Η οικονομική ανόρθωση της Γερμανίας (με τη βοήθεια του διεθνούς κεφαλαίου)

Μετά τη γαλλική εισβολή στο Ρουρ και την εξέγερση του γερμανικού προλεταριάτου, η Αγγλία και οι ΗΠΑ, αξιοποιώντας το ζήτημα των επανορθώσεων, επεμβαίνουν ανοιχτά στα γερμανικά πράγματα με στόχο την ενίσχυση των συμφερόντων τους, που προϋπέθεταν μια ελεγχόμενη αλλά ενισχυμένη Γερμανία γενικά, μια ελεγχόμενη αλλά ενισχυμένη γερμανική αστική τάξη ειδικότερα. Οι ΗΠΑ από την εποχή που συζητιόταν η Συμφωνία ειρήνης των Βερσαλιών για την τυπική επικύρωση της λήξης του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου ήταν αντίθετες στην προοπτική μιας εξασθενισμένης και αδύναμης Γερμανίας και τούτο για το βασικό λόγο ότι μια ισχυρή, χωρίς αποικίες, Γερμανία μπορούσε να αποτελέσει παράγοντα απειλής και προοπτικά εξασθένισης του αποικιοκρατικού συστήματος, που ήταν καθοριστικό εμπόδιο στην πολιτική των «ανοιχτών θυρών», μέσω της οποίας προωθούνταν η ανάπτυξη και παγκόσμια εξάπλωση του αμερικανικού κεφαλαίου. Συνεπώς, για τις Ηνωμένες Πολιτείες η Γερμανία θα μπορούσε να είναι το ισχυρό αντίβαρο στη δύναμη της Αγγλίας και της Γαλλίας και ταυτόχρονα ο διάδρομος της αμερικανικής διείσδυσης στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Από την άλλη, η Αγγλία, ιδιαίτερα μετά την εισβολή της Γαλλίας στο Ρουρ, αντιλαμβανόταν πως η αποδυνάμωση της Γερμανίας σήμαινε την ενίσχυση της Γαλλίας σε βάρος των βρετανικών συμφερόντων. Τέλος, η Γαλλία δεν μπορούσε να αντιταχθεί στην ανόρθωση της Γερμανίας, εφόσον αυτό επιδίωκαν ΗΠΑ και Μ. Βρετανία.

Το θέμα μιας ισχυρής Γερμανίας σκόνταφτε στο γεγονός ότι η τελευταία, κάποια στιγμή, όταν θα ένιωθε αρκετά ισχυρή, θα αναζητούσε ζωτικό χώρο για τα συμφέροντά της πέραν των συνόρων της, πράγμα που σήμαινε ότι μπορούσε να αποτελέσει απειλή για τα συμφέροντα των υπολοίπων ιμπεριαλιστικών χωρών, που της είχαν αρπάξει τις αποικίες και τις προπολεμικές της αγορές. Αυτό βέβαια για τις ΗΠΑ δεν ήταν καθόλου κακό, αλλά για τη Μεγάλη Βρετανία ήταν πραγματική απειλή. Το ίδιο και για τη Γαλλία. Επρεπε, συνεπώς, η πολιτικοοικονομική ανόρθωση της Γερμανίας να έχει προσανατολισμό ως προς το ζωτικό χώρο που η χώρα αυτή θα έπρεπε να καταλάβει, ούτως ώστε να μην αποτελεί άμεση απειλή για τα γαλλοβρετανικά συμφέροντα, αλλά και να ικανοποιεί τους γενικότερους στρατηγικούς αμερικανικούς σχεδιασμούς.

Η λύση του προβλήματος ήταν μία: να δημιουργηθεί μια ισχυρή Γερμανία με ελεύθερο το δικαίωμα να αναζητήσει το μελλοντικό ζωτικό της χώρο στην Ανατολή, στη Σοβιετική Ενωση, κυρίως, αλλά και στις άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Ετσι επιτυγχανόταν κι ένας κοινός στόχος των απανταχού ιμπεριαλιστών που δεν ήταν άλλος από τη δημιουργία όρων για την εξάλειψη της Σοβιετικής Ενωσης ως εργατικού κράτους.

