9 Μάη 1945: Η Αντιφασιστική Νίκη των Λαών και η αντικομμουνιστική αναθεώρηση της Ιστορίας

Πίνακας που απεικονίζει τους πανηγυρισμούς του Κόκκινου Στρατού στο Ράιχσταγκ

Η χτεσινή μέρα, 9 του Μάη, στις συνειδήσεις εκείνων των εργατών όλου του κόσμου που πρόλαβαν να αποκτήσουν εμπειρία ζωής με υπαρκτή τη σοσιαλιστική εξουσία σε μια σειρά χώρες, έχει κατοχυρωθεί σαν μέρα της Αντιφαστικής Νίκης των Λαών.

Παράλληλα, όμως, οι νεότερες γενιές γίνονται στόχος μιας πολύπλευρης ιδεολογικής επίθεσης από την πλευρά των δυνάμεων του κεφαλαίου, με στόχο όχι απλά το σβήσιμο της μνήμης, αλλά το ξαναγράψιμο της Ιστορίας από τη σκοπιά της αντεπανάστασης, με σκοπό να φρενάρουν την ιστορική εξέλιξη του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, ενισχύοντας την εξουσία του κεφαλαίου, χτυπώντας το ίδιο το εργατικό κίνημα για την κομμουνιστική προοπτική, να στιγματιστεί η κομμουνιστική ιδεολογία και δράση, να χτυπηθεί η πρωτοπορία του κινήματος, να χειραγωγηθούν και να αφοπλιστούν οι συνειδήσεις ιδιαίτερα των νέων γενιών.

Με σειρά πράξεων, οι ίδιες εκείνες δυνάμεις που όπλισαν στο παρελθόν το ναζιστικό τέρας, για να το στρέψουν ενάντια στη νεαρή τότε Σοβιετική Ενωση, επιχειρούν σήμερα να αναγορεύσουν σε έγκλημα τον κομμουνισμό, φτάνοντας στο σημείο να δηλητηριάζουν ακόμα και τα μυαλά μικρών μαθητών στα σχολεία.

Είναι ήδη γεγονός το Αντικομμουνιστικό Μνημόνιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, το 2006, η «Διακήρυξη της Πράγας» το 2008, και η δημόσια ακρόαση που διοργανώθηκε την ίδια χρονιά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Φέτος επιχείρησαν να θεσμοθετήσουν τον αντικομμουνισμό και στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μετά από διοργάνωση σχετικής ημερίδας από την Τσέχικη Προεδρία και συζήτηση στην Ολομέλεια του Σώματος, με θέμα «Ευρωπαϊκή Συνείδηση και Ολοκληρωτισμός». Το σχετικό κοινό ψήφισμα νεοφιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών, αλλά κι η συμπόρευση των Οικολόγων Πράσινων και άλλων αντιδραστικών δυνάμεων, είναι αποκαλυπτικό του σκοπού τους: «Καταδικάζει ισχυρά και απερίφραστα τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και τις μαζικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχτηκαν από τα ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα», ενώ αναφερόμενο στη δήθεν «πρέπουσα διατήρηση της ιστορικής μνήμης», το ψήφισμα ζητά «συνολική επανεκτίμηση της ευρωπαϊκής ιστορίας και πανευρωπαϊκή αναγνώριση όλων των ιστορικών πτυχών της σύγχρονης Ευρώπης», δηλαδή ξαναγράψιμο της Ιστορίας, στα πρότυπα της εμπέδωσης του αντικομμουνισμού, με στόχο την ενίσχυση της «ιδέας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης»…

1944: Ο Σοβιετικός Στρατός απελευθερώνει τη Βουλγαρία από τους φασίστες

Οχι, τυχαία, επαναφέρουν την απαίτηση να ανακηρυχθεί η «23η Αυγούστου ως Πανευρωπαϊκή Ημέρα Μνήμης για τα θύματα των ολοκληρωτικών και αυταρχικών καθεστώτων, για να τους αποδοθούν τιμές με αξιοπρέπεια και αμεροληψία».

Στις 23/8/39 υπογράφτηκε το «Σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότοφ», «Σύμφωνο μη επίθεσης» που αξιοποίησε η Σοβιετική Ενωση για να προετοιμαστεί για την αναπόφευκτη, όπως η ίδια εκτιμούσε, επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας.

Η ΕΣΣΔ εξάντλησε πριν κάθε προσπάθεια για συμφωνία με Αγγλία – Γαλλία, προκειμένου από κοινού να αντιμετωπίσουν τη ναζιστική Γερμανία, αλλά αυτές οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις απέρριψαν κατηγορηματικά κάθε τέτοια πρόταση, «σπρώχνοντας» τη Γερμανία σε πόλεμο ενάντια στην ΕΣΣΔ. Αλλά οι εξελίξεις δεν ήρθαν όπως επεδίωκαν. Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, παρά τον κοινό τους αντισοβιετικό – αντισοσιαλιστικό σκοπό, υπερίσχυσαν και η Γερμανία επιτέθηκε στους άλλους ιμπεριαλιστές.

Αυτό, λοιπόν, το γεγονός του Συμφώνου αξιοποιείται χρόνια τώρα από την αντίδραση και τους οπορτουνιστές για να κρύψουν ότι πριν η ΕΣΣΔ είχε επιδιώξει συνεννόηση με τη Βρετανία και τη Γαλλία, αλλά αυτές την είχαν απορρίψει.

Επίσης, θέλουν να κρύψουν το γεγονός ότι οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις με αστικά δημοκρατικά πολιτεύματα ή με φασιστικά ενεργούσαν, έχοντας στόχο την ανατροπή της σοβιετικής εξουσίας.

Οι ευθύνες της κλιμάκωσης της αντικομμουνιστικής εκστρατείας είναι τεράστιες και επιβαρύνουν ξεκάθαρα, πλέον, όλες τις πολιτικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που συμμετείχαν και συναποφάσισαν αυτήν την ενέργεια που στρέφεται ενάντια στο εργατικό – λαϊκό κίνημα με όργανο τη διαστρέβλωση της Ιστορίας και στόχο τις λαϊκές συνειδήσεις και κυρίως των νέων ανθρώπων.

Τα γεγονότα δεν ξεγράφουν

Παρά τη λυσσαλέα προσπάθεια αυτό που δεν μπορούν να ξεγράψουν ως ιστορικό γεγονός οι δυνάμεις του κεφαλαίου είναι η ίδια η πραγματικότητα: Οτι στις 9 του Μάη του 1945, στις 00.43, στο Κάρλσχορτ – προάστιο του Βερολίνου – η χιτλερική Γερμανία υπογράφει την άνευ όρων παράδοσή της στον Κόκκινο Στρατό. Με αυτό τον τρόπο σφραγίζεται η μεγάλη Αντιφασιστική Νίκη των Λαών, ένα απ’ τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα του 20ού αιώνα.

Και τούτο για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί έβαλε τέλος στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα απ’ τα μεγαλύτερα εγκλήματα του ιμπεριαλισμού, όπου η ΕΣΣΔ, μαζί με τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των λαών που οι χώρες τους βρίσκονταν υπό χιτλερική κατοχή, είχε την καθοριστικότερη συμβολή απ’ όλες τις δυνάμεις για την τελική έκβασή του. Και, δεύτερον, γιατί άνοιξε το δρόμο για το πέρασμα στο σοσιαλισμό μιας σειράς χωρών της Ευρώπης και της Ασίας.

1944: Ο Κόκκινος Στρατός σπάει την πολιορκία του Λένινγκραντ

Πώς όμως φτάσαμε σε αυτό το σημείο; Ποιες ήταν οι δυνάμεις εκείνες που επενέργησαν ώστε να υπάρχει αυτή κι όχι η άλλη έκβαση του πολέμου; Πώς η χιτλερική Γερμανία γιγαντώθηκε σε τέτοιο βαθμό; Και, κυρίως, γιατί ο διεθνής ιμπεριαλισμός ποτέ δε «συγχώρησε» στους λαούς της Σοβιετικής Ενωσης, και τους άλλους λαούς της Ευρώπης και της Ασίας, αυτή την εξέλιξη; Πόσο μάλλον όταν απ’ την επαύριο του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου ξεκίνησε την κατασυκοφάντηση και την «ψυχροπολεμική» επίθεση σε βάρος της ΕΣΣΔ.

«Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, όπως και ο πρώτος (1914 – 1918), γεννήθηκε στους κόλπους του καπιταλιστικού συστήματος, ως συνέπεια της μεγάλης όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Γι’ αυτό και δε διεξήχθη αμιγώς ανάμεσα στα δύο αντίθετα κοινωνικοοικονομικά συστήματα, το σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό, παρότι κοινός εχθρός και στόχος όλων των καπιταλιστικών δυνάμεων ήταν η Σοβιετική Ενωση. Τη Σοβιετική Ενωση ήθελαν να εξαφανίσουν από προσώπου Γης.

Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός, σε συνδυασμό με το νόμο της ανισόμετρης οικονομικής ανάπτυξης – άρα και της ανισόμετρης πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης των καπιταλιστικών κρατών – που αναπόφευκτα γεννά και τον ανταγωνισμό για το μοίρασμα αγορών και σφαιρών επιρροής, οδήγησε στην εκ νέου αναβάθμιση κρατών στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, κυρίως της Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Η ισχυροποίησή τους έδινε τη δυνατότητα, μαζί με την Ιταλία, να επιδιώξουν και να επιτύχουν την ανατροπή των σε βάρος τους αποτελεσμάτων του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Εκατομμύρια Σοβιετικοί πολίτες θυσιάστηκαν

Η ύπαρξη του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους, της ΕΣΣΔ, καθώς και η μεγάλη οικονομική κρίση του 1929 – 1933, που υπονόμευσε τη σταθερότητα του καπιταλιστικού συστήματος, όξυναν ακόμη περισσότερο τις αντιθέσεις ανάμεσα στα ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη.

Η κρίση του 1929 – 1933 επιτάχυνε τις ανακατατάξεις στο συσχετισμό των δυνάμεων, κυρίως οδήγησε στην παραπέρα στρατιωτικοποίηση της οικονομίας των ισχυρότερων καπιταλιστικών κρατών» (Απόσπασμα από τις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 60χρονα της Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών).

Γέννημά τους ο πόλεμος

Στις 26 του Γενάρη του 1934, με την έκθεση προς το 17ο Συνέδριο του ΚΚ (Μπ.) της ΕΣΣΔ, ο Ι. Στάλιν εντόπιζε τα στοιχεία της συνεχιζόμενης κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος και τόνιζε:

«Η κρίση αγκάλιασε όχι μονάχα τη βιομηχανία, αλλά και την αγροτική οικονομία στο σύνολό της. Η κρίση λυσσομανούσε όχι μονάχα στη σφαίρα της παραγωγής και του εμπορίου. Μεταφέρθηκε επίσης και στη σφαίρα της πίστης και της νομισματικής κυκλοφορίας, ανατρέποντας τις πιστωτικές και συναλλαγματικές σχέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στις χώρες. Αν παλιότερα συζητούσαν ακόμα κάπου κάπου για το αν υπάρχει ή όχι παγκόσμια οικονομική κρίση, σήμερα δε συζητούν πια γι’ αυτό, γιατί η ύπαρξη της κρίσης και των καταστροφικών της συνεπειών είναι ολοφάνερη. Σήμερα συζητούν πια για κάτι άλλο: Μπορούν άραγε να βγουν από την κρίση ή δεν υπάρχει διέξοδος, και αν υπάρχει διέξοδος πώς να την πραγματοποιήσουν.

