεται φανερό ότι άλλο ήταν το νόημα της λέξης «εκδίκηση» και όχι αυτό που εκ των υστέρων υποστήριξε η Ελλη Παππά.

Το βέβαιο είναι ότι ο Μπελογιάννης επέδειξε αταλάντευτη στάση στην εφαρμογή της πολιτικής του Κόμματος. Και πάντως κανένας δε δικαιούται να «μεταφέρει» σήμερα τον Μπελογιάννη στο λεγόμενο «ανανεωτικό» χώρο. Γιατί αυτό επιχειρείται.

Δεν είναι, λοιπόν, αξιόπιστη κάθε μαρτυρία της Ελλης Παππά, αφού στα λόγια και στα γραπτά της υπάρχουν πολλές αντιφάσεις. Ας προστεθούν εδώ και τα παρακάτω αξιοσημείωτα:

Αν και η Ελλη Παππά σωστά πάλεψε για να πείσει ότι ο Πλουμπίδης δεν ήταν πράκτορας του εχθρού, όπως τον είχε άδικα κατηγορήσει η ηγεσία του ΚΚΕ, ωστόσο κάποιο διάστημα και η ίδια είχε ερωτηματικά για τον Πλουμπίδη, τα οποία διατύπωσε στον Ν. Ζαχαριάδη σε μία από τις εκθέσεις που του έστειλε από τη φυλακή. Διαβάζουμε:

«Λίγα ακόμα για το ζήτημα του Πλουμπίδη. Εμένα με βασάνισαν τρία σημεία: 1) Οταν ήρθε στη φυλακή η Κατερίνα Τριανταφ(υλλίδη) μου είπε: «Ο Πλουμπίδης είναι έξω φρενών μαζί σου γιατί πήγες στο σπίτι του Καλοφωλιά, ενώ στο είχε απαγορεύσει». Εγώ έμεινα κατάπληχτη, γιατί στο σπίτι του Καλοφ(ωλιά) πήγα ακριβώς ύστερα από συνεννόηση μαζί του (από κει θα παίρναμε επαφή με την οργάνωση μετά τη σύλληψη του Νίκου). Τότε το απέδωσα σε υπερβολικότητες της Κατερίνας. Μετά την καταγγελία για τον Πλ(ουμπίδη) με βασάνισε πολύ. 2) Η τοποθέτηση της Ειρήνης Καστανάκη σε τόσο σοβαρή δουλειά. Απ’ αυτήν ξεκινάει στην υπόθεσή μας όλο το κορδόνι της παρακολούθησης. Ο Πλ. όταν την έβαλε στη δουλειά μού είχε διαβάσει μια έκθεσή της στην οποία έλεγε πως υπέγραψε δήλωση στη Μακρόνησο ύστερα από βασανιστήρια, «που δεν έπαθε ούτε ο Χριστός». Του είχα πει τότε πως δεν μ’ αρέσει εμένα αυτή η γυναίκα που διαφημίζει το τι πέρασε για να δικαιολογήσει τη δήλωσή της (τότε δεν ξέραμε ακόμη πως δεν έγιναν ατομικά βασανιστήρια στη Μακρον. στις γυναίκες). Οταν ήρθα στη φυλακή έμαθα από τις γυναίκες πως η Καστανάκη ουδέποτε είχε πάει στη Μακρ., ότι αντίθετα είχε συλληφθεί το 1948 με τους ιδιωτ. υπάλληλους, ότι αφέθηκε ελεύθερη, χωρίστηκε η δίκη της και δεν έγινε ποτέ (όπως και τώρα). Το έγραψα στον Πλ. ρωτώντας τον πώς μας κορόιδεψε. Δεν πήρα απάντηση. Κι αυτό μ’ απασχολεί πολύ. 3) Η υποχώρησή του στις εκλογές για να μην χάσουμε τον Κύρκο, ενώ είχαμε πεισθεί πριν πιαστώ πως ο Κύρκος ήταν ανοιχτός χαφιές και προβοκάτορας. Ομως όλα αυτά τα ήξερε ο Νίκος, τα δυο τελευταία τα συζητήσαμε στην Καλλιθέα, μα ποτέ δεν έδειξε να αμφέβαλε για την καλή πίστη του Πλ(ουμπίδη)»15.

Και τα έγραψε αυτά στην ίδια επιστολή όπου στη συνέχεια σωστά υπεραμυνόταν της αθωότητας του Πλουμπίδη.

Εξάλλου η Ελλη Παππά ήταν κατηγορηματική και για την Ρόζα Ιμβριώτη και για πολλές άλλες συγκρατούμενές της:

«Χρησιμοποιούνται ανεξέλεγκτα από την οργάνωση στοιχεία αντικομματικά – αντιηγετικά που έκαναν θραύση στις φυλακές και στις εξορίες (όπως κάτι δικηγορίνες που είχαμε εδώ) ή η Ρόζα Ιμβριώτη που στην εξορία έκανε καθαρά αντιηγετική δουλιά και κατά τη γνώμη μου είναι πράχτορας»16.

Κατηγορηματική ήταν η Ελλη Παππά και όσον αφορά τον Βαβούδη. Σίγουρα χαφιέ θεωρούσε η Ελλη Παππά και τον Νίκο Ακριτίδη. Μέχρι το θάνατό της πίστευε ότι ο Ακριτίδης πρόδωσε τον Μπελογιάννη. Εγραψε η Ελλη Παππά στον Ζαχαριάδη:

«Και – έξω απ’ τους μικρούς – πραγματικός χαφιές είναι αυτός που βρίσκεται στην Αθήνα επικεφαλής της δουλειάς. Αν αυτός είναι πάντα ο Ακριτίδης, τότε χαφιές είναι ο Ακριτίδης».17

Ακόμα:

«2) Τι συμβαίνει με τους κώδικες; Πριν αρχίσει η δεύτερη δίκη ο Μπάρμπας μού είχε γράψει πως αρχείο δεν κρατιόταν και δεν μπορούσαν να έχουν τίποτα στα χέρια τους. Αποδείχτηκε ότι είχαν πολλά στα χέρια τους. Σχηματίσαμε βαριές υπόνοιες για τον Βαβούδη. Ο Νίκος μάλιστα στην Καλλιθέα μου είπε πως ο Β. στην Κατοχή ήταν στον Τίτο και μπορεί να τον ψωνίσανε τότε. Για το Β. εγώ είχα υπόνοιες από τις εκλογές του 1950. Αλλοτε μπορώ να σας πω πού τις στήριζα. Τις είπα στο Μπάρμπα, που όμως δεν τις πήρε στα σοβαρά. Και μάλιστα του τις είπε σαν κριτική δική μου. Από τότε χρονολογείται και το άσβεστο μίσος του Β. για μένα που το πληροφορήθηκα πολύ αργά, μόλις είδα το αξιοθρήνητο σήμα για μένα και το Νίκο. Τις υπόνοιές μου για αυτόν τις διατηρώ. Κανείς δεν τον είδε νεκρό. Θα φρίξετε αν κάποτε μάθετε πώς δούλευε αυτός ο άνθρωπος. Μα και μόνο η προσπάθειά του να μας συκοφαντεί όλους και η τάση του να θέλει να πάρει όλη τη δουλειά στα χέρια του, δείχνουν πολλά. Ούτε και μπορούμε να πιστέψουμε πως αυτοί έχουν στις γραμμές μας ένα πράχτορα και όχι δίχτυ από τέτοιους. Αν οι κώδικες δεν είναι από τον Βαβούδη, ποιος τους έδωσε; Σ’ αυτό ίσως θα μπορούσε να δώσει απάντηση ο Μπάρμπας. Νομίζω πως αυτό θα μπορούσε να το κάνει μόνο ο Ακριτίδης»18.