Το σχέδιο Ντοζ

Η πρώτη προσπάθεια ανόρθωσης της Γερμανίας εκδηλώθηκε με το σχέδιο Ντοζ, που υιοθετήθηκε τον Αύγουστο του 1924. Το σχέδιο αυτό – που οφείλει την ονομασία του στον Μόργκαν Ντοζ, αντιπρόσωπο της αμερικανικής χρηματιστικής ομάδας και πρόεδρο της διεθνούς επιτροπής εμπειρογνωμόνων, που συγκροτήθηκε το Νοέμβρη του 1923 με απόφαση της Επιτροπής Επανορθώσεων – είχε μια απλή επίσημη λογική που το συνόδευε: Η Γερμανία, για να μπορέσει να καταβάλλει τις πολεμικές επανορθώσεις που όφειλε στην Ευρώπη και ειδικά στις μεγάλες δυνάμεις, έπρεπε να ανορθωθεί οικονομικά και να αποκαταστήσει στο μέτρο του δυνατού και των συνθηκών το στρατιωτικο-οικονομικό της δυναμικό. Για το σκοπό αυτό θα ενισχυόταν με αγγλοαμερικανικά δάνεια. Επίσης η Γαλλία μέσα σ’ ένα χρόνο όφειλε να αποσύρει τα στρατεύματά της από το Ρουρ. Από το 1924 ως το 1929 που ίσχυσε το σχέδιο, η Γερμανία πήρε από τις ΗΠΑ και την Αγγλία με τη μορφή δανείων, πιστώσεων και επενδύσεων 20-25 δισεκατομμύρια μάρκα και στο ίδιο χρονικό διάστημα πλήρωσε για επανορθώσεις μόνο 11 δισεκατομμύρια μάρκα. Η σημαντικότερη όμως πλευρά είναι ότι με την εφαρμογή του σχεδίου οι ΗΠΑ ενίσχυσαν σημαντικά τη θέση τους στην Ευρώπη μέσω του γερμανικού παράγοντα. Τα μεγαλύτερα αμερικάνικα μονοπώλια – «Στάνταρντ όιλ», «Τζένεραλ Ελέκτρικ», «Τζένεραλ Μότορς», «Ιντερνέισνλ Τέλεγκραφ εντ Τέλεφον Κόμπανι», «Φορντ», «Ανακόντα» κλπ.- διεισδύσανε στη γερμανική βιομηχανία με τη μέθοδο των απευθείας επενδύσεων. Από την άλλη, η σύνδεση των γερμανικών μονοπωλίων με τα διεθνή καρτέλ βοηθούσε τη Γερμανία να παρακάμπτει τη Συνθήκη των Βερσαλιών στον τομέα της παραγωγής όπλων. Μέσω των διεθνών καρτέλ τα γερμανικά μονοπώλια επενδύσανε μεγάλα κεφάλαια στην πολεμική βιομηχανία άλλων κρατών, όπως της Ολλανδίας, της Ισπανίας, της Σουηδίας, της Φιλανδίας, και τις έθεσαν υπό τον έλεγχό τους1.