Περίθαλψη τραυματισμένων παιδιών στο Λένινγκραντ το 1942

Στον πολιτικό τομέα, τα χρόνια αυτά ήταν χρόνια παραπέρα όξυνσης των σχέσεων, τόσο ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες, όσο και στο εσωτερικό αυτών των χωρών. Ο πόλεμος της Ιαπωνίας με την Κίνα και η κατάληψη της Μαντζουρίας, που όξυναν τις σχέσεις στην Απω Ανατολή. Η νίκη του φασισμού στη Γερμανία και ο θρίαμβος της ιδέας της ανταπόδοσης, που όξυναν τις σχέσεις στην Ευρώπη. Η αποχώρηση της Ιαπωνίας και της Γερμανίας από την Κοινωνία των Εθνών, που έδωσε καινούρια ώθηση στην ένταση των εξοπλισμών και στις προετοιμασίες για ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Η ήττα του φασισμού στην Ισπανία, που δείχνει για μια ακόμα φορά ότι ωριμάζει μια επαναστατική κρίση και ότι ο φασισμός δεν είναι καθόλου μακρόβιος. Αυτά είναι τα σπουδαιότερα γεγονότα της περιόδου που εξετάζει η έκθεση. Δεν είναι παράξενο ότι ο αστικός πασιφισμός μυρίζει λιβάνι και ότι τις τάσεις για αφοπλισμό τις αντικαθιστούν ανοιχτά και άμεσα οι τάσεις για εξοπλισμό και για επανεξοπλισμό».

Αναλύοντας παραπέρα την καπιταλιστική κρίση σημείωνε:

«Η σημερινή οικονομική κρίση στις καπιταλιστικές χώρες διαφέρει απ’ όλες τις ανάλογες κρίσεις, ανάμεσα στα άλλα, και με το ότι είναι πιο μακρόχρονη και παρατεταμένη. Αν παλιότερα οι κρίσεις τελείωναν μέσα σ’ ένα – δυο χρόνια, η σημερινή κρίση συνεχίζεται στον πέμπτο κιόλας χρόνο καταστρέφοντας χρόνο με το χρόνο την οικονομία των καπιταλιστικών χωρών και κατατρώγοντας το λίπος που είχαν συσσωρεύσει τα προηγούμενα χρόνια. Δεν υπάρχει τίποτα το καταπληκτικό στο γεγονός ότι η κρίση αυτή είναι πιο βαριά από όλες τις κρίσεις.

Στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού, σε μια μουσική ανάπαυλα (1943)

Πώς να εξηγήσουμε αυτόν τον χωρίς προηγούμενο παρατεταμένο χαρακτήρα της σημερινής βιομηχανικής κρίσης.

Εξηγείται, πριν απ’ όλα, με το ότι η βιομηχανική κρίση αγκάλιασε όλες χωρίς εξαίρεση τις καπιταλιστικές χώρες και δυσχέρανε τους ελιγμούς μερικών χωρών σε βάρος άλλων.

Εξηγείται, δεύτερο, με το ότι η κρίση της βιομηχανίας μπλέχτηκε με την αγροτική κρίση, που αγκάλιασε όλες χωρίς εξαίρεση τις αγροτικές και μισοαγροτικές χώρες, πράγμα που δεν μπορούσε να μην κάνει την κρίση της βιομηχανίας πιο πολύπλοκη και πιο βαθιά.

Εξηγείται, τρίτο, με το ότι η αγροτική κρίση δυνάμωσε σ’ αυτό το διάστημα και αγκάλιασε όλους τους κλάδους της αγροτικής οικονομίας μαζί και την κτηνοτροφία, και την οδηγεί στην κατάπτωση, στο πέρασμα από τις μηχανές στη χειρωνακτική δουλειά, ως την αντικατάσταση του τρακτέρ με το άλογο, ως την απότομη ελάττωση και κάποτε ως την πλέρια άρνηση της χρησιμοποίησης χημικών λιπασμάτων, πράγμα που παρέτεινε ακόμα περισσότερο τη βιομηχανική κρίση.

Εξηγείται, τέταρτο, με το ότι τα μονοπωλιακά καρτέλ που κυριαρχούν στη βιομηχανία προσπαθούν να διατηρήσουν υψηλές τιμές στα εμπορεύματα, γεγονός που κάνει την κρίση ιδιαίτερα οδυνηρή και που εμποδίζει την απορρόφηση των αποθεμάτων σε εμπορεύματα…

Με τα περιστατικά αυτά εξηγείται και το γεγονός ότι η κρίση δεν περιορίστηκε στη σφαίρα της παραγωγής και του εμπορίου, μα αγκάλιασε και το πιστωτικό σύστημα, το νομισματικό σύστημα, τη σφαίρα των χρεωστικών οφειλών κλπ., και τσάκισε τις πατροπαράδοτες καθιερωμένες σχέσεις, τόσο ανάμεσα στις ξεχωριστές χώρες, όσο και ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες μέσα στις ξεχωριστές χώρες.

Σκίτσο για τη νίκη του Κόκκινου Στρατού στη μάχη του Στάλινγκραντ

Μεγάλο ρόλο έπαιξε εδώ η πτώση των τιμών των εμπορευμάτων. Παρ’ όλη την αντίσταση των μονοπωλιακών καρτέλ, η πτώση των τιμών μεγάλωνε με ακατάσχετη δύναμη. Επεφταν, όμως, πριν απ’ όλα και περισσότερο απ’ όλα, οι τιμές των εμπορευμάτων που είχαν οι ανοργάνωτοι κάτοχοι εμπορευμάτων, οι αγρότες, οι βιοτέχνες, οι μικροί καπιταλιστές και μόνο βαθμιαία και σε μικρότερη κλίμακα έπεφταν οι τιμές των εμπορευμάτων που είχαν οι οργανωμένοι κάτοχοι εμπορευμάτων, δηλαδή οι ενωμένοι σε καρτέλ καπιταλιστές. Η πτώση των τιμών έκανε αφόρητη την κατάσταση των οφειλετών (βιομηχάνων, βιοτεχνών, αγροτών, κλπ.). Και, αντίθετα, έκανε σε πρωτάκουστο βαθμό προνομιούχα τη θέση των πιστωτών. Η κατάσταση αυτή έπρεπε να οδηγήσει, και πραγματικά οδήγησε, στην κολοσσιαία χρεοκοπία εταιρειών και ξεχωριστών επιχειρηματιών. Μέσα στα τρία τελευταία χρόνια χάθηκαν μ’ αυτό τον τρόπο δεκάδες χιλιάδες μετοχικές εταιρείες στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στη Γερμανία, στην Αγγλία, στη Γαλλία. Τη χρεοκοπία των μετοχικών εταιρειών την ακολούθησε η υποτίμηση του νομίσματος, που ανακούφισε λίγο τη θέση των οφειλετών. Και την υποτίμηση του νομίσματος την ακολούθησε το νομιμοποιημένο από το κράτος χρεοστάσιο, τόσο για τα εξωτερικά, όσο και για τα εσωτερικά χρέη. Σ’ όλους είναι γνωστή η χρεοκοπία τέτοιων τραπεζών, όπως είναι η Τράπεζα της Νταρμστάτ, η Τράπεζα της Δρέσδης στη Γερμανία, η «Κρεντίτ – Ανστάλτ» στην Αυστρία και η χρεοκοπία τέτοιων κοντσέρν, όπως είναι το κοντσέρν του Κρόιγκερ στη Σουηδία, το κοντσέρν του Ινσουλ στις ΗΠΑ, κλπ.

Είναι ευνόητο ότι αυτά τα φαινόμενα που κλόνισαν τις βάσεις του πιστωτικού συστήματος έπρεπε να τα ακολουθήσουν – και πραγματικά τα ακολούθησαν – το σταμάτημα των πληρωμών για τις πιστώσεις και τα εξωτερικά δάνεια, το σταμάτημα των πληρωμών για τα διασυμμαχικά χρέη, το σταμάτημα της εξαγωγής κεφαλαίου, μια νέα ελάττωση του εξωτερικού εμπορίου, μια νέα ελάττωση της εξαγωγής εμπορευμάτων, η ένταση της πάλης για τις εξωτερικές αγορές, ο εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στις χώρες και το ντάμπιγκ. Ναι, σύντροφοι, το ντάμπιγκ. Δε μιλώ για το φανταστικό σοβιετικό ντάμπιγκ, για το οποίο έως τελευταία ακόμα φώναζαν, ώσπου βράχνιασαν, μερικοί ευγενέστατοι βουλευτές ευγενέστατων κοινοβουλίων της Ευρώπης και της Αμερικής. Μιλώ για το πραγματικό ντάμπιγκ, που εφαρμόζουν τώρα σχεδόν όλα τα «πολιτισμένα» κράτη και για το οποίο κρατούν εύλογη σιωπή αυτοί οι γενναίοι και ευγενέστατοι βουλευτές. Είναι ευνόητο, επίσης, ότι τα καταστροφικά αυτά φαινόμενα που συνοδεύουν τη βιομηχανική κρίση και που διαδραματίστηκαν έξω από τη σφαίρα της παραγωγής, δεν μπορούσαν να μην επιδράσουν με τη σειρά τους στην πορεία της βιομηχανικής κρίσης, να μην την επιδεινώσουν και να μην την κάνουν πιο πολύπλοκη.

Αυτή είναι η γενική εικόνα της πορείας της βιομηχανικής κρίσης…

Ενώ η βιομηχανία των βασικών καπιταλιστικών χωρών έπεφτε διαρκώς, αρχίζοντας από το 1930 και κυρίως από το 1931, για να φτάσει το 1932 στο σημείο της μεγαλύτερης πτώσης, το 1933 άρχισε κάπως ν’ αναλαβαίνει και ν’ ανεβαίνει. Αν πάρουμε τα μηνιαία στοιχεία του 1932 και του 1933, θα δούμε ότι επιβεβαιώνουν ακόμα περισσότερο αυτό το συμπέρασμα, γιατί δείχνουν ότι η βιομηχανία αυτών των χωρών, παρ’ όλα τα σκαμπανεβάσματα της παραγωγής της στη διάρκεια του 1933, δεν εκδήλωσε την τάση να φέρει αυτά τα σκαμπανεβάσματα ως το επίπεδο της μεγαλύτερης πτώσης, που σημειώθηκε το καλοκαίρι του 1932.

Τι σημαίνει αυτό;

Αυτό σημαίνει ότι η βιομηχανία των βασικών καπιταλιστικών χωρών άφησε πίσω της πια, όπως φαίνεται, το σημείο της μεγαλύτερης πτώσης και δεν επανήλθε σ’ αυτό στη διάρκεια του 1933.

Μερικοί πάνε ν’ αποδώσουν αυτό το φαινόμενο στην επίδραση αποκλειστικά τεχνητών παραγόντων, όπως είναι η κατάσταση πολεμικού πληθωρισμού. Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι η κατάσταση πολεμικού πληθωρισμού παίζει εδώ όχι μικρό ρόλο. Αυτό είναι ιδιαίτερα σωστό για την Ιαπωνία, όπου αυτός ο τεχνητός παράγοντας αποτελεί την κύρια και την αποφασιστική δύναμη για μια κάποια αναζωογόνηση ορισμένων, κυρίως πολεμικών, κλάδων της βιομηχανίας. Θα ‘ταν όμως χοντροκομμένο λάθος να τα εξηγούμε όλα με την κατάσταση του πολεμικού πληθωρισμού. Μια τέτοια εξήγηση δεν είναι σωστή, έστω και γιατί οι μερικές ανακατατάξεις στη βιομηχανία, που χαρακτήρισα, παρατηρούνται όχι σε ξεχωριστές και τυχαίες περιοχές, μα σ’ όλες, ή σχεδόν σ’ όλες τις βιομηχανικές χώρες, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι χώρες που έχουν σταθερό νόμισμα. Είναι φανερό ότι πλάι στην κατάσταση του πολεμικού πληθωρισμού παίζει το ρόλο της εδώ και η δράση των εσωτερικών οικονομικών δυνάμεων του καπιταλισμού.

Ο καπιταλισμός κατόρθωσε ν’ ανακουφίσει κάπως την κατάσταση της βιομηχανίας σε βάρος των εργατών, μεγαλώνοντας την εκμετάλλευσή τους με το δυνάμωμα της εντατικότητας της δουλειάς τους, σε βάρος των φάρμερ, με την πολιτική των πιο χαμηλών τιμών στα προϊόντα της δουλειάς τους, στα είδη διατροφής και εν μέρει στις πρώτες ύλες, και σε βάρος των αγροτών των αποικιών και των οικονομικά αδύνατων χωρών, με ακόμα μεγαλύτερη ελάττωση των τιμών των προϊόντων της δουλειάς τους, κυρίως των πρώτων υλών κι έπειτα των ειδών διατροφής.