Επομένως, ούτε η Ελλη Παππά ήταν απαλλαγμένη από τη γενικότερη τάση «χαφιεδολογίας» που υπήρχε στην ηγεσία του Κόμματος, βεβαίως σε συνθήκες που η Ασφάλεια κατέφερε ισχυρά χτυπήματα στις παράνομες οργανώσεις του, αλλά και σε συνθήκες εσωκομματικής ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης, την οποία αξιοποιούσε ο ταξικός εχθρός.

Το γεγονός ότι η Ελλη Παππά έκανε λαθεμένες εκτιμήσεις για πρόσωπα και πράγματα, εξηγείται, μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί και να δικαιολογείται, παίρνοντας κανείς υπόψη τις δύσκολες και σύνθετες συνθήκες δράσης του ΚΚΕ. Ωστόσο, στις μέχρι το θάνατό της δημόσιες τοποθετήσεις, δεν έχει σταθεί αυτοκριτικά, ενώ έχει επιπλέον καταγγείλει άλλους που υπέπεσαν στα ίδια λάθη με τα δικά της.

Για τη μαρτυρία ως ιστορική πηγή
Σχετικά με τη μαρτυρία διατυπώθηκε και η εξής άποψη:

«…η μαρτυρία ως αναδρομική εξιστόρηση, μνήμη και αναστοχασμός, αποτυπώνει τα βιώματα, τις σκέψεις και τις εμπειρίες μιας εποχής, δανειζόμενη από την ύστερη γνώση και τις μεταγενέστερες συνειδητοποιήσεις»19.

Η αποδοχή αυτής της άποψης για τη μαρτυρία είναι πιθανό να οδηγήσει στην αποδοχή μιας παραποιημένης πραγματικότητας, ακόμα και αν δεχθούμε ότι τη συγκεκριμένη στιγμή που η μαρτυρία διαμορφωνόταν, πράγματι απεικόνιζε με ακρίβεια το ιστορούμενο γεγονός. Γιατί οι μεταγενέστερες συνειδητοποιήσεις και η ύστερη γνώση, ίσως «δανείζουν» στη μαρτυρία, όμως δανείζοντας μπορεί και να την παραμορφώνουν. Αυτό συμβαίνει σε πάμπολλες περιπτώσεις. Τα στρώματα του χρόνου που συσσωρεύονται στη μνήμη, ανακατεμένα σε πολλούς και πολλές με την παθογένεια νέων ιδεολογικών τάσεων (οπορτουνιστικών), κάνουν τη μαρτυρία σύμβουλο κακό. Στην περίπτωση της Ελλης Παππά αυτό το τελευταίο είναι αναμφισβήτητο.

Επιπλέον υπάρχει το εξής ερώτημα: Με ποια κριτήρια θεωρείται φερέγγυα η τάδε ή η δείνα μαρτυρία της και με ποια κριτήρια δεν θεωρείται φερέγγυα κάποια άλλη;

Καμιά προσωπική μαρτυρία δεν αποτελεί ιστορική πηγή, παρά μόνο στην περίπτωση που επιβεβαιώνεται από επίσημα ντοκουμέντα. Αν το τελευταίο δεν συμβαίνει, τότε απαραίτητη προϋπόθεση, για να θεωρηθεί η μαρτυρία ιστορική πηγή, είναι να υπάρχουν και άλλες μαρτυρίες που να συμπίπτουν με τη συγκεκριμένη προσωπική μαρτυρία. Προϋπόθεση είναι, ακόμα, όλες μαζί να συναρθρώνονται στην ολόπλευρη και λεπτομερή ανάλυση της εξεταζόμενης περιόδου. Διαφορετικά, η αξιοπιστία κάθε μαρτυρίας μένει να αποδειχθεί.

Η μαρτυρία ενός μεμονωμένου προσώπου αναμφίβολα μετά την πάροδο χρόνων σημαδεύεται με συναισθηματικά κίνητρα, προσωπικά κριτήρια, αναστοχασμούς κλπ. Ομως, αυτά δεν ακυρώνουν τον κυρίαρχο ρόλο που διαδραματίζει στη μαρτυρία του η πολιτική του τοποθέτηση. Πολύ περισσότερο, θα λέγαμε ότι το ατομικό ταξικό πρίσμα προσδιορίζει και τα συναισθηματικά κριτήρια και τους αναστοχασμούς.

Από την άλλη, η μαρτυρία δεν είναι από μόνη της Ιστορία. Για παράδειγμα, η μαρτυρία ενός «ανανήψαντος» (ή και πολλών), που πιστεύει ότι ήταν λάθος του να πολεμήσει στα 1946-1949, δεν είναι δυνατό να στοιχειοθετήσει ότι κακώς διεξήχθη ο αγώνας του ΔΣΕ.

Σειρά λόγων, λοιπόν, συνηγορούν στο να μην είναι πολλές φορές οι πρωταγωνιστές και οι πιο αντικειμενικοί κριτές ιστορικών γεγονότων. Επιπλέον, οι πρωταγωνιστές δεν ερμηνεύονται αυθεντικά μόνο ή κυρίως από τις μαρτυρίες συγγενών και φίλων. Αυτό επιχειρείται σήμερα για τους Μπελογιάννη και Πλουμπίδη, ενώ συμπίπτουν στους στόχους συγγενείς και αστική ιδεολογία. Γι’ αυτό οι προσωπικές εκμυστηρεύσεις έχουν ελάχιστη ιστορική αξία. Τις εκμυστηρεύσεις έχει χρησιμοποιήσει κατά κόρον και με σαφή υπονοούμενα η Ελλη Παππά, κάνοντας συνεχείς αναφορές στο τι της είπε ή δεν της είπε ο Μπελογιάννης, ή τι εννοούσε για το ένα ή για το δείνα θέμα.

Αστοχο. Ούτε μπορεί να την διαψεύσει κανείς, αφού κανείς δεν ήταν παρών στην απομόνωση του κρατητηρίου, ούτε εκείνη μπορούσε να αποδείξει τα λεγόμενά της. Και αν υπολόγιζε ότι στους ισχυρισμούς, που έχει εγείρει, δίνει το ακαταμάχητο το αγωνιστικό της παρελθόν, επίσης αστόχησε. Γιατί είπε τόσα στο παρελθόν, τα οποία στη συνέχεια «ξέχασε», ώστε έχει χάσει και το «ακαταμάχητο».

Η ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας απαιτεί επιστημονική μεθοδολογία, ανάλυση όλων των βασικών παραγόντων που διαμόρφωσαν τα ιστορικά γεγονότα, μελέτη της διαλεκτικής σχέσης των διαφόρων παραγόντων, εργασία που απαιτεί συλλογικότητα και σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται με την ατομική μαρτυρία.

Η ιστοριογραφία είναι ταξική. Δεν υπάρχει «ουδέτερη» συγγραφή, είτε αυτό το αντιλαμβάνεται ο ιστορικός που τοποθετείται με την αστική σκοπιά, είτε δεν το αντιλαμβάνεται.

Βιβλιογραφία – σημειώσεις:

1. Γιάννης Πετσόπουλος, «Τα πραγματικά αίτια της διαγραφής μου από το ΚΚΕ», Αθήνα 1946.