«Το σχέδιο Ντοζ – έλεγε ο Στάλιν στο 14ο Συνέδριο του Σοβιετικού ΚΚ2 – που καταστρώθηκε στην Αμερική, είναι το εξής: Η Ευρώπη πληρώνει τα χρέη της στην Αμερική σε βάρος της Γερμανίας που είναι υποχρεωμένη να πληρώσει επανορθώσεις στην Ευρώπη. Επειδή, όμως, η Γερμανία δεν μπορεί να αντλήσει από το κενό όλο αυτό το ποσό, θα πρέπει να αποκτήσει μια σειρά ελεύθερες αγορές που δεν καταλήφθηκαν από τις άλλες κεφαλαιοκρατικές χώρες και από τις οποίες θα μπορούσε να αντλήσει νέες δυνάμεις και νέο αίμα για να πληρώσει τις επανορθώσεις». Μ’ άλλα λόγια η Γερμανία σπρωχνόταν, είτε ήθελε είτε όχι, να ξεκινήσει ένα νέο πόλεμο που ο ιμπεριαλισμός ήλπιζε πως θα ελέγξει την κατεύθυνσή του. Προς τα πού θα κινούνταν αυτός ο πόλεμος, μας το δείχνει το Σύμφωνο του Λοκάρνο, που υπογράφηκε το 1925. Με βάση αυτό το Σύμφωνο η Γερμανία αποδεχόταν το συνοριακό, προς τα δυτικά (Γαλλία, Βέλγιο), καθεστώς που είχε επιβληθεί με τη Συνθήκη των Βερσαλιών και οι Γάλλοι αναγνώριζαν τα γερμανικά σύνορα. Το Λοκάρνο άφηνε ανοιχτό το πεδίο για επεκτατικές διαθέσεις της Γερμανίας προς Ανατολάς, προς την ΕΣΣΔ κυρίως, αλλά και προς τις Τσεχοσλοβακία και Πολωνία. Ετσι ορθά ο Στάλιν υπογράμμιζε ότι «το Λοκάρνο εγκυμονεί ένα νέο πόλεμο στην Ευρώπη»3.

Το σχέδιο Γιανγκ

Αν το σχέδιο Ντοζ συνέβαλε αποφασιστικά στην ανόρθωση της οικονομίας της Γερμανίας, το σχέδιο Γιανγκ – που υιοθετήθηκε τον Αύγουστο του 1929 – έδωσε ισχυρότατη ώθηση στην εξασθένιση των περιορισμών της Συνθήκης ειρήνης των Βερσαλιών που είχαν επιβληθεί στη Γερμανία και αποτέλεσε ένα καινούριο βήμα στην ανόρθωση του γερμανικού στρατιωτικο-οικονομικού δυναμικού. Εμπνευστής και αυτού του σχεδίου ήταν η αμερικανική χρηματιστική ολιγαρχία και το όνομά του οφείλεται στον Αμερικανό μεγαλοκεφαλαιούχο Οουεν Γιανγκ, ο οποίος ήταν πρόεδρος της επιτροπής εμπειρογνωμόνων που το εισηγήθηκε.

Με το σχέδιο Γιανγκ μειώθηκε το ύψος των γερμανικών επανορθώσεων από τα 132 δισ. χρυσά μάρκα – που είχε αποφασίσει η συμμαχική επιτροπή επανορθώσεων το 1921 – σε 113,9 δισ. μάρκα. Επίσης σε σχέση με το σχέδιο Ντοζ μειώθηκαν οι χρονιάτικες δόσεις για τις επανορθώσεις που έπρεπε να καταβάλει η Γερμανία κατά 20% ή 2 περίπου δισ. μάρκα για μια περίοδο 37 ετών (μέχρι 31/3/1966) και κατά 1,6 – 1,7 δισ. μάρκα για τα 22 υστερότερα χρόνια (μέχρι το 1988). Τέλος, το σχέδιο Γιανγκ κατάργησε κάθε έλεγχο των συμμάχων πάνω στη γερμανική οικονομία. Η οικονομική ανόρθωση της Γερμανίας και η ισχυροποίηση της αστικής της τάξης επανέφεραν στην ημερήσια διάταξη και τις ιμπεριαλιστικές της διαθέσεις, που μετά τον πόλεμο είχαν αντικειμενικά περάσει σε λανθάνουσα, δεύτερη μοίρα4. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία το ρεύμα του φασισμού. Πριν όμως δούμε αναλυτικότερα την εμφάνιση και ανάπτυξη του φασιστικού φαινομένου, οφείλουμε να σταθούμε στο σημαντικότερο οικονομικό γεγονός που συντάραξε τον καπιταλισμό εκείνη την εποχή, δηλαδή στην παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 – 1933.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια ιστορία», εκδόσεις «Μέλισσα», τόμος Θ1 – Θ2, σελ. 72-75.

2. Ι. Στάλιν: «Απαντα», εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ, 1952, τόμος 7ος, σελ. 298-299.

3. Στο ίδιο, σελ. 301.

4. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια ιστορία», εκδόσεις «Μέλισσα», τόμος Θ1-Θ2, σελ. 221.

Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Πηγή: Ριζοσπάστης

Ο κόσμος μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο δρόμο για τον Β’

Σε μια ομιλία του τον Αύγουστο του 1918, ο Λένιν υποστήριξε ότι στις σύγχρονες συνθήκες, στις συνθήκες δηλαδή που ο καπιταλισμός είχε περάσει στο τελευταίο στάδιό του, τον ιμπεριαλισμό, ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. Ελεγε χαρακτηριστικά1: «Πού βρίσκεται λοιπόν αυτό το αναπόφευκτο; Βρίσκεται στο ότι ο καπιταλισμός συγκέντρωσε τα πλούτη της Γης στα χέρια μερικών κρατών, μοίρασε ως την τελευταία λωρίδα την υφήλιο. Νέο μοίρασμα, νέος πλουτισμός δεν μπορεί να γίνει παρά σε βάρος των άλλων, του ενός κράτους σε βάρος του άλλου. Το πρόβλημα αυτό μπορεί να λυθεί μόνο με τη δύναμη – και γι’ αυτό ο πόλεμος ανάμεσα στους παγκόσμιους άρπαγες είναι αναπόφευκτος».

Η λήξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου όχι μόνο δεν εξάλειψε τις αιτίες που προκαλούσαν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, όχι μόνο δεν άμβλυνε τις αντιθέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αλλά, αντίθετα, τις μετέθεσε σε ένα νέο επίπεδο. Από τούτο τον πόλεμο είχαν προκύψει ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία αξίζει εν συντομία να αναφέρουμε: Κατ’ αρχάς, δύο μεγάλες αυτοκρατορίες του προπολεμικού κόσμου, η Αυστροουγγαρία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, διαλύθηκαν και διαμελίστηκαν ολοκληρωτικά. Μία νέα ιμπεριαλιστική δύναμη έκανε την εμφάνισή της στο παγκόσμιο καπιταλιστικό στερέωμα διεκδικώντας ηγεμονικό ρόλο όχι με τον παλιό τρόπο, της κατάκτησης ή της αρπαγής και διατήρησης αποικιών, αλλά μ’ έναν εντελώς καινούριο τρόπο, με την πολιτική των «ανοικτών θυρών», με την πολιτική της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων και εμπορευμάτων. Η δύναμη αυτή ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής κι ο τρόπος με τον οποίο πολιτεύονταν ταίριαζε απόλυτα στη φύση του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο. Ενα τρίτο στοιχείο του μεταπολεμικού κόσμου ως απόρροια του πολέμου ήταν η εμφάνιση του πρώτου εργατικού κράτους στην ιστορία της ανθρωπότητας, η εμφάνιση της Σοβιετικής Ρωσίας. Ηταν πλέον σαφές προς πάσα κατεύθυνση ότι η Ιστορία έδειχνε πως η αναζήτηση λύσης στα προβλήματα των λαϊκών μαζών δεν μπορούσε να κινείται αποκλειστικά στο έδαφος του καπιταλισμού αλλά και σε αντίθεση με αυτόν, στην κατεύθυνση της υπέρβασής του και της οργάνωσης της κοινωνίας σε μια νέα βάση.