Μήπως αυτό σημαίνει ότι έχουμε να κάνουμε με πέρασμα από την κρίση σε μια συνηθισμένη ύφεση που οδηγεί σε καινούρια άνοδο και άνθηση της βιομηχανίας; Οχι, δε σημαίνει αυτό. Εν πάση περιπτώσει, σήμερα δεν υπάρχουν τέτοια άμεσα ή έμμεσα στοιχεία που να δείχνουν ότι επίκειται μια άνοδος της βιομηχανίας στις καπιταλιστικές χώρες. Κάτι περισσότερο. Ολα μάς δείχνουν ότι τέτοια στοιχεία δεν μπορεί να υπάρχουν, τουλάχιστον για το άμεσο μέλλον. Δεν μπορούν να υπάρχουν, γιατί εξακολουθούν να δρουν όλες εκείνες οι δυσμενείς προϋποθέσεις, που δεν αφήνουν τη βιομηχανία των καπιταλιστικών χωρών ν’ ανορθωθεί κάπως σοβαρά…

Είναι ολοφάνερο ότι έχουμε να κάνουμε με το πέρασμα από το σημείο της μεγαλύτερης πτώσης της βιομηχανίας, από το σημείο του μεγαλύτερου βάθους της βιομηχανικής κρίσης σε μια ύφεση, σε μια ύφεση όμως όχι συνηθισμένη αλλά ιδιότυπη, που δεν οδηγεί σε καινούρια άνοδο και άνθηση της βιομηχανίας, μα και που δεν την επαναφέρει στο σημείο της μεγαλύτερης πτώσης.

Το αποτέλεσμα της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης ήταν η πρωτοφανέρωτη έως τώρα όξυνση της πολιτικής κατάστασης (στις καπιταλιστικές χώρες), τόσο στο εσωτερικό αυτών των χωρών, όσο και ανάμεσά τους.

Η ένταση της πάλης για εξωτερικές αγορές, η εξάλειψη και των τελευταίων υπολειμμάτων του ελεύθερου εμπορίου, οι απαγορευτικοί τελωνειακοί δασμοί, ο εμπορικός πόλεμος, ο πόλεμος του συναλλάγματος, το ντάμπιγκ και πολλά άλλα ανάλογα μέτρα, που δείχνουν τον υπερεθνικισμό στην οικονομική πολιτική, όξυναν ως το ακρότατο σημείο τις σχέσεις των χωρών, δημιούργησαν το έδαφος για πολεμικές συγκρούσεις κι έβαλαν στην ημερήσια διάταξη τον πόλεμο, σαν μέσο για το ξαναμοίρασμα του κόσμου και των σφαιρών επιρροής προς όφελος των πιο ισχυρών κρατών.

Ο πόλεμος της Ιαπωνίας με την Κίνα, η κατάληψη της Μαντζουρίας, η αποχώρηση της Ιαπωνίας απ’ την Κοινωνία των Εθνών και η προέλαση στη Βόρεια Κίνα όξυναν ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Η ένταση του αγώνα για τον Ειρηνικό Ωκεανό και η αύξηση των ναυτικών εξοπλισμών στην Ιαπωνία, στις ΗΠΑ, στην Αγγλία, στη Γαλλία είναι αποτέλεσμα αυτής της όξυνσης.

Η αποχώρηση της Γερμανίας απ’ την Κοινωνία των Εθνών και το φάσμα της ανταπόδοσης έδωσαν νέα ώθηση στην όξυνση της κατάστασης και στην αύξηση των εξοπλισμών στην Ευρώπη.

Δεν είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι ο αστικός πασιφισμός περνά σήμερα μια θλιβερή ζωή, ενώ οι φλυαρίες για αφοπλισμό αντικαθίστανται με τις «πρακτικές» συζητήσεις για εξοπλισμό και επανεξοπλισμό.

Και πάλι, όπως το 1914, προωθούνται στο προσκήνιο τα κόμματα του πολεμόχαρου ιμπεριαλισμού, τα κόμματα του πολέμου και της ανταπόδοσης.

Τα πράγματα τραβούν ολοφάνερα για νέο πόλεμο (…)

Ο σοβινισμός και η προετοιμασία του πολέμου σαν βασικά στοιχεία της εξωτερικής πολιτικής, η χαλιναγώγηση της εργατικής τάξης και η τρομοκρατία στον τομέα της εσωτερικής πολιτικής, σαν απαραίτητο μέσο για τη στερέωση των μετόπισθεν των μελλοντικών πολεμικών μετώπων, να τι απασχολεί ιδιαίτερα σήμερα τους σημερινούς ιμπεριαλιστές πολιτικούς.

Δεν είναι εκπληκτικό ότι ο φασισμός έγινε τώρα το εμπόρευμα που είναι περισσότερο της μόδας στους πολεμοχαρείς αστούς πολιτικούς. Μιλώ όχι μονάχα για το φασισμό γενικά, μα πριν απ’ όλα για το φασισμό γερμανικού τύπου, που λαθεμένα ονομάζεται εθνικοσοσιαλισμός, γιατί και με την πιο προσεχτική εξέταση είναι αδύνατο να ανακαλύψει κανείς σ’ αυτόν έστω και έναν κόκκο σοσιαλισμού.

Γι’ αυτό τη νίκη του φασισμού στη Γερμανία δεν πρέπει να τη βλέπουμε μονάχα σαν σημάδι αδυναμίας της εργατικής τάξης και σαν αποτέλεσμα των προδοσιών της σοσιαλδημοκρατίας σε βάρος της εργατικής τάξης, που προλείαναν το δρόμο στο φασισμό. Πρέπει να τη βλέπουμε επίσης σαν σημάδι αδυναμίας της αστικής τάξης, σαν σημάδι που δείχνει ότι η αστική τάξη δεν είναι πια σε θέση να κυβερνά με τις παλιές μεθόδους του κοινοβουλευτισμού και της αστικής δημοκρατίας, και γι’ αυτό είναι αναγκασμένη στην εσωτερική της πολιτική να καταφύγει σε τρομοκρατικές μεθόδους διακυβέρνησης, σαν σημάδι που δείχνει ότι η αστική τάξη δεν είναι πια σε θέση να βρει διέξοδο από τη σημερινή κατάσταση πάνω στη βάση μιας ειρηνικής εξωτερικής πολιτικής και γι’ αυτό είναι αναγκασμένη να καταφύγει στην πολιτική του πολέμου.

Αυτή είναι η κατάσταση.

Οπως βλέπετε, τα πράγματα τραβούν για νέο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, σαν διέξοδο από τη σημερινή κατάσταση».

Οι μπολσεβίκοι ήταν ο κοινός στόχος των ιμπεριαλιστών

«Η «προφητική» ανάλυση που έκανε ο Στάλιν επιβεβαιωνόταν στη ζωή. Διαρκής ήταν η ενίσχυση των δυνάμεων του άξονα από μεγάλα μονοπώλια κυρίως των ΗΠΑ, αλλά και των Αγγλίας και Γαλλίας, σε μια προσπάθεια να στρέψουν τη στρατικοποιημένη μηχανή της Γερμανίας κατά της ΕΣΣΔ. Καθόλου τυχαία, σε αυτό το σημείο, δεν είναι και η ρητορική και πρακτική του Χίτλερ, προκειμένου να συνεχιστεί και να αυξηθεί η εισροή δυτικών κεφαλαίων: «Κύριο καθήκον της Γερμανίας, σκοπός της ζωής μου και έννοια ύπαρξης του εθνικοσοσιαλισμού είναι η εξόντωση του μπολσεβικισμού» (Α. Χίτλερ, Φλεβάρης 1935). Κι έτσι ήταν, όπως αποδείχτηκε.

Σε μια τέτοια πραγματικότητα η Γερμανία έγινε και πάλι μεγάλη οικονομική και στρατιωτική δύναμη, δύναμη κρούσης του διεθνούς ιμπεριαλισμού, χάρη και στην ενίσχυση που της παρείχαν οι νικήτριες καπιταλιστικές δυνάμεις του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, προκειμένου να τη στρέψουν κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Βοηθήθηκε με όλους τους τρόπους, επειδή ήταν φανερό πως δε θα μπορούσε να επιτεθεί στηριγμένη μόνο στις δικές της δυνατότητες και των συμμάχων της.

Οικονομικοί γίγαντες των ΗΠΑ («Στάνταρτ Οϊλ», «Ντιπόν», «Φορντ» κ.ά.) συντέλεσαν ουσιαστικά στην ταχύτατη οικονομική ανόρθωση και στην ενδυνάμωση της Γερμανίας, με συμφέρουσες συναλλαγές. Πραγματοποίησαν τεράστιες επενδύσεις, χρηματοδότησαν αφειδώς το «εθνικοσοσιαλιστικό» κόμμα και την ανάπτυξη του εξοπλισμού και της στρατιωτικοποίησης της Γερμανίας, όπως έκαναν και τα γερμανικά μονοπώλια και οι τράπεζες («Κρουπ», «Τίσεν», «Φλικ» κ.ά.). Οικονομικοί κολοσσοί των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Βρετανίας συνέχισαν τις εμπορικές σχέσεις με τη Γερμανία και κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Οι ΗΠΑ – Γαλλία – Βρετανία ανέχτηκαν την προσάρτηση της Αυστρίας (12 Μάρτη 1938) από τη Γερμανία. Της παραχώρησαν την Τσεχοσλοβακία (Σύμφωνο του Μονάχου, 30 Σεπτέμβρη 1938) και ουσιαστικά της παρέδωσαν την Πολωνία (1 Σεπτέμβρη 1939). Στο μεταξύ, η Ιαπωνία είχε καταλάβει ανενόχλητη τη Μαντζουρία (εισέβαλε στις 18 Σεπτέμβρη 1931) και η Ιταλία είχε κατακτήσει την Αιθιοπία (στις 3 Οκτώβρη 1935 εισέβαλε και στις 9 Μάη 1936 την προσάρτησε). Αργότερα κατέλαβε και την Αλβανία (7 Απρίλη 1939) και στις 28 Οκτώβρη 1940 επιτέθηκε κατά της Ελλάδας. Η κατάκτηση της Νορβηγίας, της Δανίας, της Φινλανδίας και του Βελγίου αποδείχτηκε για τη Γερμανία μια εύκολη υπόθεση, καθώς επέλαυνε απερίσπαστη.

Στις 26 Νοέμβρη 1936 μεταξύ της Γερμανίας και της Ιαπωνίας υπογράφτηκε σύμφωνο στρατιωτικής συνεργασίας, γνωστό και ως «αντικομιντέρν σύμφωνο». Στο «σύμφωνο κατά της Κομμουνιστικής Διεθνούς» προσχώρησαν σταδιακά η Ιταλία, η Μαντζουρία και οι Ουγγαρία, Ισπανία, Βουλγαρία, Κροατία, Δανία, Φινλανδία, Ρουμανία, Σλοβακία και Κίνα του Νανκίν.

Ισχυρή στήριξη πρόσφερε στην ενίσχυση της Γερμανίας και της Ιταλίας το Βατικανό, που συστάθηκε ως κράτος το 1929 από τον Μουσολίνι. Το Βατικανό αναγνώρισε αμέσως το Γ΄ Ράιχ. Στο πρόσωπο της Γερμανίας έβλεπε τη δύναμη που θα συντρίψει τη Σοβιετική Ενωση. Γι’ αυτό, όταν η Γερμανία κατέλαβε την Καθολική Πολωνία, το Βατικανό δεν αντέδρασε. Το ίδιο έκανε και για το ολοκαύτωμα των Εβραίων» (στοιχεία από τις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 60χρονα της Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών).