2. Πότης Παρασκευόπουλος, «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», σελ. 19-20, εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ.

3. Πότης Παρασκευόπουλος, «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», σελ. 10, εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ.

4. 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 71, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ (μόνο για εσωκομματική χρήση).

5. 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 92 – 93, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ (μόνο για εσωκομματική χρήση).

6. Η ΑΥΓΗ, 1 Νοεμβρίου 2009.

7. Σπύρος Λιναρδάτος, «Από τον εμφύλιο στη χούντα», τ. Α΄, σελ. 216 – 217, εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ.

8. Περιοδικό «Νέος Κόσμος», Μάρτιος 1954, σελ. 49, άρθρο του Αλέκου Ψηλορείτη ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ.

9. Ι. Β. Στάλιν, ΑΠΑΝΤΑ τ. 14ος , σελ. 107, εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ.

10. «Ριζοσπάστης», 26 Απριλίου 1998.

11. Τα βασικά σημεία της επιστολής αναφέρονται και σχολιάζονται σε άλλες σελίδες του παρόντος.

12. Επιμορφωτικό Κέντρο «Χαρίλαος Φλωράκης», ΑΜ 441416. Η επιστολή της Ελλης Παππά γράφτηκε στις 2 Απριλίου 1952 και μεταδόθηκε από τον ρ/φ σταθμό «Ελεύθερη Ελλάδα» στις 3 Μαΐου του 1952. Είχε δημοσιευτεί στην «Ουμανιτέ» στις 29 Απριλίου 1952.

13. Η Ελλη Παππά έγραψε τα γράμματα με χυμό λεμονιού στις λευκές σελίδες και στα περιθώρια ενός βιβλίου.

14. Αρχείο ΚΚΕ – Εγγραφο 119112: Εκθέσεις της Ελλης Ιωαννίδου προς τον Ν. Ζαχαριάδη.

15. Αρχείο ΚΚΕ – Εγγραφο 119112: Εκθέσεις της Ελλης Ιωαννίδου προς τον Ν. Ζαχαριάδη.

16. Αρχείο ΚΚΕ – Εγγραφο 119112: Εκθέσεις της Ελλης Ιωαννίδου προς τον Ν. Ζαχαριάδη.

17. Αρχείο ΚΚΕ – Εγγραφο 119112: Εκθέσεις της Ελλης Ιωαννίδου προς τον Ν. Ζαχαριάδη.

18. Αρχείο ΚΚΕ – Εγγραφο 119112: Εκθέσεις της Ελλης Ιωαννίδου προς τον Ν. Ζαχαριάδη.

19. Ιωάννα Παπαθανασίου, από διανεμημένη ομιλία της στην παρουσίαση του βιβλίου «Οι παράνομοι», με τίτλο «Οι παράνομοι ως αντι – ήρωες της επαναστατικής δράσης», ξενοδοχείο Τιτάνια, 7 Μαΐου 1997.

Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Βλέπε επίσης:

Ιστορικό-πολιτικό αφιέρωμα στο Νίκο Μπελογιάννη, μέρος Α

Ιστορικό-πολιτικό αφιέρωμα στο Νίκο Μπελογιάννη, μέρος Γ

Από την απολογία του Νίκου Μπελογιάννη (1η & 2η δίκη): Το αγωνιστικό ήθος του κομμουνιστή αντηχεί στην Ιστορία μέχρι το σήμερα

Ιστορικό-πολιτικό αφιέρωμα στο Νίκο Μπελογιάννη, μέρος Α

Το ΚΚΕ γεννά Μπελογιάννηδες

Στα 58 χρόνια από την εκτέλεση του Κομμουνιστή

(α΄ μέρος)

«Η κατάσταση που παρακολουθώ στην Ελλάδα, μου γεννάει μια ανυπομονησία πότε να βρεθώ κάτω, αδιαφορώντας για τις συνθήκες και τις δυσκολίες που θα συναντήσω. Δεν είμαστε πλασμένοι εμείς σήμερα για «ειρηνική» ζωή…».1 (Νίκος Μπελογιάννης)

Οι συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στην Ελλάδα μετά το τέλος του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), σφραγίζονταν από τις διώξεις κατά του ΚΚΕ και του ΕΑΜικού κινήματος, ενώ το ίδιο το ΚΚΕ πάλευε ηρωικά όντας «τριχοτομημένο»: Ενα τμήμα του, μαζί και το καθοδηγητικό του κέντρο, ήταν στην πολιτική προσφυγιά, ένα άλλο στις φυλακές και στις εξορίες στην Ελλάδα και ένα τρίτο στην παράνομη δράση. Ταυτόχρονα, το ΚΚΕ προσπαθούσε να αξιοποιήσει τις όποιες νόμιμες δυνατότητες παρείχε η λειτουργία του αστικού πολιτικού συστήματος, συνδυάζοντας την παράνομη δουλειά με τη νόμιμη, αλλά και να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες οπορτουνιστικές πιέσεις που εκδηλώνονταν στο εσωτερικό του Κόμματος καθώς και στον περίγυρό του. Από την άλλη, τα κτυπήματα των οργανώσεων από τις διωκτικές αρχές είχαν διαμορφώσει ένα κλίμα «χαφιεδοφοβίας», που γινόταν αιτία πολλές συλλήψεις κομμουνιστών να θεωρούνται αποτέλεσμα της ύπαρξης χαφιέδων στον παράνομο μηχανισμό και όχι αποτέλεσμα διαφορετικών αιτιών, όπως της παραβίασης συνωμοτικών κανόνων, τυχαίων περιστατικών και άλλων. Και όλα αυτά, τη στιγμή που η ανασυγκρότηση των παράνομων κομματικών οργανώσεων πρόβαλε ως το υπ’ αριθμόν ένα καθήκον του Κόμματος, ενώ διαρκούσαν οι προσπάθειες πολλαπλής υπονόμευσής του.
Την άνοιξη του 1949 υπεύθυνος του παράνομου κομματικού κλιμακίου στην Ελλάδα ανέλαβε ο Νίκος Πλουμπίδης, μέλος της ΚΕ, αντικαθιστώντας τον Στέργιο Αναστασιάδη, μέλος του ΠΓ, που είχε πέσει στα χέρια της Ασφάλειας. Μαζί με τον Αναστασιάδη πιάστηκαν και άλλοι καθοδηγητές των παράνομων οργανώσεων, καθώς και πολλοί ακόμα σύντροφοι της Αθήνας και του Πειραιά. Οι οργανώσεις σχεδόν εξαρθρώθηκαν.

Το πρόβλημα των συλλήψεων είχε απασχολήσει και την 7η Ολομέλεια της ΚΕ (14-18 Μαΐου 1950), η οποία αποφάσισε σχετικά με τα παράνομα στελέχη στην Ελλάδα:

«Ολα τα κομματικά στελέχη που τώρα δουλεύουν παράνομα στην Ελλάδα πρέπει να περάσουν στο εξωτερικό για λόγους ασφάλειας των κομματικών οργανώσεων, για ξεκούραση και μόρφωση και για να γίνει εξέταση με σκοπό να βρεθεί άκρη για τα σοβαρά χτυπήματα που μας κατάφερε ο εχθρός στα τελευταία χρόνια»2.