Οι μεγάλες δυνάμεις μετά τον πόλεμο

Οι παλιές ιμπεριαλιστικές ανταγωνίστριες δυνάμεις βγήκαν από τον πόλεμο παρουσιάζοντας την εξής πάνω-κάτω εικόνα: Η ηττημένη στον πόλεμο Γερμανία όχι μόνο βρέθηκε χωρίς αποικίες αλλά έχασε και το 1/8 των εδαφών της, το 10% του πληθυσμού της, με την εισβολή της Γαλλίας στο Ρουρ, το 1923. Η Ιαπωνία και η Ιταλία αν και ήταν με το μέρος των νικητών θεωρούσαν τον εαυτό τους ριγμένο στη μοιρασιά. Τη μερίδα του λέοντος την είχαν αρπάξει η Αγγλία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ. Η Αγγλία και η Γαλλία είχαν αρπάξει το μεγαλύτερο μέρος των γερμανικών αποικιών. Η πρώτη συνέχιζε να παραμένει κύριος των θαλασσών και η δεύτερη να είναι η μεγαλύτερη χερσαία στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη. Και οι δύο όμως παρουσίαζαν κάμψη στην οικονομική και πολιτική τους δύναμη, σε αντίθεση βέβαια με τις Ηνωμένες Πολιτείες που ακολουθούσαν ακριβώς αντίστροφη πορεία. Γράφει χαρακτηριστικά ο Ν. Ψυρούκης2: «Το 1918, η Μεγάλη Βρετανία στο εμπορικό της ισοζύγιο είχε παθητικό 814,8 δισ. δολάρια και η Γαλλία 17,6 δισ., ενώ οι ΗΠΑ είχαν ενεργητικό 3.118 δισ. δολάρια. Ο εμπορικός στόλος των ΗΠΑ αύξησε τη χωρητικότητά του κατά 11 φορές (από 1.066.000 τόνους έφτασε 11.077.000 τόνους το 1919). Η βιομηχανική παραγωγή των ΗΠΑ ανάμεσα στα 1913 και στα 1928 αυξήθηκε κατά 70% (ενώ της Αγγλίας, στο ίδιο διάστημα, έπεσε κατά 1%). Γενικά, η βιομηχανική παραγωγή των ΗΠΑ, το 1928, ήταν μεγαλύτερη από την αντίστοιχη ολόκληρης της Ευρώπης. Τρομερά αυξήθηκε η αμερικανική παραγωγή του πετρελαίου (της νέας ενεργειακής πρώτης ύλης του κόσμου). Η βορειοαμερικανική τεχνολογία κάλπαζε, ενώ η ανάλογη ευρωπαϊκή καρκινοβατούσε. Οι ΗΠΑ είχαν την πρωτοπορία παντού. Οι παραδοσιακές αποικιοκρατικές δυνάμεις υποχωρούσαν σ’ όλα τα μέτωπα».

Για την Ευρώπη το καθήκον που έθετε το τέλος του πολέμου ήταν η σταθεροποίηση των οικονομιών που είχαν πληγεί σε μεγάλο βαθμό. Κι αυτή η σταθεροποίηση δεν μπορούσε να γίνει χωρίς τα αμερικανικά κεφάλαια, γεγονός που σήμαινε την παραπέρα οικονομική διείσδυση των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Φυσικά γίνεται λόγος για σχετική σταθεροποίηση αφού ο καπιταλισμός δεν ήταν δυνατόν να ξεπεράσει τις εγγενείς αντινομίες του, κάτι που αποκαλύφθηκε περίτρανα με την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση στα 1929-1933. Γι’ αυτή τη σχετική σταθεροποίηση ο Στάλιν σημείωνε στην εισήγησή του στο 14ο Συνέδριο του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος πως γίνεται «κυρίως με τη βοήθεια του αμερικάνικου κεφαλαίου και με αντάλλαγμα την οικονομική υποταγή της Δυτικής Ευρώπης στην Αμερική»3.

Η σχετική καπιταλιστική σταθεροποίηση διέφερε από χώρα σε χώρα. Η Γερμανία, που αποτελούσε τον πιο αδύνατο κρίκο του ιμπεριαλισμού μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε μια οικονομία εντελώς ξεχαρβαλωμένη. Το μάρκο υποτιμούνταν όχι κάθε μέρα αλλά κάθε ώρα απέναντι στο δολάριο και στα τέλη του 1923 είχε πέσει στο ένα τρισεκατομμυριοστό της προπολεμικής του αξίας. Από την άλλη μεριά οι άλλες ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές χώρες προσδοκούσαν σε μεγάλο βαθμό στις γερμανικές επανορθώσεις για την ανασυγκρότηση της οικονομίας τους. Κυρίως εκεί προσέβλεπε η Γαλλία που στα 1923 σε συνεννόηση με το Βέλγιο προχώρησε στην κατάληψη του Ρουρ. Στην κατακτημένη αυτή περιοχή ζούσε το 10% του γερμανικού πληθυσμού, παραγόταν το 88% του άνθρακα της Γερμανίας καθώς και μεγάλες ποσότητες σε ατσάλι και μαντέμι. Με την κατάληψη του Ρουρ η Γαλλία ήλπιζε από τη μια μεριά να εισπράξει απευθείας μεγάλο μέρος των επανορθώσεων και από την άλλη να εξασθενίσει τη Γερμανία ακόμη περισσότερο, να εξασφαλίσει την ασφάλειά της, να ισχυροποιήσει την οικονομική της θέση στην Ευρώπη και να κατοχυρώσει την ηγεμονία της.