Οι ιμπεριαλιστές, όχι μόνο έδωσαν απλόχερη βοήθεια στα γερμανικά μονοπώλια και στη χιτλερική κυβέρνηση, αλλά επιπλέον, αρνήθηκαν οποιαδήποτε αντιφασιστική συνεννόηση με την ΕΣΣΔ – συνεχίζοντας, παράλληλα, να στρέφουν τις δυνάμεις του άξονα κατά του μπολσεβίκικου κράτους. Είναι χαρακτηριστικό ότι χάρη στα δάνεια που πήρε από ΗΠΑ και Αγγλία, η δύναμη της Βέρμαχτ – κατά την προετοιμασία της προς τον πόλεμο – αυξήθηκε από 105.000 άντρες σε 3.775.000, δηλαδή κατά 35 φορές. Η δε πολεμική της παραγωγή αυξήθηκε κατά 22 φορές.

«Στις επίμονες και συνεχείς προσπάθειες της ΕΣΣΔ να συνάψουν αντιφασιστική συμμαχία, οι ΗΠΑ – Βρετανία – Γαλλία κρατούσαν αρνητική στάση. Ταυτόχρονα, συνέχιζαν την πολιτική της υπονόμευσης και επίθεσης εναντίον της.

Κατά τη σύγκρουση ΕΣΣΔ – Φινλανδίας (30 Νοέμβρη 1939 – 12 Μάρτη 1940) οι Αγγλογάλλοι οργάνωσαν πολεμική επιχείρηση εναντίον των στρατευμάτων της Σοβιετικής Ενωσης. Επενέβησαν στη Φινλανδία με μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις. Στα τέλη του 1939 σχεδίασαν το βομβαρδισμό των σοβιετικών εγκαταστάσεων πετρελαίου στο Μπατούμ. Και ενώ ο «Αξονας» κατακτούσε χώρες, οι ΗΠΑ κήρυσσαν «ουδετερότητα»». (Απόσπασμα από τις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 60χρονα της Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών).

Και όλα αυτά, σημειώνεται, έγιναν ενώ οι Αγγλία και Γαλλία υποτίθεται πως είχαν κηρύξει τον πόλεμο στη χιτλερική Γερμανία από την 1/9/1939 – δηλαδή, με την είσοδο των Γερμανών στην Πολωνία. Κάτι που συνεχίστηκε ακόμη και μετά την κατάληψη της Γαλλίας από τα γερμανικά στρατεύματα.

«Οι ΗΠΑ – Βρετανία – Γαλλία υπολόγιζαν ότι μια πολεμική σύγκρουση της Γερμανίας με την ΕΣΣΔ θα οδηγούσε στην εξασθένηση και των δύο, ώστε να υπερισχύσουν εκείνες. Από την άλλη, όταν η Γερμανία επιτέθηκε εναντίον της Γαλλίας, η γαλλική αστική τάξη προτίμησε να παραδώσει τη Γαλλία και στη συνέχεια να στηρίξει τη γερμανική κατοχή, αλλά και τη δική της εξουσία, με τη γαλλική κατοχική κυβέρνηση του Βισύ. Εξίσου χαρακτηριστική ήταν η στάση τους και τότε που πρότειναν στη Σοβιετική Ενωση σχέδια συνθηκών κατά του «Αξονα», προκειμένου να κρατούν τα προσχήματα. Οι προτάσεις περιείχαν ετεροβαρείς υποχρεώσεις. Γινόταν προσπάθεια να αναλάβει η Σοβιετική Ενωση ολόκληρο το βάρος του πολέμου και εκείνες να μείνουν μακριά, ώστε να αποκτήσουν τη δυνατότητα να υπαγορεύσουν τους όρους τους στους εμπολέμους την κατάλληλη στιγμή». (Απόσπασμα από τις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 60χρονα της Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών).

Τούτο άλλαξε, μόνο όταν «η Γερμανία κατέλαβε τη Γαλλία και τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, η τακτική της βρετανικής αστικής τάξης άλλαξε και ο Τσόρτσιλ αντικατέστησε στην πρωθυπουργία τον Τσάμπερλεν (Μάης 1940). Τότε ουσιαστικά η Βρετανία μπήκε στον πόλεμο κατά της Γερμανίας, αν και τυπικά, μαζί με τη Γαλλία, τον είχαν κηρύξει από το 1939, δίχως όμως να τον διεξάγουν!… Επρόκειτο για ένα …παράξενο πόλεμο…, όπως έχει χαρακτηριστεί». (Απόσπασμα από τις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 60χρονα της Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών).

Το «σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ»

Στις 23 Αυγούστου 1939 υπογράφτηκε το γερμανοσοβιετικό «σύμφωνο μη επίθεσης», 10χρονης διάρκειας, το γνωστό ως «σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ». Πολύ αργότερα (13 Απρίλη 1941) υπογράφτηκε και το σοβιετοϊαπωνικό «σύμφωνο ουδετερότητας».

«Το «σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ» έχει δεχτεί πυρά από τους υποκριτικούς υπερασπιστές των ελευθεριών και από τους οπορτουνιστές. Αποκρύπτουν το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα καπιταλιστικά κράτη, τόσο αυτά με αστικά δημοκρατικά πολιτεύματα, όσο και τα άλλα με φασιστικά, ενεργούσαν έχοντας στόχο την ανατροπή της σοβιετικής εξουσίας.

Το «σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ» εξυπηρετούσε τη Σοβιετική Ενωση. Χρειαζόταν χρόνο, για να προετοιμαστεί καλύτερα μπροστά στην επικείμενη αναπόφευκτη πολεμική επίθεση.

Το «σύμφωνο» χρειαζόταν και στη Γερμανία, επειδή δεν μπορούσε να αποδυθεί σε πόλεμο με τη Σοβιετική Ενωση, δίχως να έχει προηγουμένως εξασφαλίσει την απαραίτητη οικονομική δύναμη. Διαφορετικά, έστω κι αν νικούσε, θα αποδυναμωνόταν κατά πολύ, με αποτέλεσμα να γίνει προβληματική έως αδύνατη η αντιμετώπιση από την πλευρά της των άλλων ανταγωνιστικών της καπιταλιστικών δυνάμεων με αξιώσεις νίκης». (Απόσπασμα από τις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 60χρονα της Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών).

Η εποποιία του σοβιετικού λαού

Στις 22 του Ιούνη 1941, η χιτλερική Γερμανία επιτέθηκε ενάντια στην ΕΣΣΔ. Αρχισε ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος, ο οποίος, όπως έδειξε, υπήρξε ο αποφασιστικός παράγοντας της μετατροπής του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου από ιμπεριαλιστικό σε απελευθερωτικό αγώνα των λαών ενάντια στη φασιστική τυραννία. Η νίκη στοίχισε στο σοβιετικό λαό πάνω από 20 εκατ. ζωές, 30 εκατ. τραυματίες και ανάπηροι πολέμου, 25 εκατ. έμειναν άστεγοι, η χώρα έχασε το 30% του εθνικού της πλούτου. Αντίστοιχα, οι νεκροί της Βρετανίας ανέρχονταν σε 375.000 και των ΗΠΑ σε 405.000!

Επιπλέον: «1.710 πόλεις μετατράπηκαν σε σωρούς ερειπίων. Κάηκαν 70.000 χωριά και κεφαλοχώρια. Καταστράφηκαν ολοκληρωτικά ή εν μέρει 32.000 βιομηχανικές επιχειρήσεις και 65.000 χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών. Καταληστεύτηκαν 98.000 κολχόζ, 5.000 σοβχόζ και μηχανοτρακτερικοί σταθμοί, χιλιάδες νοσοκομεία, σχολεία, ανώτερα ιδρύματα και βιβλιοθήκες.

Η γιγάντια συμβολή της Σοβιετικής Ενωσης στη νίκη κατά της Γερμανίας και των συμμάχων της επιτεύχθηκε χάρη: Στο ρόλο της εργατικής σοβιετικής εξουσίας στη δημιουργία και στην οργάνωση της αμυντικής θωράκισης της Σοβιετικής Ενωσης. Στα πλεονεκτήματα που προσφέρει η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο των λαϊκών μαζών, με ηγέτιδα δύναμη την εργατική τάξη. Στο ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος ως επαναστατικής εργατικής πρωτοπορίας.

Αν η Σοβιετική Ενωση δεν είχε διανύσει πριν από τον πόλεμο, στη διάρκειά του και σε ελάχιστο χρόνο μια τεράστια απόσταση στο δρόμο της συνειδητά σχεδιασμένης κοινωνικοοικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης, της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, θα ήταν αδύνατη η σωτηρία της. Στη μάχη του Στάλινγκραντ, που αποτέλεσε τη ριζική στροφή προς τη νίκη, νικητής ήταν ο σοσιαλισμός και όχι η παγωνιά του ρωσικού χειμώνα, όπως προβάλλεται σκόπιμα από διάφορες πλευρές.

Η κολοσσιαία προσπάθεια του νεαρού σοβιετικού κράτους αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, αν συνυπολογιστεί ότι πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες καπιταλιστικής περικύκλωσης, εμπορικού αποκλεισμού, ιμπεριαλιστικής προετοιμασίας νέου παγκόσμιου πολέμου, αποβολής της ΕΣΣΔ από την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ), ανοιχτής παραβίασης διεθνών συμφωνιών και υπονόμευσης από οργανωμένες αντεπαναστατικές εγχώριες αστικές δυνάμεις, ακόμη και μέσα στον στρατό, καθώς και κάτω από τη διαβρωτική, υπονομευτική δράση του οπορτουνισμού, με τη μορφή κυρίως του τροτσκισμού». (Αποσπάσματα από τις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για την Αντιφασιστική Νίκη).

Γύρισαν μπούμερανγκ την επίθεση

Θρίαμβος της ισχύος των σοβιετικών όπλων υπήρξε η μάχη του Στάλινγκραντ, όπου ο φασιστικός συνασπισμός έχασε περίπου 1,5 εκατ. αξιωματικούς και στρατιώτες, το ένα τέταρτο των μάχιμων δυνάμεών του στο σοβιετο-γερμανικό μέτωπο. Η μάχη στο Στάλινγκραντ συνέβαλε αποφασιστικά στην επίτευξη στροφής στην πορεία του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, όσο και όλου του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.

Η Σοβιετική Ενωση σήκωσε το κύριο βάρος του πολέμου. Οι ένοπλες δυνάμεις της, όχι μόνο έφραξαν το δρόμο στη φασιστική επίθεση, αλλά εξόντωσαν κάθε δυνατότητα εκπλήρωσης του στόχου του Χίτλερ. Στο σοβιετο-γερμανικό μέτωπο συντρίφτηκαν οι κύριες δυνάμεις της φασιστικής Γερμανίας, έχασε 10 εκατ. άνδρες από τα 13,6 εκατ. που έχασε αυτή σε όλα τα μέτωπα του παγκόσμιου πολέμου. Οι ένοπλες δυνάμεις της ΕΣΣΔ όχι μόνο υπεράσπισαν την πατρίδα τους, αλλά εκπλήρωσαν με τιμή το διεθνιστικό τους χρέος – βοήθησαν τους λαούς να απελευθερωθούν από τη χιτλερική τυραννία, όπου για την απελευθέρωση των ξένων λαών έπεσαν στο πεδίο των μαχών πάνω από 1 εκατομμύριο άνδρες κι άλλα δύο εκατομμύρια τραυματίες. Μόνο για την απελευθέρωση της Πολωνίας, οι απώλειες ήταν πάνω από 600 χιλ. Σοβιετικοί στρατιώτες. Με τη βοήθεια της Σοβιετικής Ενωσης στα εδάφη της συγκροτήθηκαν τμήματα για αντίσταση όπως των Πολωνίας, Τσεχοσλοβακίας, Ρουμανίας, Γιουγκοσλαβίας, Γαλλίας και έτσι μπόρεσε να αναπτυχθεί ισχυρό κίνημα αντίστασης στις κατεχόμενες ευρωπαϊκές χώρες με 2.200.000 άτομα. (Στοιχεία από το άρθρο της Μαίρης Ζιώγα, Δρ. Ιστορίας, στο «Ρ», στις 26-27/4/2008).