Μετά τις συλλήψεις της άνοιξης 1949 η οργάνωση των ΕΠΟΝιτών, όπως λεγόταν, με επικεφαλής τον Σταύρο Κασιμάτη, αυτονομήθηκε από το κλιμάκιο που καθοδηγούσε ο Ν. Πλουμπίδης. Ο ίδιος ο Κασιμάτης, λαθεμένα, υποψιαζόταν ότι ο Ν. Πλουμπίδης είχε δώσει στην Ασφάλεια τον παράνομο μηχανισμό. Η απόφαση για τη δημιουργία του δεύτερου καθοδηγητικού κέντρου πάρθηκε δίχως προηγούμενη συνεννόηση του Κασιμάτη με το ΠΓ. Αργότερα, το ΠΓ ενέκρινε την επιλογή της αυτονόμησης.

Οπως έγραψε ο Κασιμάτης, σε σύσκεψη που πραγματοποίησαν ο ίδιος με τους Κώστα Φιλίνη, Φώφη Λαζάρου, Πέτρο Διβέρη, αποφάσισαν τη συγκρότηση του δεύτερου καθοδηγητικού κέντρου του ΚΚΕ στην Αθήνα. Διαβάζουμε:«Χωρίς περιστροφές αναφέρομαι σύντομα στις συλλήψεις, στη δημιουργημένη από αυτές κατάσταση και προτείνω να αναλάβουμε εμείς οι τέσσερις πρωτοβουλία για ανασυγκρότηση των οργανώσεων, όχι μόνο της ΕΠΟΝ αλλά και του Κόμματος»3.

Στο δεύτερο καθοδηγητικό κέντρο, που το συναντάμε και ως κέντρο των ΕΠΟΝιτών, άλλοτε και των Μακρονησιωτών, εντάχθηκαν και απολυμένοι από τη Μακρόνησο, όπως ο Αντώνης Μπριλλάκης, ο Πότης Παρασκευόπουλος και ο Παναγιώτης Κατερίνης.

Στο πλαίσιο των μέτρων ανασυγκρότησης των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων, η 7η Ολομέλεια προσέλαβε τους Νίκο Μπελογιάννη και Νίκο Ακριτίδη ως αναπληρωματικά μέλη της ΚΕ.

Λίγες ημέρες μετά την 7η Ολομέλεια ο Μπελογιάννης αναχώρησε για την Ελλάδα από την πολιτική προσφυγιά όπου βρισκόταν, μέσω της διαδρομής Παρίσι – Ρώμη – Αθήνα. Εφθασε αεροπορικώς στις 7 Ιουνίου 1950, με το όνομα Ερρίκος Πανόζ στο Αργεντινό του διαβατήριο. Πέντε μήνες αργότερα, το Νοέμβριο του 1950, τον ακολούθησε ο Νίκος Ακριτίδης.

Ο Μπελογιάννης δούλεψε ως καθοδηγητής των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ, μαζί και των Πλουμπίδη και Βαβούδη4.

Σε τηλεγράφημα, με ημερομηνία 21 Ιουνίου 1950, που έστειλε στο ΠΓ μετά τον ερχομό του ο Μπελογιάννης ανέφερε για τους Πλουμπίδη και Βαβούδη, με τους οποίους είχε εντολή να μη συνδεθεί:

«Από 1

Αρ. 31

Κ

Εφθασα 7 Ιούνη. Ρώμη ψώνισα ένα Ιταλό 300 δολάρια και έβγαλε τράνζιτο. Σας γράφω κρίσεις μου για ανθρώπους μας. Ο Μπ (Νίκος Πλουμπίδης) είναι εντάξει (…) Αρρώστια και απομόνωση συντελούν βλέπει μερικά ζητήματα στενά σχολαστικά χλιαρά. Κουφός (Νίκος Βαβούδης) μάλλον εντάξει. Σε άρρωστο Μπ, πρότεινε αναλάβει αυτός καθοδήγηση»5.

Υπονόμευση του ΚΚΕ
Οταν ο Μπελογιάννης ήρθε στην Ελλάδα, παράλληλα και ταυτόχρονα με την πολύμορφη κατασταλτική επίθεση εναντίον του ΚΚΕ βρισκόταν σε εξέλιξη και η προσπάθεια ιδεολογικής και οργανωτικής υπονόμευσης του Κόμματος.

Η προσπάθεια να διαλυθεί ή να μεταλλαχθεί το ΚΚΕ, ή να δημιουργηθεί στη θέση του ένα άλλο «εθνικό» κόμμα, άρχισε αμέσως μετά το τέλος του λαϊκού ένοπλου αγώνα 1946 – 1949. Επιχειρήθηκε από ντόπιες και ξένες υπηρεσίες, ανάμεσα σε αυτές και της Γιουγκοσλαβίας, αλλά και από δυνάμεις που συνεργάζονταν με το παράνομο ΚΚΕ σε συμμαχικά πολιτικά σχήματα.

Λίγες ημέρες μετά τον ερχομό του ο Ν. Μπελογιάννης έστειλε στο ΠΓ το εξής ραδιοτηλεγράφημα:

«Αθήνα από εποχή κυβερνητικής κρίσης βρίσκεται γνωστός κατάσκοπος Κρις6 και ο ίδιος και πράχτορές του πλησιάζουν για ψάρεμα Μακρονησιώτες. Επίσης το ίδιο κάνει και Σερβική πρεσβεία σε μεγάλη κλίμακα. Ο σταθμός πρέπει να τονώσει με εκπομπές του αγωνιστική διάθεση και ηθικό απολυμένων Μακρονησιωτών»7.

Η δραστηριότητα του γιουγκοσλαβικού παράγοντα, που για δικό του λογαριασμό προσπαθούσε να ασκήσει επιρροή στις γραμμές του ΚΚΕ, είχε επισημανθεί και στην 7η Ολομέλεια της ΚΕ. Τότε καταγγέλθηκε από τον Ν. Ζαχαριάδη, ότι ο Τίτο πραγματοποίησε συνάντηση με τον Δημ. Γιωτόπουλο, γνωστό τροτσκιστή και ύποπτο για συνεργασία με την ελληνική Κρατική Ασφάλεια.

Εξάλλου, στον Τύπο της εποχής γράφτηκε:«Τώρα μπορεί να αποκαλυφθούν οι λόγοι, οι οποίοι έφεραν την διάσπαση και τον σχηματισμό διαφόρων ανεξαρτήτων ομάδων μεταξύ των αριστερών και ο σχηματισμός των ομάδων αυτών εγένετο διότι επήλθε ριζική διαφωνία μεταξύ των ηγετών. Εάν δηλαδή έπρεπε να δημιουργήσουν την επαναστατικήν αυτήν κίνηση στους κόλπους του ΚΚΕ ή όχι. Οι γνώμες διχάσθηκαν (…) οι υπό τον Καραμαούναν ανέλαβον να ευνοήσουν την δημιουργίαν του Τιτοϊκού κινήματος εν Ελλάδι. (…) ήρχισαν αι επαφαί Γιόβιτς και αριστερών… Γιόβιτς συνηντήθη με τον Καραμαούναν – Θυμογιάννην και άλλους αριστερούς παράγοντας οι οποίοι εις όλας τας δεξιώσεις του Γιουγκοσλαβικού προξενείου ήσαν παρόντες.

Ο Καραμαούνας ευθύς ως ήλθεν εις επαφήν με τον Γιόβιτς και έλαβε τας οδηγίας του αρχηγού του Νέου ΚΚΕ ήρχισε τας πρώτας κινήσεις του. Ο Γιουγκοσλάβος πρόξενος Γιόβιτς μετά την επιτυχίαν του αυτήν, ενθαρρυνθείς, ήρχισε να κινήται ζωηρότερον»8.