Η στρατιωτική αυτή κίνηση της Γαλλίας όξυνε ακόμη περισσότερο τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και έθεσε στις ΗΠΑ και στην Αγγλία το καθήκον να επιδιώξουν την άμεση εξασθένιση της Γαλλίας. Από την άλλη, το ταξικό συμφέρον επέβαλλε στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να ισχυροποιήσουν τη γερμανική αστική τάξη ώστε να αποσοβηθεί ο κίνδυνος επαναστατικών εξελίξεων. Ολόκληρο το 1923 η Γερμανία βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό. Τον Αύγουστο γίνεται γενική απεργία σ’ όλη τη χώρα και τον Οκτώβρη σχηματίζονται εργατικές κυβερνήσεις στη Σαξονία και στη Θουριγγία από κομμουνιστές και αριστερούς σοσιαλδημοκράτες, ενώ στο Αμβούργο ξεσπάει εξέγερση. Τελικά η γερμανική αστική τάξη – με τη βοήθεια της σοσιαλδημοκρατίας – καταφέρνει να επιβληθεί και η πολιτική κρίση στη χώρα έδωσε τη σκυτάλη στην πολιτική των διώξεων κατά των κομμουνιστών και των επαναστατικών στοιχείων.

Οι βασικές τάσεις της ιστορικής κίνησης

Αν θέλαμε να συνοψίσουμε, οι τάσεις που χαρακτηρίζουν την ιστορική κίνηση της ανθρωπότητας αμέσως μετά τον Α΄ ιμπεριαλιστικό πόλεμο είναι οι εξής: Πρώτον, αυξάνεται κατακόρυφα ο ρόλος του κράτους πάνω στην οικονομία, με αποτέλεσμα ο ιμπεριαλισμός ως ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού να περνάει σε μια ανώτατη βαθμίδα ανάπτυξής του που είναι ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός. Δεύτερον, ισχυροποιείται η τάση αντικατάστασης του παλιού αποικιοκρατικού συστήματος με νέες μορφές εξάρτησης των μικρότερων και λιγότερο ισχυρών χωρών, μορφές που δε στηρίζονται πλέον στη στρατιωτική κτήση αλλά κυρίως στην οικονομική διείσδυση και μέσω αυτής οδηγούν στην οικονομικοπολιτική και στρατιωτική χειραγώγηση. Στο πλαίσιο αυτών των τάσεων ξεδιπλώνονται οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις με την ταυτόχρονη ανάπτυξη της επαναστατικής αμφισβήτησης του καπιταλιστικού συστήματος από μέρους του προλεταριάτου και των λαϊκών μαζών σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Με δυο λόγια, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, με τη λήξη του, άνοιξε διάπλατα την πόρτα σε μια ιστορική εποχή που ο καπιταλισμός φτάνει στην πλήρη ολοκλήρωσή του – και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο εισέρχεται σε γενικευμένη κρίση – και η προλεταριακή επανάσταση ανατέλλει ως χειροπιαστή πλέον πραγματικότητα. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο η εποχή αυτή είναι εποχή των μεγάλων ιστορικών αλμάτων προς την κοινωνική πρόοδο αλλά και των μεγάλων οπισθοδρομήσεων προς την κοινωνική αντίδραση.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σημειώσεις

1 Λένιν: «Απαντα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 37, σελ. 66

2 Ν. Ψυρούκη: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, σελ. 56-57

3 Ι. Στάλιν: «Απαντα», εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ, 1952, τόμος 7ος σελ. 293

Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Πηγή: Ριζοσπάστης