Στόχος, παρέμενε η ΕΣΣΔ

Για τους ιμπεριαλιστές «και εκείνα τα χρόνια και αργότερα δεν έλειψαν οι μεταξύ τους προσπάθειες συνεννόησης, για να αντιμετωπιστεί η Σοβιετική Ενωση. Ακόμη και τους τελευταίους μήνες του πολέμου, όταν ο Τσόρτσιλ ζητούσε από τον Στάλιν να παρατάξει τη μέγιστη δύναμη κατά της Γερμανίας, ακόμη και τότε τα εγγλέζικα και τα αμερικανικά στρατεύματα άφηναν ανενόχλητα τα γερμανικά, που εγκατέλειπαν κατακτημένες χώρες, ώστε απερίσπαστα να αντιμετωπίσουν τον Κόκκινο Στρατό.

Δείγμα των στόχων τους ήταν και ότι μετά τη δημιουργία του «αντιφασιστικού συμφώνου», μεταξύ της Σοβιετικής Ενωσης και της Βρετανίας (12 Ιούλη 1941), οι ΗΠΑ – Βρετανία δεν άνοιγαν δεύτερο μέτωπο στην Ευρώπη κατά του «Αξονα». Μόνο όταν πια έγινε φανερό ότι ο Κόκκινος Στρατός προετοιμαζόταν να απελευθερώσει και τις κατεχόμενες χώρες της Ευρώπης, μόνο τότε οι ΗΠΑ – Βρετανία υποχρεώθηκαν να ανοίξουν το δεύτερο μέτωπο στην Ευρώπη, μόλις στις 6 Ιούνη 1944, με την απόβαση στη Νορμανδία.

Στις 2 Μάη 1945 η Κόκκινη Σημαία υψώθηκε στη γερμανική Βουλή (Ράιχσταγκ). Στις 8 του ίδιου μήνα, η Γερμανία συνθηκολόγησε άνευ όρων. Τέσσερις μήνες αργότερα, μετά την επίθεση και της Σοβιετικής Ενωσης εναντίον της, η Ιαπωνία συνθηκολόγησε (2 Σεπτέμβρη 1945). Νωρίτερα οι ΗΠΑ, δίχως να υπάρχει στρατιωτική ανάγκη, έριξαν την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι (6 και 9 Αυγούστου 1945).

Επρόκειτο για ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα του ιμπεριαλισμού κατά της ανθρωπότητας στον 20ό αιώνα». (Αποσπάσματα από τις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για την Αντιασιστική Νίκη των Λαών).

Διαρκής η προσπάθεια να αντιστραφεί η πραγματικότητα

«Μετά τη νίκη της αντεπανάστασης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες (1989 – 1991), ξεκίνησε μια πιο συντονισμένη παγκόσμια προσπάθεια αναθεώρησης της ιστορίας του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ενταγμένη σε γενικότερο σχεδιασμό ιδεολογικής επίθεσης που διαρκεί.

Επιχειρεί να μειώσει ή και να σβήσει την προσφορά του Κομμουνιστικού Κινήματος στους λαούς όλου του κόσμου. Επιδιώκει να δηλητηριάσει τη συνείδηση των νεότερων γενεών, να τις καταστήσει ευάλωτες στη μαύρη προπαγάνδα. Να χειραγωγήσει μαζικά τις νεότερες γενιές στα σημερινά εγκλήματα της ιμπεριαλιστικής τάξης. Κυρίως, αποτελεί παγκόσμια ιδεολογική και πολιτική δράση των δυνάμεων του κεφαλαίου, προκειμένου να υψωθούν απέραστα τείχη, για να μη βγει ο κόσμος από το πισωγύρισμα όπου τον έφερε η αντεπανάσταση του 1989 – 1991.

Τα «κέντρα» της «αναθεώρησης της ιστορίας» συγκαλύπτουν συνειδητά ότι οι άδικοι πόλεμοι ξεπηδούν από τη φλέβα του καπιταλιστικού συστήματος. Οτι δεν οφείλονται σε κάποιους μανιακούς, όπως διάφοροι παρουσιάζουν τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι. Οι πόλεμοι γίνονται, επειδή υπάρχει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Ταυτόχρονα, αποσιωπούν το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ κατέβαλε μεγάλες και πολύχρονες προσπάθειες για να αποσοβηθεί η πολεμική έκρηξη. Οτι ακολουθούσε με συνέπεια πολιτική ειρήνης, επειδή μόνο απ’ αυτήν είχε συμφέρον για να οικοδομηθεί η σοσιαλιστική κοινωνία. Εχοντας καταργήσει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, είχε καταργήσει και το κίνητρο της συμμετοχής στο μοίρασμα και στο ξαναμοίρασμα του κόσμου. Η Σοβιετική Ενωση υποχρεώθηκε να διεξαγάγει έναν πόλεμο που προκάλεσε ο ιμπεριαλισμός και που η ίδια, βεβαίως, δεν τον ήθελε.

Η Σοβιετική Ενωση διεξήγαγε έναν πόλεμο δίκαιο. Το γεγονός ότι επιδίωξε και βοήθησε να αξιοποιήσουν λαϊκά αντιστασιακά κινήματα την ήττα του «Αξονα», για να ανοίξουν δρόμο προς τα εμπρός, πρέπει να υπολογιστεί στη θετική στάση της προς όφελος των λαών. Κι εξάλλου, οι λαοί υπέφεραν από το σύνολο των καπιταλιστικών κρατών, των εμπρηστών του πολέμου.

Κρύβουν επίσης επιμελώς ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος αναθέρμανε τις ελπίδες των αντεπαναστατικών δυνάμεων στη Σοβιετική Ενωση. Τον είδαν ως τη μεγάλη ευκαιρία για την παλινόρθωση του καπιταλισμού και συμμάχησαν με τους Γερμανούς.

Τα αντικομμουνιστικά «κέντρα» ονοματίζουν σήμερα την Αντίσταση των λαών τρομοκρατία! Εμφανίζουν ως σφαγές αμάχων την παραδειγματική τιμωρία των «δωσίλογων». Και εντοπίζουν, ως βασική αιτία της δημιουργίας οργανώσεων τύπου «Ταγμάτων Ασφαλείας» και της συνεργασίας με τους κατακτητές, την ανάγκη «αθώων να προστατευτούν από το αιματηρό όργιο που εξαπέλυσαν εναντίον τους οι Κομμουνιστές»!

Αντιστρέφουν πλήρως την πραγματικότητα. Στοχοπροσηλωμένα προκειμένου να ανακόψουν την αντικειμενικά ανεπίστρεπτη πορεία, ακόμη και με ζικ-ζακ και με το μπρος-πίσω, στη δράση των εργατικών επαναστατικών κινημάτων, το αναπόφευκτο της δράσης τους όταν και οι αντικειμενικές συνθήκες, μια γενικευμένη δηλαδή κρίση η επαναστατική κρίση θα φέρει μπρος τους το ιστορικό καθήκον. Την ανατροπή του ιστορικά ξεπερασμένου καπιταλισμού για να ανοίξει ο δρόμος προς στην κομμουνιστική κοινωνία. Αυτό πασχίζουν να καθυστερήσουν οι ιμπεριαλιστές. Μα τα καθήκοντα της ιστορίας, είναι καθήκοντα και της ανθρωπότητας, δηλαδή των τάξεων που μπορούν με τη δράση τους να κινήσουν την κοινωνία προς τα μπρος. Είναι νομοτέλεια που η εργατική τάξη με επικεφαλής το Κόμμα της το Κομμουνιστικό Κόμμα και σε συμμαχία με τ’ αλλά φτωχά λαϊκά στρώματα θα κινήσει. Η κοινωνική επανάσταση ό,τι και αν κάνουν οι αστοί είναι αναπόφευκτη όπως και ο κοινωνικός τους θάνατός.

Πηγή: Ριζοσπάστης, 10/5/2009

Ο αστικός κόσμος και τα Τάγματα Ασφαλείας (αστική τρομοκρατία, φασισμός και η αναθεώρηση της Ιστορίας)

* * *
Ο αστικός κόσμος και οι ταγματασφαλίτες
Αετόπουλα της Θεσσαλίας, μετά από βασανιστήρια χωροφυλάκων

Συμπληρώθηκαν αυτές τις μέρες 68 χρόνια από τη συγκρότηση της πρώτης από τις τρεις κατοχικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα, γνωστές ως κυβερνήσεις των δοσιλόγων.Η κυβέρνηση, που σχημάτισε στις 7 του Απρίλη 1943 ο Ιωάννης Δ. Ράλλης, ήταν η τρίτη στη σειρά κατοχική κυβέρνηση που αναλάμβανε τη «διακυβέρνηση» της χώρας με γερμανική εντολή. Είχαν προηγηθεί οι κυβερνήσεις του στρατηγού Γεωργίου Τσολάκογλου (29 του Απρίλη 1941 – 2 του Δεκέμβρη 1942) και του καθηγητή της Ιατρικής Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου (2 του Δεκέμβρη 1942 – 6 του Απρίλη 1943), τον οποίο όρισε πρωθυπουργό ο Τσολάκογλου.

Ο τελευταίος, από τους πρωτοστάτες της συνθηκολόγησης με το γερμανικό στρατό και της παράδοσης της χώρας στους Γερμανούς, τερμάτισε τον πρωθυπουργικό βίο του μετά από 18 μήνες. Η αστική τάξη χρειαζόταν μία «νέα» κατοχική κυβέρνηση, πιο κατάλληλη και ικανή να «χειριστεί» το λαό. Πρώτα από όλα, χρειαζόταν άλλος πρωθυπουργός. Ο Λογοθετόπουλος δεν εκπληρούσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις και λόγω πολιτικής οξυδέρκειας, και λόγω πολιτικής επιρροής. Ο Ι. Δ. Ράλλης, στον οποίο προτάθηκε η πρωθυπουργία, εκείνη την ώρα αρνήθηκε.

Η επιλογή ως πρωθυπουργού του Λογοθετόπουλου ήταν αναγκαστική και φανερά μεταβατική λύση. Σύντομα επαναβεβαιώθηκε ότι τη θέση του πρωθυπουργού έπρεπε να καταλάβει ένα πρόσωπο ικανό και αποφασιστικό, προερχόμενο μάλιστα από τον αστικό πολιτικό κόσμο του κοινοβουλευτισμού, προκειμένου να διευρυνθούν οι συμμαχίες και η κοινωνική βάση της κατοχικής κυβέρνησης.

Αντάρτης του ΔΣΕ στον αγώνα για την Τιμή, την Ανεξαρτησία και την Ακεραιότητα της Ελλάδας

Ετσι, οι γερμανικές αρχές Κατοχής επανήλθαν στον Ι. Δ. Ράλλη, γιο πρωθυπουργού και επί χρόνια βουλευτή και υπουργό του «Λαϊκού Κόμματος» (Δ. Γούναρη, Π. Τσαλδάρη). Βρισκόμαστε στο 1943, που οι διεθνείς και εσωτερικές συνθήκες είχαν αρχίσει να αλλάζουν ουσιαστικά.Διεθνώς, συντελούνταν ριζική στροφή στην πορεία του Β- Παγκοσμίου Πολέμου, μετά τη συντριβή των γερμανικών στρατιών στο Στάλινγκραντ. Από την άλλη, διαφαινόταν ότι από μήνα σε μήνα η Ιταλία θα κατέρρεε, όπως και έγινε. Στις 8 του Σεπτέμβρη, η Ιταλία συνθηκολόγησε.

Στην Ελλάδα, το ΕΑΜ αναπτυσσόταν και ο ΕΛΑΣ είχε συγκροτηθεί, ενώ τα πρώτα σημάδια μιας θυελλώδους ανάπτυξης και των δύο ήταν ορατά. Στις 5 του Μάρτη 1943 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το μεγάλο συλλαλητήριο που ματαίωσε την πολιτική επιστράτευση.