Ο Ν. Πλουμπίδης επίσης είχε αναφερθεί πολλές φορές στο ρόλο των «Τιτικών», όπως ονόμαζαν εκείνους που υποστήριζαν την πολιτική της Γιουγκοσλαβίας:

«Ολες οι προσπάθειες κάθε λογής σοσιαλιστών, αρχείων, λικβινταριστών, τροτσκιστών, ελδιτών, τιτικών, αντιηγετικών, είχαν αποτύχει οικτρά»9.

Σε Δελτίο Πληροφοριών, που βρίσκεται στο Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών, με ημερομηνία 26 Μαρτίου 1951, διαβάζουμε:

«…Οντως σαν η Κυβέρνησις δεν κατορθώσει να βελτιώσει την έκρυθμον ούτως ειπείν κατάστασιν θέτουσα ένα σχετικόν φραγμόν εις την ακρίβειαν του βίου και να περιορίσει την ανεργίαν, υπάρχει φόβος να επικρατήσει εις προσεχείς εκλογάς ο αριστερισμός, ματαιούμενης της προσπάθειας των εθνικιστών κομμουνιστών να εκμηδενίσουν τον Ζαχαριάδη»10.

Σε άλλο Πληροφοριακό Σημείωμα, με ημερομηνία 13 Νοεμβρίου 1951, αναφέρεται:

«Η υφισταμένη ενδοκομματική διένεξις εις τους κόλπους της ΕΔΑ προήλθεν εκ της ασυμφωνίας μελών τινών της Δ.Ε. (Διοικούσας Επιτροπής) της ΕΔΑ επί της ακολουθητέας γραμμής χαραχθείσης υπό της ηγεσίας του ΚΚΕ. Φαίνεται, δια τον ως άνω λόγον, ότι παρηγκωνίσθη ο ΚΥΡΚΟΣ εκ της Δ.Ε. της ΕΔΑ. (…) Η διαπιστωθείσα ασυμφωνία (…) μεταξύ ανωτάτων εξωκομματικών στελεχών της παραμένει σταθερά αιτία διαφωνιών και κινδύνων ρήξεως και διασπάσεως της ΕΔΑ και δημιουργίας μιας νέας αριστεράς κινήσεως ως στρεφομένης εναντίον του ΚΚΕ… Η κίνησις αυτή είτε είναι αντικειμενικώς υπάρχουσα είτε σκοπίμως εξαγγελόμενη προς εκφοβισμόν των ως άνω προσωπικοτήτων οι οποίοι δεν δεικνύουν διάθεσιν συνεργασίας και υποταγής εις τα κελεύσματα του ΚΚΕ, είναι τα μάλιστα εκμεταλλεύσιμος υπό του Κράτους»11.

Από τη μια, λοιπόν, η γιουγκοσλαβική πρεσβεία και, από την άλλη, μια σειρά μυστικές υπηρεσίες του ιμπεριαλισμού, είχαν δραστηριοποιηθεί κατά του παράνομου ΚΚΕ. Για το ίδιο θέμα παρατίθεται και η μαρτυρία του Σταύρου Κασιμάτη:

«Μπορώ να ισχυριστώ ότι με τη δουλειά που κάναμε εμείς, το δικό μας κομμάτι των οργανώσεων, στους Μακρονησιώτες και τους απολυμένους και στους του Στρατοπέδου, μέσα στις γενικότερες αγωνιστικές συνθήκες πετύχαμε να ναυαγήσουν οι αποσχιστικές προσπάθειες και του Εγγλέζου Κρις (…) και οι προσπάθειες της γιουγκοσλαβικής πρεσβείας. Ελέγχαμε πλήρως τις κινήσεις της τελευταίας»12.

Εξάλλου, από τα τέλη του 1949 ο Ν. Βαβούδης πληροφορούσε το ΠΓ για τον τότε υπουργό Εσωτερικών και την Ασφάλεια:

«Ρέντης και Ασφάλεια δουλεύουν εντατικά για την ίδρυση του νέου ΚΚΕ, αλλά όπως λένε καθυστερούν γιατί δεν ήρθαν ακόμα τα στελέχη από τη Γιουγκοσλαβία. Κινούνται για το κόμμα αυτό, ο δημοσιογράφος Γραμματικόπουλος, δικηγόρος Αποστολόπουλος και ο γιος του εκ μέρους εφημερίδας «Βήμα» (…) Είναι έμπιστος του Ρέντη. Αλλες πληροφορίες ότι η Ασφάλεια έχει δημιουργήσει από καιρό στις συνοικίες οργανώσεις τις οποίες καθοδηγή (…)»13.

Τι σήμαινε η μετατροπή του ΚΚΕ σε «νέο ΚΚΕ»; Λίγα χρόνια αργότερα, το 1956, ο Ηλίας Τσιριμώκος, γενικός γραμματέας του σοσιαλδημοκρατικού σχηματισμού ΕΛΔ – ΣΚΕ, έγραψε σχετικά με αυτό:

«Εις το σύνολον, μια τέτοια τοποθέτησις του νομίμου κινήματος της Αριστεράς θα επανέφερε εις την ορθήν βάσιν το θέμα των σχέσεων Αριστεράς και έθνους, που η πολιτική του Ζαχαριάδη έχει ανατρέψει. Η πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ κατόρθωσε να μεταβάλη τα δεδομένα του προβλήματος εις την Ελλάδα. Και να διαβάλη, από άποψιν εθνικήν, όχι μόνο το ΚΚΕ, αλλά ολόκληρη την Αριστεράν ως «αντεθνικώς» σκεπτόμενην ή ενεργούσαν. Το ΚΚΕ με τα Δεκεμβριανά εμείωσε τους ακατάλυτους εθνικούς τίτλους του ΕΑΜ…»14!

Ο ίδιος τόνιζε:

«Είναι δυνατόν να γίνη σήμερα λόγος δια την δημιουργίαν μιας νέας Αριστεράς με την συμμετοχή των ΕΔΑΐτικων στοιχείων; Από την ειλικρινή στροφήν ολόκληρης της Αριστεράς προς μιαν γνήσιαν αυτόχθονα εθνικήν ανεξάρτητον γραμμήν, εξαρτάται κατά πολύ η περαιτέρω διαμόρφωσις της πολιτικής ζωής της χώρας. Εις την τύχην της Αριστεράς εν Ελλάδι εβάρυναν – και βαραίνουν δια το μέλλον της – η στάσις του Δεκεμβρίου του 1944 και ο εμφύλιος πόλεμος»15.

Οταν έγραφε τα παραπάνω ο Ηλίας Τσιριμώκος, ήταν η περίοδος αμέσως μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956). Είναι χαρακτηριστικό ότι στο ίδιο κείμενο ο Τσιριμώκος εξυμνούσε τον Βλαντισλάβ Γκομούλκα, ΓΓ της ΚΕ του Πολωνικού Κόμματος:

«Το όνομα ενός Βλαντισλάβ Γκομούλκα αίφνης θα γραφή με μεγάλα γράμματα εις την ιστορίαν του Εργατικού Κινήματος. Διότι αποδεικνύεται γνήσιος Πολωνός και γνήσιος επαναστάτης. Ο πολωνικός δρόμος προς τον σοσιαλισμόν δεν σημαίνει τίποτε άλλο από την πλήρη μεταβολήν εις τας μεθόδους, την σύνδεσιν του Κινήματος με το πολωνικόν έθνος, την πολωνική πραγματικότητα και την καταστροφήν των σταλινικών μεθόδων»16.

Τέτοιες αντιλήψεις ενδυναμώθηκαν ιδιαίτερα μετά το 20ό Συνέδριο. Επί της ουσίας, αυτές τις αντιλήψεις εξέφραζαν και στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και σειρά συνεργαζόμενοι με το ΚΚΕ.

Τρεις μήνες πριν από τον ερχομό του Μπελογιάννη είχαν πραγματοποιηθεί οι βουλευτικές εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950, στις οποίες το ΚΚΕ συμμετείχε στο σχήμα «Δημοκρατική Παράταξη» με την επωνυμία «Δημοκρατικός Συναγερμός». Με το ίδιο σχήμα το ΚΚΕ πήρε μέρος αργότερα στη δημιουργία της ΕΔΑ.

Διαβάζουμε για εκείνα τα χρόνια:

«Καταβλήθηκε ακόμα και προσπάθεια να εκβληθεί ο Συναγερμός από την ΕΔΑ, να εκτοπιστεί, δηλαδή, η πιο σφριγηλή δύναμή της. Αλλά ματαιώθηκε, όταν συνειδητοποίησαν τον αντίκτυπο που θα προκαλούσε μια τέτοια ενέργεια στο δημοκρατικό λαό της Αριστεράς»17.

Και παρακάτω:

«Μετά την ίδρυση της ΕΔΑ, υποστηρίχθηκε ότι το ΚΚΕ έπρεπε να διαλυθεί, ή μάλλον να συγχωνευτεί στις τάξεις της. Στην ιστορία των πολιτικών κομμάτων δεν υπήρχε προηγούμενο»18.

Από τις αρχές της 10ετίας του 1950 άρχισε να καλλιεργείται και η πλαστή αντίθεση ανάμεσα στους κομμουνιστές που ζούσαν στο εξωτερικό και στους κομμουνιστές που βρίσκονταν στο εσωτερικό. Την όξυνση αυτής της πολιτικά ανύπαρκτης αντίθεσης επεδίωκε και ο αστικός πολιτικός κόσμος. Σημείωσε σχετικά ο Νίκος Κιτσίκης, υποψήφιος δήμαρχος Αθήνας το 1964 και νικητής των τότε εκλογών:

«Νομιμοποίηση ΚΚΕ. Ο Βενιζέλος και άλλα κόμματα υποστηρίζουν τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ… Εβαζαν τη θέση να αποκλεισθούν αυτοί που τους αφαιρέθηκε η ιθαγένεια και να χωριστούν οι μέσα απ΄ την Ελλάδα απ΄ τους έξω»19.

Στην καλλιέργεια αυτής της πλαστής αντίθεσης συνέβαλαν20 στελέχη της ΕΔΑ στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ενώ και σήμερα στελέχη του οπορτουνισμού υποστηρίζουν ότι η αντίθεση ήταν υπαρκτή. Είναι χαρακτηριστικά τα εξής:

«Ο Στ. Ηλιόπουλος έθεσε τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων, όταν αναφέρθηκε στη «διατήρηση σε παρανομία του ΚΚΕ και την απουσία της ηγεσίας του». Οταν υποστήριξε την ανάγκη «τα κόμματα που αποτελούν την ΕΔΑ να αναλάβουν, με πλήρη ευθύνη και αυτοτέλεια, την άσκηση της πολιτικής της Αριστεράς στη χώρα», ασφαλώς δεν άφηνε έξω από τις συνιστώσες της ΕΔΑ τους κομμουνιστές, οι οποίοι, παρ’ όλη την εκτός νόμου θέση του κόμματός τους, μετείχαν οι ίδιοι ενεργητικά στη νόμιμη δράση της ΕΔΑ και εκπροσωπούνταν, άτυπα ή συγκαλυμμένα, στη Δ.Ε. (Διοικούσα Επιτροπή) και τα άλλα όργανά της. Και αυτοί περιλαμβάνονταν ασφαλώς στο «εμείς» της διατύπωσης του Στ. Ηλιόπουλου, που δεν μπορούσε να είναι σαφέστερη εξαιτίας της νομοθεσίας του αντικομμουνιστικού κράτους. Είναι άξιο προσοχής ότι η πρώτη επισήμανση του σημαντικού αυτού προβλήματος (μεταφορά του καθοδηγητικού κέντρου μέσα στη χώρα), το οποίο έμελλε να δεσπόσει την επόμενη δεκαετία στη ζωή της Αριστεράς, έγινε από ένα ηγετικό στέλεχος του ΣΚΕ (Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας), που ακριβώς εξαιτίας της ιδιότητάς του αυτής ήταν απαλλαγμένο από τις δεσμεύσεις και αναστολές που είχαν οι κομμουνιστές»21.

Σήμερα, με βάση και τη συγκεντρωμένη εμπειρία, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η αστική τάξη επιχείρησε να εκμεταλλευτεί την ύπαρξη της ΕΔΑ, προκειμένου να υπονομεύσει το ΚΚΕ. Ελπιζε ότι θα μπορούσε να την αξιοποιήσει ως μοχλό κατά του ΚΚΕ, εκμεταλλευόμενη απόψεις δυνάμεων που συμμετείχαν στην ΕΔΑ, αλλά και δυνάμεων του ΚΚΕ με οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις.

Βεβαίως, το ΚΚΕ δε βρισκόταν πρώτη φορά στο στόχαστρο των αστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων. Τώρα όμως είχαν δημιουργηθεί νέα δεδομένα, που καθόριζαν την πιο σκληρή επίθεση εναντίον του, από όσες είχε γνωρίσει στο παρελθόν. Νέα δεδομένα, γιατί εκείνο που κρινόταν τη δεκαετία του 1940, ήταν το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Εκ των πραγμάτων τέθηκε τότε το «ποιος – ποιον», αν δηλαδή ως αποτέλεσμα κορύφωσης της ταξικής πάλης η εξουσία θα παρέμενε αστική ή αν η εργατική τάξη θα κατακτούσε τη δική της εξουσία, διαμορφώνοντας τον απαραίτητο συσχετισμό δυνάμεων και συμμαχία με τα λαϊκά στρώματα του χωριού και της πόλης.

Τελικά η γνωστή έκβαση που είχε η ταξική πάλη οδήγησε στη διατήρηση της αστικής κυριαρχίας. Και ακριβώς επειδή αυτό έγινε μετά από παρατεταμένους ένοπλους αγώνες, ακριβώς επειδή η αστική τάξη γνώρισε μεγάλο κίνδυνο, η αντίδρασή της κατά του ΚΚΕ, πριν και μετά τη νίκη της, πήρε πρωτόγνωρες διαστάσεις.

Η πίεση που ασκήθηκε κατά των λαϊκών δυνάμεων αποτέλεσε έναν από τους λόγους που ενίσχυσαν απόψεις για το επιζήμιο της ύπαρξης παράνομων κομματικών οργανώσεων.