Το έδαφος, λοιπόν, άρχισε να τρίζει κάτω από τα πόδια της αστικής τάξης. Τους όρους, που ο Ράλλης είχε θέσει στις γερμανικές και ιταλικές αρχές Κατοχής στο παρελθόν και τους οποίους αυτές είχαν απορρίψει, με αποτέλεσμα να μη δεχθεί την πρωθυπουργία, τώρα τους δέχθηκαν. Για την ακρίβεια, δέχθηκαν τον πιο βασικό όρο: Να δημιουργηθούν τα Τάγματα Ασφαλείας.

Στα τέλη του Οκτώβρη 1943, σε μυστική σύσκεψη, που πραγματοποίησαν μεγαλοβιομήχανοι και μεγαλομαυραγορίτες, αποφασίστηκε να χρηματοδοτηθεί ο Ράλλης με μεγάλα χρηματικά ποσά, για να εξοπλίσει τα Τάγματα Ασφαλείας. Προηγουμένως, στις 18 του Ιούνη 1943, δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νόμος 260/1943 «περί συγκροτήσεως τεσσάρων ευζωνικών ταγμάτων».

Οι αντιθέσεις διεθνώς και στην Ελλάδα

Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, που η μεγάλη τους όξυνση είχε οδηγήσει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνέχισαν και μετά από αυτόν και εξαιτίας των αποτελεσμάτων του να παραμένουν εξαιρετικά οξυμένες και μάλιστα να οξύνονται ακόμα περισσότερο και γοργά. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ενας από τους άνδρες των ταγμάτων ασφαλείας του Ι. Ράλλη υποβάλλει σε σωματική έρευνα, για λογαριασμό των Γερμανών, Ελληνα πολίτη στην Αθήνα, αφού πρώτα τον διέταξε «ψηλά τα χέρια»

Από τη μία πλευρά, ήταν η χιτλερική Γερμανία, η Ιαπωνία και η Ιταλία του Μουσολίνι, μαζί με τους συμμάχους τους (Βουλγαρία, Ρουμανία κ.ά.).Απέναντι στον Αξονα βρέθηκαν αρχικά η Μ. Βρετανία, η Γαλλία και σειρά άλλων καπιταλιστικών κρατών. Αργότερα προστέθηκαν οι ΗΠΑ.

Ηταν και αυτός πόλεμος ιμπεριαλιστικός, για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Η νικημένη και ταπεινωμένη πλευρά του πρώτου πολέμου, η Γερμανία, επιζητούσε μανιωδώς τη ρεβάνς. Οι αντιθέσεις ήταν αδύνατο να τιθασευτούν, παρά το γεγονός ότι κοινός αντίπαλος και των δύο ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων ήταν η Σοβιετική Ενωση, που μπήκε στον πόλεμο στις 22 του Ιούνη 1941, μόλις η Γερμανία επιτέθηκε εναντίον της.

Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις διαπέρασαν κάθετα όλα τα καπιταλιστικά κράτη, δημιουργώντας στο καθένα δύο αντιμαχόμενες αστικές παρατάξεις, συγκριτικά μικρότερης ή μεγαλύτερης πολιτικής εμβέλειας η μία από την άλλη. Η τοποθέτηση των αστικών δυνάμεων σε αυτή ή στην έτερη μεριά καθοριζόταν από λόγους ιδεολογικοπολιτικούς, καθώς και από συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι οι οικονομικές δοσοληψίες γερμανικών και ιταλικών οικονομικών μεγαθηρίων με εγγλέζικα, αμερικανικά και άλλα μονοπώλια ποτέ δεν σταμάτησαν. Πολλοί αστοί (οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες, καθώς και διανοούμενοι), εκτός από τους παραπάνω λόγους, θεωρούσαν τη Γερμανία πιο ικανή και αποφασισμένη να συντρίψει τη σοβιετική εξουσία.

Φυσικά, η κατάσταση διαγραφόταν πολύ πιο σύνθετη. Παράλληλα με την αντιπαράθεση, καταβάλλονταν διπλωματικές προσπάθειες (π.χ. από το Βατικανό) να συνενωθεί ο καπιταλιστικός κόσμος εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Ταυτόχρονα, οι αντιμαχόμενες πλευρές των αστικών δυνάμεων δε συγκροτούσαν – σταθερά ή και προσωρινά – δύο μεταξύ τους «καθαρά» αντίπαλα στρατόπεδα.

«Τσολιάδες» του Ι. Ράλλη συνοδεύουν Ελληνες πατριώτες που έπιασαν σε μπλόκο της Αθήνας, για να τους παραδώσουν στα Ες Ες

Ως προς αυτό, αν δούμε ως παράδειγμα την Ελλάδα, παρατηρούμε ότι με το μέρος της γερμανικής πλευράς πέρασαν και αστοί που είχαν παραδοσιακούς δεσμούς με τη Μ. Βρετανία ή και παρέμειναν υποστηρικτές του αστικού κοινοβουλευτισμού. Αντιλαμβάνονταν ότι ο πόλεμος κάποια στιγμή θα τελειώσει και έπρατταν αναλόγως. Στο παράδειγμα της Ελλάδας, αυτός ο «διπλός» ρόλος επίσης εκδηλώθηκε χαρακτηριστικά. Πρυτάνευσε η ανάγκη της ελληνικής αστικής τάξης να συντηρήσει – όσο επέτρεπαν, βεβαίως, οι συνθήκες της Κατοχής – τη λειτουργία του κράτους της, προκειμένου να διατηρήσει τη βάση της μεταπολεμικής του ανασυγκρότησης και θωράκισης και, ταυτόχρονα, να το υπερασπίσει στις κατοχικές συνθήκες από τους ταξικούς αντιπάλους της.Ο Β- Παγκόσμιος Πόλεμος, που μία από τις ιδιομορφίες του, σε σύγκριση με τον πρώτο, ήταν η κατάκτηση και κατοχή χωρών από ξένα στρατεύματα, διαμόρφωσε συνθήκες υψηλού βαθμού όξυνσης των κοινωνικοταξικών αντιθέσεων στο εσωτερικό των περισσότερων καπιταλιστικών χωρών. Η αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση με το εθνικοαπελευθερωτικό στοιχείο της πάλης.

Από τις παραπάνω απόψεις δεν είναι αντικειμενικός ο χαρακτηρισμός «Ελληνες εναντίον Ελλήνων», που έγινε τίτλος βιβλίου. Τέτοιοι χαρακτηρισμοί, με πιο γνωστό εκείνον του «εμφυλίου πολέμου», κρύβουν το χαρακτήρα που έχει ο ένας ή ο άλλος πόλεμος (π.χ. ταξικός, εθνικοαπελευθερωτικός), γιατί προτάσσουν ως κριτήριο το κοινό φυλετικό στοιχείο των αντιμαχομένων ή και αποδίδουν το χαρακτήρα του πολέμου αποκλειστικά με αυτό το κριτήριο.

Μάλιστα, η σχολή της «αναθεώρησης» της Ιστορίας, σχολή του χυδαίου αντικομμουνισμού, διαπράττει την εξής λαθροχειρία: Εκτιμώντας ότι η ταξική σύγκρουση στην Ελλάδα άρχισε το 1943 (γιατί όχι το 1942;), από τότε δηλαδή που δημιουργήθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας, υποβαθμίζει ή «απαλύνει» μέχρι και εξαφάνισης το στοιχείο της κατάκτησης. Ετσι, παρουσιάζει το ΚΚΕ, λίγο – πολύ, να κρύβεται πίσω από το ΕΑΜ, για να ξεγελάσει το λαό! Αυτό επανέλαβαν πρόσφατα και οι Στ. Καλύβας και Ν. Μαραντζίδης, αλλά και ο Θ. Πάγκαλος, αποσιωπώντας μεθοδικά τις θέσεις του ΚΚΕ εκείνων και μεταγενέστερων χρόνων, που κάνουν σαφέστατες τις επιδιώξεις που είχε και πώς έβλεπε το θέμα της εξουσίας.

Ανακοίνωση – διαταγή του αρχηγού των Ταγμάτων Ασφαλείας, για απαγχονισμό πέντε κομμουνιστών, που δημοσιεύτηκε στο στο πρωτοσέλιδο του «ΒΗΜΑΤΟΣ», στις 5 Απρίλη 1944

Η ταξική σύγκρουση υπήρχε και εκδηλωνόταν από την πρώτη ώρα της Κατοχής. Στην πορεία μάλιστα, ιδιαίτερα το 1944, πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση, δεν κυριάρχησε πριν από το Δεκέμβρη του 1944.Παράλληλα, από την «αναθεώρηση», αλλά και από οπορτουνιστικά ρεύματα, η αντίθεση στο πολιτικό επίπεδο χαρακτηρίζεται ως αντίθεση «αριστεράς – δεξιάς». Κι αν ακόμα δεχόμαστε αυτήν την ορολογία, τίθεται το ερώτημα: Πού βρισκόταν τότε το «Κέντρο»; Γιατί ουδέτερο δεν ήταν, ούτε οι εκπρόσωποί του είχαν …εξαφανιστεί από προσώπου Γης. Η ορολογία «δεξιά, κέντρο, αριστερά» κρύβει επίσης ποια τάξη εκφράζει κάθε κόμμα και ποιες κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις συγκρούονται.

Θεμ. Σοφούλης: «Τα Τάγματα και τα μάτια σας»!..

Είναι μονόπλευρη η άποψη που καλλιεργείται επί χρόνια, ότι τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν αποκλειστικό έργο της κυβέρνησης Ι. Ράλλη και των γερμανικών αρχών Κατοχής. Ηταν – άμεσα ή έμμεσα – έργο όλων των ντόπιων αστικών πολιτικών δυνάμεων, καθώς και της Μεγάλης Βρετανίας. Αυτό είναι πια αποδεκτό από πληθώρα πολιτικών και ιστοριογράφων.

Εγραψε σχετικά ο Κομνηνός Πυρομάγλου, υπαρχηγός του ΕΔΕΣ:

«…η κυβέρνησις Ι. Ράλλη είναι, εις τας παραμονάς της απελευθερώσεως της Ελλάδος, η πρώτη «Δυτικοσυμμαχική» Κυβέρνησις εις την Ελλάδα (…)».

Συγκέντρωση του ΕΑΜ μετά τα αιματηρά γεγονότα του Δεκέμβρη

«Συνεπώς, η Κυβέρνησις Ράλλη και τα Τάγματα Ασφαλείας δεν είναι απλώς μία Κατοχική Κυβέρνησις, αλλά, προ παντός, η «Τρίτη Δύναμις», η δυναμική εμφάνισις των Παλαιών Κομμάτων, η διεκδικούσα εθνική και πολιτική δύναμις την Εξουσίαν μετά την απελευθέρωσιν».Ο ίδιος:

«Τας δολιχοδρομήσεις και την γραμμήν πλεύσεως των Παλαιών Κομμάτων, θα τας συνοψίσουμεν ως κατωτέρω:

(…) δ) Εμμεσος συνεργασία με την Κυβέρνησιν Ι. Ράλλη, ως προς το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ…

(…) ε) Ενίσχυσις και ανάπτυξις των Ταγμάτων Ασφαλείας…».

Και σε άλλο σημείο ο Κ. Πυρομάγλου υπογραμμίζει:

«Η κυβέρνησις Ι. Ράλλη σχηματίζεται, την 8ην Απριλίου 1943, με την ρητήν συγκατάθεσιν των Αρχηγών των αστικών Πολιτικών Κομμάτων και την υποστήριξιν των Αρχών Κατοχής εις την Ελλάδα, ιδιαιτέρως των Γερμανών. Ακόμη και με την σιωπηράν έγκρισιν του Βασιλέως Γεωργίου Β- και την σιωπηράν ανοχήν του Λονδίνου».