Οι παράνομες οργανώσεις και ο Μπελογιάννης
Ετσι, σε μια σειρά κομμουνιστές διαμορφωνόταν από εκείνα τα χρόνια άποψη αντίθετη από την οργανωτική πολιτική του ΚΚΕ. Σχετικά με αυτό το θέμα ο Λεωνίδας Τζεφρώνης, που το 1952 ήταν ένας από τους καθοδηγητές του παράνομου κομματικού μηχανισμού και στη συνέχεια στέλεχος του οπορτουνιστικού χώρου, ομολόγησε αργότερα:

«…έρχονταν στιγμές που ένιωθα μέσα μου ένα κενό. Σαν να ήμουν διχασμένος, δισυπόστατος (…) Τον αγώνα τον έκανε η ΕΔΑ. Εβλεπες τους ανθρώπους της ΕΔΑ να τρέχουν συνεχώς ανάμεσα στον κόσμο. Αυτοί ναι. Κάνανε πραγματικόν αγώνα και έβλεπαν και χαίρονταν χειροπιαστά αποτελέσματα (…) Η ΕΔΑ κατακτούσε μέρα με τη μέρα καινούργιες θέσεις, καινούργια κάστρα θα ‘λεγα (…) και το παράνομο ΚΚΕ ακουγόταν μόνον όταν γίνονταν συλλήψεις που φοβίζανε τον κόσμο, προκαλούσαν νέα κυνηγητά και δίκες που δηλητηριάζανε την πολιτική ζωή.

(…) Η δική μας δουλειά ήταν να βγάζουμε καμία προκήρυξη (…) Κι όταν τις έβλεπε κανείς κολλημένες στον τοίχο άλλαζε δρόμο. Σκορπούσαμε κάτω κανένα τρικ, μα κανένας δεν τα άγγιζε (…) Ολη αυτή η ιστορία με την αποστολή παράνομων στην Ελλάδα ήταν εντελώς χωρίς νόημα»22.

Ιδια αντίληψη με την παραπάνω επιχείρησαν στις μέρες μας πολλοί (ανάμεσά τους και η Ελλη Παππά)23 να αποδώσουν και στον Μπελογιάννη. Δηλαδή, ότι είχε ταχθεί κατά της λειτουργίας παράνομων οργανώσεων. Είπε η Ελλη Παππά:

«Ο Μπελογιάννης δεν πίστευε σε αυτές τις παράνομες οργανώσεις. Ηταν εναντίον. Καθαρά εναντίον»24.

Ακόμα:

«Ο Νίκος ξανοιγόταν σε παλιούς πολιτικούς που μπορούσαν να έρθουν κοντά, να κάνουν ένα πλατύ κίνημα. Οπως έγινε μετά με την ΕΔΑ. Αυτό ήταν το όνειρό του. Αυτό ήταν το σχήμα που ήθελε»25.

Είναι αναμφισβήτητο ότι ο Μπελογιάννης ξανοιγόταν σε παλιούς πολιτικούς. Ομως αυτό το έκανε υλοποιώντας την πολιτική του ΚΚΕ για τη δημιουργία ενός δημοκρατικού μετώπου. Δεν ήταν προσωπική του σύλληψη και επιλογή. Και βεβαίως, υλοποιώντας πάντα την πολιτική του ΚΚΕ, επεδίωκε την οικοδόμηση γερών παράνομων κομματικών οργανώσεων.

Τη διαφορετική της αντίληψη για το Κόμμα και το χαρακτήρα του, που η Ελλη Παππά διαμόρφωσε πολλά χρόνια αργότερα, την παρουσίασε ως άποψη του Μπελογιάννη! Ωστόσο, εκείνα τα χρόνια και η ίδια άλλα πίστευε από εκείνα που υποστήριξε εκ των υστέρων. Περιγράφοντας την κατάσταση που κατά τη γνώμη της είχε διαμορφωθεί στις κομματικές οργανώσεις και στηλιτεύοντας κομματικούς υπεύθυνους, οι οποίοι παραμελούσαν την εφαρμογή των κανόνων κομματικής λειτουργίας, έγραψε στον Νίκο Ζαχαριάδη:

«Αφήνω που όλη η σκληρή μας πείρα των τελευταίων χρόνων έχει πάει περίπατο, η δουλιά γίνεται με τις μέθοδες του 47 (ραντεβού στο δρόμο και διάφορα τέτοια, ανάκατη νόμιμη και παράνομη δουλιά, πλήθος συνδέσεις και εντολές, καμιά αποκέντρωση κλπ.)»26.

Κάνοντας, λοιπόν, η Ελλη Παππά λόγο για την ανάγκη συνδυασμού της νόμιμης με την παράνομη δουλειά και για την ανάγκη αποκέντρωσης της οργανωμένης δράσης, είναι φανερό ότι αποδεχόταν και η ίδια την αναγκαιότητα ύπαρξης των παράνομων κομματικών οργανώσεων. Μόνο οι παράνομες οργανώσεις λειτουργούν αποκεντρωμένα, συνδέουν τη νόμιμη δράση με την παράνομη κλπ. Εξάλλου, δεν υπήρχε περίπτωση να απευθύνεται στον Ζαχαριάδη, για να του προτείνει την κατάργηση του παράνομου μηχανισμού…

Δεν έχει επίσης καμία σχέση με την πραγματικότητα ο ισχυρισμός της Ελλης Παππά ότι με το «μακριά από σήματα και οργανώσεις»27, φράση που η ίδια υποστήριξε ότι της είπε, ο Μπελογιάννης απέρριπτε την αναγκαιότητα των παράνομων οργανώσεων. Με το «μακριά από σήματα (δηλαδή τους ασυρμάτους για τη μετάδοση πληροφοριών στο ΠΓ) και οργανώσεις», το αντίθετο έλεγε ο Μπελογιάννης: Να οικοδομηθούν παράνομες οργανώσεις, που δε θα έχουν την παραμικρή οργανωτική σχέση με τον παλιό μηχανισμό, οργανώσεις που θα είναι περιφρουρημένες. Και αυτό, γιατί μετά τη σύλληψή του ο Μπελογιάννης έκρινε ότι δεν έπρεπε να είχε συνδεθεί με τους Πλουμπίδη και Βαβούδη, για το λόγο ότι ήταν πολύ πιθανό η Ασφάλεια να βρισκόταν στα ίχνη του Πλουμπίδη, αλλά και ότι ο Βαβούδης, που είχε τους ασυρμάτους στην ευθύνη του, δεν ήταν δυνατό να ανακατεύεται και με την οργανωτική δουλειά όπως γινόταν, όχι με δική του ευθύνη.

Εγραψε ο Ακριτίδης σχετικά με αυτή την εκτίμηση του Μπελογιάννη:

«…Ο Νίκος ως τα τελευταία του είχε εμπιστοσύνη στον Μπάρμπα και το μόνο που μου μίλησε είναι ότι ο Μπάρμπας είναι εντάξει, μα μπορεί να τον έχει η ασφάλεια στα χέρια της»28. Δηλαδή, ότι μπορεί να τον παρακολουθούσε.

Ο Μπελογιάννης πάλεψε με όλες τις δυνάμεις του για να εφαρμόσει την οργανωτική πολιτική του ΚΚΕ. Επιπλέον, εξέφρασε και γραπτώς την άποψή του για την παράνομη δράση. Προτού να έρθει στην Ελλάδα, έγραψε στο ημερολόγιό του (16 Οκτωβρίου 1949):

«Από τότε που έγινα μέλος του Κόμματος, όσο θυμάμαι, κάθε καινούργια δουλειά που μου αναθέτουν είναι ή εξαιρετικά δύσκολη ή μια οργάνωση, ή τμήμα που δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση ή μου αναθέτουν τη δημιουργία μιας καινούργιας. Αυτή είναι η «μοίρα» της κομματικής μου ζωής μέχρι σήμερα, κι όταν κάθε φορά το αναλογίζομαι νιώθω μέσα μου ξεχωριστή περηφάνια…»29.