Στο βιβλίο του Σπύρου Γασπαρινάτου «Η ΚΑΤΟΧΗ» διαβάζουμε σχετικά:

«…στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 ο αντιστράτηγος Κ. Μαζαράκης διαβίβασε έγγραφο του κατοχικού πρωθυπουργού Ι. Ράλλη απευθυνόμενο «προς τον Αρχιστράτηγον Στρατιάς Μέσης Ανατολής – Προς τον Α.Ε. κ. Παπανδρέου». Σ’ αυτό ο κατοχικός πρωθυπουργός πληροφορεί για την πρόθεση των Γερμανών ως προς τη «δυνατότητα να υπάρξη εγγύησις της τάξεως εις την πρωτεύουσαν έναντι εντίμου τοπικής συνθηκολογήσεως» (των γερμανικών δυνάμεων). Επίσης, τονίζει ότι «εν πάση περιπτώσει, θα ήτο χρήσιμον να εγνώριζον τας οδηγίας σας εν ευθέτω χρόνω, διά να συντονίσω μικράς στρατιωτικάς δυνάμεις και να συγκρατήσω επ’ ολίγας ώρας εις απόστασιν πολυπληθείς ομάδας τρομοκρατών έτοιμους να εισβάλουν εις πρωτεύουσαν, διά να καταλάβουν την εξουσίαν και να δημιουργήσουν τετελεσμένα γεγονότα». Βλ. το κείμενο εις Τσουδερού, Ιστορικό Αρχείο, Γ2, σελ. 1.225».

Ας δούμε τι λέει και η γερμανική πλευρά για το ίδιο θέμα. Εγραψε ο Γκίντερ Αλτενμπουργκ, πληρεξούσιος (πρέσβης) του Ράιχ στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια:

«…θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι ο Ράλλης είχε δηλώσει επανειλημμένα σε μεταξύ μας συζητήσεις, ότι ανέλαβε το αξίωμα μετά από συνεννόηση με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου».

Και ο Βασίλης Μπαρτζιώτας:

«Τα ελληνόφωνα κτήνη, σαν τον Ράλλη και Ταβουλάρη (…) με τη βοήθεια της Αγγλίας, του βασιλιά Γλύξμπουργκ και των αστικών κομμάτων (του Σοφούλη, του Καφαντάρη, του Κ. Τσαλδάρη, του Γονατά κτλ., κτλ.) ετοίμαζαν ένοπλες δυνάμεις, για να αιματοκυλίσουν το λαό».

Είναι πλήθος τα γεγονότα που πιστοποιούν την ομόγνωμη στάση σύμπαντος του αστικού πολιτικού κόσμου απέναντι στα Τάγματα Ασφαλείας.

Στην απολογία του στο δικαστήριο των δοσιλόγων, ο Ι. Ράλλης είπε:

«Μοι επιβάλλεται όμως εν τω σημείω τούτω να εκφράσω τας ζωηράς μου ευχαριστίας εις τον πάντοτε αντίπαλόν μου αλλ’ εξόχου καλής πίστεως άνδρα, τον σεβαστόν πρόεδρον κ. Σοφούλην, βεβαιώσαντα ότι εθνικώς κατά την πρωθυπουργίαν μου επολιτεύθην». Ας μην ξεχνάμε ότι ο Θεμ. Σοφούλης ήταν μάρτυρας υπεράσπισης του Ράλλη στη δίκη των δοσιλόγων. Ηταν ο ίδιος που είχε πει στον δολοφόνο Πλυτζανόπουλο: «Τα Τάγματα και τα μάτια σας»!..

Ο Κρις Γούντχαουζ, αρχηγός της συμμαχικής στρατιωτικής αποστολής στα ελληνικά βουνά μετά την αποχώρηση του Εντι Μάγιερς, έγραψε:

«Ο Ράλλης έβλεπε τα Τάγματα Ασφαλείας ως μία γέφυρα διά το πέρασμα της Ελλάδος από της γερμανικής κατοχής εις την απελευθέρωσίν της υπό των συμμάχων, χωρίς να μεσολαβήσει κανένα χάος».

Αλλά και η σύνθεση της κυβέρνησης Ράλλη είναι πολύ εύγλωττη. Στα μέλη της συγκαταλέγονταν ο βενιζελογενής υπουργός των Εσωτερικών Αντ. Ταβουλάρης, άνθρωπος της εμπιστοσύνης του δικτάτορα Θ. Πάγκαλου, καθώς και ο Ν. Καλύβας, υπουργός Εργασίας, παλαιός συνδικαλιστής και σοσιαλιστής. (Ο Καλύβας εκτελέστηκε από την ΟΠΛΑ, έξω από το σπίτι του στο Κολωνάκι, στις 27 του Γενάρη 1944).

Εξάλλου και ο Δαμασκηνός έγινε αρχιεπίσκοπος στις 6 του Ιούλη 1941, με τη συναίνεση των Γερμανών και των Εγγλέζων και αφού άλλαξε υπέρ του το συσχετισμό στην Ιερά Σύνοδο μαζί με τον Γ. Τσολάκογλου, που καθαίρεσε τον μέχρι τότε αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο. Εγγλεζόφιλος δεν ήταν μόνο ο Δαμασκηνός, ήταν και ο Αγγελος Εβερτ, ήταν και Ι. Δ. Ράλλης, ο οποίος θα συνεργαζόταν με οποιονδήποτε κατακτητή, προκειμένου να επιτύχει το στόχο της αστικής τάξης.

Και ο Λαντζ, ο Γερμανός διοικητής των Ιωαννίνων, κατέθεσε για τον Ναπολέοντα Ζέρβα, αρχηγό του ΕΔΕΣ, στις 4 του Φλεβάρη 1947, στο αμερικανικό στρατοδικείο:

«Είχα συνάψει μία απόρρητη συμφωνία με τον διοικητή των εθνικιστών ανταρτών στρατηγό Ζέρβα για κατάπαυση του πυρός. (…) Ο στρατηγός Ζέρβας με ειδοποιούσε διά μέσον του αξιωματικού συνδέσμου που είχα κοντά του – θα μπορούσα να αναφέρω το όνομά του – σχετικά με επικείμενες συγκρούσεις με τους Ελασίτες. Ετσι βοηθούσα το Ζέρβα στον αγώνα του εναντίον των κομμουνιστών ανταρτών».

Και ο Γεώργιος Παπανδρέου συγχαίρει…

Ταυτόχρονα τους κατοχικούς πρωθυπουργούς επιδοκίμασε σύσσωμος ο αστικός πολιτικός κόσμος. Διαβάζουμε:

«Ο πρωθυπουργός κ. Τσολάκογλου εδέχθη χθες τους Πολιτικούς ηγέτας της χώρας, κ.κ. Πάγκαλον, Γονατάν, Οθωναίον, Μάξιμον, Κ. Τσαλδάρην, Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλον, Β. Δηλιγιάννην, Γ. Πεσματζόγλου, Γ. Μερκούρην, Βελέντζαν και Περ. Ράλλην. Μετά τας συνομιλίας εδόθη εις τον Τύπον η κάτωθι επίσημος ανακοίνωσις:

«Ο κ. Πρωθυπουργός ήκουσε μετά προσοχής τας γνώμας των ανδρών τούτων, αφού εξέθεσε την κατάστασιν και τας ακολουθητέας κατευθύνσεις της Κυβερνήσεως. Πάντες ανεγνώρισαν ότι η κυβέρνησις Εθνικής Ανάγκης είναι επιβεβλημένον να υποστηριχθή εκ μέρους πάντων των Ελλήνων άνευ επιφυλάξεων και ειλικρινώς»».

Και ο «γέρος της Δημοκρατίας», ο Γεώργιος Παπανδρέου λοιπόν…

Το κοινωνικό καθεστώς…

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα Τάγματα Ασφαλείας θα προσέφεραν στα γερμανικά στρατεύματα βοήθεια κατά την υποχώρησή τους, που διαφαινόταν ότι δε θα αργούσε. Πράγματι, έντεκα μήνες μετά τον εξοπλισμό των Ταγμάτων Ασφαλείας, η Αθήνα απελευθερώθηκε. Ταυτόχρονα, με την υποχώρηση των ιταλικών στρατευμάτων, τα Τάγματα Ασφαλείας ήρθαν να καλύψουν το κενό που αυτά άφησαν. Ωστόσο, ο βασικός ρόλος της δημιουργίας τους ήταν ο εσωτερικός ταξικός. Ο Ράλλης είναι αφοπλιστικός και ως προς το λόγο της δημιουργίας των Ταγμάτων Ασφαλείας:

«…διότι εμφανώς πλέον έβλεπον τας προθέσεις του ΕΑΜ και εθεώρουν (η Χωροφυλακή είχεν υποστεί κάπως την επίδρασιν των κομμουνιστών κατά ένα μέρος) ότι ήτο απαραίτητος ανάγκη να υπάρχουν τμήματα απολύτως εθνικιστικά δυνάμενα να αντιπαλαίσουν κατά των καταχθονίων σκοπών του κομμουνισμού και να αναλάβουν την προστασίαν του κινδυνεύοντος κοινωνικού μας καθεστώτος».

Και σε άλλο σημείο:

«Η αναρχία εδέσποζε της χώρας όλης, ως είπον ήδη. Αι πρόοδοι των ανατρεπτικών στοιχείων ήσαν καταφανείς. Τα θεμέλια του κοινωνικού μας καθεστώτος εσείοντο. Επρεπε το κράτος να παρασκευασθή διά την άμυνάν του, εάν ήθελε να ζήση».

Αυτή η τοποθέτηση του Ράλλη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ήταν άποψη και στόχος μόνο του Ράλλη, δε σηκώνει παρερμηνείες και αποτελεί ξεκάθαρη απάντηση, δοσμένη μάλιστα πριν από 65 χρόνια, σε όσους υποστήριξαν στο παρελθόν και υποστηρίζουν απόψεις σε σύγκρουση με τα πραγματικά γεγονότα.

Μία από αυτές είναι του σοσιαλδημοκράτη γνωστού δημοσιογράφου Βάσου Μαθιόπουλου, ο οποίος υιοθετεί την εξής εκδοχή για τους ταγματασφαλίτες:

«Είναι εξτρεμιστές, εθνικιστές και αντικομμουνιστές. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για πρόσωπα που δεν έχουν καμιά ιδεολογία αλλά σκοτεινό παρελθόν. Ο κομμουνισμός αποτελεί γι’ αυτούς πρόσχημα. Εκείνο που ενδιαφέρει τα μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας είναι η λεηλασία, η αρπαγή και η καταστροφή της μακεδονικής γης. Η χωρίς όρια καταστροφή!».

Δεν είναι σωστό ότι οι ταγματασφαλίτες δεν είχαν ιδεολογία, ούτε ότι ο σκοπός τους ήταν γενικά η αρπαγή. Είναι βεβαίως γεγονός ότι στα Τάγματα Ασφαλείας είχαν προσχωρήσει και πολλά λούμπεν στοιχεία και διαφόρων ειδών τρωκτικά. Είχαν προσχωρήσει και άτομα που για ένα πιάτο φαΐ δεν δίσταζαν μπροστά σε τίποτα. Επόμενο, αφού τα παιδιά ευκατάστατων οικογενειών, τους οποίους η κυβέρνηση Ράλλη κάλεσε να καταταγούν, αρνήθηκαν, για να μη διακινδυνεύσουν… Αλλά είναι επίσης γεγονός ότι στα Τάγματα είχαν προσχωρήσει και ιδεολόγοι αντικομμουνιστές.

Τα τότε γεγονότα δίνουν επίσης απάντηση στους εκπροσώπους της «αναθεώρησης». Αυτοί οι ιστορικοί, καθώς και άλλοι της αστικής διανόησης, αιτιολογούν, όπως και ο Ράλλης, τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας ως αποτέλεσμα της τρομοκρατίας που ασκούσε το ΕΑΜ στους κατοίκους της υπαίθρου!! Εγραψε σχετικά ο Στάθης Καλύβας του Γέιλ:

«Η εκστρατεία δολοφονίας αμάχων που διεξήγαγε το ΕΑΜ το χειμώνα του 1943-’44 δεν περιορίστηκε στην Αργολίδα. Ενα παρόμοιο κύμα δολοφονιών σάρωσε ολόκληρη την Πελοπόννησο την ίδια εποχή, ενδεχομένως και ολόκληρη τη χώρα».

Τα ίδια επαναλαμβάνει ο πεζογράφος και ακαδημαϊκός Θανάσης Βαλτινός:

«Τα Τάγματα έγιναν αργότερα. Ως αντίδρασις των όσων συνέβησαν. Των συλλήψεων και εκτελέσεων».

Από την άλλη, φαίνεται ότι οι Γερμανοί ήσαν …ήπιοι! Γράφει ο Καλύβας:

«Στα μάτια ενός απληροφόρητου παρατηρητή οι επιδρομές αυτές φαντάζουν σαν άσκηση αδιάκριτης βίας από τους κατακτητές σε βάρος αθώων πολιτών. Είναι όμως σαφές πως επρόκειτο επίσης για επιλεκτικές πράξεις αντιποίνων, στο πλαίσιο μιας κλιμακούμενης τοπικής διένεξης»!!!

Είναι από εκείνους που ξαναγράφουν την ιστορία, κάνοντας το μαύρο άσπρο. Γιατί, βεβαίως, συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο. Οι ταγματασφαλίτες ήταν ένα τρομοκρατικό και δολοφονικό χέρι που στρεφόταν συνολικά εναντίον του απλού λαού, ακόμα και αμέτοχων στο κίνημα, για να υποταχθεί, να αποθαρρυνθεί η προσχώρηση στο ΕΑΜ και να δημιουργηθούν κεντρόφυγες τάσεις απομαζικοποίησης του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Και, ταυτόχρονα, να συσπειρωθούν εναντίον του ΕΑΜ και του ΚΚΕ όσο το δυνατόν περισσότερα μικροαστικά στρώματα, που αποτελούσαν τότε τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού.

Από την άλλη, διάφοροι ιστοριογράφοι παρεμφερούς ή και όμοιας μεθοδολογίας, εμφανίζουν ως πρωτότυπη την ερμηνεία τους, ότι η αστική τάξη επιδίωξε τότε να εξασφαλίσει τη συνέχεια του κράτους της, παρά το γεγονός ότι αυτό ακριβώς υποστήριξε ο Ι. Ράλλης, όπως και ο Θεμιστοκλής Τσάτσος, ο πρώτος για τις συνθήκες της Κατοχικής Ελλάδας και ο δεύτερος στις συνθήκες της Μέσης Ανατολής, αναφερόμενος ωστόσο στην Ελλάδα. Είπε ο Ράλλης:

«Αλλά το κράτος, κύριοι δικασταί, δεν παύει υπάρχον και μετά την κατοχήν (…) Εχον όθεν το κατά την κατοχήν υπάρχον κράτος το δικαίωμα και την υποχρέωσιν να ζη, έχει ανάγκη νόμων, διαταγμάτων, πιστώσεων, πράξεων, ενί λόγω απάντων εκείνων των μέσων, δι ων εν Κράτος δύναται να εξασφαλίσει την διαβίωσιν των αποτελούντων αυτό πολιτών, των εν αυτώ οικούντων και ζώντων».

Και ο Θεμιστοκλής Τσάτσος, υπουργός στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» υπό τον Γ. Παπανδρέου, που σχηματίστηκε μετά το «Συμβόλαιο του Λιβάνου», μιλώντας στους υπαλλήλους του υπουργείου Δικαιοσύνης, στο Κάιρο, έλεγε αποφασιστικά και τρομοκρατώντας:

«…πρέπει να επικρατήση το αίσθημα ότι απαρεγκλίτως άκαμπτος θα είναι η θέλησις προς εργασίαν και προς επιβολήν της τάξεως. Εκ της θελήσεως ταύτης θα προκύψει η έννοια του κράτους. Οσοι θέλουν να συμμορφωθούν προς την τοιαύτην έννοιαν του κράτους».

Επομένως δεν κομίζουν γλαύκα ες Αθήνας απόψεις όπως: «… εν τέλει το κατοχικό κράτος ως συνέχεια του προπολεμικού». Είναι επιπλέον και λαθεμένες, επειδή κάνουν λόγο και για «την παραδοξότητα της ενσωμάτωσής τους (σημείωση δική μας: των Ταγμάτων Ασφαλείας) στο μεταπολεμικό εθνικό αφήγημα».

Καμία παραδοξότητα. Οι συγγραφείς του παραπάνω είναι που φάσκουν και αντιφάσκουν. Τα Τάγματα Ασφαλείας χρησιμοποιήθηκαν και το Δεκέμβρη του 1944 εναντίον του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Ο στρατηγός Λεωνίδας Σπαής, τότε υφυπουργός Στρατιωτικών, έγραψε:

«Συνολικά υπήρχαν 27.000 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας. Χρησιμοποιήσαμε 12.000, τους λιγότερο εκτεθειμένους και οπωσδήποτε κανένα από τα σημαίνοντα στελέχη. Τους ντύσαμε και τους εξοπλίσαμε».

Αυτή ήταν η νομιμότητα της εγχώριας αστικής τάξης και των ξένων συμμάχων της.

Τελικά οι δοσίλογοι της Κατοχής, αν και παραμένουν κρυφό καμάρι της τάξης τους, ρίχτηκαν στον Καιάδα της ιστορίας από άλλους συναδέλφους τους του αστικού πολιτικού κόσμου. Μάλιστα η ταξική πάλη τα έφερε έτσι – τραγική ειρωνεία – ώστε να μετατραπούν σε κατηγόρους των δοσιλόγων εκείνοι που επίσης έπρεπε να καθίσουν στο σκαμνί του κατηγορουμένου, μαζί με τους Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλο, Ράλλη, Κατσιμήτρο και λοιπούς. Οχι βέβαια ότι οι δοσίλογοι κάθισαν πράγματι στο σκαμνί. Οι δίκες των δοσιλόγων ήταν δίκες παρωδία.

Αν λοιπόν κάποιοι δικαίως στιγματίστηκαν, γιατί δεν είναι έτσι κι αλλιώς στιγματισμένοι, πολιτικοί σαν τον Νικόλαο Πλαστήρα; Σε επιστολή του από τη Νίκαια της Γαλλίας έγραψε μεταξύ άλλων στις 21 του Απρίλη 1941:

«Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει Κυβέρνηση φιλογερμανική για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα ετελείωνε και μετά τινας μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ απίθανον)».

Τι άλλο, άραγε, είπαν και έκαναν οι Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλος και Ράλλης; Και αν η έμπνευση να συγκροτηθούν τα Τάγματα Ασφαλείας ανήκει και στους «φιλελεύθερους» Θεόδωρο Πάγκαλο και Στυλιανό Γονατά, βενιζελικός ήταν και ο Γεώργιος Πούλος, απότακτος αξιωματικός μετά το αποτυχημένο κίνημα του Βενιζέλου το 1935, επικεφαλής του περιβόητου «τάγματος Πούλου», που έδρασε μαζί με τους Γερμανούς κατά του λαού στη Βόρεια Ελλάδα. Καμία εντύπωση δεν προξενεί το γεγονός. Και ο Πλαστήρας ήταν θαυμαστής του Μουσολίνι.

Οι δοσίλογοι πρόδωσαν το έθνος, για να το σώσουν, δηλαδή για να σώσουν την αστική τάξη και την εξουσία της, που την ταυτίζουν με το έθνος.

Γι’ αυτό και το ζήτημα είναι ότι επισήμως στιγματίστηκαν ελάχιστοι, πάλι για να διασωθεί η τάξη. Και οι μεν και οι δε, ταξικοί. Και ο Γκίντερ Αλτενμπουργκ έμεινε με την απορία (υποκριτική):

«…Ιδιαίτερα με ξένισε η δικαστική δίωξη που ασκήθηκε κατά του καθηγητή Λούβαρι. Αυτός μόνο μετά από προτροπή του Δαμασκηνού δέχθηκε να αναλάβει το Υπ. Πολιτισμού στην κυβέρνηση Ράλλη, χωρίς ωστόσο ο αρχιεπίσκοπος, ο οποίος στο μεταξύ είχε αναλάβει αντιβασιλέας, να πάρει το μέρος του κατά τη διάρκεια της δίκης. Αντίθετα, στην Αγγλία για παράδειγμα, η βρετανική κυβέρνηση ευχαρίστησε επίσημα, μετά τον πόλεμο, τις προσωπικότητες εκείνες, οι οποίες στην κατοχή ορισμένων νησιών της Μάγχης είχαν συνεργαστεί με τις γερμανικές αρχές κατοχής προς όφελος των συμπατριωτών τους»…

ΠΗΓΕΣ

1. Πέτρου Ρούσου, «Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΝΤΑΕΤΙΑ», τ. Α’, σελ. 514, εκδόσεις «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ».

2. Κομνηνού Πυρομάγλου, «ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ», σελ. 385, εκδόσεις «ΔΩΔΩΝΗ».

3. Κομνηνού Πυρομάγλου, «ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ», σελ. 392, εκδόσεις «ΔΩΔΩΝΗ».

4. Κομνηνού Πυρομάγλου, «ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ», σελ. 384, εκδόσεις «ΔΩΔΩΝΗ».

5. Σπύρου Γασπαρινάτου, «Η ΚΑΤΟΧΗ», τόμος Α’, σελ. 219, εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ

6. Χάγκεν Φλάισερ, «ΣΤΕΜΜΑ ΚΑΙ ΣΒΑΣΤΙΚΑ», τόμος Α’, σελ. 31, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ.

7. Βασίλη Μπαρτζιώτα, «Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΔΟΥΛΩΤΗ ΑΘΗΝΑ», σελ. 147, εκδόσεις «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ».

8. «Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΛΛΗΣ ΟΜΙΛΕΙ ΕΚ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ», σελ. 12, ΑΘΗΝΑΙ 1947.

9. Νίκου Καρκάνη, «Οι δωσίλογοι της Κατοχής», σελ. 23, εκδόσεις «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ».

10. Από Σπύρου Γασπαρινάτου, «Η ΚΑΤΟΧΗ», τ. Α’, σελ. 222, εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ.

11. Τα στοιχεία από Χάγκεν Φλάισερ, «ΣΤΕΜΜΑ ΚΑΙ ΣΒΑΣΤΙΚΑ», τ. Α’, σελ. 363, εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ.

12. Christoph U. Schminck Gustavus, «Μνήμες Κατοχής Ι», σελ. 189, εκδόσεις «Ισνάφι», ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2007.

13. Κομνηνού Πυρομάγλου, «Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΤΑΛΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ 1934-57», τ. Α’, σελ. 136-137, εκδόσεις «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ».

14. «Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΛΛΗΣ ΟΜΙΛΕΙ ΕΚ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ», σελ. 59, ΑΘΗΝΑΙ 1947.

15. «Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΛΛΗΣ ΟΜΙΛΕΙ ΕΚ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ», σελ. 42, ΑΘΗΝΑΙ 1947.

16. Βάσου Π. Μαθιόπουλου, «Ο Δεκέμβριος του 1944», σελ. 71-72, ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ – Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ.

17. Μαρκ Μαζάουερ, «Μετά τον πόλεμο», σελ. 166, εκδόσεις «ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ».

18. Θανάση Βαλτινού, «Ορθοκωστά», σελ. 127, εκδόσεις «ΩΚΕΑΝΙΔΑ».

19. Μαρκ Μαζάουερ, «Μετά τον πόλεμο», σελ. 171, εκδόσεις «ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ».

20. «Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΛΛΗΣ ΟΜΙΛΕΙ ΕΚ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ», σελ. 14, ΑΘΗΝΑΙ 1947.

21. Θεμιστοκλή Τσάτσου, «Αι παραμοναί της Απελευθερώσεως (1944)», σελ. 23, εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ.

22. «ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΙ ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ», σελ. 224, εκδόσεις «ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ».

23. «ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΙ ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ», σελ. 224, εκδόσεις «ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ».

24. Πέτρου Ρούσου, «Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΝΤΑΕΤΙΑ», τ. Β’ , σελ. 358, εκδόσεις «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ».

25. Εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 1997.

26. Χάγκεν Φλάισερ, «ΣΤΕΜΜΑ ΚΑΙ ΣΒΑΣΤΙΚΑ», τόμος Α’, σελ. 31, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ.

Του
Μάκη ΜΑΪΛΗ
Αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη, 3/5/2009