Ενώ στην απολογία του κατά τη δεύτερη δίκη υποστήριξε:

«Γι’ αυτό ακριβώς και η μεγαλύτερη μάχη δίνεται για τον παράνομο μηχανισμό και οι αντίπαλοί μας προσπαθούν να τρομοκρατήσουν όσους δουλεύουν στον παράνομο μηχανισμό. Εγώ δεν αρνούμαι ότι ήρθα στην Ελλάδα ακριβώς για να εφαρμόσω τη γραμμή του Κόμματος»30.

Εδώ βρίσκεται η ουσία του ζητήματος, που είναι ταυτόχρονα και απάντηση σε όσους επιχειρούν να παρουσιάσουν διαφορετικά την πραγματικότητα: Ο Μπελογιάννης συμβόλιζε την αταλάντευτη οργανωμένη παρουσία και δράση του ΚΚΕ σε όλες τις συνθήκες και με όλες τις μορφές πάλης. Η ύπαρξη της παράνομης οργάνωσης ερχόταν σε αντίθεση, υπονόμευε και εξουδετέρωνε σε εκείνες τις συνθήκες το στόχο, είτε υποκατάστασης του ΚΚΕ από ένα υποταγμένο στο σύστημα ΚΚ, είτε απορρόφησής του από συμμαχικά σχήματα.

Βιβλιογραφία – σημειώσεις

1. «Νέος Κόσμος», Μάρτιος 1954, σελ. 49, (από το ημερολόγιο του Νίκου Μπελογιάννη, στις 27 Νοεμβρίου 1949, 7 μήνες προτού να έρθει στην Ελλάδα), που περιέχεται στο άρθρο του Αλέκου Ψηλορείτη ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ.

2. Το ΚΚΕ – ΕΠΙΣΗΜΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, τ. 7ος, σελ. 40, εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ.

3. Σταύρος Κασιμάτης, «Οι παράνομοι», σελ. 80, εκδόσεις Φιλίστωρ.

4. Ο Νίκος Βαβούδης γεννήθηκε στη Ρωσία, όπου ο πατέρας του (από τον Μαντάμαδο της Λέσβου) είχε πάει πριν την Οχτωβριανή Επανάσταση. Η μάνα του ήταν Ρωσίδα.

Ο Βαβούδης ήρθε στο Μανταμάδο σε μικρή ηλικία. Νέος πια πήγε στον Πειραιά και δούλεψε στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα ως στέλεχος του ΚΚΕ. Εκλέχτηκε γραμματέας του ομώνυμου Ενωτικού Εργατικού Κέντρου. Αργότερα συνελήφθη και φυλακίσθηκε στις φυλακές της Αίγινας, απ’ όπου δραπέτευσε το 1934.

Ο Βαβούδης πήρε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας, ως αξιωματικός του Βαλκανικού Τάγματος «Δημητρώφ» των διεθνών Ταξιαρχιών, στο πλευρό του «Δημοκρατικού Στρατού Ισπανίας».

Μετά την ήττα του «Δημοκρατικού Στρατού Ισπανίας» ο Βαβούδης επέστρεψε στη Σοβιετική Ενωση. Το 1944 ήρθε στην Ελλάδα. Παρέμεινε παράνομος στη διάρκεια του αγώνα του ΔΣΕ και μετά τη λήξη του, αναλαμβάνοντας κομματικές αποστολές.

5. Σταύρος Κασιμάτης, «Οι παράνομοι», σελ. 177, εκδόσεις Φιλίστωρ.

6. Πρόκειται για το γνωστό Εγγλέζο Κρις Γουντχάουζ, που έδρασε στα ελληνικά βουνά κατά τη διάρκεια της Κατοχής ως στέλεχος του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής (ΣΜΑ), φυσικά και της Ιντέλιτζενς Σέρβις.

7. Σταύρος Κασιμάτης, «Οι παράνομοι», σελ. 202-203, εκδόσεις Φιλίστωρ.

8. Σόλων Γρηγοριάδης, «Τα φοβερά ντοκουμέντα – Μετά τον εμφύλιο», σελ. 241, εκδόσεις ΦΥΤΡΑΚΗΣ.

9. «Ριζοσπάστης», 14 Αυγούστου 1990.

10. Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Φάκελος 135.4 του 1951.

11. Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Φάκελος 139.3 του 1951.

12. Σταύρος Κασιμάτης, «Οι παράνομοι», σελ. 202, εκδόσεις Φιλίστωρ.

13. Σταύρος Κασιμάτης, «Οι παράνομοι», σελ. 140, εκδόσεις Φιλίστωρ.

14. Γεώργιος Α. Λεονταρίτης, «ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΔΥΟ ΑΚΡΑ», σελ. 194, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ».

15. Γεώργιος Α. Λεονταρίτης, «ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΔΥΟ ΑΚΡΑ», σελ. 193 – 194, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ».

16. Γεώργιος Α. Λεονταρίτης, «ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΔΥΟ ΑΚΡΑ», σελ. 196, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ».

17. Γιάννης Αγγέλου, «Οι κομμουνιστές», σελ. 152, εκδόσεις ΔΙΟΓΕΝΗΣ.

18. Γιάννης Αγγέλου, «Οι κομμουνιστές», σελ. 153-154, εκδόσεις ΔΙΟΓΕΝΗΣ.

19. Σταύρος Κασιμάτης, «Οι παράνομοι», σελ. 310, εκδόσεις Φιλίστωρ.

20. Οι απόψεις τους εντάσσονταν στην προσπάθεια διάχυσης του ΚΚΕ στην ΕΔΑ. Βλέπε αναλυτικά στο βιβλίο «Ο σύγχρονος δεξιός οπορτουνισμός», συλλογή άρθρων, εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ – 2005.

21. Τάσος Τρίκκας, «ΕΔΑ 1951-67, ΤΟ ΝΕΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ», τ. Α, σελ. 167, εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ.

22. Λευτέρης Μαυροειδής, ΟΙ ΔΥΟ ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, σελ. 347-348, εκδόσεις Δελφίνι.

23. Συναντάται άλλοτε ως Ελλη Παππά και άλλοτε ως Ελλη Ιωαννίδου.

24. Αναδημοσίευση στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 1 Νοεμβρίου 2009.

25. Αναδημοσίευση στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 1 Νοεμβρίου 2009.

26. Αρχείο ΚΚΕ – Εγγραφο 119112: Εκθέσεις της Ελλης Ιωαννίδου προς τον Ν. Ζαχαριάδη.

27. Αρχείο ΚΚΕ – Εγγραφο 119112: Εκθέσεις της Ελλης Ιωαννίδου προς τον Ν. Ζαχαριάδη.

28. Αρχείο ΚΚΕ – Εγγραφο 48645.

29. Περιοδικό «Νέος Κόσμος», Μάρτιος 1954, σελ. 49, από άρθρο του Αλέκου Ψηλορείτη.

30. Πότης Παρασκευόπουλος, «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», σελ. 153, εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ.

Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Βλέπε επίσης:

Ιστορικό-πολιτικό αφιέρωμα στο Νίκο Μπελογιάννη, μέρος Β

Ιστορικό-πολιτικό αφιέρωμα στο Νίκο Μπελογιάννη, μέρος Γ

Από την απολογία του Νίκου Μπελογιάννη (1η & 2η δίκη): Το αγωνιστικό ήθος του κομμουνιστή αντηχεί στην Ιστορία μέχρι το σήμερα